ταλαιπωρίας ἀφελεῖν . ὃ ποιήσας , ὅ τι δυναίμην ἂν ὑπουργεῖν , ἐπίταττε . καλὸν δὲ οἶμαι τῆς τῶν γραμμάτων
οὐχ ὑπακούοντος δὲ τοῦ Ἡρακλέους , Ζεὺς μὲν ἀπέστειλε διακελευόμενος ὑπουργεῖν Εὐρυσθεῖ , Ἡρακλῆς δὲ παρελθὼν εἰς Δελφοὺς καὶ περὶ
6478866 συνειδος
καὶ δικαστὴν ἐπέστησε τὸν δικαιότατον ἅμα καὶ οἰκειότατον , τὸ συνειδὸς αὐτὸ καὶ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ αὐτὸν ἑαυτῷ ,
. ἄλλοι τῇ μνήμῃ τῶν ἡμαρτημένων τομώτερον τοῦ ξίφους τὸ συνειδὸς νυττόμενοι τὸν ἀναλωθέντα χρόνον ἐπὶ ματαίῳ ἀνεκαλοῦντο μεταμελούμενοι .
6178936 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
6156706 ἀδικησειν
κελεύσας ἕνεκ ' ἐμοῦ ταῦτ ' , οὐδὲ ἕν φήσας ἀδικήσειν , ἐπριάμην γλαῦκον μέγαν . ἔπειτα νάρκην ἔλαβον ,
δέ γε θύειν ἀναιροῦντες τὰ μηδὲν ἀδικοῦντα τῶν ζῴων , ἀδικήσειν ὁμολογοῦμεν : ὥστε τιμῆς μὲν ἕνεκα οὐ θυτέον τῶν
6134251 διαπρεπειν
περισπούδαστον ἦν . ἐκείνη γάρ , ὅσους τῶν μίμων αὐτῇ διαπρέπειν ἡ φήμη κηρύττει , κἂν πόρρω που τύχωσιν ὄντες
μὴ μόνον ἥρωσι διαπρέπειν αὐτοὺς , ἀλλὰ καὶ ἡρωΐσι γυναιξὶ διαπρέπειν πάλαι , ἀρχῆθεν . τίς ἀπόδειξις ὅτι καὶ γυναιξί
6128386 οἰωνοις
καὶ τοὔνομα τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας πάτριον ὑπάρχον ἡμῖν καὶ σὺν οἰωνοῖς αἰσίοις θεῶν ἐπικυρωσάντων παρεληλυθὸς εἰς τὴν πόλιν αὐτῆς ἕνεκα
λογισμόν , ὅτι καθέδρα μέν ἐστι καὶ στάσις ἀρίστη τῶν οἰωνοῖς μαντευομένων ἡ βλέπουσα πρὸς ἀνατολάς , ὅθεν ἡλίου τε
6064102 θαρρουντως
ἀλλὰ καὶ τοῖς χαλκείοις ἂν αὐτὸν καὶ τοῖς ἄλλοις ἐργαστηρίοις θαρρούντως κελεύειν προσιέναι , οὗ τι μέλλουσι τοιοῦτον ἀκούσεσθαι ἢ
ἐπειδὴ δὲ ἀνεῖπεν οὗτος ὁ θεὸς φοιτᾶν παρ ' αὑτὸν θαρρούντως καὶ ἐπινέμεσθαι τὴν θάλατταν , καὶ τρόπον τε ὑπέδειξε
6036764 δεδια
καὶ τὸ διώκω , δίσω , δέδικα : ὁ μέσος δέδια : δεδιὼς ἡ μετοχὴ , καὶ δειδιὼς κατ '
' ἐλευθεροστομεῖς . ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέθισε διάτορος φόβος : δέδια δ ' ἀμφὶ σαῖς τύχαις , πᾷ ποτε τῶνδε
6019584 καρτερω
, ὅτι καλῶς ὑπείργασμαι καὶ ὑποθάλπομαι τὴν ψυχὴν , καὶ καρτερῶ τῷ ἔρωτι , καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἔβλαψεν ἄξιον θανάτου
: . . . τοῦτο παρὰ τὸ τλῶ , τὸ καρτερῶ , τλὸν καὶ ἆτλον : καὶ τροπῇ τοῦ τ
5991931 ἀνδραποδῳ
τούτοις συζῆν ἄχρι παντὸς καὶ πολλάκις ὑβριζομένην ὕβρεις δεινὰς παραμένειν ἀνδραπόδῳ μηδενὸς ἀξίῳ . παρὰ γὰρ τῶν πλουσίων εἰς μὲν
εὖ χρῆσθαι καὶ κακῶς χρῆσθαι ἀργυρίῳ : ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδραπόδῳ οἰκίᾳ ἐπίπλῳ , πᾶσι τοῖς τοιούτοις . τάχα δ
5986224 μετριαζειν
τῷ Φιλίππου πλείονος δόξης τοῦ νικᾶν αἴτιον ἦν ἀεὶ τὸ μετριάζειν ἐπὶ ταῖς νίκαις . ὅς γε καὶ Πῶρον τὸν
. τοῦτο δὲ ἔχει ἀπολογίαν ὁμοίαν τῷ πρώτῳ , ἐπειδὴ μετριάζειν βούλεται . Κατὰ τὸ οἰκεῖον ἐπάγγελμα βαδίζων ὁ Πορφύριος
5974170 τεοισι
ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε μήδεσιν : ὁ Ἱπποκλέας , φησὶ , ταῖς
ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε μήδεσιν : ὁ Ἱπποκλέας , φησὶ , ταῖς
5930447 θαυμαζοις
πάντων αἰτίας . μθʹ . Ἔπεμψά σοι σῦκα ἠρινά , θαυμάζοις δ ' ἂν αὐτῶν ἢ τὸ ἤδη ἢ τὸ
καὶ τῶν ἀνθρώπων εἰ ἐθέλεις εἰς τὴν φιλοτιμίαν βλέψαι , θαυμάζοις ἂν τῆς ἀλογίας περὶ ἃ ἐγὼ εἴρηκα εἰ μὴ
5926676 ἀζημιους
καταμεμαθηκέναι : χρηστοῦ μέντοι πονηροὺς ἤδη εἶδον , οὐ μέντοι ἀζημίους γε . τὸν δὲ ἐπιμελητικοὺς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας καὶ
μὴ δι ' αὐτῶν τὰς διαβάσεις ποιεῖσθαι καὶ τοὺς ὑποτελεῖς ἀζημίους φυλάττειν . εἰ δὲ ἀνάγκη πάντως δι ' αὐτῶν
5916739 ἐκομισας
, , . . . . . . ” οὐκ ἐκόμισας , ἔφη , τὸ προσταχθέν - | ” καὶ
. βέρβεια πολυτίμητε . κᾆτα τρεῖς μόνας καὶ τάσδ ' ἐκόμισας ; οὐ γὰρ εἶχον πλείονας . Ὠιὰ λευκά γε
5912322 ἀντιπραττειν
θεραπείαν ἢ καὶ συνεργεῖν ταῖς κινήσεσιν αὐτῆς : τὸ γὰρ ἀντιπράττειν καὶ ἐποχὴν τοῖς ἐκκρινομένοις εὐθὺς μηχανᾶσθαι , μεγάλην κατασκευάσει
οὐδεμίαν ᾤοντο τῷ κοινῷ φέρειν , ἀλλὰ διδόναι καὶ μὴ ἀντιπράττειν παρῄνουν , ἄρχοντος τῆς γνώμης Λευκίου Κοιντίου , τοῦ
5905664 προθυμον
' ἦμαρ ὅτωι βίοτος εὐδαίμων , μακαρίζω . σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ ' ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντά τ '
ἢ μόλις , αὐτὸν δὲ τοῖς ἄλλοις ἃ βούλονται ὑπηρετεῖν πρόθυμον εἶναι . καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἐν ἀξιώματι μέγαν
5904814 ἀπεχθανεσθαι
' ἂν εἵλετο Χρύσης ἅμα τὴν θυγατέρα λυπῶν τῷ βασιλεῖ ἀπεχθάνεσθαι , οὐκ ἀγνοῶν ὅπως εἶχε πρὸς αὐτήν . τὸ
τὰ βασιλέως γράμματα , νομίζοντες ὀκνήσειν μίαν ἑκάστην τῶν πόλεων ἀπεχθάνεσθαι ἅμα ἑαυτοῖς τε καὶ βασιλεῖ . ἐπεὶ μέντοι εἰς
5903009 ἀγαθαν
παιδιᾶς ἄξια καὶ δὴ καὶ τόδε προσέλεγον : δέξαι τὰν ἀγαθὰν τύχαν , δέξαι τὰν ὑγίειαν , ἃν φέρομεν παρὰ
Πυθαγορείας ἐκ τοῦ Περὶ γυναικὸς σωφροσύνας . Τὸ μὲν ὅλον ἀγαθὰν δεῖ ἦμεν καὶ κοσμίαν : ἄνευ γὰρ ἀρετᾶς οὐδέποκα
5901689 σχεθειν
τὸ ἄγω ῥῆμα , ᾗ διαγόμεθα . σκότος παρὰ τὸ σχέθειν ἡμᾶς . Ἀμενηνός , μένος , ἄμενος , κατὰ
Διός . ἐκποδὼν ] μακράν . σχέθειν ] αὐτόν . σχέθειν ] κρατῆσαι . σχέθειν ] κρατήσειν . σχέθειν ]
5896550 κτω
ὕπνον προσίεσο διὰ τὸ ἀναγκαῖον . μὴ ταχέως τοὺς φίλους κτῶ . οὓς ἂν κτήσῃ φίλους κτῶ . σεαυτοῦ τὰ
αὖξε δὲ τὴν πόλιν : σαυτῷ γὰρ δύναμιν περιάψεις : κτῶ δὲ αὐτῇ συμμάχους : . . . νόμιζε δὲ
5880969 εὐφημειν
τὸν θεὸν τάττωμεν ; πότερα ἐν τῷ ἀθροίσματι ; ἀλλὰ εὐφημεῖν ἄξιον . Λείπεται δὴ ὥσπερ εἰς ἀκρόπολιν ἀναβιβασαμένους τῷ
οἷον εἰ ἀπὸ λόγων εἴη , ὅτι ἀκόλουθον τοῖς λόγοις εὐφημεῖν αὐτόν : ἢ εἴπερ ἐπὶ ἑτέροις αὐτός τι τοιοῦτον
5879373 θανοιμι
ἐχθρὸν ἄλημα , τούς τε δισσάρχας ὀλέσσας βασιλῆς , τέλος θάνοιμι καὐτός ; Ὅταν κατεύχῃ ταῦθ ' , ὁμοῦ κἀμοὶ
, ἀλλ ' ὅμως , καίπερ φιλῶν τὸ ζῆν , θάνοιμι πρὶν περιπεσεῖν αἰσχρᾷ τινι τύχῃ : δυστυχίᾳ : μετέωρον
5869228 ἀοκνως
θάλατταν παραπομπῆς , ἵν ' ἀκινδύνου τῆς παρουσίας σφίσιν οὔσης ἀόκνως παρακομίζωσι τὸν εἰς τὰ ἐπιτήδεια φόρτον . Ἐπειδὰν δὲ
ὑπὸ Εὐρυσθέως γυμναζόμενος οὐκ ἐνόμιζεν ἄθλιος εἶναι , ἀλλ ' ἀόκνως ἐπετέλει πάντα τὰ προσταττόμενα : οὗτος δ ' ὑπὸ
5864509 ἐργασομαι
' οὐ μέντοι γε σιωπῶν οἶδα ὅπως ἄξια τοῦ δείπνου ἐργάσομαι . Καὶ ῥᾳδίως γ ' , ἂν ἃ μὴ
πρὸς δὲ τὸν ἐχθρόν μου ὥσπερ λύκος ἔσομαι καὶ παντοίας ἐργάσομαι λάθρα κατ ' αὐτοῦ μηχανάς . Ἐπεὶ δὲ ὑποθεύσομαι
5862088 προθυμεισθαι
. εἰ οὖν τοῦτο ἀληθές , ἄτοπον δήπου ἂν εἴη προθυμεῖσθαι μὲν ἐν παντὶ τῷ βίῳ μηδὲν ἄλλο ἢ τοῦτο
κέαρ καὶ μὴ σφριγῶντα θυμὸν ἰσχναίνῃ βίᾳ . ἐν τῷ προθυμεῖσθαι δὲ καὶ τολμᾶν τίνα ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν ; δίδασκέ
5855386 προπεμψω
Διόνυσος ὁ τίλλων τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . πέμψω ] προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος ,
ἤγουν ὦ οἱ ὀλόμενοι ἐν τριήρεσι βάρισιν . πέμψω ] προπέμψω . δυσθρόοις ] † κακὸν ἔχουσι θροῦν . γόοις
5852213 ξυμφορα
Ξέρξου δυνάμει ἀντιτάξασθαι , ἐπῃνοῦντό τε μᾶλλον οἱ μὴ τὰ ξύμφορα πρὸς τὴν ἔφοδον αὑτοῖς ἀσφαλείᾳ πράσσοντες , ἐθέλοντες δὲ
ὅσα γε καὶ ἀξίην λόγου ὠφελείην ἔχει . Ὅσα ὑγιαίνουσι ξύμφορα , ταῦτα καὶ νοσέουσι προσφερόμενα ἰσχυρότερά ἐστι , καὶ
5839806 ἐνυβριζειν
τοῦ τε Ἀντωνίνου καὶ τῆς Σοαιμίδος παρέδοσαν σύρειν τε καὶ ἐνυβρίζειν τοῖς βουλομένοις : ἅπερ ἐπὶ πολὺ διὰ πάσης τῆς
φύσει , καὶ μὴ δι ' ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων τὴν ἰδίαν ἐνυβρίζειν τέχνην . οἱ δὲ τὸ μάρνασθαι ἀντὶ τοῦ ἐνεργεῖν
5836143 νεμεσιν
ἐποιήσαντο μάρτυρας , οὔτε τὸ δίκαιον αὐτὸ καὶ τὴν ἀνθρωπίνην νέμεσιν ἐντραπέντες , οὔτε τὸ τοῦ κινδύνου μέγεθος εἰ μὴ
οὔτε “ θεῶν ὄπιν εἰδότες ” οὔτ ' “ ἀνθρώπων νέμεσιν ” ἀναιροῦσι τὴν φιλόσοφον , ἄγος τοῦτο μέγιστον καὶ
5835364 εἱρπον
τοῖσιν δ ' αὐτίκ ' ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον : εἷρπον μὲν ῥινοί , κρέα δ ' ἀμφ ' ὀβελοῖς
ε θέματα προσλαμβάνει τὸ ι ἐν τῇ κινήσει οἷον ἕρπω εἷρπον , ἕλκω εἷλκον , ἕπομαι εἱπόμην , ἐπιφέρει καὶ
5812434 βραδυνεις
. ἔπειγε : λειφθεὶς δεινὰ πείσομαι μάχης . σύ τοι βραδύνεις , οὐκ ἐγώ , δοκῶν τι δρᾶν . οὔκουν
, φησὶν ἡ Ἰὼ πρὸς αὐτόν : διὰ τί οὖν βραδύνεις καὶ ἀργεῖς μὴ γεγωνίσκειν καὶ βοᾶν καὶ λέγειν ἐμοὶ
5809411 συναλγουντες
ἐστὶν αἰσχύνη , εἰ Θηβαῖοι μὲν οὐκ ὤκνησαν ἡμῖν φανῆναι συναλγοῦντες κακῶς πράττουσι μηδεμιᾶς παρακλήσεως αὐτοῖς παρ ' ἡμῶν ἐλθούσης
ἀνθρώπους ἐξετάζονται , συνηδόμενοι μὲν ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἀγαθοῖς , συναλγοῦντες δ ' ἐπὶ τοῖς ἐναντίοις , μήτ ' εὐσεβείας
5804875 φοβῃ
ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ
' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου .
5796628 θρεψῃς
τοῦ ἕως πότε τρέφειν . λέγει γὰρ ὅτι ἐὰν μεμερισμένως θρέψῃς , ῥώννυται τὸ ἔμφυτον θερμόν : ἐντεῦθεν διαλάμπει τὸ
οἱ ἰατρικοί φασι τὰ μὴ καθαρὰ τῶν σωμάτων ὁκόσα ἂν θρέψῃς , μᾶλλον ἂν βλάψοις ὕλην ὑποβάλλων τῇ κακοχυμίᾳ ,
5793443 ἐπανιστασθαι
οἷς μὲν οὐδὲν νόσημα , οἷα ἐκ πονηρᾶς φιλεῖ διαίτης ἐπανίστασθαι , ἐλάττων ἔπαινος ἕπεται , ὅτι κατὰ φύσεως εὐμοιρίαν
τε καὶ λεπτύνειν , καὶ εὐροωτέραν ἐργασαμένην , οὕτως ὕστερον ἐπανίστασθαι , καὶ ἀθρόας ἀπωθεῖσθαι ἢ διὰ γαστρὸς ἢ δι
5783211 ποιησατε
ὑπὲρ τῶν ὅρκων οὓς ὀμωμοκότες δικάζετε , τιμωρήσασθε καὶ παράδειγμα ποιήσατε τοῖς ἄλλοις , μνημονεύοντες πάνθ ' ὅς ' ἀκηκόαθ
ἄνθρωπον ἠγάπησα , ὡς τέκνα μου . Ταῦτα καὶ ὑμεῖς ποιήσατε , τέκνα μου , καὶ πᾶν πνεῦμα τοῦ Βελίαρ
5778483 στενειν
δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ
ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις
5757804 προσεσται
τὰ μὲν ὑπάρχοντα φαῦλα παραμενεῖ , τὰ δὲ οὐκ ὄντα προσέσται . Τὸ δ ' αὖ δυνατὸν ὑποδιαιρήσεις , πρῶτον
ἐποίησε . τὰ δὲ ἐς Πρόμαχον τὸν Δρύωνος παγκρατιαστὴν Πελληνέα προσέσται μοι καὶ ταῦτα τῷ ἐς Ἀχαιοὺς λόγῳ . Προμάχου
5744525 βουλευω
ἱππείων τριχῶν δεδασυνιομένος . Θέρω : θερμαίνω . Μήδω : βουλεύω . Σαφῶ : ἀκριβῶ . Λαγνεία : πορνεία .
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς μέμημαι μέμησαι
5741779 συνετοις
καιρῷ περιστάσεως . διό φησι ἀφραδέως ἀφραδέως ] τοῖς γὰρ συνετοῖς ἀλάθητος ἔσται τοιοῦτος ὀπὸς προπινόμενος πάσηται ] γεύσηται ,
ἡ πρώτη . σοφοῖς ] ἀγαθοῖς . , φρονίμοις , συνετοῖς . . γνώσεται ] γνωρίσῃ , - σει .
5728294 ἰδησθε
“ δεῦθ ' ἵνα ἔργ ' ἀγέλαστα καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε . ” ἔνιοι δὲ γέλωτος ἄξια . βέλτιον δὲ
: αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθητε , Διός τ ' εἰς ὦπα ἴδησθε , ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ .
5728262 φθονειθ
ἤν ποτ ' εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα , μὴ φθονεῖθ ' ἡμῖν κομῶσι μηδ ' ἀπεστλεγγισμένοις . Ὦ πολιοῦχε
παῖδες ὅσοι Χαρίτων τε καὶ πατέρων λάχετ ' ἐσθλῶν μὴ φθονεῖθ ' ὥρας ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖν : σὺν γὰρ ἀνδρείαι καὶ
5728030 φθονερως
τινα καὶ ἐπαινοῦντα [ αὐτὸν ᾐσθάνετο ] οὐδ ' ὁπωστιοῦν φθονερῶς . τέλος δ ' οὖν πολλὰ θηρία ἔχων ὁ
ποιοῦντες ἀνθρώπων χρηστῶν καὶ φιλανθρώπων , εὐνοϊκῶς δέχεσθε καὶ οὐ φθονερῶς , ἀλλὰ καὶ χειροτονεῖτε καὶ τὰ ὑμέτερ ' αὐτῶν
5719458 προσποιῃ
τῶν πανωλεθρίᾳ διαφθειρομένων . Οὐδὲν πέπονθας δεινὸν , ἂν μὴ προσποιῇ : ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων δεινὰ πεπονθέναι . Οὐδὲ κύαθον
ἐν νέοις γέρων . Οὐδὲν πέπονθας δεινόν , ἂν μὴ προσποιῇ . Ὅπου βία πάρεστιν , οὐ σθένει νόμος .
5717648 αἰτου
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
5717279 ἐασῃ
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει
5714831 ματαιοις
τοιαῦτ ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς , μηδ ' ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν : οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς
μάχεσθαι καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ αὑτῶν ἀναγκάσουσι δώροις τε καὶ ἐπαίνοις ματαίοις , ἕως ἂν ἀποθάνῃς . οἶμαι δέ σε μηδὲ
5707968 βλασφημον
ἀλιτηρίους οὐ μόνον τοὺς τὰ ἱερὰ συλῶντας ἢ λέγοντάς τι βλάσφημον περὶ τῶν θεῶν , ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τούς τε
Διόνυσε , κακῶς κακὸν διόλλυ τὸν τύραννον , διάσπα τὸν βλάσφημον , εἰς ταῦρον ἄμειβε τὸν ἀπάνθρωπον , ἡμᾶς θηρία
5704344 ἀποπεμπε
ἐπέγειρε εὐιέρου τελετῆς , λήθην δ ' ἀπὸ τῶνδ ' ἀπόπεμπε . Κλῦθι , θεά , θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα
φαύλους δ ' ἐκτοπίους θ ' ὁρμὰς ἀπὸ τῶνδ ' ἀπόπεμπε . Μοῖραι ἀπειρέσιοι , Νυκτὸς φίλα τέκνα μελαίνης ,
5699947 ἐπιορκειν
δὲ καὶ οὐκ ἐπ ' ἀγαθῷ κλέπτειν , ἁρπάζειν , ἐπιορκεῖν , ψεύδεσθαι ἢ ὅλως ἄδικόν τι πράττειν . ἐν
. . . Κλεάνθης ἔφη τὸν ὀμνύοντα ἤτοι εὐορκεῖν ἢ ἐπιορκεῖν , καθ ' ὃν ὄμνυσι χρόνον . ἐὰν μὲν
5697875 εὐσεβειν
ἐκ δὲ σωφροσύνης τὸ σωφρονεῖν , ἐκ δὲ εὐσεβείας τὸ εὐσεβεῖν , καὶ ἀφ ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ
εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν διδάσκει τὸν γεωργοῦντα . νειόν : τὴν ἀνανεουμένην γῆν
5690959 δανος
καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οὐτιδανοῖς ] ἀνευφράντοις τοῖς οὔ τι δάνος καὶ χαρὰν ἔχουσι : ἢ τοῖς οὐτιγανοῖς τοῖς μὴ
οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος
5690563 ἀνωφελει
ταῖς νήσοις : οἱ Σκιωναῖοι σφῶν : τῶν Ἀθηναίων . ἀνωφελεῖ : λείπει , ἐν θαλάττῃ ὕστερον : ἤγουν μετὰ
καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ] ψευδεῖ . ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ . θ ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ , ψευδεῖ : οὐ
5689616 μοχθοις
ῥύονται καὶ πόθον ὀξυβελῆ στικτοὶ σκάροι , οὐδ ' ἐνὶ μόχθοις ἀλλήλους λείπουσιν , ἀλεξητῆρι δὲ θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος
οἱ μεταλλεύοντες μόνοι ἀλλὰ καὶ οἱ τὰ μεταλλευθέντα συναγείροντες μυρίοις μόχθοις θηρεύωσι τὴν περίβλεπτον ταύτην πολυκτησίαν . δείγματος μὲν οὖν
5689356 ἀναγκασθησεσθε
ἀκαιρίαν ἡγησάμενοι παρίδητε , ὅταν δέῃ χρῆσθαι , τότ ' ἀναγκασθήσεσθε παρασκευάζεσθαι . Ἤδη δέ τις εἶπεν ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοί
μὴ προχείρους ἔχῃ ἐν τῇ ψυχῇ ; καὶ οὕτω δὴ ἀναγκασθήσεσθε εἰς ταὐτὸν περιτρέχειν μυριάκις οὐδὲν πλέον ποιοῦντες ; “
5687736 βραδυνειν
τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν . Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας
πόδα καὶ διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ . Μόνον δὲ χρὴ μὴ βραδύνειν , ὡς ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι .
5683754 προιεσθαι
ἀλλὰ Ἴδα καὶ Λυγκέως ἁρπασάντων παρακαταθήκην λαβόντα τηρεῖν καὶ μὴ προίεσθαι τοῖς Διοσκούροις ἀπαιτοῦσιν : ἢ νὴ Δία Τυνδάρεω παραδόντος
. ἦν γὰρ τοῖς παλαιοῖς πεφροντισμένον καλῶς καὶ εὐσχημόνως κότταβον προίεσθαι . καὶ οἱ πολλοὶ ἐπὶ τούτῳ μᾶλλον ἐφρόνουν μέγα
5677311 λογοισιν
ἱερὴν καλεομένην νοῦσον τοῦτο εἶναι τὸ παρεχόμενον : οἷσι δὲ λόγοισιν ἐμαυτὸν ἔπεισα , τούτοισιν αὐτέοισι καὶ τοὺς ἀκούοντας πείσειν
με φρουρῇ περιβαλὼν γυναικείῃ . τί δὴ ' πὶ σοὶ λόγοισιν εἶμι κοὐκ ἔργον ποιῶ βίαιον ; ” τῷ δὲ
5677104 δεσποτικως
ὑποκορίσματα . τὸ δὲ πρᾶγμα δεσποτεία , καὶ τὸ ἐπίρρημα δεσποτικῶς , καὶ τὸ ῥῆμα δεσπόζειν καὶ δεσπόζεσθαι : Πλάτων
ἀλλὰ τοὺς εὐνουστάτους καὶ δημοτικοὺς μᾶλλον : ἐκείνους μὲν γὰρ δεσποτικῶς ἄρχοντας τῶν πολιτῶν καταφρονεῖν τῶν πολλῶν , καὶ τὰς
5667221 ἐπιστελλειν
τε Ἑρμόλαον γίγνου τοιοῦτος ὁποῖον οἶδα καὶ τὸ πρὸς ἡμᾶς ἐπιστέλλειν ἀνανεοῦ . καὶ γὰρ εἰ πολλὰ τὰ νῦν γράμματά
τῷ ἀπὸ Λαρίσσης δι ' ἐπιστολῆς ἐπετίμησε . καὶ γὰρ ἐπιστέλλειν δεινὸς ἦν ὁ Σεβηριανὸς καὶ ἔμφρων , ὡς ἔστι
5666919 διαδραναι
παρακινοῦσιν αἰνίττεσθαι . εἶτα κατ ' αὐτὸν τοῖς ἀντιπάλοις φερόμενος διαδρᾶναι τὴν κόλασιν προσδοκᾷς : καὶ δεινὰ πάλιν τολμήματα συνάπτων
ταύτης βοήθειαν καὶ εὐθὺς ἡ θάλασσα κατηυνάζετο καὶ οὕτω γέγονε διαδρᾶναι τοῦτον τὸν κλύδωνα . Καταλαβόντα δὲ τοῦτον τὴν βασιλίδα
5666504 κορεσθηναι
παρώνυμον ἀριστεύς . Ἄδην , παρὰ τὸ ἥδω δηλοῦν τὸ κορεσθῆναι , ὡς τὸ τέρπομαι , ὅπερ τὸ αὐτὸ ἐδήλου
ἐσσύμενον πολεμίζειν . ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσθῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῦ πολέμου , καίπερ προθυμίαν ἔχοντα .
5666311 περιεργα
τοῦ Συρακοσίου ἔχθραν κολάσασθαι . ταῦτα γὰρ καὶ μειρακιώδη καὶ περίεργα καὶ τῶν λεγομένων αἰνιγμάτων ἀσαφέστερα . καὶ ἐκεῖνα ἔτι
ἄρχειν , ἀλλὰ φόβῳ . τούτοις ἕτερα προσθεὶς πάλιν ἀμοιβαῖα περίεργα καὶ πικρά , τοὺς Μηλίους ὑποτίθεται λέγοντας , ὅτι
5665691 θανουσιν
φύλλα τοῖς νικῶσι φερόντων . τοῖς προγόνοις : † τοῖς θανοῦσιν . τῶν ἐπαίνων , οὓς λαμβάνουσιν οἱ ἀπόγονοι .
δράσαντα : τοῦ φονεύειν καὶ μὴ φονεύεσθαι : κτανοῦσι μὴ θανοῦσιν : τοῦτο κατ ' ἰδίαν λέγει , λείπει δὲ
5664132 βουλευομενον
] τῆς Κλυταιμνήστρας . ἀνδρόβουλον ] τὸ κατ ' ἄνδρα βουλευόμενον . κέαρ ] ἡ ψυχή . βάσις . εὖτ
μάτιον τὸ ἐλάχιστον εἰώθασι λέγειν . οἱ δὲ τὸν μάταια βουλευόμενον καὶ λοχῶντα . ματιολοιχός : ἤτοι ὁ κρουσιμέτρης :
5663713 ἀποφευγειν
πάλιν καταβαίνουσιν : ἐλαφροὶ γὰρ ἦσαν ὥστε καὶ ἐγγύθεν φεύγοντες ἀποφεύγειν : οὐδὲν γὰρ εἶχον ἄλλο ἢ τόξα καὶ σφενδόνας
αὐτὸν ἀδικοῦντα , οὐδ ' ἂν αὐτὸς ἠξίωσε τοιαῦτα ἀπολογούμενος ἀποφεύγειν , νυνὶ δὲ περὶ τῶν τῆς πόλεως κρινόμενος οἰήσεται
5653075 θαρσαλεωτερον
δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον . καὶ Ναρσῆς μὲν θαρσαλεώτερον τῷ φρουρίῳ αὖθις προσέβαλλεν , ὡς καὶ αὐτοβοεὶ ἅπαν
. Καὶ μέγα φρονήσας ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις , ἔτι καὶ θαρσαλεώτερον ἐπορεύετο , τὰς πρὸς ἀνατολὰς πόλεις τε καὶ χώρας
5650926 δεικνυε
ἐδέρκετο δ ' Εὐρώπειαν αὐχέν ' ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον . ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι : δεῦθ
ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ πάνυ δέδοκται . ἀλλ ' ἴθι , δείκνυε . Παῦε . ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος , ὦ Σώκρατες
5641889 λαλησον
ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον
” ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : ἐγὼ κύριος , λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου , ὅσα ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ
5641568 ἀσχημονουντα
] εὖ διακεχειρισμένων , συντεταγμένων . παραληροῦντα : διαποροῦντα καὶ ἀσχημονοῦντα . ταῦτα ἀκούσας ὁ Κρατῖνος ἔγραψε τὴν Πυτίνην ,
ἀγανακτήσαντες , ἄλλως μὲν μισοῦντες τὸν Ἀντωνῖνον καὶ ἀποσκευάσασθαι θέλοντες ἀσχημονοῦντα βασιλέα , τότε δὲ καὶ τοῖς συλλαμβανομένοις ἐπαμύνειν δεῖν
5637090 τλαιης
καί κεν ἐς ἠῶ δῖαν ἀνασχοίμην , ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι . ” τὸν
ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο Λυκάονος υἱὲ δαΐφρον . τλαίης κεν Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν , πᾶσι δέ κε
5635309 θεληι
λαβών , τὸν Ἑλένης φόνον διώκων , κἀμὲ μὴ σώιζειν θέληι σύγγονόν τ ' ἐμὴν Πυλάδην τε τὸν τάδε ξυνδρῶντά
σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν θέληι , δώσω κτανεῖν . οἴμοι : τί δῆτά ς
5631604 σφαλλεσθαι
πάσης δύσεως Νικηφόρῳ τῷ Βρυεννίῳ παντάπασιν ἐδόκει τὰ τοιαῦτα βουλεύματα σφάλλεσθαι καὶ ἐξελιπάρουν τὸν βασιλέα , εἰ οἷόν τε εἴη
καὶ ἀναισχυντίας ἐστίν . καὶ ἔμοιγε εἴη μηδὲν μὲν τοιοῦτο σφάλλεσθαι , εἰ δὲ συμβαίη , πρὸς εὐφημίαν αὐτὸ τρέπεσθαι
5625869 παρατρεπειν
καὶ ῥυθμοῦ καὶ μέλους καὶ φυλάττειν σχῆμα καὶ ἐμμέλειαν μὴ παρατρέπειν καὶ ἀποπληροῦν τῶν διδαχθέντων τὴν ἀπαίτησιν , φύσεως δῶρα
, γοητεύειν , ἀπατᾶν ἐξαπατᾶν , παρακρούεσθαι , παράγειν , παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν ,
5617407 κηδεσι
γινομένη παραμύθιον . παρὰ δέ τισι τῶν βαρβάρων κἀν τοῖς κήδεσι παρείληπται τῆς κατὰ τὸ πάθος ἀκρότητος τῇ μελῳδίᾳ παραθραύσουσα
ὡς ἔθος αὐταῖς ἐστι πενθεῖν ἐπὶ τοῖς ἀναγκαίοις τῶν συγγενῶν κήδεσι . Μετὰ δὲ τὸν ἐνιαυτὸν ἐκεῖνον ὕπατοι καθίστανται Σπόριος
5611805 ἐοικατε
καὶ γῆν πολλὴν δοὺς πρὸς ᾗ ἐκέκτησθε . ὧν οὐκ ἐοίκατε χάριν ὀφείλειν : οὐ γὰρ ἄν ποτε Ἑρμόδωρον φίλον
καὶ πάλιν ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἤ τι φάρμακον ἄλλο τοιοῦτον ἐοίκατε ἀνθρώποις . [ , ] καὶ λαμπρότητι ἡ ἀκμὴ
5609179 λαθῃς
καὶ δικαίως πράττειν . ἀνθρώπων ἀπίστων βίος ὄνειδος . μήποτε λάθῃς σαυτὸν ἀγενεῖ φύσει μεταδιδοὺς λόγου θεοῦ . ψυχὴν ἀπὸ
αὐτὸν οὐ πάνυ περισπῶντα οὐδὲ ὀξέως νύττοντα , μέχρι ἂν λάθῃς τέλεον αὐτῷ συνήθης γενόμενος . Οἱ μὲν δὴ ἔξω
5599003 σαυτην
φύσεως τὸν ἔρωτα . μὴ οὖν , φησὶ , διεργάσῃ σαυτὴν , ἀλλὰ συγγίνωσκε τῷ πάθει , βιαζομένη παρὰ τοῦ
θεός . πότε οὖν , ὦ ψυχή , μάλιστα νεκροφορεῖν σαυτὴν ὑπολήψῃ ; ἆρά γε οὐχ ὅταν τελειωθῇς καὶ βραβείων
5585156 ἐπαμυνειν
. Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχῃ καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον ἐσβαλόντας ἐς τὴν Ἀττικήν . οἱ δὲ ὑπέσχοντο
οὐδὲν ἐφρόντιζον , Μόλωνα δὲ τὸν γναφέα καὶ ἄλλους τινὰς ἐπαμύνειν ἐπιχειροῦντας συνέκοψαν . ἤδη δὲ αὐτοῖς οὖσι παρὰ τὴν
5583294 θελε
τοιοῦτος γενόμενος . Οὐκοῦν , ὦ Ζεῦ , μηδὲ ἐρᾶν θέλε : ῥᾴδιον γὰρ τοῦτό γε . Οὔκ , ἀλλὰ
διακρίνειν . , γινώσκειν . , νοεῖν , εἰδέναι , θέλε ἐπιγινώσκειν , ἀκούειν . ῥυθμῶν ] ἐμμέτρων λόγων ,
5577949 δοκειτ
, ταῦτ ' ἤδη συμβουλεύσω . Οὐ μικρὰν ἄν μοι δοκεῖτ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ζημίαν νομίσαι ,
καὶ ὑποτακτικὸν ἔχει προσγραφόμενον τὸ ι . ὡς δή μοι δοκεῖτ ' ἂν ] τοῦτο τὸ νόημα ἐπισφραγίζεται μὲν τὰ
5572146 ουμεν
μόνον οὐ [ ! ! ! ! ! ! ] ουμεν [ ! ! ! ! ! ! ! !
ει πῶλος ? ὣς ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [
5570850 μισησουσιν
στρατηγήσουσιν . ἐκείνους μὲν γὰρ ὁμοῦ φαύλους τε ἡγήσονται καὶ μισήσουσιν ἅπαντες , ἡμῖν δὲ μετ ' εὐφημίας ὅ τι
. Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς
5565044 λευσσειν
ποτὲ Ἀγαμέμνονος παῖ , νῦν ἐκεῖν ' ἔξεστί σοι παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ ' ἀεί . Τὸ γὰρ παλαιὸν
τὸν βάρβαρον ἐξολέσειεν . οὐ γὰρ ἔτ ' ἀθανάταν φλόγα λεύσσειν ἐστὶν ἐμοὶ φίλον , ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητ ' ἄχη
5563936 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
5561571 ἐφεδρευοντα
Θαυμάζω δέ , εἰ τῶν μὲν Ἑλλήνων τὸν ἡγεμόνα ζηλοτυπεῖς ἐφεδρεύοντα τῇ δόξῃ τῆς νίκηςθῶμεν γὰρ οὕτως , ὁ στρατηγὸς
μηδαμοῦ τούτου ἀπανιστάμενον καὶ τὸν Μαχουμούτεα μετὰ στρατιᾶς ὅτι πλείστης ἐφεδρεύοντα αὐτῷ , ἀπογνοὺς ὅλως τοῦ φανερῶς δύνασθαι βοηθῆσαι τῷ
5556700 θαρραλεον
, ἅ ἐστι μὲν ἀμφότερα τοῦ ἀνδρείου , καὶ τὸ θαρραλέον καὶ τὸ ἄφοβον , ἀλλὰ μᾶλλον εἰδοποιεῖται ὁ ἀνδρεῖος
παθημάτων προσδόκημα τὸ μὲν πρὸ τῶν ἡδέων ἐλπιζόμενον ἡδὺ καὶ θαρραλέον , τὸ δὲ πρὸ τῶν λυπηρῶν φοβερὸν καὶ ἀλγεινόν
5555960 τρυφαν
πανηγυρίζουσιν ὑπὸ τῶν κερδῶν , οὐ πολιορκοῦσιν ἐοίκατε : καὶ τρυφᾶν ἐθέλετε πολεμοῦντες ἔτι , οὐ νενικηκότες . τοιγάρτοι τὰ
ὁ εἰς κόρον ἐλθὼν τοῦ ἄδεος . χλιδᾶν γὰρ τὸ τρυφᾶν καὶ εἰς κόρον φέρεσθαι τοῦ τινος πράγματος . ἤγουν
5554096 ξυνοικος
τίς ἀθλιώτερος ; τίς ἄταις ἀγρίαις , τίς ἐν πόνοις ξύνοικος ἀλλαγᾷ βίου ; Ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα , ᾧ
σειραφόρον κριθῶντα πῶλον : ἀλλ ' ὁ δυσφιλὴς σκότῳ λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ ' ἐπόψεται . τί δὴ τὸν ἄνδρα
5551798 ἐκτρεπεσθαι
πνεύματα τῇ ῥινί , τῇ εὐωδίᾳ εὐφραίνεσθαι , τὴν δυσωδίαν ἐκτρέπεσθαι , τὰ εὐώδη εἰδέναι . ἡ μὲν οὖν αἴσθησις
, ὦ πολῖται , τοῦ μήτ ' ὀρρωδεῖν μήτ ' ἐκτρέπεσθαι τὰ δεινὰ μέγιστον παρακέλευσμα , ὅτι πάντες οἱ πρωτεύοντες
5550318 φιλοστοργον
ποιοῦσιν ἐπανόδους καὶ ἀναμνήσεις συντηρούσας τό τε προσηνὲς καὶ τὸ φιλόστοργον . οἱ δὲ κακοποιοὶ μετά τινος ἐπηρείας καὶ ὕβρεως
μὲν γὰρ πατρίδα σέσωκας , ἐμὲ δὲ τὸν εὐσεβῆ καὶ φιλόστοργον υἱὸν ἀπολώλεκας . ταῦτ ' εἰπὼν ἐπὶ τὴν σκηνὴν
5547379 προδῳς
τῆς ψυχῆς [ καὶ ] τῆς ἐμῆς δέσποτα , μὴ προδῷς ἑαυτὸν μηδὲ εἰς ὀργὴν ἐμβάλῃς βαρβαρικήν , συγκατάθου δὲ
] συνάθροισμα . ξυντέλεια ] τὸ πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους
5546524 πεινωσιν
ἐν κενῇ γὰρ γαστρὶ τῶν καλῶν ἔρως οὐκ ἔστι : πεινῶσιν γὰρ ἡ Κύπρις πικρά κεκερματίσθω δ ' ἄλλα μοι
καὶ βρακάνοις καὶ στραβήλοις ζῆν : ὁπόταν δ ' ἤδη πεινῶσιν σφόδρα . . . ὡσπερεὶ τοὺς πουλύποδας . .
5543168 πολισσουχων
, ὡς ἂν τῶν πολισσούχων θεῶν βωμοὺς προνάους καὶ † πολισσούχων ἕδρας εὕρωμεν , ἀσφάλεια δ ' ᾖ δι '
, στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ , βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν αὔειν , λακάζειν , σωφρόνων μισήματα ; μήτ
5539301 πενεσθαι
κρατεῖν ? [ ] ὡς Κλέων ; τίς δὲ οὐ πένεσθαι | μᾶλλον ὡς Ἀριστείδης ἢ πλουτεῖν ὡς Καλλίας |
διασαφεῖ , τοῦ δὲ ἐπιφερομένου ἀναίρεσιν , βούλομαι πλουτεῖν ἢ πένεσθαι , βούλομαι φιλολογεῖν ἢ σχολάζειν . ποιεῖται καὶ μετὰ
5537128 θανοντ
τλήμων ἐγώ . φίλων γ ' ἔρημοι : σὲ δὲ θανόντ ' ἠκούομεν . πόθεν δ ' ἐς ὑμᾶς ἥδ
ἂν μεῖζον τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ ,
5536904 προσφιλεστατε
, ἄγε . , ἐλθέ . . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . .
δ ' ὁ κωμικός φησιν : ὦ πᾶσι τοῖς φρονοῦσι προσφιλέστατε Διόνυσε καὶ σοφώταθ ' , ὡς ἡδύς τις εἶ
5535968 ἐκσπονδοι
κατὰ πόλιν γίνεσθαι τοὺς ὅρκους καὶ τὰς σπονδάς . διόπερ ἔκσπονδοι γενηθέντες ὥσπερ καὶ πρότερον , συνεῖχον τὴν Βοιωτίαν ἐν
[ διὰ τοὺς Μεσσηνίους ] καὶ μόνοι τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρχον ἔκσπονδοι . Τῶν δὲ συγγραφέων Ξενοφῶν μὲν ὁ Ἀθηναῖος τὴν
5535805 ἱεροσυλειν
ἐξέρχεται ; οὐ πολλοί ; ἢ οὐ φυγόντες τινὲς τὸ ἱεροσυλεῖν ἐξ ἰδιωτικῆς ἔκλεψαν οἰκίας , καὶ οὐκ ὄντες πατροτύπται
μεγάλας ἔχοντες οὐδὲν ἧττον σπανίζουσιν , ὥστε καὶ τυμβωρυχεῖν καὶ ἱεροσυλεῖν καὶ παρὰ τὸ προσῆκον φυγαδεύειν . ἅμα γὰρ τῇ
5535241 ἀνυποστολως
ἐρῶ , λέξω . . , εἴπω . ἐλευθέρως ] ἀνυποστόλως , πεπαρρησιασμένως . , ἁπλῶς , ἀφόβως , μετὰ
περιφανῶς , γνωρίμως , σαφῶς , πεφασμένως , ἀπαρακαλύπτως , ἀνυποστόλως , πολυθρυλήτως τεθρυλημένως : σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως ,

Back