σύνηθες , προσειληφυῖά τε τὸ ν ὁμοίως τῷ ἐκεινοσίν , οὑτοσίν . ἀλλὰ ἀντίκειται τὸ μόνον ἐν τρίτοις τὸ ν | ||
ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Ἁλσὶ διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσίν : ἐπὶ τῶν παραπαιόντων . φησὶν οὖν οὐ τὰ |
Νισαίᾳ λιμένα . ἡ δὲ Νίσαια ἐπίνειόν ἐστιν τῶν Μεγάρων δεκαοκτὼ σταδίους τῆς πόλεως διέχον , σκέλεσιν ἑκατέρωθεν συναπτόμενον πρὸς | ||
τὸ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκ Μεσοποταμίας ἀπὸ Λάβαν . Καὶ πληρωθέντων δεκαοκτὼ ἐτῶν , ἐν τεσσαρακοστῷ ἔτει ζωῆς μου , ἐπῆλθεν |
, σκαιῇ γε μὲν ὑψόθι πολλός . Καὶ δή οἱ Στεφάνῳ παρακέκλιται ἄκρα γένεια : νειόθι δὲ σπείρης μεγάλας ἐπιμαίεο | ||
καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ δύνει ὁ λαμπρότατος τῶν ἐν τῷ Στεφάνῳ , ἔσχατος δὲ ὁ ἀμαυρότερος καὶ ἔσχατος ὢν τῆς |
, ὥστε περιττεύειν τινὰ μέρη αὐτοῦ καὶ ὑπερκεῖσθαι . ἃν πλαγαὶ σιδάρου : ἥντινα τὴν ναῦν συνεπέρανον αἱ τοῦ σιδήρου | ||
ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : |
. Παρ ' Ἀλεξάνδρου δ ' ἐκ Θετταλίας κόλλικα φαγὼν κρίβανος ἄρτων . Οὐκ οἶσθά μ ' ὄντα πρὸς θεῶν | ||
γῇ . τὰ δὲ ἑξῆς ἀδιανόητα . πνιγεὺς δὲ ὁ κρίβανος ἢ ἡ κάμινος . ] προτιθεὶς οὖν : Δίδυμος |
παρ ' ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο , στήθεα δ ' ἐκ μηρῶν φοινίσσετο , τοὶ δ ' ὑπὸ μαζοί χιόνεοι τὸ πάροιθεν | ||
, ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα λαμπάδα παιφάσσουσα νεοπτοίητον ὀπωπαῖς , φέγγος ἀκοντίζουσα : |
„ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ | ||
αὐτούς . Λύκου δὴ λαιμῷ ὀστέον ἐπεπήγει . Ὁ δὲ γεράνῳ μισθὸν παρέξειν εἶπεν , εἰ τὴν κεφαλὴν αὑτῆς ἐπιβαλοῦσα |
. ἣ παραλαμβανομένη ποικίλας ἔχει τὰς προθέσεις προσιούσας , ἐκ πασσαλόφιν , ἀπὸ χαλκόφιδιὸ . καὶ ἐν παραγωγῇ μόνον κατὰ | ||
[ προσκεφαλαίου ] . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν . ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικὴν ἐν τοῖς |
Λακεδαιμονίων ] [ ] ναυάρχωι [ ] [ εἰς ] Φύσκον ? ? ? ? ? κατενεχθέντι [ ] , | ||
πρὸς ἡμᾶς , ἐγὼ δὲ ἅπαξ ἀνιάσομαι . Περαιωθεὶς ἐπὶ Φύσκον , ἡσυχάσας ἐκείνην τὴν ἡμέραν , οὐχ ὑπ ' |
κρήνη , ἐν Θήβαις . καὶ τόπος ὃν οἱ κατοικοῦντες Ἄρειοι καλοῦνται . καί ἐστιν ἀπὸ δύο ἓν ἐθνικόν , | ||
. Ἀγανακτοῦντες δὲ οἱ ἄνδρες , καὶ μάλιστα αὐτῶν οἱ Ἄρειοι , ὅτι κρείττους ὄντες ἀλκὴν δι ' ἀπραξίας ἀπώλλυντο |
δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς | ||
: ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ |
. λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀνέμους γεωργεῖς : | ||
αὐτὸς ἐλθὼν ἐπρίατο : ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ |
δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιηῃ | ||
ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Ὠρίων ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ |
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει | ||
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει |
ἐκ δερμάτων μασχαλιστῆρες τῶν ἵππων , παρὰ τὸ λέπω τὸ λεπίζω καὶ ἐκδέρω . οἱ δὲ τοὺς τῶν ζυγῶν φασι | ||
πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
ιζ ηων . Ὁ ἄρα τῶν τετραγώνων εἷς ἔσται σπθ ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ιζ ηων , ὁ δὲ λοιπὸς ρ | ||
ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ιζ ηων , ὁ δὲ λοιπὸς ρ ξδων ἀπὸ πλευρᾶς ι ηων . Ἐπεὶ γὰρ τῶν κε |
βάκχη ἢ προφῆτις ἡ τὸν Ἀπόλλωνα ταῖς μαντείαις μιμουμένη . Κλάρος δὲ ὄρος καὶ πόλις Ἀσίας περὶ Κολοφῶνα ἀφ ' | ||
ὁ γλάρος . Πάρος : πρότερον . ἢ ἔμπροσθεν . Κλάρος : ὄνομα τόπου . Κάρος : ὄνομα νόσου . |
καὶ ἔρημος : ὠνόμασται δ ' ὅτι μάλιστα τοῖς εἰς Λιπάρας ἐκ Σικελίας πλέουσιν εὐώνυμός ἐστι . πολλάκις δὲ καὶ | ||
καλούμεναι Πελωρίδες ὠνομάσθησαν , τεῦτλον ἐξ Ἄσκρης , μαινίδες ἐκ Λιπάρας , γογγύλαι ἐκ Μαντινείας , Μηθυμναῖοι κτένες , γαλεὸς |
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . . | ||
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος |
πόλιν Μητρὸς Δινδυμήνης ἐστὶν ἱερόν , ἐν δὲ αὐτῷ καὶ Ἄττης ἔχει τιμάς . τούτου μὲν δὴ [ τὸ ] | ||
κεφαλῆς αἰωρῶν καὶ βοῶν Εὐοῖ Σαβοῖ , καὶ ἐπορχούμενος Ὕης Ἄττης , Ἄττης Ὕης , ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος |
ἄθροισμα : σπεῖρα γὰρ καὶ ὁ ἐντυλιγμὸς τοῦ ὄφεως : ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ δίκην ὄφεως συσφίγγονται . Ἀρήσαιτο : ἐπεύξαιτο | ||
σπεῖρα ἡ ἕλιξ τοῦ ὄφεως λέγεται , ἐνταῦθα δ ' ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ συνεσφίγχθησαν : σπεῖρα γὰρ τὸ σύνταγμα καὶ |
ἐφ ' ἑνὶ ἑκάστῳ γένει τὰ ἴδια ῥηθήσεταί τε καὶ διδαχθήσεται . Ἡ ἀντωνυμία μέρος ἐστὶ λόγου , λαμβάνεται δὲ | ||
μὴ ὂν καθὸ μὴ ὄν ἐστι διδάσκεται , οὐδὲν ὂν διδαχθήσεται : ὅπερ ἄτοπον . καὶ μὴν οὐδὲ κατ ' |
κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω ὀρεός : μεδεύω Μεδεός , ὄνομα κύριον | ||
, ὡς παρὰ τὸ φωλεύω φωλεὸς , ὀχεύω ὀχεὸς καὶ ὀσχεός . τὸ ἀπὸ ἤτρου χαλώμενον δέρμα , ὀχεὸς σὺν |
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως | ||
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ |
ἀντὶ τοῦ ἀντιτιθέναι . Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ | ||
στάδιοι οʹ . Ἀπὸ Ῥηγμῶν εἰς Ταρσὸν στάδιοι οʹ . Ῥέει διὰ μέσης τῆς πόλεως ποταμὸς Κύδνος . Ἀπὸ Ῥηγμῶν |
ἴσον ἐστὶ τῷ ὑπὸ τῶν ΞΝΖ . τὸ δὲ ὑπὸ ΞΝΖ ἐστι τὸ ΞΖ παραλληλόγραμμον . ἡ ἄρα ΜΝ δύναται | ||
τὸ ἀπὸ τῆς ΜΝ ἄρα ἴσον ἐστὶ τῷ ὑπὸ τῶν ΞΝΖ . τὸ δὲ ὑπὸ ΞΝΖ ἐστι τὸ ΞΖ παραλληλόγραμμον |
Πανδιονίδος φυλῆς . . . . διαφέρουσι δὲ οὗτοι τῶν Παιονιδῶν , ὡς Ἴστρος ἐν Ἀτάκτῳ ὑποσημαίνει . Μνημονεύουσι δὲ | ||
τὸν δημότην καλεῖσθαί φησι Παιανιέα . διαφέρουσι δὲ οὗτοι τῶν Παιονιδῶν , ὡς Ἴστρος ἐν Ἀτάκτων ὑποσημαίνει . μνημονεύουσι δὲ |
μυρίοι , ὅσσά τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ . Ἠΰτε μυιάων ἁδινάων ἔθνεα πολλὰ αἵ τε κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον | ||
: φυλάσσει , περιαγαπᾷ . δάκος : τὸ θηρίον . Ἠΰτε : τις κυβερνήτης , καθὰ ὁ κυβερνήτης . οἴηκι |
ὅμοιος : ῥίζα δὲ λεπτοτέρα δακτύλου , ὑπομέλαινα . Ζέα δισσή : ἡ μὲν γὰρ ἁπλῆ , ἡ δὲ δίκοκκος | ||
τὸ ἐκ τῆς Γαλατίας δ ' ἄσπληνον λεγόμενον . Ἀκτῆ δισσή : ἡ μέν ἐστι δενδρώδης , κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα |
φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος | ||
καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι |
αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου | ||
εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ |
ΘΝΖ πρὸς τὸ ὑπὸ τῶν ΞΝΖ . τὸ ἄρα ὑπὸ ΣΝΡ ἴσον ἐστὶ τῷ ὑπὸ ΞΝΖ . τὸ δὲ ἀπὸ | ||
ὡς ἄρα τὸ ὑπὸ τῶν ΘΝΖ πρὸς τὸ ὑπὸ τῶν ΣΝΡ , οὕτως ἡ ΘΖ πρὸς ΖΛ , τουτέστιν ἡ |
τὸ Α : Ἠλέκτρα ποτίστρα καλύπτρα ἐνέδρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα καὶ σκολόπενδρα . Τὰ διὰ τοῦ ΑΙΑ παρώνυμα ἐκτείνει | ||
τῷ ἐκ Θηβῶν εἰς * Ἄργος ἀνιόντι ἐν ἀριστερᾷ ἡ Τάναγρα κ . . . ἐν δεξιᾷ κεῖται : καὶ |
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ | ||
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς |
, λαλοῦντος . ἀλεκτρυὼν ἀττικόν , ἀλέκτωρ παρὰ Ἀλεξανδρεῦσιν , ἀλεκτορὶς δὲ ἀλεκτορίδος ἐπὶ τῆς θηλείας , ὅθεν καὶ ” | ||
καὶ τὰ μάλιστα ἀσύλληπτος ἦν . Ὄρνις κατοικίδιος ἡ καὶ ἀλεκτορὶς λεγομένη , πᾶσί ἐστι γνωστή . Ταύτης ἡ κόπρος |
Βακχεῖος , συγκεκαμμένα . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν λύγων , ἅπερ ἐστὶν εὔκαμπτα φυτά . | λωτοῦ ἰχθυήματα | ||
' ἀλλήλους φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνος . οἱ δὲ κύκλους ἐκ λύγων τοῖς ποσὶ περιαρμόσαντες αὐτοί τε ἀβλαβῶς ἐπήρχοντο κατὰ τῆς |
τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' | ||
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄφεμα : ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι , ἵεμαι , ἕμα καὶ |
τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , | ||
τῆς κεφαλῆς τοῦ κεστρέως ἐχῖνον σφόνδυλον ὀνομάζει διαφέρειν τέ φησι κεφάλου κεφαλῖνον , ὃν καὶ βλεψίαν καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δ |
νοϲέων ὁ ϲπλήν . ἡ δὲ ξὺν τῷ αἵματι πάντῃ φοιτῇ : διὰ τόδε μελάγχλωροι ἀπὸ ϲπληνὸϲ ἴκτεροι . ἀτὰρ | ||
ἁμαρ - τωλῇ παλίνορϲοϲ ἥκει . ἐϲ περίοδον γοῦν ἤδη φοιτῇ . γέρουϲι [ τὸ ] ξύνηθεϲ τὸ κακόν , |
: ἐμὲ δ ' Ἀρχωνίδας ἴαλλε παρ ' ὑμέ , Ἀνδρείοις Σώφρων . ὔμμε Αἰολεῖς : τὸ γὰρ θέων ἰότητ | ||
τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον . ἔστι τοὔνομα καὶ ἐν τοῖς Σώφρονος Ἀνδρείοις . Πωλῶσι : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Νεαίρας “ |
, ⌈ ἐν ᾧ [ ἐξ ἧς ] ἦν ἡ Ἀκαμαντὶς φυλή . ἀμαθής ] ἀνόητος , μωρός , ἀγροῖκος | ||
, τοῦ δήμου αὐταῖς δόντος . τοῦτο τὸ ὄρος ἔλαχεν Ἀκαμαντὶς καὶ Ἱπποθοωντίς . ταύτας τὰς φυλὰς ἔγραψας ἀποδοῦναι τὸ |
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + . | ||
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ | ||
ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν |
δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ | ||
ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . , |
τῆς Ἀσίας , ὅσαι ὁμοίως εἰς τὰ δεξιὰ κεῖνται . Ἀβαντιὰς ἔπλετο Μάκρις ] τουτέστιν Εὔβοια . Οὕτω δὲ Μάκριν | ||
. . Μαρτυρεῖ δὲ τῷ προτέρῳ λόγῳ ἀπὸ τοῦ Ἀβάντιος Ἀβαντιὰς τὸ Ἀβαντία θηλυκόν : ὅπερ που κατὰ βαρβαρικὴν τροπὴν |
καλοῦσι : συνάπτει δὲ τούτοις τὰ προσάρκτια μέρη μετὰ τῶν Ἀστύρων καὶ τῶν Καντάβρων . ῥεῖ δὲ διὰ τῶν Ἀστύρων | ||
νῦν Βαρδούλους καλοῦσιν : ἐκ δὲ τοῦ ἑσπερίου τῶν τε Ἀστύρων τινὲς καὶ τῶν Καλλαϊκῶν καὶ Ὀυακκαίων , ἔτι δὲ |
: οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου . Τὰ διὰ τοῦ αιος προπερισπώμενα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται , ἀπὸ τῶν | ||
Τίμαιος : Νίκαιος ἐκτείνοντα τὸ ι . Τὰ διὰ τοῦ αιος προπερισπώμενα , ἔχοντα πρὸ τῆς αι ἕν τι τῶν |
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι | ||
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι |
τῷ Ἑρμῇ ταύτῃ διηκρίβωσεν εἰπών : Πέντε δέ οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηνται : αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , | ||
, ἐν αἷς καὶ τὸ θύνον , σκοπεῖον λεγόμενον . περιηγέες : κυκλοτερεῖς . σαγῆναι : δίκτυα . Πέζας : |
λόφον . ὑπὸ τούτῳ δὲ τῷ λόφῳ πόλις τε ἦν Ἀκακήσιον Ἑρμοῦ τε Ἀκακησίου λίθου πεποιημένον ἄγαλμα καὶ ἐς ἡμᾶς | ||
καὶ Ἄκακός τε καὶ Θῶκνος Θωκνίαν πόλιν , ὁ δὲ Ἀκακήσιον ἔκτισεν : ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Ἀκάκου καὶ Ὅμηρος |
τοῖς κέρασι τύπτοντα , μάχιμον . λευκίτας δὲ ὁ λευκὸς παραγωγῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ὁδὸς ὁδίτης , κορυπτίλος ὁ κεράστης | ||
Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε . ἀλκήεις Ἐριβώτης : ἰσχυρός : παραγωγῶς δὲ ἐσχημάτισται παρὰ τὴν ἀλκήν , ὡς φωνήεις παρὰ |
. παρὰ τὸ παίζω , ὡς παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ἀλαπαδνός . Πάσσαλος . παρὰ τὸ πήσσω . Πρόφρασσα . | ||
δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει |
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται | ||
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ νέμειν βοτὰ οὔτ ' ἀσχέδωρος νεμόμενος καπρῴζεται . οὐδὲν δὲ θαυμαστὸν Αἰσχύλον ἐν Σικελίᾳ διατρίψαντα | ||
λέγει . Ἦν δὲ ἄρα πέτραις ἠθὰς καὶ ἐν ταύταις νεμόμενος γένος κεστρέως ἰχθύς , καὶ ἰδεῖν ξανθός ἐστι . |
' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς : οἳ Κῦνόν τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε Βῆσσάν τε Σκάρφην τε | ||
πόλιν αὐτήν φησιν . Ὅμηρος ” οἳ Κῦνόν τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε „ . οἱ οἰκοῦντες |
Ῥωμαῖοι ὡς μηδὲ οἰκόπεδον αὐτῆς καταλειφθῆναι . διαδέχεται δὲ τοῦτον Σίλουιος τρίτον : εἶτα τέταρτον Αἰνείας ἄλλος : τοῦτον πέμπτον | ||
τελευτήσαντος ἔτει τετάρτῳ μετὰ τὴν Ἄλβης οἴκισιν ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν Σίλουιος . καὶ Σιλουίου παῖδα Αἰνείαν Σίλουιόν φασιν , Αἰνείου |
πύου . θνῄϲκουϲι δὲ μετεξέτεροι χρόνῳ τὸν φθινώδεα καὶ τὸν ἐμπυϊκῶν τρόπον . τὰ δὲ πῦα λευκά , ἔπαφρα , | ||
πυρεταίνοντος . καʹ . περὶ βήσσοντος . κβʹ . περὶ ἐμπυϊκῶν . κγʹ . περὶ χωλείας . κδʹ . περὶ |
ἦρχον ἐγὼ μύθοιο κελεύων ὔμμ ' ἅμ ' ἕπεσθαι . ἠθετοῦντο καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει οἱ ιθʹ . . τέκνον ἐμόν | ||
ἕξ ] καὶ παρὰ Ζηνοδότῳ καὶ Ἀριστοφάνει [ προ ] ἠθετοῦντο ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς τὰ ἑξῆς . οὐ γὰρ μεμιγμέναι |
τελεταί ἄανθα ἀγῶνα ἀκατάπληκτον ἀλέοιμι ἀνδρεράστριαν ἀνθρήνη ἀπέκλισεν Ἀχραδοῦς βρόταχος γραβίων διδοῦσιν δοκήσει ἡμερίδα ἰσχνός κροαίνω νοβακκίζειν ὀρογυίας περιγίγνεται πτωχίστερον | ||
ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει πολλάκι δυστυχίαν . πίσσα δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ ! ! |
δὲ κατὰ ποιότητα ψιλὴν , ἀλλὰ καὶ καθ ' ὕλην ἐπίρρυτον ὡσαύτως συνίσταται παντὸς τοῦ ἐπιρρέοντος χυμοῦ ἢ θερμὴν ἢ | ||
μέθῃ , νῦν δὲ ὅπου πεδίον ἑώρα μέγα τε καὶ ἐπίρρυτον καὶ φέρον ἅπαντα ὅσα φύουσιν ὧραι . οὕτως ἄρα |
, Κύκνωι ? [ , . . . . . σατυρικῶι Κατάλογ . : Δαναΐδες . . . . , | ||
εὐληματεῖ : λήματος καὶ ἀνδρείας εὖ ἔχει . Αἰσχύλος Κερκυόνηι σατυρικῶι . . Λέξ . ῥητορ . . , . |
ἡ Θεσσαλία ἐκαλεῖτο . Καὶ ἄλλας δὲ ἔσχεν ὀνομασίας . Ἐλέγετο δὲ καὶ Πυῤῥοδία ἀπὸ Πύῤῥας τῆς Δευκαλίωνος , [ | ||
οὐδὲν κωλύει καὶ αὖ τὰ τῶν ἄλλων ποιοῦντας σωφρονεῖν ; Ἐλέγετο γάρ , ἔφη : ἀλλὰ τί τοῦτο ; Οὐδέν |
σύνεισιν ἡδέως . εἶτα τετράπους μοι , φησί , γένοιτο σκίμπους ἢ θρόνος , εἶτα δὴ τρίπους τις , εἶτα | ||
. ἀσκάντης : κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν σκίμπους ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνης : ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών . |
αἰτεῖν τοὺς θεούς ; Καὶ μάλα , ὦ Σώκρατες . Ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ | ||
ἐν ποιότητι ἢ τοῦ ἐν μεγέθει καὶ τοῖς ἑξῆς . Ἐπιστήμη μὲν οὖν πᾶσα ἐκ πεπερασμένων ἀρχομένη [ τῶν ἰδίων |
τῶν τὰς ἀρχὰς μὲν ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ἐπιτεινόντων . Βοῦθος περιφοιτᾷ : ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυτάτων . Βουλίας | ||
Ἀγέλας , Ἐπίσυλος , Φυκιάδας , Ἔκφαντος , Τίμαιος , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , |
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν | ||
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ |
. οἵ τε καὶ χρυσαμπύκων : οἳ , οὗτοι : συλληπτικὸς ὁ τρόπος . οἵτινες καὶ τῶν Μουσῶν ᾀδουσῶν καὶ | ||
καὶ καιριωτάτην ἑαυτῷ τῶν πατρίων εἰσβολὴν παρέσχετο . θρασεῖαι : συλληπτικὸς ὁ τρόπος : εἷς γὰρ ἦν ὁ Γηρυόνου κύων |
μὴ παρὰ πρόθεσιν παροξύνεται : λεοντομάχος μονομάχος , χωρὶς τοῦ ἀγχέμαχος . τὸ δὲ πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων . | ||
βιβῶ , εἰς ε βέ - βαιος , ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος . γίνεται οὖν βέβαιος , ὁ ἑδραῖος ἀπὸ ῥημάτων |
δὲ ιθ . , ἀπὸ ἰσημερίας μεθοπωρινῆς ἐπὶ χειμερινὰς τροπὰς Εὐδόξωι ἡμέραι Ϙβ , Δημοκρίτωι ἡμέραι Ϙα . . . | ||
. Ἀπὸ τροπῶν θερινῶν εἰς ἰσημερίαν μεθοπωρινὴν ἡμέραι Ϙαʹ . Εὐδόξωι Δημοκρίτωι χειμεριναὶ τροπαὶ ἀθὺρ ὁτὲ μὲν κʹ ὁτὲ δὲ |
Ἄντιον μετωνομάσθη , ὡς εἰρήσεται . . . . . Ἄντισσα : πόλις Λέσβου Ἐφεξῆς τῶι Σιγρίωι , ἀφ ' | ||
Περὶ Λέσβου φησὶ Θόασαν τὴν Τεύκρου . : Ἡ δὲ Ἄντισσα νῆσος ἦν πρότερον , ὡς Μυρσίλος φησί : τῆς |
κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος καὶ ὁ κέφαλος : κύουσι | ||
τὸν ἐκκρινόμενον θορὸν λάπτουσι καὶ οὕτως συλλαμβάνονται . Ὅτι ὁ σαργὸς καὶ ὁ κόσσυφος πολλὰς γαμετὰς ἔχουσιν , οἱ δὲ |
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ | ||
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . ἐκ τούτων |
. γραίας ] παλαιᾶς . ἐρείκης ] εἶδος φυτοῦ . θωμὸν ] σωρόν . πυρί ] ἐν . σθένουσα ] | ||
. οἱ δ ' ἀντέλαμψαν καὶ παρήγγειλαν πρόσω γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί . σθένουσα λαμπὰς δ ' οὐδέπω μαυρουμένη |
. Ὅτι Καμβύσης ὁ Πέρσης μετὰ τὴν ἅλωσιν Μέμ - φεως καὶ Πηλουσίου τὴν εὐτυχίαν οὐ φέρων ἀνθρωπίνως , τὸν | ||
φιλτατ [ ] εωποντει [ ! ! ] [ ] φεως ελθειμ [ ] κρηωτ [ ] λλαι [ ] |
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι : | ||
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς |
δμήτης καὶ ἀδμήτης . καὶ ἀδμής ἀδμῆτος , ὡς ἀκμής ἀκμῆτος , ὃ δηλοῖ τὸν ἰσχυρὸν καὶ ἀκοπίαστον . . | ||
δμήτης καὶ ἀδμήτης . καὶ ἀδμής ἀδμῆτος , ὡς ἀκμής ἀκμῆτος , ὃ δηλοῖ τὸν ἰσχυρὸν καὶ ἀκοπίαστον . . |
γράφεται τᾶς ξανθᾶς . Ξενία : μία τῶν Νυμφῶν ἡ Ξενία . ἢ Νύμφη ἡ ξενέα . ἢ ὄνομα κύριον | ||
βεβλαμμένος . Ἐπείσακτος . Ὁ ἐξ ἑτέρας χώρας ἐπεισφερόμενος . Ξενία . Φιλία . Αἴτιος δ ' οὗτος , ὥσπερ |
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ | ||
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή : |
ἀγκάλαις βαστάσασα τὸν ἥλιον ἡ Λητὼ ἐνεκελεύσατο εἰποῦσα : Ἱήιε παιῆον . . . : Εἴπερ τις ἄλλος καὶ ποιητῶν | ||
κλαίει , θρηνεῖ . αἴλινα : ἤτοι θρηνητικά . ἱὴ παιῆον : πρόσφθεγμα καταφρονοῦντος ? ? . ἀναβάλλεται : ὑπερτίθεται |
τῶν ξηραινόντων δὲ τῆϲ δευτέραϲ ἐϲτὶ τάξεωϲ ἀρχομένηϲ ἢ τῆϲ πρώτηϲ τελευτώϲηϲ . ἐναφεψόμενον δὲ ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον | ||
οὗτοϲ δὲ ὁ πυρετὸϲ ὡϲ ἐπίπαν οὐκ εὐθὺϲ ἀπὸ τῆϲ πρώτηϲ ἡμέραϲ εἰϲβάλλει μετὰ ῥίγουϲ , ἀλλ ' ἐνίοτε ἐξ |
ἐν δρυσὶν οἰκία τεύξας ἢ ὅγε που φηγοῖσιν ὀρεσκεύει περὶ βήσσας [ ὕδρον μιν καλέουσι , μετεξέτεροι δὲ χέλυδρον ] | ||
δὲ γήραος καθαιρεῖ πολλὰς δὲ τυφλὰς ἐγχέλυς ἐδέξω . καὶ βήσσας ὀρέων † δυσπαιπάλους , οἷος ἦν ἐφ ' ἥβης |
καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν | ||
. Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε |
δηλονότι . ἀγρόται ] ἄρχοντες . στρατοῦ ] τοῦ . βεβᾶσιν ] ἀπῆλθον . οἴ οἴ ] φεῦ . νώνυμοι | ||
φονίους ἀνδρῶν ἁμίλλας ἔθετ ' ἀστεφάνους : ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσιν Ἰλιάδαι βασιλῆες , οὐδ ' ἔτι πῦρ ἐπιβώμιον ἐν |
. εἰς ἄχυρα καὶ χνοῦν τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν . ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ . ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί | ||
: ναῦς λοχᾶν καὶ ἐνεδρεύειν . Θουκυδίδης ἑβδόμῃ . καὶ ναυλόχιον : ὁ τοιοῦτος τόπος , ᾧ λιμένες ἔνεισιν . |
καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον | ||
οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ |
κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί | ||
τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ |
βωτιάνειρα καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη . ἔνθεν ἀνερχομένοιο παρ ' εἰαμενὰς Ἐρυμάνθου Σπάρτην καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν | ||
ἤπειρον . Ψωφιδίοις δὲ καὶ παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ ναός ἐστιν Ἐρυμάνθου καὶ ἄγαλμα . ποιεῖται δὲ πλὴν τοῦ Αἰγυπτίου Νείλου |
καὶ πολλάκις ἀποστροφὰς ποιεῖται . . Πατρόκλου ὑπὸ χερσί : περιπρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν . Λ : . . . | ||
πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων Ἀτρείδεω ὑπὸ χερσί : περιπρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν . ἀθετοῦνται ἀμφότεροι , καὶ ἀστερίσκοι |
οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; πηγὸς πάρεστι ; πηγός ; οὐχὶ λαικάσει ἐρεῖς σαφέστερόν θ ' ὃ βούλει | ||
, φης ' : ἅλας φέρε . τοῦτ ' ἔστι πηγός ; ἀλλὰ δεῖξον χέρνιβα . παρῆν . ἔθυεν , |
κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς | ||
δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος |
. . . , . , . Διαδικασία Εὐδανέμων πρὸς Κήρυκας ὑπὲρ τοῦ κανοῦ ⌈ ⌉ : οὐδαμῶς τοιαῦτα πράγματα | ||
ἀπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον ἱερέων μετενηνέχθαι , τοὺς δὲ Κήρυκας ἀπὸ τῶν παστοφόρων . τήν τε Ἶσιν μόνους τῶν |
τὰ μὲν ἰσχυρότερα εἰς τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει | ||
, ὤκιμον . Ἀβρότονον , καὶ μᾶλλον τὸ καυθέν , αἶρα ἀρχομένης , αἰγείρου ἄνθη καὶ ἡ ῥητίνη , ἄκορον |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
ἐπὶ πεδίῳ , ἐπιπολαζόντων δὲ τῶν ὑδάτων ἀνοικισθῆναι πρὸς τὸ Ἀκόντιον ὄρος , παρατεῖνον ἐπὶ ἑξήκοντα σταδίους μέχρι Παραποταμίων τῶν | ||
καὶ Λεῦκτρον : Παρρασίων δὲ Λυκοσουρεῖς Θωκνεῖς Τραπεζούντιοι Προσεῖς Ἀκακήσιον Ἀκόντιον Μακαρία Δασέα : ἐκ δὲ Κυνουραίων τῶν ἐν Ἀρκαδίᾳ |
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον | ||
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . . |
, ὃν λέγουσι γρῦ . οἱ δὲ Γρύττον τινὰ ἐπὶ κιναιδίᾳ διαβάλλουσι . τῶν ἐπὶ μαλακίᾳ γὰρ διαβαλλομένων ὁ Γρύττος | ||
ζημίαν . ΓΘ βινουμένους ] πορνευομένους . Γ τῶν ἐπὶ κιναιδίᾳ διαβαλλομένων ὁ Γρύττος , ὃς διὰ τὸ ὕγρος τις |
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
τὸ ἐσφήκωται ἀντὶ τοῦ συνῆκται , ἔσφιγκται , πέπλεκται . πεδανὴ δέ οἱ οὐρή : καὶ γὰρ πεδανὴ λέγεται ἡ | ||
ἡ δὲ μύουρος ὑπ ' ἀλκαίη τετάνυσται , ἴσως μὲν πεδανὴ δολιχοῦ ὑπὸ πείρασιν ὁλκοῦ , ἴσως δ ' ἐκ |