κατασκευασάμενος ἦν ὄργανα πολλὰ συμποσίου καὶ συνουσίας . ὢν γὰρ φιλοπότης καὶ τὸν τρόπον ἀκόλαστος καὶ βωμολόχους εἶχε περὶ αὑτὸν
καὶ βαρὺ τὴν ὁλκὴν , Νέστωρ δ ' ὁ γέρων φιλοπότης ὢν ἐκ τῆς συνεχοῦς συνηθείας ῥᾳδίως βαστάζειν ἔσθενεν .
8361902 φιλοσκωμμων
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ
8197768 φιλοτεχνος
δὲ ἐφ ' ἡγεμονίας τεταγμένος , ὑπελήφθη δραστικὸς εἶναι καὶ φιλότεχνος ἐκ τοῦ πρὸς ἕκαστον τῶν καιρῶν ἐπινοεῖσθαί τι τῶν
τῆς Ῥώμης πόλεις ἔσχον . μεγαλόφρων γὰρ ὢν μᾶλλον ἢ φιλότεχνος ὁ Μόμμιος , ὥς φασι , μετεδίδου ῥᾳδίως τοῖς
8196680 Ἁβρωνος
παραδείγματα τῶν παρωνύμων , ἱερός Ἱέρων Ἱέρωνος , ἁβρός Ἅβρων Ἅβρωνος , πλατύς Πλάτων Πλάτωνος , κράτος , Κράτων Κράτωνος
. καὶ αὐτὸς γάρ εἰμι τοῦ γένους τοῦ Βουσέλου . Ἅβρωνος γὰρ τοῦ Βουσέλου υἱέος ἔλαβεν τὴν θυγατριδῆν Καλλίστρατος ,
8192065 πολυποτης
γένος καὶ ἀδελφοί , ἐρώμενοι δὲ ἀμφότεροι τοῦ Ἀντιόχου . πολυπότης δὲ ἦν καὶ Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς ὁ κληθεὶς Ἐπιφανής
τῶν κινδύνων , τὰ δὲ διὰ μέθην : ἦν γὰρ πολυπότης καὶ πολλάκις μεθύων ἐξεβοήθει . ἐν δὲ τῷ τρίτῃ
8189872 ἀκρατοποτης
καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε Ἡρόδοτος ἔφη , καὶ ἀκρατοκώθωνας Ὑπερείδης , οὐ
ὥς φησι Πολέμων . Κλεομένης δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ὅτι καὶ ἀκρατοπότης ἦν προείρηται : ὅτι δὲ διὰ μέθην ἑαυτὸν καὶ
8175671 Λογισμος
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά
8172095 Κορυδος
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν
8164267 Τελλην
Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ
φυλάξει . . : Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . μέμνηται αὐτοῦ
8158197 Φιλος
. Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον . Φίλος φίλῳ γὰρ συμπονῶν αὑτῷ πονεῖ . Φίλων τρόπους γίνωσκε
ὡς θνητὸς ὢν δυνήσεται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν , ἐπένθει . Φίλος δὲ αὐτοῦ τις , Δημέας ὀνόματι , παρακαλέσας τοὺς
8141482 ὠμογερων
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν :
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα
8132594 ἐξελευθερος
. ἀπελεύθερος μέν ἐστιν ὁ ἐκ τοῦ δούλου ἠλευθερωμένος : ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσβλητὸς ἢ κατὰ ἄλλην
. ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς ὀνόμασιν ἀπελεύθερος , ἐξελεύθερος . . ἁπλότης μέν ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ
8127589 μισολογος
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ
8096467 Ληθαργος
γὰρ Λυδοὶ κωμῳδοῦνται ταῖς χερσὶν αὑτῶν πληροῦντες τὰ ἀφροδίσια . Λήθαργος κύων : ὁ προσσαίνων μὲν , δάκνων δὲ λάθρα
Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης : Θεσσαλός , ἐκ Κρήτης ,
8081438 ὁμογνωμων
ἐπιτήδειος , γνώριμος , προσηταιρισμένος , οἰκεῖος , ᾠκειωμένος , ὁμογνώμων , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος ,
. τῷ μὲν οὖν πρώτῳ χρόνῳ ὁ Κριτίας τῷ Θηραμένει ὁμογνώμων τε καὶ φίλος ἦν : ἐπεὶ δὲ αὐτὸς μὲν
8078059 Λεοντιος
, ποτὲ ἀκούσας τι † πιστεύω τούτῳ : ὡς ἄρα Λεόντιος ὁ Ἀγλαΐωνος ἀνιὼν ἐκ Πειραιῶς ὑπὸ τὸ βόρειον τεῖχος
σαυτοῦ μιμήσῃ , δέομαι ὅμως . τοῦτο γὰρ ἐδεήθη μου Λεόντιος , ὅπως πάντα αὐτῷ γένοιτο ταχέως . ὁρᾷς γάρ
8054541 ὑαινιδες
ἐν Ἀρτοποιητικῷ . ὕες . Ἐπίχαρμος : ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε . λέγει δὲ καὶ ὕας ,
δὴ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος ἐνῆς . τρυγόνες τ
8053862 φιλοδικος
πεποιημένον δὲ τοῦτο παρὰ τὸ φιλεῖν τὰς Κλέωνος πράξεις : φιλόδικος δὲ οὗτος καὶ συκοφάντης . φίλο ] φιλόδικος .
τὰ δικαστήριά ἐστι διατριβόντων δικαστῶν ἢ καὶ συκοφαντῶν , ἤγουν φιλόδικος καὶ γράφων ψηφίσματα . πανδελετίους : Πανδέλετος συκοφάντης καὶ
8053506 νηπυτιος
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
8046223 Εὐπαλαμου
τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε . κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης . ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων
τοῦ Φελλάτα καλουμένου λίθου , ἔργον δὲ εἶναι Σίκωνος τοῦ Εὐπαλάμου , ὥς φησι Πολέμων ἔν τινι ἐπιστολῇ . :
8043629 φιλοθηρος
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος ,
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος
8032357 κιμβιξ
καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ κίμβιξ φησί : καὶ θύννης οὐραῖον ἔχειντὴν θυννίδα φωνῶ τὴν
, ὀβολοστάτης , καὶ ἡ γυνὴ ὀβολοστάτις : ὁ γὰρ κίμβιξ καὶ κυμινοπρίστης οὐκ ἀνεκτά . φαίης δ ' ἂν
8031550 ἀγοραστης
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ '
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ '
8027515 λυχνοποιος
οὔτε ὑπὸ τοῦ δεσπότου ἀφεθείς . ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι λυχνοποιὸς ἦν Κῦρος Ἀστυάγους , καὶ ὁπότε γ ' ἐνεθυμήθη
πόλει . Εὐβουλότεροι γενησόμεθα . Τρόπῳ τίνι ; Ὅτι τυγχάνει λυχνοποιὸς ὤν . Πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότῳ
8015963 Πανδελετος
παντοίας ἐν τῷ λέγειν τὰ ἄδικα , μεγάλας . ὁ Πανδέλετος συκοφάντης ἦν φιλόδικος , γράφων ψηφίσματα , καὶ ἦν
προσαιτοῦντα . ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν . . . διεβεβόητο ὁ Πανδέλετος πένης μὲν ὤν , ἐκ συκοφαντίας δὲ διατρεφόμενος .
8015221 βαρυμηνις
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον
8005260 φιλοπαις
Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς
παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς .
7998618 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
7995923 Ἰσχυρον
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ .
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν
7995182 θεολογικος
ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ
ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν
7985244 προφερης
, προβεβηκότες ἐν τῷ εἴδει . . . . . προφερὴς ὁ νέος μὲν ὤν , πρεσβύτερος δὲ φαινόμενος .
μὲν χρόνῳ πρεσβύτερος , τῇ δὲ ὄψει νεώτερος δοκῶν : προφερὴς δὲ ὁ τῷ μὲν χρόνῳ νεώτερος , τῇ δὲ
7979703 Ἀπληστος
. λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀνέμους γεωργεῖς :
αὐτὸς ἐλθὼν ἐπρίατο : ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ
7978022 ΕΠΗ
ἄρα ἡ διπλασίων τῆς διαμέτρου τῆς σφαίρας πρὸς τὴν τοῦ ΕΠΗ κύκλου διάμετρον μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ΒΔ περιφέρεια
, ὡς ἄρα τὸ ἀπὸ τῆς ΝΠ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΠΗ , οὕτως τὸ ἀπὸ ΞΡ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΡΗ
7977387 δειλοτερος
σε καὶ δι ' ἑτέρου τῶν ὀνομαστοτάτων παραμυθήσομαι , ἐπειδὴ δειλότερος εἶ τοῦ δέοντος , ἵνα μὴ λέγω θρασύτερος .
οὐκ ἂν φροντίσαις , ἑνὸς δ ' ἂν αἰσχύνοιο ὁμολογῶν δειλότερος εἶναι ; οὐκ οἶσθ ' ὅτι οὐ τοῦ νεκροῦ
7970112 ὑποπινων
, ζωμήρυσιν . Συνεχῶς γὰρ ἐμπιπλάμενος ἀμελὴς γίγνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . Συναγαγών τρεῖς ὄντας εἰς τρίκλινον
λύπας μακράς . συνεχῶς γὰρ ἐμπιμπλάμενος ἀμελὴς γίνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν
7968938 βυρσοδεψης
ὁ δὲ ἀλετρίβανος ἀσιανός , καὶ σκυτοδέψης μὲν ἀττικός , βυρσοδέψης δὲ ἀσιανός . ὁ βυρσοπώλης : ὅτι μετὰ τὴν
βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ Κλέων , αἱ βύρσαι δὲ δύσοσμοί εἰσιν
7967069 μειραξ
ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος
δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ
7965495 Ἱππαιμων
ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ δὲ Πόδαργος : καὶ
τῷ δεσπότῃ συντέθαπται , καθάπερ μηνύει τοὐπίγραμμα : ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος καὶ κυνὶ
7965289 ἐγεγηθει
, ἔτι δὲ ἁρπαγαῖς καὶ πλεονεξίαις καὶ τοῖς παραπλησίοις θρέμμασιν ἐγεγήθει . παγκάλως οὖν ὁ νομοθέτης ἐν ταῖς παραινέσεσιν ἐκδιδάσκει
πελάσας , ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ ' ἐγεγήθει . νῦν δ ' αἰθέριον κίνυγμ ' ὁ τάλας
7961571 Γεσιος
ἔτυχεν ἀξιωμάτων οὐ τῶν τυχόντων . καὶ εἰς κλέος ὁ Γέσιος μέγα ἀνέβη , οὐ μόνον ἰατρικῆς εἵνεκα παρασκευῆς ,
ἀπαίρει ἔτι διακρατούμενον ἐν τῷ σώματι . , . . Γέσιος ὁ δὲ ἀποσταλεὶς βασιλικὸς Ἀγάπιον καὶ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους
7952748 νεαζοντος
, κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ᾖ νεάζοντος ὄρνιθος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ
κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος . Ὅμοιον : Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις , Καρκίνον δασύποδι
7950664 κακοχρασμων
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς
7945189 ἀπιμελον
, καὶ δὴ καὶ ϲύντονον καὶ διηρθρωμένον καὶ μυῶδεϲ καὶ ἀπίμελον ὅλον τὸ ϲῶμα , καὶ τὸ δέρμα ϲκληρόν τε
καὶ εἰς ἄρνειον δὲ ζωμὸν καὶ εἰς ἐρίφειον μὴ παντάπασιν ἀπίμελον καὶ εἰς δελφάκειον ἐμβάλλων καὶ συνεψῶν τοῖς δυσεντερικοῖς .
7943393 πιναρος
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ
7940518 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
7939447 Ψευδης
γυναικὸς οὐδέποτε εἰκὸς γενέσθαι , οὐδὲ γὰρ νῦν οὐδαμοῦ . Ψευδὴς καὶ ὁ περὶ τοῦ Ὀρφέως μῦθος , ὅτι κιθαρίζοντι
εἰ δόξα τῆς ψυχῆς καὶ διάνοια , πῶς ἀναμάρτητος ; Ψευδὴς γὰρ δόξα καὶ πολλὰ κατ ' αὐτὴν πράττεται τῶν
7938142 ζθ
ἄρα τῷ ε ἴσος ἐστί . καί ἐστιν ὁ μὲν ζθ ὁ ἐκ τῶν αδ , δβ ἐπίπεδος μετὰ τοῦ
τοῦ γδ τετράγωνος . ὅλος ἄρα ὁ κξ ὅλῳ τῷ ζθ ἴσος ἐστίν . ἔστι δὲ καὶ τῷ ε ὁ
7935250 Τελληνος
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε
7934834 διεπρεπε
πείθεσθαι αὐτῷ ἤθελον καὶ χωρὶς τοῦ κρατηθῆναι μάχῃ . οὕτω διέπρεπε , φησίν , ὥστε τοὺς περιοικοῦντας ἑκου - σίως
Ὑπέρβολον , ἐν ᾧ αἱ Νεφέλαι ἐδιδάχθησαν . οὐδέπω γὰρ διέπρεπε Κλέωνος ἔτι ζῶντος : μετὰ γὰρ τὸν ἐκείνου θάνατον
7932995 ὑπεροπτης
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ]
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι :
7927590 εὐχρως
' , ὦ Δάματερ . Λεωτροφίδης ὁ τρίμετρος ὡς λεοντῖνος εὔχρως τε φάνει καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας
αἰγίδι , πλὴν τὸ μὲν λευκὸν ἡ δ ' αἰγὶς εὔχρως διὰ τὸ ἔνδᾳδον . πυκνὸν δὲ καὶ λευκὸν γίνεται
7926136 φιλογεωργος
, οἷον εἰ πορνοβοσκὸς ὤν τις πάσας ἔχοι θηλείας ἢ φιλογέωργος ὢν πάντας ἄρρενας : ἐπὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν
Ἀριστοτέλης φησὶ τιθεὶς ἐπὶ Ἀγκαίου τὴν παροιμίαν , ὅτι γέγονε φιλογέωργος Ἀγκαῖος καὶ πολλὰς ἐφύτευσεν ἀμπέλους . εἰπόντος δὲ αὐτῷ
7923464 παλλακια
εἰς ἀπώλειαν . οἰχήσομαι πλάτων . παῖδες . γέροντες μειράκια παλλάκια . . . . ὅπως σε πείσει μηδὲ εἷς
τὴν χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια κἆτ ' ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν καὶ στρώμασι πορφυροβάπτοις κἀν
7921073 ἐσχατογηρως
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια
7921032 φιλοκυνηγος
ἡ Σελήνη κατὰ τὸ Λάτμιον ὄρος τῆς Καρίας κυνηγετοῦντος . φιλοκύνηγος δὲ ὢν ἡμέρας ὕπνωττε , κατὰ τὰς νύκτας δὲ
παρὰ τῶν πατέρων αἰτησάμενος αὐτὴν ἠγάγετο γυναῖκα . ἦν δὲ φιλοκύνηγος : μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπί τε λέοντας καὶ
7920756 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
7920585 Ποιων
θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον
Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου
7919677 πολυχειρ
διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ
νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς .
7917015 Βεβαιον
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ
7912407 κυαμοτρωξ
κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς
δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος
7904635 Χοιρος
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν .
μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ
7904419 εὐθυμος
εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής ,
θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς
7904412 σκωπτικος
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς
7903936 τροφιμωτατος
διὰ τοῦτο καὶ τοῦ κυάμου ἀπείχοντο , ὅτι φυσώδης καὶ τροφιμώτατος . καὶ ἄλλας δέ τινας αἰτίας πλείους ἀποδιδόασιν ,
: ὁ δὲ γλυκάζων καὶ τῶν λευκῶν καὶ τῶν κιρρῶν τροφιμώτατος . λεαίνει γὰρ κατὰ τὴν πάροδον καὶ παχύνων τὰ
7903729 ῥωμαλεος
ἔξω τοῦ βουλευτηρίου μετέωρον ἐξαρπάσας αὐτὸν ἀκμάζων τὸ σῶμα καὶ ῥωμαλέος ἀνὴρ ῥιπτεῖ κατὰ τῶν κρηπίδων τοῦ βουλευτηρίου τῶν εἰς
τὴν οὐρὰν καὶ ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . ἔστι δὲ ῥωμαλέος καὶ συνετός . τὰ οὖν ἡμίβρωτα κρέα οὐ φυλάττει
7898633 Ἐνδον
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν ,
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ
7898014 μισοδημος
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν
7893899 ἐπιχαιρεκακος
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς
7893260 τρισκαιδεκατηι
εὔχοντο Ἀθηναίοις δεδήλωκεν . . . : ἐν δὲ τῆι τρισκαιδεκάτηι τῶν Φιλιππικῶν περὶ Χαβρίου τοῦ Ἀθηναίων στρατηγοῦ ἱστορῶν φησιν
. . . : περὶ δὲ Αἰτωλῶν Πολύβιος μὲν ἐν τρισκαιδεκάτηι Ἱστοριῶν φησιν ὡς διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ
7891210 Ἐσχε
καὶ ἀστρολογούμενα καὶ γεωμετρούμενα καὶ ἕτερ ' ἄττα ἀξιόλογα . Ἔσχε δὲ καὶ θυγατέρας τρεῖς , Ἀκτίδα , Δελφίδα ,
καὶ ὕμνῳ . Ἕλῃ ] Ἐπικρατὴς γένηται . Δέδεκται ] Ἔσχε καὶ ἔλαβεν . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ
7886247 φιλοδημος
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός ,
7884304 εὐπαραγωγος
] ἤγουν ὑπὸ τοιούτων λόγων τοῦ ἀγγέλου δηλονότι ἐπλανήθην καὶ εὐπαράγωγος γέγονα . ἡμέτερα + καὶ γυναικείωι νόμωι , ἤγουν
θρωποι δεδίασί ς ' ὥσπερ ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν
7882140 μειρακισκη
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ
7881696 τραγωιδων
: . . . . ἀπάργματα λέγεται τὰ ὑπὸ τῶν τραγωιδῶν λεγόμενα μασχαλίσματα : ταῦτα δέ ἐστι τὰ τοῦ φονευθέντος
Ὑπόθεσ . . . . , . : ἐπὶ Μένωνος τραγωιδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ , Πέρσαις , Γλαύκωι Ποτνιεῖ ,
7878868 Μεγακλεης
οἰκίας . ἀλλ ' οὐ περιόψεταί μ ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον . ἀλλ ' εἴσειμι , σοῦ δ '
δὴ ἐξ αὐτῆς Πελοποννήσου ἦλθον . Ἐκ δὲ Ἀθηνέων ἀπίκοντο Μεγακλέης τε ὁ Ἀλκμέωνος τούτου τοῦ παρὰ Κροῖσον ἀπικομένου ,
7878156 ὁμοτιμος
ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , ὁμότεχνος , ὁμόσκηνος , ὁμοδίαιτος , ὁμογνώμων ,
εἰ τὰ μάλιστα αὐτὸς μὲν μὴ εἶπεν , ἕτερος δὲ ὁμότιμος εἴρηκεν ὡς ἐκείνῳ προσήκοντας , εἰς ταυτὸν ἀφικνεῖται .
7876516 πολυσιτος
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ
7867214 Δαμαγητου
τὸ ἀπόφθεγμα . Κλέαρχος δὲ ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεχθῆναι Χίλωνι Δαμαγήτου Λακεδαιμονίῳ . Γράμματα Βελλεροφόντης διεκόμισεν : ἐπὶ τῶν προξενούντων
ἀπόφθεγμα φασίν . Κλέαρχος δὲ ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεχθῆναι Χίλωνι Δαμαγήτου Λακεδαιμονίῳ . . , : γνῶθι σαυτὸν ὡς παροιμία
7865416 ἁψικορος
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς
7862437 ὠμογεροντα
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα
7860283 αὐτοσιτον
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον
7857885 πολυνους
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον
7856144 Ἱεραξ
τούτου φιλίας Θεόπομπος ἐν † β Φιλιππικῶν ἱστορεῖ . . Ἱέραξ : . . . ὅτι ὁ Ἱέραξ εἷς ἦν
πολυωπέστερον . [ . . . . , . ] Ἱέραξ ἦν , ὄνομα δὲ τοῦτο ἀνθρώπου κύριον , ὃν
7853085 λυχνοπωλης
καθιεμένην εἰς τὸ μύρον Ἀριστοφάνης εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν ,
τὰ ξύλινα ἀγγεῖα . Θ ἐπώλει τοὺς λύχνους : ὅτι λυχνοπώλης ἦν . Θ καθελκύσας ] εἰς τὴν θάλασσαν .
7849540 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
7844602 ὁμομητριος
ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ὁμομήτριος , Πάραλος ὁ Περικλέους , καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος
ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ ' ὃν
7844257 βραζω
, τὸ λέγω , γίνεται βάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βράζω . . . , : βρῶμα : ἀπὸ τοῦ
ὁ μέλλων βάξω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ . . , : βάθρον :
7843574 ἀκροασαμενος
τὰς ὁρμὰς τῶν νοημάτων ἐκλύων τοῖς τῆς ἑρμηνείας ῥυθμοῖς . ἀκροασάμενος δὲ καὶ Ζήνωνος τοῦ Ἀθηναίου τὸ περὶ τὴν τέχνην
ἡμᾶς Νικίας ὁ καὶ τυραννήσας Κῴων , καὶ Ἀρίστων ὁ ἀκροασάμενος τοῦ περιπατητικοῦ καὶ κληρονομήσας ἐκεῖνον : ἦν δὲ καὶ
7843277 φιλολογος
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν
7841157 δυσαλωτων
μεταξὺ Μύλου καὶ Ἁλικαρνασσοῦ . τῶν δὲ ἀπὸ τούτου ληϊζομένων δυσαλώτων [ τυγχανὄντων ] λεχθῆναι τοῦτο . τετράδι γέγονας :
ἐῤῥέψομεν πρὸς ἀετόν . Ἀετὸς ἐν νεφέλαις : ἐπὶ τῶν δυσαλώτων . οὐ γὰρ ἁλίσκεται ἐν νεφέλαις ⋮ Ὁ ἀετὸς
7836493 ἑρμαφροδιτος
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ
7834651 Χρηστος
πραότατος ἐν αὐτῇ , ὡς εἴρηται , γεγονὼς καὶ τὸ Χρηστὸς ἐπίκλησιν ἐκ τῶν ἠθῶν ἐνεγκάμενος , καὶ πολὺν πόθον
χρήσιμον ἐν τῷ βίῳ . Ἐκλιπών , οὐκ ἐκλείψας . Χρηστὸς τὸ ἦθος , οὐ τὰ ἤθη . Οὐ δήπου
7833461 αἰσχροκερδης
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός ,
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν ,
7833024 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
7829050 αὐλησις
καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων :
ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ
7823477 μασθος
μικρὰ ἐποιήσαντο μυστήρια . οἱ δὲ μυούμενοι μυρσίνῃ ἐστέφοντο . μασθὸς ὁ ἀνδρεῖος παρὰ τὸ μὴ θηλάζεσθαι ἢ ἐσθίεσθαι ,
περὶ πολλῶν καὶ πολλὰ λέγων . μασθὸς μαζοῦ διαφέρει . μασθὸς μὲν γάρ ἐστιν ὁ γυναικεῖος , κυρίως δέ ,
7820526 ὑπερθετικος
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς
7817861 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
7815340 Βυζαντις
Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι
. τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου
7815093 ὀρνιθοσκοπος
οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ
τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων .
7813974 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν

Back