. ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο σημαίνει τὸ παρὸν καὶ ὑπόγυον καὶ τὸ παραυτίκα μέλλον γίγνεσθαι . ἐπιεικῶς . ἐπιεικῶς
Ἀμφιπολιτῶν ] ἀλλ ' ἐπαχθὲς ἦν , ὦ Δημόσθενες , ὑπόγυον ἐκ στρατηγίας ἥκοντας εἰς ἕτερον πάλιν ἐξιέναι πόλεμον .
7242675 δρεπομεναις
ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας καὶ ἡβησάσαις , ἢ ταῖς ἄρτι δρεπομέναις , ταῖς παρὰ τὴν ἀκμὴν διακορευομέναις . λέγει δὲ
ἀρτιτρόποις ὠμοδρόπων : ἄξιον μεγάλου κλαυθμοῦ ταῖς κόραις ταῖς ἄρτι δρεπομέναις τὴν παρθενίαν πρὸ τοῦ ἐλθεῖν εἰς ὥραν γάμου αἰχμαλωτισθῆναι
7000022 ἀποβλεπε
πείσει ; πείσομαι , νὴ τὸν Διόνυσον . δεῦρό νυν ἀπόβλεπε . ὁρᾷς τὸ θύριον τοῦτο καὶ τοἰκίδιον ; ὁρῶ
τοῖς βασιλεῦσίν ἐστιν ηὐξημένον τὴν ἔξοχον αὐτοῦ αὔξησιν . μὴ ἀπόβλεπε πόρσιον , ἤγουν περαιτέρω , τὴν βασιλείαν δηλονότι ἔχων
6931389 διαρραγηναι
καὶ ἀνιαρῶν δακνόντων τὸν περιέχοντα ὑμένα τὸν πνεύμονα καὶ κινδυνεύοντα διαρραγῆναι κατὰ τὴν αὐτοῦ συνέχειαν : αἰσθητικώ - τατος δέ
παρὰ τὸ δεῖπνον τὰ αὑτοῦ ῥαψῳδῶν , τότε καὶ μάλιστα διαρραγῆναι χρὴ ἐπαινοῦντα καὶ κολακεύοντα καὶ τρόπους ἐπαίνων καινοτέρους ἐπινοοῦντα
6862526 διαδεξασθαι
ναῦν κατὰ τὸν νόμον , οὔτ ' ἐπειδὴ ἦλθεν ἠθέλησε διαδέξασθαι : ἐγὼ δὲ καὶ τὸν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ὑμῖν χρόνον
ἐν Ἐκβατάνοις γήραι τελευτήσαντος , τὴν ἀρχὴν Ἀσπάνδαν τὸν υἱὸν διαδέξασθαι , τὸν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Ἀστυάγην καλούμενον . τούτου
6855502 ἀρρωστησας
τὸ θυγάτριόν μοι ἐπιδὼν γενόμενον , οὐ πολλοῖς ἔτεσιν ὕστερον ἀρρωστήσας ἐτελεύτησεν : ἐγὼ δ ' , ὦ ἄνδρες δικασταί
ἠσθένησεν , ἐμαλακίσθη , μαλακῶς ἔσχεν : καὶ κάμνων , ἀρρωστήσας , νοσήσας , ἀσθενήσας , μαλακισθείς , μαλακῶς ἔχων
6819155 ἐντεθεντος
. διὸ καὶ χρυσῆν εἰκόνα κατασκευάζεσθαι κοίλην , εἰς ἣν ἐντεθέντος τοῦ νεκροῦ περὶ τὴν εἰκόνα χεῖσθαι τὴν ὕελον :
μετὰ μέλιτος χλιανθεὶς καὶ παχυνθεὶς ἠρέμα καὶ ἐλλυχνίου βραχέντος καὶ ἐντεθέντος κατὰ τοῦ πόρου . εἰ δὲ καὶ ὑγρότερον ἐγχέεις
6816804 χυματα
τούτου λόγον σκεπτέον . Ἀφαιροῦνται τοίνυν τῶν λεπτῶν συστάσεων τὰ χύματα τῇ φαντασίᾳ , καθ ' ὅσον ἂν τὰ χρώματα
δὲ τοῦ θέρους μείω μὲν τῷ ἐξ ἀναλογίας ποσῷ τὰ χύματα καὶ πρὸς τὸ πυρρὸν ἤδη καὶ ξανθὸν χωρεῖ τοῦ
6695451 ἐνηνεκται
ἐμπέπτωκε καὶ δεῖ πτήσεως μακροτέρας , ἢ κατὰ τῆς γῆς ἐνήνεκται καὶ καιρὸς ἥκει διαναπαύσεως . Μεθίστανται δὲ ὀρνέων γένη
, οὐδεμία γὰρ παρὰ τῶν δικαστῶν ὑπὲρ τοῦ νόμου ψῆφος ἐνήνεκται . ΛΥσεις τῷ νόμῳ , καὶ τοῖς γενομένοις εἰςαχθεὶς
6689907 ἐπερων
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν :
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν
6667912 περιψυξιϲ
, ἀλλὰ καὶ προήκοντοϲ τοῦ χρόνου οὐ ῥῖγοϲ , ἀλλὰ περίψυξιϲ αὐτοῖϲ μᾶλλον γίγνεται δυϲεκθέρμαντοϲ . ἐν δὲ τοῖϲ ϲφυγμοῖϲ
παρέπεται δὲ αὐτοῖϲ ἱδρὼϲ καὶ φρικώδηϲ ϲυναίϲθηϲιϲ καὶ τρόμοϲ καὶ περίψυξιϲ ἀκρωτηρίων καὶ βουβώνων ἔπαρϲιϲ καὶ τοῦ μορίου ἔνταϲιϲ ,
6656674 Ἑνδεκατῃ
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν
6629255 Ἀρκεσιλεω
, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα , καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω , ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα , οἴκεον οἱ Κυρηναῖοι ἐόντες
ἐπολιόρκεον τὴν πόλιν ἐπαγγελλόμενοι ἐκδιδόναι τοὺς αἰτίους τοῦ φόνου τοῦ Ἀρκεσίλεω : τῶν δὲ πᾶν γὰρ ἦν τὸ πλῆθος μεταίτιον
6628813 ἀποκεκρυμμενον
καὶ διερευνώμενον ἅπαντα , χρημάτων εὑρίσκειν πλῆθος ἐν ταῖς ἀποσκευαῖς ἀποκεκρυμμένον : ὧν εἰς μέσον κομισθέντων , εὐπορῆσαι τοὺς ἐμβαίνοντας
Ὡς δὲ ὥρα πάντα μὲν τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον , πάσας δὲ τὰς ἀκτὰς καὶ τὰ Ἀβυδηνῶν πεδία
6618413 χοριου
οδʹ . Περὶ ἐμβρυουλκίαϲ καὶ ἐμβρυοτομίαϲ . οεʹ . Περὶ χορίου ἐκλείψεωϲ . οϚʹ . Περὶ καύϲεωϲ ἰϲχιάδων . οζʹ
, δι ' ὧν τρέφεται . Οἱ Στωικοὶ διὰ τοῦ χορίου καὶ τοῦ ὀμφαλοῦ : ὅθεν τοῦτον εὐθέως ἀποδεῖν τὰς
6607430 ψυξιες
ἢ τὰ ἀριστερά . Ἀποπληκτικοῖσιν αἱμοῤῥοΐδες ἐπιγενόμεναι , χρήσιμον : ψύξιες δὲ καὶ ναρκώσιες , πονηρόν . Ἐν τοῖσιν ἀποπληκτικοῖσιν
ἐν οἷσιν ἐφελκοῦται χείλεα , ἴσως διαλείποντες , καὶ τριταίοισι ψύξιες , οἱ δὲ περικαέες αὐτίκα πρὸς τὴν χεῖρα λυόμενοι
6607061 ειω
παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενον ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παράγωγα , διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται :
ον [ . . . . . [ ] ! ειω ! [ [ ] μη ! [ ] !
6604293 στραφεντος
τοιούτου δ ' ὄντος ἀδύνατον ἐξ ἐναντίας ἔμφασιν γίνεσθαι μὴ στραφέντος τοῦ τύπου . τοῦτο δ ' ὑπὸ τίνος ἔσται
ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . . , καλεῖ δὲ τὸ
6599107 ἀβλης
κατὰ συγκοπὴν ὄντα , διὰ τοῦ τος κλίνονται , οἷον ἀβλής ἀβλῆτος , προβλής προβλῆτος , ἡμιθνής ἡμιθνῆτος , ἡμιτρής
κεκραμένος , νεοκράς νεοκρᾶτος , ὁ νεωστὶ κεκραμένος , βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος , τέτρωται ἀτρώς ἀτρῶτος , ὁ μὴ τρωθείς
6596599 Καμβυσεω
δοκέει Πίνδαρος ποιῆσαι , νόμον πάντων βασιλέα φήσας εἶναι . Καμβύσεω δὲ ἐπ ' Αἴγυπτον στρατευομένου ἐποιήσαντο καὶ Λακεδαιμόνιοι στρατηίην
τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ ἀπολώλεε . Κατὰ δέ κου μάλιστα τὴν Καμβύσεω νοῦσον ἐγίνετο τάδε . Ὑπὸ Κύρου κατασταθεὶς ἦν Σαρδίων
6589959 καταψυχομενου
ὕδρωπος : ἔσθ ' ὅτε δὲ προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ καταψυχομένου τοῦ ἥπατος καὶ ὕδρωψ ἐπιγίνεται . τινὲς δὲ ἱστοροῦσιἐπ
σῶμα καὶ ἄχρουν καὶ λεπτὸν γίνεσθαι , ὥστε τῷ χρόνῳ καταψυχομένου αὐτοῦ καὶ ὑδερικὴν λοιπὸν παρέγχυσιν ὑφίστασθαι . οὕτω μὲν
6573042 βιαζομενον
ὅλως τὸ φωτιζόμενον ἔσται τόδε ἕλκον ἀπὸ τοῦ φωτίζοντος καὶ βιαζόμενον προελθεῖν : ἐπεὶ οὐδὲ συμβεβηκός , ὥστε πάντως ἐπ
φεύγειν αὐτὸν ὡς ἐν ἀπόροις , ἄνω διὰ τῶν κρημνῶν βιαζόμενον , καὶ μετεπήδων ἐπὶ τὴν φαντασίαν τοῦ πυρὸς καταθέοντες
6569084 ὑπογυιον
. ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο σημαίνει τὸ παρὸν καὶ ὑπόγυιον καὶ τὸ παραυτίκα μέλλον γίνεσθαι . ἐπιεικῶς . ἱκανῶς
. καὶ τὸ σκεῦος . χθιζόν : χθεσινόν . ἢ ὑπόγυιον . χορός σημαίνει δʹ : τὸ χορεύειν . οἱ
6568973 βλεψ
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε
6567328 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
6556018 ἐτακη
λούεσθαι καὶ ἀλείφεσθαι μυρσίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν
τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος , ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη , πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν : ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν
6552277 ϲκληροτηϲ
καὶ ὅλον τὸ ϲῶμα , ὡϲ ῥανίϲιν δοκεῖν καταρραντίζεϲθαι , ϲκληρότηϲ ἄρθρων , προϲώπου διαϲτροφή , λῆμαι περὶ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ
, ἡ πικρὰ χολὴ πλείϲτη , φλεβῶν εὐρύτηϲ τε καὶ ϲκληρότηϲ , οὕτω δὲ καὶ τὸ ϲύμπαν ϲῶμα ξηρόν τε
6551784 θηραθηναι
καὶ τὸν κολοφῶνα ἐπῆγε τῷδε τῷ λόγῳ παντὶ ἐκεῖνον . θηραθῆναι γὰρ λαγῶ ἄρρενα ἡμιθνῆτα , ἐξωγκῶσθαι δὲ αὐτοῦ τὴν
' αὐταῖς . οὐ θηρασίμους ] οὐκ ἀξίους ὄντας ὥστε θηραθῆναι ἤγουν γενέσθαι . . φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεὸς
6548195 Πρωϊ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
6547514 ἐπιτεταμενου
. υλεʹ . Ψωρίασίς ἐστι σκληρότης πολλὴ τοῦ ὀσχέου μετὰ ἐπιτεταμένου κνησμοῦ , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ ἑλκώσεως .
τὸ ζα ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τοῦ χρεία . Ζαχρηέως τοῦ ἐπιτεταμένου , τοῦ πολλοῦ , τοῦ ἄγαν χρειώδους καὶ ἐπιτηδείου
6543634 Τεταρτῃ
Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς ἀπαξιώσας τι παθεῖν πρὸς αὐτοῦ ἄχαρι . Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἐς Ἔφεσον ἀφικόμενος τούς τε φυγάδας ,
λευκή : διαχωρήματα μέτρια , ὑγρά : οὖρα χολώδεα . Τετάρτῃ ἐς νύκτα , τὰ γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν
6543358 Ἡσιν
δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν | οὐδὲν ἔσω τοῦ τεταγμένου χρόνου , ἑκάστῃσι τὰ
γίνεται , αἱ ἀπὸ ῥινῶν ἀποστάξιες τοῦτο ἀποτρέπουσι γινόμεναι . Ἧσιν | ἐκ τόκου λευκὰ , ἐπιστάντων δὲ ἅμα πυρετῷ
6521206 μεθεσθε
Ἀττικοὶ λέγουσιν . . Εἰρηναῖός φησι παροξυτόνως Ἀττικοὺς λέγειν τὸ μέθεσθε . . ἠνὶ : Ἰδού . . , .
ἐς τάσδε Θήβας . σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ μέλειν . μέθεσθε χειρῶν τοῦδ ' : ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν οὐκ
6512697 ἀποφλεγματιϲμοιϲ
αἱ ϲυνθέϲειϲ προείρηνται ἐν τῷ περὶ καθαρτηρίων λόγῳ . καὶ ἀποφλεγματιϲμοῖϲ δὲ χρηϲτέον καὶ ἀναγαργαρίϲμαϲι τοῖϲ δι ' ὀριγάνου καὶ
πρὸϲ κεφαλαλγίαν προείρηται . χρῆϲθαι δὲ καὶ τοῖϲ ἐκεῖϲε ῥηθεῖϲιν ἀποφλεγματιϲμοῖϲ . ἡ δὲ ὑπάλειψιϲ τῶν ὀφθαλμῶν , χρονίζοντοϲ ἤδη
6510473 Μαγωνος
Σκιπίωνα αὐτίκα σὺν μεγάλοις στρατοῖς Ἀννίβου τε ἐξ Ἰταλίας καὶ Μάγωνος ἐκ Λιγύων καὶ Ἄννωνος ἀπὸ Καρχηδόνος . ἐφ '
ταῦτ ' ἦν , καὶ τὰ Γάδειρα ἐκλειφθέντα ὑπὸ τοῦ Μάγωνος οἱ Ῥωμαῖοι παρέλαβον : στρατηγοὺς δὲ Ἰβηρίας ἐτησίους ἐς
6507651 γαγγραιναν
τὴν εὔχροιαν ἔτι διασῴζῃ τὴν ἑαυτῆς μήτε τὴν ὀδύνην ἐνίοτε γάγγραιναν ὀνομάζομεν , οὐδέπω μὲν οὖσαν ἀκριβῶς γάγγραιναν , εἰ
δὲ τῶν ϲαρκῶν γενομένηϲ καταϲχάϲομεν τὸ μέροϲ τὸν εἰϲ τὴν γάγγραιναν ὑποτεμνόμενοι φόβον : εἰ δὲ κἀκείνη προϲγένοιτο ἤ τιϲ
6505304 ἐπεῤῥιγωσεν
σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Περὶ δὲ εἰκοστὴν , πρωῒ σμικρὰ ἐπεῤῥίγωσεν : κωματώδης : δι ' ἡσυχίης ὕπνωσεν : ἤμεσε
παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν .
6503330 ϲυϲτοληϲ
ϲυμπτωμάτων αὔξηϲίϲ τε καὶ δεινότηϲ ἐπιγίνεται : τὰ δὲ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ τε καὶ καταψύξεωϲ ἀπολήγει καὶ ὁ ϲφυγμὸϲ ἀνωμάλωϲ ἀνακύπτει
τῆϲ διαϲτολῆϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ἐπιταχύνοι τὸ πέραϲ αὐτῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ τὴν ἀρχήν , τὰ τῆϲ ϲήψεωϲ ἐπικρατοῦντα δηλοῖ πρὸϲ
6500116 οὐρησις
ξυμπίπτοντες . Ζωΐλου τοῦ τέκτονος τρομώδεες σφυγμοὶ , νωθροί : οὔρησις καὶ κοιλίη , μετρίως ἀχρόως : ἤτρου ἔντασις ἑκατέρωθεν
χροιὴν ἴκελος , καὶ ἐμέει φλέγμα , γλῶσσα λευκὴ καὶ οὔρησις , κοιλίης ἔκλευκος ψυχρὴ τάραξις , δυσκινησίη . Ἐπὴν
6495969 Τεσσαρεσκαιδεκατῃ
ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ , ῥοφήμασιν
ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , αἷμα διὰ ῥινῶν : ἀπέθανεν . Ταύτῃ διὰ
6494247 χρονιωτερον
' ἐρυθήματος ἐπὶ τὸ βλέφαρον καὶ ὀδύνης , δυσαπότριπτον καὶ χρονιώτερον φλεγμονῆς . χαλάζωσις δέ ἐστι περιφερῆ τινα ἔνδοθεν τοῦ
γὰρ ἀεὶ τὸ ἀκόρεστον . τὸ μὲν γὰρ εἰς χρῆσιν χρονιώτερον τῷ κόρῳ μαραίνει τὸ τερπνόν : τὸ δὲ ἁρπαζόμενον
6488469 χαριεντισμον
τοῦ νέου , ὡς εἰκός . οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . ὀλίγον . μετὰ γὰρ τοὺς
τοῦ νέου , ὡς εἰκός , οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . μυρίοι κτλ . οἱ Θρασύμαχοι
6488160 Λεπτην
δὲ Στεφάνης εἰς Ποταμοὺς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνθένδε εἰς Λεπτὴν ἄκραν ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν . ἀπὸ δὲ Λεπτῆς ἄκρας
λίμνη ἦν , εἰς ἣν τὰ καθάρματα Ἕλληνες ἔβαλλον . Λεπτὴν πλέκει : ἐπὶ τῶν πενιχρῶν . Λιβυκὸν θηρίον :
6482302 Τριτῃ
ἐπιπόνως . Δευτέρῃ πάντα παρωξύνθη : ἐς νύκτα παρέκρουσεν . Τρίτῃ ἐπιπόνως : παρέκρουσε πολλά . Τετάρτῃ δυσφορώτατα : ἐς
χρόνον πουλύν : οὐ καθίστατο : νύκτα οὐκ ἐκοιμήθη . Τρίτῃ περὶ μέσον ἡμέρης ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : οὖρα
6479725 Δεκατῃ
: σμικρὰ ἐκοιμήθη . Ἐνάτῃ , διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι
περιῤῥόου χολώδεος : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν . Ἐνάτῃ σπασμοί . Δεκάτῃ σμικρὰ κατενόει . Ἑνδεκάτῃ ἐκοιμήθη : πάντων ἀνεμνήσθη :
6476380 παρελεγεν
, καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα ,
ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη
6475938 ἠμεσεν
δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος .
κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν : ἤμεσεν ἐς νύκτα : αἷμα συχνὸν ἐῤῥύη , κατὰ τὸ
6475926 ἀνοιχθειη
πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου . περιεμένομεν οὖν ἑκάστοτε ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον , διατρίβοντες μετ ' ἀλλήλων , ἀνεῴγετο
δ ' ὁ λάρυγξ ὑπὸ τῶν τοῦτο ἔργον ἐχόντων μυῶν ἀνοιχθείη , κενοῦται τηνικαῦτα τῶν κοιλοτήτων αὐτοῦ τὸ πνεῦμα :
6472573 Ἠλθε
Κρηθῆϊ τέκεν βασίλεια γυναικῶν Αἴσονά τ ' ἠδὲ Φέρητα . Ἦλθε δέ οἱ κρυόεν : ἦλθε δὲ καὶ ἀνεδόθη τὸ
] Ἤγουν ἀπαραιτήτοις καὶ ἀμετατρέπτοις , ἐπειδὴ οὕτως ἐπέπρωτο . Ἦλθε ] ἐξέπεσε . Μονοκρήπιδα ] * Ὅπως ἐφάνη ὁ
6471589 ἐδανεισαμην
ἀπὸ τῶν χιλίων δραχμῶν τῶν παρὰ τοῦ οἰκέτου , ὅτι ἐδανεισάμην παρὰ τούτου . καὶ οὐ μόνον ἔλεγεν ταῦτα ,
οὐ γὰρ μόνον δικάζεσθαι , φησί , μέλλω ὑπὲρ ὧν ἐδανεισάμην χρημάτων ἕνεκεν σοῦ ὥστε ἀποδοῦναι αὐτά , ἀλλὰ εἰσὶ
6470718 Προϊοντος
καρτερῶν καὶ αἰδούμενος τοὺς πρεσβυτέρους καὶ πειθόμενος τοῖς ἄρχουσι . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ὁ μὲν Ἀστυάγης ἐν τοῖς Μήδοις
ἀποσιτουμένων , τὰ δὲ παρυφιστάμενα πλείω τε καὶ παχύτερα . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐπὶ τὸ θερμότερον , τά τε
6470563 καταδαρθειν
αὐτοὺς καὶ οὐ σφόδρα ἑπομένους νυστάζειν , καὶ πρότερον μὲν καταδαρθεῖν τὸν Ἀριστοφάνη , ἤδη δὲ ἡμέρας γιγνομένης τὸν Ἀγάθωνα
Θ καταδαρθεῖν : κυρίως τὸ ἐπὶ δέρματος κοιμᾶσθαι . Θ καταδαρθεῖν ] κατακοιμηθῆναι . τοῦτο εἶπεν ὁ νεανίσκος καὶ συγκαλυψάμενος
6467647 καθεντεϲ
: κἄπειτα τὸν λιχανὸν τῆϲ δεξιᾶϲ χειρὸϲ πρὸϲ τὸν ϲφιγκτῆρα καθέντεϲ δάκτυλον εὑρηκότεϲ τε τὸ μεταξὺ ϲῶμα τοῦ τε δακτύλου
μὲν οὐραχὸν ἔχοι τὸ βέλοϲ , τὴν θήλειαν τοῦ διωϲτῆροϲ καθέντεϲ καὶ ἐναρμόϲαντεϲ ὠθήϲομεν τὸ βέλοϲ , εἰ δὲ αὐλόν
6463594 καθεστηκυιαν
νοῦν σου ἄκουσον . φρονοῦσα ] ἤτοι ἔχουσα τὴν φρόνησιν καθεστηκυῖαν καὶ σώαν . Ξ τὸ ἑξῆς : τὸ γένος
οἱ ὀφθαλμοὶ κίνησιν ὑπομένοντες ἐν κλόνῳ ἢ τρόμῳ ἀδιαλείπτῳ . καθεστηκυῖαν ταύτην τὴν διάθεσιν Ἱπποκράτης ἐκάλεσεν ἵππον . τὸ δὲ
6460952 ξυμβολην
ἀπείργειν τὸν Καύκασον τὸ ὄρος ἔστε ἐπὶ τοῦ Ταύρου τὴν ξυμβολήν : τὴν δὲ ὡς πρὸς ἑσπέραν τε καὶ ἄνεμον
ἀπείργειν τὸν Καύκασον τὸ ὄρος ἔστε ἐπὶ τοῦ Ταύρου τὴν ξυμβολήν : τὴν δὲ πρὸς ἑσπέραν τε καὶ ἄνεμον Ἰάπυγα
6458517 μυξωτηρων
ἐπί τε πουλύπων μετὰ τὴν χειρουργίαν καὶ ἐπὶ τῶν αἱμορραγούντων μυξωτήρων ἐπί τε ἄλλων τῶν ἐν τοῖς πόροις γινομένων παθῶν
οὖν προϲήκει τοὺϲ τὴν ὀϲφρητικὴν δύναμιν βλαβένταϲ ἤ τινα τῶν μυξωτήρων ἐμπεφραγμένον ἔχονταϲ ἐν ξηροτέροιϲ τόποιϲ τὴν διατριβὴν ποιεῖϲθαι ,
6448210 ἡβασκων
ὁ Χείρων . ἦν δὲ ἔτι παῖς ὁ Ἀχιλλεὺς οὐδέπω ἡβάσκων . Πῶς οὖν , ἔφη , κρείττων ὢν οὐκ
χαρίεις καὶ εὐπρόσωπος , ὡς ἰούλοις κατάκομος , ὡς ἄρτι ἡβάσκων : τῆς παρθένου δὲ φυλάξῃ διὰ τὰς ἀντιπιπτούσας διαβολὰς
6446813 φλεβοϲ
ϲκυβάλοιϲι ἐπιρρέει ξανθόν , ἄκρητον , ἀμιγέϲ , ὡϲ δοκέειν φλεβὸϲ ϲτόμιον ἀνεῷχθαι : ἀνεϲθίει γὰρ τὸ δριμὺ τὰϲ φλέβαϲ
ἔλαϲμα καὶ ἀπὸ τῆϲ ἄνωθεν τῆϲ ἐπὶ τὴν καρδίην κοίληϲ φλεβὸϲ ἐϲ τὴν παρὰ τὴν ῥάχιν καὶ ἀπὸ τῆϲ ῥάχιοϲ
6441213 μαλακισθηναι
καὶ διὰ τοῦτο τὸ αἰτίαμα ὕστερον φεύγειν ἐκ Σπάρτης δόξαντας μαλακισθῆναι , καὶ τοὺς πολεμίους φθάσαι τῇ προσμείξει , καὶ
ὑπὲρ Καλάνου ἐχρῆν εἰπεῖν ἐν τῇ περὶ Ἀλεξάνδρου συγγραφῇ : μαλακισθῆναι γάρ τι τῷ σώματι τὸν Κάλανον ἐν τῇ Περσίδι
6439152 συνετριβησαν
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ
6438938 τυπτομενου
ἀκοῇ γίνεσθαι . καθ ' ἑκάστην δὲ πρόσκρουσιν τοῦ ἀέρος τυπτομένου ὑπ ' αὐτῆς ἀναγκαῖον ἔσται μᾶλλον ἀεὶ καὶ μᾶλλον
με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ Μεμφὶς ἑώρα διὰ θυρίδος τυπτομένου μου , καὶ ἀποστέλλει πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς ,
6438858 ἡμερησιαν
, ὃς ἔφη διελθεῖν χώραν πάνυ πολλὴν καὶ ἀγαθὴν ἐγγὺς ἡμερησίαν ὁδόν , ἣν καλεῖν τοὺς ἐπιχωρίους ζώνην τῆς βασιλέως
ὃς ἔφη παρελθεῖν χώραν πάνυ πολλὴν καὶ ἀγαθήν , ἐγγὺς ἡμερησίαν ὁδόν , ἣν καλεῖν τοὺς ἐπιχωρίους ζώνην τῆς βασιλέως
6438174 Φονου
Ὑπό : διά . σαρκὸς ἐδωδῆς : σαρκικῆς τροφῆς . Φόνου : αἵματος . λάπτουσιν : πίνουσιν . ἀπημοσύνῃ :
σπουδῆς εἰς πλοῖα ῥέοντα ἐμβαινόντων καὶ παραβαλλομένων τῷ κινδύνῳ . Φόνου πτερόν : [ τὸν ] διὰ τῶν ὀϊστῶν πτερόεντα
6436136 ῥυεντος
ξυνεχεῖ ἄφωνοι κείμενοι , μύοντες σκαρδαμύσσουσιν , ἢν , αἵματος ῥυέντος ἐκ ῥινῶν , ἐμέσαντες φθέγξωνται , καὶ παρ '
ἐν αὐτῇ λόγοι πάντες εὐπορία καὶ Πόρος ἀπὸ τῶν ἄνω ῥυέντος τοῦ ἐκεῖ νέκταρος : τὰ δὲ ἐν αὐτῇ ἀγλαίσματα
6434435 κλασαι
ἐπ ' ἀμάξης ὡς εἰς Μεσσήνην πεσεῖν καὶ τὸν μηρὸν κλάσαι : νοσήσαντα δ ' ἐκ τούτου τελευτῆσαι ἐτῶν ἑπτὰ
λδʹ . Ῥᾴδιον δὲ ἀπὸ δύο σημείων τῶν Β Ε κλάσαι τὴν ΒΝΞΕ καθόλου τῇ δοθείσῃ εὐθείᾳ ἴσην τῶν κλασμάτων
6433528 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
6433482 ἐπετεινε
πεφροντικόσιν . ἤδη δὲ τοὺς ὅρους τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων ἐπέτεινε τὴν φρόνησιν , οὐχ ὡς ἔνιοι τὰς μειρακιώδεις ἐπιθυμίας
δὲ τοὺς Αἰδούους καὶ διὰ ταῦτα μέν , ἀλλ ' ἐπέτεινε τὴν ἔχθραν ἡ τοῦ ποταμοῦ ἔρις τοῦ δι -
6432364 Ὀγδοῃ
ὑποχόνδριον δεξιὸν ἐπηρμένον : ὑφῆκεν ὑφ ' ἑωυτὸν χολῶδες . Ὀγδόῃ , ὡς ὑπὸ κωνώπων ἀναδήγματα . Πρὸ τῆς τελευτῆς
ταραχώδεα : ἀπὸ δὲ κοιλίης χολώδεα , λιπαρὰ διῆλθεν . Ὀγδόῃ , σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν : ἤμεσεν ἰώδεα ὀλίγα
6429487 ἀσημως
οἱ μὴ ταχὺ ἀναπτύοντες πέπονα , ὀλέθριοι . Ἐν κυνάγχῃ ἀσήμως εἰς κεφαλὴν ἀλγήματα μετὰ πυρετοῦ , ὀλέθρια . Ἐν
] δηλοῦντες . αἰολοστόμους ] ποικίλους , δυσνοήτους . . ἀσήμως δυσκρίτως ] σκοτεινῶς , ἀγνώστως . τὸ ἀσήμως καὶ
6426335 πυκνουμενου
καὶ οὗτός φησιν ἄπειρον εἶναι καὶ ἀίδιον , ἐξ οὗ πυκνουμένου καὶ μανουμένου καὶ μεταβάλλοντος τοῖς πάθεσι τὴν τῶν ἄλλων
τῆϲ τε κοιλίαϲ ϲυμπιπτούϲηϲ καὶ τοῦ ϲφυγμοῦ μειουμένου τε καὶ πυκνουμένου καταπλάϲϲειν μὲν τῷ διὰ φοινίκων μετ ' οἰνάνθηϲ καὶ
6425758 ναυτιαν
. . . . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . . . . ἀνάπιπτ ' . ἀνδριάντας ἑστιᾷς
” τὰ τοιαῦτα . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . καὶ τοίνυν καὶ πρώην τις τὸ αὐτὸ πρόβλημα
6422847 κατοκνειν
φαίνεται τὰ πολλὰ βοηθήματα , ὅμως δεῖ ἐπινοεῖν καὶ μὴ κατοκνεῖν εἰς τὸ βοηθῆσαι καὶ μηδὲν καταλιμπάνειν : πολλὰ γὰρ
πολεμίους ἐνδοιαστῶς ἔτι πρὸς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντας ἐπῆρεν αὐτοὺς μὴ κατοκνεῖν , ὡς αὐτὸς συνεπιθησόμενος Ῥωμαίοις ἐν τῷ ἀγῶνι ,
6421694 ἀναξηραναι
τινα φυλασσόμεθα προσμόνως ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον θερμᾶναι βουλόμεθα ἢ ἀναξηρᾶναι καὶ στῆσαι ῥεῦμα προαιρούμεθα . μάλιστα μὲν οὖν συνεχέστατα
πάπυρος ἐσκελετευμένα λίνῳ ἐπί τε κόλπων καὶ συρίγγων ὑπὲρ τοῦ ἀναξηρᾶναι , εἰ τούτου δεοίμεθα καὶ ὑπὲρ τοῦ διευρῦναι καὶ
6421379 γυμνασαντες
πιέσαντος βίας πεδηθέντες , ἑαυτοὺς πολυτρόπως ἐν ἀμηχάνοις καὶ ἀπόροις γυμνάσαντες ἐξασθενοῦσι καὶ καθάπερ οἱ καταλευσθέντες ἢ τείχους αἰφνίδιον ἐπενεχθέντος
. ταύτην δ ' οἱ μὲν ἐπὶ πολλῶν καὶ πολλάκις γυμνάσαντες ἄμεινον τῶν ἄλλων εὑρίσκουσιν αὐτόν , οἱ δ '
6420352 πλαζεσθαι
περὶ τὸ ἴδιον αὐτῆς κέντρον . Κατ ' ἀρχὰς μὲν πλάζεσθαι τὴν γῆν φησιν ὁ Δημόκριτος διά τε μικρότητα καὶ
ταῖς ἐρήμοις ἐστίν , ὥστε ἐν τοιούτοις τισὶ χωρίοις αὐτὴν πλάζεσθαι δοκεῖν , ἔξωθεν ἤδη τούτῳ προσπεπλασμένου τοῦ κυνηγετεῖν αὐτὴν
6413048 ἀπολυσῃς
: ἔπειτα εἴρια πινόεντα οἴνῳ ῥαίνων ἐπιδεῖν , καὶ ἐπὴν ἀπολύσῃς , περισπογγίζειν καὶ μὴ βρέχειν : ἔπειτα κυπάρισσον ἐπιπάσσειν
ἐὰν ἀποκόψῃς τὴν οὐράν , καὶ τὸν τράχουρον αὖθις ἐλεύθερον ἀπολύσῃς ἐς τὴν θάλατταν , τήν γε μὴν προειρημένην οὐρὰν
6406771 φυλακτικως
συσκιαζόμενα , τὰ στεγόμενα . καὶ σιωπηλῶς , σιγηλῶς , φυλακτικῶς , ἀφθεγκτί , στεκτικῶς στεγανῶς . τὸ δ '
, ὧν εἷς ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο
6406757 στρατηιην
σφι γνώμας τοιάσδε ἀπεδέξαντο . Ἅρπαγος δὲ καταστρεψάμενος Ἰωνίην ἐποιέετο στρατηίην ἐπὶ Κᾶρας καὶ Καυνίους καὶ Λυκίους , ἅμα ἀγόμενος
ἐπείτε σφι ἀπίκοντο καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι παρῆσαν , ἐποιέετο στρατηίην ὁ Ἀρισταγόρης ἐς Σάρδις . Αὐτὸς μὲν δὴ οὐκ
6404038 φρυκτωριαι
. ὀλολυγμὸν ] μετὰ θρήνου ὕμνον . λαμπάδι ] τῆι φρυκτωρίαι . ἐπορθιάζειν ] ὀξέως ποιεῖν προσφέρειν ἐκείνηι . Ἰλίου
ἀλεκτόρων πικρὰς στεγανόμους ὄρνιθας . οὐδὲ ναυφάγοι λήξουσι πένθους δυσμενεῖς φρυκτωρίαι πτόρθου διαρραισθέντος , ὃν νεοσκαφὲς κρύψει ποτ ' ἐν
6401454 Ὀλιγον
Οὔκουν ἐφ ' ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει τοὺς ἄνδρας εὐθύς ; Ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει . Οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ '
δῆτ ' ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων ; Ὀλίγον μέλει μοι . Μηδαμῶς , πρὸς τῶν θεῶν ,
6401337 λυπουμεναι
πόρω πόρις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ πόρτις . ἀσχαλόωσαι : λυπούμεναι . ἀσχαλόωσι : λυποῦνται : γράφεται ἀσχαλόωσαι . Μητέρες
διαβρόχοις . τέγγουσιν ] βρέχουσιν . ἄλγους ] † ἤγουν λυπούμεναι , ἀλγοῦσαι . αἵ δ ' ] ἄλλαι δὲ
6398285 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
6394765 ἀρειη
* . ? Ἀραριημένος : ἔστιν ὄνομα παρὰ τῷ ποιητῇ ἀρειή , ἀφ ' οὗ ῥῆμα ἀρειῶ : τούτου ὁ
κυρίως ὁ κατὰ τὸν πόλεμον καλλίων . . . . ἀρειή : Ἰωνικῶς ἡ ἐν πολέμῳ ἀπειλή : ἐκ τοῦ
6393974 πετετ
καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικὼς κεκλήγων , διὰ δὲ Τρώων πέτετ ' ἠδ ' ἐπικούρων . οἳ δ ' ἐς
δῆμον . . . . τοῦ γ ' ἰθὺ βέλος πέτετ ' , οὐδ ' ἀπολήγει . . . εἰς
6393893 ἐπεδιωξαν
πολύφωνον μέλος τῶν αὐλῶν κατεσκεύαζεν . ἐρρύσατο δὲ πόνων : ἐπεδίωξαν γὰρ τὸν Περσέα μέχρι Βοιωτίας . ὄφρα τὸν Εὐρυάλας
ταῖς ναυσὶν ἐς μάχην τε κατέστησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ νικήσαντες ἐπεδίωξαν καὶ ὁπλίτας τε οὐ πολλοὺς ἀπέκτειναν καὶ τὰς ναῦς
6393393 κεροεσσης
οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνὸν , ὅστ ' ἐν ὕλαις κεροέσσης ὑπολειφθεὶς ὑπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Ζηνόδοτος δὲ μετεποίησεν ἐροέσσης
τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν
6392555 σκαριζω
τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . ,
ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω
6391987 ποτιζον
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
6391359 προσμορον
ἐκ τοῦ αὐτοῦ σπόρου , ἢ τὸν συμπράκτορα , καὶ πρόσμορον τὸν ἐγγὺς μόρου , τὸν ἀξιωθέντα , τὸν ἄξιον
βουλευτήριον ] τῶν παρόντων σύμβουλον . . τὸν σὸν αὖθις πρόσμορον ] τὸν ἐγγὺς τοῦ θανάτου , κακοθάνατον . .
6390418 ἐπαρματα
; λέγομεν ὅτι ἐν μὲν τῇ πρωτοπαθείᾳ τοῦ ἥπατος τὰ ἐπάρματα ὑπὸ φλεγματικωτέρας ὕλης γίνονται , ἡ δὲ τοιαύτη ὕλη
στεχθῶσιν ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις . τὰς οὖν ὀδύνας καὶ τὰ ἐπάρματα οἱ ψόφοι τῶν πνευμάτων καὶ οἱ βορβορυγμοὶ λύουσι .
6389334 δεξιην
Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει : δεξιὴν χεῖρα
τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθεῖν , τῇ μὲν δεξιῇ εἰς τὴν δεξιήν , τῇ δὲ ἀριστερῇ εἰς τὴν ἀριστερήν . δεῖ
6385440 ταρασσομενον
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον
6383862 ἀπιϲτοϲ
ὁ μῦθοϲ οὐ κάρτα μὲν ἀτρεκήϲ , οὐ πάγχυ δὲ ἄπιϲτοϲ : κακὸν γὰρ κακῷ βλαφθῆναι πιϲτόν : τὴν φύϲιν
ἀναιϲθηϲίη : ἡ ἀναπνοὴ ἄϲημοϲ , ἀϲαφήϲ . ὤκιϲτοϲ καὶ ἄπιϲτοϲ ὁ θάνατοϲ : οὐδὲν γὰρ ἴϲχουϲι νεκρῶδεϲ : ἐϲ
6383846 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
6382155 Ἐνατῃ
νύκτα εὐφόρως : οὖρα εὐχρούστερα : ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν . Ἐνάτῃ ἵδρωσεν : ἐκρίθη : διέλιπεν . Πέμπτῃ ὑπέστρεψεν :
δὲ νύκτα ἄγρυπνος , καὶ ἐπόνει μᾶλλον ἐς νύκτα . Ἐνάτῃ ἡ γαστὴρ ἐξεταράχθη ὑδατώδεα διαχωρήσασα , ὡσαύτως δὴ καὶ
6381904 ἀφεθεντα
καὶ τὰ τῆς καταπόσεως τά τε τῶν ῥιπτουμένων , ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται , ταύτῃ διωκτέον
παραδοῦναι βασανίζειν τὰς θεραπαίνας , αἳ τελευτῶντος τοῦ πατρὸς μνημονεύουσιν ἀφεθέντα τοῦτον ἐλεύθερον εἶναι τότε . καὶ πρὸς τούτοις ἡ
6381381 ἀκμηϲ
ἀρχὰϲ τῶν τοιούτων τι φαρμάκων ἔδοϲαν ἢ ὅλωϲ πρὸ τῆϲ ἀκμῆϲ , ἁπλοῦν μὲν ὄντα τὸν τεταρταῖον , διπλοῦν πολλάκιϲ
ἡ ὁλκὴ πάντων ὀλίγη . νέοι δὲ καὶ οἱ ἐπὶ ἀκμῆϲ οὐ μάλα μὲν πάϲχουϲι , ἀτὰρ οὐδὲ μάλα περιγίγνονται
6377556 Περτιναξ
οὕτως ἐπιτήδειον εὕρισκον ὡς Περτίνακα . ἦν δ ' ὁ Περτίναξ τὸ μὲν γένος Ἰταλιώτης , ἐν δὲ πολλαῖς στρατιωτικαῖς
ἐχθρὸς καὶ μετὰ τὸν θάνατον ὀνομαζόμενος . Μετὰ τοῦτον ἐβασίλευσε Περτίναξ , ἀνὴρ εἰς γῆρας ἤδη προβεβηκὼς ἑβδομηκοστόν τε ἰὼν
6376686 μοὐστι
Ἐγὼ δὲ νῷν δὴ τερετιῶ τι πτιστικόν . Ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος * * * * * * * *
ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . . . . . .
6368623 τυφλωττοντες
λήμαις : Τζίμβλαις . . λημῶντες : Τυφλώττοντες . . τυφλώττοντες ἢ τετυφλωμένοι ὄντες . Θ . τυφλώττοντες , βεβλαμμένοι
εἰς λιμένα κατᾶραι μηδ ' ἐνορμίσασθαι βεβαίως ἀληθείᾳ δυνάμενοι , τυφλώττοντες περὶ τὸ θέας ἄξιον , πρὸς ὃ μόνον ὀξυδορκεῖν
6368286 ἠλγει
ὑποφαίνει [ καὶ ] κνισμὸν ὀνομάζων . ἢ λυπουμένη : ἤλγει μὲν γὰρ ὡς μήτηρ , στέργουσα τὸ τέκνον :
. ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆς τότε ὀδύνης καὶ ὧν ἤλγει , οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουσαν ἐς αὐτοῦ

Back