ἄνδρα , φίλα , Δίνωνα τοιαῦτα τῶ μικκῶ παρεόντος : ὅρη , γύναι , ὡς ποθορῇ τυ . θάρσει ,
, τὸ δὲ κλέος οὐρανόμηκες , τοῦ πολυφροντίστου τοῦτο Θάλητος ὅρη . ἔστι καὶ παρ ' ἡμῖν ἐς αὐτὸν ἐν
7637582 ἀγαθω
: ἡ γὰρ δυϊκὴ εὐθεῖα ἀπέστραπται τὴν περισπωμένην : σοφώ ἀγαθώ , ἡ δὲ γενικὴ καὶ δοτικὴ ἐπὶ τέλους μακροκατάληκτος
τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς . Φυλεύς . ἰητῆρ ' ἀγαθώ , Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων . Ἴων εἰσὶ καὶ ἄλλοι
7473398 παντοιοισι
φέρειν καὶ ὅσοι ἄλλοι καρποὶ πλὴν ἐλαίης , παραδείσοις τε παντοίοισι τεθηλέναι καὶ ποταμοῖσι καθαροῖσι διαρρέεσθαι καὶ λίμνῃσι , καὶ
ἄντην ἤθελ ' , ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεὺς παντοίοισι δόλοισι , πατὴρ τεός , εἰ ἐτεόν γε κείνου
7466384 διζετο
πάλιν [ ] Τιδνασίδη [ ] ἄμφω ὁμ [ ] δίζετο δ [ ] [ ] ! ατον ? ?
καὶ οὐκ ἀμέλησε θεάων . πᾶσα δὲ λωιτέρην καὶ ἀμείνονα δίζετο μορφήν . Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην
7429444 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
7398633 μεταλλαγαι
αἱ μέγισται μάλιστα , καὶ ἐν τῇσιν ὥρῃσιν αἱ μεγάλαι μεταλλαγαὶ , καὶ ἐν τοῖσιν ἄλλοισιν : αἳ δ '
μὴ καθέζεσθαι ἐπὶ τῶν βασιλικῶν θρόνων ἐν πολυχρονίᾳ , ἀλλὰ μεταλλαγαὶ τούτων γίνονται συντόμως , διὰ τοῦτο εἶπεν βαρεῖαι καταλλαγαί
7378353 τοιοισιν
πανέξοχον ἐφράσσαντο ἴδμονες ἱπποδρόμων καὶ βουκολίων ἐπίουροι , εἴδεσιν ὃς τοίοισιν ὅλον δέμας ἐστεφάνωται : βαιὸν ὑπὲρ δειρῆφι μετήορον ὕψι
αὖθι μένοντες , εἰ μὴ ἀολλίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπεν : “ Δαιμόνιοι , πάτρης ἐμφύλιον αἷμ
7352028 Τοια
γεγράφθαι δὲ πρὸς τοὐπίγραμμαοὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Τοῖα παθόντ ' οἶμαι καὶ Τάνταλον αἴθοπος ἰοῦ μηδαμὰ κοιμῆσαι
τειρόμενός περ ἀργαλέως : Ἥρη γὰρ ἐνέπνευσεν μέγα κάρτος . Τοῖα δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δολοφρονέων ἀγόρευεν :
7322263 ὁκ
] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ '
ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ
7307539 Νουν
. ἦν ὁ Κλαζομένιος , ὃν οἱ τότ ' ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον , εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν
γε ἀρετὴν τέτταρα ἔθεμέν που . Πάνυ μὲν οὖν . Νοῦν δέ γε πάντων τούτων ἡγεμόνα , πρὸς ὃν δὴ
7301459 προσιδεσθαι
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι
7299746 γεροντικον
εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν
νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς ,
7296374 ἀεισομαι
φθασάντων κατάστασιν εὐδία ἄλυπος παρὰ τῶν θεῶν ὑμᾶς διεδέξατο . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων : ὁ λόγος ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι
: ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ
7277139 βυκταων
δέ μ ' ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο , ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευθα : κεῖνον γὰρ ταμίην ἀνέμων ποίησε
. . . βύκτης : ἠχητικός Ὅμηρος : ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων . παρὰ τὸ βύω βύζω , ὁ παθητικὸς
7274908 ἐπεθηκατο
ἑταῖρε . αἰ γὰρ ἔτι θητευόντεσσιν Ἀθηναίοις καὶ μὴ εὐνομημένοις ἐπεθήκατο Πεισίστρατος , εἶχέ κα τὰν ἀρχὰν ἀεί , ἀνδραποδιξάμενος
πρὶν ἐνθάδε λαὸν ἀγεῖραι . Νῦν δέ μοι ἀλλήκτους ὀδύνας ἐπεθήκατο δαίμων , ὄφρ ' ὁρόω κακὰ πολλά : τίς
7271637 νικησετε
” ἀντὶ τοῦ “ ταχέως ἀπελθόντες τελευτήσατε . εἰ γὰρ νικήσετε , οὐκέτι δίκαιόν ἐστιν ” . ἀλλ ' ἤδη
δι ' ἡμέρας Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Τούτῳ γὰρ οὐ νικήσετε . Οὐδὲ μὴν ἡμᾶς σὺ πάντως . Οὐδὲ μὴν
7270932 τολμητα
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος ,
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ
7249865 ὀιζυς
ὁ σιλλογραφός φησιν : ἐνὶ κόγχῳ Ἑλλήνων ἡ πᾶσα περισσοτρύφητος ὀιζύς . Σώπατρος τὴν Ἐρετρίαν λευκάλφιτόν φησι . διάφοραι γὰρ
ἐν Δαναοῖσιν : ἐλαφροτέρη δὲ μόθοιο ἔσσεται ἱπποδάμοισι μετὰ Τρώεσσιν ὀιζύς . Ἀλλά μοι ἆσσον ἵκεσθε ἀνὰ κλόνον , ὄφρ
7241664 ἀμμες
κράτιστε ἐφήβων † , κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός . ἄμμες δὴ αὖθ ' ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ
δὲ σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ
7232267 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
7226041 ἀμβροτοι
δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφίς . ” ἀμφικτίονες περίοικοι . ἄμβροτοι θεοὶ ἀθάνατοι . ἄμερσεν ἐστέρησεν , ἄμοιρον ἐποίησεν :
Ἄλλαι ἀπειρέσιοι πολυμήτιος Ἑρμείαο δωτῖναι κομίσαντος ἐνὶ σπήλυγγι κέονται , ἄμβροτοι , ἀτρεκέες , ῥίμφα πρήσσουσαι ἕκαστα : τάων ἡμίθεός
7225959 ἐσσειται
ὃν τὰ τετράγωνα τὰ ἀπὸ τᾶν ἐπιψαυουσᾶν : ὁμόλογον δὲ ἐσσεῖται τὸ περιεχόμενον ὑπὸ τῶν τᾶς ἑτέρας γραμμᾶς τμαμάτων τῷ
: περὶ δὲ χρηστότατος νῦν ὑποθέσθαι πειρασοῦμαι . χραστὸς γὰρ ἐσσεῖται πᾶς βασιλεὺς τὸ μὲν καθόλω δίκαιός τ ' ἐὼν
7224200 Τευκροιο
. Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς
, τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας
7224160 εἱμενος
εἵλως καὶ εἱκώς καὶ εἱλίζω καὶ εἱλόμην καὶ εἷμα καὶ εἱμένος καὶ εἷνα καὶ εἵποντο καὶ εἷσεν εἱστήκει καὶ εἵως
μακρὰ βιβάς : πρόσθεν δὲ κί ' αὐτοῦ Φοῖβος Ἀπόλλων εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην , ἔχε δ ' αἰγίδα θοῦριν δεινὴν
7205981 βουτα
τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε :
γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ;
7201688 βεβιηκεν
τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται
μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι
7197916 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
7187464 Νεστορ
! ] ! ! [ ! ! ] ! [ Νέστορ ? ? ? ? [ . . . ,
σιωπῇ . τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης : Νέστορ ἔμ ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ ἀνδρῶν δυσμενέων
7185938 νιζειν
νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ ' ἀλεείνων οὐκ ἐάᾳς νίζειν : ἐμὲ δ ' οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε κούρη Ἰκαρίοιο
' ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠθεῖ , ἢ ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέι πλίνθον , καὶ φιλοκερδείῃ βεβλαμμένον ἄνδρα παρελθεῖν
7173872 ἀμυνε
ὅτι ἰδίως φίλε τέκνον ἀντὶ τοῦ φίλον τέκνον . καὶ ἄμυνε ἀντὶ τοῦ ἀμύνου . . μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτω
τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν ἀσπίδος ἀμφιβρότης : ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε παιδὸς ἑοῦ , μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη :
7172258 ἁδιον
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα ,
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ
7168096 πυγη
τῷ δημοσίῳ καὶ κατὰ χάριν μὴ εἰσγραφέντων ἐλέγετο . Ἀγροῦ πυγή : ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν λιπαρῶς προσκειμένων : μεταφορικῶς
: ὁμοία τῇ , Χύτραις λημᾷς καὶ κολοκύνταις . Κρόνου πυγή : τὸ ἀρχαῖον καὶ ἀναίσθητον κρέας . Κρωβύλου ζεῦγος
7161493 κομοωντας
πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα : ἀλλ ' ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ ' , ἐπεὶ σύν γ
οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω , εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν , οἵ τέ οἱ αἰεὶ
7159040 ἀτερθε
, τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν
[ [ ] μιν ἀντιάσ ? [ [ Μελέαγˈρον ] ἄτερθε [ [ ] νας λευ . . . .
7158177 μετεωριζει
ἐφ ' ὅσον οὖν ἰσχύει τὸ πνεῦμα καὶ μερίζει καὶ μετεωρίζει τὴν ὑπόστασιν , ἐπὶ τοσοῦτον ἀπεπτότερον γίνεται τὸ οὖρον
μάλιστα τὴν κεφαλὴν γοργούμενος , καὶ τὰ μὲν σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει , τὴν δὲ οὐρὰν ἄνω ἀνατείνει . ὅταν οὖν
7156967 οὐροιϲι
] ἴϲχουϲι οἱ λίθοι , ἀλλὰ τὰ ψαμμία ξὺν τοῖϲι οὔροιϲι κάτω διαπλέει , τάπερ καὶ ϲημήϊα καὶ ὕλη τοῦ
οὐρηθέν , ἄλλοτε μὲν καθαρόν , ἀμιγέϲ , ἄλλοτε δὲ οὔροιϲι ξυμμεμειγμένον . τοῖϲδε χρὴ καὶ ἀποϲτάϲιαϲ διαγιγνώϲκειν : ἢν
7155541 γενομαν
ἄλοχον . ἔστιν εὐπορῆσαι καὶ ἄλλων γρίφων : ἐν Φανερᾷ γενόμαν , πάτραν δέ μου ἁλμυρὸν ὕδωρ ἀμφὶς ἔχει :
ποίην δ ' ἦλθες ἐς ἡλικίην ; ἑπταέτις τρὶς ἑνὸς γενόμαν ἔτι . ἦ ῥά γ ' ἄτεκνος ; οὔκ
7152393 ἀφυϲον
ὡϲ οὖρά τε καὶ καταμήνια κινεῖν . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἄφυϲον , καὶ μᾶλλον τῆϲ πόαϲ τὸ ϲπέρμα . Ϲέριϲ
μεγάλα γὰρ ὀνίνηϲιν εἰϲ τὰϲ πέ - ψειϲ καὶ τὸ ἄφυϲον . δοκεῖ δέ μοι ἐπὶ ταῖϲ γενναίαιϲ πάϲαιϲ καθάρϲεϲι
7151942 στυγεει
ἐπὶ δὲ τοῦ μισεῖσθαι “ νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει : ” ἀφ ' οὗ καὶ τὴν στυγερὴν μισητήν
Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα . νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει , Θέτιδος δ ' ἐξήνυσε βουλάς , ἥ οἱ
7147391 ὑϲτερων
τῆϲ ὑϲτέραϲ ἐπανορθοῦϲθαι δυϲκραϲίαϲ . τὰϲ μὲν οὖν ψυχροτέραϲ τῶν ὑϲτερῶν τεκμηριοῖ τῶν καταμηνίων ἡ ἐπίϲχεϲιϲ καὶ δίαιτα ψυχροτέρα καὶ
ὁ πεϲϲὸϲ ὁ λεγόμενοϲ γονή . Τὰϲ δὲ θερμοτέραϲ τῶν ὑϲτερῶν τεκμαίρεϲθαι μὲν τῷ τε ἄλλῳ ϲώματι θερμοτέρῳ ὄντι καὶ
7146392 κλισιῃσιν
φάος ἦλθεν ἀτειρέος ἠελίοιο , οἳ μὲν ἄρ ' ἐν κλισίῃσιν Ἀχαιῶν ὄβριμοι υἷες γήθεον ἀκαμάτῳ μέγ ' ἐπευχόμενοι Ἀχιλῆι
οὔτέ τευ ἄλλου . ἀλλ ' ἔμεν ' ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν . εἰ δέ τι τῶνδ ' ἐπίορκον ἐμοὶ
7140589 Κοϊ
διδῷς . Αὐτὸς δ ' ἐρώτη . Χύρρε χύρρε . Κοῒ κοΐ . Τρώγοιτ ' ἂν ἐρεβίνθους ; Κοῒ κοῒ
χύρρε . Κοῒ κοΐ . Τρώγοιτ ' ἂν ἐρεβίνθους ; Κοῒ κοῒ κοΐ . Τί δαί ; Φιβάλεως ἰσχάδας ;
7129449 ωνα
[ οιμ ? [ φρ [ ου [ κα [ ωνα ? [ κτει ? [ εἰ γαρ [ ἁνηρ
! ! ! ] [ ! ! ! ] ‖ ωνα καὶ η [ ! ! ! ! ! !
7120055 πιφαυσκων
ταρφέες ἰοί . τοῖς δ ' Ἀγέλεως μετέειπεν ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων : “ ὦ φίλοι , ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε
[ ] ῆλθε ? ⌋ ? ] [ ] ήταν πιφαύσκων ? [ [ ] ! αρκει ? [ !
7114606 λιστρον
: τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον
τέλος ἔργου καρτερὸν οἰνοφόροιο πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς , ἤτοι ὃ λίστρον ἔμελλεν ἐπὶ προύχοντος ἐρείσας ἀνδήρου καταδῦναι ἃ καὶ πάρος
7114271 προσεφης
δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως ,
σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο
7110807 ῥεζειν
. . νεκρὸν Ἀχαιοῖσιν δώσω πάλιν : ὣς δὲ σὺ ῥέζειν : ὅτι ἀντὶ τοῦ ῥέζε . . . .
σὺν αὐτῷ φραζομένη , καὶ μηδὲν ὑπίσχεο μηδὲ κέλευε σῇ ῥέζειν ἰότητι : τὸ γὰρ τέλος ἐστὶν ἀφαυρόν . κουρίδιος
7108335 πετεηνων
αἴ χ ' ὁ Διόνυσος φιλῆι . ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . πραύτερος ἐγών γα μολόχας . ὑγιώτερόν θήν ἐστι
θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
7107974 χεον
ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον , βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν . Φέρον δὲ δελφῖνες ἁλιναιέται
τι σθένε χερσὶν ἑλέσθαι : οἳ μὲν γὰρ στονόεντα βέλη χέον , οἳ δέ νυ λᾶας , ἄλλοι δ '
7105967 ἐπαρτεα
: ἢ ταῖς λάμναις . Τροπόν : τὸν τροπωτῆρα . ἐπαρτέα : τὸν ἐπικρεμάμενον . δεσμόν : λέγω . Ἔσσυτο
' ἵππους δαίτρευον , ἐπηετανὸν κομέουσαι . αὐτὰρ ἐπεὶ ῥέξαντες ἐπαρτέα δαῖτα πάσαντο , δὴ τότ ' ἄρ ' Αἰσονίδης
7105907 εὐσημον
Κριοῦ κείμενον , λέγεται δὲ διὰ τὸ ἐκεῖνον ἀμαυρότερον εἶναι εὔσημον ἐπ ' αὐτοῦ γράμμα κεῖσθαι ἀπὸ Διὸς τὸ πρῶτον
γὰρ τῶν χειρῶν ἀσφαλὴς καὶ τὸ βῆμα ἑδραῖόν τε καὶ εὔσημον ἐς τὴν γῆν ἄγει . τουτὶ δὲ ὁπόσου ἄξιον
7103037 ἀπαμειβετο
ἰδοίατο νοστήσαντα . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , τὸ μὲν
υἷα Ἥρη ἀκηχεμένη . Ὃ δ ' ἄρ ' οὐκ ἀπαμείβετο μύθῳ : ἅζετο γὰρ παράκοιτιν ἑοῦ πατρὸς ἀκαμάτοιο ,
7098870 λιγυφθογγοισι
ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην . αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς . οἱ μὲν
Ζηνὶ φόως ἐρέουσα καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν : αὐτὰρ ὃ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορὴν δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς : οἳ
7096262 ἐρεξας
ἀπέσβης ἐν ἡμέρῃσιν ἑπτὰ μηδὲν ἐσθίων . κᾆτ ' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ
ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο ἀνθρώπων πολέων ; ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας . ὣς ἐφάμην , ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν
7095655 Ἀτρεϊδα
Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας , δοιὼ δ ' Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ
Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ , καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς , Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω κοσμήτορε λαῶν . ἔνθ ' ἄλλοι
7091016 ποττο
] , ἀλλ ' ἓμ μόνον [ τούτων ] ἔποϲ ποττὸ πρᾶγμα ποτιφέροντα τῶνδ ' ἀεὶ [ ] τὸ ϲυμφέρον
' ἄλλα , τότε δὴ τὸ μέσσον ῥυσμῶ δίκας ὁρήμεθα ποττὸ πρᾶτον , ὅ τι περ τὸ τρίτον ποτ '
7090157 Ἀφροδιτᾳ
Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν ζαθέῳ με δέξαι χώρῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν .
. Ἀλλ ' οὐχὶ χοῖρος τἀφροδίτῃ θύεται , Οὐ χοῖρος Ἀφροδίτᾳ ; Μόνᾳ γα δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε
7088148 ἐπιλεγε
δὲ οὔ . καὶ τοῦτο ἐφ ' ἑκάστου τῶν ἐμπιπτόντων ἐπίλεγε : εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ ἄλλου τινὸς ἐμπόδιον , σὸν
ὅπου βούλει , ὕψωσον τὴν σεαυτοῦ φωνὴν πράως , καὶ ἐπίλεγε οὕτως : Καὶ ὑμεῖς , ὄρνεα καθαρὰ τοῦ θεοῦ
7085934 τερποντ
μέλεσσι γῆρας ἐπῆν , αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ ' ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἐόντες : θνῆσκον δ
ἀφνειοῖο δαίνυτο Πηλείδαο βίη : σὺν δ ' ἄλλοι ἄριστοι τέρποντ ' ἐν θαλίῃς μέχρις Ἠῶ δῖαν ἱκέσθαι . Αὐτὰρ
7085825 ἀμφιχυθεισα
δινεύει σκολιὸν δέμας , αἶψα δὲ νῶτα καράβου ὀξυβελῆ περιβάλλεται ἀμφιχυθεῖσα , ἐν δ ' ἐπάγη σκώλοισι καὶ ὀξείῃσιν ἀκωκαῖς
, ἢ τὰ ὀξέως βάλλοντα . περιβάλλεται : περιπλέκεται . ἀμφιχυθεῖσα : περιπλακεῖσα . Σκώλοισι : τοῖς ἀπεξυσμένοις ξύλοις ,
7082193 θυμω
καθ ' ὑπέρτερον ἇς ἔτι καὶ νύξ , [ ἐκ θυμῶ δέδεμαι : ὃ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιεῖ ]
ΜΩ μὴ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται : κομῶ δαμῶ γαμῶ θυμῶ μιμῶ χραισμῶ κοσμῶ κοιμῶ οἱμῶ . Τὰ εἰς ΝΩ
7076772 πρησσοντα
λέγει . Ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ ξεῖνον εὖ πρήσσοντα , ἐμοὶ δὲ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐχ ἀρέσκουσι
ἐπινίσσεται ἄτη . ναὶ μὲν ἐφημοσύνῃσιν ἐμαῖς Ἥφαιστον ὀίω λωφήσειν πρήσσοντα πυρὸς μένος , Ἱπποτάδην δέ Αἴολον ὠκείας ἀνέμων ἄικας
7075373 ἀριζηλον
βριάει , ῥεῖα δὲ βριάοντα χαλέπτει , Ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης . . .
κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον . Στικτόν : αἰόλον . ἀρίζηλον : φημούμενον . Ὤρυγγας : λιαὶ δίπουμά τι .
7070578 σηπιη
ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς
ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς
7068732 ἀγηνορα
δίφρων ? ? ? ? , θεσμοφόρον δ ' ἐτέλεσσεν ἀγήνορα δῆμον Ἀθήνης . καὶ τὰ μὲν ἐν θυέεσσι :
ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει .
7067331 λωιτερον
γὰρ ἑνικὸν καὶ οὐ πληθυντικόν : ἀποχωρίσαι ἑὸν κτέρας . λωίτερον : αὐτὸ τὸ λῷον συγκριτικόν : τὸ δὲ λωίτερον
πειρηθῆναι , τόνδ ' ἀπαμείρωμεν σφέτερον κτέρας , ἀλλὰ πάροιθεν λωίτερον μύθῳ μιν ἀρέσσασθαι μετιόντας . πολλάκι τοι ῥέα μῦθος
7066216 ὀλοῃσι
: ἀλλὰ καὶ ἔμπης ὑψοῦ σμερδαλέην κεφαλὴν μενέαινεν ἀείρας ἀμφοτέρους ὀλοῇσι περιπτύξαι γενύεσσιν . ἡ δέ μιν ἀρκεύθοιο νέον τετμηότι
νύ τοι τόσα κήδε ' ἀνῆπται ; ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσι παρήλιτες ἀφραδίῃσιν , μαντοσύνας δεδαώς ; τῶ τοι μέγα
7065148 θεως
τ ' ἐφέποιεν , μοίραις δ ' , ἅς κε θέως ' αὐτοί , ἑτέροιο τύχοιεν , μηδέ τις εὐεργῶν
δὲ ῥέζουσιν καὶ ὅτ ' ἂν μεσάτου κατὰ κέντρου ξυνὰ θέως ' ἢ ὄπισθεν ἐπαντέλλοντες ὁρῶνται , κἢν ἐκτὸς κέντροιο
7064314 κηδε
ἐπικειμένη ἐστὶν ὁ Πελίας . τὸ δὲ κηδεμονῆες ἀπὸ τοῦ κηδε - μόνες παρῆκται . οὕτω δὲ λέγονται οἱ κατὰ
ἐπικειμένη ἐστὶν ὁ Πελίας . τὸ δὲ κηδεμονῆες ἀπὸ τοῦ κηδε - μόνες παρῆκται . οὕτω δὲ λέγονται οἱ κατὰ
7060044 πευσηι
. κάκ ' ὦ τάλαινά σοι τάδ ' , εἰ πεύσηι , κακά . μεῖζον γὰρ ἤ σου μὴ τυχεῖν
τάχος . ἀλλ ' , ὦ φίλη δέσποινα , πᾶν πεύσηι σαφῶς . λέξω δ ' ἀπ ' ἀρχῆς ,
7056866 Παντῃ
τε : πολὺς δ ' ἐνὶ μῦθος ὀρώρει δαινυμένων . Πάντῃ δὲ πυρὸς μένος αἰθαλόεντος δαίετο πὰρ κλισίῃσιν : ἐπίαχε
λυγρῆς λῆγεν ἀτασθαλίης , ἐπεὶ ἦ φρένας ἄασε Κύπρις . Πάντῃ δ ' ἄλλοθεν ἄλλα κατηρείποντο μέλαθρα ὑψόθεν : ἀζαλέη
7055396 ὡπερ
χρεὼν ἂν εἴη προεπιθεῖναι τῷ λόγῳ τοὺς περὶ αἰτίας πέψεως ὥπερ ἐπαναλαβοῦσι τὸν λόγον . Τῆς τοίνυν αὐτῆς φύσεως ἀεὶ
λέγων . Λέγω : ' πὶ τοῦτον ἄνδρε τώδ ' ὥπερ κλύεις , ὁ Τυδέως παῖς ἥ τ ' Ὀδυσσέως
7053534 Διονυσιακον
ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ
τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν
7053420 συμπαραλαμβανεται
ἑτέρα προσγίνεται , τὸ ἐγκείμενον τῆς ἀναφορᾶς ἐν τῇ αὐτός συμπαραλαμβάνεται διὰ τοῦ ὁ ἄρθρου , δηλοῦντος καὶ αὐτοῦ ἀναφοράν
πάντως ἐλλείπει τῷ σύ : εἰς γὰρ τοῦτο ἡ αὐτός συμπαραλαμβάνεται καὶ κατὰ τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον , ἵνα τὰς
7052749 Ἰακα
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον
7052303 ἀνασχεο
πρὸς τὴν Ἀφροδίτην εἰρημένον τέτλαθι , τέκνον ἐμόν , καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ . τῆς δ ' αὐτῆς ἀναλογίας κἀκεῖνο
χειρὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀνέκραγε : τέτλαθι δὴ πενίη , καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς
7049841 ἀμπεχει
ἀνεμώλια πάντ ' ἀγορεύειν ; Οὐδέ σε παρθενικὴ καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε :
ἀκούουσαν . ἣ ] ἥτις . νιν ] αὐτόν . ἀμπέχει ] περικαλύπτει . εἶμι ] † πορεύσομαι . κόσμον
7048913 Πτωχου
βίος οὐ μὰ Δί ' , οὐδέ γε μέλλει . Πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος , ὃν σὺ λέγεις , ζῆν
πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων . παρόσον ἡ πεύκη κοπεῖσα οὐκέτι φύεται . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων : πτωχῶν
7048483 ὀμφαν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
7047948 τεν
μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις
τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . .
7046907 τηνῳ
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις ,
7046550 μενεαινον
εὐρέα πόντον . Καί ῥ ' οἳ μὲν δολόεντα κοτεσσάμενοι μενέαινον ἵππον ἀμαλδῦναι σὺν νήεσιν , οἳ δ ' ἐρατεινὴν
κοτεσσαμένης Τρώων ὕπερ . Ἀμφὶ δὲ νόστου ἐννεσίῃς Ὀδυσῆος ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον , ὄφρά με δῃώσωσι δυσηχέος ἄγχι θαλάσσης δαίμοσιν
7041173 αἰνῃ
Καὶ τότε δὴ περὶ κῆρι Ποσειδάων ἐχολώθη υἱωνοῖο πεσόντος ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι , βῆ δ ' ἰέναι παρά τε κλισίας
καὶ θαλάμους κεραϊζομένους καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα ποτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι . διὰ πολλοὺς οὖν τρόπους τὸν μετ '
7040859 ἀκουσε
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ
7040085 τεγξιϲ
ἀρήγει δὲ ἡ ψῦξιϲ τῆϲ κύϲτιοϲ , ῥοδίνου καὶ οἴνου τέγξιϲ καὶ εἰρίων κατείληϲιϲ ἀπὸ οἰϲύπου : ἐπίθημα φοίνικεϲ ἐν
δὲ καὶ τὸ ὀμφάκιον ὄξεϊ λυθέν . ἢν δὲ ἡ τέγξιϲ ἀϲηρὸν ᾖ καὶ δύϲφορον , ἐμπλάϲτροιϲι χρέεϲθαι . καὶ
7039779 ἀορτηρεσσιν
καθαρόν . τὴν μὲν ὕλην : „ ἀργύρεον , χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός „ . τὸν καλόν : ” κλῦθί μευ
. ἀολλέες ἀθρόοι . ἀορτήρ ἀναφορεύς . ἀοσσητήρ βοηθός . ἀορτήρεσσιν ἀφ ' ὧν ἤρτηται τὰ δόρατα . ἀοιδιάει μετὰ
7036335 ἐγειρε
πρὸς τὸ σημαινόμενον ἡ ἀπόδοσις . . Ὁ νοῦς : ἔγειρε , παῦσον : τὸ γὰρ ἵστασθαι παῦσίς ἐστι .
τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδή . ἣν εἰλητὸν καλοῦμεν ἡμεῖς . ἔγειρε φλογέας : Νοητέον οὕτως , ἔγειρε φλογέας λαμπάδας ἐν
7035598 ἀγρη
σκάφος : ὧδε γὰρ ἑσμοὶ ἄσπετοι ἀντήσουσι καὶ εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι
' ὀστρείοισιν ἔασι λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι
7035372 ἐνεποιμι
βαιά , ἤεις ' : ἑξείης δὲ γάμου πέρι νῦν ἐνέποιμι , ἀστέρες οἷον ἕκαστος ἀεὶ φαίνουσι κελεύθοις . εὖτ
ἀπορροίαις συναφαῖς τε θνητοῖς ἐν μογερῷ βιότῳ , καὶ νῦν ἐνέποιμι . ἀστέρι μὲν Φαίνοντος ἐπερχομένη συναφῇσιν , αὐγαῖς αὐξομένη
7035044 Τυδεϊδη
ἀγλαὸς υἱός , αἶψα δὲ Τυδεΐδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Τυδεΐδη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ , ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ
ἱπποδάμοιο . τοῖσι δ ' ἀνιστάμενος μετεφώνεεν ἱππότα Νέστωρ : Τυδεΐδη περὶ μὲν πολέμῳ ἔνι καρτερός ἐσσι , καὶ βουλῇ
7033422 πενθεϊ
τῷ τύμβῳ ἑωυτόν . Κροῖσος δὲ ἐπὶ δύο ἔτεα ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο τοῦ παιδὸς ἐστερημένος : μετὰ δὲ ἡ
οὕνεκ ' ἔοικε γυναικὶ πολυστόνῳ ἥ τ ' ἐπὶ λυγρῷ πένθεϊ μυρομένη μάλα μυρία δάκρυα χεύει : καὶ τὸ μὲν
7030898 ἀγκαλαι
μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχη , πόντιαί τ ' ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βρύουσι , [ πλάθουσι ] βλαστοῦσι καὶ
τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται ἀρτίδροπος ὀπώρα νεάζουσα μάντις μυχθίζειν κυμάτων ἀγκάλαι ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης
7030353 ἀρχετε
τοὶ θεοί . Ἅλας οὖν φέρεις ; Οὐχ ὑμὲς αὐτῶν ἄρχετε ; Οὐδὲ σκόροδα ; Ποῖα σκόροδ ' ; Ὑμὲς
πλέον αἰαῖ λάμβανε τοῖς πετάλοισι : καλὸς τέθνακε μελικτάς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . ἀδόνες
7029969 ἐελδομενος
Τῷ δ ' ἐπικαγχαλόων υἱὸς κρατεροῖο Μόλοιο ἄλλον ἀφῆκεν ὀιστὸν ἐελδόμενος μέγα θυμῷ υἷα βαλεῖν Πριάμοιο πολυτλήτοιο Πολίτην : ἀλλ
πεσόντος , ἐπηΰτησε δὲ λαός . Ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνόρουσεν ἐελδόμενος πονέεσθαι τὸ τρίτον ἀμφ ' Αἴαντα πελώριον : ἀλλ
7029140 Ἁιδα
δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ '
οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ
7028503 κεκευθεν
. . ἄλλ ' ἀποδάσσεσθαι , ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι , δίχα
. ἦ φίλος ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς
7028343 Λαερταο
' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων
ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην
7027922 ἐασε
τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι . Σκύλλην δ ' οὐκέτ ' ἔασε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε εἰσιδέειν : οὐ γάρ
ἡ δ ' ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις ὀφθαλμοῖσιν ἔασε : πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν . [
7026046 παμπρωτον
ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων : τοί μ ' , ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος , ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβˈριν , κᾶδος
] βραχείονι πάγχυ [ ] πιέζων . [ τελέσας ] πάμπρωτον ἀγῶνα [ μετόπισθε ] δυώδεκα πάντας ἀέθλους . [
7025222 ἐπασσυτερους
πεπαλαγμένος αἵματι χεῖρας . Καί νύ κε δὴ μάλα πάντας ἐπασσυτέρους ἀπόλεσσεν , εἰ μὴ πεπταμένῃσι πύλῃς ἐσέχυντο πόληα βαιὸν
Ἡρακλέης , ὃς δή σφι παλίντονον αἶψα τανύσσας τόξον , ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί . τοὶ δὲ καὶ αὐτοί πέτρας ἀμφιρρῶγας
7024460 γηρασαι
. ὁ δ ' αὐτός φησι παρὰ τῷ Ξενιάδῃ καὶ γηρᾶσαι αὐτὸν καὶ θανόντα ταφῆναι πρὸς τῶν υἱῶν αὐτοῦ .
ἐπιτείνεται μᾶλλον τὰ χαλεπά . οὐ ῥᾴδιον μὲν γὰρ ἄνδρα γηρᾶσαι τύραννον , χαλεπὸν δὲ τυράννου γῆρας , οὐχ οἷον

Back