| ἐπεμελήθη ὡς τύχοιεν πάντων τῶν καλῶν , καὶ τὸ μνῆμα ὑπερμέγεθες ἐχώσθη , ὥς φασιν . Ἐκ δὲ τούτου στασιάζοντες | ||
| καὶ νομίζω τὸ μέν , οἷς ἔμελλεν ἐκεῖνος λαβὼν μηδὲν ὑπερμέγεθες τὴν πόλιν βλάψειν , ἀντιλέγειν ἢ κακῶς ἰδίᾳ πεπονθότος |
| Ἀττικῶν ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ Κρατῖνος ὁ δὲ ταρίχους Ποντικούς . καὶ τιλτὸν δὲ τάριχος τὸ λεπιδωτὸν ἐκάλουν , ὡς Πλάτων ὁ | ||
| ὦ γῆ καὶ θεοί , ταριχοπώλου πάνυ καλοῦ τε κἀγαθοῦ τιλτὸν μέγιστον , ἄξιον δραχμῆς , δυοῖν ὀβολοῖν , ὃν |
| . ἀπὸ δὲ γεύσεως γεύσασθαι , ἄγευστος , γεῦμα , γευστήριον . κρίνειν χυμοὺς ὀξεῖς , δριμεῖς , ὀδαξητικούς , | ||
| τούτοις καὶ ὁ σίφων , καὶ τὸ παρ ' Ἀριστοφάνει γευστήριον : τρέχ ' ἐς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβών |
| τὸν δεῖνα , οὐκ ἐδυσωπήθην ὑπὸ τοῦ δεῖνος , τὸ ἀνεκτικὸν ἐγύμνασα , τὸ ἀφεκτικόν , τὸ συνεργητικόν καὶ οὕτως | ||
| : καὶ τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων κηδεμονικῶς : καὶ τὸ ἀνεκτικὸν τῶν ἰδιωτῶν καὶ τῶν ἀθεωρητὶ οἰομένων : καὶ τὸ |
| ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
| κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
| δερῶ σε ] ἐκδερῶ σε ὥστε τὸ δέρμα σου ποιῆσαι θύλακον εἰς ὑποδοχὴν κλεμμάτων . διαπατταλευθήσῃ χαμαί : ἐκταθήσῃ χαμαί | ||
| πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον : οὗτος συσχεθεὶς ὑπὸ |
| οὐ τρέφει : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα | ||
| ⌈ τῶν πλείστων [ τῶν Γ πλειόνων Γ ] ⌈ ἐρίθακος Γ [ ἐριθακός ] . Γ ἐὰν δὲ μὴ |
| ἐν ὕδατι χλιαρῷ . ἐὰν γὰρ πεσὸν εἰς τὸ ὕδωρ διαχυθῇ καὶ ἀπόληται , ἄγονόν ἐστιν , ἐὰν δὲ συστραφῇ | ||
| καὶ ἢν μὲν πήγνυται , ἄῤῥεν κύει : ἢν δὲ διαχυθῇ , θῆλυ . Θεραπεῖαι κυήσιος πειρητήριοι καὶ παιδογονίης , |
| νέα συκίδια τἄλλα θ ' ὁπός ' ἐστὶ φυτὰ προσγελάσεται λαβόντ ' ἄσμενα . Ἀλλὰ ποῦ ποτ ' ἦν ἀφ | ||
| τὸ πράττειν οὕτω καὶ σκόπει . Ἐὰν τροφὴν δοὺς τὸν λαβόντ ' ὀνειδίσῃς , ἀψινθίῳ κατέπασας ἀττικὸν μέλι . Εἰ |
| διξ πέρδικος , τὰ δὲ εἰς γος ὡς τὸ τέττιξ τέττιγος , τὰ δὲ εἰς χος ὡς τὸ καλλίθριξ καλλίτριχος | ||
| δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα τοῦ ὄφεως καὶ τοῦ τέττιγος . Κυρίως δὲ λεβηρὶς , ᾧ περιέχεται τὸ ἔμβρυον |
| γὰρ καὶ τῶν σαρκίων τούτων ἕκαστον οὐκ ἔσται ἐκ πλειόνων σαρκίων , εἴγε ἐπ ' ἄπειρον τῶν ὁμοιομερειῶν ἡ διαίρεσις | ||
| σαρκία ἐστὶ καὶ πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ |
| ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρωι τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα . . . . , . | ||
| τὸ γὰρ ὑγρὸν τῶι ξηρῶι αἴτιον τοῦ ὁρίζεσθαι καὶ ἑκάτερον ἑκατέρωι οἷον κόλλα γίγνεται , ὥσπερ καὶ Ἐ . ἐποίησεν |
| δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . γράφει δὲ οὕτως : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι | ||
| δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . φησὶ γάρ : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι κρέασιν |
| παρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . | ||
| κηδεμόνα οὐκέτι ἡμᾶς ἐξαιρήσεται λυπῶν καὶ φόβων ; Καὶ πόθεν φάγω , φησίν , μηδὲν ἔχων ; Καὶ πῶς οἱ |
| , μεταλήψει δὲ τοῦ ὄντος σῳζόμενον , καθόσον ἂν αὐτοῦ μεταλαμβάνῃ . Ἡ δὲ ἑτέρα φύσις , ἡ παρ ' | ||
| μεταλαμβάνοντα ὅμοια γίγνεσθαι ταύτῃ τε καὶ κατὰ τοσοῦτον ὅσον ἂν μεταλαμβάνῃ , τὰ δὲ τῆς ἀνομοιότητος ἀνόμοια , τὰ δὲ |
| εἰς τοὺς γάμους . Ἔχ ' , ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ταυτῃί : πάντως γὰρ οὐδὲν ὄφελός ἐστ ' αὐτῆς ἔτι | ||
| , ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε τῶν ἀπειλῶν ταυτῃί . Δώσεις ἐμοὶ καλὴν δίκην ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς . |
| πόλεμον . [ ἐγὼ δὴ τοῦτο πρῶτον ἁπάντων λέγω καὶ διορίζομαι : εἰ ἐφ ' ἡμῖν ἐστι τὸ βουλεύεσθαι περὶ | ||
| ὑπερπέπεισμαι , πεπίστευκα , διεγγυῶμαι , διαβεβαιοῦμαι , διισχυρίζομαι , διορίζομαι , διατείνομαι , διηκριβωσάμην , ἐπιστωσάμην , ἀκριβολογοῦμαι : |
| δὲ τῶν μὴ τοῦτον τὸν τρόπον ἐφοδευθέντων , ἕνεκεν τοῦ σπανίου καὶ ἀδιαβεβαιώτου τῆς ἱστορίας ὁλοσχερέστερον ἐπιλελογίσθαι κατὰ συνεγγισμὸν τῶν | ||
| τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου στιβαρός : οὗτος ὁ λίθος ἐστὶν ὁ λυχνίτης . |
| ὁ αὐτὸς εἰπόντος Ἀναξιμένους ἐὰν πᾶσι πολλὰ διδῶις , οὐ δυνήσηι τοῦτο ποιεῖν διὰ παντός , ἔφη : οὐδέ γε | ||
| ] τῶν σπειρομένων . ἄμορφον ὄντα ] ἄμομφος οὖσα οὐ δυνήσηι με ἐφ ' οἷς εἶπον ἀντιψέξαι . αἰανῆ ] |
| βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν , | ||
| ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν |
| τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
| ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
| Γ γυλιαύχενας Γ : αὐχένας οὐκ ἔχοντας , καθάπερ ὁ γύλιος . Γ γυλιαύχενας : μακροτραχήλους : γύλιος γὰρ πλέγμα | ||
| ὅλον σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ |
| Ἐγὼ δὲ νῷν δὴ τερετιῶ τι πτιστικόν . Ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος * * * * * * * * | ||
| ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . . . . . . |
| δογμάτων , ἕως τοῦ περὶ τῆς Ἴριδος λόγου . ᾧ παραμετρούμεθα . ᾧ παραμετρούμεθα , τουτέστι τῷ αἰσθητηρίῳ . ἔστι | ||
| τοῦ περὶ τῆς Ἴριδος λόγου . ᾧ παραμετρούμεθα . ᾧ παραμετρούμεθα , τουτέστι τῷ αἰσθητηρίῳ . ἔστι δὲ τὸ ῥῆμα |
| Ἰσοκράτους μαθητῶν ἱκανώτατον γεγονέναι ἀνευρεῖν τὸν προβληθέντα γρῖφον καὶ αὐτὸν προβαλεῖν ἑτέροις ἐπιδεξίως , οἷον τὸν περὶ τῆς σκιᾶς . | ||
| ἔπαυσε τῆς ἀρχῆς . προβύσαι φορτικὸν γέλωτα : ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων . |
| ἢ πηγάνου σπέρματος : τροφὰς δὲ διδό - ναι μὴ διαλελυμένας μηδὲ ῥοφηματώδεις μηδὲ γεννητικὰς τοῦ σπέρματος ἢ ἐρεθιστικάς , | ||
| , ἐνθεῦτεν δὲ ἀπίκοντο ἐς Ἄβυδον καὶ τὰς γεφύρας εὗρον διαλελυμένας , τὰς ἐδόκεον εὑρήσειν ἔτι ἐντεταμένας , καὶ τούτων |
| καὶ ἀσθενὲς σῶμα ἔχω , παραχωρήσατέ μοι τὸ ἐλαφρὸν ἆραι σκευάριον . “ οἱ δὲ εἶπον ” ὅλως μηθὲν ἄρῃς | ||
| ἡδέως φαγεῖν . Εἶτα μαλακὸν ὦ δύστην ' ἔχεις , σκευάριον , ἐκπωμάτιον , ἀργυρίδιον ; οὐκ ἐκδραμεῖ λαβὼν τοδὶ |
| ἤμην . Περὶ ψυχῆς : „ καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολόγος . „ ἢ σὺν τῷ ν . Ἦ γάρ | ||
| Χῖος λέγων , πεπιστεύσθω : ἐμοὶ δὲ δεινὸς εἶναι δοκεῖ μυθολόγος καὶ ἐν τούτοις καὶ ἐν ἄλλοις δέ . . |
| ἢ ῥήματα , ἀνάλυσις δὲ καθ ' ἣν τὰ συντεθέντα ἀναλύουσιν ἐπὶ τὰ ἁπλᾶ ἐξ ὧν συνετέθη , εἰς τὰς | ||
| : ὅτι οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὸν ποιητὴν ἀναλύουσιν οἴκαδε καὶ κοιμῶνται . . Ψ , α δὴ |
| τῆς Παριανῆς ὑπερκείμενον ἔχουσα πιτυῶδες ὄρος : μεταξὺ δὲ κεῖται Πα - ρίου καὶ Πριάπου κατὰ Λίνον χωρίον ἐπὶ θαλάττῃ | ||
| εἶναι : ἐμπεσόντος δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον θορύβου τοῦ καλουμένου Πα - νικοῦ μετεστρατοπέδευσαν εἰς ἕτερον τόπον . οἱ δὲ |
| ἀπεψία καὶ ἡ ἀμυδρὰ πέψιϲ : μέγα δὲ καὶ ἀξιόλογον γνώριϲμα πέψεωϲ ἐν τοῖϲ πρώτοιϲ οὔροιϲ οὐδέποτε φαίνεται κατὰ τοὺϲ | ||
| ἴδιον γὰρ ἐξαίρετόν ἐϲτι τοῦτο τῶν τοιούτων πυρετῶν . μέγιϲτον γνώριϲμα τῶν ἐπὶ ϲήψει πυρετῶν ἐϲτι καὶ ἡ τῆϲ θερμαϲίαϲ |
| “ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς | ||
| πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς |
| . [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς εἰς τοὺς μυκτῆρας | ||
| μεθ ' ὕδατος πότισον . [ Ἐμετικὰ φλέγματος . ] Ἡδύοσμον χλωρὸν , ἢ ξηρὸν μετὰ εὐκράτου πινέτω . πρὸς |
| . ὄζειν τε τῆς χροιᾶς ἔφασκεν ἡδύ μου , εἰ Θάσιον ἐνέχεις , εἰκότως γε , νὴ Δία . Τὸ | ||
| , αὐλητρίδας δὲ καὶ μύρον καὶ ψαλτρίας , Μενδαῖον , Θάσιον , ἐγχέλεις , τυρόν , μέλι , μικροῦ τάλαντον |
| δέ φησι τὸ ποτήριον κεκομίσθαι . γράφεται δὲ Αἰτωλικόν . αἰπολικόν : διὰ τῶν αἰπόλων δηλοῖ καὶ τοὺς ποιμένας καὶ | ||
| καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν . . . . , : κωμικὴ λέξις ὁ |
| ἐκ τῶν ἐνύδρων ὡς τὰ μάλιστα τοῦ πυρὸς ὄντα τάχιστα ἐκπυρούμενα . καὶ τὰ μὲν ὑπὲρ τῆς θερμότητος λεγόμενα σχεδὸν | ||
| καὶ στερεόν . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἐν τοῖς μεταρσίοις ἐκπυρούμενα καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ . πάντα γὰρ ἢ |
| : πᾶσαν εὐδαιμονίαν , ἢ πάσας πόλεις ὑποτελεῖς . Περὶ κεστρέως . Περὶ μορμύλου . Περὶ ξιφίου . Περὶ συνόδων | ||
| Ἀναξίλας Μάτωνα τὸν σοφιστὴν ἐπὶ γαστριμαργίᾳ διαβάλλων φησί : τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ ' |
| , ἀλλ ' ἐγὼ τοῦτ ' ᾠόμην διὰ τουτονὶ τὸν δῖνον . ὤμοι δείλαιος , ὅτε καὶ σὲ χυτρεοῦν ὄντα | ||
| πείθονται . Ὅταν ἀλοητὸς ᾖ , καὶ στρέφωνται περὶ τὸν δῖνον οἱ βόες , καὶ πεπληρωμένη τῶν δραγμάτων ἡ ἅλως |
| πλούσιον , ἀλλὰ καὶ βαθέως αὐτοῦ τε καὶ τοῦ δήμου καθάψασθαι , ἔπαγε : εἰ μὲν οὖν μέχρι τούτων εἱςτήκει | ||
| . , : ἀντιδοξάσαι δὲ λέγεται Θαλῆι καὶ Πυθαγόραι , καθάψασθαι δὲ καὶ Ἐπιμενίδου . . . , . : |
| καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ τῶν ΛΕΠ λοιπῇ τῇ ὑπὸ ΜΕΞ , τουτέστιν τῇ ὑπὸ τῶν ΞΕΟ , ἴση ἐστίν | ||
| : καὶ ἡ ὑπὸ ΑΒΓ ἄρα ἴση ἐστὶ τῇ ὑπὸ ΜΕΞ . ὑπεναντία ἄρα ἐστὶν ἡ τομή : ὅπερ οὐχ |
| φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
| : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
| οὐ γὰρ ἔστιν ἐλέγξαι τὸ ἐνδεχόμενον μηδενί : ποίαν γὰρ προσλαμβάνῃ ; εἰ μὲν τὴν ΑΒ , αἱ δύο ἀποφατικαί | ||
| αὐτός με , παρ ' ἐμοῦ δ ' ἵνα τροφὴν προσλαμβάνῃ , σκάπτω γὰρ αὐτὸς ἐπιμελῶς σπείρω τ ' ἀεί |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| Κριοῦ κείμενον , λέγεται δὲ διὰ τὸ ἐκεῖνον ἀμαυρότερον εἶναι εὔσημον ἐπ ' αὐτοῦ γράμμα κεῖσθαι ἀπὸ Διὸς τὸ πρῶτον | ||
| γὰρ τῶν χειρῶν ἀσφαλὴς καὶ τὸ βῆμα ἑδραῖόν τε καὶ εὔσημον ἐς τὴν γῆν ἄγει . τουτὶ δὲ ὁπόσου ἄξιον |
| . „ Τούτων δὲ τὰ μὲν ἄλλα , ἐπεὶ κατὰ συνεγγισμὸν εἴρηται , οὐκ ἂν διστάζοιτο . ὁ δὲ καλούμενος | ||
| ἕνεκεν τοῦ σπανίου καὶ ἀδιαβεβαιώτου τῆς ἱστορίας ὁλοσχερέστερον ἐπιλελογίσθαι κατὰ συνεγγισμὸν τῶν πρὸς τὸ ἀξιοπιστότερον εἰλημμένων θέσεων ἢ σχηματισμῶν , |
| ἐπισιτισμὸν χρήσιμον . Ἀριστοφάνης : „ οὔκ , ἀλλ ' ἀχάνας ὅδε γε χρυσίου λέγει „ . εἴρηται παρὰ τὸ | ||
| εἰς ἐπισιτισμὸν χρήσιμον : Ἀριστοφάνης : οὐκ , ἀλλ ' ἀχάνας οὐδ ' ἄν γε χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ |
| ἔδωκεν , ἰδὲ σπασμοῖς καταρίπτει , κινδύνους τ ' ἐπάγει θαμέας , βιότοιό τ ' ἀμέρδει αὐχμηροὺς , τέκνων δὲ | ||
| ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα , ˈ πυκνοὺς καὶ θαμέας , τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας . ] τὸ μέλαν |
| ' ἄρτον ΚΥΛΛΑΣΤΙΝ καλοῦσιν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ τὸν κυλλᾶστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . | ||
| κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . ΣΗΠΙΑ . Ἀριστοφάνης Δαναίσι : καὶ ταῦτ ' ἔχοντα σηπίας καὶ πουλύπους . |
| ἕρφ ' ] βάδιζε . ἐξίκῃ ] ἐξέλθῃς . . καταβασμὸν ] ὄρος διορίζον Λιβύην καὶ Ἀσίαν . . σεπτὸν | ||
| ὁρίζον καὶ διαχωρίζον Λιβύην καὶ Αἴγυπτον , ὅπου εἰς τὸν καταβασμὸν τοῦ ὄρους ἐκπέμπει ὁ Νεῖλος γλυκὺ ῥεῦμα , τίμιον |
| μνημονεύει αὐτῶν καὶ Ὑπερείδης ὁ ῥήτωρ . Εὐθύνου δὲ τοῦ ταριχοπώλου μήμνηται Ἀντιφάνης ἐν Κουρίδι οὕτως : ἐλθών τε πρὸς | ||
| ἐπριάμην παρ ' ἀνδρός , ὦ γῆ καὶ θεοί , ταριχοπώλου πάνυ καλοῦ τε κἀγαθοῦ τιλτὸν μέγιστον , ἄξιον δραχμῆς |
| Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι | ||
| τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ |
| αρα ? . νῦν ἐγὼ Δωρὶϲ † ] ν , Φειδία . θαρρεῖν ; ἐμοὶ τῆϲ ] ἐμῆϲ [ ] | ||
| τὰ χρήματα . Εἰ μέν τι κακὸν ἀληθὲς εἶχες , Φειδία , ζητεῖν ἀληθὲς φάρμακον τούτου ς ' ἔδει : |
| ἦν αὐτοῖϲ πίνειν ὅτε θέλουϲιν , ἄντικρυϲ ταύτην οὖϲαν τοῦ δίψουϲ θεραπείαν παρελαμβάνομεν ἄν . ἐπεὶ δὲ καὶ μέτρον καὶ | ||
| : πέττει γὰρ τοὺϲ χυμούϲ . τοῦ δὲ διὰ θερμότητα δίψουϲ ἴαμα ἐγρήγορϲιϲ . περὶ γὰρ τὴν ἐπιφάνειαν ἐξαπλοῦται τὸ |
| ὃ τὰς λάταγας ἐγχέουσιν οὐκ ἄλλο τι ἂν εἴη ἢ ἐκπέταλον ποτήριον . ποτήριον δέ τι καὶ ἡ οἰνιστηρία . | ||
| Λημνίαις εἴρηκε κακκάβους . καὶ πατάνη δὲ καὶ πατάνιον τὸ ἐκπέταλον λοπάδιον , ὅ τινες καλοῦσι , πατέλλιον , ἡ |
| τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν . Σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιαθίον ἴσως παλαιστῆς . Χαλεπὸν τὸ ποιεῖν , τὸ δὲ | ||
| πλῆθος οὐδὲ λέγω ] παρατρέχω πεινήσεις ] μὴ φορμὸν ] ψιαθίον . ψίαθον τάπητος ] ἐπευκίου σιτεῖσθαι ] ἐσθίειν πτόρθους |
| ὁμοῦ . γράφεται ἰσήρη βδήλαιο ] ἀμέλξειας γλάγος ] γάλα πέλλης ] σκύφου πέλλης ] τοῦ ἀμολγέως πέλλης ] ἀγγείου | ||
| ἐχρῶντο τῇ πελλίδι . καὶ πάλιν : ἐκ δὲ τῆς πέλλης ἔπινον , ἄλλοτ ' αὐτός , ἄλλοτ ' Ἀρήτη |
| , ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν λιβανωτὸς ἵησιν , ψυχρὸν δ ' ἐστὶν ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ | ||
| ὕδωρ , τὸ δ ' ὄπισθε βαθὺν † διὰ κόλπον ἵησιν σχιζόμενος πόντου Τρινακρίου εἰσανέχοντα , γαίῃ ὃς ὑμετέρῃ παρακέκλιται |
| τοῦ ἐλαχίστου ἑξαπλάσιον . τὸ δὲ παιωνικὸν ἄρχεται μὲν ἀπὸ πεντασήμου ἀγωγῆς , αὔξεται δὲ μέχρι πεντεκαιεικοσασήμου , ὥστε γίνεσθαι | ||
| εἰς ἀντισπαστικόν . τὸ θʹ ἐξ ἰωνικῆς βάσεως καὶ τοῦ πεντασήμου καὶ χοριαμβικοῦ καὶ ἰωνικοῦ ἀπὸ μείζονος . τὸ ιʹ |
| καὶ ἰχθύων σκορπίον , δράκοντα , κόκκυγα , κωβιὸν , καλλιώνυμον , τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι . Διδόναι δὲ | ||
| δ ' ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα . Ἱκέσιος δ ' ἐν τοῖς περὶ |
| Καί μοι τὰς μαρτυρίας ἀνάγνωθι ταυτασί : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ δή μοι τὰς μαρτυρίας ἐκείνας | ||
| ἀληθῆ ἐστι , μάρτυρας ἐγὼ παρέξομαι ὑμῖν . Καί μοι ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Πρὶν τοίνυν ταῦτα ὁμολογηθῆναι αὐτῷ , |
| βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων : ἐξευτελίζων . ἔδει εἰπεῖν ὅπερ | ||
| ' ἄριστον φίλων . Τουτὶ λαβὼν τὸ κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει . Ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήϊος , ὃς |
| λαλῶ Πτολεμαίῳ γογγυλίδος ὀπτῶν τόμους . Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν | ||
| καὶ τρίτη Λακωνική . ἐν ἡμέραις τρισὶν ἰσχνότερον αὐτὸν ἀποφανῶ Φιλιππίδου . οὕτως ἐν ἡμέραις ὀλίγαις νεκροὺς ποιεῖς ; πρὸς |
| διάνοια , καὶ τῶν ὄντων εἰδῶν νοῦς τόπος καὶ τοῦ ὑπερουρανίου , ὃν τόπον οἰκείως ἀκουσόμεθα ὡς τῶν θείων εἰδῶν | ||
| αὐτὸν ἐπαινεῖ . Τὸ τοιοῦτον οὖν φησιν καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερουρανίου τόπου . Τὸ δὲ ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας |
| τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα καὶ γύλιον αὐτοῦ . δύ ' ἐστί , Ναυσίνικε , παρασίτων | ||
| ' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι . Ἡράκλεις , πνίγεις γύλιον τύ . μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς |
| ' Ἵππαρχον , Θυμιατήριον , Νότιος Ἰχθύς , Κῆτος , Ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ Ὑδροχόου , Ποταμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ | ||
| ὁ δὲ κυανέου ὑπὸ Κήτεος οὐρῇ : τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Ὀλίγοι γε μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι |
| ὅτι σκιμπάζειν ἐλέγετο παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ χωλαίνειν . . σκίμποδα ] τὸ ὑποπόδιον . ἰδοὺ ] ἀρτίως : ἐπίρρημα | ||
| , ᾧ ἐνεκάθευδον οἱ περὶ τὸν Ἀπολλώνιον , καὶ τὸν σκίμποδα ἐπιψηλαφήσας προσεῖπέ τε τὸν ἄνδρα , καὶ ἤρετο αὐτόν |
| τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ | ||
| ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου |
| γὰρ ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τὸ δεῖνα δ ' ἐσθίεις ; τουτι κακόνωτα πλοῖα Κωπᾷδας λέγεις ; ἀγρίως γε | ||
| γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων ἐπτισμένῃ καὶ ἡψημένῃ κρίθῃ ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ |
| ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ ' ἐν τοῖς περὶ | ||
| , ἐπ ' ἄκρῳ δὲ κορύμβια δριμύ τι μετέχον εὐωδίας ἀποπνέοντα . Πολυπόδιον φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν |
| τῷ δημοσίῳ καὶ κατὰ χάριν μὴ εἰσγραφέντων ἐλέγετο . Ἀγροῦ πυγή : ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν λιπαρῶς προσκειμένων : μεταφορικῶς | ||
| : ὁμοία τῇ , Χύτραις λημᾷς καὶ κολοκύνταις . Κρόνου πυγή : τὸ ἀρχαῖον καὶ ἀναίσθητον κρέας . Κρωβύλου ζεῦγος |
| τὸ ἡμιαμφόριον ἡμικάδιον : Ἐπίχαρμος μέντοι ἐν Φιλοκλίνῃ διακρίνειν ἔοικε κάδον καὶ ἀμφορέα , εἰπὼν οὔτ ' ἐν κάδῳ δηλοίμην | ||
| ἔξεστι κυαθίζειν γάρ . . . . . τὸν δὲ κάδον ἔξω καὶ τὸ ποτήριον λαβὼν ἀπόφερε τἄλλα πάντα . |
| δὲ οὔ . καὶ τοῦτο ἐφ ' ἑκάστου τῶν ἐμπιπτόντων ἐπίλεγε : εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ ἄλλου τινὸς ἐμπόδιον , σὸν | ||
| ὅπου βούλει , ὕψωσον τὴν σεαυτοῦ φωνὴν πράως , καὶ ἐπίλεγε οὕτως : Καὶ ὑμεῖς , ὄρνεα καθαρὰ τοῦ θεοῦ |
| τμισθέντα καὶ περικεχύσθαι σφαιρικῶς , ἐκ δὲ τούτου τὸν αἰθέρα ἀραιότατον ὄντα καὶ εἱλικρινέστατον . τὸν μὲν οὖν κατὰ τὴν | ||
| καὶ λευκὸν γίνεται , καὶ διακρίνεται : καὶ τὸ μὲν ἀραιότατον ἐφίσταται ἄνω , τὸ δὲ παχύτατον κάτω , ὃ |
| , ὥστε τὸ γλυκὺς ἀγκών [ παροιμιωδῶς ] μοχθηρίαν τόπου ὑποδηλοῖ . γνῶθι σαυτόν : ἀπόφθεγμα Χείλωνος . τάττεται δὲ | ||
| βιβλίων εἴρηται , καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους : ὑποδηλοῖ δὲ τὸν ἐκ κέρατος φανόν . . . : |
| τις οὐδ ' ἀκήριος . ἄθηλος ἵππωι πῶλος ὣς ἅμα τρέχ - γυναικὸς οὐδὲν χρῆμ ' ἀνὴρ ληΐζεται ἐσθλῆς ἄμεινον | ||
| ' οὐδέ γ ' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . τρέχ ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν |
| Σύ τοι λέγεις νιν , οὐκ ἐγώ : σὺ γὰρ ποεῖς τοὔργον , τὰ δ ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται | ||
| ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις πείθει γυναιξί ; Κἀμέ τ ' ἄχθεσθαι ποεῖς αὐτή τε λυπεῖ . Μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι |
| ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο | ||
| πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην . |
| : ” ἡ δ ' ἀνέῳγε τὴν θύραν ” καὶ Θετταλῇ : „ καὶ τὸ κεράμιον ἀνέῳχας : ὄζεις , | ||
| Φερεκράτης Ἰπνῷ . τί οὐκ ἐπανεχώρησα δεῦρο κἀπέδραν ; Μένανδρος Θετταλῇ . . . εἶτ ' ἀπέδραν μόνος . ἀπηλιώτης |
| : λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . τὸ δὲ “ πίε ” ἐπὶ ⌈ τοῦ ποτοῦ . ἐκ δὲ τοῦ | ||
| δέ ποτε καὶ ῥῆμα προστατικόν : “ Κύκλωψ , τῆ πίε οἶνον ” . ἐχρήσατο δὲ καὶ τῷ πληθυντικῷ ὁ |
| ! [ τοῦτο πονηρὸν τοίνυν [ ἀλλὰ ] δίκαιον τοῦτο νομιζ [ ] ? [ ϲκεύη ] ? δ ' | ||
| καὶ πρότερον : . ν ἕνεκα εκ . κεν ὅτι νομιζ [ ] . Περικλέα καὶ αμ . τῷ ἄγει |
| μὴ λαλῆσαν τὸ παιδίον σημειοῦται ὡς παραπεποδισμένον τῇ γλώσσῃ . Φωνὴν δὲ μακρόθεν βουλόμενοι δηλῶσαι , ὃ καλεῖται παρ ' | ||
| δὲ μοχθηρὸς μνώμενός τι τῶν εἰς πλεονεξίαν . ‖ ‖ Φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν ‖ . ‖ Οὐκ ἐπὶ τῷ |
| παχύτητος τοῦτο τεκμήριον , διορισθήσεται δὲ ἐκ τοῦ τὰς ἐπιγινομένας πομφόλυγας ἐπιμένειν ἄχρι πλείονος , ὡς ἂν τοῦ πνεύματος κωλυομένου | ||
| . πέμφιγας : λέγει τὰς ἐν ὕδατι βρασσομένας ἢ ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται |
| τῶν δ ' ἀφεψομένων ἔτι μᾶλλον τὸ πόμα κρεῖττον καὶ τροφιμώτερόν ἐστιν . τοῖς δὲ πυρέττουσι δεῖ τὴν κριθὴν μὴ | ||
| τῶν δ ' ἀφεψωμένων ἔτι μᾶλλον τὸ πόμα κρεῖττον καὶ τροφιμώτερόν ἐστιν . τοῖς μὲν οὖν πυρέσσουσι καὶ οἷς αἱ |
| δὲ λεκανίσκην , ἀλλαχοῦ δὲ λεκάνην καὶ ἀλλαχοῦ καί μοι λεκάνιον τῶν λαγῴων δὸς κρεῶν . ταῦτα δ ' ὅσα | ||
| κίχλας ; Τὸ λοφεῖον ἐξένεγκε τῶν τριῶν λόφων . Κἀμοὶ λεκάνιον τῶν λαγῴων δὸς κρεῶν . Ἀλλ ' ἦ τριχόβρωτες |
| εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν , λυχνοκαΐα παρ ' Ἡροδότῳ . | ||
| τῷ Τροφωνίῳ Μένανδρος δὲ ἐν Θεττάλῃ λύχνων ἀφάς . καὶ λύχνιον μὲν ἐφ ' οὗ ἐντίθεται ὁ λύχνος , ἡ |
| καὶ τὸν ἱστὸν τῶν ταῦτ ' ἐργαζομένων γέροντα . καὶ ὁλκεῖον ἀγγεῖον ὑγρῶν τε καὶ ξηρῶν , ὡς ἐπὶ τὸ | ||
| . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . ἢ χαλκοῦν μέγα ὁλκεῖον ὦ τρισάθλιοι τί πλέον ἔχουσι τῶν ἄλλων ; βίον |
| ἐμὸν νόον ἁπλώσας θιάσωι τέρπομαι κούρων . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , τοῦτ ' ἐμοὶ μόνωι τὸ κέρδος | ||
| ὃ γὰρ ἂν λαβόν μου καταφάγῃ τὴν καρδίαν , ὅταν πίω τοῦτ ' , εὐθὺς ὑγιὴς γίγνεται . Ἀσκληπιὸς κατέβρεξεν |
| ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ | ||
| πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον |
| ' ⌉ ἐπὶ μύρμηκας ἡμερῶν τριῶν , ὡς χρυσοτεύκτου ψήγματος πεφηνότος . . . . Χύτροι : . . . | ||
| σιτί ' ἐπὶ μύρμηκας ἡμερῶν τριῶν , ὡς χρυσοτεύκτου ψήγματος πεφηνότος . Χύτροι : Λυσίας ἐν τῷ κατ ' Αἰσχίνου |
| τῶν γλωττῶν , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγγείου γλωττοκομεῖον παρὰ τοῖς νεωτέροις ἔστιν εὑρεῖν , ὡς ἐν τῷ | ||
| τὴν ἐμὴν γνώμην . γέρανδρυς : οἷον παλαιὸν δένδρον . γλωττοκομεῖον : ἐπὶ μόνου τοῦ τῶν αὐλητικῶν γλωττῶν ἀγγείου . |
| κατεσκευασμένον . , : . . τὰ γὰρ Ἀναξάρχου σιωπῶ πτίσσε ἐπιβοῶντος τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : Ἀνάξαρχον γὰρ οὐ πτίσσεις | ||
| κατασήπεται , τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον : |
| παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην | ||
| αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ |
| ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ ἀμφορεύς | ||
| καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι μόνον τὸ |
| πέφυκεν , καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν , κακοῦ μαγείρου τρόπῳ χρώμενον : ἀλλ ' ὥσπερ ἄρτι τὼ λόγω | ||
| , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν Φιλήμονος Ἁρπαζομένῳ ὁρῶ μαγείρου καὶ κύβηλιν καὶ σκάφην . προσονομαστέον δὲ τούτοις καὶ |
| ὀνίαν , τὸν δὲ αἴολον . τὸν δὲ σπάρον Ἱκέσιος εὐχυλότερόν φησι μαινίδος καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων τροφιμώτερον . σπάρον | ||
| ἐν πρώτῳ Ὑγιεινῶν ἀσταφυλῖνον καλεῖ . τὸ δὲ καρτὸν καλούμενον εὐχυλότερόν ἐστι τοῦ σταφυλίνου καὶ μᾶλλον θερμαντικώτερον , οὐρητικώτερον , |
| . Ἄλεξις : παραφέρων ἀγαθῶν ἁμάξας . ὡσαύτως καὶ τὸ γεῦμα : Ἔφιππος : γεύματα οἴνων . ὡσαύτως καὶ τὸ | ||
| ψυχῆς , τὸ α βραχύ : ἄριστον δὲ , τὸ γεῦμα , μακρόν . Ὕδωρ ] * Ὕδωρ ἐστὶ στοιχεῖον |
| , πλείονα δὲ μοῖραν ἔχειν τοῦ μέλανος : τὸ δὲ πράσινον ἐκ πορφυροῦ καὶ τῆς ἰσάτιδος , ἢ ἐκ χλωροῦ | ||
| αἰσθητοῖς διὰ τὴν παρὰ μικρὸν διαφοράν , οἷον ὅταν τὸ πράσινον ἢ τὸ ἁλουργὸν μέλαν ὁρᾷ , ἢ ὅταν δύο |
| καθὸ δὲ τηρεῖ , ἑτέραν αὖθις κεκτῆσθαι καθ ' ἣν στερεωτέρας φύσεως καὶ μονιμωτέρας τετύχηκεν : τοῦτο αὐτό ἐστι καὶ | ||
| , χρῆσθαι , καὶ τὰς πλινθίδας τὰς ὑπὸ τὰς χοινικίδας στερεωτέρας ὑποτιθέναι , καὶ τοιούτοις τισὶν ἀνασῴζειν παραβοηθήμασι , δαπάνην |
| ἐν τοῖς βαλανείοις οἱ πλούσιοι παραλούειν τοὺς πένητας . Ἀριστοφάνης Ἀναγύρῳ : ἀλλὰ πάντας χρὴ παραλοῦσθαι καὶ ˘ τοὺς σπόγγους | ||
| ἀνάβραστ ' εἴκοσιν ἀν ' ἡμιωβολιαῖα . ἐν δὲ τῷ Ἀναγύρῳ τὰ τρία ἡμιωβόλια τριημιωβόλιον εἴρηκεν : ἐν τῷ στόματι |
| . μαμμίαν : Ἀττικοὶ τὴν μητέρα ἀπὸ τοῦ τὰ παιδία μαμμᾶν τὸ φαγεῖν λέγειν . μανδύας : Περσικὸν ὄνομα . | ||
| ταὐτῷ μυχῷ Μεγαρικαὶ σφίγγες μετάλλου στόμιον Βολβός βουβωνιᾶν δοκησιδέξιον ἐλλεβοριᾶν μαμμᾶν στρηνόφωνος Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον : ἕλκε μοιχὸν ἐς μυχόν |
| , τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ | ||
| [ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία |