| ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : τρύζει δ ' ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον , ὡς ἀπολεῖται , | ||
| κατά . Κλάζει : ἀδυνατεῖ , ἠχεῖ , ἐξ ἀσθενείας τρύζει , τουτέστι τρύζει , τείνεται , ἢ ποτὲ μὲν |
| καὶ ὀρχούμενοι χειμέριον . Καὶ κύων τοῖς ποσὶν ὀρύττουσα καὶ ὀλολυγὼν ᾄδουσα μόνη ἀκρωρίας χειμέριον . Γῆς ἔντερα πολλὰ φαινόμενα | ||
| , καὶ κύνες ὀρύσσοντες τὴν γῆν χειμῶνα δηλοῦσι : καὶ ὀλολυγὼν τρύζουσα ἑωθινὸν καὶ τὰ ὄρνεα εἰς τὰ πρὸς πέλαγος |
| ἄκαμπτος ἐδύσετο νειόθι γαίης , θεινόμενος στιβαρῇσι καταΐγδην ἐλάτῃσιν . Ἤλυθε δ ' αὖ Μόψος Τιταρήσιος , ὃν περὶ πάντων | ||
| οὐκ ἦεν ἀρηρώς : τοὔνεκεν Ἡφαίστοιο γόνον καλέεσκον ἅπαντες . Ἤλυθε δ ' Ἀλφειοῖο λιπὼν Πισάτιδας ὄχθας Αὐγείης , υἱὸς |
| Κ . Λ . οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων . † ) λείπει τὸ εἰμί . . Δ | ||
| τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν , αἰπεῖά τ ' ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων . ὣς ἄρ ' ἐπ ' ἀλλήλοις |
| , ἠδὲ καὶ ἶσα [ ] ερον ἄλλο . [ προσελέξατο ] ? [ : ] εἶπε δὲ τοῖα : | ||
| , ἐπεὶ μέγα φαίνετο ἔργον . ὀψὲ δ ' ἀμειβόμενος προσελέξατο κερδαλέοισι : “ Αἰήτη , μάλα τοί με δίκῃ |
| μέλιτι δεύσας προσθεῖναι : φύεται δὲ ἐν Ἄνδρῳ ἐν τοῖσιν αἰγιαλοῖσιν . Ἕτερον : ὑστέρας ἀποκαθῆραι : λινοζώστιος κεκομμένης καὶ | ||
| δ ' ἐνέκυρσαν ἑτοίμῳ . Νάσσατο δ ' Ἀρτακίοισιν ἐφέστιος αἰγιαλοῖσιν . Δαίδαλα Μαυσώλων Ἣν Δρεπάνην κλείουσιν ἀπὸ Κρονίοιο σιδήρου |
| . . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα | ||
| Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει . |
| μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
| πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
| ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
| . αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
| ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ | ||
| ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , |
| κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα | ||
| , οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : |
| ὅπερ εὐχερῶς σχίζεται , καὶ ἔρειξις ἡ ἐσχισμένη γῆ . ἐρεικόμενος : διασχιζόμενος , ἐξ οὗ καὶ ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος | ||
| χροὸς ἤρκει ὄλεθρον : δὴ τότε γ ' αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί . δούπησεν δὲ πεσών , δόρυ δ |
| οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
| χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
| ' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' | ||
| γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ |
| προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων | ||
| φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος |
| πληθύν . Πολέεσσι δ ' ὀλέθριον ὤπασεν ἦμαρ ἐσσυμένως : ὀλοῇ γὰρ ἀλίγκιος αἰὲν ἀέλλῃ θαρσαλέως δηίοισιν ἐπῴχετο : τοῦ | ||
| βεβριθότα , δεῖμα μὲν ὅσσοις εἰσιδέειν , αἰεὶ δ ' ὀλοῇ κεκορυθμένα λύσσῃ , πολλὰ μὲν εὐρυπόροισιν ἐνιστρέφεται πελάγεσσιν , |
| Εἶπας ἀναγγέλλων ] εἰς βασιλῆα λόγον [ . ] [ Χὠ μὲν ] ἐπεὶ μάλα πάντα δι ' οὔατος ἔκλυε | ||
| τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακὴ ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ . Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα |
| , ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν | ||
| : σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ |
| τὸν Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . μηκέτ ' ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς | ||
| δολερῷ περ ἐόντι καὶ ἰχθυφόνῳ τελέθοντι . Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι |
| δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν | ||
| ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ] |
| τλήμων ἡ γάμους ἀρνουμένη ἐν παρθενῶνος λαΐνου τυκίσμασιν , ἄνις τεράμνων , εἰς ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας , | ||
| ἐκ τούτων ὑπερπεπηδηκὼς τὰς ὑψηλὰς στέγας . ἀντὶ τοῦ ὑπὲρ τεράμνων . ταῦτα οὖν φησιν , ὡς ὑπερπεπηδηκὼς τῶν ἔσω |
| ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
| κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
| ' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν : | ||
| χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα |
| τόποις , Λοκοξίτας τούτους καλῶν . . . , : Σαγγάριος , ποταμὸς Φρυγίας : ὁ δὲ Μυρλεανὸς Σάγγαρον αὐτὸν | ||
| : διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται Ἀγαμέμνων Ἕκτορα ἀνελεῖν . Σαγγάριος ποταμὸς ἐν Φρυγίᾳ . Σάμος πόλις ἐν Κρήτῃ . |
| πρηΰτατος δὲ πέλει κάματος βροτῷ αὐδήεντι , εἴ κεν συμφορέηται ἀγαυὴ Θειαντίνη Καρκίνῳ αἰγλήεντι , θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν . | ||
| κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο ; ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ ' ἀγαυὴ Περσεφόνεια ὤτρυν ' , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος |
| εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον | ||
| ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης |
| , εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό | ||
| οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν : |
| τοῖσδε μετ ' ἀνθρώποισιν ἀνάσσει ; καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ ' ἱκάνω τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης : τῶ | ||
| Ρ . . . . . καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος . † ) Ἀρίσταρχος μὲν ἀντὶ τοῦ ταλαίπωρος , |
| διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ | ||
| νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς . |
| οἱ μὲν Κιρραῖοι κατεφρόνουν πλεῖστον ἀπέχοντες θαλάττης . ἡ δὲ Κίρρα γῆς ἱερᾶς ἔψαυε καθηκούσης ἐπὶ θάλατταν . ὁ Κλεισθένης | ||
| ʹʹδʹʹ Χαλεός μθʹ ∠ ʹʹγʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Φωκίδος Κίρρα νʹ λζʹ ∠ ʹʹ Κρῖσα νʹ δʹʹ λζʹ ∠ |
| τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί | ||
| δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας |
| ἀπὸ ἐπιθέτου κύρια μονογενῆ ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον πλὴν τοῦ πείνη , οἷον Αἰητίνη δίνη . πρόσκειται μονογενῆ διὰ τὸ | ||
| τῶν μέσων οὐδέποτε τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγουσι , πλὴν τοῦ πείνη ὠτειλή ὀφειλή καὶ ἀπειλή . . . α . |
| Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ μηδενὸς μεταλαμβανόντων . Ἄνθρακες ὁ θησαυρός : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν | ||
| ὗν ἀπαιτεῖς : ἐπὶ τῶν καλὰ ἀντὶ κακῶν ἀνταποδιδόντων . Ἄνθρακες ὁ θησαυρός : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν |
| οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ | ||
| ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα |
| . . . ἀσφάραγος : ὁ λαιμός : παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ | ||
| καὶ πάλιν : ἐρισφάραγος πόσις Ἥρης ἔσται . παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ |
| καὶ ἄμοχθον ἐδωδήν . ὄστρεα μὲν κληῗδας ἀναπτύξαντα θυρέτρων ἰλὺν λιχμάζουσι καὶ ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : | ||
| θαλάσσης , γηθόσυνοι , κεραὸν δὲ περισαίνουσιν ὅμιλον ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἀθρόοι ἀμφιχέονται , πυκνὰ κατασκαίροντες : ἔχει δ |
| παλάμῃσιν ἀγρευτὴρ ἀνέδυ τε καὶ ἀφραίνουσαν ἔφηνε . Τόσσα μὲν ἰχθυβόλων ἐδάην ἁλιεργέα τέχνης δήνεα , καὶ τόσσοισιν ἐπ ' | ||
| ποιεῖ . Ἰχθυβόλων : τῶν ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τοῦ κήτους ἰχθυβόλων . ἐρέσσων : κωπηλατῶν . Κατάγοιτο : φέροιτο . |
| μῦθον . Εὖτε γὰρ αἰγλῆεν σφέτερον δέμας εὐρύστερνος Οὐρανός , ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν , | ||
| ἔλπεται οὐχ ὁρόωσα λαθεῖν ὁρόωντος ἐφορμήν . ὡς δέ τις ὠμηστῆρος ἐπεσσυμένοιο λέοντος βουβαλὶς ἐν λόχμῃσι κάτω τρέψασα κάρηνον μαψιδίην |
| τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ Δωτώ τε | ||
| Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ ' ἐν ἠεροειδέι |
| πενεστέροισιν ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν τῶν ἰχθύων τὰ οἰκία ποιέεται . Κήτεα δὲ μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται , καὶ | ||
| ἐκ προτόνων , τὰ δ ' ὄπισθε χαλινωτήρια νηῶν . Κήτεα δ ' ὀβριμόγυια , πελώρια , θαύματα πόντου , |
| , φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον | ||
| κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ |
| † βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων , στένει βυθός , κελαινὸς [ δ ' ] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς , | ||
| ] τῶν ὀρνέων ἀπὸ μέρους . βασιλεῦσι ] τοῖς . κελαινὸς ] ὁ μέλας . ὅ τ ' ἐξόπιν ] |
| : πολὺς δ ' ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος νυκτὸς ἐφερπούσης : παταγεῖ δ ' εὐρεῖα θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι | ||
| καταχρηστικῶς τοῦτο : οὐ γὰρ τὸ ζωμίδιον ἐν τῇ γαστρὶ παταγεῖ , ἀλλὰ ταύτην ποιεῖ παταγεῖν ἤτοι ἦχόν τινα ἀποτελεῖν |
| οὐκ Ἀμαλθείας κέρας . ὡς δ ' εἰς τὴν Λέβεδον κομίζομαι καὶ μάλ ' ἀπροσδοκήτως καὶ ἀγαπητῶς διαγενόμενος , τοῦτο | ||
| λέκτρων δεσπότης ἄλλων ἔφυς ; ἣν ἄντρα κεύθει κἀκ Φρυγῶν κομίζομαι . οὐκ ἔστιν ἄλλη σή τις ἀντ ' ἐμοῦ |
| ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν | ||
| . ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε . |
| ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' | ||
| . ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή |
| ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν | ||
| Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ |
| μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' ] ἀκτὰς ? ? [ | ||
| ἣ μέν ? ῥα ? ποδώκης [ δῖ ' Ἀταλάντη ἵετ ' ἀναινομένη δῶρα ? ? [ χρυσῆς Ἀφροδίτης , |
| , διὰ τὸ καθαρόν . ἐπικριδόν : ἐπικρίναντες ἔθυον . ἁρπαλέως : ἀδηφαγῶν ἤσθιεν , ἴσην ὀνείρου ἡδονὴν ἔχων , | ||
| , δαίνυνθ ' ἑζόμενοι : σὺν δέ σφισι δαίνυτο Φινεύς ἁρπαλέως , οἷόν τ ' ἐν ὀνείρασι θυμὸν ἰαίνων . |
| ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν , ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ ' Ἔρως . ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ | ||
| πήματα πάσχω . ” ὣς εἰπὼν κατ ' ἄρ ' ἕζετ ' ἐπ ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι πὰρ πυρί : |
| ἀναμίσγεται τοῖς ὕδασιν ὡσεὶ σταγόνες ἐλαίου . ὡς ἀπὸ τοῦ στὰξ σταγός , στάγες . Ῥοδανὸς ποταμὸς τῆς Κελτικῆς , | ||
| . πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ τοῦ γ , στάζω , στὰξ , καὶ στράγξ . Στρυφνός . παρὰ τὸ στύφω |
| δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο λυσάμενοι , προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι | ||
| ἀφρὸς ἦν περὶ στόμα . κύψαντες ὕβριν ἁθρόην ἀπέφλυσαν . διὲξ σωλῆνος εἰς ἄγγος , ! ] ε ? παρθένοι |
| . ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι | ||
| κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε |
| ! ! ! ! ! ] καί σευ τὸ ὤριον τέφρη κάψει . ! ! ! ! ! ] νον | ||
| ' ᾔσχυνε πρόσωπον : νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν ' ἀμφίζανε τέφρη . αὐτὸς δ ' ἐν κονίῃσι μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς |
| ἀγαθῶν ἐλπίς . ἢ ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων , ὡς Λουκιανός : Ἄνθρακάς μοι τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας | ||
| ὁ θησαυρὸς γέγονεν : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα |
| κοῦρος μάρψῃ τε κτείνῃ τε , γέλων δ ' ἐπιθήσεται ἄγρῃ : ὣς ὅ γ ' ὑπὲρ κεφαλῆς βροτέης ὀλοφώϊος | ||
| πλόκοι , οἷσι καὶ αὐτὴ ὥστε περ ὁρμιῇσιν ἐφέλκεται ἰχθύας ἄγρῃ , πρηνὴς ἐν ψαμάθοισιν ὑπ ' ὀστράκῳ εἰλυθεῖσα . |
| ὀλοφύρετο καί οἱ ὕπερθε λαμπρὸν παμφανόωσα μακρὰς ἀνέφαινε κελεύθους . Ἵκετο δ ' ἐμμεμαυῖα δι ' οὔρεος , ἧχι καὶ | ||
| ἄμβροτος Αἰὼν χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισιν ἀτειρέος ἐξ ἀδάμαντος . Ἵκετο δ ' Οὐλύμποιο ῥίον μέγα : σὺν δ ' |
| , τὸν δ ' ἐλαίης . ἢ στικτέον μετὰ τὸ πεφυῶτας , ἵνα ἐν τοῖς ἑξῆς λείπῃ τὸ ἦν ῥῆμα | ||
| . δοιοὺς δ ' ἄρ ' ὑπήλυθε θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας : ὁ μὲν φυλίης , ὁ δ ' ἐλαίης |
| “ οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν | ||
| ! ! ! ! ] ! ! ! ? Θήβη καγχαλόωσα ? [ ! ! ! ! ! ! ! |
| κάρη θείνοντες ἐς οὖδας ὠτειλὴν ἔρρηξαν , ἀποπτύουσι δ ' ἀκωκήν . Ἀλλ ' ὁπόταν καθέτοισι πελώριοι ἀμφιχάνωσιν ἰχθύες , | ||
| γὰρ δὴ πέπρωτο μιγήμεναι αἵματι κείνου δυσμενέων στονόεσσαν ἐνὶ πτολέμοισιν ἀκωκήν . Αἴας δ ' οὐκ ἀλέγιζεν Ἀμαζόνος , ἀλλ |
| τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις † ἄλλος ἀβρατοῦς ὃν σθένει † : ποδαπὸς ὁ | ||
| . . . : τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις , ἄτοπος ὄρνις , ὀρειβάτης ; ] . . |
| γράφει τὴν παραλήγουσαν τῆς γενικῆς : οἷον , κλὼν , κλωνός : πρὼν , πρωνός : Χὼν , Χωνὸς , | ||
| καὶ φυλάττουσι τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον κλών κλωνός , πρών πρωνός , ἐξ οὗ καὶ Π πρώονες |
| φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
| ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
| κῦδος ὄπασσον . Ὣς ἄρ ' ἔφαν , Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροῒ | ||
| ἑτερόρροπον ξύλον . ὁ δὲ Ἀπίων κολλοβόρου τι γένος . κορύσσετο . ἀφ ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , |
| ! ! ! ! ] λαρως ? ! ? ! ἐπεφράσσαντο νε [ τεν ! ! ! ! βοτάνηισιν Ἀχαιίδος | ||
| ὅτ ' εἰαρινὸς θύννων στρατὸς ὁρμήσωνται . χῶρον μὲν πάμπρωτον ἐπεφράσσαντο θαλάσσης οὔτε λίην στεινωπὸν ἐπηρεφέεσσιν ὑπ ' ὄχθαις οὔτε |
| . τὰ δὲ καίπερ ἐναντίον ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι | ||
| δὲ καί περ ἐναντίον ἀΐξαντα , ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται , οὐδέ τι |
| περικλύζονται ἄρουραι ὄμβρου ἐπεσσυμένοιο δυσηχέος , ἀμφὶ δὲ μακραὶ σμερδαλέον βοόωσι κατ ' οὔρεα πάντα χαράδραι : ὣς Μέμνων σεύεσκεν | ||
| ὠκείῃσιν , ὅθ ' ἱστία λευκὰ πετάσσῃ οὖρος ἐπειγόμενος , βοόωσι δὲ πάντοθεν ἄκραι πόντου ἐρευγομένοιο ποτὶ χθονὸς ᾐόνα μακρήν |
| ταναὴν ὑπὲρ αἰθέρα Χείρων , σευάμενος πρὸς Ὄλυμπον , ἐπεὶ μάθεν ἄμβροτα δῶρα . ἀλλ ' ἤτοι κείνους μὲν ἀμώμητοι | ||
| μένειν χρειώ , πότε δ ' αὖτις ὀρούειν , καὶ μάθεν εἰσαΐειν κρατερῶν σύνθημα λοχαγῶν ; πολλάκι καὶ δῆριν ἀνδρῶν |
| μέγεθος ἐγγὺς ἂν ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι | ||
| τείρετο δ ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ ' εἰρεσίης ἀλεγεινῆς ἡμετέρῃ ματίῃ , ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή . ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς |
| ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος | ||
| ἠνεμόεσσαν : ἡ διπλῆ ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . . ὠκύποδες φέρον ἅρμα : ἡ διπλῆ ὅτι κοινότερον κατακέχρηται τῷ |
| ἐπὶ πέτρας ὑψηλῆς , διὸ Λᾶ καλεῖται . οἱ οἰκοῦντες Λᾶοι . Λάβαι , [ πόλις , ] ὡς Σάβαι | ||
| ἐπὶ πέτρας ὑψηλῆς , διὸ Λᾶ καλεῖται . οἱ οἰκοῦντες Λᾶοι . Λάβαι , [ πόλις , ] ὡς Σάβαι |
| ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ | ||
| καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους : |
| οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα . διὰ γὰρ τοῦ πόρσυνε καὶ τόδε ἀκουστέον . ἐκείνου δὲ τοῦ ἔπους μέμνηται | ||
| Πότμον : μοῖραν . ἕτερος : ἕτερος δ ' ἑτέρῳ πόρσυνε καὶ ηὐτρέπισεν ἑαυτὸν ἐδωδὴν , τουτέστι τρώγεται ὑπ ' |
| προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
| πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
| ' ἀναπλήσαντος ὄλεθρον μνωομένη , ἅτε κηρὸς ὑπαὶ πυρί , τήκετο λάθρῃ , μέχρις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἀπ ' εὐρέος | ||
| ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς τήκετο , δάκρυ δ ' ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς . |
| γλήνεα φοινίσσει : ἤτοι αἱματώδεις ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . * φοινίσσει : πειφοινιγμένος ἐστὶ κατὰ τὰ γλήνη , ἤτοι κατὰ | ||
| ἴσως δ ' ἐκ φολίδων τετρυμένη : αὐτὰρ ἐνωπῆς γλήνεα φοινίσσει τεθοωμένος , ὀξὺ δὲ δικρῇ γλώσσῃ λιχμάζων νέατον σκωλύπτεται |
| . ιγʹ Ὀδύνη δὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα . ιδʹ Ἀνία δὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν . ιεʹ Μεταμέλεια δὲ λύπη | ||
| ' ὃν ἀμπαύεται Λύπα , δι ' ὃν εὐνάζετ ' Ἀνία . τὸ μὲν οὖν πῶμα κερασθέν ἁπαλοὶ φέρουσι παῖδες |
| ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ||
| * * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα |
| τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς | ||
| Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν |
| οὐκ ἔμοιγε ἐπ ' ὀλέθρῳ πρόσει οὐδὲ ἐπὶ βλάβῃ τινὶ ὁμιλήσεις , ἀλλ ' ἐπὶ παντὶ ἀγαθῷ . καὶ ὠφελοῦνται | ||
| τῇ ἀπαιδευσίᾳ ἔλεγχον ὑπομείνας καὶ μὴ αἰδεσθεὶς μεταμανθάνων , θαρρῶν ὁμιλήσεις τοῖς πλήθεσι καὶ οὐ καταγελασθήσῃ ὥσπερ νῦν οὐδὲ διὰ |
| δ ' ὀστέον ἔγχος , ὃ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππες ' : ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα στέρνον γυμνωθέντα | ||
| πρόσθε ποδῶν : ὃ δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' εὐεργέος δίφρου , λίπε δ ' |
| Οὐ γὰρ σκευασίᾳ τινὶ γίνεται ὁ χαλκὸς λευκὸς , φύσει πυῤῥὸς ὤν , . ΑΡΗΣ . Ἤγουν βλάβης : ἐξ | ||
| ἐρυσίμου καρπὸν πεφωσμένον τρῖψαι καὶ ἐν οἴνῳ διδόναι . Ῥόος πυῤῥὸς ῥέει , οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος πουλύ τε καὶ |
| ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα | ||
| ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ ' |
| ] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον , | ||
| Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει |
| , οὐκ ἀργαλέοισι κύνεσσιν , οὐδ ' αὐτοῖς δειλοῖς λασιοκνήμοισι λαγωοῖς . Τρηχὺς δ ' αὖτ ' ἐλάφοισιν ἔρως πολλή | ||
| εὐόφθαλμοι . Χαροπόν : χαροπῶς . Οὔποτε γάρ : οἶστρος λαγωοῖς μάχεται πρὸς τὴν ἄγρην καὶ μῆτις ἀντίβιος εἰς θήραν |
| καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ | ||
| γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν |
| ὁππόθ ' ἵκηται ῥιπὴ ἀπειρεσίη νεφεληγερέος Ζεφύροιο : ὣς ἄρα κίνυτο λαὸς ἐπ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου . Καὶ τότε Τυδέος | ||
| Ἰδαίων ὀρέων ἐπεβήσετο : τοῦ δ ' ὑπὸ ποσσὶν ἄγκεα κίνυτο μακρὰ βαθύρρωχμοί τε χαράδραι καὶ ποταμοὶ καὶ πάντες ἀπειρέσιοι |
| γ εἰς ζ πέφυζα : ἡ μετοχὴ ὁ πεφυζώς καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν | ||
| Ἀχιλῆα πελώριον : αὐτὰρ ὑπ ' αὐτοῦ Τρῶες ἄφαρ κλονέοντο πεφυζότες , οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεθ ' : ὃ δ |
| , φλοίσβου τε καὶ ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ παύσωνται , στονόεσσαν ἀποπνεύσαντες ἀϋτμήν . καὶ τότ ' ἀπειρέσιον νεκύων ἐρύουσιν ὅμιλον ξυνῷ | ||
| γ ' ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν ; ἦέ ς ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ ' ἐπὶ |
| ῥ ' ἔτι καίεται αἰὲν ὑπ ' ἀκαμάτοιο Γίγαντος αἰθαλόεν πνείοντος ἔσω χθονός : ὣς ἄρα Λοκρῶν ἀμφεκάλυψεν ἄνακτα δυσάμμορον | ||
| φωνήεντος κατὰ τὸ μέσον οὐ ποιοῦντος συλλαβήν , οἷον πνέοντος πνείοντος , πλέοντος πλείοντος , ἕο εἷο , ἐμέο ἐμεῖο |
| δ ' εἴδετ ' αὐτοὺς κἀντυχόντες εἵλετε ; ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου . καὶ τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία ; | ||
| γε μὴν ἕδος ἐξέτι κείνου , ὅρρα θεᾷ ἥρωες ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἔδειμαν , ἀνδράσιν ὀψιγόνοισι μένει καὶ τηλός ' ἰδέσθαι |
| ἀπερρηγμέναι , ἀπεσπασμέναι ἀπ ' ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ | ||
| . ῥηματικὸν ὄνομα ἴνις . καὶ θέω θίνη , ῥήσσω ῥήξω ῥηγμίν . αἱ δὲ ἶνες , τῷ εἶναι καὶ |
| ! ] μάλα ? ? ? ? δ ? ' εὔαδεν ? ? ? ? ἀθανάτοισιν ? [ “ ] | ||
| πλήθους ὀλοοὺς ἐνέπουσιν ὀδόντας πλαζόμενοι , νῶϊν δὲ κεράατα μυθήσασθαι εὔαδεν : ὧδε γὰρ ἄμμι φύσις κεράων ἀγορεύει . σήματα |
| τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
| Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
| ἐπύργωσε καὶ γαμέτα χαλκεοτευχέος Καπανέως ; πρὸς δ ' ἔβαν δρομὰς ἐξ ἐμῶν οἴκων ἐκβακχευσαμένα πυρᾶς φῶς τάφον τε ματεύουσα | ||
| Κρατερὸν γὰρ αὐτῆς τὸ ἄφρον . Ἀλογίστου γὰρ ὁρμῆς ὑπόπλεως δρομὰς ὣς ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν ᾤετο . Παθῶν οὖν ἀνθρωπίνων |
| Τρώων πολέας κτάνεν , ὃς δ ' ἄρ ' Ἀχαιῶν δάμνατο μυρία φῦλα . Δαϊκταμένων δ ' ἐνὶ χάρμῃ οἰωνοὶ | ||
| ἀτειρέα θυμὸν Ἄρηι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι καὶ ἔγχεϊ μαιμώωντι δάμνατο δήια φῦλα . Νεκρῶν δ ' ἐστείνετο γαῖα κτεινομένων |
| πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλὴς ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ χὠ στόλος πορσύνεται . Ἀλλὰ δέδοικ ' , ὦ παῖ , μή | ||
| , ὅτ ' ἀμπνεύσωσι φόβοιο . Τοίην καὶ ῥίνη τεκέων πορσύνεται ἀλκήν , ἀλλ ' οὐκ εἰς νηδὺν κείνῃ δύσις |
| καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις | ||
| δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας |
| ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι , τέτρατον αὖτ ' ἐπὶ τοῖσι Νεοπτολέμῳ μεγαθύμῳ | ||
| σφιν ἄφαρ βουλυτὸν ἱκέσθαι , τῆμος ἀρήροτο νειὸς ὑπ ' ἀκαμάτῳ ἀροτῆρι τετράγυός περ ἐοῦσα , βοῶν τ ' ἀπελύετ |
| δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον | ||
| μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ |
| τῇ κτίσει , οὕτως καὶ παρὰ τὸ κερνῶ , τὸ κιρνῶ , κεραίνω κεραῖος καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκέραιος | ||
| σκίνπους : στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , |