, οὓς ὑπὸ τὰ δένδρα τὰ καρποφόρα τῶν κυνηγετῶν τινὲς ὀρυξάμενοι , καὶ καλάμου ἢ ἄλλου τινὸς εὐθραύστου ξύλου δοκίδας
Μήδων . Καὶ πρῶτα μὲν τὴν χώρην ἀπετάμοντο , τάφρον ὀρυξάμενοι εὐρέαν κατατείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν
6710197 πεδιαδος
τὴν προϋπάρξασαν ἀφίκηται τάξιν . καὶ τῆς μὲν χώρας οὔσης πεδιάδος , τῶν δὲ πόλεων καὶ τῶν κωμῶν , ἔτι
ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν γῆν τε κατέχουσα τῆς Καμπανῶν πεδιάδος τὴν πολυκαρποτάτην καὶ λιμένων κρατοῦσα τῶν περὶ Μισηνὸν ἐπικαιροτάτων
6705599 διωρυχος
ἀπέχον πανταχῇ , καὶ συνέκλειεν εἰς ταὐτὸν πρὸς τὸ τῆς διώρυχος στόμα τὸ πρὸς θαλάττης . τοῦτο δὴ πᾶν συνῳκεῖτο
τόπον λιμναζούσης διέσκαψε τὸν συνεχῆ τόπον , καὶ κατὰ τῆς διώρυχος δεξάμενος ἅπαν τὸ κατὰ τὴν λίμνην ὕδωρ ἐποίησε τὰ
6683853 λιμνης
. . Αἰγάς , ἔνθα τέ οἱ κλυτὰ δώματα βένθεσι λίμνης : ἡ διπλῆ ὅτι κατὰ τὰς Αἰγὰς ἐν βυθῷ
ἡμερέων ἀπὸ τοῦ Τανάϊδος ὁδόν , τριῶν δὲ ἀπὸ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος πρὸς βορέην ἄνεμον . Ἀπικόμενοι δὲ ἐς
6607621 σχεδιας
ἐβασίλευσε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τῆς ἀντίπερα Σαμοθρᾴκης ἠπείρου , διὰ σχεδιᾶς αὐτόσε κομισθείς . τινα . . . τῶν ἱερέων
ἐβασίλευσε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τῆς ἀντίπερα Σαμοθρᾴκης ἠπείρου , διὰ σχεδιᾶς αὐτόσε κομισθείς . τινα . . . τῶν ἱερέων
6565466 ταφρου
ῥᾳδίως τοὺς ἐλέφαντας ἐνέδρα λάθοι . ὅταν γοῦν γένωνται τῆς τάφρου πλησίον , ἣν εἰώθασιν ὑπορύττειν οἱ θηρῶντες αὐτούς ,
ἐπιστρέψαντες καὶ πολὺν διαγωνισάμενοι χρόνον μόγις ἐξέωσαν τοὺς ἐντὸς τῆς τάφρου βιασαμένους . οἱ δὲ Ἰταλιῶται τῷ πλήθει τῶν βαρβάρων
6527864 ὀρυγματα
τμηθὲν ἐκπληροῦται πάλιν τῷ χρόνῳ , τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς μεταβαλλούσης εἰς ἄσφαλτον , ὥς φησι Ποσειδώνιος .
ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον , ὡς γοῦν εἰκάσαι , ἐγχέουσιν
6472621 χαραδρας
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ ,
6464867 ὀρεινης
κώλοις ἄλλοτε δ ' οὐρείης : ἢ χερσαίης χελώνης ἢ ὀρεινῆς κυτισηνόμου δὲ ἐπειδὴ χελώνης εἴδη δύο , ὄρειον καὶ
καὶ ὅσα κατεβλήθη σπέρματα , ἐπάρατος δὲ ἡ βαθύγειος τῆς ὀρεινῆς καὶ ὅσα γένη δένδρων ἡμέρων : ἐπάρατοι τῶν θρεμμάτων
6445973 κρημνωδη
τερμόνιον ] τὸν τελευταῖον . πάγον ] τὸν τραχὺν καὶ κρημνώδη τόπον . . πόνων ] τῶν κακοπαθειῶν . θεωρὸς
τὴν ὀρεινὴν νυκτὸς πολλὴν μὲν πατήσας χιόνα , πᾶσαν δὲ κρημνώδη χώραν περάσας , χαράδραις βαθείαις καὶ πολλαῖς φάραγξι διειλημμένην
6425364 ἐδαφους
κλειομένων καθίεσαν ἄνωθεν τὴν κεχαλκωμένην θύραν , ἥτις μέχρι τοῦ ἐδάφους φθάνουσα ἐκάλυπτε τὰς πύλας ὡς ἂν μηδεμίαν ἐπιβουλὴν γίνεσθαι
εἰς ἐργάτας ἀποδίδοται , ὧν περιαγομένων ἡ χελώνη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σύρεται ὑποβαλλομένων σκυταλίων ἢ σανίδων . ἐὰν μὲν γὰρ
6346155 ἑλωδη
. δοκεῖ δὲ τοῖς πολλοῖς ποταμὸν γείτονα , καὶ μᾶλλον ἑλώδη μὴ ἔχειν , διά τε τὴν ἀχλὺν καὶ τὴν
πλεῖστα τῆς Βρεττανῶν χώρας ἐπικλυζόμενα ταῖς τοῦ ὠκεανοῦ συνεχῶς ἀμπώτισιν ἑλώδη γίνεται : οἷς ἔθος τοῖς μὲν βαρβάροις ἐννήχεσθαί τε
6301900 ἁλυσεσιν
μεγάλας ἐπάγοντες περιεσταύρουν τὸ τεῖχος , τὰς δὲ καὶ ἐξαρτῶντες ἁλύσεσιν ἀνέκλων τὴν φορὰν τῶν λίθων , καὶ οὐδὲν τοσοῦτον
. μετερρύθμιζε ] μετέβαλεν εἰς γῆν . πέδαις ] ταῖς ἁλύσεσιν αἷς συνέδησε τὰς ναῦς . . ἤνυσε ] εἰργάσατο
6296288 Μαιωτιδος
. Τῆς δὲ Εὐρώπης ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ στόματος τῆς Μαιώτιδος λίμνης τὸ Παντικάπαιόν ἐστιν ἔσχατον , τοῦ Βοσπόρου βασίλειον
δὲ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ τὰ ἀρκτικώτατα τό τε στόμα τῆς Μαιώτιδος καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ τοῦ Βορυσθένους [ καὶ ]
6291670 καταβασεως
ὑπογραφαὶ τῇ σχέσει μόνῃ διαφέρουσιν ἀλλήλων καὶ ᾧ διαφέρει ἀνάβασις καταβάσεως καὶ κατάβασις ἀναβάσεως καὶ ἡ ἀπὸ Ἀθηνῶν εἰς Θήβας
τὸν Κέρβερον κύνα καταβῆναι ᾗ νῦν τὰ σημεῖα δεικνύασι τῆς καταβάσεως τὸ βάθος πλέον ἢ ἐπὶ δύο στάδια . ἐνταῦθα
6282652 λοφου
τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν , οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται . νομίζω δ ' ἔγωγε , εἰ
καιρὸν τῆς μάχης εἰδέναι . ἐπεὶ δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ λόφου περιετετείχιστο , λοιπὸν δὲ ἦν ἀτείχιστον ὅσον πλέθρον αὔταρκες
6264906 φαραγγος
πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει : μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλη φάραγγος δακτύλου πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον
αὐτὴν διὰ νειόθι τέμνων ἄκρην , ἐκ μεγάλης προχοὰς ἵησι φάραγγος . ἀγχίμολον δ ' ἐπὶ τῇ πολέας παρανεῖσθε κολωνούς
6196781 τεναγος
. Τέναγος . παρὰ τὸ τέγγω τὸ βρέχω . τέγγος τέναγος , ὁ ὑπόβροχος τόπος . Τάφρος . πλεονασμῷ τοῦ
τὴν ξυνεχῆ τῇ Ἀράβων γῇ , καὶ ἔνθεν μὲν ἐς τέναγος ἐπὶ πολύ , ἐκ δὲ τοῦ ἐς θάλασσαν κατὰ
6184937 ὀροφης
ἐν τοῖς ἄντροις νύμφαι . κατὰ δὲ τὸ ὑψηλότατον τῆς ὀροφῆς ἀετοὶ κατὰ πρόσωπον ἦσαν ἀλλήλων χρυσοῖ , πεντεκαιδεκαπήχεις τὸ
κεραμέους κανθάρους , καὶ τὸν λύχνον ὁμοίως τὸν ἐκ τῆς ὀροφῆς ἐξηρτημένον , ἀνακεχυμένας ἔχοντα τὰς φλόγας . ὅτι δὲ
6170741 ἀποκρημνον
τοὺς βαρβάρους Γηρῶντας αὐτῶν τοὺς γενάρχας ἐσχάτως Ἄγειν λαβόντας εἰς ἀπόκρημνον τόπον : Κτείνειν τε τούτους ἐν ῥοπάλοις καὶ λίθοις
τὸ ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης στενοχωρίας ἀναγκαζούσης ἐπὶ τὸ τῆς πέτρας ἀπόκρημνον ποιήσασθαι τὴν οἰκοδομίαν , κατεσκεύασεν ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ
6147452 φορυτον
. Καί τις ὁράτω τὴν ἐκείνου πυκτίδα , Καὶ τὸν φορυτὸν εἰ θέλει συναγέτω . Ἡμῖν δ ' ἀνάγκη ,
τοῦ νικᾶν ἐλπίδας , ἐξανάλωσεν . ἐὰν οὖν εἰς ἀκανθώδη φορυτὸν πῦρ ἐμβάλῃ τις , ὁ δ ' ἀναφλεχθεὶς προσεμπρήσῃ
6137120 φραγμα
προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ μέσης τῆς νεὼς φράγμα , εἰς ὃ κατακλινόμενος τίθεται ὁ ἱστός . ἱστός
. καὶ δαίμων τις . ἕρκος εʹ : τεῖχος . φράγμα . στόμα . ἀσφάλεια . καὶ δικτύου εἶδος .
6122191 ἀραντες
ἐτάξαντο παρ ' αὐτὴν τὴν θάλασσαν . οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἄραντες τῷ τε κατὰ γῆν στρατῷ προσέβαλλον τῷ τειχίσματι καὶ
βόες τηνικαῦτα . Ὅσα τε τὸν πῆχυν πλάγιον ἀπὸ πλευρέων ἄραντες δρῶσιν , οὐ πάνυ δύνανται δρᾷν , οἷσιν ἂν
6121576 ἐξαιρουμενων
ἀφαιροῦντες , καὶ τὴν γλῶσσαν καθαίροντες ἀπὸ τῶν σκωλήκων λαβίδι ἐξαιρουμένων , ἁλσί τε τὴν γλῶσσαν διαχρίουσι . καὶ τῆς
κατὰ τὸ διάτονον καὶ χρωματικὸν γένος . τὸ δὲ ἐναρμόνιον ἐξαιρουμένων τῶν διατόνων καθ ' ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων γίνεται .
6119718 οἰκοδομης
καὶ ταῖς τύχαις καὶ ταῖς περιστάσεσι . καὶ τῆς Λεσβίας οἰκοδομῆς ὁ μολίβδινος κανών : ὅτι οὐκ ἐκ λείων λίθων
εἰς ἔργον ἄγοιτο . ἤδη μὲν οὖν πάλιν τὰ τῆς οἰκοδομῆς ἦν ἐνεργῆ . ἀλλ ' ὅσον ἐδόκει τὸ πρὸς
6102624 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
6093038 Σπερχειος
ειος τρισύλλαβα ἐπὶ ποταμοῦ ὀξυνόμενα δίφθογγον ἔχει , οἷον Πηνειός Σπερχειός Ὀλμειός Ἀλφειός Δενθειός . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ Κώϊος
οὐδέτερον Δώτιον , Διονύσιος ἐν αʹ Γιγαντιάδος ” καὶ κελάδων Σπερχειός , ἔχουσι δὲ Δώτια τέμπεα ” . καὶ τὸ
6091702 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
6091691 χωματα
. ὑπερβάντος δὲ τοῦ στρατοῦ τὰ προβεβλημένα ῥεύματά τε καὶ χώματα τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς συμβολαὶ καὶ ἀκροβολισμοὶ πολλάκις ἐγίνοντο τροπαί
αὐτὸ καὶ ἄλλα σκεπαστήρια ἦν . οἳ δὲ τὰ μὲν χώματα ὑπετάφρευον καὶ τὰ δρέπανα βρόχοις παρῆγον καὶ τοὺς κριοὺς
6085621 μεταρσιοι
κουφοτάτων ἐκ μέσων τῶν πελαγῶν ἀναρπάζεται καὶ λίμναι καὶ ποταμοὶ μετάρσιοι φέρονται , τοὺς γῆς κόλπους ἐκλιπόντος τοῦ ῥεύματος ,
πῶς θάνοιμ ' ἂν οὖν καλῶς ; ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι , κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται : σφαγαὶ δ
6085109 χωματος
φιλίαν οὖσαν . τότε μὲν δὴ οὐ πόρρω τοῦ ποιητοῦ χώματος κατὰ τὸν αἰγιαλόν , ἵνα σκέπη τῶν ἀνέμων ἐφαίνετο
πολλοὶ καὶ ἐς κελήτια ἐμβάντες ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐποκείλαντες τοῦ χώματος τόν τε χάρακα οὐ χαλεπῶς διέσπασαν τὸν πρὸ αὐτοῦ
6077194 παραπλευσαντες
καὶ Τῖφυς , καὶ τὴν ναῦν Ἀγκαῖος ὑπισχνεῖται κυβερνᾶν . παραπλεύσαντες δὲ Θερμώδοντα καὶ Καύκασον ἐπὶ Φᾶσιν ποταμὸν ἦλθον :
σθένοντες συχνῶς ἐκινδύνευον . πλὴν τῆς ἡμέρας ἀρχομένης τὸν ἀγκῶνα παραπλεύσαντες τοῦ προρρηθέντος Ἐκβόλου , κατήχθημεν περὶ δείλην βαθεῖαν εἴς
6067346 ξυλινων
τόν τε καταδείξαντα τὰ κατὰ τὰς οἰνοποιίας καὶ συγκομιδὰς τῶν ξυλίνων καλουμένων καρπῶν καὶ τὸν στρατευσάμενον ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην
χαλκοῦ καὶ σιδήρου δεδέσθαι θέμις ὑπ ' αὐτῶν διακρατουμένην τῶν ξυλίνων , ἐκεῖνος ἐπιθεῖναι τῷ Τεβέρει λέγεται , ἣν ἄχρι
6059865 πλημμυρας
τε τοῦ Ὠκεανοῦ κατά τε ἀνατολὰς καὶ δύσεις ὑποχωρήσεις , πλημμύρας τε καὶ ἀμπώτεις τοῦ τε Ἀτλαντικοῦ πελάγους καὶ τῆς
εὐετηρίας ἀφορίαν καὶ ἔμπαλιν ἐκ λιμοῦ φοράν , ἐνίοις δὲ πλημμύρας ποταμῶν καὶ κενώσεις καὶ θεραπείας λοιμικῶν νοσημάτων καὶ ἄλλων
6051397 ἐκκοψαντες
γέρα δίκαιος ἂν ὑπάρχοι : ἐκεῖνοι μὲν γὰρ τὴν παρανομίαν ἐκκόψαντες , καὶ κακῶν Ἰλιάδος τὴν πόλιν ἐλευθερώσαντες , εἰκότως
δηλοῦσι τοῦτο καὶ ἔμετοι , φασί , πολλάκις οὕτω τελείως ἐκκόψαντες τοὺς πυρετοὺς , ὡς μηκέτι δυσπαροξυνθῆναι τὸν κάμνοντα ,
6050116 ἰλυος
γῆ καὶ λόφοι ἦσαν , ἐμοὶ δοκεῖν , ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα . ὕλη γοῦν ἐπ ' αὐτῆς
ὁμοίως ἡμῖν τὴν ἀκατέργαστον . χέραδος σωρὸς λίθων μετ ' ἰλύος . χερνῆτις ἡ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶσα . χεῦαι
6029950 κρηνης
ποταμῶν τὸν ὀνομαζόμενον Σίλλαν , ῥέοντα δὲ ἔκ τινος ὁμωνύμου κρήνης : ἐπὶ γὰρ τούτου μόνου τῶν ἁπάντων ποταμῶν οὐδὲν
Ἰοκάστη , Ἀντιγόνη , Ἰσμήνη , ἣν ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης , καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη ἐκλήθη
6026017 αὐλωνος
. Τὸ δὲ παλαιὸν λέγεται , οὐκ ἐόντος κω τοῦ αὐλῶνος καὶ διεκρόου τούτου , τοὺς ποταμοὺς τούτους καὶ πρὸς
Ἰταλίας , ἣν Αὐλωνίαν Ἑκαταῖος καλεῖ , διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . ἀπὸ γὰρ τῆς Αὐλῶνος ὕστερον μετωνομάσθη Καυλωνία
6021868 ἑλξεως
τοῦ τάξαι ναυμαχίας τε καὶ τειχομαχίας καὶ αἰχμῆς καὶ τόξων ἕλξεως . τὰ δὲ ἔργα αὐτοῦ εἶναι πολλὰ μέν ,
τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα καὶ τὰ θαυμαζόμενα ἠλέκτρων περὶ τῆς ἕλξεως καὶ τῶν Ἡρακλείων λίθων , πάντων τούτων ὁλκὴ μὲν
6021008 περικεφαλαιας
ὁ δὲ Ἀπίων „ φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικεφαλαίας ἧλος „ . φηγός Ε . . . .
ὡς ἑξάπηχυ : τῶν δὲ στελεχῶν πάχος τῶν γερανδρύων ὅσον περικεφαλαίας , φλοιὸς δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ
6019739 ὀρους
, καὶ ἡ Χίος ὑπὸ τὴν πέζαν τοῦ ὑψηλοῦ Πεληναίου ὄρους . Λέγει δὲ πρὸς τὸ Πεληναῖον ὄρος εἶναι τὴν
, τῇ δὲ ὄρος ὑπερύψηλον ἦν καὶ κρημνοὶ πρὸς τοῦ ὄρους , ὥστε οὐδὲ ἐπὶ τεσσάρων ἀσπίδων ἂν τῷ στρατεύματι
6018217 καταβαινοντες
παραφυλάττεσθαι χρὴ τὴν τοῦ ψυχροῦ δόσιν . Πολλάκις δὲ οἱ καταβαίνοντες ἐκ τῶν νεφρῶν εἰς τὴν κύστιν λίθοι [ ὡς
: πληγέντων γὰρ τῶν κάτωθεν ἐνταῦθα βουβῶνες . Διότι δὲ καταβαίνοντες μὲν κατάντη τοὺς μηροὺς μάλιστα πονοῦσιν , ἀναβαίνοντες δὲ
6014860 χαραξ
ἀπατηθῇ . ἀναγράφει δὲ αὐτὴν κακῶς Ἀριστοφάνης : Ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον . . . , : Ἔργα νέων
παροιμία ἐπὶ τῶν τὰς ὁδοὺς ἀκριβῶς εἰδότων . Ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον : ὅταν τὸ σωζόμενον ὑπὸ τοῦ σώζοντος
6013611 φρυγανων
αὐτῶν περὶ ἑξήκοντα μάλιστα τοὺς εὐτολμοτάτους διφθέρας ἔχοντας καὶ φακέλλους φρυγάνων κομίζοντας . οὗτοι περὶ λύχνων ἁφὰς ἄλλοι κατ '
φησι Καινεύς . καὶ πρῶτος εὗρεν ᾧ τὰ φορμία τῶν φρυγάνων εὔογκα ποιοῦσιν . Ἤδη δὲ ὑπὸ παραλύσεως καὶ τὸ
6010111 Μηδικης
συνέμισγον τοῖσι Ἕλλησι , οὐδὲν πλέον ἐφέροντο τῆς στρατιῆς τῆς Μηδικῆς ἀλλὰ τὰ αὐτά , ἅτε ἐν στεινοπόρῳ τε χώρῳ
, τί χρῆ δρᾶν ἐπιόντος αὐτοῖς βαρβαρικοῦ στόλου , ἵππου Μηδικῆς , ἁρμάτων Περσικῶν , ἀσπίδων Αἰγυπτίων : εἵποντο δὲ
6007267 ἁμμου
Ἐχινάσι νήσοις . ἐκδέχονται δὲ ταύτην τὴν παράλιον ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος , μέλανες
καὶ φαγεδαίνας καὶ τὰ ἕλκη τὰ σαπρὰ μετὰ γάλακτος καὶ ἅμμου καταπλασσομένη . ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς ὀπτὴ ἐσθιομένη ἔφηλιν
5989894 διωρυγος
συστρατευομένων Ἑλλήνων πρῶτοι καὶ μόνοι διὰ στενῆς τινος καὶ βαθείας διώρυγος ἐτόλμησαν διαβῆναι παραβόλως . διαβάντων δ ' αὐτῶν καὶ
τοῦ Δέλτα . τὰ δ ' ἐν δεξιᾷ τῆς Κανωβικῆς διώρυγος ὁ Μενελαΐτης ἐστὶ νομὸς ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πρώτου
5980438 στρατοπεδειας
ἱππέων καὶ ποῖον ἔδει τόπον ἀπέχειν τὸν ποταμὸν ἀπὸ τῆς στρατοπεδείας . μετὰ δὲ ταῦτα συνεγγιζόντων τῶν πολεμίων φησὶ τὸν
τῆς ὥρας οὔσης περὶ χειμερινὰς τροπάς . κατὰ δὲ τὰς στρατοπεδείας παρήγγειλε τῆς ἡμέρας μὲν τὰ πυρὰ κάειν , τῆς
5969537 στεγασματα
. τάχα δὲ καὶ οἱ θαλαμοποιοὶ εἶδος τέχνης . καὶ στεγάσματα μὲν δὴ ὀροφῆς Ἡρόδοτος λέγει , κατώρυχες δὲ λίθοι
τὰ ἐπιτήδεια , σχεδίαις διαβαίνοντες ὧδε . διφθέρας ἃς εἶχον στεγάσματα ἐπίμπλασαν χόρτου κούφου , εἶτα συνῆγον καὶ συνέσπων ,
5965130 ἱστια
γὰρ πλοῖα ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ , καὶ ἐκ τῆς βίβλου ἱστία τε πλέκουσι καὶ ψιάθους καὶ ἐσθῆτά τινα καὶ στρωμνὰς
πτερωτὰς τὰς ναῦς εἶπε διὰ τὰς κώπας ἢ διὰ τὰ ἱστία . τὸ δὲ εἰς Βεκρύκων λείπει τὸ ὡς ἵνα
5949092 ὑπωρειαν
τῷ ῥεύματι κατηρεφῆ διὰ τῆς ὑπωρείας πῆ μὲν ἔγκοιλον τὴν ὑπώρειαν τέμνοντες , πῆ δὲ προσοικοδομοῦντες , ἔστι δὲ οὗ
λεγόμενον τῶν βαρβάρων προσηγορίας ἐποίησαν εὐξείνου τυχεῖν . Περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία ,
5947367 ἀσεληνου
περὶ τὴν κατὰ τὴν ἀκρόπολιν φυλακὴν εὑρών , ὥρμησε νυκτὸς ἀσελήνου καὶ χειμερίου πρὸς τοὺς ἀνωτάτω τόπους . πολλὰ δὲ
τὸν ἐπίπλουν ταῖς πολεμίαις ναυσὶ ποιήσασθαι , αὐτὸς δ ' ἀσελήνου τῆς νυκτὸς οὔσης περιήγαγε τὴν δύναμιν , καὶ περιελθὼν
5946311 παραθαλασσια
κόλπων ἐκ τῆς ἀνατολῆς ὑπερκερώσης , ἐκδέχεται [ τὰ ] παραθαλάσσια μέρη τῆς Σκυθίας παρ ' αὐτὸν κειμένης τὸν βορέαν
ὥρας ἐν ἑωυτῇ ἀξίας θώματος . Πρῶτα μὲν γὰρ τὰ παραθαλάσσια [ τῶν καρπῶν ] ὀργᾷ ἀμᾶσθαί τε καὶ τρυγᾶσθαι
5939443 ὀχθης
ἐπί τινος λόφου , φασί , ξυμμέτρου μικρὸν ἀπὸ τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου , σοφίᾳ δὲ Ἰνδῶν λείπεσθαι πλέον ἢ
βασιλέα σφῶν προελθεῖν κελεύσας , ἐπειδὴ προῆλθε καὶ ἐπὶ τῆς ὄχθης εἶδεν ἑστηκότα , ἐπιβὰς πλοίου , τὸ πλοῖον ἔξω
5933676 πολιχνης
ἀγχωμάλως καὶ διεκρίθησαν ὑπὸ νυκτός . ὅθεν ὁ Πομπήιος ἐπὶ πολίχνης Μαλίας ἤλασεν , ἣν ἐφρούρουν οἱ Νομαντῖνοι . καὶ
ἐποίει . ἄορι τριγλώχινι : τῇ τριαίνῃ . ἀπὸ Ξάνθοιο πολίχνης : ἀπό τινος Ξάνθου βασιλεύσαντος Τροιζῆνος . Χαλκιδικῆς :
5931111 ἑλη
σύνδεσμος συναπτικός . καὶ ἀντὶ τοῦ ὅπως . εἴλει . ἕλη . εἰμί βʹ : ὀξυνόμενον τὸ ὑπάρχω . βαρυνόμενον
σήπεται τὸ ὕδωρ : φθινοπώρου δὲ πληρώσας ὁ Νεῖλος τὰ ἕλη τὸ μὲν ἐξέωσε τὸ παλαιόν , ἄλλο δ '
5912213 μεσογειας
μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Μαλάνιος : πόλις μία μεσογείας τῶν Οἰνώτρων τῶν ὑπὸ Ἑκαταίου καταλεχθεισῶν ἐν Εὐρώπηι .
νοῦν ἅμα ἦρι ὁρμηθεὶς ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ ἐπορεύετο διὰ τῆς μεσογείας Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας ἐπὶ τὴν ἄνω Μυσίαν καὶ
5904168 ἐνεχθηναι
, μή πως , ἠτονηκότων τῶν μυῶν ἀνασπᾶν αὐτόν , ἐνεχθῆναι κάτω φθάσῃ , πρὶν ὑπ ' ἐκείνων εἰς τὴν
: κῦμά τε ἐξαρθὲν τριχῆ , τὸ μὲν πρὸς Σκάρφην ἐνεχθῆναι καὶ Θρόνιον , τὸ δὲ πρὸς Θερμοπύλας , ἄλλο
5896954 ἐπαιον
ἐσημάνθη οἷς εἴρητο οὓς ἔδει ἀποκτεῖναι , σπασάμενοι τὰ ξίφη ἔπαιον τὸν μέν τινα συνεστηκότα ἐν κύκλῳ , τὸν δὲ
εἰσιέναι τῶν μὴ τετιμημένων : μαστιγοφόροι δὲ καθέστασαν , οἳ ἔπαιον εἴ τις ἐνοχλοίη . ἕστασαν δὲ πρῶτον μὲν τῶν
5890886 κρασπεδα
οὓς ποδεῶνας καλοῦσιν , καὶ οὗτοι ἄχρηστοι . Γ τὰ κράσπεδα , οὓς ποδεῶνας καλοῦσιν : οὗτοι δὲ ἄχρηστοί εἰσιν
Γ ὅτι τῶν ἀρχαίων οἱ στέφανοι κατὰ τὸ ὄπισθεν μέρος κράσπεδα εἶχον . οὐχ ἱμάτια , ἀλλὰ κράσπεδα στεμμάτων :
5890556 περαν
ὁ δὲ βασιλεὺς Σάμβος μετὰ τριάκοντα ἐλεφάντων φυγὼν εἰς τὴν πέραν τοῦ Ἰνδοῦ χώραν διέφυγε τὸν κίνδυνον . Τῆς δ
λέγει βασιλεὺς Ξέρξης Παυσανίᾳ . καὶ τῶν ἀνδρῶν οὕς μοι πέραν θαλάσσης ἐκ Βυζαντίου ἔσωσας κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ
5890272 συμφυγοντας
στρατηγὸς Ἀπελλικῶν ἔλαθε φυγὼν ἐκ Δήλου . πολλοὺς δὲ καὶ συμφυγόντας κατιδὼν ὁ Ὀρόβιος εἰς ἐπαύλεις συγκατέφλεξεν αὐταῖς οἰκίαις καὶ
τῶν δ ' [ ἐγχωρίων τῶν ] ὑπολειπομένων εἰς τρισχιλίους συμφυγόντας εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ μεθ ' ἱκετηριῶν δεηθέντας ἀπέλυσεν
5874842 Τραχινος
ὁ δὲ διαβὰς τὸν ποταμὸν κατήντησε πρὸς Κήυκα τὸν τῆς Τραχῖνος βασιλέα , καὶ μετὰ τούτου κατῴκησεν , ἔχων τοὺς
θέλων . συμμαχούντων δὲ αὐτῷ Ἀρκάδων καὶ Μηλιέων τῶν ἐκ Τραχῖνος καὶ Λοκρῶν τῶν Ἐπικνημιδίων , κτείνας μετὰ τῶν παίδων
5867218 σκοπελοις
τὸν ἰχθὺν ἀνασπᾷ καὶ ἱπτάμενος ἔτι πάλλοντα κατεσθίει . τοῖς σκοπέλοις δὲ καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς ἐφιζάνει καὶ ταῖς χοιράσι πέτραις
φαραγγώδης , ἔτι δὲ πέτρους ἔχων πυκνοὺς καὶ μεγάλους ἐοικότας σκοπέλοις . τοῦ δὲ ῥεύματος περὶ τούτους σχιζομένου βιαιότερον καὶ
5866562 τοὐδαφος
καὶ γάρ τοι πᾶσι μὲν ἀνθρώποις οὕτως αἰδέσιμον τοὔνομα καὶ τοὔδαφος τῆς πόλεως ὡς οὐδὲν ἄλλο ἓν καὶ τὸ αὐτὸ
μηροῦ κειμένην , ὁ δεξιὸς δὲ ἀναβάλλεται τὸν ῥυθμὸν ἐπικροτῶν τοὔδαφος τῷ πεδίλῳ , αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ
5860727 καταντικρυ
τὸ ἰθὺς τοπικῶς τίθησιν , ἀντὶ τοῦ ἐπ ' εὐθείας καταντικρὺ τῶν νεῶν . . . . κρόσσας μὲν πύργων
Ἀντίου κεκομίσθαι , ἑτέρους δ ' ἐκ Ταρακινῶν καὶ τῶν καταντικρὺ νήσων Ποντίων , ἄλλους δ ' ἐκ Πύργων :
5855617 πιεζοντες
] περιτιθέντες ἐπιδέσμοις ἀραιοῖς ἄνωθεν κατειλοῦμεν , πρὸς δύναμιν πάλιν πιέζοντες . πάντων δὲ κατειληθέντων , ἐκ διαλειμμάτων ἅπτεσθαι δεῖ
τῶν ὤμων κρεμάμενοι ἢ καὶ ἄλλο τι τοῦ σώματος σφόδρα πιέζοντες δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται : οἱ δὲ ἁρμόττοντες ,
5849730 Ἀλανοι
καὶ δόρασιν ἀπομαχόμενοι ἢ κοντοῖς ἐν τῇ ἐπελάσει ἐξωθοῦντες ὡς Ἀλανοὶ καὶ Σαυρομάται , ἀκροβολισταὶ δὲ οἱ πόρρωθεν ἀκροβολισμοῖς διαχρώμενοι
μὲν πρὸς ἄρκτους πᾶσαν ἐγγὺς τῆς ἀγνώστου οἱ κοινῶς καλούμενοι Ἀλανοὶ Σκύθαι , καὶ οἱ Σουοβηνοί , καὶ Ἀλανορσοί ,
5849712 ἐκρυσιν
νῆσος , καὶ ὑπεδέξαντο θεοὺς ἀμφότεραι : καὶ ἡ μὲν ἔκρυσιν διὰ πελάγους , ἡ δὲ ἐκ τοῦ Νείλου διὰ
πληρωθείσης ὑπὸ τῶν ποταμῶν τῆς θαλάττης , κατὰ δὲ τὴν ἔκρυσιν ἀνακαλυφθῆναι τὰ τεναγώδη πρότερον . φέρει δ ' αἰτίαν
5849554 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
5849368 χειμαρρων
καὶ στρογγύλα λιθίδια , οἷα ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς ὄχθαις τῶν χειμάρρων ἀνευρίσκομεν : ταῦτά ποτε μὲν ἓν κατὰ μίαν ἔσκεπε
καὶ πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν
5844875 Γαλατιας
τε τοῦ Προυσίου καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἅπαντα καὶ μέχρι Γαλατίας καὶ δὴ καὶ Γαλατίαν αὐτὴν ἐλυμήνατο καὶ ἠφάνισεν .
τρόπον . Ὁ δὲ Οὐρσέλιος ἀδείας λαβόμενος περιῄει τὰς μεταξὺ Γαλατίας καὶ Λυκαονίας κώμας καὶ πόλεις , καὶ τὰς μὲν
5844728 ἀφιερωσαν
ἔπλευσαν : καὶ ἐκριφέντες κατὰ τὸ Κάσσιον ὄρος ναὸν αὐτόθι ἀφιέρωσαν . Οἱ δὲ σύμμαχοι Ἤλου τοῦ Κρόνου Ἐλοεὶμ ἐπεκλήθησαν
τῶν λοιπῶν , ἐπιλέγει : Ἀλλ ' οὗτοί γε πρῶτοι ἀφιέρωσαν τὰ τῆς γῆς βλαστήματα καὶ θεοὺς ἐνόμισαν , καὶ
5843094 Σκυθιας
Π . μον . λ . : Σῆθος , ποταμὸς Σκυθίας , ὡς Φιλοστέφανος . . . . : Φησὶ
Χαλύβων ] ὡς ἀπόλοιτο ? [ ] γένος : Χάλυβες Σκυθίας ) ἔθνος ? ? ? , παρ ' οἷς
5842816 ἀπαντικρυ
καθάπερ γε καὶ τὰς βοῦς ἐν τῇ ἠπείρῳ τῆς Ἰθάκης ἀπαντικρὺ τρέφειν αὐτόν : καί μοι καὶ γράμματα οἱ Φενεᾶται
κατὰ ποσὸν ἐπιστρέψαντες τὴν βάλανον διὰ τοῦ βρόχου καὶ τὸ ἀπαντικρὺ μέρος περιδεροῦμεν . μέτρον δὲ τῆς ὑποδορᾶς ἔστω τὸ
5839955 γεφυρας
ὡς καὶ ταύτην δίχα πόνου παραστησόμενος , ἐπειδὴ πλησίον τῆς γεφύρας ἐγένετο καὶ τοὺς Ῥωμαίους ἐθεάσατο προκαθημένους τοῦ ποταμοῦ ,
συνάψας μάχην Βρεττίοις καὶ Λευκανοῖς ἐπί τινι ποταμῷ , τῆς γεφύρας ῥαγείσης , τῶν προσχώρων ἀκούσας τὸν ποταμὸν ἀποκαλούντων Ἀχεροντίδα
5839134 Ἠριδανου
: ἀρθείην δ ' ἐπὶ πόντιον κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ ' ὕδωρ , ἔνθα πορφύρεον σταλάσσους ' ἐς
δὲ ἔνδοθεν τῶν Ἀλπείων ἐπὶ τὸν Ἰόνιον , Πάδος ἀντὶ Ἠριδανοῦ μετονομασθείς . ἀφικομένου δ ' ἐς Ἰβηρίαν αὐτίκα ὁ
5838464 τεναγη
θάτερον θατέρῳ . ἐγὼ μὲν οὖν δέχομαι τὸ συνεγγίζειν τὰ τενάγη τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ , ἕως ἀκμὴν ἐκέκλειστο τὰ κατὰ
τὸν πόρον , ὥστε καὶ τὰς ἐπικειμένας νησῖδας ἐξηπειροῦσθαι καὶ τενάγη ποιεῖν ἀνώμαλα καὶ δυσφύλακτα : τὴν δ ' ἀνωμαλίαν
5836298 πετρους
ἐκτροπάς . Ὧν πρὸς τὴν χρείαν ὑποκειμένων οἰκείως , ἀναθέμενοι πέτρους αὐτοπαγεῖς ἐπὶ τῆς κοιλίας οἱονεί τινας ἀραιοὺς * *
κορυφῆς τοῦ μαστοῦ ἀφ ' οὗ Ξενοφῶν κατέβαινεν , ἐκυλίνδουν πέτρους : καὶ ἑνὸς μὲν κατέαξαν τὸ σκέλος , Ξενοφῶντα
5825567 ἀνυδριαν
. Παραπλήσιον δὲ τὸ συμβαῖνον καὶ ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ' ἀνυδρίαν , οὐδὲ γὰρ τότε διαδιδόασιν . Βοήθεια δὲ καὶ
: σπανία δὲ καὶ αὕτη διὰ τὰ καύματα καὶ τὴν ἀνυδρίαν : οὐχ ὕει γὰρ ἀλλ ' ἢ δι '
5821753 ἑψοντος
: ὡς κἀκεῖνος τὸ ἀλλότριον κατόρθωμα ἴδιον ἐποιήσατο . ΓΘ ἕψοντος ] σφάζοντος . Γ ἕψοντος ] ὄνομα ἀντιτίθησι καὶ
ἤγαγον . Ἐγὼ δὲ περιπατῶν γ ' ἀπ ' ἐργαστηρίου ἕψοντος ἑτέρου τὴν χύτραν ὑφειλόμην . Καὶ μὴν ποήσας αὐτίκα
5818833 ὀρυξαι
ἀλλ ' εἶμ ' ὀρυκτόν : ἀλλὰ πορεύομαι ἐπὶ τὸ ὀρύξαι τάφον : ὡς σύντομ ' ἡμῖν : ἵνα συντόμως
συμφύτου : ἔστι δὲ ῥίζα τὸ σύμφυτον εὑρεθῆναί τε καὶ ὀρύξαι χαλεπή . στρωμνὴν δὲ ὑποβάλλεται τρίχας καὶ ἔρια .
5817954 χειμαρρου
χρώννυσι λύθρῳ , ὡς ἀπ ' ἐρυθρῶν τινων λόφων κατενεχθέντος χειμάρρου καὶ ποιοῦντος ἐρυθρὸν ἅπαντα τὸν κόλπον , ὃν ἐπιτρέχει
, οὐ γεώδους ἀλλ ' οἷος ἂν χαράδρας γένοιτο ἢ χειμάρρου ψαμμώδους , παρέχονται δὲ καὶ ὀσμὴν ἐγγύτατα χρωτὶ ἀνθρώπου
5816817 ὑδρειαν
εὔρους ἐντεῦθεν ἅτε ἐπὶ κάταντες ἡ ἐπίχυσις γιγνομένη παρέχοι τὴν ὑδρείαν ὁμαλήν . μετὰ δὲ ταῦτα σχίσαντες περὶ τὴν κεφαλὴν
Ἡρακλέους ἑταίρων συμπλεύσαντα ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς αὐτῷ ἐξιόντα δὲ ἐπὶ ὑδρείαν ὑπὸ νυμφῶν ἁρπαγῆναι : Κίον δὲ καὶ τοῦτον Ἡρακλέους
5804652 κυματουται
ἐδύνατο , σῶσαι αὐτὸν ἐκ τῶν καθεστώτων κακῶν . Κἀνταῦθα κυματοῦται μὲν ὁ Νεῖλος , ἐπιπίπτει δὲ τῇ πυρᾷ τὸ
ὅλου μηδὲν κενὸν ἔχοντα : ἐπειδὰν δὲ πληγῇ πνεύματι , κυματοῦται κατὰ κύκλους ὀρθοὺς εἰς ἄπειρον , ἕως πληρώσῃ τὸν
5803665 Λοκριδος
νεκρῶν . κρατῶν δὲ τῶν ὑπαίθρων καὶ πολλὴν πορθήσας τῆς Λοκρίδος ἐπανῆλθεν εἰς Δελφοὺς ἐμπεπληκὼς ὠφελείας τοὺς στρατιώτας . μετὰ
αἰγώνεια : πόλις Μηλιέων . . . αἴγωστις : πόλις Λοκρίδος . . . αἰδηψός : πόλις Εὐβοίας . .
5796151 ἠνοπι
δ ' ὕδωρ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ , ἔς ῥ ' ἀσάμινθον ἕσασα λό '
ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἐπί τι εἶδος
5794024 Σωτειρας
Ῥωμαίων καὶ ἄγαλμα [ τε ] κεῖται χαλκοῦν Ἀρτέμιδος ἐπίκλησιν Σωτείρας . φασὶ δὲ ἄνδρας τοῦ Μαρδονίου στρατοῦ καταδραμόντας τὴν
. ἐν τῇ ἀγορᾷ Τροιζηνίων ναὸς καὶ ἀγάλματα Ἀρτέμιδός ἐστι Σωτείρας : Θησέα δὲ ἐλέγετο ἱδρύσασθαι καὶ ὀνομάσαι Σώτειραν ,
5791859 παραμηκεις
τὸ λαισήια , ὅτι οἱ μὲν κατὰ ἀντιπαράθεσιν τῶν εὐκύκλων παραμήκεις τὰ λαισήια , οἱ δὲ ἐλαφρά . . λαισήια
τῆς εἰρημένης συνδέσεως ἔχοντες , ἐκ δὲ τοῦ κάτωθεν ἐδάφους παραμήκεις αὐλῶνας κατασκευάζοντες , πρὸς ἀλλήλους πάντοθεν συντετρημένους , ἐν
5784647 φορτια
δώδεκα βασιλέων καὶ τῶν παρὰ θάλατταν μερῶν κυριεύων , παρείχετο φορτία πᾶσι τοῖς ἐμπόροις , μάλιστα δὲ τοῖς τε Φοίνιξι
ἡμᾶς φιλοσοφίᾳ . ” ἔνιοι δέ , διαθέμενον Ἀθήνησι τὰ φορτία , οὕτω τραπῆναι πρὸς φιλοσοφίαν . Ἀνακάμπτων δὴ ἐν
5784273 καταβαντες
ἅπασι καὶ τοῖς καθ ' ἡμέραν πεμπομένοις . καὶ ὅτε καταβάντες ἐκ τῆς πόλεως δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων , ἔθος
Ἀριαῖον ἀποτραπόμενοι ἄλλην ὁδὸν ᾤχοντο . οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν . ἦσαν δὲ
5780360 κατεστρατοπεδευσαν
ἐψηφίσαντο , βωμὸν κατεσκεύασαν ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας , ἐν ᾗ κατεστρατοπέδευσαν , ὃν ἐπὶ τοῦ κατασχόντος αὐτοὺς τότε δείματος ὠνόμασαν
ὁ Νεῖλος ποιεῖται τὰς ἐκβολάς . οἱ μὲν οὖν Πέρσαι κατεστρατοπέδευσαν ἀπὸ τεσσαράκοντα σταδίων τοῦ Πηλουσίου , οἱ δ '
5778326 Τριβαλλοι
κεκριγότες : Οἷον , ποιὰν φωνὴν ἀποτελοῦντες ἀπὸ λιμοῦ οἱ Τριβαλλοὶ θεοί . ἢ τὸ κεκριγότες εἰς τὴν ἀσάφειαν τῆς
ἐμῆς παρασκευῆς καταφρονεῖν , ἣν οὐκ ἂν ἐλέγξειαν Ἰλλυριοὶ καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Μακεδόνες , ἐχυρωτέραν ἢ ξύλινόν ποτε τεῖχος ἡμῖν
5774164 πεδιαδα
εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἀφορίζει τὴν Ἰνδικήν : πολλὴν δὲ διεξιὼν πεδιάδα χώραν δέχεται ποταμοὺς οὐκ ὀλίγους πλωτοὺς , ἐπιφανεστάτους δὲ
ποταμῶν ῥεόντων διὰ τῆς Γαλατίας καὶ τοῖς ῥείθροις ποικίλως τὴν πεδιάδα γῆν τεμνόντων , οἱ μὲν ἐκ λιμνῶν ἀβύσσων ῥέουσιν
5770824 στενης
ἄριστα ἐν τῷ ἕλει , τῆς ὁδοῦ , χειροποιήτου καὶ στενῆς οὔσης , ἑκατέρωθεν τῷ δόνακι κρύπτων . Καρσουληίου δὲ
: γαστὴρ δ ' , ὥσπερ εἰκός , ὠγκώθη , στενῆς δὲ τρώγλης οὐκέτ ' εἶχεν ἐκδῦναι . ἑτέρη δ
5768803 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
5766529 ὑψηλοις
ἔθεσι νόμοις ἔργοις τε βαρβαρώτατοι : φασὶν γὰρ ἐν ξυλίνοισιν ὑψηλοῖς τ ' ἄγαν πύργοις ἐνοικεῖν πάντας , ἐν φανερῷ
δὲ καὶ δίψει ἀπόλλυσθαι : καὶ γὰρ καὶ γηλόφοις ἐπιτυγχάνειν ὑψηλοῖς ψάμμου βαθείας , οὐ νεναγμένης , ἀλλ ' οἵας
5762532 ἀνατραπηναι
ἐκσπάσαι , οὐ πρότερον ἐπιχειροῦσι πρὶν διασεῖσαι , εἰ ἄρα ἀνατραπῆναι οἷόν τ ' ἐστὶν ἢ μή . Τῇ προβοσκίδι
ἤρυξε ] ἐκώλυσεν : ἐρύκω γὰρ τὸ κωλύω . μὴ ἀνατραπῆναι ] συνίζησις . ἀνατραπῆναι ] ἀφανισθῆναι . ἀνατραπῆναι ]
5759488 ἐξανασταντες
γενέσθαι : τυγχάνω δὲ βουθυτῶν Νύμφαις : ἑῶιοι δ ' ἐξαναστάντες λέχους ἐς ταὐτὸν ἥξετ ' . ἀλλ ' ἴωμεν
Ἡρακλέος τε καὶ Μηλιέων ἐκ τῆς νῦν Δωρίδος καλεομένης χώρης ἐξαναστάντες . Οὗτοι μέν νυν Πελοποννησίων ἐστρατεύοντο , οἵδε δὲ
5752048 Λιγυστικης
ὁ περὶ ἀνέμων γεγραφώς . ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις τῆς Λιγυστικῆς . ἐθνικὸν Μεδμαῖος . Μεδυλλία , πόλις , Ἀλβανῶν
καλουμένης Γαλατίας τὴν πεδιάδα διεξιὼν ἐποιήσατο τὴν πορείαν διὰ τῆς Λιγυστικῆς . Οἱ δὲ ταύτην τὴν χώραν οἰκοῦντες Λίγυες νέμονται
5744161 ἐσφενδονων
τότε ἀκροβολίσει : μακρότερον γὰρ οἵ τε Ῥόδιοι τῶν Περσῶν ἐσφενδόνων καὶ † τῶν τοξοτῶν : μεγάλα δὲ καὶ τόξα
αὐτῶν ἐτόξευον καὶ ἱππεῖς καὶ πεζοί , οἱ δ ' ἐσφενδόνων καὶ ἐτίτρωσκον . οἱ δὲ ὀπισθοφύλακες τῶν Ἑλλήνων ἔπασχον

Back