ἐδύνατο ὑπὸ τῆς ὀδύνης . νύκτωρ δὲ καθευδόντωνἔτυχον δὲ ἐν ὑπερῴῳ τινὶ οἰκοῦντεςπυρκαϊὰ μεγάλη ἐξανίσταται καὶ πάντα περιεκλείετο καὶ περιεῖχεν
ἐν τῇ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐπιδημίᾳ : ᾤκει δὲ ἐν ὑπερῴῳ στενῷ καὶ παντελῶς εὐτελεῖ διὰ τὸ μέγεθος τῶν ἐν
5633745 οἰκηματι
. Ἀρχομένων τοίνυν τῶν παροξυσμῶν κατακλίνειν δεῖ τὴν πάσχουσαν ἐν οἰκήματι συμμέτρως μὲν ὑελίνῳ μὴ πάνυ δὲ φωτεινῷ , ταινίαις
τοὺς πλησίον τῆς πόλεως τάφους : κἀνταῦθα κατέθετο ἔν τινι οἰκήματι , πολλὰ μὲν ἐπισφάξας ἱερεῖα , πολλὴν δὲ ἐσθῆτα
5141748 ἁδελφος
στατῆρες Κυζικηνοὶ περιγένοιντο , καὶ τοῦτο τὸ χρυσίον δεδανεικὼς εἴη ἁδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῷ Πόντῳ ναυκλήρῳ τινὶ Φασηλίτῃ , πολίτῃ
πῶς λέγεις , ὦ Εὐθύδημε ; οὐ δοκεῖ σοι ὀρθῶς ἁδελφὸς λέγειν ὁ πάντ ' εἰδώς ; Ἀδελφὸς γάρ ,
5091283 Ναξῳ
ἐς τὸν πόλεμον , οἱ δ ' Ἀθηναῖοι ἐν τῇ Νάξῳ ἐστρατοπεδευμένοι τὰ πρὸς τοὺς Σικελοὺς ἔπρασσον ὅπως αὐτοῖς ὡς
τοῦτο μὲν πρὸς πολλοῖς ἄλλοις καὶ Λακεδαιμονίους οὕτω καταναυμαχήσας ἐν Νάξῳ , ὡς ἑβδομήκοντα δή που τριήρεις καὶ τρισχιλίους αἰχμαλωτοὺς
5090302 Ἀβυδῳ
τὰ κατὰ τὸ ζεῦγμα : ἀντίκειται δὲ τὸ ζεῦγμα τῇ Ἀβύδῳ . Σηστὸς δὲ ἀρίστη τῶν ἐν Χερρονήσῳ πόλεων :
ὡς δ ' ἤκουσε Νικόλοχον σὺν ταῖς ναυσὶ πολιορκεῖσθαι ἐν Ἀβύδῳ ὑπὸ Ἰφικράτους καὶ Διοτίμου , πεζῇ ᾤχετο εἰς Ἄβυδον
5030943 πυξιδι
⋖ δ , πρασίου σπέρματος ⋖ α . ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ . χρῶ πρῶτον ξηρῷ , ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
τοῦ χυλοῦ μέλιτοϲ κοτύλαιϲ δ ϲκεύαζε καὶ ἀνελόμενοϲ ἐν χαλκῇ πυξίδι χρῶ : πρὸ δὲ τοῦ ἐγχρίειν ἀποπυριάτω τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ
5014582 κοπριᾳ
ἢ τιμῆς τινος δημοσίας , ἐπειδὴ πάντες οἱ δημόται τῇ κοπρίᾳ προσφέρουσί τι καὶ προσβάλλουσιν , ὥσπερ καὶ τοῖς ἄρχουσι
ἐμβληθέντων , ἣν καταχώϲειϲ ἡμέραϲ μ , μεϲοῦντοϲ θέρουϲ ἐν κοπρίᾳ . τοῦτο δὲ τὸ φάρμακον ξηραντικώτερον ἅμα καὶ ἀδηκτότερον
4982954 ἐργαστηριῳ
τῷ βίῳ , μὴ πολίτην δὲ τὴν φύσιν , ἐν ἐργαστηρίῳ δὲ τεθραμμένον ἐκ παιδός , αἰσθάνεσθαί τι τῶν τοιούτων
Θηριππίδῃ τριῶν ἀνδραπόδων , ἃ ἦν αὐτῷ ἐν τῷ ἐμῷ ἐργαστηρίῳ , μισθὸν ἀποδεδωκέναι λογίζεται . καίτοι μὴ γενομένης ἐργασίας
4958426 φιαλῃ
πετάχνῳ τινί , ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ , μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . Νυνί
# # ιʹ , λειώσας πάνυ καλῶς , βάλε ἐν φιάλῃ ὑελίνῃ . Εἶτα βαλῶν ὄξος δριμύτατον ⸕ βʹ ,
4912321 ἐπιγραψῃς
γύψον ἐμβάλλουσιν . Ἀμήχανον τραπῆναί ποτε τὸν οἶνον , ἐὰν ἐπιγράψῃς ἐν τῷ ἀγγείῳ , ἢ ἐν τοῖς πίθοις ,
μὴ πρότερον οἴκαδε συγκομίσῃς , τουτέστι μὴ ἀναθῇς μηδ ' ἐπιγράψῃς σεαυτῇ τὴν τῶν περιγινομένων αἰτίαν , ἢ ἀπάρξασθαι τῷ
4908296 βοθρῳ
διάπυροι , τὴν δὲ σποδιὴν καὶ τὴν μαρίλην ἐν τῷ βόθρῳ καταλιπεῖν : ὁκόταν δὲ ὁ χύτρινος ζέσῃ καὶ ἡ
, καὶ ταῦτα συνδῆσαι ὁμοῦ , καὶ καταθέσθαι ἐν τῷ βόθρῳ , σελήνης δευτέρας οὔσης , καὶ ἀπὸ τῆς γῆς
4885936 σκιᾳ
γεννᾶται ἐν κήποις ἀμπελῶσι : συνάγεται ἐν πυραμητῷ ξηραινομένη ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφομένη . ἀποτίθεται δ ' αὐτῆς ὁ
τρίκοκκον ἐν φθινοπώρῳ ἀνασπάσας ὅλην σὺν τῇ ῥίζῃ ξήρανε ἐν σκιᾷ : καὶ ὅλην κόψας καὶ σήσας , στῆσον αὐτῆς
4883391 κιστῃ
ὃ καὶ εἴρηται κίστη : “ μήτηρ δ ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ ' ἐδωδήν . ” τῶν δ '
τῶν κάτω . καὶ τοὺς μὲν ὄφεις οὓς ἐπιπέμπεις ἐν κίστῃ που κατασήμηναι καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . ὀσφὺν δ '
4883225 Ἰκαρῳ
ἀλλ ' ἀνθοσμίᾳ καὶ πέπονι νεκταροσταγεῖ . εἶναι γὰρ ἐν Ἰκάρῳ φησὶ Σῆμος Πράμνιον πέτραν καὶ παρ ' αὐτῇ ὄρος
οἱ μὲν γὰρ Δρακάνῳ ς ' , οἱ δ ' Ἰκάρῳ ἠνεμοέσσῃ φάς ' , οἱ δ ' ἐν Νάξῳ
4865455 Δικαιοπολιδι
] ἔπαιξε “ χλιαρὰ ” εἰπών . τῷδε ] τῷ Δικαιοπόλιδι . Γ οὐδέποτ ' ἐγὼ πόλεμον : ἐσωματοποίησε τὸν
συκοφάντας μέρος . Δικαιόπολι : ἔρχεται Λαμάχου ἄγγελος λέγων τῷ Δικαιοπόλιδι ὅτι ἔπεμψε Λάμαχος σὺν τρισὶ δραχμαῖς καὶ ἑτέρᾳ μιᾷ
4864993 βιβλιοθηκῃ
, ἵν ' ὑπάρχῃ καὶ ταῦτα παρ ' ἡμῖν ἐν βιβλιοθήκῃ σὺν τοῖς ἄλλοις βασιλικοῖς βιβλίοις . Καλῶς οὖν ποιήσεις
' ἐστίν : ἐν γὰρ ἀποσπάσματι εὑρεῖν Ἀριστοφάνη ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ . τινὲς δέ φασιν αὐτὸ Κυδίδου Ἑρμιονέως τηλέπορόν τι
4853560 Ἱππισκῳ
τις , εὐθὺς ἕτερος ἥρπασεν . Ἄλεξις δ ' ἐν Ἱππίσκῳ νεανίσκον παράγων ἐρῶντα καὶ ἐπιδεικνύμενον τὸν πλοῦτον τῇ ἐρωμένῃ
ἐκκυλίστων οἴκαδε . Ἄλεξις δ ' ἐν μὲν Ἀγωνίδι ἢ Ἱππίσκῳ : ὁ τρίτος οὗτος δ ' ἔχει σύκων κυλιστὸν
4850762 πανδοχειῳ
τὰ μῆλα ἤτοι τὰ πρόβατά εἰσιν . ⌈ ὃς ἐν πανδοχείῳ εὑρεθείς ποτε καὶ ξύλα μὴ εὑρὼν ἄγαλμα Ἡρακλέους καθελὼν
τί σε φέρειν „ . Ὁ αὐτὸς νοσήσας ποτὲ ἐν πανδοχείῳ καὶ κινδυνεύων πυθομένου αὐτοῦ τινός , εἰ ἀποθάνοι ,
4846832 προαστειῳ
ὅτεο ἂν ὁ ἵππος ἡλίου ἐπανατέλλοντος πρῶτος φθέγξηται ἐν τῷ προαστείῳ αὐτῶν ἐπιβεβηκότων , τοῦτον ἔχειν τὴν βασιληίην . Δαρείῳ
- φύρων κόσμον , τό τε κατασκευασθὲν τέμενος ἐν τῷ προαστείῳ τὸ μὲν εἰς τὸν ἀγῶνα τὸν πεντετηρικὸν ἐν ἄλσει
4842326 ἐμπορου
Ἀρτέμιδι , εἰ βασιλεύσειε , τὸν οἶκον ἅπαντα καθιερώσειν τοῦ ἐμπόρου . Ἦν δέ τις Κροίσῳ φίλος , ἀνὴρ Ἴων
ἡ δὲ πόλις Σῖρις νῦν Πόλιον λέγεται ἀπὸ Πόλιδος Κασέως ἐμπόρου . Σῖρις πόλις Σικελίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός
4833391 Μοιρις
μέν τινα χρόνον παρὰ τῷ αἰπόλῳ , συνεχὲς δὲ ὁ Μοῖρις ὁ ἀνὴρ τῆς Μαντοῦς εἰς τὸ χωρίον ἐρχόμενος ἐρᾷ
ἐκ Τύρου : ἔπεισε δέ με ἁμαρτεῖν οὐδείς , οὐ Μοῖρις ἐν Συρίᾳ , οὐ Περίλαος ἐν Κιλικίᾳ , οὐκ
4832269 ἀγγειῳ
καὶ σὺν ὄξει λεαινομένης : δεῖ δ ' ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύττειν ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα ἐν κοπρίᾳ ἐφ '
, ἐν δὲ τῇ χρήσει θερμανθὲν ἐν ἡλίῳ ἢ χαλκῷ ἀγγείῳ ἐν ὕδατι θερμῷ περιπλάσσεται τοῖς ὄνυξιν . Ἄλλο ἀφιστῶν
4820304 χυτρᾳ
δὲ τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν καὶ εἰς ἀντίσποδα ἐν χύτρᾳ ὠμῇ περιπεπλασμένῃ τὸ πῶμα πηλῷ ἄχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου
ἐφ ' ὧν δ ' οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἐμβάλλεται τῇ χύτρᾳ , ἀλλὰ σὺν ὄξει λειοτριβηθέντος αὐτοῦ καὶ μένοντος ἐν
4818997 Κεραμεικῳ
ὡς ἐπῆλθεν ἡ ἑορτή , Ἱππίας μὲν ἔξω ἐν τῷ Κεραμεικῷ καλουμένῳ μετὰ τῶν δορυφόρων διεκόσμει ὡς ἕκαστα ἐχρῆν τῆς
τὰς ζημίας αὐτῶν γράφοντες ἐξετίθεσαν ἐπὶ τῆς πλατάνου τῆς ἐν Κεραμεικῷ . οἱ εἴκοσι . τούτους εἵλοντο μετὰ τοὺς τριάκοντα
4815148 ὀρυξας
ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα πάντων καρδάμῳ ἐμφερῆ . ταύτην ὀρύξας θέρους μάλιστα πρόσφατον καὶ κόψας ἐπιμελῶς , ἀξουγγίῳ παλαιῷ
, δόλῳ δὲ αἱρετοί , ποιέει τοιάδε . Νυκτὸς τάφρον ὀρύξας εὐρέαν ἐπέτεινε ξύλα ἀσθενέα ὑπὲρ αὐτῆς , κατύπερθε δὲ
4814818 οἰκιᾳ
τῶν ἐν τῇ Θρᾴκῃ , δεξάμενος δὲ καὶ τὸν Ξέρξην οἰκίᾳ τε καὶ δώροις τὴν ξυνουσίαν τῶν μάγων τῷ παιδὶ
εἶεν δ ' ἂν οἱ χῶροι τρεῖς , ὡς ἐν οἰκίᾳ σοβαρᾷ . καὶ τὸν μὲν ἀποφαίνουσιν ἀνδρῶνα εἶναι ,
4812941 Οἰνοῃ
εἰς Μυκήνας ἔμπνουν ἐνεγκεῖν . ἦν δὲ ἡ ἔλαφος ἐν Οἰνόῃ , χρυσόκερως , Ἀρτέμιδος ἱερά : διὸ καὶ βουλόμενος
: ἡ δ ' ἐμὴ πόση τις ; Χωρίον ἐν Οἰνόῃ πεντακισχιλίων καὶ Προσπαλτοῖ τρισχιλίων , καὶ οἰκία ἐν ἄστει
4804947 κομιζουσα
σταυρῷ τὸν ἄνδρα τηρούσης . ἡ γὰρ τριήρης ἡ Χαιρέαν κομίζουσα πλανωμένῳ τῷ κέλητι περιπίπτει καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὡς
ἐκροφῆσαι τὸν ἐγκέφαλον : διὸ καὶ ἀπεστράφη ἡ Ἀθηνᾶ τότε κομίζουσα αὐτῷ τὴν ἀθανασίαν . τὸ μὲν οὖν ἀπὸ πατρὸς
4797863 ἀξινῃ
, δι ' οὗ τὸ στειλειὸν ἐνερείδεται τὸ ἐν τῇ ἀξίνῃ ξύλον στελεοῦ * πάχετος : πάχος τῆς δ '
τὸ γεγονὸς οἰωνισάμενος ἀναιρεῖ ⌈ τῇ [ τοῦτον εὐθὺς ] ἀξίνῃ ⌈ τὸν βοῦν : ὅθεν ἔσχεν ⌈ ἐκείνη ἡ
4787870 διπλωματι
εἷϲ , ϲτύρακοϲ λιπαροῦ # β . ἑψηθέντα δὲ ἐν διπλώματι ἐναποτίθεται τῷ ἐλαίῳ τὴν τοῦ ϲτύρακοϲ δύναμιν . θερμότερον
η , τερεβινθίνηϲ # β , κρόκου ⋖ δ : διπλώματι τήκεται . Ἀνίϲου ϲπέρματοϲ , ϲελίνου ϲπέρματοϲ , ϲχοίνου
4782042 ἐπορευθημεν
ἐπιμείναντες τῇ ὑστεραίᾳ ἐπὶ τὰ ἀρκτικώτερα τῆς χώρας σὺν Ἀττήλᾳ ἐπορεύθημεν , καὶ ἄχρι τινὸς τῷ βαρβάρῳ συμπροελθόντες ἑτέραν ὁδὸν
' ἐν Πέλλῃ , πρὶν Φίλιππον ἐλθεῖν , σὺν αἷς ἐπορεύθημεν ὁμοῦ πεντήκονθ ' ὅλας . ἐν δὲ τούτῳ Δορίσκον
4778267 σκοτεινῳ
ἐπιμελῶς φορηδὸν ἀράμενοι μετακομίζουσιν : καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἐν σκοτεινῷ που τῆς οἰκίας πρόκειται ὑπὲρ τὰ γόνατα παλαιᾷ τῇ
Ἀντιφίλου , καὶ τὰ φώρια ἐξέφερον ὑπὸ κλίνῃ τινὶ ἐν σκοτεινῷ κείμενα . ὅ τε οὖν Σύρος ἐδέδετο εὐθὺς καὶ
4757357 πανδοκειῳ
διοδεύων πανδοκεῖον καλὸν ἀρέσαντος αὐτῷ τοῦ πανδοκείου καταμένοι ἐν τῷ πανδοκείῳ . ἄνθρωπε , ἐπελάθου σου τῆς προθέσεως : οὐκ
ἐπισυνάπτειν ἀναγκαίως τὰ πρῶτα , οἷον ἀλλ ' ἐν τῷ πανδοκείῳ τῷ πρὸ τοῦ Διοσκορείου ἐνταῦθα ἐγίνοντο οἱ ὅρκοι :
4732267 Πελληνῃ
οἱ νικῶντες . οἷον τρίβωνας . ὁ δὲ ἀγὼν ἐν Πελλήνῃ Ἕρμαια καλεῖται . εὐδιανόν : εὐδίαν ποιοῦν . εὐδιανὸν
ὅπλων δεῖ . ] μῶν εὐθὺ Πελλήνης : Ἐπεὶ ἐν Πελλήνῃ ἐν τοῖς Ἡραίοις ἆθλον ἐτίθετο χλαῖνα . [ χλαῖναι
4723966 Σχολαστικος
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
4723764 πρωιας
. ἔτι ὄρθρου βαθέος . Πρωί καὶ ὀψέ , οὐ πρωίας καὶ ὀψίας . Πλάτων ἐν Φαίδωνι : „ ἀνεῴγετο
μὲν νύκτωρ , ὥστ ' ἐμβάντας ἀφ ' ἑσπέρας ἐκβαίνειν πρωίας καὶ βαδίζειν τὸ λοιπὸν τῇ ὁδῷ , ἀλλὰ καὶ
4723596 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
4720098 Πελλῃ
μὲν προσένειμεν Ἀμφιπόλει , τὸ δὲ Θεσσαλονικείᾳ , τὸ δὲ Πέλλῃ , τὸ δὲ Πελαγόσι . παροικοῦσι δὲ τὸν Ἕβρον
; Ὃν τοίνυν χρόνον ἦμεν ἐκεῖ καὶ καθήμεθ ' ἐν Πέλλῃ , σκέψασθε τί πράττειν ἕκαστος ἡμῶν προείλετο . ἐγὼ
4715953 κατεδαρθε
περιμήκεα δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν σκύλακες ὥς . Πολλάκι καὶ κατέδαρθε δαφοινῶν ἄγχι δρακόντων ἀμφὶ κυνηγεσίῃσι μένων ἐν τάρφεσιν Ἴδης
δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν , σκύλακες ὥς . πολλάκι καὶ κατέδαρθε δαφοινῶν ἄγχι δρακόντων , ἀμφὶ κυνηγεσίῃσι μένων ἐν τάρφεσιν
4711715 Κρανωνι
τὰς αἰτίας τῆς κτήσεως παρασχομένων ⋮ Ἔτι φασὶν , ἐν Κράνωνι τῆς Θετταλίας , ὅτι Ἀλκινόην ὄνομα γυναῖκα ὡραίαν ὁ
τὰς αἰτίας τῆς κτήσεως παρασχομένων ⋮ Ἔτι φασὶν , ἐν Κράνωνι τῆς Θετταλίας , ὅτι Ἀλκινόην ὄνομα γυναῖκα ὡραίαν ὁ
4706228 κνιδιῳ
, ἢν μὲν φύσει ᾖ φλεγματώδης , τῷ κόκκῳ τῷ κνιδίῳ , ἢ τῇ ῥίζῃ τῆς θαψίης , ἢν δὲ
ταραχθῇ , καθαίρειν αὐτὸν τῷ τοῦ ἱππόφεω ὀπῷ ἢ τῷ κνιδίῳ κόκκῳ : ἐς ἑσπέρην δὲ ταῦτα διδόναι ἃ καὶ
4705889 ἱπποφεω
, ὁκόταν οὕτως ἔχῃ , πυριήσας τὴν κεφαλὴν , τῷ ἱππόφεω ὀπῷ ἢ τῷ κνιδίῳ κόκκῳ καθῆραι πρῶτον τὸ σῶμα
ἢν δὲ μὴ αὐτομάτη ταραχθῇ , καθαίρειν αὐτὸν τῷ τοῦ ἱππόφεω ὀπῷ ἢ τῷ κνιδίῳ κόκκῳ : ἐς ἑσπέρην δὲ
4700969 ἐνεγεγραπτο
Πτολεμαῖον τῆς νυκτὸς , γράμματα φέροντα τὸν Ἰνδόν , ἵνα ἐνεγέγραπτο , ἐπειδὰν αὐτὸς προσβάλλῃ τῇ πέτρᾳ , τὸν δὲ
. καὶ τῶν ἐράνων εἷς μὲν οὖν 〚 Δικαιοκράτης 〛 ἐνεγέγραπτο , οὗ ἦσαν λοιπαὶ τρεῖς φοραί : οὗτος μὲν
4700112 ὁρτῃ
μυεῖται : καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι . Πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον : Σίγα τε
δ ' ἂν ἔχων τὸν χρυσὸν τὸν ἱρὸν ἐν τῇ ὁρτῇ ὑπαίθριος κατακοιμηθῇ , οὗτος λέγεται ὑπὸ Σκυθέων οὐ διενιαυτίζειν
4699976 ἁλυσει
, [ καθάπερ καὶ ἐφ ' ἡμῶν ἰδεῖν ἔστιν ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους πολλοὺς ἐφεξῆς ] , τοὺς μὲν αὐτῶν
στάδιά που μάλιστα τρία καὶ τεσσαράκοντα , σύν γε τῇ ἁλύσει καὶ ταῖς ἐφορμούσαις ταύτῃ ναυσὶ καὶ ὁλκάσιν : οὗ
4694495 Ἀττηλα
, , , : , , , . Ὅτι τοῦ Ἀττήλα τὸν παρὰ Θεοδοσίου τεταγμένον φόρον ζητοῦντος ἢ πόλεμον ἀπειλοῦντος
πρεσβείας , συμπέμπεσθαι δ ' αὐτῷ Βιγίλαν τὴν παρὰ τοῦ Ἀττήλα ἐπὶ τοῖς φυγάσιν ἀπόκρισιν δεξόμενον . δι ' αὐτοῦ
4689645 Μεμνονιον
ἄρουραι , πάντῃ δ ' ἔργα βοῶν θαλερὰς βέβριθεν ἀλωὰς Μεμνόνιον περὶ νηόν , ὅθ ' Ἀσσύριοι ναετῆρες Μέμνονα κωκύουσι
. ὑπὲρ δὲ ταύτης ἡ Ἄβυδος , ἐν ᾗ τὸ Μεμνόνιον βασίλειον θαυμαστῶς κατεσκευασμένον ὁλόλιθον τῇ αὐτῇ κατασκευῇ ᾗπερ τὸν
4688890 ὀπισθοδομῳ
, ὅπου ἦν θησαυροφυλάκιον . ἐπεὶ τὰ χρήματα ἐν τῷ ὀπισθοδόμῳ ἀπέκειτο . μέρος δέ ἐστι τῆς ἀκροπόλεως , [
παμμεγέθης Κωνσταντῖνος εἰκόνι ἀπεμειλίσσετο τῇ νῦν ἔτι ἀνακειμένῃ πρὸς τῷ ὀπισθοδόμῳ τοῦ βουλευτηρίου . οὕτω δόξα ἀγαθὴ βασιλεῖ πολλῶν ἀσπίδων
4677903 Ἐφεσῳ
πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κέρκωπες γάρ τινες ἀπατεῶνες ἐγένοντο ἐν Ἐφέσῳ , οἵτινες καὶ τὸν Δία ἐξαπατῆσαι πεπείρανται . Ὁμοία
τοῖς συντρόφοις ἦσαν , διέγνω δὲ καὶ ὁ Ἱππόθοος ἐν Ἐφέσῳ τὸν λοιπὸν καταβιῶναι χρόνον . Καὶ ἤδη Ὑπεράνθῃ τάφον
4669999 δωματιῳ
καὶ συνωμίλησεν , ἀλλὰ τῷ βάθρῳ τῷ ἐμῷ καὶ τῷ δωματίῳ : οὓς δὲ ἐγὼ ἐγκρίνω τε καὶ περὶ πλείστου
ἐν δικτύῳ . κατακλείσας γὰρ αὐτὴν ὁ ὑβριστὴς ἐκεῖνος ἐν δωματίῳ καὶ φήσας δεῖν προσκυνεῖν τὴν Τύχην , εἰ τὸν
4668363 Νεσσος
, ὁ μὲν Ἡρακλῆς ἐτόξευσε τὸν Κένταυρον , ὁ δὲ Νέσσος μεταξὺ μισγόμενος , καὶ διὰ τὴν ὀξύτητα τῆς πληγῆς
τὴν μεσημβρίαν : ἐκαλεῖτο δὲ Λυκόρμας πρότερον : καὶ ὁ Νέσσος ἐνταῦθα λέγεται πορθμεὺς ἀποδεδειγμένος ὑφ ' Ἡρακλέους ἀποθανεῖν ,
4664436 Πυλῳ
τοῖς Μεσσηνίοις . ἐπιγενόμενοι : ἐπιτιθέντες . ἐν δὲ τῇ Πύλῳ . . . : μετάβασις κατὰ χώραν ἔμενεν :
. συνῴκησαν δὲ οἱ Θηβαῖοι τοῖς Λακεδαιμονίοις . καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ : ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει . οἱ
4662829 κεκαυται
ὅτι μᾶλλον Ἀσιανὸς δείκνυται Παυσανίας , εἰ μὴ τὸ ἐδάφιον κέκαυται ἐν τῷ τῆς παρ ' ἡμῖν ἐνοικήσεως . ὕδραν
πρόσωπον : κατὰ τὴν αὐτὴν νύκτα καὶ ἡ τοῦ πλουσίου κέκαυται οἰκία : καὶ εὕρηται ὁ πλούσιος κεκαυμένος τὸ πρόσωπον
4656032 Σμυρνῃ
καὶ ἄφθονα αὐτοῖς ἡ θάλασσα δώσει . ξυνήρατο δὲ τῇ Σμύρνῃ καὶ τοῦ εἴδους ἐλαίου κρήνην ἐπισκευάσας ἐν τῷ τοῦ
, ἔργῳ δὲ οὔ . ἐνάτῃ δὲ ἐδόκουν ὡς ἐν Σμύρνῃ περὶ ἑσπέραν προσιέναι τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀσκληπιοῦ τοῦ ἐν
4654874 Περγαμῳ
, ὃς ἦν Ἀλεξάνδρου μὲν υἱός , τρεφόμενος δὲ ἐν Περγάμῳ , τὴν δ ' ἡλικίαν περὶ ἑπτακαίδεκα ἔτη γεγονώς
ἀεί . καὶ παρελθόντος ἐνιαυτοῦ καὶ μηνῶν ἐπὶ τὴν ἐν Περγάμῳ καθέδραν ἤλθομεν . Νῦν δὲ ὅθεν ἐξέβημεν τρεπώμεθα πρὸς
4653877 Ἰφικλῳ
Ὁ δὲ ἀνὴρ ἐξαγγέλλει τῷ Φυλάκῳ , ὁ δὲ Φύλακος Ἰφίκλῳ τὰ γενόμενα . Οἱ δὲ ἐλθόντες παρὰ τὸν Μελάμποδα
ὕδωρ „ . Ἀράφεια , νῆσος Καρίας . Παρθένιος ἐν Ἰφίκλῳ ” καὶ εἰναλίην Ἀράφειαν ” . καὶ τὸ ἐθνικὸν
4652896 πονουσης
κερατοειδῆ σκληρὸν ὄντα τῷ κρυσταλλοειδεῖ , θέαμά τε γενησόμενον ἰατήριον πονούσης ὄψεως : ὅθεν οἶμαι καὶ φύσει πάντες , ἐπειδὰν
καὶ καθὰ πόνον θαλάσσιον , τουτέστιν ἐντὸς τῆς θαλάσσης ὥσπερ πονούσης : λέγει δέ , ὅτι τὰ κατ ' ἐμοῦ
4650510 πραθεντος
ἐπὶ τοσοῦτον ἀντέσχον , ὥσθ ' ὑπὸ λιμοῦ διακοσίων δραχμῶν πραθέντος μυός , ὁ μὲν πωλήσας ἀπέθανεν , ἐσώθη δ
μὴ ἐπιτροπευέτω . Δακτυλιογλύφῳ μὴ ἐξέστω σφραγῖδα φυλάττειν τὴν τοῦ πραθέντος δακτυλίου . Ἐὰν ἕνα ὀφθαλμὸν ἔχοντος ἐκκόψῃ τις ,
4646946 Τελεσφορος
καὶ συναγαγὼν ἀργυρίου πλείω τῶν πεντήκοντα ταλάντων ξένους ἐμισθοῦτο . Τελεσφόρος μὲν οὖν ζηλοτυπήσας τὴν προαγωγὴν Πτολεμαίου τοῦτον τὸν τρόπον
τοιάδε , ἔμεινα δὲ καὶ πλείους κατέχοντος τοῦ θεοῦ . Τελεσφόρος ἦν ὀρεωκόμος : οὗτος ἐδόκει μοι ὁρμηθεὶς αὐτόθεν βαδίζειν
4644727 θυϊᾳ
ὄξει , ἔπειτα ὁλμοκοποῦνται : μετὰ τοῦτο δ ' ἐν θυΐᾳ λειοτριβοῦνται , παραχεομένου ὄξους , ἢ ἐν ᾧ ἡψήθησαν
, ποτὲ μὲν ἐκ τοῦ ὑπολειφθέντος ῥοδίνου βαλὼν ἐν τῇ θυΐᾳ βραχὺ , ποτὲ δὲ ψυχροῦ ὕδατος , ἕως οὗ
4643477 ἀγρῳ
τίνα πώποτε ἢ ὑμεῖς ἢ ἄλλος τις ἀνθρώπων ἐμέμψατο ἐν ἀγρῷ αὑτοῦ οἰκίαν οἰκοδομοῦντα ; ἢ παρὰ τοῦθ ' ὁ
πάλαι , ἐπειδὴ δὲ ἐτελεύτησεν ὁ πατὴρ καὶ ἐγὼ ἐν ἀγρῷ κατῴκουν , οὗπερ καὶ νῦν οἰκῶ , καὶ μᾶλλον
4638777 ἐκομισατο
καὶ τὰς πρώτας ἀμοιβὰς τῆς εἰς τὸ θεῖον ἀσεβείας τοιαύτας ἐκομίσατο . , . . ) Ὅτι οἱ Ῥόδιοι ἔχοντες
. Ὅτι ὁ αὐτὸς παρελθὼν εἰς Λυκαονίαν τὸν προσοφειλόμενον σῖτον ἐκομίσατο παρὰ Ἀντιόχου καὶ τὸν κατὰ τὰς συνθήκας φόρον ἐνιαυτοῦ
4636488 Ἀβιμελεχ
σε εἰς τὴν ἄνω πόλιν Ἱερουσαλήμ . Μετὰ ταῦτα ἐξῆλθεν Ἀβιμέλεχ ἔξω τῆς πόλεως , καὶ προσηύξατο πρὸς κύριον .
τὰ μυστήρια , ἃ εἶδε , τῷ Βαροὺχ καὶ τῷ Ἀβιμέλεχ , καὶ εἶθ ' οὕτως ἔστη ἐν μέσῳ τοῦ
4631048 Ἀκαδημειᾳ
ἐν στήλαις δύο καὶ ἐξεῖναι αὐτῶν θεῖναι τὴν μὲν ἐν Ἀκαδημείᾳ , τὴν δὲ ἐν Λυκείῳ . τὸ δὲ ἀνάλωμα
τοῦτο ποιοῦντα οὐδεπώποτε ἐφωράθη . Ὁ γοῦν Λακύδης ἐσχόλαζεν ἐν Ἀκαδημείᾳ ἐν τῷ κατασκευασθέντι κήπῳ ὑπὸ Ἀττάλου τοῦ βασιλέως ,
4625944 Ἐτυχε
ὡς ἐγένοντο κατὰ τὸν τόπον , ἔμελλον εὐξάμενοι καθήσειν . Ἔτυχε δέ τις ἐρῶν αὐτῆς τῶν συμπλεόντων , οὐκ ἀγεννὴς
ταῦτα συνέθεντο καὶ πίστεις ἔδοσαν ἀλλήλοις ἐπί τινος ἱεροῦ . Ἔτυχε δὲ κατόπισθε τοῦ βωμοῦ ἔνθα συνετίθεντο ἀνὴρ Μῆδος ἀναπεπτωκὼς
4619272 κυει
κάλλος , γεννᾷ δικαιοσύνην , ἀρετὴν γεννᾷ . Ταῦτα γὰρ κύει ψυχὴ πληρωθεῖσα θεοῦ , καὶ τοῦτο αὐτῇ ἀρχὴ καὶ
καὶ δακρύοντας , εἶτα μέντοι κατακόπτουσιν αὐτοὺς καὶ σιτοῦνται . κύει δὲ ἄρα τὸ ζῷον τοῦτο ἐν ἑξήκοντα ἡμέραις ,
4614371 Δαφνιδι
οἷον οὐδὲ ἐπὶ τῆς πόλεως εὑρών , ἐπιθέσθαι διέγνω τῷ Δάφνιδι καὶ πείσειν ᾤετο ῥᾳδίως ὡς αἰπόλον . Γνοὺς δὲ
Δάφνιδος δὲ ὅμως ἐκαλεῖτο πηγή . Παρεκελεύετο δὲ καὶ τῷ Δάφνιδι ὁ Λάμων πιαίνειν τὰς αἶγας ὡς δυνατὸν μάλιστα ,
4597362 κλοκιῳ
' οὕτω λαβὼν κροκὰ τῶν ὠῶν , θὲς αὐτὰ ἐν κλοκίῳ ὀστρακίνῳ , καὶ στάξον ταῦτα ὡς ῥοδόσταγμα μετὰ πυρὸς
σταχθὲν ἐν βικίῳ : καὶ τὸ ἐναπομεῖναν ξηρὸν ἐν τῷ κλοκίῳ θὲς ἐν μαρμάρῳ : καὶ τρίψας τοῦτο μετὰ τοῦ
4595876 τετρακισχιλιας
' ἐπιμελῶς ὠνεῖσθαι παρ ' αὐτῶν διδόντα τοῦ ἑνὸς δραχμὰς τετρακισχιλίας . ὅτι Χαμαιλέων παρατίθεται ἐν τῷ περὶ Αἰσχύλου ταῦτα
φησὶν καὶ Φειδόλεῳ Ῥαμνουσίοις κοινῇ τάλαντον ἐνοφείλειν καὶ Αἰαντίδῃ Φλυεῖ τετρακισχιλίας καὶ Ἀριστομένει Ἀναγυρασίῳ τέτταρας καὶ δέκα μνᾶς . διὰ
4580739 ἱδρυσε
ἀνωτέρω προαγαγὼν εἴδη μὲν καὶ γένη πάντα ὑπερπτῆναι παρεσκεύασεν , ἵδρυσε δὲ πλησίον ἑαυτοῦ , καθὰ καὶ Μωυσῆς ᾧ φησι
ὁ Δαρεῖος ἦλθε ἐς τὴν ἔρημον , παυσάμενος τοῦ δρόμου ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ Ὀάρῳ . Τοῦτο δὲ ποιήσας
4575779 φρεατι
ἐν φρέατι ὕδατος πηγή : σκέπη δὲ ἀπὸ ἡλίου τῷ φρέατι ὄροφός τε καὶ ἀνέχοντες τὸν ὄροφον κίονες . ἔστι
στρέφεται , καὶ συγκινεῖ μικρὸν ἕτερον κύκλον τὸν ἐπὶ τῷ φρέατι . ἐπὶ τούτῳ τὰ σχοινία καὶ οἱ χόες ἐπίκεινται
4569815 Μεγαροις
καὶ ἑβδομήκοντα . εἶναι δ ' αὐτοῦ καὶ τάφον ἐν Μεγάροις . Περὶ δὲ τῶν ἐτῶν Ἀριστοτέλης διαφέρεται : φησὶ
, . , . . . Ἀνακληθρίς : πέτρα ἐν Μεγάροις . ὅτι ἡ Δήμητρα καθεσθεῖσα ἐπ ' αὐτῆς ἀνεκαλεῖτο
4557576 θυειᾳ
ἑψήϲαϲ ἐπίβαλε τὰ λοιπὰ καὶ ϲπαθίϲαϲ ἢ καὶ μαλάξαϲ ἐν θυείᾳ χρῶ . τὸ δὲ ἀπο - ϲυρὲν δέρμα οὐ
πολὺ διατρίβειν ” . ἅμα μὲν παρὰ τὸ τρίβειν ἐν θυείᾳ μυττωτόν , ἅμα δὲ παρὰ τὸ ἐπιτρίβειν καὶ ὥσπερ
4554928 μισθωσιν
μὴ πρὸς ἄλλο δέ τι παράδειγμα σκέψησθε ἢ πρὸς τὴν μίσθωσιν , εἰ δοκεῖ ὑμῖν ἀκόλουθον εἶναι τῷ τὴν τέχνην
τοῖς μεμαρτυρημένοις , ἐναντία δ ' ἣν ἀνέγνων ὑμῖν ἄρτι μίσθωσιν , τῇδε τῇ διαθήκῃ : οὐδὲν δὲ τῶν πεπραγμένων
4553348 Ἀδαμ
παράδεισον , ἐξήνθησαν τὰ φυτὰ τά τε τοῦ κλήρου τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ κλήρου τοῦ ἐμοῦ πάντα καὶ ἐστηρίζοντο ,
ἐξ ὧν ἔφαγον . Καὶ ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με
4553059 σπηλαιῳ
κατέχωσαν . * γρώνῳ δὲ τῷ κοίλῳ βερέθρῳ δὲ τῷ σπηλαίῳ * λέγεται δὲ ὁ αὐτὸς καὶ Βήρεθρον . ἄλλως
γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
4549995 Ξανθῳ
δηναρίων δοῦλον . “ καὶ γελάσαντες οἱ τελῶναι ἐχαρίσαντο τῷ Ξάνθῳ ἅμα τοῖς σχολαστικοῖς τὴν τιμὴν τοῦ Αἰσώπου , καὶ
Ἄμμωνος , ἢ Ἴωνα ἐν Κλάρῳ , ἢ Λύκιον ἐν Ξάνθῳ , ἢ Βοιωτὸν ἐν Ἰσμημίου , τούτους ἅπαντας οὐ
4548225 καθεωρα
τέλος ἦν , καὶ αὐτὴν γιγνομένην ὁ Κάσσιος ἀπὸ ὄρους καθεώρα : ὡς δὲ ἐπεσκεύασε τὰ σκάφη , διέπλευσεν ἐς
, καὶ ἐπ ' αὐτοῦ ξύλινος ἐπέκειτο τετρώροφος , ὅθεν καθεώρα τὰ γιγνόμενα ἐν τῇ πόλει . ταῦτα δ '
4536812 τετραφαρμακῳ
ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ὡσαύτως θεραπευέσθω . ἐξέστω δὲ καὶ τῇ τετραφαρμάκῳ ἀνειμένῃ χρήσασθαι , τῶν ἄλλων γινομένων ὡσαύτως . τῆς
ὑδρελαίῳ τῷ τε κεφαλικῷ ξηρίῳ μετὰ μέλιτοϲ , τῷ τε τετραφαρμάκῳ καὶ τῷ Μακεδονικῷ καλουμένῳ χρηϲτέον . χωρίζει δὲ καλῶϲ
4535928 Ἡρακλειῳ
ξυμμάχους ἐσέβαλον ἐς τὴν Μαντινικήν , καὶ στρατοπεδευσάμενοι πρὸς τῷ Ἡρακλείῳ ἐδῄουν τὴν γῆν . Οἱ δ ' Ἀργεῖοι καὶ
Λάμαχον , ὃς εἰρήκει μὲν Ἡσυχίῳ ταῦτα , εἰρήκει δὲ Ἡρακλείῳ , οἱ δὲ Ἀραβίῳ μέρος τι παραδόντες τῆς δίκης
4535150 Ῥοδῳ
ἁλμυρίς . φύεται δ ' ἐν Ἐρετρίᾳ , Κύμῃ , Ῥόδῳ , Κνίδῳ καὶ Ἐφέσῳ . ἡ δὲ λειόφυλλος ἀνὰ
κτητικὸν Θερμικός . Θέρμυδρα , λιμὴν τῆς μιᾶς τῶν ἐν Ῥόδῳ πόλεων . τὸ ἐθνικὸν Θερμυδρεύς . Θέρνη , πόλις
4534767 Λεπιδῳ
δεήσειεν . Καὶ οἱ μὲν ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν , Λεπίδῳ δὲ αὖθις ἐκ Λιβύης ἦγον αἱ ὁλκάδες τὰ λοιπὰ
ἐξιόντος ἀφιγμένους . Λέπιδόν τε ἐδεδοίκεσαν καὶ τὸν ὑπὸ τῷ Λεπίδῳ στρατὸν ἐν τῇ πόλει καὶ Ἀντώνιον ὑπατεύοντα , μὴ
4529837 δωματιου
καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . Καὶ νὴ Δί ' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν
μετέωρον κομισθῆναι ἔξω τῆς οἰκίας , καὶ ἐξωσθεὶς πρὸ τοῦ δωματίου ἔξω γυμνὸς καλῶς ἐστεφανωμένος καὶ μεμυρισμένος τὴν γῆν γυμνὴν
4528882 Μιλητῳ
ἐς Σάμον ἀπέπλευσαν . ἐκεῖθεν δὲ ἐπισιτισάμενοι αὖθις ἐπέπλεον τῇ Μιλήτῳ : καὶ τὰς μὲν πολλὰς τῶν νεῶν πρὸ τοῦ
δὲ Ἀθηναῖοι προσγενομένων σφίσι τῶν νεῶν ἐπίπλουν αὐτοὶ ποιοῦνται τῇ Μιλήτῳ ναυσὶν ὀκτὼ καὶ ἑκατὸν βουλόμενοι διαναυμαχῆσαι : καὶ ὡς
4525093 Κνιδῳ
' ἐν Ἐρετρίᾳ καὶ Κύμῃ καὶ Ῥόδῳ , ἔτι δὲ Κνίδῳ καὶ Ἐφέσῳ : ἡ δὲ λειόφυλλος ἀνὰ πᾶσαν ,
δὲ ἐς ἐπίδειξιν χρώμενοι τήν τε πρώτην ἡμέραν ηὐλίσαντο ἐν Κνίδῳ καὶ τῆς ἐπιούσης ἐπεφαίνοντο τοῖς ἀμφὶ τὸν Κάσσιον ἐκ
4524939 γομον
παρ ' αὐτὸν εὐθέως στήσας ὁ δεσπότης καὶ πάντα τὸν γόμον λύων ἐπ ' αὐτὸν ἐτίθει τὴν σάγην τε τοῦ
. ἄτην ] τοῦ Διὸς ἐμπιπλῶντος καὶ γεμίζοντος ἄτης τὸν γόμον . γλῶσσα ] ἀντὶ τοῦ γλώσσης τοξευσάσης , ὅ
4524102 Πετρᾳ
πολλὰ τῶν χωρίων καταβλάπτοντα . Ἄλλοι δέ φασιν ὅτι ἐν Πέτρᾳ κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισεν , ὅθεν ὁ Σκύφιος ἵππος ἐγένετο .
Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἀραβίᾳ καὶ ἐν τῇ κατὰ τὴν Ἰουδαίαν Πέτρᾳ . διαφέρει δ ' αὐτῆς ἡ νέα καὶ πλήρης
4523334 Θεοφημῳ
φασκόντων ἐπιτρέψειν ᾧ ἂν κελεύσω Ἀθηναίων , συνεχώρησα ὥστε τῷ Θεοφήμῳ πέντε καὶ εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι . καὶ ταῦτα ὡς
τοὺς μάρτυρας τούτους διώκω τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότας , προσελθὼν τῷ Θεοφήμῳ μελλούσης μοι ἤδη ἐξήκειν τῆς ὑπερημερίας , ἐδεήθην αὐτοῦ
4522996 ἀπεπνιγη
ζώναις , αἷς βαρηθεῖσα ἡ παῖς διὰ πλῆθος τῶν ἐπιρριπτουμένων ἀπεπνίγη . Καὶ αὐτὴν δημοσίᾳ θάπτουσιν ἐν τῷ πεδίῳ ,
ᾧ τὴν [ αὐτοῦ ] σκιὰν περιπτύξασθαι , καὶ οὕτως ἀπεπνίγη . οὐκ ἀληθὲς δὲ τοῦτο . οὐ γὰρ εἰς
4522349 κατοικησας
ὦ οὗτος , καὶ ἐμπλησθεὶς καὶ οἰκίας καλὰς οἰκοδομήσας καὶ κατοικήσας καὶ τῶν προβάτων σου καὶ βοῶν αὐξηθέντων καὶ ἀργυρίου
νεὼς ἕως τοῦ Κρισσαίου κόλπου καὶ τῆς Φωκίδος καὶ ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος . . . οὗ ὁ υἱὸς Δελφὸς
4517670 ἐκαθεσθη
ἡ πέτρα αὕτη ἐν τῇ Ἀττικῇ , ἐφ ' ἧς ἐκαθέσθη ἡ Δημήτηρ , ὅτε τὴν κόρην ἐζήτει : ἐρασθεὶς
τῆς κλίνης αὐτοῦ : ἦλθεν δὲ καὶ ὁ θάνατος καὶ ἐκαθέσθη παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἁβραάμ :
4515411 ἀναλωθῃ
καὶ ἑψεῖται διπλῷ σκεύει ὥρας ε ἢ Ϛ , ἕως ἀναλωθῇ ἡ τῶν βοτανῶν ὑγρότης καὶ αὐταὶ καπυρωθῶσιν , καὶ
. . . . ξεστ . ηʹ ἕψε , ἕως ἀναλωθῇ τὸ ἥμισυ , εἶτ ' ἐπίχεε πίσσης ὑγρᾶς .
4514690 βλητεον
κοπέντων καὶ χυλιϲθέντων καὶ διηθέντοϲ τοῦ χυλοῦ διὰ ῥάκουϲ . βλητέον δὲ τοῦ μὲν χυλοῦ # δ μέλιτοϲ δὲ #
, ὡς προείρηται , διηθητέον , ἢ σάνδυκος δραχμὰς δʹ βλητέον . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ὦ
4512451 κοκκῳ
ἐλλέβορον , κάτω δὲ ὑποκαθῆραι ἐπιθύμῳ ἢ πεπλίῳ ἢ τῷ κόκκῳ τῷ κνιδίῳ ἢ τῇ τιθυμαλίδι : ταῦτα χρὴ τετράκις
, πῖσαι ἐλλέβορον , κάτω δ ' ὑποκαθῆραι τῷ κνιδίῳ κόκκῳ : ἐς ἑσπέρην δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν φακῆς δοῦναι
4509130 ὀνηλατης
λύκου τοῦτο καταψεύσασθε . ὁ μὲν οὖν ἀκάθαρτος παῖς ἐμὸς ὀνηλάτης ἔχαιρε καί με αὐτίκα ἤθελεν ἀποσφάττειν . ἀλλ '
αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη , ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν , ὅτι ποιήσει , οὐ μόνον τοῦ ὄνου
4508653 βαδιει
Θουκυδίδῃ . Βαδίζει , βαδίζων , βάδην , βάδισις , βαδιεῖ . βαδιστικὸς παρ ' Ἀριστοφάνει , παρὰ δὲ Κρατίνῳ
, ἐν μονοπλεύρῳ ἢ διπλεύρῳ ἢ τριπλεύρῳ ἢ τετραπλεύρῳ τάγματι βαδιεῖ : μονοπλεύρῳ μέν , ὅτ ' ἂν ἕνα φοβῇ
4505407 τρικλινῳ
Πάτερ , ἤθελα κἀγὼ ἀναπαῆναι μεθ ' ὑμῶν ἐν τῷ τρικλίνῳ τούτῳ , ἵνα ἀκούσω κἀγὼ τὰ διαλεγόμενα ὑμῶν :
Ἁβραὰμ ἔδωκεν δόξαν τῷ θεῷ . καὶ ἀνελθὼν ἐν τῷ τρικλίνῳ αὐτοῦ , ἀνέπεσεν : ἐλθὼν δὲ καὶ ὁ θάνατος
4503708 Εὐκρατει
μήτε ἐμοὶ πιστεύεις μήτε Δεινομάχῳ ἢ Κλεοδήμῳ τουτωῒ μήτε αὐτῷ Εὐκράτει , φέρε εἰπὲ τίνα περὶ τῶν τοιούτων ἀξιοπιστότερον ἡγῇ
ἄν , ” ἦν δ ' ἐγώ , “ ἀπιστήσαιμι Εὐκράτει τῷ Δείνωνος , σοφῷ ἀνδρὶ καὶ μάλιστα ἐλευθερίῳ ,
4503496 κοτυλῃ
ἐστι στρογγύλη , ἐξ ἧς τὸ νεῦρον τὸ ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται
μισθουμένων . Εἴρηται οὖν διὰ τοῦτο ἡ παροιμία . Ἐν κοτύλῃ φέρῃ : παιδιᾶς εἶδος : ὁ γὰρ φέρων τινὰ
4500413 Θασῳ
παραπληκτικὰ , ἢ μανικὰ , ἢ στερήσιες ὀφθαλμῶν . Ἐν Θάσῳ , πρὸ ἀρκτούρου ὀλίγον , καὶ ἐπ ' ἀρκτούρου
δ ' ὑμῖν χειμαδίῳ μὲν χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ καὶ Θάσῳ καὶ Σκιάθῳ καὶ ταῖς ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ νήσοις
4499518 Ὑστασπᾳ
δή , φάναι , ὦ Κροῖσε , σύμπεμψον ἄνδρα σὺν Ὑστάσπᾳ τουτῳῒ ὅτῳ σὺ πιστεύεις μάλιστα . σὺ δέ ,
οἱ ὕπαρχοι καὶ ἔρημος ἐγίγνετο , τελευτῶν εἰς χεῖρας ἦλθεν Ὑστάσπᾳ ἐπὶ τῇ Κύρου δίκῃ . καὶ ὁ Ὑστάσπας καταλιπὼν

Back