, ἀπέθανεν . Ἡλικίην περὶ ἔτεα εἴκοσιν . ϠΞΖΘ . Ὀξύ . Ἡ παρὰ Τισαμένου γυνὴ κατέκειτο , ᾗ τὰ
Φοίνιξ , οὗ θυγατέρα Θυμαρέτην γαμεῖ Κινύρας , καὶ ποιεῖ Ὀξύ - πορον καὶ Ἄδωνιν , ὃν ὑπὸ συὸς ἀποθανόντα
5276011 βοηθησαντος
. Τοῦ δὲ Τυφῶνος δίκην τῷ Ὥρῳ νοθείας λαχόντος , βοηθήσαντος δὲ τοῦ Ἑρμοῦ , καὶ τὸν Ὧρον ὑπὸ τῶν
' ἣν νῦν [ ἐγὼ ] ἔχω ἐπὶ Νίσαιαν ἐμοῦ βοηθήσαντος οὐκ ἠθέλησαν Ἀθηναῖοι πλέονες ὄντες προσμεῖξαι , ὥστε οὐκ
5270229 Ἀχαιμενιδην
Ἀρτοξέρξης ἐκστρατεῦσαι , καὶ τῶν φίλων οὑ συμβουλευόντων , πέμπει Ἀχαιμενίδην τὸν ἀδελφόν , τεσσαράκοντα μὲν μυριάδας ἐπαγόμενον στράτευμα πεζικόν
Περσική . Οἱ δὲ Μῆδοι ἄρχοντα μὲν παρείχοντο Τιγράνην ἄνδρα Ἀχαιμενίδην . Ἐκαλέοντο δὲ πάλαι πρὸς πάντων Ἄριοι , ἀπικομένης
5195500 διανηχομενους
τῶν πλοίων , προστάξας διώκειν καὶ τοὺς ἐν τῇ θαλάττῃ διανηχομένους ἀναλαμβάνειν : αὐτὸς δὲ τὰς ἰδίας ναῦς κοσμήσας τοῖς
τοῖς ξίφεσι καὶ τοῖς ἀκοντίοις ἐμπίπτοντος , αἰεὶ περιστρεφόμεναι οὔτε διανηχομένους οὔτ ' ἐπιπλέοντας οὔτε ὑποδύνοντας εἴων λαθεῖν . τοῦτο
5180750 ὀχυρωτατον
νῦν [ Δάρας ] φασί , φρούριον Ἀναστασιούπολις λεγόμενον , ὀχυρώτατον . ὁ πολίτης Δαρηνός ὡς Δουσαρά Δουσαρηνός . δύναται
Βερενίκῃ φυλακὴν μισθοφόρων Γαλατῶν ἐπέστησαν καὶ τόπον ἔδωκαν τῶν βασιλείων ὀχυρώτατον καὶ ὅρκους καὶ συνθήκας ἐσπείσαντο . Ἀριστάρχου δὲ ἰατροῦ
5130846 ὀρυκτη
, Χαρρὰν μητρόπολίς τις αἰσθήσεων . ἑρμηνεύεται γὰρ τοτὲ μὲν ὀρυκτή , τοτὲ δὲ τρῶγλαι , δι ' ἀμφοτέρων τῶν
βαθυτάτη αὐτὴ ἑωυτῆς πεντηκοντόργυιος . Ὅτι δὲ χειροποίητός ἐστι καὶ ὀρυκτή , αὐτὴ δηλοῖ . Ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ
5041007 ἀναλωθεν
μικρῶν μὴ παροξύνου , τὸ γὰρ ὑπὲρ τὰς τριακοσίας μυριάδας ἀναλωθὲν ἐγὼ μὲν τῷ υἱῷ ἐπιδίδωμι , ὁ δὲ υἱὸς
τινὸς ὁμοίου τε καὶ ὁμοίως . ἦν δὲ οὐδὲ τὸ ἀναλωθὲν εἴς τι τῶν σοι σωτηρίων πολύ τι . χαριεῖ
5020174 ᾠκοδομημενον
ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου , ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου , θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον
οὐκ αὐτόματον ἀλλὰ σὺν τέχνῃ καὶ ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ ἀκριβέστατον ᾠκοδομημένον . τοῦ δὲ οἰκοδομήματος τούτου τὸ σχῆμα εἴκασται κριβάνῳ
4995955 ναυτικαι
εἱστιῶντο αἵ τε ἄλλαι δυνάμεις , αἱ πεζαὶ καὶ αἱ ναυτικαὶ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ αἱ πρεσβεῖαι δὲ καὶ οἱ
δαιότερα καὶ περὶ τὰ φαῦλα διατριβόντων . ὑπέραι δέ εἰσι ναυτικαὶ σχοῖνοι , αἷς μετάγεται τὸ κέρας . Ἀφ '
4974627 νιψαμενος
ἔνιοι δὲ διπλῇ σημειοῦνται ὡς ἅπαξ ἐνταῦθα εἰρημένον . . νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο : λείπει ἡ παρά
συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι . Τῆς δὲ νιψάμενος τῷ οὔρῳ ἀνέβλεψε , ταύτην δὲ ἔσχε αὐτὸς γυναῖκα
4968499 ναυσταθμον
πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν . ” Καὶ μὴν τό γε ναύσταθμον τὸ νῦν ἔτι λεγόμενον πλησίον οὕτως ἐστὶ τῆς νῦν
ἱδρυμένον : ἔχει δ ' , ὥς φασι , τὸ ναύσταθμον ὀρυκτόν : εἶθ ' ὁ Εὐρώτας ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου
4967825 ἀγνοηθηναι
σχεδὸν ἑπτακαίδεκα πόλεις , ὧν ἡδομένων καὶ ἐπαινούντων οὐκ ἔστιν ἀγνοηθῆναι , πόθεν τε ἥκει ταῦτα καὶ τίνος πέμψαντος .
, κρύψαι κατακρύψαι κατασιγάσαι , ἐπικρύψασθαι διακρύψασθαι , λαθεῖν , ἀγνοηθῆναι , συσκιάσαι , παρακαλύψασθαι προκαλύψασθαι , ὑποστείλασθαι , παραπετάσασθαι
4962779 ὀκταπηχυ
, οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν μʹ : δίκερας πρὸς τούτοις ὀκτάπηχυ . πολὺ δὲ καὶ ζῴων πλῆθος ἐπιχρύσων συνεπόμπευεν ,
, ὑπὸ ἀνδρῶν ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον
4957937 ξηρῃ
. Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει : ἀσταφίδι λείῃ , τετριμμένῃ , ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ :
πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ ὡσαύτως . Εἰ μὲν οὖν ἐν ξηρῇ τῇ χώρῃ περικινέεται , κρατέει τοῦ ξυνεμπεσόντος ὕδατος ,
4952226 ἀντιπαρεκτεινεται
γενόμενον μικρότερον ἑαυτοῦ ἔσται : καὶ ἀνάπαλιν τὸ μέρος εἰ ἀντιπαρεκτείνεται τῷ ὅλῳ , τὸν αὐτὸν ἐφέξει τούτῳ τόπον ,
μεριστὸν γάρ τι ἐστὶν ἡ γραμμή : εἰ δὲ μεριστῷ ἀντιπαρεκτείνεται τόπῳ , ἐπεὶ τὸ μεριστῷ ἀντιπαρεκτεινόμενον τόπῳ μεριστόν ἐστι
4950014 γηπεδον
τῶν ἀρχαίων ἀνδρῶν , ὡς Ξενοφῶν . γήπεδα : διαφέρει γήπεδον οἰκοπέδου . οἰκόπεδον γὰρ οἰκίας κατερριμένης ἔδαφος , γήπεδα
. . γηπέδων : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Στεφάνου . γήπεδον τὸ χωρίον , ὥσπερ καὶ οἰκόπεδον τὸ γῇ καὶ
4948189 χνοωδες
πυρὸς ἐπίπασσε τὰ ξηρὰ λεῖα κατ ' ἰδίαν ἕκαστον γενόμενον χνοῶδες , καὶ ἑνώσας χρῶ ἐμπλάσσων καὶ προστιθείς , καί
ὅταν ξηρανθῇ , ἐπίβαλλε νάρδον καὶ τὸ πέπερι καὶ ποιήσας χνοῶδες χρῶ . Μίσυος ὀπτοῦ ⋖ Ϛ , χαλκάνθου ⋖
4938395 ἐκλελυμενον
ἐξᾶττον αὐτῆς καὶ φερόμενον κατεπᾴδουσα , τὸ δὲ παρειμένον καὶ ἐκλελυμένον ἔμπαλιν ἐπαίρουσα καὶ παροξύνουσα ; Δεινὴ μὲν γὰρ ἐπελαφρῦναι
δ ' ἀνιέμενον κηροῦ καὶ κολοφωνίας ἴσα : τὸ δὲ ἐκλελυμένον ῥητίνης μέρος ἕν , κηροῦ τὸ διπλάσιον . Τὸ
4916038 ἐπελαμψε
λαβεῖν : λέγει πίνδαρος ” πηλέως ? ἀντιθέου μόχθοι νεωτάτοις ἐπέλαμψε / μυρίοις πρῶτον μὲν ἀλκμήνης σὺν υἱῷ τρώων ἀμπεδίον
ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε . Ἐπείτε γὰρ τάχιστα ἡμέρη ἐπέλαμψε , καλέσας Περσέων ἄνδρας δοκίμους πεντεκαίδεκα ἐνετέλλετό σφι ἑπομένους
4913876 οἰκοδομημα
ἐστι λουτρὰ ἐπώνυμα αὐτοῦ καὶ θέατρον μέγα κυκλοτερὲς πανταχόθεν καὶ οἰκοδόμημα ἐς ἵππων δρόμους προῆκον καὶ ἐς δύο σταδίων μῆκος
εἰκόνας ἀναθεῖναι μόνων . τοῦ δὲ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστιν οἰκοδόμημα ἔμπροσθεν , Ὀρέστου καλούμενον σκηνή . πρὶν γὰρ ἐπὶ
4902885 Κινυρας
ἦν ὁ Μίδας , τρὶς δ ' ὄλβιος ἦν ὁ Κινύρας , ἀλλὰ τίς εἰς Ἀΐδα ὀβολοῦ πλέον ἤλυθεν ἔχων
καὶ δή ποτε ὑπ ' ἔρωτος καὶ ἀμηχανίας ἐβουλεύσατο ὁ Κινύρας ἁρπάσας τὴν Ἑλένηνἐδόκει δὲ κἀκείνῃ ταῦταοἴχεσθαι ἀπιόντας ἔς τινα
4890121 Τειχος
: Θεσσύριος ποταμοῦ ἐκβολαί . . ο Ϛʹ μζ Καρτερὸν Τεῖχος . . . . . . . . .
ἐρχομένου δὲ πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : Τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν ,
4881806 ἐυξοον
Ἀλλὰ μνησώμεθ ' Ἄρηος , ἐς δ ' ἵππον βαίνωμεν ἐύξοον , ὄφρά κε τέκμωρ εὕρωμεν πολέμοιο δυσηχέος : ὣς
. . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον , αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῆς χάλκειον κάνεον : ἐπὶ
4867135 Ἀνθεμουσιαν
τοῦ μέσου ἐκέλευσε δύο ἴλας τῶν ἑταίρων , τήν τε Ἀνθεμουσίαν , ἧς ἰλάρχης ἦν Περοίδας ὁ Μενεσθέως , καὶ
ἐστίν . ἡ μὲν οὖν διάβασις τοῦ Εὐφράτου κατὰ τὴν Ἀνθεμουσίαν ἐστὶν αὐτοῖς , τόπον τῆς Μεσοποταμίας : ὑπέρκειται δὲ
4860989 Ἀγραι
, εἰς ἅλα πίπτει ἅμ ' ἠοῖ φαινομένηφι . : Ἄγραι , χωρίον ἔξω τῆς πόλεως Ἀθηνῶν , οὗ τὰ
τοῖσι παρὰ σφίσι γινομένοισι κροκοδείλοισι τοῖσι ἐν τῇσι αἱμασιῇσι . Ἄγραι δέ σφεων πολλαὶ κατεστᾶσι καὶ παντοῖαι : ἣ δ
4850847 ἐρημωσας
φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος κικλήσκεται .
, τέκνα . σὺ δ ' ὡς μάλιστα τούσδ ' ἐρημώσας ἔχε καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένηι . ἤδη γὰρ
4844612 Ἰναρου
εἰς συμμαχίαν δηλονότι . ἦλθον : ἀπῆλθον εἰς συμμαχίαν τοῦ Ἰνάρου . τῆς Μέμφιδος κτἑ . : φασὶ γὰρ ὅτι
, καὶ προσχωρεῖ αὐτῶι πᾶσα Βακτρία . ἀφίσταται Αἴγυπτος , Ἰνάρου Λιβύου ἀνδρὸς καὶ † ἑτέρου Αἰγυπτίου τὴν ἀπόστασιν μελετήσαντος
4841530 Ὀρχομενιους
λέων ἐστὶν ἔμπροσθε λίθου πεποιημένος : ἀναθεῖναι δὲ ἐλέγετο Ἡρακλῆς Ὀρχομενίους καὶ τὸν βασιλέα αὐτῶν Ἐργῖνον τὸν Κλυμένου νικήσας τῇ
τὸν Ἀγησίλαον , ἀγγέλλει δέ τις αὐτῷ ὅτι Θηβαῖοι τοὺς Ὀρχομενίους διακόψαντες ἐν τοῖς σκευοφόροις εἰσί . καὶ ὁ μὲν
4837818 χιμαρος
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ
4830855 ναυλοχον
Νήριτον δὲ ὄρος Ἰθάκης καὶ Ὅμηρος καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον . ναύλοχον σκέπας τὸν γαλήνιον τόπον τοῦ λιμένος τῆς Ἰθάκης ,
λήθης Μέλανθον ἐγκλιθένθ ' Ἱππηγέτην . ἥξει γάρ , ἥξει ναύλοχον Ῥείθρου σκέπας καὶ Νηρίτου πρηῶνας . ὄψεται δὲ πᾶν
4816580 στροβιλοειδες
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
4815984 πλοιαριον
κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα πλοιάριον : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦχα ἦγμαι ἦκται ἠκτός
τοῦ κέλητος ἵππου , ᾧ εἷς ἀνὴρ ἐπικάθηται ʃ μικρὸν πλοιάριον . ἄνευ κηρυκείου : κηρύκιόν ἐστι ξύλον ὀρθὸν ἔχον
4807244 ἀποδημους
ἀπόλεμον , τὴν ἀστράτευτον . ἐρεῖς δὲ ἐκδήμους πολέμους καὶ ἀποδήμους , καὶ ὑπερορίους τοὺς ἐν τῇ ὑπερορίᾳ , διαποντίους
Αἰγυπτίους καὶ Ἀντιφῶντα ἐχθροὺς ὑποχειρίους ἕξει : ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους . ὀφθαλμοῦ δεξιοῦ τὸ ἄνω βλέφαρον ἐὰν ἅλληται ,
4791538 ἀναβασα
τάφου πλησίον , οἱ μὲν κομίζοντες τὴν κλίνην ἔθηκαν , ἀναβᾶσα δὲ ἐπ ' αὐτὴν ἡ Καλλιρόη Χαιρέᾳ περιεχύθη καὶ
τε καὶ Προποντίδος διέφθειρε καὶ ἠρήμωσεν καὶ ἐς τὴν μεσόγειαν ἀναβᾶσα τήν τε τοῦ Προυσίου καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἅπαντα
4786298 πεπυρακτωμενον
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν
4776658 ἀπεδον
. . . ἄπυστοι : οἱ Ἀθηναῖοι . . . ἄπεδον : τὸ ὁμαλόν : Θουκυδίδης : καὶ κατέβησαν εἰς
. ἐκεῖ μὲν γὰρ τὰ ὄρη διαστήσας Θετταλίαν ἐποίησε γῆν ἄπεδον ἐκ λίμνης ἐξιεὶς κατὰ ῥεῦμα τὸν Πηνειὸν , ἐνταῦθα
4774920 Λεοντων
καὶ Νικομήδης καὶ ὅσοι ἄλλοι Ῥωμαίων πρέσβεις παρῆσαν , ἐς Λεόντων κεφαλήν , ὃ τῆς Φρυγίας ἐστὶν ὀχυρώτατον χωρίον ,
Μοίριδος λίμνην καὶ τὸν λέοντα τὸν τρεφόμενον ἐν τῇ καλουμένῃ Λεόντων πόλει , καὶ πολλὰ τοιαῦθ ' ἕτερα , διηγήσασθαι
4756947 προσδεχομενον
αὖ γένος ὂν τὸ τῆς χώρας ἀεί , φθορὰν οὐ προσδεχόμενον , ἕδραν δὲ παρέχον ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν ,
παρορμεῖν , οὐκ ὄντα μάχεσθαι τοῖς Ἕλλησι πρόθυμον , ἀλλὰ προσδεχόμενον ὀγδοήκοντα ναῦς Φοινίσσας ἀπὸ Κύπρου προσπλεούσας . ταύτας φθῆναι
4749685 μυρικῃ
καὶ ἔνικμα χωρία . Βάλανος μυρεψική : καρπός ἐστι δένδρου μυρίκῃ ἐοικότος , ὅμοιος τῷ λεγομένῳ Ποντικῷ καρύῳ : οὗ
μυρίκην καὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἐν τῇ τοῦ Διὸς πομπῇ ἐστεφανῶσθαι μυρίκῃ , καὶ παρὰ Μήδοις τοὺς Μάγους . * γεράσμιον
4742353 ἀργυρικον
, ἀπλήρωτος ἐπιθυμία , πολυπόθητον ταλαιπώρημα , ὑψηλὸν πτῶμα , ἀργυρικὸν σύνθεμα , παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον ἀγαθόν , ὑγείας
, ἁλοὺς ἐν δίκῃ καὶ ὑπὸ τοῦ δήμου καταψηφισθεὶς τίμημα ἀργυρικὸν εἶπεν , ὅτι θηρίον οὐδέν ἐστι δήμου μιαρώτερον ,
4737875 γεωλοφον
δὲ χιλίους , ἅρματα δὲ δισχίλια . καταλαβόμενοι δέ τινα γεώλοφον οὐ μακρὰν τῶν πολεμίων ἐξέταττον τὴν δύναμιν εἰς μάχην
φυγὴν ποιούμενος καὶ ἤδη καταλαμβανόμενος , ἰδὼν ἐν τῇ παρόδῳ γεώλοφον προσέταξε τοῖς κομίζουσιν ἐπὶ τοῦτον θεῖναι τὸ φορεῖον .
4730354 μιμν
˘ ] αλλη [ – ˘ – ] ν ? μιμν [ – ] εναιδοιων [ – ˘ ] ω
˘ ] αλλη [ – ˘ – ] ν ? μιμν [ – ] εναιδοιων [ – ˘ ] ω
4728608 Παμμενης
, ἐν οἷς ἦν καὶ Μαρία τις Ἑβραία σοφὴ καὶ Παμμένης , συνέγραψε περὶ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων καὶ
παρὰ τὴν ἠϊόνα φεύγειν οὐκ ἔχοντας διὰ θαλάσσης . Ὅτι Παμμένης βουλόμενος κρατῆσαι τοῦ Σικυωνίων λιμένος αὐτὸς μὲν κατὰ γῆν
4726644 δαπανηρον
ἀλώπηξ , ἀλλ ' ἐχῖνος ἓν μέγα . πολυτελές : δαπανηρόν . Θουκυδίδης : τὸ γὰρ ἔχειν αὐτοὺς πρὸς τὸν
Αἴτνῃ κρατήρων τοῦ πυρός . τὸ δὲ πῦρ ἀναλωτικὸν καὶ δαπανηρόν . ἀκραιφνὲς ὕδωρ : τὸ ἀμιγὲς καὶ καθαρὸν ἑτέρας
4726336 γινεθ
γε καὶ δύστηνόν ἐστιν ἡ Τύχη . οὐδὲν κατὰ λόγον γίνεθ ' ὧν ποιεῖ Τύχη . πᾶν τοὖργον ὀρθῶς ἐκμαθεῖν
τε αὐτῇ ἑκάστης ἡμέρας : νῦν πάντα , φασί , γίνεθ ' : ἡ μὲν οὐ κύει , ἐν γαστρὶ
4724938 κοπηναι
κοπτομένῳ καὶ πιεζομένῳ ἢ εἰϲ ζέον ὕδωρ ἐμβαλλομένῳ μετὰ τὸ κοπῆναι καὶ ἁρμόζει δὲ τοῖϲ αὐτοῖϲ : περιττὸν δὲ ἔχει
χόας ιβʹ , ἐλαίου χόας δʹ . κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁδρομερῶς , ἐπίχεε ὕδωρ ὀλίγον ὡς ὑγρᾶναι τὰ κοπέντα
4722609 κολοσσος
οὗτοι δὲ εἰσὶν Ἠλείων . Ἔνεστιν δὲ ἐν αὐτῷ χρυσοῦς κολοσσὸς , ἀνάθημα Κυψέλου τοῦ Κορινθίου : φασὶ γὰρ τὸν
μόλις . ἀνεστηκέναι γὰρ εἰς ἔνατον πόδα κατεφαίνετο , ὥστε κολοσσὸς ἐδόκει , παρὰ τοὺς μεγίστους ὁρώμενος τῶν καθ '
4719916 στρατηγουντα
κτλ . . : τὸν δὲ Πυθαγορικὸν Ἀριστόξενός φησι μηδέποτε στρατηγοῦντα ἡττηθῆναι . φθονούμενον δ ' ἅπαξ ἐκχωρῆσαι τῆς στρατηγίας
μετ ' Ἀθηναίων ἐσβῆναι , Μαρδόνιον δὲ τὸν Γωβρύου Ξέρξῃ στρατηγοῦντα ἠμύναντο ἐν τῇ σφετέρᾳ . δὶς δὲ σφᾶς κατέλαβε
4718372 Ἰθωμη
κοινῷ περιειλημμένον ὥστ ' ἀκροπόλει χρῆσθαι , τὸ μὲν καλούμενον Ἰθώμη τὸ δὲ Ἀκροκόρινθος : ὥστ ' οἰκείως δοκεῖ Δημήτριος
τῶν κρημνῶν , ἀπότομος γὰρ δὴ ταύτῃ μάλιστά ἐστιν ἡ Ἰθώμη : ὀλίγοι δέ τινες καὶ ῥίψαντες τὰ ὅπλα ἀπεσώθησαν
4712995 φυλλαδι
ἐν τοῖς δένδρεσι , τοτὲ δ ' ἐν τῇ πεπτωκυίᾳ φυλλάδι καὶ ὑπ ' αὐτῇ κειμένων βαθείᾳ καὶ πολλῇ κεχυμένῃ
ἡ πάρδαλις τροφῆς δεομένη ἑαυτὴν ὑποκρύπτει ἢ λόγχῃ πολλῇ ἢ φυλλάδι βαθείᾳ , καὶ ἐντυχεῖν ἐστιν ἀφανής , μόνον δὲ
4711334 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
4708965 νεογνον
ἀρέσκει . ἄμεινον δ ' αὐτοῦ τὸ παρ ' Ἡροδότῳ νεογνόν : ἀλλὰ καὶ τοῦτο Ἰωνικόν . αὐτοετές , ἔτειον
γενέθλη ” . παρὰ ταύτην ἐλθεῖν Ῥέα λέγεται Δία φέρουσα νεογνόν . οἱ ταύτην οἰκοῦντες Ἄλυβες , ἀντὶ τῶν ἀργυρείων
4708134 ἐπιλαμβανομενον
λβʹ ἔτει γεγενημένης , ὅσας καὶ ποιεῖ τὸ τέταρτον μόνον ἐπιλαμβανόμενον ἑκάστῳ τῶν μεταξὺ ια ἐτῶν . εἴπερ οὖν μήτε
μέτεισιν , ἤτοι ὃν μὲν ἀπολεῖπον τόπον , οὗ δὲ ἐπιλαμβανόμενον μέτεισιν , ἢ οὗ μὲν ἐχόμενον τόπου , εἰς
4698191 θαπτεσθαι
ἐπὶ τούτου , τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα
, καὶ κατὰ ἀντινομίαν , οἷον νόμος τὸν τύραννον μὴ θάπτεσθαι ἐν ᾗ ἐτυράννησε πόλει καὶ νόμος τὸν κεραυνῷ βληθέντα
4693674 Ἁλιεις
' οὗτοι Κορίνθιοι , Ἐπιδαύριοι , Τροιζήνιοι , Ἑρμιονεῖς , Ἁλιεῖς , Σικυώνιοι καὶ Πελληνεῖς : οὐ γάρ πω τότε
δὲ ἐκ [ τῆς . . . ] εἰς τοὺς Ἁλιεῖς καλουμένους , οἱ δ ' ἐκ τῆς Ἀσίνης [
4691669 κτεινεται
ὅστις Ἀμίλκας σύμπασαν εἷλε τὴν Ἰβηρίαν , δόλοις ἐπιθεμένων δὲ κτείνεται τῶν Ἰβήρων . τὸν πάντα τούτου γὰρ στρατὸν φεύγειν
διαφθείροντας τὸ ὄνομα ἢ διὰ τὴν πατρίδα τῶν Ἀτρειδῶν , κτείνεται , ταῦτα ἔτι μανθάνων , ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου ,
4691474 Ἐπιδαυριον
ἃ ξυνέθεντο , ἔξω τε τούτων πρὸς τὸν Μαντινικὸν καὶ Ἐπιδαύριον πόλεμον καὶ ἐς ἄλλα ἀμφοτέροις ἁμαρτήματα ἐγένοντο καὶ οἱ
τοὺς Ἀθηναίους , τὸν Αἰγινήτην δὲ Ἀριστείδην καὶ Δόρκωνα τὸν Ἐπιδαύριον καὶ Μόλωνα τὸν Τροιζήνιον καὶ πολλοὺς ἄλλους τῶν Ἑλλήνων
4685493 ἡσυχαζεν
ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥαστώνην ἄγει . ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν , ὕστερον δέ , ὅτε χειμὼν ἐνέστη τῆς κόπρου
καὶ περιστήσας τῇ Ῥόδῳ τὸ πεζὸν ὁμοῦ καὶ τὸ ναυτικὸν ἡσύχαζεν ὡς ἐνδωσόντων τι τῶν πολεμίων . οἱ δὲ ἐπανήχθησαν
4684557 ἁπτειν
Καὶ γὰρ τὸ θηρίον ἁρπάξαν φεύγει . Λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν : ἐπὶ τῶν παρὰ καιρόν τι ποιούντων . Ὅμοιον
τεκοῦσαν , οὐκέτι δορυφορούμενον ὄψομαι . ᾤμην σοι δᾷδα γαμήλιον ἅπτειν , ὤμην σοι τὸν ὑμέναιον ᾄδειν . οὕτως ὑπὸ
4684553 Θεμισκυρας
, νεῖκος ὤρινεν διπλοῦν , στόρνην τ ' ἀμέρσας καὶ Θεμισκύρας ἄπο τὴν τοξόδαμνον νοσφίσας Ὀρθωσίαν . ἧς αἱ ξύναιμοι
τὰ πταίσματα τὸ ἐς τοὺς κινδύνους ἀφειδές , εἴ γε Θεμισκύρας τε ἁλούσης ὑπὸ Ἡρακλέους καὶ ὕστερον φθαρείσης σφίσι τῆς
4683636 ἐνθαπερ
ἐχθρῶν μάλα καρτερῶς κατὰ μέρη διέφευγον , οἳ μέν , ἔνθαπερ οἱ πρὸ αὐτῶν ἐπεφεύγεσαν , ἐς τὰ στρατόπεδα δύο
Κερκώπων ἰόντα , εἰπεῖν , ” τί σὺ δεῦρο , ἔνθαπερ ἡμεῖς οἱ ἐλεύθεροι ; “ συνεχές τε ἐπιλέγειν εἰώθει
4683556 Νεοφρων
. Αἰγυπιὸς δ ' οὐδὲν ἐπιλεξάμενος ὧν εἰς αὐτὸν ἐμηχανᾶτο Νεόφρων μίγνυται τῇ μητρὶ δοκῶν εἶναι Τιμάνδρην : καὶ ἐπεὶ
καὶ μέγεθος οὐχ ὅμοιοι , ἀλλὰ ἐλάττων ὄρνις αἰγυπιὸς ἐγένετο Νεόφρων , ἡ δὲ Βουλὶς ἐγένετο πῶυγξ καὶ αὐτῇ τροφὴν
4683520 Θεστορα
ἑλόμενοι δ ' ἡγεμόνας τοὺς οἰκείους τοῦ Πεντάθλου Γόργον καὶ Θέστορα καὶ Ἐπιθερσίδην , ἀπέπλεον διὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους .
τοῦ πλοῦ κίνδυνον περιστάντα . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ Θέστορα τὸν Ποσειδωνιάτην ἀκοῆι μόνον ἱστοροῦντα , ὅτι Θυμαρίδης εἴη
4682089 θεσμοφοριον
ἡ γλῶττα . παρεπιγραφή . ἐκκυκλεῖται ἐπὶ τὸ ἔξω τὸ θεσμοφόριον . ὅτε ἔμελλε γίνεσθαι ἐκκλησία , σημεῖον ἐτίθετο .
κέχρηται . Πρὸς τὸ τῆς ἄγρας . τὸ τῆς Ἄγρας θεσμοφόριον Ἀρτέμιδος δηλοῖ . Προστυχὴς ἐγενόμην ἀντὶ τοῦ ἐνέτυχον Πλάτων
4678767 παλαιφατον
σὲ δ ' ἀλκά παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει . Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες : ὅσσα δ ' ἀμφ ' ἀέθˈλοις ,
τοῦτο πατροκτονήσας ἐπὶ πέρας ἤγαγεν ὁ Οἰδίπους . ἄλλως : παλαίφατον : τὸ πάλαι πεφατισμένον καὶ ῥηθὲν Λαίῳ . ἐν
4670251 ἑκηβολον
, τὰ δ ' ἄποινα δέχεσθαι , ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα . Ἔνθ ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
θεᾶς Ἰτωνίδος ἦεν Ἀθήνης : δεξιτερῇ δ ' ἕλεν ἔγχος ἑκηβόλον , ὅ ῥ ' Ἀταλάντη Μαινάλῳ ἔν ποτέ οἱ
4667851 σκηπτος
οἷς ἔδει τιμᾶσθαι ἐπὶ τούτοις καὶ εὐθύνεσθαι , οἷον ἠνέχθη σκηπτὸς ἐπὶ τὴν Περικλέους οἰκίαν , εὑρέθησαν χίλιαι πανοπλίαι καὶ
ἡ παῖς ἦν : καὶ ἀπέσφακτο ἄν , εἰ μὴ σκηπτὸς κατηνέχθη ἀμφοῖν μέσος . μὴ ἰσχύουσα τεκεῖν ὁμοῦ τι
4664971 κατιουσι
, οἳ ἐπείτε ἔμαθον τὴν σφετέρην γένεσιν , ἠντιοῦντο αὐτοῖσι κατιοῦσι ἐκ τῶν Μήδων . Καὶ πρῶτα μὲν τὴν χώρην
ἐόντων ἐν Πελοποννήσῳ ἐκβοηθήσαντες ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἱζόμεθα ἀντίοι τοῖσι κατιοῦσι , τότε ὦν λόγος Ὕλλον ἀγορεύσασθαι ὡς χρεὸν εἴη
4657129 ἱππομαραθον
: τὸ ἄγριον μάραθον , ὃ καλοῦσιν διὰ τὸ μέγεθος ἱππομάραθον . . * κεδρίσιν : τῷ καρπῷ τῆς κέδρου
, σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία ,
4651767 Ἐλαιουσσα
Φοίνιξ , καὶ τοῦτο τῆς Ῥοδίας . πρόκειται δ ' Ἐλαιοῦσσα νῆσος διέχουσα τῆς Ῥόδου σταδίους ἑκατὸν εἴκοσι . μεταξὺ
Σιγειάδα ἄκραν ἐστὶν ἐν τῇ Χερρονήσῳ τὸ Πρωτεσιλάειον καὶ ἡ Ἐλαιοῦσσα , περὶ ὧν εἰρήκαμεν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις . Ἔστι
4643018 στενοτερον
ἐνωμοτία ἀνδρῶν ῆ ἢ , . ἢ κε . . στενότερον ] στενώτερον κοινῶς . στεινότερον κατὰ τὸν κανόνα τὸν
τοῦ πλαισίου , τὸ μέσον ἂν ἐξεπίμπλασαν , εἰ μὲν στενότερον εἴη τὸ διέχον , κατὰ λόχους , εἰ δὲ
4642847 τραχυτατον
βραχύν τινα χρόνον σκεψάμενοι καὶ πρὸς ἀλλήλους διαλεχθέντες , τὸν τραχύτατον ὧν ᾔδεσαν καὶ φαυλότατον ἐξήνεγκαν , ἰδιωτικὸν καὶ τοῦτον
περιϲτερεῶνι ἐν ἡλίῳ ϲὺν ὄξει τριβέντι κατάχριε ἢ ἀλκυόνιον τὸ τραχύτατον καύϲαϲ καὶ λειώϲαϲ ϲὺν ἐλαίῳ ἀπὸ λύχνου κατάχριε ἢ
4642321 Πειθεται
ἐν . Ἦ : ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης :
ἥμερον , καὶ χειρουργεῖν εὔκολον , καὶ βαδίζειν ἀσφαλές . Πείθεται ὁ Προμηθεὺς Διί , καὶ ποιεῖ ἀνθρώπους , καὶ
4638432 γλουτος
, εἰς ὃ ἔγκειται τὸ ἱερὸν ὀστοῦν , ὅπερ καὶ γλουτὸς καλεῖται καὶ κοτύλη παρὰ τὸ κοῖλον εἶναι . κοτύλαι
ἄρθρου ἐπὶ τῆς κοτύλης ὀχέεται . Ἔξωθέν τε αὖ ὁ γλουτὸς κοῖλος φαίνεται , ἅτε ἔσω ῥεψάσης τῆς κεφαλῆς τοῦ
4631733 νησιον
Ἐρυθρῶν , ὡς Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . καὶ λιμὴν ὁμώνυμος καὶ νησίον ὁμώνυμον , οὗ κατὰ τὸν παράπλουν λῃστήριόν τι μέγα
καὶ βαθύς , χώματι σκεπαζόμενος : πρόκειται δ ' ἀμφοῖν νησίον μέρος τῆς πόλεως ἔχον αὐτόθι συνοικούμενον : κατεσκεύασται δὲ
4629156 Ἀκανθιον
δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Νόστων φησὶ Πρόξενον καὶ τὸν Ἀκάνθιον Νικομήδην ἐν τοῖς Λακεδαιμονικοῖς ἱστορεῖν μὲν ἐκ τῆς Ἀνδρομάχης
ἀντιπέρας ἤπειρον παρά τε τὸν Ἀρταχαίου καλούμενον τάφον καὶ τὸν Ἀκάνθιον ἰσθμόν , ἔνθα τοι καὶ ἡ τοῦ Πέρσου φαίνεται
4623206 δεκαπηχυ
: ἦν δὲ τὸ δένδρον μέγα μῆκος μὲν μεῖζον ἢ δεκάπηχυ , πάχος δ ' ὥστε μὴ ῥᾳδίως ἂν περιλαβεῖν
Καὶ μὴν καὶ ἴχνη μεγάλα ἐντετύπωται τοῖς δρόμοις ἐς τὸ δεκάπηχυ μέγεθος τοῦ ἥρω . Βαδίζοντος , ξένε , τὰ
4623155 παλαιστην
πεπλήρωτο ἡ πύελος , ἐνέδει δὲ ἀπὸ τοῦ χείλους ἐς παλαιστὴν ἴσως . παρέκειτο δὲ τῇ πυέλῳ καὶ στήλη βραχεῖα
πόλεως Ἀχαϊκῆς μιᾶς τῶν ἐν Πελοποννήσῳ , Χαίρωνα δὲ τὸν παλαιστὴν τύραννον ἐγκαταστῆσαι . πρὸς δὲ τοῦτο ἀντίθεσιν μὲν φέρουσαν
4620052 παμπονηρον
' ἐκάλεσε , Πέλοπί γ ' ἔρανον ἱστιῶν . ἦ παμπόνηρον ὄψον , ὦ ' τάν , ὁ γέρανος .
. μὴ δῷς οὖν κἀμοί , πρὸς Ἀδώνιδος , εἰκάσαι παμπόνηρον ἄνθρωπον , ἁπάσῃ κακίᾳ σύντροφον , ἡμέρᾳ δυσφήμῳ καὶ
4616643 καλεομενον
μὲν προσκυνέουσί τε καὶ εὖ ποιεῦσι , τὸν δὲ Χειμῶνα καλεόμενον τὰ ἔμπαλιν τούτων ἔρδουσι . Πλοῦτον δὲ τούτῳ τῷ
τὸν μαργαρίτην δὴ τὸν θαλάσσιον , οὕτω τῇ Ἰνδῶν γλώσσῃ καλεόμενον : τὸν γὰρ Ἡρακλέα , ὡς καλόν οἱ ἐφάνη
4610588 Κειων
ποτε νόμος . οὗ μέμνηται καὶ Μένανδρος : καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι . Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν
τῶν αἰγῶν . Αἰσχυλίδης ἐν τοῖς περὶ γεωργίας κατὰ τὴν Κείων γῆν πρόβατα γίνεσθαι ὀλίγα ἑκάστῳ τῶν γεωργῶν φησι .
4610364 διαναυμαχειν
ἐπύθετο τὰ τῶν νεῶν σαφῶς , βουλομένων τῶν ξυναρχόντων ὑπομείναντας διαναυμαχεῖν , οὐκ ἔφη οὔτ ' αὐτὸς ποιήσειν τοῦτο οὔτ
τὸ ναυτικόν . οὔκουν ἔφασαν χρῆναι μέλλειν ἔτι , ἀλλὰ διαναυμαχεῖν . καὶ μάλιστα οἱ Συρακόσιοι ἐνῆγον . αἰσθόμενοι δὲ
4605405 Μαχαιρα
πολλοῖς ἀγνοουμένων . Μάρμαρον : λέγεται διὰ τὸ μαίρω . Μάχαιρα : διὰ τὸ χαίρειν τοῖς αἵμασι . Μάρμαρον :
. . : Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος καλούμενος Μάχαιρα : ἔστι γὰρ σιδήρου παραπλήσιος : ὃν ἐὰν εὕρῃ
4604344 ΣΟΣ
τὸ μέντοι Θυεσσός δύο ΣΣ ἔχον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα ὀξύνεται : εἰ δέ τι
τὸ μέντοι Σῶσος ἀπὸ τοῦ σώσω βαρύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ δισύλλαβα ἀρσενικὰ μονογενῆ παραληγόμενα διχρόνῳ ἐκτεταμένῳ βαρύνεται : Ἶσος
4602353 Κερνη
σὺν τῷ Ἀριστοτέλει ἀπῆραν εἰς Κυρήνην . Τέμπεα Κέρνης ] Κέρνη λίμνη ἐστὶν Αἰθιοπίας παρὰ τῷ ὠκεανῷ : τὰ δὲ
ἱεροί . Κατὰ δὲ ταῦτα νῆσός ἐστιν , ᾗ ὄνομα Κέρνη . Παράπλους δὲ ἀπὸ Ἡρακλείων στηλῶν ἐπὶ Ἑρμαῖαν ἄκραν
4594661 ἀκαμπες
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς
4594272 ὁμοζυγον
θυσίας ἃς ἐμοὶ ἔθυσεν ἱλαστηρίους ἐδεξάμην . . ἄκοιτιν ] ὁμόζυγον . . ταρβῶ ] ἐκπλήττομαι . . πρευμενὴς ]
μόνον τὸ πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ὁμοζύγου : τὸ γὰρ ὄνομα ὁμόζυγον τοῦ ὁρισμοῦ , διὸ καὶ ἀνθορίζονται : ὄνομα γάρ
4593992 ἀναξηραινεσθαι
χρόνον τὸ ὕδωρ , καὶ τὰς ῥαχίας μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ἀναξηραίνεσθαι , ὥστε τοὺς πλέοντας , εἰ περιπέσοιέν ποτε τούτῳ
Οἰνοπίδης δὲ ὁ Χῖος λέγει τοῦ μὲν χειμῶνος τῶν ποταμῶν ἀναξηραίνεσθαι τὰς πηγάς , ἐν δὲ τῶι θέρει θερμαινομένας ῥεῖν
4585289 ἐχυρον
θεῖον τρέπεσθαι καὶ ταῖς τῶν τόπων μεταβολαῖς τὸ τῆς γνώμης ἐχυρὸν ἀλλάττειν , εἰς ἕτερον ἀπαγαγὼν χωρίον ἐκ λόφου πάνυ
αὖθις ἕτεροι δηλοῦντες ἐξ ἐφόδου τι καταληφθῆναι πρὸς αὐτῶν χωρίον ἐχυρὸν Κορβιῶνα καλούμενον , ἐν ᾧ φρουρά τις ἦν Ῥωμαίων
4583444 Τυρσηνοις
Τηλέφου παιδὸς Τάρχωνος . . πλάναισιν : ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ Τυρσηνοῖς νάνος καλεῖται δηλοῦντος τοῦ ὀνόματος τὸν πλανήτην . ἐγὼ
λέγων . τύρσις δὲ τὸ τεῖχος , διότι παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς πρῶτον ἐπενοήθη τεῖχος . τύρσις τὸ τεῖχος , ὅτι
4582614 ὁμηρος
μοι , ἔφη , ὁ παῖς , ἵνα σοι δοθεὶς ὅμηρος , ὦ Καῖσαρ , δουλείαν ηὐτύχει τῆς ἐμῆς βασιλείας
ἥβης ἡ ἥρα : Λακτίζοισα . σκληρᾷ μεταφορᾷ κέχρηται . ὅμηρος δὲ οὐχ οὕτω λέγει , ἀλλά : κνίσση δ
4582112 Συμη
ἐν δὲ τῷ Ῥοδιακῷ , καὶ τῷ Καρπαθίῳ πελάγει ; Σύμη νῆσος . . . . . . . .
ΜΗ φύσει μακρᾷ παραληγόμενα βαρύνεται : μνήμη κνήμη φήμη λύμη Σύμη . σεσημείωται τὸ τιμή προσηγορικὸν ὀξυνόμενον . Τίμη δὲ
4577818 ἠσελγαινον
καὶ τοὺς Κενταύρους κεκληκὼς ἐπὶ τὸ δεῖπνον . Ὡς δὲ ἠσέλγαινον ὕβρει , καὶ μεθύοντες οὐκ ἀπείχοντο τῶν γυναικῶν ,
ἐκείνου καὶ κακίσαντος αὐτοὺς οὐ μόνον περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς ἠσέλγαινον , ἀλλὰ καὶ περὶ ὧν ὅλως ἐποίουν ἐν τῷ
4576213 ϲανιδοϲ
καὶ τότε ἀποτίθεϲο μὴ ἐπ ' ἐδάφουϲ ἀλλ ' ἐπὶ ϲανίδοϲ . τινὲϲ δὲ ἀντὶ τῆϲ ἡλιώϲεωϲ καθίαϲιν εἰϲ φρέαρ
ὡϲ ἀρτίωϲ εἴρηται : χρῆϲθαι δὲ καὶ τῇ διὰ τῆϲ ϲανίδοϲ πιλήϲει κατὰ τὸ πυγαῖον , ἔνθα καὶ τὸ ἄρθρον
4574861 Ταβαι
δωδεκάτῃ ” εἰσὶ δὲ τοῖς Φρυξὶν ὅμοροι καὶ τῇ Καρίᾳ Τάβαι καὶ Ἴσινδα καὶ Ἄμβλαδα ” . ὁ πολίτης Ἀμβλαδεύς
' ἱπποδάμοισι Γερηνοῖς „ . ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Καρίας Τάβαι . καὶ τρίτη τῆς Περαίας , ἣν Ἀλέξανδρος ἐν
4574180 βιωσασα
τῆς Ἀσίας ἁπάσης πλὴν Ἰνδῶν ἐτελεύτησε τὸν προειρημένον τρόπον , βιώσασα μὲν ἔτη ἑξήκοντα δύο , βασιλεύσασα δὲ δύο πρὸς
οὐκ ἦλθεν , ἀλλ ' ἀπέθανεν οὐ πολὺν μετέπειτα χρόνον βιώσασα . μεʹ . Ξυνέβη δὲ καὶ Καννοῖ τῇ Στοργίππου
4574034 πηδημα
οὗτος , εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι , ἰδοὺ Ῥόδος καὶ πήδημα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι , ἐὰν
τὸν [ ] ὅλον ἄνθρωπον % καὶ τὸ [ ] πήδημα τῆς καρδίας [ | κεινεῖ ] [ ὅσα τῶν
4573558 χρυσοχοος
προσήγαγεν ταὐτὸ δίκαιον τοῦτο , ἀλλ ' αὑτὸς ῥήτωρ , χρυσοχόος , ταμίας , ἀντιγραφεὺς γέγονεν . καὶ μὴν εἰ
Ἔτι τὰ παρὰ τὸ ” χέω ” σύνθετα παροξύνεται : χρυσοχόος οἰνοχόος . τὸ πρόχοος δὲ ἀπὸ προθέσεως . Ὅσα
4572574 ἐσφερειν
ἡ πόλις εἶχε , συνενεγκὼν ἐκέλευε καὶ τὸν ἰδιωτικὸν ἑκάστους ἐσφέρειν ὑπὸ ζημίαις καὶ μηνύμασιν , οἵοις καὶ Κάσσιος ἐκήρυξεν
ὡρισμένων ἐς τὸν πόλεμον τὸν Κασσίου τε καὶ Βρούτου , ἐσφέρειν δὲ καὶ μοῖραν τοὺς ἐκ διαθήκης τι καρπουμένους .
4572276 ἐφυδρον
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν : φιλεῖ γὰρ τὰ τοιαῦτα
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν . φέρει δὲ τὰ μῆλα
4570315 Φαλισκους
τῆς Ἰταλίας καὶ τοῖς πᾶσιν ἀφθονωτάτην . Μετὰ ταύτην αἱρεῖ Φαλίσκους , πόλιν οὐχ ἥττω τῆς προτέρας : ἀλλ '
ἐν τούτοις ἦν , κατὰ δὲ τὴν Ἰταλίαν Ῥωμαῖοι πρὸς Φαλίσκους εἰρήνην ποιησάμενοι , πρὸς δὲ Αἰκίκλους πόλεμον τὸ τέταρτον

Back