ὡς μέγιστον ἐν πᾶσιν ἔσται τὸ κράτος αὐτῷ καὶ πάντας ὑπερβαλεῖται τοὺς πρὸ αὐτοῦ βασιλέας πολλῷ τινι καὶ ἀπείρῳ τῷ
ὡσαύτως τῷ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οὕτως ἔχοντι ἐφαρμόζεσθαι . ὑπερβαλεῖται γὰρ τὸ ἀεὶ ὂν τὸ ποτὲ τοῦ εἶναι ἀνακοπτόμενον
6345248 Μαμιλιῳ
Τυρρηνοὶ Ῥωμαίους μὲν ἀπολύουσι τῶν ἐγκλημάτων , Ταρκυνίῳ δὲ καὶ Μαμιλίῳ διαλύονται τὴν ξενίαν : [ καὶ ] προεῖπεν αὐθημερὸν
κέρας εἶχεν ὁ ἱππάρχης Τῖτος Αἰβούτιος ἐναν - τίος Ὀκταουΐῳ Μαμιλίῳ , τὸ δὲ δεξιὸν Τῖτος Οὐεργίνιος ὁ ὕπατος Σέξτῳ
6303249 Πατανιων
. . . πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . Πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
6296650 ἐπιδοσεσι
Ἰλλυρικῶν στρατευμάτων , αὐτός τε πλεῖστα χρήματα ἤθροιζεν ἐς τὸ ἐπιδόσεσι λαμπραῖς ἀποστῆσαι τὸ στρατιωτικόν . οἱ δὲ παῖδες αὐτοῦ
τράπεζαν . καὶ γὰρ οἷον φιλονεικοῦσιν αἱ λίμναι ταῖς τούτων ἐπιδόσεσι πρὸς τὴν θάλασσαν , καὶ ἁμιλλῶνται τίς αὐτῶν τὸ
6244032 Θυμου
μὴ χρῶ . Νόμοις πείθου . Νόει τὸ δίκαιον . Θυμοῦ κράτει . Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν
ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται . Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι . Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν
6193043 ὀλιγοτης
πτερά , τοῖς δὲ τάχος , ἄλλοις μέγεθος , ἄλλοις ὀλιγότης , οἷς δὲ πάχος , οἷς δὲ νῆξις ,
. καὶ τὰ πράγματα ἀπορία , ἀλογία , ἀφωνία , ὀλιγότης , βραχύτης , σμικρότης , ἀγλωττία , ἀμηχανία ,
6181277 καταχρεως
ὑπείπομεν : ἀντὶ τοῦ προείπομεν . Θουκυδίδης . ὑπέρχρεως : κατάχρεως . ὑπόγραμμα : ᾧ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπογράφουσι . καὶ
τάλαντα τριακόσια ἑπτά . Ὅτι κατὰ τὴν Ῥώμην Κατιλίνας τις κατάχρεως καὶ Λέντλος ὁ ἐπικαλούμενος Σούρας ἀθροίσαντες ὄχλον ἀπόστασιν ἐμελέτησαν
6148729 ὠμοτης
ἐγκεχαλινωμένη τῷ λόγῳ , φιλοχρηματία δὲ ἐξοικίζηται τῆς ψυχῆς , ὠμότης δὲ μακράν που σκηνῇ , πανταχοῦ δὲ ὁ νόμος
πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν . Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης . Κάλλιστά φημι χρημάτων τὰ κτήματα . Λαβὼν πάλιν
6124478 λαπινας
μὴ ἐσθίειν : ἰχθύας δὲ τρυφεροσάρκους , οἷον κίχλας , λαπίνας , καὶ ὅσα τοιαῦτα , καθὼς καὶ ἐν τῷ
κτένια καὶ ὅσα τοιαῦτα . τῶν δὲ ἰχθύων ὀρφούς , λαπίνας , σπάρους , σκάρους , στρωματαίους , κωβιοὺς καὶ
6101152 προτιμητεον
: εἰ δὲ κατὰ τὴν αἰτίαν τοῦ γενομένου καλῶς , προτιμητέον τὴν θεωρίαν . Ὥστε καὶ σπονδὰς ἑκατέρῳ σπεισάμενοι ,
τὰ ἴδια τῶν κοινῶν , ἀλλὰ τὰ κοινὰ τῶν ἰδίων προτιμητέον . οἷον δέ σοι καὶ τὸ τῆς παραμυθίας εἶδος
6080198 τρυφεροσαρκους
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων
6047453 ὑπηρεσιων
ἐπιβάτας , οἷον δούλους ʃ τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν καὶ πρώτους πλέοντας . ὅθεν καὶ τοὺς κομίζοντάς τινα
μόνον οὐ φθάνοντα τὰς προστάξεις ὀξύτητι καὶ ἀνυπερθέτῳ τάχει τῶν ὑπηρεσιῶν . ἔχει μὲν οὖν καὶ ἡ κατὰ φύσιν ἡδονὴ
6023240 ἐπεδειξω
Λεόντιχε , περὶ Παφλαγονίαν ἐμονομάχησας τῷ σατράπῃ , οὐ μεγάλα ἐπεδείξω καὶ τότε ; Καλῶς ὑπέμνησας οὐκ ἀγεννοῦς οὐδ '
τέλος γενναῖον ἐπιθεῖναι εὐνοίᾳ τε καὶ ὑπηρεσίᾳ ἣν πρός με ἐπεδείξω , ἐμοί τε ἀμείψασθαί σε κατ ' ἀξίαν καὶ
6021686 ἐκτιτρωσκουσα
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς ,
6015794 κατηκοντισεν
δεδράκασι , καὶ συγγνώμην ἔδωκεν ὅμως , τοὺς δὲ ἑτέρους κατηκόντισεν ἅπαντας : γύναια δ ' αὐτῶν καὶ παιδία μεθῆκεν
τὴν ὀργὴν ἀπαραίτητον , ἅπαντας τοὺς πεντακοσίους ἔχοντας τὰς ἱκετηρίας κατηκόντισεν . εἶθ ' ὁ μὲν Τέννης προσελθὼν τοῖς ἐξ
6004341 ἀγγελλεται
προελθόντα ἀπαγγεῖλαι καὶ εἰπεῖν , ὡς Τροφώνιός σοι τὴν νίκην ἀγγέλλεται : καὶ τῷ τοιούτῳ τρόπῳ θαρσαλεωτέρους τοὺς στρατιώτας ποιήσας
Ἰουλιανοῦ στρατιωτῶν ἔτι καὶ τὰ πρὸς πόλεμον ἕτοιμα ποιούντων , ἀγγέλλεται ὁ Σεβῆρος ἤδη προσιών . καὶ πολὺ τοῦ στρατεύματος
5997279 Ῥαμεσσης
μῆνας ἕξ . Τοῦ δὲ Σέθωσις [ ὁ ] καὶ Ῥαμέσσης , ἱππικὴν καὶ ναυτικὴν ἔχων δύναμιν . Οὗτος τὸν
Ἄρμαϊς ἔτη δʹ , μῆνα αʹ . καὶ μετὰ τοῦτον Ῥαμέσσης ἐνιαυτόν , μῆνας δʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀρμέσσης
5990365 ἐμβαμματι
ὡραῖοϲ καὶ ϲμικρόν τι μαλάχηϲ ἢ κράμβηϲ ἡμίεφθον ξὺν κυμίνου ἐμβάμματι . ἐϲ δὲ δεῖπνον ϲταφυλῖνοϲ ἡ ῥίζα καὶ χόνδροι
πεπέρεωϲ κόκκοι ν γάρου μέλανοϲ # γ μίξαϲ , χρῶ ἐμβάμματι ἢ ὡϲ βούλει , καθαίρει χολήν . Ἄλλο .
5988042 Ἀφρο
ἄρξει καὶ ἔσχατον καλῆς γυναικὸς τεύξεται , ἐὰν δὲ καὶ Ἀφρο - δίτη ἐπιμαρτυρήσῃ ἐπαφρόδιτος ἔσται καὶ φήμην ἕξει περὶ
ἔστι καὶ ἄκρα τῆς Αἰγύπτου , ἀφ ' ἧς ἡ Ἀφρο - δίτη καὶ Ἀρσινόη Ζεφυρῖτις , ὡς Καλλίμαχος .
5976840 Περπενναν
ἀπὸ τῆς διαίτης . Καὶ ὁ στρατὸς εὐθὺς ἐπὶ τὸν Περπένναν ἀνίστατο σὺν θορύβῳ τε πολλῷ καὶ μετ ' ὀργῆς
ὑπὸ Ῥωμαίοις Ἰλλυρίδα καὶ πρέσβεις περὶ τούτων πρὸς αὐτὸν ἐλθόντας Περπένναν καὶ Πετίλιον ἔδησεν . ὧν ὁ Περσεὺς αἰσθόμενος οὐκέτι
5969689 Ἰνδικηϲ
μετρίωϲ ϲτύφειν καὶ ξηραίνειν . Μάκερ φλοιόϲ ἐϲτιν ἐκ τῆϲ Ἰνδικῆϲ κομιζόμενοϲ : ϲτύφει δὲ μετὰ βραχείαϲ δριμύτητοϲ . διὸ
καρδαμώμου , κυπέρου ἀνὰ μνᾶν α , ἀμώμου , νάρδου Ἰνδικῆϲ , κρόκου , ϲμύρνηϲ , λιβάνου , ξυλοκιναμώμου ἀνὰ
5966660 ἀνεβιω
τρία καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν , καὶ ὅτι τρὶς ἀποθανὼν ἀνεβίω τρίς : ἐμοὶ δὲ οὐ πιστὰ δοκοῦσιν . ὅτι
; σπεύδετε , ὦ τᾶν . ὁ γὰρ Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους
5964586 Λεπιδοϲ
ὄζαινα ἕλκοϲ ἐϲτὶ ϲηπεδονῶδεϲ ἐξ ἐπιρροῆϲ ὑγρῶν δριμέων γινόμενον . Λεπίδοϲ χαλκοῦ ⋖ η , χαλκάνθου ⋖ Ϛ , ϲανδαράχηϲ
ε , φρυκτῆϲ # γ , ἐλαίου # α . Λεπίδοϲ , χαλκοῦ κεκαυμένου , ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ ἀνὰ ⋖ η
5961236 ὀκνου
οὔτε τῇ προσποιήσει τῆς ἀναχωρήσεως δεῖ ἐξαπατᾶσθαι . Ἐκ τοῦ ὄκνου καὶ τῆς ὠχριάσεως διαγνωστέον τοὺς δειλοὺς τῶν ἀρχόντων καὶ
καὶ ὑπ ' ἀγνοίας τοῦ θορύβου τῶν Καίσαρος , καὶ ὄκνου , μὴ μάχης περὶ δείλην ἑσπέραν ἄρχειν , οἱ
5956597 Δηιοκεω
τοσάδε . Δηιόκεω δὲ παῖς γίνεται Φραόρτης , ὃς τελευτήσαντος Δηιόκεω , βασιλεύσαντος τρία καὶ πεντήκοντα ἔτεα , παρεδέξατο τὴν
ἐτυράννευε δὲ τὸν χρόνον τοῦτον Μήδων Κυαξάρης ὁ Φραόρτεω τοῦ Δηιόκεω , ὃς τοὺς Σκύθας τούτους τὸ μὲν πρῶτον περιεῖπε
5954826 πρασσεις
παρὸν τυραννεῖν αὐτὸς οὐκ ἀξιώσας νῦν ἐπανελθὼν ἀρεσκοίμην οἷς σὺ πράσσεις . Ἄγαμαί σε τῆς περὶ ἡμᾶς φιλοφροσύνης , καὶ
: ἐπειδὴ εἶπεν : ἔα τὰ λοιπὰ , ἀεὶ καλῶς πράσσεις , εἶπεν ὅτι εἰς ὑποψίαν εἶπας : εἰς ὑποψίαν
5952793 πρεσβευσασθαι
τοῦ πολέμου ψήφισμα : σκοπὸς δὲ καὶ πεῖσαι τοὺς ἀκούοντας πρεσβεύσασθαι πρὸς τὸν Μῆδον περὶ χρημάτων καὶ προσλαβέσθαι τὴν βασιλέως
συμφέροντος , ἐν ᾧ τὴν αἰτίαν δι ' ἣν προσήκει πρεσβεύσασθαι προὔθηκε , καὶ συνέστησε τὸ μὴ ἐξαπατηθήσεσθαι τοὺς Ὀλυνθίους
5950976 κατεσβεσθη
τὸ κινοῦν τὴν ἡδονὴν αἴτιον | ἡσύχασε καὶ ἡ προσοχὴ κατεσβέσθη . τρίτοι δέ εἰσιν οἷς ἔναυλα μὲν τὰ λεχθέντα
ἔφη , σιωπᾷς . αὕτη μὲν δὴ ἡ παροινία οὕτω κατεσβέσθη . Ἐκ τούτου δὲ τῶν ἄλλων οἱ μὲν ἐκέλευον
5947420 φαρμακοπωλης
καὶ καυλὸς ἄτρητος . πάντων δὲ τὸ παράδοξον καταπλαγέντων ὁ φαρμακοπώλης ἐβοήθει τοῖς λειπομένοις μέρεσι τῆς πηρώσεως . τὸ μὲν
χρήματα ὥρμησεν ἐπὶ στρατείαν , εἶτα ἀπαλλάττων κακῶς ἐν τούτῳ φαρμακοπώλης ἀνεφάνη . παρεσρυεὶς δὲ ἐς τὸν Περίπατον καὶ παρακούων
5939322 Τιγρανους
μάλιστα καὶ εἴκοσι καὶ τέσσαρες . ἔνθα δὴ καὶ ὁ Τιγράνους ἦν παῖς Τιγράνης καὶ πέντε Μιθριδάτου , Ἀρταφέρνης τε
ἣ τοῖς Σελευκίδαις ὑπήκουε . καὶ βασιλεὺς Ἀρμενίας Τιγράνης ὁ Τιγράνους , ἔθνη πολλὰ τῶν περιοίκων , ἰδίοις δυνάσταις χρώμενα
5927464 Οὐριατθος
τῆς διώξεως γενομένης , ἰδὼν ἐν τῇ φυγῇ τοῦτο ὁ Οὐρίατθος ἐπανῆλθε καὶ κτείνας ἐς τρισχιλίους τοὺς λοιποὺς συνήλασεν ἐς
ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα καὶ πόνους ὁ Οὐρίατθος καὶ τὰ πολλὰ ἔνοπλος ἀνεπαύετο , ἵνα ἐξεγρόμενος εὐθὺς
5920505 Στυπτηριας
Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ , σμύρνης
δὲ καὶ τοῦτο ᾧ ἐχρήσατο Ἀρχιγένης πρὸς τοὺς αἱμοῤῥαγοῦντας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ αʹ , κόμμεως ὀβολὸν αʹ , τραγακάνθης
5917652 συνενεχθηναι
δὲ ἐπὶ παρανομίαν οἷα κατὰ πρανοῦς ἀθρόᾳ ῥύμῃ φερομένῳ μὴ συνενεχθῆναι γενναίας ψυχῆς ἐστι καὶ φρονήματος ἀνδρείᾳ συγκεκροτημένου . ἔνιοι
πρὸς τὰς πλαγίους , οὐ δυνάμεναι ἐπ ' ἄλλο τι συνενεχθῆναι , εἰ μὴ πρότερον συμπεριλάβοιεν τὴν πλαγίαν πτῶσιν .
5913371 Δαφνιδων
, ἐλαίου παλαιοῦ ⋖ α . Κατάπλασμα εἰς ἡμικρανίαν . Δαφνίδων λείων ⋖ β , πηγάνου φύλλων ⋖ β ,
χαλκίτεωϲ , ϲχιϲτῆϲ , διφρυγοῦϲ ἴϲα : ξηρῷ χρῶ . Δαφνίδων , νίτρου Ἀλεξανδρινοῦ , ἁλὸϲ πεφρυγμένου , ἁλὸϲ Καππαδοκικοῦ
5908897 γνωσθησονται
καὶ τῶν ἐν τοῖς δωδεκατημορίοις τριακοστημορίων τῶν ἑξῆς ἀλλήλοις κειμένων γνωσθήσονται αἱ ἀναφοραί , ἐν ᾗ εἰσιν ὑπεροχῇ . ἐκκείσθω
κειμένων [ ἀρχομένων ἀπὸ μεγίστου τοῦ πρὸς τῷ α ] γνωσθήσονται αἱ ἀναφοραί , ἐν ᾗ εἰσιν ὑπεροχῇ , ἀρχόμεναι
5897161 μυρτιτου
δραχμὰς τέσσαρας , φοινικοβαλάνων τῆς σαρκὸς οὐγκίας τρεῖς , οἴνου μυρτίτου ὅσον ἐξαρκεῖ : τὰ ξηρὰ κόπτε , σῆθε λεπτοτάτῳ
μιχθεὶς ἴσῳ χυλῷ στρατιώτου , περσείης ῥίζης , ὁμοίως ὀπὸν μυρτίτου , τιθυμάλλου καὶ σκαμωνίας τὸ ἴσον μίξας δὲ ἴσον
5895588 εὐπορωτερος
εὐχε - ρέστερος εὐχερέστατος , πρόχειρος προχειρότερος προχειρότατος , εὔπορος εὐπορώτερος εὐπορώτατος , εὐπετής : ὁ γὰρ εὐκατεργαστότερος καὶ ἀταλαίπωρος
, ὦ Κριτία , σκέψαι , ἐάν τι περὶ αὐτῶν εὐπορώτερος φανῇς ἐμοῦ : ἐγὼ μὲν γὰρ ἀπορῶ . ᾗ
5891806 πεπλεκται
αὕτη βοτρυδὸν ἐν ταλάρῳ , ὁ τάλαρος δὲ οὐκ ἀλλοτρίων πέπλεκται λύγων , ἀλλ ' αὐτοῦ τοῦ φυτοῦ . πρὸς
πράξοντα , οὐδὲν πώποτε ὑμῖν ἐγένετο . καὶ γὰρ ἐνταῦθα πέπλεκται μὲν ἡ διάνοια πολυπλόκως , λέλεκται δ ' ἐκ
5891676 ἐπαγγελλειν
! ! ! , τὴν ] δὲ πόλιν τὴν Ἠλείων ἐπαγγέλλειν [ ] [ πρὸς αὐτὸν τὴν ] ἐκεχειρίαν [
σου δεήσεται βέλτιστον εὑρήσεις τὸν νεανίσκον : οὕτως οὐδὲν οἶδεν ἐπαγγέλλειν οὔτ ' ἄδικον οὔτε βαρύ . Μακρὰν ἀπολογίαν ἀπέτεινας
5889947 ἀναδειχθεις
σωθέντων . Πέμπεται λοιπὸν πρὸς αὐτὸν ὁ Φάβιος , δικτάτωρ ἀναδειχθείς : ὃς ἀεὶ μὲν ἀναβαλλόμενος τὴν μάχην , ἀεὶ
τὴν Ῥώμην ὁ Σεβῆρος , ὑπό τε τῆς συγκλήτου αὐτοκράτωρ ἀναδειχθείς , ἄγων δὲ πάντα ἐπ ' αὐτὸν τὸν Ἰλλυρικὸν
5881494 ἐζωγρησε
μάχην καὶ τῇ παρατάξει νικήσας ἀνεῖλε μὲν εἰς τετρακισχιλίους , ἐζώγρησε δὲ ὑπὲρ τοὺς πεντακισχιλίους , ἐν οἷς ἦν καὶ
τούτους καὶ πολλοὺς μὲν ἀνεῖλεν , οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ ἐζώγρησε . Τούτοις οὖν ἐπαιρόμενος καὶ θαρρήσας πέρα τοῦ δέοντος
5880363 ἐκλειχοι
εἰ διπλάσιον μέτρον οἴνου ἀκρήτου πίνοι τις ἢ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι , πολλῷ ἂν δήπου ἰσχυρότερος εἴη ὑπὸ τοῦ μέλιτος
μόνον δ ' αὐτὸ τὸ μέλι εἴ τις μὴ ἀφεψήσας ἐκλείχοι , καλῶς ὑπάγει . τὸ δ ' ἐπ '
5877126 παρελαμβανεν
μὲν Φάβιος τὴν ἐπὶ τῇ βοηθείᾳ τῶν συμμάχων ἀποσταλεῖσαν δύναμιν παρελάμβανεν , ὁ δὲ Οὐαλέριος τὴν ἐν Οὐολούσκοις στρατοπεδεύουσαν ἄγων
ἐπακτοὺς κόμας ἐκ τῆς ὕβρεως καὶ λάσθης ἐς τὴν χρείαν παρελάμβανεν , ἀλλὰ ἃς εἶχε συμφυεῖς ἀσκῶν καὶ ἐκτείνων .
5876091 Τυνητος
. οὕτως ὁ Τμῶλος κατὰ ποιητικὸν μετασχηματισμόν . Τύνης , Τύνητος , πόλις Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν [ Τυνήσιος ,
ἐκ δὲ θατέρου μέρους ἐστρατοπέδευσεν Ἀτάρβας ἀπὸ τεσσαράκοντα σταδίων τοῦ Τύνητος . διόπερ τῶν πολεμίων οὐ μόνον τῆς θαλάττης ,
5874320 ἀσκεειν
μήτε ὑπερέχειν , μήτε ἐλλείπειν : δακτύλων κορυφῇσι χρῆσις : ἀσκέειν , δακτύλοισι μὲν ἄκροις , τὰ πλεῖστα λιχανῷ πρὸς
θράσος νόμιζε καὶ ἀποστύγεε . Γάμου ἀρίστη ξυμφωνίη ἀμφοτέρους σωφροσύνην ἀσκέειν . Θεοὶ ὅτι ἔασι , οὐ χρὴ δίζεσθαι ,
5862247 κοχ
. . . λιτρ . αʹ ʹʹ . ἡ δόσις κοχ . αʹ μετὰ κονδίτου . τοῦτο ποιεῖ , ἐφ
: ἡ τελεία δόσις κοχ . εʹ , ἡ ἐλάττων κοχ . βʹ , ἡ μέση γʹ : τὸ δὲ
5861663 ἀκαταμαχητος
ἀπολείποντος καὶ τελείου , ἐνίοτε ἐκ πλειόνων , ὡς τὸ ἀκαταμάχητος ἀνεκπολέμητος ἀνεκδυσώπητος . , . . , . ,
. ἄμαχον κῦμα θαλάσσης : τὴν προσβολὴν τῶν Περσῶν . ἀκαταμάχητος . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ στρατὸς καὶ λαός . δολόμητιν
5857161 ἐπιτεταρτους
εἰρηκὼς πῶς δεῖ εὑρίσκειν πλείους ἢ ἡμιολίους ἢ ἐπιτρίτους ἢ ἐπιτετάρτους ἢ ἐπογδόους καὶ ἐπ ' ἄπειρον , νῦν θέλει
γ αὐτοῦ τέταρτα . πάλιν τοὺς ἐπιτετραμερεῖς εὑρήσεις λαμβάνων τοὺς ἐπιτετάρτους καὶ ἀντιστρόφως κεχρημένος τῇ μεθόδῳ : κατὰ τὸν αὐτὸν
5855549 Σουλπικιον
ἀντὶ τῶν ὑπάτων χιλιάρχους τρεῖς , Μάρκον Μάνιον , Κόιντον Σουλπίκιον Πραιτέξτατον , Σερούλιον Κορνήλιον Κόσσον . ἐπὶ δὲ τούτων
+ + + + + + + + + Κορνηλιανὸν Σουλπίκιον φιλεῖν ἠρξάμην ἡσθεὶς / τῷ τε τρόπῳ τἀνδρὸς καὶ
5854217 ἀσπλαγχνος
μὴ κατὰ Μειδίαν ὀρτυγοκόπον . Μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . Ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον .
ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ
5851784 ἀλειπτῃ
Ἀλκιμέδοντι παιδὶ παλαιστῇ , καὶ Τιμοσθένει παλαιστῇ Νέμεα . Μελησίᾳ ἀλείπτῃ . Ἀλκιμέδοντι παιδὶ παλαιστῇ καὶ Τιμοσθένει καὶ Μελησίᾳ παγκρατιστῇ
φησὶν ἔχειν ὁ Δίδυμος : ὡς δὲ Ἀριστόδημος , ὅτι ἀλείπτῃ ἐκέχρητο τῷ Νεοπτολέμῳ . διὸ εἰς ἔπαινον τοῦ ὀνόματος
5850266 ἐξαρτυσας
τε ναυτικὰ ἐμπειρότατον καὶ τῶν κατὰ θάλατταν στρατηγὸν ἄριστον . ἐξαρτύσας οὖν καὶ ὁπλίσας πάντα τὸν στόλον καλῶς ἐξέπεμπεν .
τῶν βαρβάρων γενέσθαι . Καὶ ὃς ὑπακούσας καὶ ναῦς διακοσίας ἐξαρτύσας καὶ δισχιλίους ἱππεῖς καὶ πεζοὺς μυρίους , ἐπεὶ τὸ
5847871 ξδων
ιζ ηων . Ὁ ἄρα τῶν τετραγώνων εἷς ἔσται σπθ ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ιζ ηων , ὁ δὲ λοιπὸς ρ
ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ιζ ηων , ὁ δὲ λοιπὸς ρ ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ι ηων . Ἐπεὶ γὰρ τῶν κε
5837117 ῥαγδαιος
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη
5830016 Ἀκυληια
, ἡ δὲ πόλις λέγεται οὐδετέρως , τὸ Ἄκτιον . Ἀκυληία , πόλις Ἰταλίας . Στράβων . τὸ ἐθνικὸν Ἀκυλήιος
ἦν δὲ ἐν τῷ στρατῷ χιλίαρχος ᾧ πατρὶς μὲν ἡ Ἀκυληία ἦν , τέκνα τε καὶ γυνὴ οἰκεῖοί τε πάντες
5828921 εἰργασαμην
συνηγορίας μισθόν , ἣν ὑπὲρ τῆς τέχνης ἧς ἔφορός ἐστιν εἰργασάμην . ὅτι μόνη πέφυκεν ἄσυλος ἀρετὴ τῷ κεκτημένῳ .
ἐν ὀλίγωι χρόνωι πάνυ πλέον ἢ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν μνᾶς εἰργασάμην , καὶ ἐξ ἑνός γε χωρίου πάνυ σμικροῦ Ἰνυκοῦ
5819579 Καδμιαϲ
⋖ α , κόμμεωϲ ⋖ Ϛ : ὕδωρ ὄμβριον . Καδμίαϲ , ψιμυθίου , χαλκίτεωϲ ὠμῆϲ ἀνὰ ⋖ μ ,
# α , κόμμεωϲ # δ : ὕδατι ὀμβρίῳ . Καδμίαϲ # ιε , ψιμυθίου # ιζ , ὀπίου ⋖
5816921 ἐχορηγει
ἐκεῖνος , ἐπειδή οἱ ὁ πάππος εἰς Μήδους ἀφικομένῳ δαῖτα ἐχορήγει βασιλικήν , τότε γὰρ οὐ μετρίως ἐτρύφα τὸ Μηδικόν
κατετίθετο , ἀλλ ' ἰδίᾳ ἐθησαύριζεν : οὔτε τοῖς στρατιώταις ἐχορήγει τὰς μισθοφορίας , οὔτε τοῖς ἡγεμόσι μετεδίδου τούτων ,
5815251 τρακτου
προϲφάτου # Ϛ , λινοϲπέρμου χυλοῦ # Ϛ , κηροῦ τρακτοῦ # θ , ῥοδίνου λι . α , μέλιτοϲ
ῥίζηϲ ἀπυραννοῦ χλωρᾶϲ λι . α , κη - ροῦ τρακτοῦ # ι , τῆϲ διὰ χυλοῦ # β ,
5814317 ξυνοικισας
. διαβάλλω ἄξιος δ ' ἐμὸς γαμβρὸς κέκλησαι παῖδά μοι ξυνοικίσας . οὐ γὰρ θέμις βέβηλον ἅπτεσθαι δόμων πέπονθεν οἷα
πόλιν , ἣν ἐπενόει , τειχίσας ἐν ἡμέραις εἴκοσι καὶ ξυνοικίσας ἐς αὐτὴν τῶν τε Ἑλλήνων μισθοφόρων καὶ ὅστις τῶν
5807267 ταλαιπωρως
ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις ταλαιπώρως . ταῦτά μου διεξιόντος αὐτῷ τόν τε φοίνικα εἰς
πρὸ ἀκμῆς . καὶ ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων δὲ φύσει καὶ ταλαιπώρως προσφερομένων , καὶ μάλιστα εἰ καὶ ξηρότης εἴη περὶ
5804838 συνελεξε
πολιτευομένου δύναμιν ὡς ἂν ἐν τοῖς αὐτοῖς ζῶν πάντα μὲν συνέλεξε , πάντα δὲ ἐμήνυσεν . οὐδὲν δὲ ἦν ἐφ
πορευομένῳ ἐπὶ βασιλέα . ὡς μὲν οὖν Κῦρος στράτευμά τε συνέλεξε καὶ τοῦτ ' ἔχων ἀνέβη ἐπὶ τὸν ἀδελφόν ,
5803165 Καλαμινθη
Ἑκαταῖος Περιηγήσει . . . . Καλαμένθη , ἥτις καὶ Καλαμίνθη : πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . κρεῖττον οὖν
Πελοποννήσου . Παυσανίας τετάρτῳ . Καλαμένθη , ἥ τις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος περιηγήσει . κρεῖττον οὖν
5803130 Χυλου
δ , ὕδατοϲ # ε , μέλιτοϲ # β . Χυλοῦ μήλων Κυδωνίων # α , ῥόδων λι . γ
χυλῶν : κεῖται ἐν τοῖς ἑδρικοῖς . Κηρωτὴ ποδαγρική . Χυλοῦ ἀλθαίας , τήλεως , λινοσπέρμου # β , ἐλαίου
5802607 ἐπεσκηψεν
τὸν Ἀμφιαράου παῖδα , ᾧ ὁ πατὴρ ἀνελεῖν τὴν μητέρα ἐπέσκηψεν , εἰ δὲ μή , ἔσται τὸν πατέρα λυπῶν
γάρ σε κῆρυξ ἢ γερουσία Φρυγῶν ἐλθοῦς ' ἀμύνειν οὐκ ἐπέσκηψεν πόλει ; ποῖον δὲ δώρων κόσμον οὐκ ἐπέμψαμεν ;
5799246 διεπεμπε
ἅμα δὲ ταῦτα λέγων καὶ ἐβουθύτει ὡς εὐαγγέλια καὶ πολλοῖς διέπεμπε τῶν τεθυμένων : ὥστε ἀκροβολισμοῦ ὄντος πρὸς τοὺς πολεμίους
μὲν δὴ ἐς τὴν Ἑλλάδα ἔπεμπε , ἄλλους δὲ κήρυκας διέπεμπε ἐς τὰς ἑωυτοῦ δασμοφόρους πόλις τὰς παραθαλασσίους , κελεύων
5797657 κατελεγε
πεζικά , ἔτι δὲ ὁπλίτας τε καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας κατέλεγε καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν ἄλλην τάξιν ἐξήταζεν ὅπλα τε
ἐκ μέσων τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεῖν ; ” εἶτα κατέλεγε τὴν ναυαγίαν , ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη , καὶ τερατευόμενος
5795771 ἐπεστελλε
μάχην τῷ Ἀννίβᾳ καὶ δόξας πλέον ἔχειν θρασύτερον ἐς Ῥώμην ἐπέστελλε τῇ βουλῇ , τὸν Φάβιον αἰτιώμενος οὐκ ἐθέλοντα νικῆσαι
ἐπειδὴ παρελθὼν ἐς βασιλείους ἐπιστολὰς τὰς μὲν ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε , τὰς δὲ οὐ σαφῶς , ὧν οὐδέτερον βασιλεῖ
5793816 συνειλεκτο
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
5791147 Λινοσπερμου
εἰς κοίτην . [ Εἰς δυσουρίαν καὶ λιθίασιν . ] Λινοσπέρμου , πεπέ - ρεως , πετροσελίνου κόψας καὶ σήσας
καὶ ἑλκώσεις τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως πότιμα . ] Λινοσπέρμου γο . βʹ . ἀμύλου γο . αʹ .
5790065 φυλαχθεις
' ὁ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλαδέλφου πλοῦτος . . . φυλαχθεὶς κατελύθη ὑπὸ τοῦ τελευταίου Πτολεμαίου τοῦ καὶ τὸν Γαβινιακὸν
τρόπον , Περίλαος κολασθεὶς καὶ ὁ ταῦρος ἀνατεθεὶς καὶ μηκέτι φυλαχθεὶς πρὸς ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσας ἄλλο ἔτι πλὴν
5788259 παραβληθεντος
χωρίῳ . Οἱ μύες ἀναιροῦνται , ἐλλεβόρου μέλανος μετὰ ἀλφίτων παραβληθέντος , ἢ σικύων ἀγρίων τοῦ σπέρματος μετὰ ἐλλεβόρου μέλανος
γὰρ μήκει διπλάσιαι δυνάμει τετραπλάσιαι . τὸ δὲ τετραπλάσιον τοῦ παραβληθέντος τὸ ἀπὸ Γ . καὶ τὸ ἀπὸ τῆς ΑΒ
5787181 γא
ἔσται ἄρα ἡ πλ . τοῦ κύβου ʂ α Μο γא . ἀλλὰ ἐπεὶ Μο η μείζους εἰσὶ ΚΥ α
: ὁ ἄρα μέγιστος ἔσται ΔΥ α γא ʂ ε γא Μο δ ἴσ . ⃞ῳ : πάντα θκις :
5781351 Λουκιου
χώρας ἐκείνης τοῖς ὑπάτοις ἑαυτοὺς ἐνεχείρισαν . Μετὰ τούτους , Λουκίου Αἰμιλίου διαδεξαμένου τὴν ἀρχὴν , πλῆθος Γάλλων ὑπὲρ ἀριθμὸν
τῆς οἰκίας , ὡς μὴ ἄθυρμα γένοιτο ἀνδρῶν σπουδαίων . Λουκίου τούτου κἀκεῖνο θαυμάσιον : ἐσπούδαζε μὲν ὁ αὐτοκράτωρ Μάρκος
5780755 ρους
ἐν πενίᾳ καὶ νόσοις καὶ δουλείᾳ καταφθειρομένους , παμπονή - ρους δὲ καὶ μιαροὺς ἀνθρώπους προτιμωμένους καὶ ὑπερπλουτοῦντας καὶ ἐπιτάττοντας
! [ νακτιδω ? [ Κλεανακτιδἡ [ παῖς κ [ ρους με ! [ καιωνε [ προς μα [ εὐγενεια
5776951 προσοιστεον
λόγοι τινές εἰσιν ἐκ τῶν λόγων , οὓς μόνῳ βασιλεῖ προσοιστέον καὶ μόνῳ ἀπαρκτέον καὶ μόνῳ ἀποθυτέον , ὥσπερ ἱερῶν
μέντοι μὰ Δί ' , ἔφη , ὦ Σώκρατες , προσοιστέον . Οὕτω δή , ὡς ἔοικε , νομοθετήσεις ἐν
5776052 κακοπαθουσι
τὸ πρόσωπον διὰ ψυχροῦ : τοῖς δ ' ἐπὶ πλέον κακοπαθοῦσι καὶ διάκλυσμα δοτέον . εἰ δὲ μηκέτι θερμαινομένης ἢ
θήλεα δὲ τῶν ἀρρένων βραδύτερον καὶ δυσχερέστερον ἀποτίκτεται , καὶ κακοπαθοῦσι μᾶλλον αἱ μητέρες αὐτῶν ἐν τῷ τόκῳ . ταῖς
5772179 εἰργασμαι
βασιλεῦ , παροξύνων τὸν κατήγορον , ἐπειδὴ σοφώτερόν σε ἀκροατὴν εἴργασμαι , καί μοι δοκεῖς καὶ προσέχειν τῷ λόγῳ :
τῶν καλῶν περὶ τοῦτο . εἰ γὰρ εἰδείης ὅσον ἀργύριον εἴργασμαι ἐγώ , θαυμάσαις ἄν : καὶ τὰ μὲν ἄλλα
5771701 Μαραθρου
πάχος καὶ ῥύπτει τὴν γλισχρότητα , ἔχει δὲ οὕτως . Μαράθρου χλωροῦ ῥίζης τοῦ φλοιοῦ οὐγκίας ἕξ , ὄξους ξέστην
ἐκ τοῦ ἀποζέματος πιεῖν . [ Εἰς στραγγουρίαν . ] Μαράθρου σπέρμα , δαφνίδων Θηβαϊκῶν ἐξ ἴσου κόψας σὺν εὐκράτῳ
5769087 ἐπαιδοποιησεν
ἐκ γὰρ τῆς Ἀναξιλάου θυγατρὸς καὶ τῆς Θήρωνος ἀνεψιᾶς οὐκ ἐπαιδοποίησεν ὁ Ἱέρων προγαμήσας ταύτην : ὅθεν ἐστὶ καὶ ὁ
τινὸς γέγονε θυγάτηρ . Αὕτη συνευνασθεῖσα τῷ ἰδίῳ πατρί , ἐπαιδοποίησεν ἐξ αὐτοῦ . Ἐγκαλυπτομένη δὲ καὶ τὸ ἄγος οὐ
5763944 Ἑρμοδακτυλου
κε . ιηʹ . ἡ δόσις γρ . δʹ . Ἑρμοδακτύλου . . . . . . γρ . αʹ
. καὶ ἀλύπως καθαίρει καὶ ἀνωδύνους ποιεῖ τοὺς πάσχοντας . Ἑρμοδακτύλου . . . . . . οὐγγ . γʹ
5762946 ἐκδοτω
' ὅτι χρησόμεθά σοι τὸ τηνικάδ ' . ἰώ , ἐκδότω στεφάνους τις ἡμῖν , δᾶιδα . τουτονὶ λαβέ .
, τὸν ὀπισθόδομον ἀεὶ φυλάττων τῆς θεοῦ . Ἀλλ ' ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας ἡμμένας , ἵν ' ἔχων προηγῇ
5761962 Ψευδοφιλιππος
Καρχηδονίων μεθ ' ἱππέων χιλίων καὶ διακοσίων . Ὅτι ὁ Ψευδοφίλιππος περιβοήτῳ μάχῃ νικήσας Ῥωμαίους ἐξετράπη πρὸς ὠμότητα καὶ παρανομίαν
μετὰ τῶν ἱππέων καὶ πρὸς Καικίλιον ἀπεχώρησεν . ὁ δὲ Ψευδοφίλιππος ἐπὶ τοῖς πραχθεῖσιν ἀγανακτήσας τήν τε γυναῖκα καὶ τὰ
5759024 παρατυγχανων
τοὺς τῶν ἀγρονόμων ἄρχοντας . ἐὰν δ ' ἐπιχώριος ὁ παρατυγχάνων ᾖ τις , ἐάντε παῖς ἐάντε ἀνὴρ ἐάντ '
παρατυγχάνων ᾖ τις . ἀλλαχοῦ ἐάν τ ' ἐπιχώριος ὁ παρατυγχάνων ᾖ τις : οὐ καλῶς . πρὶν ἂν ὁ
5757857 Ἀμωμου
ξηρῷ . [ βʹ . Πρὸς δυσωδίαν μυκτήρων . ] Ἀμώμου , σμύρνης , κασίας , ῥόδων ξηρῶν ἑκάστου τὸ
ἑψήσας ἐπιπολὺ , καὶ διηθήσας , πότιζε τὸ ἀφέψημα . Ἀμώμου , καρδαμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛʹ ,
5754459 ἐπολιορκησε
τυράννων μάλιστα . Ὀνησίλου μέν νυν Ἀμαθούσιοι , ὅτι σφέας ἐπολιόρκησε , ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἐκόμισαν ἐς Ἀμαθοῦντα καί μιν
χειμερινὸν δὲ ] ἐν φρουρίῳ ἐρυμνῷ Ὀυέρα , ὅπερ Ἀντώνιος ἐπολιόρκησε κατὰ τὴν ἐπὶ Παρθυαίους στρατείαν . διέχει δὲ τοῦτο
5754119 Σαρδιανων
ἀγορὰν τὴν κομιζομένην τοῖς πολεμίοις ἥρπασε καὶ λείαν πολλὴν τῶν Σαρδιανῶν ἀπήλασε καὶ πέμψας ἄγγελον τοῖς ἐν τῷ χάρακι ταῦτα
. καὶ διῄει διὰ τῆς τούτων αὐλῆς πεζὸς ὑποτιθεμένων ψιλοταπίδων Σαρδιανῶν , ἐφ ' ὧν οὐδεὶς ἄλλος ἐπέβαινεν ἢ βασιλεύς
5751689 πολεμεις
εἰς τί φιλοτιμῇ τυραννεῖν , τῷ δέ : εἰς τί πολεμεῖς τὴν πατρίδα . ἐχρῆν δὲ τοῦτο συμβουλεῦσαι , διελομένους
ὀνειδίζων λέγεις τὰς φιάλας τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων ἐπεβάρει ἔβλαπτεν πολεμεῖς ἀνωμάλως διατιθέμενος , ἀπὸ τῆς τῶν κυβευτῶν μεταφορᾶς ἡμέρα
5750356 ἰσορροπῳ
' ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν , τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ . θεοὶ πόλιν σῴζουσι Παλλάδος θεᾶς . ἔτ
εἱμαρμένην ἀνύσωσι πορείαν ; ἐν ἀγῶνί φασιν ἱερῷ δύο ἀθλητὰς ἰσορρόπῳ κεχρημένους ἀλκῇ , τὰ αὐτὰ ἀντιδρῶντάς τε καὶ ἀντιπάσχοντας
5749985 Κυπερου
. ποιεῖ δὲ καὶ ἀσθματικοῖς καὶ ὑδρωπικοῖς . Ἄλλο . Κυπέρου ⋖ ιβ , ἄγνου σπέρματος ⋖ η : κόψας
' ἀνθράκων καὶ ἑρπήτων , ἀλφίτοιϲ μιγνύντεϲ . Κύπερον . Κυπέρου χρήϲιμοι μάλιϲτα αἱ ῥίζαι θερμαίνουϲαι καὶ ξηραίνουϲαι χωρὶϲ δήξεωϲ
5749050 Καταβιβαζων
τόπος Καρκίνῳ , γʹ Λέοντι , Ἄρης α να , Καταβιβάζων ε α , δʹ Παρθένῳ Λέοντι ια δ ,
Ἑρμῆς δὲ παρὼν ἀῤῥενοφθόρους ἄγει Ὄντας ἀναιδεῖς , ἀθεμιτοπραξίας . Καταβιβάζων τῷ τόπῳ τούτῳ φθάσας Δηλοῖ κάκωσιν ἐκ μέρους τοῦ
5748625 πυργηρουμενοις
τύχης ἔχει τὰ πράγματα . . χρόνον ] κατά . πυργηρουμένοις ] πολιορκουμένοις . . περικυκλουμένοις καὶ φυλασσομένοις . .
περικυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ἡμῖν . πυργηρουμένοις ] φυλασσομένοις . πυργηρουμένοις ] κυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ὑπὸ ταύτης , ἢ
5746644 ἀδελφεους
: τὸν γὰρ Λυδὸν καὶ τὸν Μυσὸν λέγουσι εἶναι Καρὸς ἀδελφεούς : τούτοισι μὲν δὴ μέτεστι , ὅσοι δὲ ἐόντες
δοκιμάζεται , πείρᾳ καὶ ἔργῳ ὁ τῶν φίλων τρόπος . ἀδελφεούς τ ' ἐπαινήσομεν : τοὺς δὲ τοῦ Θώ -
5745941 συνεκροτει
ἠδύνατο , ἀλλ ' ἐξήταζε τὴν ἀρχὴν καὶ τὰς δυνάμεις συνεκρότει , καὶ πᾶν μικρὸν ἦν αὐτῷ . καὶ τὸ
' ὁσιότητα ταύτην ἠπίστατοτοὺς ὑπ ' αὐτὸν ἅπαντας ἤλειφε καὶ συνεκρότει πρὸς κοινωνίαν , παράδειγμα καλὸν ὥσπερ γραφὴν ἀρχέτυπον στηλιτεύσας
5745883 ὠλλυσαν
: ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
, ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
5744188 περιεστησεν
καὶ παρελθὼν τὴν παραλίαν τοῖς κατὰ κορυφὴν τείχεσι τὸ στράτευμα περιέστησεν . Ἐθάρρουν μὲν τῇ τοῦ χωρίου οἱ Ἡρακλεῶται ὀχυρότητι
θ ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται . τοίους δὲ περιέστησεν ἀνθρώποις φόβους , δι ' οὓς καλῶς τε τῷ
5736620 σποδοειδες
ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον
τοὺς τελευταίους χρόνους : οὖρον ἀπ ' ἀρχῆς ὠμὸν , σποδοειδές : περὶ δεκάτην καὶ μέχρι τρισκαιδεκάτης λεπτὰ καὶ οὐκ
5736012 ξυμπαντας
καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν οἷόν τε καταλῦσαι : πόλεμον δὲ ξύμπαντας ἀραμένους ἕνεκα τῶν ἰδίων , ὃν οὐχ ὑπάρχει εἰδέναι
τῶν τε ὑπασπιστῶν αὐτῷ δοὺς χιλιαρχίας τρεῖς καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ξύμπαντας καὶ μίαν τάξιν τῶν τοξοτῶν , ἀποδείξας τὸ χωρίον
5735023 ἀνοπλους
, ὅτι χρὴ τῶν κακῶν ἐπιλέγεσθαι τὰ μετριώτερα , ὄντας ἀνόπλους : οὕτω σαφῶς εἰπόντα τὴν γνώμην . . .
ὁδοῖς ἀναιρῶν ὥρμησεν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ πολλοὺς τῶν πολιτῶν ἀνόπλους καταλβὼν ἀπέκτεινε . τῶν δὲ Καρχηδονίων καταλαβομένων τὰς περὶ
5732695 ἀπεστελλε
καὶ δίκτυα δοὺς ἅτε θηρευτῇ τῶν οἰκετέων τῷ πιστοτάτῳ , ἀπέστελλε ἐς τοὺς Πέρσας , ἐντειλάμενός οἱ ἀπὸ γλώσσης διδόντα
ἠλιθίοις . καὶ δὴ καὶ ὅτε τῷ Δελφικῷ μαντείῳ χρησομένους ἀπέστελλε τοὺς δύο τῶν παίδων Ἄρροντα καὶ Τῖτον ὑπὲρ τοῦ
5732577 ἀφθονωτατην
, ἐνορμίσασθαι μὲν ἄχρηστος , τῶν ὀστρέων δὲ θήραν ἔχων ἀφθονωτάτην . ἔνιοι δὲ τοῦτον αὐτὸν τὴν λίμνην εἶναι τὴν
τὴν ἵππον καὶ τὴν τῶν ἄλλων πληθὺν ὑποζυγίων καὶ λείαν ἀφθονωτάτην προσπαραλαβών . ὃν θεασάμενος ὁ μέγας ἱερεὺς τοῦ μεγίστου

Back