| τὸ τὴν αἰτίαν ἔχον καὶ τὴν πηγὴν τοῦ νοσήματος , ὁρμηθὲν δὲ ἐντεῦθεν τὸ δεινὸν συνελκύσῃ τὲ καὶ συνεπισπάσηται τῇ | ||
| τῆς ναυμαχίας ἐξεφοίτα μὲν ὁ Ἴακχος συνναυμαχήσων , νέφος δὲ ὁρμηθὲν ἀπ ' Ἐλευσῖνος καὶ ὑψωθὲν ὑπὲρ τῶν νεῶν ἐγκατέσκηψεν |
| σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ | ||
| σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ |
| . Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω : ἀΰω , ἄϋος , καὶ κατὰ συναίρεσιν αὖος , ὁ | ||
| τὸ ὕω , τὸ βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον |
| , ἕως ἂν τὸ ἁπλῶς ζῷον ἀποτελέσῃ καὶ τὸ καθόλου στῇ . καὶ ἐν τούτῳ ὡσαύτως , τουτέστι τὸ αὐτὸ | ||
| τὰς ἱερὰς καὶ ἀναφεῖς καθαγιάζων ἀρετὰς ἐκθυμιᾷ . ἐπειδὰν δὲ στῇ τὸ ἐνθουσιῶδες καὶ ὁ πολὺς ἵμερος χαλάσῃ , παλινδρομήσας |
| ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν | ||
| ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν |
| ὁμόνοιά τε καλεῖται καὶ πέρασις , καὶ ἅλιος ἀπὸ τοῦ ἁλίζειν . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ ἀνεικία διὰ τὴν ἀνταπόδοσίν τε | ||
| ἀνθρώπινα , τραχὺς καὶ τραγοειδής . ἥλιος . ἀπὸ τοῦ ἁλίζειν εἰς αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους : ἢ ἀπὸ τοῦ ποικίλλειν |
| τοῦ λογικοῦ καὶ παρὰ τοῖς φιλοσόφοις θρυλουμένου , κατ ' ἐπακολούθημα δὲ καὶ περὶ ἑκάστου τῶν κατὰ τὸν βίον . | ||
| περιεργοῦντος ἐφόλκιον , τοῦ δὲ τὰς ἐν πόλει τιμὰς διώκοντος ἐπακολούθημα ; Μὴ τοίνυν κακοδαίμονας κάλει τοὺς τὴν μεγίστην εὐδαιμονίαν |
| ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : τρύζει δ ' ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον , ὡς ἀπολεῖται , | ||
| κατά . Κλάζει : ἀδυνατεῖ , ἠχεῖ , ἐξ ἀσθενείας τρύζει , τουτέστι τρύζει , τείνεται , ἢ ποτὲ μὲν |
| λειπόμενα κατὰ τὴν ποίησιν . τοῦ γὰρ κόσμου κατὰ μικρὸν ὑπορρέοντος εἰς τοῦτο ἔδει τὸ ἁμάρτημα κατενεχθῆναι καὶ δοκεῖν λαλεῖν | ||
| . τὸ θηρίον τοῦτο τί ἐστιν , ὁ τόκος ; ὑπορρέοντος ] προβαίνοντος , ἀναλισκομένου . τί δῆτα τὴν θάλατταν |
| προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων | ||
| φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος |
| διαλεχθῆναι πρότερον περὶ τῶν καθόλου ϲυρίγγων . ἡ τοίνυν ϲῦριγξ κόλποϲ ἐϲτὶ τετυλωμένοϲ ποϲῶϲ ἀνώδυνοϲ ἐν τοῖϲ πλείϲτοιϲ τῶν μορίων | ||
| τοῦ γόνατοϲ . εἰ μὲν οὖν μὴ δέοιτο ϲαρκώϲεωϲ ὁ κόλποϲ , εὐθὺϲ δι ' εὐθυτρήτου τινὸϲ αὐλίϲκου κύϲτιν ἔχοντοϲ |
| , καὶ ἠλάσκω κατὰ τροπήν , ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς | ||
| σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπεδανὸς ὁ μὴ δυνάμενος ἐκ τοῦ πέδου ἀναστῆναι δι ' |
| . ὅτε δέ ἐστιν ὁ Κρόνος κύριος τοῦ ἔτους καὶ ἀποκαταστῇ εἰς τὸν κατὰ πῆξιν αὐτοῦ τόπον καὶ διαμετρήσει τοῦτον | ||
| καὶ τῶν μελῳδιῶν . Εἰ δὲ ἐπὶ τὸν οἰκεῖον τόπον ἀποκαταστῇ καὶ ἔχει λόγον εἰς τὸ ἔτος καὶ ὑπάρχει ἐπίκεντρος |
| ἀλέῃ μᾶλλον : ψῦξιϲ γὰρ ἔμφυτοϲ ἡ αἰτίη . κοίτη εὐαφήϲ , ϲτρώματα , τοιχογραφίη , ποικίλα πάντα , ὁκόϲα | ||
| ἀλλὰ ϲηπτικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐκδαπανᾶν τὸ ἐγκατάλειμμα . Τὸ ἀνεύρυϲμα ὄγκοϲ εὐαφήϲ ἐϲτι καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ὑπείκων ἐξ αἵματόϲ τε καὶ |
| ἀπερρηγμέναι , ἀπεσπασμέναι ἀπ ' ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ | ||
| . ῥηματικὸν ὄνομα ἴνις . καὶ θέω θίνη , ῥήσσω ῥήξω ῥηγμίν . αἱ δὲ ἶνες , τῷ εἶναι καὶ |
| οὖν μεταξὺ δέρματοϲ καὶ περικρανίου ὑμένοϲ παρέπεται ὄγκοϲ εὐαφήϲ , ὁμόχρουϲ , ἀναλγήϲ , εἰϲ ὕψοϲ κεκυρτωμένοϲ , δι ' | ||
| , φηϲί , τὰϲ λεύκαϲ ἐλλεβόρῳ λευκῷ , ἕωϲ ϲυνιδρώϲαϲαι ὁμόχρουϲ γένωνται τῷ ἄλλῳ ϲώματι , κατάχριε Ϲινωπίδι ἢ Μηλιάδι |
| γυῖα φέρειν δύνατ ' , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἦκα μαραινομένοιο παρίεται ἄφρονι νάρκῃ . ἡ δ ' εὖ γινώσκουσα θεοῦ | ||
| ἐπιθέματα καὶ ϲιναπιϲμούϲ . Περὶ τῆϲ τοῦ φωνητικοῦ παρέϲεωϲ . παρίεται δὲ καὶ τὸ φωνητικὸν ὄργανον ἔνδοθεν , λέγω δὴ |
| ἄλλως ἀνδρικόν : καὶ ἡ πλάνη φαίνεται πάντως ἀδικουμένου . Ἴωμεν οὖν Κιλικίαν μὲν ἀφέντες ἐπὶ Καππαδοκίαν καὶ τὸν Πόντον | ||
| μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς τραγῳδούς , οὐκ ἐπειδὴ μὴ προσήκει πᾶσιν |
| ὁ ἰατρὸς μεθ ' ὅρκου ἀπεκρίνατο : Οὗτος εἰ μὴ ἐκλύσθη , ἐλάκησεν ἄν . Κυμαῖος ἰατρὸς τέμνων τινὰ δεινῶς | ||
| κυανοπρῴροιο τυτθόν , ἐδεύησεν δ ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι . ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης : τὴν δὲ πρόσω |
| ] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον , | ||
| Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει |
| δὲ ἐκ πληγῆϲ ἢ θλάϲματοϲ , κατ ' ἀρχὰϲ μὲν ἐνερευθὴϲ καὶ ἐπώδυνοϲ γίνεται ὁ ὄγκοϲ , ὕϲτερον δὲ ἀργευομένου | ||
| θαλάϲϲηϲ . Τοῖϲ ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένοιϲ αὐτὸϲ μὲν ὁ τόποϲ ἐνερευθὴϲ φαίνεται καὶ ὅμοιοϲ κεντήμαϲιν , οὔτε ᾠδηκὼϲ οὔτε περίθερμοϲ |
| γὰρ ἡ τοῦ μ στοιχείου ἐγχάραξις ὥσπερ καὶ νυγμή καὶ ξυσμή ἡ τοῦ ν καὶ τοῦ ξ . . . | ||
| διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷαν , νυγμή : ξυσμή : πυγμή : δυσθμή . Τὰ εἰς μη ἔχοντα |
| αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω | ||
| βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ |
| καὶ τήνδε τὴν συναγωγήν . ἔργον ἐστὶν εἰς τρίκλινον συγγενείας εἰσπεσεῖν : οὗ λαβὼν τὴν κύλικα πρῶτος ἄρχεται λόγου πατήρ | ||
| ὅπως μὴ δύνηται ῥᾳδίως ὁ βασιλεὺς ἐξ ἐφόδου μετὰ βάρους εἰσπεσεῖν εἰς τὴν πόλιν . ἐξέπεμψαν δὲ καὶ ναῦς τῶν |
| δὲ θάτερα τὸ ἄλλο σῶμα . ὕψος δὲ ἔχων ὁ στρωτὴρ προσδεδέσθω , ὥστε μετέωρον τὸ ἄλλο σῶμα εἶναι . | ||
| θάτερα δὲ τὸ ἄλλο σῶμα . Ὕψος δὲ ἔχων ὁ στρωτὴρ προσδεδέσθω , ὥστε μετέωρον τὸ ἄλλο σῶμα εἶναι ἐπ |
| καὶ δάκνουϲα ἐκ προϲαγωγῆϲ : ἀμφοῖν γὰρ χρέοϲ ληθαργικοῖϲι ἐϲ θάλψιν καὶ ἐγρήγορϲιν . τὰ πρῶτα μὲν ὦν καὶ κνίδῃ | ||
| τροφαῖς καὶ οἴνοις ἀνακτησόμεθα : ὅσοι δ ' ἐπὶ τούτων θάλψιν ἢ θλῖψιν παραλαμβάνουσιν , οὔ μοι δοκοῦσι δύνασθαι διακρίνειν |
| . . . ἀσφάραγος : ὁ λαιμός : παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ | ||
| καὶ πάλιν : ἐρισφάραγος πόσις Ἥρης ἔσται . παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ |
| τὸ τί ἦν εἶναι , ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες . ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα | ||
| κώλυμα γίνεσθαι τῆς ἐκκρίσεως , ἀλλ ' ἀπορρεῖν εἰς τὸ κάταντες , γνώριμόν ἐστιν . μετὰ δὲ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν |
| ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε καὶ Ἱπποθόων μεγάθυμος Ἢ | ||
| , οἳ δὲ Ποσειδάωνος ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε |
| ω , ἀγριώτης . Ἀγαυός . Ἡρωδιανὸς λέγει παρὰ τὸ γαίω τὸ γαυρίω ἀγαιὸς εἶναι , καὶ τροπῇ τοῦ ι | ||
| αἰγιαλός : παρὰ τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς |
| ἢν δὲ πολὺϲ μὲν ἱδρὼϲ ἐκρέῃ , ϲφυγμοὶ δὲ πρὸϲ ἀκινηϲίην , ὀξεῖα δὲ φωνὴ , ἄθερμοι δὲ καὶ τὰ | ||
| ἴϲχει δὲ καὶ ἐξ ἑωυτέων καὶ ἔλαϲϲον : τάδε μέντοι ἀκινηϲίην πάϲχει μᾶλλον : ϲπάνιον δὲ εἴ κοτε ἐξ ἑωυτέων |
| πάσσαλος Τάνταλος † κόκαλος . ἐκ δὲ τοῦ ἤκαλος γίνεται ἀκαλός κατὰ συστολὴν τοῦ η εἰς α καὶ ὀξύνεται ὁμοίως | ||
| ὁμοίως τῷ ἁπαλός ὁμαλός χθαμαλός . ἐκ τούτου οὖν γίνεται ἀκαλός ἀκαλά , ὡς ὁμαλός , ὁμαλά , ὡς παρὰ |
| ' ἐρόεντα βῶμον πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι Μᾶλις μὲν ἔννη λέπτον ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτωι λίνον ὀνίαν τε | ||
| οἷον τοοῦτος εἰς Θήβας πάϊς ἁρμάτεσς ' ὀχήμενος Μᾶλις μὲν ἔννη λεπτὸν ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτῳ λίνον κανὼν δὲ |
| οὐκ Ἀμαλθείας κέρας . ὡς δ ' εἰς τὴν Λέβεδον κομίζομαι καὶ μάλ ' ἀπροσδοκήτως καὶ ἀγαπητῶς διαγενόμενος , τοῦτο | ||
| λέκτρων δεσπότης ἄλλων ἔφυς ; ἣν ἄντρα κεύθει κἀκ Φρυγῶν κομίζομαι . οὐκ ἔστιν ἄλλη σή τις ἀντ ' ἐμοῦ |
| καὶ τὴν μετάθεσιν εἶναι , οὐκ ὄντος δὲ σημείου κρινομένου συνεκλείπει καὶ ἡ μετάθεσις : ὡς δεδωκὼς οὖν ὁ Ἑρμογένης | ||
| πρός τι τοῦ δευτέρου ἐμπίπτει καὶ αὐτό : ἐκλείποντος δὲ συνεκλείπει : ἐκλείπει δὲ τὸ πρός τι , ἐφ ' |
| κατοικίαν καὶ τὴν παρὰ Θεοπόμπωι Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίωι δὲ Κιμμερίδα πόλιν , παρ ' Εὐημέρωι δὲ τὴν | ||
| ἀντὶ τοῦ ἀδελφὸν καλεῖν παρ ' Ἰσοκράτει ἐν Αἰγινητικῶι καὶ Ἑκαταίωι τῶι Μιλησίωι ἐν β Ἡρωολογίας καὶ Στράττιδι ἢ Ἀπολλωφάνει |
| τοῖς κατὰ μέρος . Ἐπὶ τῶν τῆς γένυος διαφορῶν , ὑπτίου τοῦ πάσχοντος ἐσχηματισμένου , ἄν τε καθ ' ἓν | ||
| ! ! θεν ? : ! ιον Ἀϲτυάνακτοϲ [ ] ὑπτίου ? [ κατακειμένου [ ] , δοίδυκτακαιϲ [ ! |
| ἀκρότατον δὲ παρ ' οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην , σανίδες δ ' ἔχον εὖ ἀραρυῖαι : τὴν | ||
| Λαύρα : ἡ πλατεῖα ῥύμη . οἷον : οὐδῷ ἐς λαύρην . παρὰ τὸ λίαν ἔχειν αὔραν . ἢ δι |
| κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο , | ||
| ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους , |
| ; Ὁ τεὸς σπόρος με τίκτει , ἵνα φίλτρα πᾶσι μίσγω , γονίμους σχέσεις λαβοῦσα : πόθεν οὖν ἔχω τι | ||
| ἀναβάλλειν τὸ ἰσχίον : δίσκος : πρίσκος : κρίσκη : μίσγω : μισθός : ὄλισθος : Αἴγισθος : λιμνίσκος : |
| τὸν τῆς κινήσεως τρόπον . ἀλλὰ καὶ τμηθεὶς ἅπας μῦς ἐγκάρσιος μὴ πάνυ λεπτῇ μηδὲ ἐπιπολῆς τῇ τομῇ βλάπτει μέν | ||
| Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : εἰρωνεύεσθαι , ψευδολογεῖν : χλευάζειν , ὑποκρίνεσθαι : |
| καὶ ὑστριχίς , τάχα δὲ καὶ κῴδιον καὶ κῳδάριον καὶ ἀρνακίς , καὶ βακτήριον , καὶ σάκκος , καὶ λυχνίς | ||
| περιδέραιον καὶ περιδερὶς ὀνομάζεται : ἔνδοθεν δ ' αὐτῷ ὑπερράφθω ἀρνακίς , ὡς μὴ τρίβοιτο ὑπὸ τοῦ λώρου ἡ δειρὴ |
| παρὰ τὸ μαίρειν , ὅ ἐστι λάμπειν , ὅθεν τὸ μαρμαίρω * * * πλεονασμῷ τοῦ ρ , ὡς εἶναι | ||
| καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ μαρμαίρω : κατὰ στέρησιν ἀμαυρός . Ἀσάμινθος , ἡ λεκάνη |
| καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ , τρέψας εἰς τὸ | ||
| εἰσερχομένου τοῦ ὕδατος ἐμπλησθῇ τὰς κοιλότητας , καὶ οὕτω γένηται ὑποβρύχιος , διὰ τοῦτο φεύγων τὸν κίνδυνον στρέφει ἑαυτὸν ὕπτιον |
| ' ἀρχὰϲ μὲν οὖν ἐντυχόντεϲ τῷ κάμνοντι μετὰ τὴν τῶν ϲκυβάλων διὰ κλυϲτῆροϲ κένωϲιν φλεβοτομίαν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ παραλάβωμεν μετὰ | ||
| ἐλάχιϲτον καὶ γίγνεται χρήϲιμον ἐπὶ τῶν διὰ ἕλκωϲιν ἐντέρων κατεχομένων ϲκυβάλων καὶ ἐπὶ τῶν ῥυπαρῶν ἑλκῶν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ . |
| καὶ σπάνιόν ἐστι τὸ ἐναντίον . συλλαβούσης γοῦν τῆς γυναικὸς χάσκει μὲν τὸ κατ ' εὐθὺ τῆς μὴ συνειληφυίας : | ||
| λευκὴ γάρ , καταμέμφεται , πρὸς δ ' ἄλλην τινὰ χάσκει . Κλεοβούλου μὲν ἔγωγ ' ἐρέω , Κλεοβούλωι δ |
| : πολλάκις δὲ ἢν ἐς τὰ κάτω τράπηται ὀδύνη , διαδιδοῖ ἐς τὴν κύστιν διὰ τῶν φλεβίων , καὶ οὐρέει | ||
| ἐπίπλοα ἐκδέχεται καὶ καθίησι τὴν ὑγρασίην : τὸ δὲ ἐπίπλοον διαδιδοῖ τῇσιν ἀδένεσιν . Ἔχουσι δὲ καὶ οἱ νεφροὶ ἀδένας |
| ἀκούει , τὰ δ ' ἄλλα τυφλά . Τιθωνὸν ἐν κοίτῃσι : κατὰ τὸ μυθικὸν καὶ τὴν ἱστορίαν ὁ Τιθωνὸς | ||
| ἀδελφὸν ἱστορίαις καὶ μύθοις μόνοις θέλγειν τοὺς νέους βουλόμενος . κοίτῃσι κοίταις : ἰωνικῶς δὲ ἐτράπη τὸ α εἰς η |
| , ἐκρατύνατο . καὶ αὐτῷ ἡ βουλὴ θρίαμβον Ἰλλυρικὸν ἔδωκε θριαμβεῦσαι , ὃν ἐθριάμβευσεν ὕστερον ἅμα τοῖς κατ ' Ἀντωνίου | ||
| τὸ κοινὸν ταμιεῖον . ἐφ ' οἷς ἡ μὲν βουλὴ θριαμβεῦσαι παρέσχεν αὐτῷ , ὁ δὲ τῆς πομπῆς τὴν παρασκευὴν |
| τῶν ἐν αὐτῷ φθειρομένων : οὐ γὰρ εἰ τὸ πῦρ φθαρείη , συναπόλλυται καὶ ὁ τόπος , φθειρομένου δὲ τοῦ | ||
| , οἷον φθαρείη ποτ ' ἂν λευκότης ἐπικαυθέντος ἀνθρώπου , φθαρείη δ ' ἂν εἰς μελανίαν . εἰ δὲ καὶ |
| ἥκιστα , οὐδ ' ὅλως μετὰ ῥήματος . . . ἀκαλαρρείτης : ὄνομα ποταμοῦ , ὁ Ὠκεανός , οἷον : | ||
| δὲ δισσοί χεύμασιν ἀπλώτοισι περισχίζουσι ῥέεθρα Φᾶσις τ ' εὐρυμενὴς ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης : τόν ῥα πλημμύρουσα διὰ χθονὸς εἰς |
| εἶναι ἰσοσυλλάβως τῷ ῥήματι , ὡς μάσσω μάκτρα , καλύψω καλύπτρα . οὕτω Φιλόξενος . . , : φάρυγξ : | ||
| οὐράν : ἤρτητο δὲ ἀμφοῖν ἑκατέρωθεν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν ἡ καλύπτρα κύκλῳ τῶν νώτων ἐμπεπετασμένη : ὁ δὲ κόλπος τοῦ |
| ὑγροῦ ὄντοϲ , καθ ' ἃ ἡ κορυφὴ τοῦ ἐπιγενητοῦ διαϲημαίνει χιτῶνοϲ , κατ ' ἐκεῖνα τὴν διαίρεϲιν ἐμβαλοῦμεν , | ||
| τὴν ῥάχιν , ἣν ὁ ϲφυγμὸϲ ἐϲ τὸ ἕτερον ὑποχόνδριον διαϲημαίνει : ξυμπαθὴϲ γὰρ καὶ ἥδε γίγνεται παρ ' αὐτέην |
| καλεῖται δὲ καὶ ὁ διάπυρος σίδηρος : μύδρος ἐκ τοῦ μύζω τῶ ἠχῶ ῥῆμα , γίνεται πεποιημένη φωνή . μεμερτινὸς | ||
| ῥώζω καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , ὡς μύζω μυδῶ καὶ χάζω χαδῶ , ἔνθεν τὸ „ κεχανδότα |
| τὰς πάχνας αὐτάς . Ἡσίοδος . Λιασθείς : τὸ θέμα λιάζω . τοῦτο παρὰ τὸ ἀλῶ τὸ πλανῶ καὶ ἐκκλίνω | ||
| τοῦ στερητικοῦ α , ἄκρατος . Ἀλίαστος , παρὰ τὸ λιάζω τὸ ἐκκλίνω . ὁ μέλλων λιάσω : ὄνομα ῥηματικὸν |
| ἀκροάσομαι τῆς δίκης . ” προσκυνήσας ὁ Διονύσιος ἀπηλλάγη . Παρασκευὴ οὖν ἐντεῦθεν ἐγίνετο ἐπὶ τὴν δίκην παρ ' ἑκατέρων | ||
| ἔπεισε γῆμαι τὰς τῶν ἐπισήμων βαρβάρων θυγατέρας . λαʹ . Παρασκευὴ τῆς ἐπὶ Ἰνδοὺς στρατείας . λβʹ . Ἐμβολὴ εἰς |
| νομὴ τῆς ἐπιδέσεως κατὰ τῶν ὤτων , αὐτοῦ γινομένου τοῦ ἅμματος ὑπεράνω μετώπου . Οὗτος ὁ ἐπίδεσμος δύο ἔχει κυκλοτερεῖς | ||
| Δινωτός : στρογγύλος , συστρεπτικός . κύβος : σφαῖρα . ἅμματος : σχοινίου , διά . Βαθὺν δόλον : ἢ |
| τοῦ ζῆν ἀσφαλῶς ᾑρημένος . τὸ δὲ κατὰ παρένθεσιν ἐξ ἐπεμβολῆς γίνεται , οἷον τοῦ τ ' ἐκεῖνον , ὅπερ | ||
| κατ ' ὀρθότητα ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ τὰ χωρὶς ἐπεμβολῆς , κῶλα δὲ τὰ ὀλίγῳ τῶν κομματικῶν μείζονα ἢ |
| καὶ κἂν μηδὲν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ πάσχει , ἐκείνων μεταβαλλόντων συμμεταβάλλει . οὕτως δὲ μεταβάλλει τὰ πρός τι , | ||
| τὴν δύναμιν καὶ τὴν τροφήν . ἀνάγκη τοίνυν αὐτῶν μηκέτι μεταβαλλόντων εἰς αἱματώδη τὴν ἀναδιδομένην τροφὴν εἰς ἀτμώδη τινὰ καὶ |
| Γλαῦκος ἐν * Ἀραβικῆς ἀρχαιολογίας . Γέα , πόλις πλησίον Πετρῶν ἐν Ἀραβίᾳ , ὡς Γλαῦκος ἐν Ἀραβικῇ ἀρχαιολογίᾳ . | ||
| ἄλλα τινὰ ἐγκώμια καὶ λόγους . . Γενέθλιος : ἐκ Πετρῶν , μαθητὴς Μινουκιανοῦ καὶ Ἀγαπητοῦ , ἀντιπαιδεύσας κατὰ τὰς |
| τινα κτλ . . , : μάραγδος : παρὰ τὸ μαίρω , ὁ μέλλων μαρῶ , οὗ παράγωγον μαράσσω , | ||
| . . . ὁ εὔληπτος καὶ δῆλος . παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ τὸ μαρμαίρω καὶ |
| Φαραώ : λέγεται γὰρ τῷ προφήτῃ : „ ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ , καὶ στήσῃ συναντῶν αὐτῷ παρὰ | ||
| ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ . ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον : ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς |
| ἐμπέπτωκε καὶ δεῖ πτήσεως μακροτέρας , ἢ κατὰ τῆς γῆς ἐνήνεκται καὶ καιρὸς ἥκει διαναπαύσεως . Μεθίστανται δὲ ὀρνέων γένη | ||
| , οὐδεμία γὰρ παρὰ τῶν δικαστῶν ὑπὲρ τοῦ νόμου ψῆφος ἐνήνεκται . ΛΥσεις τῷ νόμῳ , καὶ τοῖς γενομένοις εἰςαχθεὶς |
| θεῶν ἱερατικὸν ὄφελος τριπλοῦν ἐνδίδωσι , τὸ μὲν εἰς ἐπίλαμψιν τεῖνον , τὸ δὲ εἰς κοινὴν ἀπεργασίαν , τὸ δὲ | ||
| , οἷον εἶναι βούλει τὸ χρῆμα , εἴτε πρὸς εὔκλειαν τεῖνον εἴτε πρὸς ἀδοξίαν . ὁποῖον γὰρ ἂν εἴπῃς , |
| κοτύλαις ὀτο - „ βεῖ . „ καὶ πάλιν ” ψαλμὸς δ ' ἀλαλάζει : ταυρόφθογγοι „ δ ' ὑπομυκῶνται | ||
| ὁμοκλάν , ὁ δὲ χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ * * * ψαλμὸς δ ' ἀλαλάζει : ταυρόφθογγοι δ ' ὑπομυκῶνταί ποθεν |
| , ὅτι νυκτὸς εἶδεν αἵματι τὸν οἶκον αὐτῆς μεμολυσμένον . πιληθεῖσα : ἀναπαγεῖσα ἡ γῆ . αἰνυμένη : ἀπολαβοῦσα . | ||
| χεομένη καὶ πιλουμένη καὶ παντοίως σχηματιζομένη τε καὶ ἀλλοιουμένη . πιληθεῖσα μὲν γὰρ πυκνόν τε καὶ βαρὺ ἀπειργάσατο , ἀραιωθεῖσα |
| τοῖϲ ἐν θαλάϲϲῃ διατρίβουϲιν . ἡ μὲν οὖν εὐήθηϲ ἐγκανθὶϲ ἀναλγήϲ ἐϲτι ὑπόϲομφοϲ μαλακή : ἡ δὲ κακοήθηϲ ϲκληρὰ ἀνώμαλοϲ | ||
| δέρματοϲ καὶ περικρανίου ὑμένοϲ παρέπεται ὄγκοϲ εὐαφήϲ , ὁμόχρουϲ , ἀναλγήϲ , εἰϲ ὕψοϲ κεκυρτωμένοϲ , δι ' ὀλίγου ϲώματοϲ |
| ἐπὶ τῷ αὐτῷ ἡμεῖς μέν φαμεν ” σκληρότης , “ Ἐρετριῆς δὲ ” σκληροτήρ “ ; Πάνυ γε . Πότερον | ||
| μισθοφόροι ξυνεστράτευον . καὶ τῶν μὲν ὑπηκόων καὶ φόρου ὑποτελῶν Ἐρετριῆς καὶ Χαλκιδῆς καὶ Στυρῆς καὶ Καρύστιοι ἀπ ' Εὐβοίας |
| , ἔτι δὲ βορβορίζουσαν τῇ γεύσει : κἂν ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθῇ ἡ ἄδολος , ἐπιάζει ἀερόχρους γινομένη . | ||
| ξ , τὰ μὲν εἰς κος , ὡς τὸ ἄνθραξ ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ |
| τὸ ἕλκειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν . τούτων δὲ θηλὴ τὸ ἄκρον , ὅθεν τὸ θηλάζειν καὶ θηλὴν ἐπισχεῖν | ||
| ἐκτομῆς γυμνωθῇ τὸ τοῦ ἀποστήματος βάθος , συντηρηθῇ δὲ ἡ θηλὴ ἐπὶ μὲν τῶν ἀρρένων πρὸς εὐπρέπειαν , ἐπὶ δὲ |
| ποιότητα . Γάλακτος δ ' ἐκ διαφόρων οὐσιῶν συγκειμένου τῆς ὀρρώδους δηλαδὴ καὶ βουτυρώδους καὶ ἔτι τῆς τυρώδους , τὸ | ||
| πάλιν ἑψεῖν ἠρέμα , μέχρις ἂν ἐκδαπανηθῇ τὸ πολὺ τοῦ ὀρρώδους αὐτοῦ περιττώματος . τινὲς δὲ καὶ σιδήρια προπυρώσαντες μᾶλλον |
| ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ , | ||
| ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ , |
| σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ τε βίου πλήρωσε γενέθλην . ἔξοχα δ ' οὖν | ||
| καὶ ὠχροῦ καὶ κατ ' Αἰσχύλον ἐξ ὀσφυαλγοῦς καὶ ὀδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος εὐπρεπής , θεοειδής , καλλίμορφος . . . |
| γίνεται , καὶ ἡ ὄχησις πλείστη αὐτέοισιν ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεός ἐστιν . Καὶ ἀναγκάζονται κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ | ||
| βουσὶ γίνεται καὶ ἡ ὄχησις πλείστη αὐτοῖς ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς σκέλεός ἐστιν [ ην ] . ἀναγκάζονται κατὰ τὸν κενεῶνα |
| καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν | ||
| , κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ , |
| , εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό | ||
| οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν : |
| μολυβδόχρουϲ . καὶ ϲτενὰϲ ἔχουϲι τὰϲ φλέβαϲ . εἰ δὲ ϲτενάϲ τιϲ ἔχοι τὰϲ φλέβαϲ , ἰϲχνὸϲ δὲ ὑπάρχει , | ||
| μολυβδόχρουϲ . καὶ ϲτενὰϲ ἔχουϲι τὰϲ φλέβαϲ . εἰ δὲ ϲτενάϲ τιϲ ἔχοι τὰϲ φλέβαϲ , ἰϲχνὸϲ δὲ ὑπάρχει , |
| εἰρημένων . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ φυτοῦ ξηραντικῆϲ ἀδήκτου δυνάμεωϲ , μετέχουϲα καὶ ϲτύψεωϲ . Φοῦ . Τούτου | ||
| αὐστηρὰν ἐπικρατοῦσαν ἔχει ποιότητα , ὡς εἶναι δυνάμεως ξηραντικῆς ἱκανῶς ἀδήκτου . Πράσιον πικρόν ἐστιν : διόπερ ἐκφράττει , ῥύπτει |
| τὰ πάντ ' ἐπιπνεῖ , μέλισσα δ ' οἵα τις πεπόταται . σιγήσατ ' , ὦ γυναῖκες : ἐξειργάσμεθα . | ||
| ὑπ ' ἄφρονι λύμᾳ : τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσους πεπόταται , καὶ δνοφεράν τιν ' ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶται |
| σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ | ||
| ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι |
| πλοιάρια τὰ ἐν τῷ λιμένι τὰ μὲν εἰς τὴν γῆν ἐξέπιπτε , τὰ δ ' ἀλλήλοις ἐνέπιπτε καὶ συνετρίβετο : | ||
| εἰ μὲν οὖν ἅπας ὅστις εἰς γῆρας ἧκεν , οὗτος ἐξέπιπτε τοῦ φρονεῖν καὶ τῆς φύσεως οὗτος ἦν νόμος τὸν |
| ἄμπυκος ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ | ||
| κλίσεως ἔτυχε . καὶ ἕνεκα κλίσεως καὶ συντάξεως τὸ μὲν πτύξ ὄνομά ἐστιν , ἐπεὶ καὶ πτυχός καὶ πτύχες : |
| φλεγμαίνοντοϲ οὐδὲ πρὸϲ τὴν ἐλαφρὰν ψαῦϲιν ὀδυνῶνται , ἀλλ ' ἐπερειδομένων τῶν δακτύλων , καὶ τὸ ἔρευθοϲ ἥ τε ϲκληρότηϲ | ||
| . συντόνως ἐσθίει . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐρεσσόντων καὶ ἐπερειδομένων ταῖς κώπαις . οὕτω γάρ φασιν οἱ Ἀττικοὶ πᾶν |
| ὁ ἀδικῶν , ὅταν ἑκὼν βλάπτῃ παρὰ τὴν βούλησιν τοῦ βλαπτομένου . βλάπτεται - μὲν γάρ τις ἑκὼν καὶ τὰ | ||
| . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ καὶ ἐπὶ ἑκάστου οἴκου καὶ τόπου βλαπτομένου ὑπὸ κακοποιοῦ ἀποφήνασθαι τὴν βλάβην κατὰ τὴν φύσιν τοῦ |
| ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ | ||
| ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , |
| : ἔστιν ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ἐξ οὗ ἄρσιος καὶ ἀνάρσιος κατὰ στέρησιν τοῦ | ||
| παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ ἀόριστος ἦρσα , ἡ μετοχὴ ἄρσας , |
| ὡς συμβαλλόμενον τῷ ποιητικῷ : πρὸς γὰρ τούτους τοὺς λόγους ἀποβλέπουσα ἡ φύσις δημιουργεῖ , καὶ διὰ τὴν ἀιδιότητα τῶν | ||
| ὡς πρὸς τὸ αὑτῆς χρήσιμον καὶ τὸ τοῦ παντὸς ἀγαθὸν ἀποβλέπουσα ποιεῖται τὰς κινήσεις . Καὶ ἐνταῦθα γοῦν ὁρῶμεν τὸν |
| οἷς οὖν δύναται , μιμεῖται τὸν ἀνδρεῖον , διαμαρτάνων : θρασύνεται γὰρ πρὸ τῶν δεινῶν , ἐν δ ' αὐτοῖς | ||
| ὁ ἐν γῇ πόνος . Πόλεμος ὑπ ' εὐτυχίας μάλιστα θρασύνεται , ἡ δὲ γεωργία ὑπ ' εὐκαρπίας σωφρονίζεται . |
| διατρίβουσιν ἐν τῇ δοκιμασίᾳ τῶν ἵππων , διὰ τοῦτο “ ἠπιαλῶν ” ἔφη “ οἴκαδ ' ἐξ ἱππασίας βαδίζων ” | ||
| ἐξὸν καθεύδειν τὴν ἐρωμένην ἔχων ” ἀντὶ τοῦ ἔχοντα . ἠπιαλῶν ] ἀντὶ τοῦ ῥιγοπυρέτῳ περιπεσών . ἱππασίας ] ἤγουν |
| καὶ μολιβδόχρουϲ , καὶ ϲτενὰϲ δὲ ἔχουϲι τὰϲ φλέβαϲ : ἰϲχνὸϲ δὲ ὑπάρχων οὐδὲ οὗτοϲ ἐξ ἀνάγκηϲ τοιοῦτοϲ , ἀλλὰ | ||
| καὶ ἐπὶ τῆϲ ἄλληϲ ὑϲτέρηϲ . ἢν δὲ ὁ ἀϲθενέων ἰϲχνὸϲ καὶ λείφαιμοϲ ἔῃ , μὴ τάμνειν φλέβα . τάδε |
| καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν | ||
| . Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε |
| καὶ ἧπαρ , ξυνδιδοῖ δὲ τὰ ὑμένια ἐϲ ἀπόϲταϲιν καὶ ξυναγωγήν , ὅκωϲ νηὸϲ λαίφεα . πάϲχει δὲ τάδε καὶ | ||
| καὶ ἧπαρ , ξυνδιδοῖ δὲ τὰ ὑμένια ἐϲ ἀπόϲταϲιν καὶ ξυναγωγήν , ὅκωϲ νηὸϲ λαίφεα . πάϲχει δὲ τάδε καὶ |
| ὁδοὺς τοῦ περιττώματος . σπδʹ . Στραγγουρία ἐστὶν ἡ κατὰ στράγγα τοῦ οὔρου ἔκκρισις . ἢ στραγγουρία τὸ πάθος καλεῖται | ||
| καὶ τὰς μεγάλας κατασκευὰς καχλάζον ; οὕτως μικρολογεῖ καὶ κατὰ στράγγα ῥεῖ τὸ δωδεκάκρουνον ἐκεῖνο στόμα τοῦ σοφοῦ ; ἐταμιεύσατο |
| αὑτοῦ ἢ τριβοῦνον , κεφαλικῇ τιμωρίᾳ ὑποκείσθω . εἰ μέντοι ἀδικηθῇ παρά τινος , τῷ ἄρχοντι τοῦ τάγματος αὑτοῦ προσέλθῃ | ||
| πᾶσιν ὑπισχνοῦνται τοῖς ἐν τῇ πόλει , δίκην , ἂν ἀδικηθῇ τις , ἔσεσθαι δι ' αὐτῶν λαβεῖν . ὅταν |
| λαθραῖον ὠδῖν ' ἐς θεοῦ ῥῖψαι δόμον , ὑπέρ τε θυμέλας διορίσαι πρόθυμος ἦν : οἴκτωι δ ' ἀφῆκεν ὠμότητα | ||
| δόμων καί τι πυθέσθαι χρήιζετε Φοίβου , πάριτ ' ἐς θυμέλας : ἐπὶ δ ' ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ |
| ἐστι ῥῆμα , ἀφ ' οὗ τὸ ἔρρωμαι , παράγωγον ῥώζω , καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , | ||
| χαδῶ : ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , |
| ; [ Ἔφη οὔ . ] Οὐ γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς | ||
| ἂν ἐξελασθῇ πόλεως δίκη καὶ νόμος , εἰς ταύτην στάσις εἰσπορεύεσθαι φιλεῖ καὶ πόλεμος . καὶ ὅσοι μὲν οὐκ ἦλθον |
| ἀρχῆϲ ϲφοδρὸϲ ὑπάρχων ἡλικίαιϲ τε καὶ ὥραιϲ καὶ χώραιϲ καὶ κράϲεϲιν εὐκράτοιϲ ἕπεται , ὁ δὲ ἀμυδρὸϲ ταῖϲ δυϲκράτοιϲ . | ||
| καταϲτάϲεων , ἀλλὰ καὶ κωλύϲει γενέϲθαι ταῖϲ τοῦ περιέχοντοϲ ἀμέτροιϲ κράϲεϲιν τὴν ἐναντίαν ἐπιτεχνώμενοϲ δίαιταν . ὅϲα μὲν οὖν ἐγγὺϲ |
| εἶτα οἱ λοχαγοὶ ἠρεμείτωσαν , οἱ δὲ λοιποὶ κατὰ ζυγὰ προαγέτωσαν : εἶτα μεταβαλλέσθωσαν , ὥστε νεύειν ἐφ ' ἃ | ||
| τοῦ δεξιοῦ λόχου ἠρεμοῦντος οἱ λοιποὶ ἐπ ' ἀσπίδα κλίναντες προαγέτωσαν , ἕως ἂν τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα συντηρήσαντες εἰς |
| : κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ | ||
| : ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ |
| τὸν δὲ ἐν τῇ ἱεροπόλει νεών , ὃς λοιπὸς ἦν ἄψαυστος ἀσυλίας ἠξιωμένος τῆς πάσης , μεθηρμόζετο καὶ μετεσχημάτιζεν εἰς | ||
| κάτω δὴ γῆς , ἐγὼ δ ' ὅδ ' ἐνθάδε ἄψαυστος ἔγχουςεἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ κατέφθιθ ' : οὕτω |