καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθέσφατος : καὶ οὐδέτερον ἢ ὑπερβολικὸν , ὃν οὐδὲ θεὸς ἑρμηνεύει διὰ τὸ πλῆθος ,
. τὸ μὲν γὰρ ὦζεν ἀντὶ τοῦ ᾐσθάνετο ἀλληγορικὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἅμα , τὸ δὲ τὴν οἰκουμένην αἰσθάνεσθαι ἐμφαντικὸν τῆς
6059307 ἐπηρμενως
” κοὐ κατεβλακευμένως ] οὐ ῥαθύμως , τρυφελῶς κατευλακευμένως ] ἐπηρμένως ὅπως δέ μοι ] λείπει “ ὁρᾶτε , σκοπεῖτε
καταγελῶν αὐτοῦ . ἢ τὸ σεμνόστομος ἀντὶ τοῦ κενοδόξως καὶ ἐπηρμένως εἰρημένος μῦθος , καὶ γέμων οἰήσεως . . .
6056209 εὐξαιτ
ἔστι δὲ ὅστις τῶν ἰδόντων , εἰ νοῦν ἔχοι , εὔξαιτ ' ἂν σοὶ ὅμοιος γενέσθαι : οἷος γὰρ ἂν
ὑμετέρα προθυμία παντὸς ἀξία καὶ τοιαύτη πάρεστιν οἵαν ἄν τις εὔξαιτ ' εὔνους ὢν τῇ πόλει : νῦν δ '
5942218 διμοιριτης
δεκανία καὶ ἐνωμοτία καὶ ἐνωμοτάρχης . Τί ἐστι διμοιρία καὶ διμοιρίτης καὶ τί ἡμιλόχιον καὶ ἡμιλοχίτης . Τί ἐστι πρωτοστάτης
[ ἀγαθοὶ γὰρ ὄντες οὐδὲν ] ἀγαθὸν πράττομεν [ ὁ διμοιρίτης ] φέρων αὐτός ποτε [ ] ον , πήραν
5918906 ἐπαξιος
οἶδας ἐνὶ φρεσὶ λευγαλέῃσιν οὔθ ' ὅ τις ἀργαλέος καὶ ἐπάξιος ἄλγεα πάσχειν , οὔθ ' ὅ τις ἀθανάτοισι τετιμένος
ὁ κλῆρος , μείζων ἴσως τῆς δυνάμεως τοῦ λαμβάνοντος , ἐπάξιος δὲ τοῦ μεγέθους τοῦ διδόντος . Ἀλλ ' οὐκ
5851174 παρεπομενος
ὡς πολέμιον καὶ δεδοικὼς παρετηρεῖτο . ἐπεὶ δὲ συνεχῶς ἐκεῖνος παρεπόμενος οὐδὲν ἁρπάζειν ἐπεχείρει , τὸ τηνικαῦτα ἐννοήσας φύλακα μᾶλλον
κινεῖται , ὁ δὲ ἕτερος ἐστὶν ἐνδιάθετος καὶ ἐκ φύσεως παρεπόμενος τοῖς ἀνθρώποις . τὸν μὲν οὖν διὰ τῆς μαθήσεως
5851059 ἀπεχθες
μυκτηρίζειν . Ἔμβραχυ : ἁπλῶς , καθάπαξ . Ἐχθοδοπόν : ἀπεχθές : καὶ ἐχθοδοπεῖν , ἤγουν ἀπέχεσθαι . Ἔρρειν :
: Ἀπόλλωνι δέ , ἐξαιρέτως τῷ Διδυμαίῳ , τὸ ζῷον ἀπεχθές . αἶγας Ἀρτέμιδι θύειν εὐσεβές , ἀλλ ' οὐκ
5826704 Ὑμηττῳ
καὶ θεῶν ἀγάλματα ἔχει : Πεντελῆσι μὲν Ἀθηνᾶς , ἐν Ὑμηττῷ δὲ ἄγαλμά ἐστιν Ὑμηττίου Διός , βωμοὶ δὲ καὶ
ἔφερεν ἐν ταῖς ἀγκάλαις : θύοντος δὲ τοῦ Ἀρίστωνος ἐν Ὑμηττῷ ταῖς Μούσαις ἢ ταῖς νύμφαις , οἳ μὲν πρὸς
5825454 ἀλληγορικον
. ἡ ἀνάδοσις τῆς ἀμπέλου μῦθός ἐστι , τὸ δὲ ἀλληγορικὸν οὕτως ἔχει : ἢ * κατά τινας * κάτοινος
τοῦ νεκροῦ . τὸ μὲν γὰρ ὦζεν ἀντὶ τοῦ ᾐσθάνετο ἀλληγορικὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἅμα , τὸ δὲ τὴν οἰκουμένην αἰσθάνεσθαι
5804315 ἀκανωδες
γένος ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἀκανῶδες τυγχάνει : λέγω δὲ τὸ ἀκανῶδες , ὅτι τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος
περικάρπιον , ἐν ᾧ τὸ σπέρμα , τὴν μὲν μορφὴν ἀκανῶδες , ἀφαιρεθέντων δὲ τῶν παππωδῶν σπερμάτων ἐδώδιμον καὶ τοῦτο
5784578 οὐδαμος
προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . Οὐδαμῶς . ὄνομα ἐστὶν οὐδαμὸς , ἀφ ' οὗ οὐδαμόθεν . τὸ δὲ ἀρσενικὸν
. τὸ δὲ οὐδαμῇ , ὡς ἀπὸ θηλυκοῦ παρακειμένη τοῦ οὐδαμὸς , ὡς ἄλλος ἄλλῃ . ὅθεν ἔχει τὸ ι
5756070 σκοτεινος
ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
5740132 εὐηνιος
ἤγετο ὑπὸ Ἀνύτου μᾶλλον ἢ ὑπὸ Σωκράτους . ἐμοὶ δὲ εὐήνιος μὲν ὁ δῆμος καὶ εὐπειθής , εὐαγωγότατός τε ἁπάντων
. καὶ ἐὰν μέν τις τοιούτοις παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνηται , εὐήνιος ἂν εἴη : ὁ δὲ δυσπειθὴς καὶ μηδὲν προοιμίου
5707967 Εὐμαι
Φήμιος . αὐτὰρ ὁ χειρὸς ἑλὼν προσέειπε συβώτην : “ Εὔμαι ' , ἦ μάλα δὴ τάδε δώματα κάλ '
: αἶψα δ ' ἂρ Εὔμαιον προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : Εὔμαι ' , ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ '
5694541 πολυκτημων
οἱ πολῖται καὶ ὁ αἰὼν τῶν βροτῶν ὁ πολύβοτος καὶ πολυκτήμων , τουτέστιν οὐδεὶς πλὴν τοῦ Οἰδίποδος τεθαύμασται καὶ πρὸς
, πολυπρόσωπος , πολυχρήματος πολύχρυσος , πολυσώματος , πολυΐστωρ , πολυκτήμων , πολυάργυρος πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης
5690290 ὑπεχων
ὢν ἀμφοτέρων , τοῦ μὲν τῷ μεγέθει ὑπερέχειν τὴν σμικρότητα ὑπέχων , τῷ δὲ τὸ μέγεθος τῆς σμικρότητος παρέχων ὑπερέχον
ἐκεῖνος ὁ προσθέων , ὁπότε φανείης , καὶ ὡς ἥδιστα ὑπέχων τὰ ὦτα τῷ ῥεύματι τῆς γλώττης καὶ λέγοντος εὐφραινόμενος
5683521 Καρμηλος
καὶ Ἄκη πόλις , ἔξω πἠ πόλις Τυρίων [ : Κάρμηλος ] ὄρος ἱερὸν Διός : Ἄραδος πόλις Σιδονίων .
. ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ τῶν Καρμανῶν . Κάρμηλος , ὄρος δυσχείμερον . τὸ ἐθνικὸν Καρμήλιος , ὡς
5678630 ξιφηφορος
ἐπ ' ἀγκύρας λάβω , ἀνὴρ παρ ' ἄνδρα στήσεται ξιφηφόρος . σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα : πόμπιμοι μόνον λαίφει
δεκανοὺς γʹ : καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὠρίων ξιφηφόρος καὶ τὸ ἥμισυ τῆς Πλειάδος καὶ ἥμισυ λειψάνου Νεκρᾶς
5664267 πολλω
τε καὶ ἀφορμίοντι . μέμνασο δὲ καὶ τῆνο ὅτι περὶ πολλῶ ἐποιήσω τὰν ἄφιξιν αὐτῶ καὶ ἀγάπης ἐκ τήνω τῶ
τε καὶ ἀφορμίοντι . μέμνασο δὲ καὶ τῆνο ὅτι περὶ πολλῶ ἐποιήσω τὰν ἄφιξιν αὐτῶ καὶ ἀγάπης ἐκ τήνω τῶ
5659990 ὡρικως
πιθανῶς ἢ κατὰ καιρόν . πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς
πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ
5652233 ὑποϲτυφον
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
5645721 ἀπειλητικον
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν
5643035 σεσωρευται
φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος
καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι
5640879 Οὐπω
ὑπὲρ ὤμων σὺν πετάσῳ , γυμνὸν μηρὸν ἔφαινε χλαμύς . Οὔπω τοξοφορῶν οὐδ ' ὥριος , ἀλλὰ νεογνὸς οὑμὸς Ἔρως
, εἰ δοκεῖ , σκοπῶμεν τὰ τῆς εἰρήνης χωρία . Οὔπω συνίημι ὅ τι τοῦτό πως βούλεται , σκοπῶμεν δὲ
5637596 τητινον
μέλαν μεταβαλλόμενον , οὕτως ἀπὸ τοῦ περυσινοῦ πάθους εἰς τὸ τητινόν , οὐ καθὸ ἀπὸ πάθους εἰς πάθος ἡ μεταβολὴ
; Νὴ Δί ' , ὦ Λυκῖνε , γράμμα ἐστὶν τητινόν τι τῶν ἐμῶν κομιδῇ νεοχμόν . Ἤδη γάρ τι
5635108 ἑδρασμα
ἐπιθυμίας παραγενέσθαι τέλος καὶ ἀπελθεῖν εἰς τὸ τῶν θεῶν ἰσχυρότατον ἕδρασμα . ἢ οὕτως : ἀσθενής ἐστι πᾶς ἄνθρωπος ,
ἐντεῦθεν γέρων . ὀγδοὰς πρῶτος κύβος . ἀσφάλεια καλεῖται καὶ ἕδρασμα . σπέρμα αὐτῆς ὁ πρῶτος ἄρτιος . συντίθεται μονάδι
5624598 Σχετλιε
λαφύξαι , οἷά με πήματ ' ἔοργας ἀτασθαλίῃσι πιθήσας . Σχέτλιε , ποῦ νύ τοί ἐστιν ἐυστέφανος Κυθέρεια ; Πῇ
ἀλλά ς ' ἔγωγε νοσφισάμην βιότοιο λιλαιόμενόν περ ἀλύξαι . Σχέτλιε , οὐδ ' ἐνόησας ἀμείνονος ἀντίον ἐλθών : οὐ
5570700 ἐλαχεια
ἐλάχεια . . . , . . . . , ἐλάχεια , . . . . . . . .
κεφαλὴν φορεῖ , ἀποδέουσαν δὲ τοῦ λοιποῦ σώματος . * ἐλάχεια : μικρά * ἐσσυμένῃ : τεινομένῃ , ἑλκομένῃ τεινομένῃ
5569468 ἀναισθητων
ἐπαινεῖσθαι καὶ τοῦ ψέγεσθαι αἴτιος . Καὶ Ἡρακλῆς παρὰ τῶν ἀναισθήτων ἰσχὺν ἐλάμβανεν : ὅτι καὶ ἀπ ' ἐλαχίστων ἐστὶν
γὰρ διὰ στερεῶν σωμάτων διίξεται ἢ διὰ νοητῶν τινῶν καὶ ἀναισθήτων πόρων . ἀλλὰ διὰ μὲν στερεῶν σωμάτων οὐκ ἂν
5563193 ἀντιπολεμουντων
: ἐὰν μὴ ἐπιμένωμεν ταῖς παρεκβάσεσι , σφόδρα δόξομεν τῶν ἀντιπολεμούντων ὑπερέχοντες καταβαίνειν . φθονερὰ δ ' ἄλλος ἀνήρ :
κρατεῖ γῆς οὐρανός , οὕτω καὶ τὸ ἔθνος περιέσται τῶν ἀντιπολεμούντων . ἄχρι μὲν οὖν τινος αἱ χεῖρες οἷα πλάστιγγες
5557203 παραδεξαιτο
. κοινὸν φέγγος τῆς ξεναρκοῦς δίκης ἡ τῶν Αἰακιδῶν πόλις παραδέξαιτο , ὡς ἔστι δίκαιον ξένους ἀποδέχεσθαι . ἕδος δίκᾳ
τάσιν . διὸ καὶ ἕνεκα τῶν τοιούτων μᾶλλον ἄν τις παραδέξαιτο τὸ τὸ δέ ἐπὶ τοπικῶν ἐπιρρημάτων , πολλοῖσιν γὰρ
5536372 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
5527432 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
5516655 θεσφατος
. Ὦ παῖδες , ἥκει τῷδ ' ἐπ ' ἀνδρὶ θέσφατος βίου τελευτή , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἀποστροφή .
θερῶ θέρσω . . . . ἀθέσφατον : πολύν , θέσφατος καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθέσφατος καὶ ἀθέσφατον ,
5509204 δικασων
ἐξ ἴσου καταστήσονται τοῖς ὀρθῶς φιλοσοφοῦσιν , οὐδέ τις ὁ δικάσων καὶ διακρινῶν τὰ τοιαῦτα ἔσται , ἢν μόνον τὰ
γλῶτταν ἢ τὴν δεξιὰν ἀποτετμῆσθαι δέοι . τίς οὖν ὁ δικάσων ἐστίν ; Οὐδὲ εἷς : οὐ γὰρ ἐκαθίσαμέν τινα
5503957 ἐρρετε
καὶ πολλὰ νοσήσας ὀψὲ μέν , ἀλλ ' ἔθανον . ἔρρετε πάντες ὁμοῦ . Οἵδε τριηκόσιοι , Σπάρτα πατρί ,
ὁ λοιπὸς κατάλογος τῶν κακοδαιμόνων τε καὶ θεοῖς ἐχθρῶν , ἔρρετε . τῶν μέν τινες αἱμύλων καὶ κομψῶν οἰήσονταί με
5502268 ἀπεχθομενος
κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν
θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων
5501414 ἀναντιρρητον
ἀναμφίλεκτον , ἀναντίλεκτον , βέβαιον , ἀνενδοίαστον , ἀναμφισβήτητον , ἀναντίρρητον , πάγιον . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀναμφιλόγως , ἀναμφιβόλως
, ὁμολογουμένως οὐκ ἔστι τὰ τοιαῦτα εἴδη . ἕκτον καὶ ἀναντίρρητον εἰ λέγεται ταῦτα εἴδη , πάντως καὶ διαφοραὶ λέγεται
5500398 ἀκτημων
ῥηματικὰ ὄντα βαρύτονα διὰ τοῦ ο κλίνεται , οἷον κτήσω ἀκτήμων ἀκτήμονος , Εὐκτήμων Εὐκτήμονος , τλήσω τλήμων τλήμονος ,
λίμνην . ζῇ ὡς ἀληθῶς θεῷ ὁμοίως ὁ αὐτάρκης καὶ ἀκτήμων καὶ φιλόσοφος καὶ πλοῦτον ἡγεῖται μέγιστον τὸ μὴ δεῖσθαι
5499290 αἰσχιστος
τὴν μουσικὴν ἐργάζεσθαι . Ὁ δὲ Θερσίτης , ὃς πάντων αἴσχιστος ἦν ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον , τὸν Ἀχιλλέα οὐ
τὸ δημόσιον ὁ κεραυνὸς ἐμπέσῃ , τὸ σκῆπτρον ἐπιλάβειε νέος αἴσχιστος λίαν ἀνδρῶν ἀσώτων καὶ δεινῶν αὐτῷ προσβοηθούντων . ἐπὶ
5489208 ἐριθακος
οὐ τρέφει : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα
⌈ τῶν πλείστων [ τῶν Γ πλειόνων Γ ] ⌈ ἐρίθακος Γ [ ἐριθακός ] . Γ ἐὰν δὲ μὴ
5482392 νοοι
Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ
. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε :
5477307 αἰθομενον
ἐκεῖνο ζητεῖς , ἄριστον μὲν ὕδωρ , ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου ; Νὴ
ἠδ ' ὁπόσας ἔτ ' ἔμελλεν , ἐπεί ῥά οἱ αἰθόμενον κῆρ μᾶλλον ἐφώρμαινεν θανέειν ἢ νόσφι γενέσθαι ἀντιθέης Ἑλένης
5468917 ὠμογερων
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν :
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα
5449083 φατος
ἀναιρῶ . οὗ παράγωγον εἰς μι , φημὶ , ἔνθεν φατὸς , καὶ ἠΐφατος , καὶ τὸ πέφαται , καὶ
τὸ ἀναιρῶ , οὗ παράγωγον εἰς μι φημί , ἔνθεν φατὸς καὶ ἀρηΐφατος καὶ τὸ πέφαται καὶ πεφάσθαι . τούτου
5445482 τελειοτατος
φροντίσῃς , εἰ τηλικόσδε ὢν τελείου ἔργα ποιῶ ἢ εἰ τελειότατός εἰμι : τότε γὰρ ἐγενόμην , ὅτε ἡ Ἀνάγκη
φροντίσῃς , εἰ τηλικόσδε ὢν τελείου ἔργα ποιῶ ἢ εἰ τελειότατός εἰμι : τότε γὰρ ἐγενόμην , ὅτε ἡ Ἀνάγκη
5444240 μεινε
' ἄγχι παρίστατο ποιμένι λαῶν . Αἰνείας δ ' οὐ μεῖνε θοός περ ἐὼν πολεμιστὴς ὡς εἶδεν δύο φῶτε παρ
ἐριβώλακι Μοῖραι ἐν γαίῃ προγόνοιο θεῶν σόον αἷμα κέλοντο . μεῖνε μὲν οὖν , αὖον δὲ πυρίγληνοι θέσαν ἵπποι Ἠελίου
5441648 ἀγγελλομενων
Ὦ Κῦρε , μὴ θαύμαζε εἴ τινες ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων : οὐ γὰρ φοβηθέντες οὕτω διετέθησαν , ἀλλ '
χρόνους , παρ ' αὐτῶν κάλλιστ ' ἂν πύθοισθε . ἀγγελλομένων δέ μοι πολλῷ δεινοτέρων , εἰ οἷόν τε εἰπεῖν
5439017 Προναια
γέγονε καὶ αὐτὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ προμετρῶν διατετέλεκεν . “ Προναία : Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος . ὠνομάζετό τις
Ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν αʹ τῶν Περὶ Ἀθηνῶν . . Προναία : Ὠνομάζετό τις παρὰ Δελφοῖς Ἀθηνᾶ Προναία διὰ τὸ
5437545 κυους
. τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ
ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν
5435706 ἀπφυς
. ἀπύρους : ἀνεπιτηδείους ἐν οἴκῳ . . . . ἀπφῦς : ὁ πατὴρ πάππα , ὃ σημαίνει ἀππῦς καὶ
. αἰσθάνεται τὸ βρέφος , ναὶ τὰν πότνιαν . καλὸς ἀπφῦς . ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόανλέγομες δὲ πρόαν θην
5434951 προαγοντων
χώραν . τέλος δὲ τῶν περὶ Ἀντίπατρον καθ ' ἡμέραν προαγόντων τὰς δυνάμεις καὶ προκαλουμένων εἰς μάχην τὸ μὲν πρῶτον
ἂν τῶν ὄντων στοιχεῖα : ἕκαστον γὰρ αὐτῶν πάλιν ἐκ προαγόντων συντίθεται τῶν γραμμῶν , καὶ αἱ γραμμαὶ προεπινοουμένους ἔχουσι
5433009 σκιρρωδης
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν ,
5431161 ἐπτερωσθαι
Νίκη πέταται ] Νεωτερικὸν τὸ τὴν Νίκην καὶ τὸν Ἔρωτα ἐπτερῶσθαι . Ἄρχεννον γάρ φασι , τὸν Βουβάλου καὶ Ἀθήνιδος
ἡ ἠρεμαία κίνησις τῶν κυμάτων . μυθικὸν δέ τι ἀνέπλασεν ἐπτερῶσθαι φήσας τοὺς Βορεάδας , καὶ ἴσως ἀλληγορικώτερον ὁ μῦθος
5424718 ὑπακουεται
παρὰ πόδας ἔνεστί γε περιπλοκὴ μετὰ συλλήψεως ἡμεῖς δέ , ὑπακούεται ἀμελοῦμεν , ἀλλὰ τοῦτο λυπηρόν ἐστι τοῖς Ἀθηναίοις :
. κίνημα πλήθους . παραγώγως . ἐξ οὗ πλῆθος παραγίνεσθαι ὑπακούεται . . κινάθισμα ] κίνημα , ὁρμήν . .
5421143 στασιωδης
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές ,
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν
5420968 ἀλληλοιν
μὲν οὖν ἄλλα ἔγωγε τούτοις πιστεύω : ὅτι δὲ διαφέρεσθον ἀλλήλοιν , ἐθαύμασα . τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι ,
Συλλείων καὶ Λέπιδος Αἰμίλιος ἀπὸ τῶν ἐναντίων , ἐχθίστω τε ἀλλήλοιν καὶ εὐθὺς ἀρξαμένω διαφέρεσθαι . δῆλόν τε ἦν τι
5398869 τρυος
. * . Ἀμφιτρύων : ὁ ἥρως : παρὰ τὸ τρύος , ὅ ἐστι πόνος , οἷον καὶ πολύτρυος ἤλασεν
, , : Ἀμφιτρύων : ὁ ἥρως . παρὰ τὸ τρύος , ὅ ἐστι πόνος , οἷον καὶ „ πολὺ
5398803 ἀπεχθης
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ '
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
5396013 μεσιτης
[ ὡς ] Σκίρος Σκιρίτης , χῶρος χωρίτης , μέσος μεσίτης , Κοπτός Κοπτίτης , Δίολκος Διολκίτης . Παυσανίας δὲ
ἀσκὸν Ἀσκίτης , ὡς παρὰ τὸν ἀστὸν ἀστίτης , μέσος μεσίτης . Ἄσκλος , πόλις Ἰταλίας . Διονύσιος ἐν κʹ
5389042 ποιμανοριον
τὸ ἀνδρικὸν παρὰ τὸ τοὺς βασιλεῖς λέγεσθαι ποιμένας . ὅθεν ποιμανόριον τὸ ἐκ ποίμνης ἀνδρῶν συνηγμένον βασίλειον . . ἐπὶ
τὴν γῆν δουλώσειν , μήτοι γε τὴν Ἑλλάδα . . ποιμανόριον θεῖον ] ποίμνιον ἀνδρῶν . θαυμαστὸν δὲ ἐς τὸ
5385949 κακωτερος
ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον : καί νύ τις ὧδ ' εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας : τίς δ ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός
αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν , μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν : ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς
5385043 διακενης
δι ' ἧς τύραννος ἐκολάκευσε δῆμον , καὶ τὸ πόλεμον διακενῆς ἀνατείνασθαι καὶ τῆς παρασκευῆς ἡ δαπάνη καὶ τὸ κατενεχθῆναι
τὰς εἰρημένας αὐτοῖς ἀποφηνάμενος , κἂν τὰ κράτιστα ὑποθῶμαι , διακενῆς ἐρραψῳδηκὼς ἔσομαι . εὐαρίθμητοι γάρ τινές εἰσιν οἱ μετ
5383728 κερδιστος
ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ κέρδιστος γένετ ' ἀνδρῶν . ἐλλείπει οὖν τὸ τίς μόριον
. σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων
5380348 μακροβιοτος
: καὐτὸς δ ' ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος . ἦ μακροβίοτος ὅδε γέ τις αἰὼν ἐφάνθη γεραιοῖς , ἀκούειν τόδε
βλέπω τὸ φῶς . . . ἦ μακροβίοτος : ὄντως μακροβίοτος καὶ πολυχρόνιός τις ὅδε καὶ οὗτος ὁ αἰὼν καὶ
5376786 ἀφωρισμενον
ἀπὸ τῆς εἰδωλοποιικῆς οὐ θεῖον ἀλλ ' ἀνθρωπικὸν τῆς ποιήσεως ἀφωρισμένον ἐν λόγοις τὸ θαυματοποιικὸν μόριον , ” ταύτης τῆς
. ἐπ ' ἄπειρον γὰρ διαιρετόν . ἀπ ' ἀμφοῖν ἀφωρισμένον . ἀπὸ ἀμφοτέρων οὖν ὡρισμένον δεῖ λαβεῖν , τοῦ
5375560 πιτυλος
καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γενόμενος θόρυβος . πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ τοῦ τύπτω τύπτιλος καὶ ἐκβολῇ
τύπτιλος καὶ ἐκβολῇ τοῦ ἑνὸς τ καὶ μεταθέσει τῶν γραμμάτων πίτυλος : ἔστι δὲ ὁ ἐκ τῶν κωπίων γενόμενος .
5375337 πονηρευομενων
ἐὰν δὲ μὴ μετανοήσωσι , κατοικήσουσι μετὰ τῶν γυναικῶν τῶν πονηρευομένων εἰς αὐτούς . Οἱ δὲ ἐκ τοῦ [ ὄρους
εὖ φρονεῖν . Παρὰ Σοφοκλεῖ . Εὐρυβατεύεσθαι : ἐπὶ τῶν πονηρευομένων : εἷς γὰρ τῶν Κερκώπων Εὐρύβατος . Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα
5369757 καμω
τὸ ἀκμὴν τὴν ἡλικίαν ἔχειν , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ καμῶ τὸ κοπιῶ γίνεται κμὴ , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ κμῶ , ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ καμῶ καμήσω κεκάμηκα καὶ κατὰ συγκοπὴν κέκμηκα . σημαίνει δὲ
5368311 ἐπεφρασατ
αὐχένια καὶ τοὺς οἴακας ὄπισθεν . Ἀθανάτων : θεῶν . ἐπεφράσατ ' : ἐνόησεν . ἀνήρ : ἄνθρωπος . Τολμήεις
δέ μιν δόρυ μακρὸν ἑλκόμενον : τὸ μὲν οὔ τις ἐπεφράσατ ' οὐδὲ νόησε μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ μείλινον ὄφρ '
5367636 δοξαζεται
ὀχληροῦ , καθ ' ἣν κακόν τι παρεῖναι ἢ ἀγαθὸν δοξάζεται , ἐλευθερούμενος . τοῦτο μὴν αὐτῷ παρέσται ἐκ τοῦ
ἐπείπερ τῷ γεωμέτρῃ αἰσθήσει μὲν ποδιαῖος ὁ ἥλιος φαίνεται , δοξάζεται δὲ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης , εἴπερ ἡ φαντασία
5367570 στεναζει
ταλαίνᾳ : τὸν δ ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει . Ἆρ ' ἴστ ' ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ
κώλων ιʹ . πρόπασα ] διόλου πᾶσα . στένει ] στενάζει . ἐκκενουμένα ] η . τῶν κατοίκων . ποποῖ
5358223 εἰκασθηναι
αὕτη τοῖς ἄλλοις γίγνεσθαι τῶν εἰδῶν οὐκ ἄλλη τις ἢ εἰκασθῆναι αὐτοῖς . Εἰ οὖν τι , ἔφη , ἔοικεν
ἕκαστος προσετάχθη , καὶ ἐς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευήν .
5355927 φηληξ
ἐσχάρια καρπεύειν κηρύκιον κύπασσις κωνῆσαι μυρίδιον νεβρίδα παραλοῦται σπινός τέλειον φήληξ οὐ γὰρ τίθεμεν τὸν ἀγῶνα τόνδε τὸν τρόπον ὥσπερ
. φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ ἄγριον σῦκον λέγεται , ὄλυνθος δὲ τὸ
5354211 ὠμογεροντα
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα
5353663 ἐκπληκτικον
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα
5352713 μισοιτο
τῶν πολιτῶν στρατηγήσας , πῶς οὐκ ἂν δικαίως ὑπὸ πάντων μισοῖτο ; οὐ γὰρ μόνον ἡγεμονίας ἀνάξιος , ἀλλὰ καὶ
ὁμολογίαν ἥττης ἔχει καὶ παρίστησι δόξαν , ὡς ἄρα Ὀλύμπιος μισοῖτο μέν , κρείττων δέ ἐστι τοῦ κακῶς παθεῖν .
5352387 διαγ
ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλημένον ἔξοχα Μοίσαις . οὕτω γοῦν ῥάιστα διᾶγ ' ὁ Κύκλωψ ὁ παρ ' ἁμῖν , ὡρχαῖος
Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα μουσίσδων , ῥᾷον δὲ διᾶγ ' ἢ εἰ χρυσὸν ἔδωκεν . Ἤλυθες , ὦ
5351729 Δορυλαος
ἕνδεκα ἔτη γεγονώς : τούτῳ σύντροφος ὑπῆρξεν ὁ τοῦ Φιλεταίρου Δορύλαος : ἦν δ ' ὁ Φιλέταιρος ἀδελφὸς τοῦ τακτικοῦ
ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ ἐν τῷ
5345535 ἐξηπλωται
] τοῖς τέλεσι δηλονότι , ἐβαρύνθη ὑπὸ τοῦ τέλους , ἐξήπλωται . , ἡπλώθη , ἐξηπλώθη . , ἐδυναστεύθη )
δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα
5342353 αἰσυλος
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ
5338319 συμπιπτουσων
ὀρθὴ ἡ ὑπὸ ΒΔΜ , τῶν ΗΓ ΜΔ ἐκβληθεισῶν καὶ συμπιπτουσῶν κατὰ τὸ Ν . ἐπεὶ οὖν τὸ ΜΒΔ τρίγωνον
τὰ πέρατα καὶ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτὴν τῆς σφαίρας διῆκον , συμπιπτουσῶν τῶν δύο σχέσεων ἐν ταὐτῷ , καὶ τοῦ αὐτοῦ
5336694 θαυμαζομενη
ὡς δὲ τἀληθὲς ἔχει , τὸ καὶ παλαιότερον αἰεί τι θαυμαζομένη : Θουκυδίδης γοῦν . . . ἔν τε τῶι
ὡς δὲ τἀληθὲς ἔχει , τὸ καὶ παλαιότερον αἰεί τι θαυμαζομένη . . . , . Πρόξενος δὲ ὁ Βοιώτιος
5332719 ἀρημενον
, οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι
ἀρῶμαι , ἵν ' ᾖ ἀάρης καὶ Ἄρης . . ἀρημένον : κεκρατημένον : αἱρῶ αἱρήσω ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρημένον καὶ
5330620 ἐκκειμενος
καὶ ὁ σκόπελος , ὃν καλοῦσιν ἄκραν Ἰαπυγίαν , πολὺς ἐκκείμενος εἰς τὸ πέλαγος καὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολάς , ἐπιστρέφων
[ Καὶ Θεοδόσιος ὁ βασιλεὺς ἐκμελὴς ἦν καὶ πάσῃ ῥᾳθυμίᾳ ἐκκείμενος . . ἐκμελές . ] . , , :
5330558 νοατων
ἀρχὰ καὶ μέτρον ἐστί . καὶ ὁ μὲν νόος ἀρχὰ νοατῶν τε καὶ φύσει πρώτων : ἁ δὲ αἴσθασις τῶν
ἐκ τῶν αἰσθατῶν ἐνέργειαν , ὁ δὲ τὰν ἐκ τῶν νοατῶν . τυγχάνοντι δὲ τὰ μὲν αἰσθητὰ τῶν πραγμάτων κινάσιος
5330334 ἀποφημον
λόγος ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀτοπώτερος , ὁ Σωκλῆς οὐκ ἐνεγκὼν τὸ ἀπόφημον , ὡς ἐραστὴν ἀκόλαστον μισήσας ἀπημπόλησε τὸν ἵππον .
σφίσι κακῶν αἰτίους ἢ δράσαντάς τι ἀσεβὲς ἢ εἰπόντας τι ἀπόφημον : ἵππου δὲ ἔλεγε ποία μὲν θεοσυλία , φόνος
5325658 βελτερος
τοῦ ἀβέλτερος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος : τὸ θηλικὸν , ἀβελτηρία : καὶ τροπῆ τοῦ
εἰς τὸ Περὶ συγκριτικῶν . . . . . . βέλτερος : βέλτερος : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος
5321389 λελιμμενος
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν
5321233 φυγε
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι
5318987 Ἀτρεστιδας
κατασκήπτοντ ' αὐταῖς τῇ γνάθῳ . Θεόφιλος δέ φησιν : Ἀτρεστίδας τις Μαντινεὺς λοχαγὸς ἦν , ἀνδρῶν ἁπάντων πλεῖστον δυνάμενος
οὕτως μὰ τὴν γῆν εὐρύθμως τῇ δεξιᾷ ἄρας ἐνώμα . Ἀτρεστίδας τις Μαντινεὺς λοχαγὸς ἦν , ἀνδρῶν ἁπάντων πλεῖστα δυνάμενος
5318013 ἐπιδημος
' ὦ φίλ ' ἥλιε . Ἀλλ ' οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν . Καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον . Θλαστὰς ποιεῖν ἐλάας
ἀθάνατοι δ ' ἀνένευον ἀνηνύστους ἑκατόμβας . εἰλαπίνη δ ' ἐπίδημος ἔην καὶ ἀμήχανος ὕβρις , ὕβρις ἐλαφρίζουσα μέθην λυσήνορος
5317706 Δις
πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι , πολέμιον δὲ τοῖς τρόποις . Δὶς ἑπτὰ πληγαῖς πουλύπους πιλούμενος : ἐπὶ τῶν κολάσεως ἀξίων
δίκαις δίκας : καὶ ἐπὶ τῶν πυκναῖς προσπιπτόντων συμφοραῖς . Δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν αἰσχρὸν προσκρούειν λίθον . Δωδωναῖον χαλκεῖον
5315608 νευρηφιν
' ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς , γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν , δεινὸν παπταίνων , αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς .
ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ ' ἀκοντίσσαι , ὁ δ ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ . Πριαμίδης μὲν ἔπειτα κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ
5314031 φρυαγμα
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα ,
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ
5313981 ἐτητυμος
οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη
ἄνδρα σαώσαι . . . κείνῳ δ ' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος , ἀλλά οἱ ἤδη φράσσαντ ' ἀθάνατοι θάνατον καὶ
5313092 φιλοποτης
κατασκευασάμενος ἦν ὄργανα πολλὰ συμποσίου καὶ συνουσίας . ὢν γὰρ φιλοπότης καὶ τὸν τρόπον ἀκόλαστος καὶ βωμολόχους εἶχε περὶ αὑτὸν
καὶ βαρὺ τὴν ὁλκὴν , Νέστωρ δ ' ὁ γέρων φιλοπότης ὢν ἐκ τῆς συνεχοῦς συνηθείας ῥᾳδίως βαστάζειν ἔσθενεν .
5309726 ἐκκαλυπτεσθαι
' ἀποδεικτικὸς διὰ τὸ μὴ ἐκ τῆς τῶν λημμάτων δυνάμεως ἐκκαλύπτεσθαι , ἀλλ ' ἐκ τῆς τοῦ θεοῦ πίστεως παραδοχῆς
καὶ τοῦ ” ἔστι δὲ κίνησις “ , κατὰ συναγωγὴν ἐκκαλύπτεσθαι . Ἃ μὲν οὖν οἰκεῖον ἦν προλαβεῖν περὶ τῆς
5308554 ἐκκαλυπτομενον
συνακτικὸς καὶ ἀληθὴς καὶ ἄδηλον ἔχων συμπέρασμα [ καὶ ] ἐκκαλυπτόμενον ὑπὸ τῆς δυνάμεως τῶν λημμάτων , καὶ διὰ τοῦτο
ἀληθής , τέταρτον καὶ ἄδηλον ἔχων συμπέρασμα , πέμπτον καὶ ἐκκαλυπτόμενον τοῦτο ἐκ τῆς δυνάμεως τῶν λημμάτων . ὁ γοῦν
5303333 ὀρχαμος
, διὰ τὸ ἔρχεσθαι δι ' αὐτοῦ τὸν κῆπον . ὄρχαμος ἡγεμών , παρὰ τὸ ἐπέρχεσθαι τὰς τάξεις τῶν ὑποτεταγμένων
νεῖμε συβώτης . σῖτον δέ σφ ' ἐπένειμε Φιλοίτιος , ὄρχαμος ἀνδρῶν , καλοῖς ' ἐν κανέοισιν , ἐοινοχόει δὲ
5301314 Ὀϊληος
γενέσθαι . Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων
ἱπποδάμου υἱὸς κρατερὸς Διομήδης . Τὸν δ ' αἰσχρῶς ἐνένιπεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : Ἰδομενεῦ τί πάρος λαβρεύεαι ; αἳ

Back