φιλοπονία δόξειεν ἂν εἶναι ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν , ὁ δὲ ὀψιμαθὴς τοιοῦτός τις , οἷος ῥήσεις μανθάνειν ἑξήκοντα ἔτη γεγονὼς | ||
καὶ ναυμαχιῶν καὶ δημηγοριῶν , . . . ὅλως τις ὀψιμαθὴς καὶ μειρακιώδης φαινόμενος ἐν τούτοις καὶ κατὰ τὸν Δίφιλον |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
λίμνη τῶι μὲν πλάτει στενὴ παντελῶς , τῶι δὲ βάθει θαυμάσιος , τὸ δὲ μῆκος ἐπὶ διακοσίους παρήκουσα σταδίους , | ||
λίμνη τῷ μὲν πλάτει στενὴ παντελῶς , τῷ δὲ βάθει θαυμάσιος , τὸ δὲ μῆκος ἐπὶ διακοσίους παρήκουσα σταδίους , |
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
κερκίδι καλῶς χρήσεται , καλῶς δ ' ἐστὶν ὑφαντικῶς : διδασκαλικὸς δὲ ὀνόματι , καλῶς δ ' ἐστὶ διδασκαλικῶς . | ||
καλεῖ , ᾧ τρόπῳ πρώην εἰρήκειν : ὁ προφορικὸς καὶ διδασκαλικὸς καὶ ἐφερμηνευτικὸς λόγος Ἑρμῆς εἰς τοὺς ἐπιμηθεστέρους καὶ ὑστερογνώμονας |
ἕνδεκα ἔτη γεγονώς : τούτῳ σύντροφος ὑπῆρξεν ὁ τοῦ Φιλεταίρου Δορύλαος : ἦν δ ' ὁ Φιλέταιρος ἀδελφὸς τοῦ τακτικοῦ | ||
ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ ἐν τῷ |
πρὸς Ἀθηναίων ὁ στρατηγὸς αὐτῶν ἐγὼ προδότου δίκην ὁμοίως φαινοίμην κεκολασμένος . τούτων μὲν οὖν ἵνα μηδὲν γένηται ἐγὼ προμηθήσομαι | ||
ὡς οἷόν τε χωρῶν διὰ τοῦ βίου , ταπεινὸς καὶ κεκολασμένος αὐτὸς ὑφ ' αὑτοῦ καὶ τῆς αὑτοῦ διανοίας , |
λῶρος , ὁ ὀλισθηρὸς καὶ διαβατικός . μάσθλης οὖν ὁ πολυγνώμων , ὁ ἄλλο μὲν νοῶν , ἄλλο δὲ ποιῶν | ||
] τρυπάνη , δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν |
αὐτὸς ὁ ποιητὴς καὶ ὑποκριτὴς τῶν δραμάτων : ὀκνῶν δὲ αὐτοπρόσωπος ἀγωνίζεσθαι , ἐπὶ τὰ ἀνώνυμα πρόσωπα καταφυγγάνεις , ὥσπερ | ||
ὁ μίμαυλος , ὃς καὶ τῶν Ἰταλικῶν μίμων ἄριστος γέγονεν αὐτοπρόσωπος ὑποκριτής , ἔπαιζον γρίφους τοιούτους . ἀγροίκου τινὸς ὑπερπλησθέντος |
τούτων ἀποταφρεύειν τὰς τοῦ πρωτονοταρίου ἐπεμβολάς αἷμα , : Ὁ πολυμαθέστατος Ἀριστοφάνης , οὐχ ὁ τὰς κωμῳδίας συγγράψας , ἀλλ | ||
γάλα καὶ τυρὸς καὶ φύλλα εὐώδη τετμημένα . ὁ δὲ πολυμαθέστατος Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' |
σύνηθες , προσειληφυῖά τε τὸ ν ὁμοίως τῷ ἐκεινοσίν , οὑτοσίν . ἀλλὰ ἀντίκειται τὸ μόνον ἐν τρίτοις τὸ ν | ||
ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Ἁλσὶ διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσίν : ἐπὶ τῶν παραπαιόντων . φησὶν οὖν οὐ τὰ |
ὑπὸ τῶν βλάπτειν αὐτὸν πειρωμένων . , . . Ἀγάπιος Ἀγάπιος : οὗτος ἦν Ἀλεξανδρεὺς μὲν τὸ γένος : ἐκ | ||
καὶ ὑπὸ τῶν βλάπτειν αὐτὸν πειρωμένων . , . . Ἀγάπιος Ἀγάπιος : οὗτος ἦν Ἀλεξανδρεὺς μὲν τὸ γένος : |
τίς ὁ ἁπλῶς πανηγυρικός , ἀλλ ' οὐχ ὁ κάλλιστος πανηγυρικὸς ἢ Πλατωνικὸς ἢ Ὁμηρικός , οὕτω καὶ περὶ τῶν | ||
ἢ ὅσα τοιαῦταὡς ἐν τοιούτοις ζητήμασιν οὐκέθ ' ὁμοίως ὁ πανηγυρικὸς ἀλλὰ πολιτικώτερος γίνεται καὶ σχεδὸν δι ' ὧνπερ καὶ |
τὸ δοκοῦν ἡμῖν κατασκευάζειν εὐχερῶς . Ἀνασκευὴ τοίνυν ἐστὶ λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς | ||
ὁ τοῦ σοφίσματος αὐτῶν καθέστηκεν ἔλεγχος . Δεύτερος πάλιν λόγος ἀνατρεπτικὸς τῆς ῥητορικῆς τοιοῦτός ἐστιν : εἰ ἔστιν ἡ ῥητορική |
προτετάχθαι : οἰκονομίας δὲ τὰ τοιαῦτα πολλάκις ἐπέχει χρείαν , δυσπαρακολούθητον δὲ ὅμως καὶ ἀσαφῆ τὸν λόγον ποιεῖ . ποιεῖ | ||
εἰ καὶ οἰκονομίας πολλάκις ἐπέχει χρείαν , ἀλλ ' ὅμως δυσπαρακολούθητον καὶ ἀσαφῆ τὸν λόγον ποιεῖ . Καὶ τὸ δὶς |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
: λέγεται δὲ ἀπὸ Πιτάνης , κώμης Λακωνικῆς ἀταλαίπωρος : ἀνεξέταστος τὰ ἑτοῖμα : τὰ εὐχερῆ καὶ ἀναπόδεικτα ἐκ δὲ | ||
δέδοικε μή πως ἀπολέσῃ αὐτό . ἀβασάνιστος . ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος . εἴρεται δὲ ἀπὸ τῆς βασάνου τῆς χρυσοχοικῆς λίθου |
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι | ||
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
. Ἵππαρχος ὁ υἱὸς Πεισιστράτου παιδιώδης ἦν καὶ ἐρωτικὸς καὶ φιλόμουσος , Θεσσαλὸς δὲ νεώτερος καὶ θρασύς . τοῦτον τυραννοῦντα | ||
φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος |
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ | ||
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος |
ἀλλὰ κατὰ τὸν ἔνθεον . Πλάτων ὁ φιλόσοφος ἀκούων ὅτι μεγαλοφυὴς Διονύσιος ὁ τῆς Σικελίας τύραννος , ἔπλευσε πρὸς αὐτόν | ||
ἀγαθὸν μήτε πεποιηκότι μήτ ' ἐνθυμουμένῳ εὕρῃ φιλόσοφον τὸν λέγοντα μεγαλοφυὴς καὶ ἁπλοῦς καὶ ἀκέραιος , τί δοκεῖς ἄλλο αὐτὸν |
καὶ Θέογνις δέ φησιν : ἥκω δ ' ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι , οὔτε τι νήφων εἴμ ' οὔτε | ||
, ὁ περὶ τῶν ἀτελειῶν , ὃν αὐτὸς διέθετο , χαριέστατος ἁπάντων τῶν λόγων καὶ γραφικώτατος . ἐπὶ δὲ Διοτίμου |
[ ὡς ] Σκίρος Σκιρίτης , χῶρος χωρίτης , μέσος μεσίτης , Κοπτός Κοπτίτης , Δίολκος Διολκίτης . Παυσανίας δὲ | ||
ἀσκὸν Ἀσκίτης , ὡς παρὰ τὸν ἀστὸν ἀστίτης , μέσος μεσίτης . Ἄσκλος , πόλις Ἰταλίας . Διονύσιος ἐν κʹ |
παρ ' ἄκρην . . . . . , [ Συναγωγὴ λέξεων χρησ . ] ἁγής : τοῦτο ἀπὸ συνθέτου | ||
] α κατηνέχθη | [ Ἐφαρμόστωι ] βυβλία : | Συναγωγὴ τῶν προξενιῶν ? | [ ] Καλλισθένους ? | |
τῶν γνωρίμων καὶ ἐν Ἐρετρίᾳ παρ ' Ἀμφικρίτῳ . “ Ἐτελεύτησε δέ , ὥς φησιν Ἕρμιππος , ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολὺν | ||
μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις , εἶτ ' ἐστεφανώθη μαχόμενος . Ἐτελεύτησε δ ' Αἰσχίνης ἀναιρεθεὶς ὑπὸ Ἀντιπάτρου καταλυθείσης τῆς πολιτείας |
δὲ τῶν ἄλλων μερῶν ἧττον ὄρθιόν ἐστι τὸ ὄρος , ἀνατέταται μέντοι ἐνθένδε ἱκανῶς καὶ περίοπτόν ἐστιν . ἡ μὲν | ||
τόνου τοῦ ἐπὶ τῷ πνεύματι ὀρθόπνοια τοὔνομα . ὄρθιοϲ γὰρ ἀνατέταται ἐϲ ἀναπνοήν , κἢν ὕπτιοϲ κατακλινθῇ ὥνθρωποϲ , κίνδυνοϲ |
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . , | ||
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ |
Λιβύης . ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ πολυΐστωρ φησίν . Ἀνθάνα , πόλις Λακωνική , μία τῶν | ||
ἄλλα ἱκανὸς καὶ πρὸς λόγων ἐνίοτε μέγεθος οὐκ ἄφορος , πολυΐστωρ , ἐπινοητικός , πλὴν ἀλλοτρίων μὲν ἐλεγκτικώτατος ἁμαρτημάτων ἀνεπαίσθητος |
Σωκράτους , ψευδόμενοι . ἦν δὲ καὶ ἕτερος ῥήτωρ Αἰσχίνης Ἐλευσίνιος , ὃς καὶ τέχνας λέγεται ῥητορικὰς γεγραφέναι . λέγεται | ||
προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος , Ἐλευσίνιος τὸν δῆμον , υἱὸς Εὐφορίωνος , Κυναιγείρου ἀδελφὸς καὶ |
ἀτυχία καὶ ἀδοξία καὶ θλῖψις . διὰ τοῦτο γὰρ τῇ παράσημος λέξει ἐχρήσατο κατ ' ἐναντίωσιν τοῦ ἀτρεκής , ἤτοι | ||
εἰώθασι λέγειν τοὺς παραχαράκτας παρακόπτοντας : ὅθεν καὶ παρὰ Ἀθηναίοις παράσημος ῥήτωρ . Γ παρακεκομμένα ] μηδὲν ἐντελὲς ἔχοντα . |
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν | ||
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος . |
πάνυ σφοδρός τε καὶ τραχύς ἐστι : διὸ καὶ ἧττον ἐπιμελὴς ὁ λόγος αὐτῷ , γοργὸς μέντοι καὶ δεινὸς οὐ | ||
: καὶ ἔδοξεν ἀπὸ τοῦ λόγου εἰκάζοντί μοι τὴν πρώτην ἐπιμελὴς μὲν εἶναι σφόδρα , τὴν δὲ φύσιν ἀγεννέστερος . |
μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
φαινομένων ἢ καὶ παρατρεχόντων σημείων τεκμάρσεως ἀκριβὴς ἦν ἐξεταστής . Ἱλάριος ὁ ἐκ Φρυγίας : ἐπὶ Ἰοβιανοῦ βασιλέως Ῥωμαίων : | ||
ἀπενεγκαμένῳ , Δομνίνῳ τε τῷ φιλοσόφῳ . , . . Ἱλάριος Ἱλάριος , Ἀντιοχεύς , τῆς ἐν Συρίᾳ πόλεως , |
, Μόρσων , ἐν χάριτι κρίνῃς , μήτ ' ὦν τύγα τοῦτον ὀνάσῃς . ναί , ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν , | ||
, ἐγὼ μὲν ἀλαθέα πάντ ' ἀγορεύω κοὐδὲν καυχέομαι : τύγα μὰν φιλοκέρτομος ἐσσί . εἶα λέγ ' , εἴ |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
ὁ βασιλεὺς | μετήλλαξε ἄρξας ἔτη δέκα | τρία , βιώσας δὲ ἔτη τριάκοντα | τρία . κατὰ δὲ τὸν | ||
, διεδέξατο τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἵρωμος , ὃς βιώσας ἔτη πεντήκοντα τρία ἐβασίλευσεν ἔτη τριάκοντα τέσσαρα . Οὗτος |
ἐπεὶ καὶ ἀναστρέφει : ἄριστός τε γὰρ πολιτικῶν λόγων ὁ Δημοσθενικός , ὅ τε αὖ Δημοσθενικὸς λόγος τῶν πολιτικῶν ἄριστος | ||
ὁ κράτιστος τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν , ὅτι μὲν ὁ Δημοσθενικός , οὐδεὶς ἀμφιβάλλει δήπουθεν : οὐ μὴν ἁπλῶς γε |
. πρῶτον μὲν γὰρ ἔτι παῖς ὤν , ὅτ ' ἐπαιδεύετο καὶ σὺν τῷ ἀδελφῷ καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις παισί | ||
μαλθακὸς αἰχμητής , τότε ἤδη τῆς πείρας ἐγίνετο μαθητὴς καὶ ἐπαιδεύετο ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὡς οὔτε Σπαρτιάτης οὔτε |
ἔπασχεν ὑπὲρ πᾶσάν ἐστι τραγῳδίαν , καὶ οὐδεὶς ἂν εἴη μεγαλόφωνος , οὐδὲ ἡδόμενος κακοῖς , ὥστε ἐξαγγέλλειν ἀνδρὸς τοσούτου | ||
κῆρυξ ἀντὶ τοῦ φωνητής , καὶ βριήπυος ὁ φωνητικὸς καὶ μεγαλόφωνος . ἤραρον ἥρμοσαν . ἦρι πρωΐας : “ ἀλλὰ |
δούλων , ἐξ ὧνπερ καὶ εἴ τίς τι ἠδίκηκε , φανερώτατος ἂν εἴη , καὶ εἴ τις μὴ ἀδικοῦντα αἰτιῷτο | ||
ὑπὸ στέρνοις ἀνδρὸς ἔδειξε νόον . ὤφελεν ὡς ἀφανὴς οὕτω φανερώτατος εἶναι καιρός : ὃς αὐξάνεται πλεῖστον ἀπ ' εὐλαβίης |
τῶν Περὶ αἱρέσεων καὶ Ἀσκληπιάδης κατὰ τοὺς πλείστους καὶ ὁ φιλαλήθης Ἀλέξανδρος Θεμίσων τε καὶ θεσσαλὸς καὶ οἱ ἀπ ' | ||
. πρὸς ἄκμονι δὲ ἀψευδεῖ χάλκευε , ὅ ἐστι , φιλαλήθης ἔσο . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ἀλήθευε . ἴσως |
ἐς μάχην ; ἀσφαλὴς γάρ ἐστ ' ἀμείνων ἢ θρασὺς στρατηλάτης . κομπὸς εἶ σπονδαῖς πεποιθώς , αἵ σε σώιζουσιν | ||
φόνον , σύ τ ' ἀντὶ πατρός , Αἰγιαλεῦ , στρατηλάτης νέος κατάστας παῖς τ ' ἀπ ' Αἰτωλῶν μολὼν |
οἵπερ εἵλετε . Ὅθεν εἰς παροιμίαν ὁ λόγος περιέστη . Ἀσπένδιος κιθαριστής : Ζήνων ὁ Μύνδιος ἐπὶ τῶν φιλοχρημάτων φησὶ | ||
κτίσμα , ὡς Ἑλλάνικος ἐν πρώτῃ Δευκαλιωνείας . ὁ πολίτης Ἀσπένδιος . Θεόπομπος τετάρτῃ Ἑλληνικῶν „ ἀποτυχὼν δὲ τῶν Ἀσπενδίων |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
ἄδωρος , ἀδωροδόκητος , ἀδέκαστος , ἀμίσθωτος , ἀδιάφθορος , ἀνάργυρος , ἄπρατος ἐλεύθερος , κρείττων λημμάτων , ἀντιβλέπων πρὸς | ||
ὢν καὶ τῆς γῆς τῶν πολεμίων κρατούντων . . . ἀνάργυρος Ἐπιγένης . . . , . . . ἑβδομευομένου |
δὲ μεθῆκεν : τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ | ||
, εἰκῇ συμπεφορημένος , κρατεραύχην , βραχυτράχηλος , σιμοπρόσωπος , μελάγχρως , γλαυκόμματος , ὕφαιμος , ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας ἑταῖρος |
. πολλὰ δὲ καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μύνδιος καὶ Φοῖβος ὁ Ἀντιοχεὺς περὶ τοῦ δοκεῖν κεραυνοῦσθαι ἀπὸ πείρας τε καὶ ἰδίας | ||
πολλοὶ καὶ δὴ καὶ Ἀρτέμων ὁ Μιλήσιος καὶ Φοῖβος ὁ Ἀντιοχεὺς διειλεγμένοι εἰσί , τῷ δὲ ὀνείρῳ ὅραμά τε καὶ |
πείθεσθαι αὐτῷ ἤθελον καὶ χωρὶς τοῦ κρατηθῆναι μάχῃ . οὕτω διέπρεπε , φησίν , ὥστε τοὺς περιοικοῦντας ἑκου - σίως | ||
Ὑπέρβολον , ἐν ᾧ αἱ Νεφέλαι ἐδιδάχθησαν . οὐδέπω γὰρ διέπρεπε Κλέωνος ἔτι ζῶντος : μετὰ γὰρ τὸν ἐκείνου θάνατον |
Λευτυχίδῃ τῷ Μενάρεος τοῦ Ἄγιος , ἐόντι οἰκίης τῆς αὐτῆς Δημαρήτῳ , ἐπ ' ᾧ τε , ἢν αὐτὸν καταστήσῃ | ||
οὐδὲ Λευτυχίδης κατεγήρα ἐν Σπάρτῃ , ἀλλὰ τίσιν τοιήνδε τινὰ Δημαρήτῳ ἐξέτεισε . Ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην , παρεὸν δέ |
καὶ δυνάμενοι συντελεῖν . Φίλιππος μὲν οὖν ὁ Ἀμύντου , πραγματικὸς ἀνὴρ γενόμενος , οὐδέποτε ἐν ταῖς τοιαύταις περιστάσεσιν ἐφείσατο | ||
, ἁπάσαις τε συλλήβδην κεκοσμημένον ἀρεταῖς : καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν |
' ἀνέσεως ἁπλῶς οὐκ ἄρρωστος , οὐ πεπηρωμένος , οὐ γεγηρακώς , οὐ γυναικὸς ἀσθένεια , πάντες δὲ πληγαῖς ἀναγκάζονται | ||
καὶ φονῶντες , ἀκούσατε : γεωργός τις ἐπ ' ἀγροῦ γεγηρακώς , ἐπεὶ μηδέποτε εἰσῆλθεν εἰς ἄστυ , παρεκάλει τοὺς |
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν | ||
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ | ||
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί ' |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
καὶ ἀναγωγὸς τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον , ὡς ἐκείνη προαγωγὸς τοῦ πρώτου εἰς τὸ τρίτον . Φέρε οὖν ἴδωμεν | ||
παρὰ τὸν τρίτον , ποίαν γὰρ ἰσχυρὰν προβαλεῖται πίστιν ἀνὴρ προαγωγὸς τῆς αὐτοῦ γαμετῆς ὑπὲρ οὕτω διαβεβλημένης πράξεως κατηγορεῖν ἐπιχειρῶν |
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ | ||
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν : | ||
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα |
. Πρόδικος Κεῖος ἀπὸ Κέω τῆς νήσου , πόλεως δὲ Ἰουλίδος , φιλόσοφος φυσικὸς καὶ σοφιστής , σύγχρονος Δημοκρίτου τοῦ | ||
. Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ , ἀπὸ Ἰουλίδος κρήνης . ἀφ ' ἧς Σιμωνίδης ἐστὶν ὁ μελοποιὸς |
ἀνέφυ καὶ πώγωνα ἐξήνεγκας , ἢ αὐτίκα ἐκ γυναικὸς ἀνὴρ ἀνεφάνης ; Οὐχ ὁρῶ τί σοι βούλεται τὸ ἐρώτημα : | ||
Ἥλιον . κορυβαντιᾶις [ , μειράκιον . ἐξαίφνης πολίτης [ ἀνεφάνης : γενναῖον . οὐκ ἔξεστι πο [ πῶς ; |
. . . . τοῦτον τὸν ἄνδρ ' ἢ βυβλίον διέφθορεν ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις . | ||
ἐλεύθεραι σχεδόν . κἄπειτ ' ἀπ ' ἐκείνης τῆς θυσίας διέφθορεν αὐτὰς ξενίζους ' ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἀβουλία κατέχουσα πολὺν |
. οἵ τε καὶ χρυσαμπύκων : οἳ , οὗτοι : συλληπτικὸς ὁ τρόπος . οἵτινες καὶ τῶν Μουσῶν ᾀδουσῶν καὶ | ||
καὶ καιριωτάτην ἑαυτῷ τῶν πατρίων εἰσβολὴν παρέσχετο . θρασεῖαι : συλληπτικὸς ὁ τρόπος : εἷς γὰρ ἦν ὁ Γηρυόνου κύων |
, ὡς ἐπὶ τῶν τεταρταίων ἐστὶ δύο δακτύλοις καὶ αὖθις ἀραιότερος τοῦ τῶν ἀμφημερινῶν , ὡς πάλιν συνάγεσθαι τὸν τῶν | ||
σφοδρότητι ἠλαττωμένος καὶ τοῖς χρονικοῖς διαστήμασιν ηὐξημένος , βραδύτερος καὶ ἀραιότερος γεγονώς , τοῖς δὲ γηραιοῖς παρέπεται σφυγμὸς μικρότητος μὲν |
μὲν οὖν φίλαυτος διανομεὺς οἷος ὁ Κάϊν , ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ . Ἔοικε γὰρ ἐπιδιαιρεῖν ὁ | ||
, φιλαθήναιος , φιλοχρήματος φιλόχρυσος φιλάργυρος , φίλοινος φιλοπότης , φιλόθεος , φιλόδικος , φιλαλήθης , φιλοπράγμων , φιλαπόδημος , |
ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήιος * * * ὃς ἀλαζονεύεται μὲν ἁλιτήριος περὶ τῶν μετεώρων , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . | ||
, ὅν γ ' ἔστιν λέγειν ; ὁ Βουζύγης ἄριστος ἁλιτήριος . τί κέκραγας ὥσπερ Βουζύγης ἀδικούμενος ; ὁ νόθος |
Ῥωμαίων ἐλεύσομαι συγγραφεῖς . παλαιὸς μὲν οὖν οὔτε συγγραφεὺς οὔτε λογογράφος ἐστὶ Ῥωμαίων οὐδὲ εἷς : ἐκ παλαιῶν μέντοι λόγων | ||
τὴν καθ ' ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν ; ἐκ τριηράρχου λογογράφος ἀνεφάνη , τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος : ἄπιστος δὲ |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
ὄντες , Νεοκλῆς , Χαιρέδημος , Ἀριστόβουλος , καθά φησι Φιλόδημος ὁ Ἐπικούρειος ἐν τῷ δεκάτῳ τῆς τῶν φιλοσόφων συντάξεως | ||
οὐκ ἀναδέχεται καιροὺς ἡ τῆς παιδὸς ὥρα . τάχα δὲ Φιλόδημος μὲν εἴργεται τοσούτοις ὅσοις πατέρα εἰκὸς εἴργεσθαι ἐξώρου θυγατρὸς |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
. πάντων ὧν ἐπέοικε λάχεν τεθνεὼς ὁ σοφιστής : καίπερ ἄκικυς ἐὼν εἶχ ' ἄρα κηδεμόνας . Δαμομένης ὁ χοραγός | ||
νῦν δέ μ ' ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς . ” ἡ γὰρ ἰσχὺς λέγεται κῖκυς : “ |
' ἐν τῆι α τῆς Ἀλεξανδρειάδος . . . Σωτήριχος Ὀασίτης : ἐποποιός , γεγονὼς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ . Ἐγκώμιον εἰς | ||
, πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Ἀνυσίτης , ὡς Ὄασις Ὀασίτης . Ἄνωλος , πόλις Λυδίας . ἐκλήθη ἀπὸ Ἀνώλου |
δ ' ἀν ' ἄστυ : ταραχαί , θόρυβοι . κεκωμῴδηται δὲ ἡ λέξις . λέγεται γὰρ μᾶλλον ἐπὶ βορβορυγμοῦ | ||
. . Κηφισόδωρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Κατὰ Μενεσαίχμου . κεκωμῴδηται δὲ οὗτος ὡς νωθὴς κτἑ . . . . |
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
θεὸν οὐ λανθάνει . δίκαιος ἀνὴρ εἰκὼν θεοῦ . ἐκ φιληδονίας ἀκολασία φύεται . ζήλου τὸν μηδενὸς δεόμενον . ὧν | ||
‖ Στενοχωρεῖται πᾶς ἔφρων θλιβόμενος ὑπὸ φιλαργυρίας καὶ φιλοδοξίας καὶ φιληδονίας καὶ τῶν ὁμοιοτρόπων : ἅπερ οὐκ ἐᾷ τὴν διάνοιαν |
. Συρεντῖνος δὲ ἀπὸ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἄρχεται γίνεσθαι πότιμος : ὢν γὰρ ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρὸς μόλις πεπαίνεται | ||
Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ὁ Λευκάδιος πάρεστι καὶ Μιλήσιος οἰνίσκος οὔπω πότιμος . Γύναι , ῥάφανόν με νομίσας ' εἰς ἐμὲ |
οὔ . τί μ ' εἴργασαι ; ἀμάχαιρος ἐπὶ βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα | ||
ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ ' ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ |
γὰρ ἐκ τῆς διατάσιος κοινῇ ξυμπίπτειν πάντα . Τῶν δὲ ἐμβολέων αἱ μὲν ἐξ ὑπεραιωρήσιος ἐμβάλλονται , αἱ δὲ ἐκ | ||
κατατετάσθαι δοκέειν : ἀτὰρ καὶ τὰ παλαιὰ μούνη αὕτη τῶν ἐμβολέων οἵη τε ἐμβιβάσαι , ἢν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου |
ἐν τῷ Ἀλφειῷ νυχθῆναι καλάμῳ καὶ οὕτω τελευτῆσαι . : Φίλισκος Αἰγινήτης ὁ διδάξας γράμματα Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα . αὐτὸς | ||
ἐν τῷ Ἀλφειῷ νυχθῆναι καλάμῳ καὶ οὕτω τελευτῆσαι . : Φίλισκος Αἰγινήτης ὁ διδάξας γράμματα Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα . αὐτὸς |
τῷ τέλει κορωνίς . 〛 ὁ Προμηθεὺς ἀπαγγέλλει αὐτῷ τινὰ συγκεκαλυμμένος . ὅπως μή μ ' ὄψεται : Ἤγουν δέδοικα | ||
τοῖς ἀκροάμασι προσπαίζων . καὶ ὑπὸ τῶν μίμων εἰσεφέρετο ὅλος συγκεκαλυμμένος καὶ ἐτίθετο εἰς τὴν γῆν ὡς εἷς ὢν τῶν |
, σκαιῇ γε μὲν ὑψόθι πολλός . Καὶ δή οἱ Στεφάνῳ παρακέκλιται ἄκρα γένεια : νειόθι δὲ σπείρης μεγάλας ἐπιμαίεο | ||
καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ δύνει ὁ λαμπρότατος τῶν ἐν τῷ Στεφάνῳ , ἔσχατος δὲ ὁ ἀμαυρότερος καὶ ἔσχατος ὢν τῆς |
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ | ||
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
ἐπιστήμην ταχέως ἀνέδραμέ τε καὶ εὐθήνησεν ἐπ ' αὐτῇ , πομπικὸς ὢν καὶ ἐπιδεικτικός , φιλοσοφίας μὲν ἐπ ' ὀλίγον | ||
οὗ καὶ παράδειγμα ὁ κατὰ Ἀριστοκράτους , πανηγυρικὸς δὲ ὁ πομπικὸς καὶ λαμπρὸς πανταχοῦ καὶ ἐπιδεικτικός : ὃς οὕτως εἴρηται |
Προδίκῳ : σοφιστὴς ὁ Πρόδικος , Κεῖος τὸ γένος . ἤκμασε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους Σωκράτους . πρῶτος δὲ οὗτος | ||
δὲ ἀκουστὴς Φιλητᾶ καὶ Ἀσκληπιάδου , ὧν καὶ μνημονεύει . ἤκμασε δὲ ἐν τοῖς χρόνοις Πτολεμαίου τοῦ ἐπικληθέντος Λαγωοῦ . |
Ὑπερβόρεον : τούτου δὲ τεκμήρια ἔχεσθαι ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἐξανιστάμενος τὸν μηρὸν παρέφηνε χρυσοῦν καὶ ὅτι Ἄβαριν τὸν Ὑπερβόρεον | ||
, . , . * . Ἀκτάζων : ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω καὶ ἀκτάζω τροπῇ τοῦ |
φησίν , ” Ὁ τῶν ἰδιωτῶν ἄριστος βίος , καὶ σωφρονέστερος παυσά - μενος τοῦ μετεωρολογεῖν καὶ τέλη καὶ ἀρχὰς | ||
οὗ γε εἰ ] μὴ Ὁμήρου πολὺ φανῶ κρείττων καὶ σωφρονέστερος ποιητής , τοῦ δόξαντος ὑμῖν ἰσοθέου τὴν σοφίαν , |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
φωνήεντι βαρύνεται : ἶπος ῥύπος ῥῶπος κῆπος . Τὰ εἰς ΠΟΣ δισύλλαβα παραλήγοντα διχρόνῳ καταλήγοντι εἰς Μ ἢ Π βαρύνεται | ||
Τὸ δὲ ἕβδομον ἀπὸ τῶν εἰς ΜΟΣ μέχρι τῶν εἰς ΠΟΣ . Τὸ δὲ ὄγδοον ἀπὸ τῶν εἰς ΡΟΣ μέχρι |
πρῶτον μὲν οὖν περὶ τῆς ἀπογραφῆς ὑμᾶς διδάξω . Ἀφικόμενος προπέρυσιν εἰς τὴν πόλιν , οὔπω δύο μῆνας ἐπιδεδημηκὼς κατελέγην | ||
τοίνυν ὅστις μαρτυρήσει παραγενέσθαι , ὅπου οὗτος ἢ πέρυσιν ἢ προπέρυσιν ἐδικάσατό μοι ἢ λόγον ὁντινοῦν ἐποιήσατο πρὸς ἐμὲ περὶ |
. καὶ πρὸ τῆς τούτου βασιλείας ἀνάργυρος , ἔτι δὲ ἄχρυσος ἦν ὁ Πύθιος . ἀνέθετο δὲ καὶ Γέλων ἐν | ||
. καὶ πρὸ τῆς τούτου βασιλείας ἀνάργυρος , ἔτι δὲ ἄχρυσος ἦν ὁ Πύθιος , ὡς Φαινίας τέ φησιν ὁ |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
Ἠλεκτρύων : οὗ Ἀλκμήνη : ἀφ ' ἧς καὶ Ἀμφιτρύωνος τρισκαιδέκατος ὁ Ἡρακλῆς . . * : Τρισκαιδέκατος γόνος εὑρεθείη | ||
: ἑνδέκατος ἀνδριαντοποιὸς Φωκαεύς : δωδέκατος ἐπιγραμμάτων ποιητὴς λιγυρός : τρισκαιδέκατος Μάγνης , Μιθραδατικὰ γεγραφώς : τεσσαρεσκαιδέκατος ἀστρολογούμενα συγγεγραφώς . |
Ἡλιόδωρος ἀποδίδωσι πεποιημένον . ἐπιείσομαι ἐπελεύσομαι . ἐπιζάφελος ὁ λίαν ηὐξημένος : ἔγκειται γὰρ τὸ ὀφέλλειν : “ ὅτε κέν | ||
δὲ ἔχει τέσσαρας καὶ πλευρὰς τέσσαρας , ἕκαστος δὲ κύβος ηὐξημένος ὢν ἐξ ἑκάστου τετραγώνου τῇ ἰδίᾳ πλευρᾷ πολυπλασιασθέντος ἐπίπεδα |