ζωῆς διῄρει μίμησιν , τὴν μὲν ἔμπνουν στήσασα καὶ οἷον ὀρεγομένην Κιθαιρῶνος , τὴν δὲ ἐκ τοῦ βακχικοῦ θανατωθεῖσαν οἴστρου | ||
τὸ παιδίον ἀξιοῖ . παιδίον δὲ καλεῖ τὴν ἄρτι διδασκαλίας ὀρεγομένην ψυχὴν καὶ πρὸς τῷ μαθεῖν νυνὶ τρόπον τινὰ γεγενημένην |
πολιτῶν ὀνείδους . εἰ δὲ καὶ ὁ ἀνδρεῖος δι ' αἰσχροῦ φυγήν , ἀλλ ' οὐ καὶ ὀνείδους , ἀλλ | ||
, βίος τερπνότατος . ὁ γὰρ τὸ ἡδὺ μετὰ τοῦ αἰσχροῦ ἑλόμενος εἰ καὶ πρὸς ὀλίγον δελεασθείη τῷ ἥδοντι , |
λόγος πρὸς τοὺς ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς λυπουμένους . κάμηλος ἀναγκαζομένη ὑπὸ τοῦ ἰδίου δεσπότου ὀρχεῖσθαι εἶπεν : „ ἀλλ | ||
ἀναγκάζοντος πάλιν εἶπεν εἴποιμι ἂν ἢ φάγοιμι . τέλος οὖν ἀναγκαζομένη δυοῖν θάτερον πρᾶξαι , ἢ φαγεῖν ἢ εἰπεῖν , |
Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . μόθων : | ||
καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων , ἀλλὰ |
φωνὴν τὴν τοῦ ἵππου καταλαβέσθαι , καὶ τῆς ἰδίας φωνῆς ἀπεστερήθη . Ὅτι οἱ φθονεροὶ ζητοῦντες τὰ παρὰ τὴν φύσιν | ||
πράσσειν , οὐχ ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀλλ ' ὑπὸ τῆς τύχης ἀπεστερήθη τῶν πραγμάτων : ἀπεστέρηται δὲ τοσοῦτον χρόνον , ἕως |
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ | ||
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας |
. καλεῖ ] προσκαλεῖται . Ξ ξύννομον ] κοινωνόν . ξύννομον ] συμμεριστήν . Ξ ξύννομον ] σύντροφον . Ξ | ||
καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως , ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν |
εἴπῃς , ἄπαγε . ἀποκλείσω Λυσίαν ; εἴθε μὴ αὐτὸς ἀποσταίη φθάσας . Ἀλλ ' ἐπανέρχεται αὖθις . Ἀπολώλεκας ἡμᾶς | ||
οὖν μὴ † τῆς εὐλόγου προφάσεως καὶ εὐλαβείᾳ τοῦ θείου ἀποσταίη τοῦ τὰς φιάλας αἰτεῖν , ἐκπέμπειν τὸ ὑπὲρ αὐτῶν |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος | ||
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται |
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν | ||
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι |
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ | ||
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ |
μὲν ἀνυπόκριτος πρὸς τοὺς προήκοντας , πρὸς δὲ τοὺς ὁμήλικας ἄπλαστος ὁμοιότης καὶ φιλοφροσύνη , συνεπίτασις δὲ καὶ παρόρμησις πρὸς | ||
. . ἄπλαστος καὶ ἅμα αὐτοῖς ἐπιθέουσα σεμνότης ἡδεῖα καὶ ἄπλαστος αἰδὼς ἐπέστρεφεν ἱκανῶς τὸν φιλόσοφον καὶ ἤδη γνώριμον ἐποίει |
ἤτοι γε ἐκ ταὐτοῦ καὶ ἑνὸς εἶναι γένους παντάπασιν ἢ συγγενοῦς τε καὶ μὴ πόρρω διεστηκότος , ὥσπερ ἔφαμεν ἔχειν | ||
. . , . τὸν δίκαιον περὶ πλείονος ποιεῖσθαι τοῦ συγγενοῦς . . . , . τοὺς βουλομένους ἀθανάτους εἶναι |
ὑπάρχων , ὅτε ἐν αὐτῷ μόνῳ συνίσταται τῷ δέρματι , κακοήθης δέ , ὅταν ἐκ πλείονος ἀνίσχῃ βάθους . διαγνώσῃ | ||
ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων τῶν πρότερον , καὶ νυνὶ παράσχεσθε . κακοήθης δ ' ὤν , Αἰσχίνη , τοῦτο παντελῶς εὔηθες |
δὲ αὐτῷ κόσκινον ὑποτιθέναι ; Ἀγαθοκλέους δὲ τοῦ Περιπατητικοῦ μέγα φρονοῦντος ὅτι μόνος αὐτός ἐστι καὶ πρῶτος τῶν διαλεκτικῶν , | ||
; χαρά μ ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη . εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ . τί γὰρ τὸ πιστόν ; |
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς | ||
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον |
. Ἄριστα εἶπες , ὦ ξένε . Τούτου δὴ τοῦ ἐπιτηδεύματος ἔσθ ' ὅστις λόγος ἐπιχειρήσει πείθειν ἡμᾶς ὡς χρὴ | ||
δὲ ταῖς πράξεσι τὸ τέλειον ἐπιγίνεται καὶ οἱονεὶ βεβαίωσις τοῦ ἐπιτηδεύματος : συντρέχουσι δὲ ταῦτα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον : |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
. Μυκήναις , μὴ ' νθάδ ' ἀνακάλει θεούς . ἀνόσιος πέφυκας . . . ἀλλ ' οὐ πατρίδος ὡς | ||
ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , |
ὑποκαταβὰς γράφει οὕτως : ἀπὸ τοῦ θείς καὶ βλείς γίνεται θεῖο εὐκτικὸν καὶ βλεῖο , οὗ χρῆσις ἐν Ἰλιάδι . | ||
' , αὐτὸς νῦν ὄνομ ' εὕρεο , ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ : πολυάρητος δέ τοί ἐστι . |
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως | ||
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ |
. βιᾶται δ ' ἁ τάλαινα πειθώ , προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας . ἄκος δὲ πᾶν μάταιον . οὐκ ἐκρύφθη | ||
ἀθλία . προβουλόπαις ] ἡ προβουλευομένη πλουτῆσαι τοὺς παῖδας . ἄφερτος ] ἀφόρητος . Ἡ θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος |
, ἄπελθε . ἄγροικος ] ἀπαίδευτος , ἀνόητος . . δυσμαθής ] ἀργός , δυσκίνητος , δυσκόλως ⌈ μανθάνειν . | ||
παραλείψεις , ὡς ἐγᾦμαι . Τὸ ποῖον ; Εὐμαθὴς ἢ δυσμαθής . ἢ προσδοκᾷς ποτέ τινά τι ἱκανῶς ἂν στέρξαι |
ὡς ἀδίκημα προβαλλομένην ὑπὸ τοῦ κατηγόρου , τῷ ἀνευθύνῳ τοῦ πραχθέντος διϊσχυρίζεται καὶ τὴν ἐξουσίαν προβάλλεται : ἐν δὲ τῇ | ||
μᾶλλον ἢ τὰ τῶν Ἑλλήνων πολεμεῖν . ἐκ γὰρ τοῦ πραχθέντος ὑπὸ τοῦ Ἀγησιλάου , ἔμελλε δὲ τὸ διαβῆναι αὐτὸν |
' ἀπωθεῖν οὐδ ' ἀτιμάζειν ξένους . ὦ πολύξεινος καὶ ἐλευθέρου ἀνδρὸς ἀεί ποτ ' οἶκος , σέ τοι καὶ | ||
τε , καὶ φυταλμίων παῖδες γερόντων , οὐκέτ ' ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι φιλτάτων μόρον : τοὺς δ ' αὖτε |
διὰ τέλους εὖ πάσχοντας εἶναι καὶ μετέχειν εἰς ἅπαν τοῦ γέρως ; ἔχε δὴ καὶ σκοπόν . ἐπέταξεν ὁ τοὺς | ||
ὁ δὲ φεύγοντι περιπεσὼν ἀπέκτεινε : καὶ ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ γέρως , ἑκάτερος τυραννοκτόνος εἶναι λέγων : ἐνταῦθα γάρ ἐστι |
ἠγόρασα . “ ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Ξάνθου : ” εὐχαριστῶ σοι , κυρία Ἀφροδίτη . μεγάλη ἦς : ἀληθινά | ||
, ἀφ ' ὑμῶν εἰς ὑμᾶς χωρεῖ ἡ εὐλογία . εὐχαριστῶ σοι , πάτερ , ἐνέργεια τῶν δυνάμεων . εὐχαριστῶ |
ἀντιάνειρα , τουτέστιν ἡ ἐξ ἐναντιώσεως τῶν ἀνδρῶν γινομένη , ἐστέρησέ σε τῆς πατρίδος τῆς σῆς τῆς Κνωσίας , ἀντὶ | ||
ἐπιφέρει : „ μὴ ἀντὶ θεοῦ ἐγώ εἰμι , ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας „ ; ὅτι δὲ ὁ γεννῶν |
κακοδαίμων : παραγίνεται ἀνήρ τις Εὐριπίδης ὠνομασμένος ἄλλος κατηγορῶν τοῦ Φιλοκλέωνος ὕβρεως καὶ κατήγορον ἐπαγόμενος . προσκαλοῦμαι ] εἰς δικαστήριον | ||
. νενουθέτηκεν αὑτὸν : ὁ χορὸς ἀναδέχεται τὸ πρόσωπον τοῦ Φιλοκλέωνος ⌈ καί φησιν : μετέγνω ⌈ , φησίν , |
φέρεται βραδύτερον , [ ἢ ] καὶ μέχρι πολλοῦ συμπαρελθεῖν βιασθεῖσα , πρὸς μήκιστον ἀρθεῖσα ὕψος , στέλλεται κορυφουμένη καὶ | ||
οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ πόλει δεχόμενος καλοκαγαθίαν : εἰ δὲ βιασθεῖσα ἡ βουλὴ συνεχώρησε τῷ δήμῳ καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς |
χειρὶ ἐπελθόντος ἀπεμάχετο ἐπὶ μακρὸν δόξαν ἐμποιῶν ὡς ὑπὲρ τοῦ ἀληθινοῦ προκινδυνεύοι . πολλῶν δὲ τραυματιῶν γενομένων οἱ μὲν ἀμφὶ | ||
ἐν καρδίᾳ μου ἡδώμην περὶ τοῦ θανάτου Ἰωσήφ , ἀνδρὸς ἀληθινοῦ καὶ ἀγαθοῦ , καὶ ἔχαιρον ἐπὶ τῇ πράσει Ἰωσήφ |
αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ καὶ φαύλως καὶ ἡμαρτημένως , οἷον ἐπιθυμία | ||
αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ καὶ φαύλως καὶ ἡμαρτημένως , οἷον ἐπιθυμία |
δείξας τὸν ἄνθρωπον μηδενὸς ὄντος ἐπιτιμίου αὐτῷ ὑπ ' ἀνάγκης ἐμπαίζει . ἀποθέμενος οὖν καὶ αὐτὸς τὸν τρίβωνα καὶ τὴν | ||
, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν : ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα . Νῦν δ ' ἤδη ' γὼ |
δεδωκότας ἐβιαζόμην τὴν εἴσοδον ; εἰ δὲ τὸ σκέλος ἔτυχον πηρωθείς , τίς ἂν ἐπρίατο πεπληγμένον τοῦ πάθους ἀρκοῦντος εἰς | ||
δεδωκότας ἐβιαζόμην τὴν εἴσοδον ; εἰ δὲ τὸ σκέλος ἔτυχον πηρωθείς , τίς ἂν ἐπρίατο πεπληγμένον τοῦ πάθους ἀρκοῦντος εἰς |
χαίρουσι διαφερόντως ἅμα μὲν ἡδόμενοι , ἅμα δὲ ἀπατώμενοι τοῦ λυπηροῦ . αἱ δὲ θεωρητικαὶ καὶ εἴ τινές εἰσιν αὐτῆς | ||
τῶν αἰσχίστων , ἀδύνατος δὲ ἀπώσασθαι λύπην , ἐνίοτε μηδενὸς λυπηροῦ παρόντος , οὐ δυνάμενος δὲ ὑπομεῖναι πόνους , οὐδὲ |
τι τούτοις σύστοιχον , τὰ ἔξωθεν , ὡς πλοῦτος εὐδοξία εὐημερία εὐτεκνία φιλία καὶ εἴ τι ἄλλο τούτοις ἀνάλογον . | ||
ὑψαύχην . Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . |
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ | ||
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ |
, ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι . εἰ γάμος ἦν ὁ σῴζων τὴν ἄλλου νόσον νόσον σῴζων αὐτὸς ἀποθνῄσκει νοσῶν . | ||
ἐσχατιῆς , ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι , σπέρμα πυρὸς σῴζων , ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕοι , ὣς Ὀδυσεὺς |
. . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο | ||
σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο |
χαλεπώτερον ἀνθρώπῳ σπληνὸς ἀνέχεσθαι οἰδοῦντος καὶ διεφθαρμένου ὀδόντος ἢ ψυχῆς ἄφρονος καὶ ἀμαθοῦς καὶ δειλῆς καὶ θρασείας καὶ φιληδόνου καὶ | ||
Μωάβ „ . ἀλλ ' οὐχ ἑκάστη | τῶν τοῦ ἄφρονος αἰσθήσεων ἐξαπτομένη πρὸς τῶν αἰσθητῶν ἐμπίπρησι τὸν νοῦν , |
Θεαίτητε , δρᾶν ; Τίνος πέρι ; Φαινόμεθά μοι ἀλεκτρυόνος ἀγεννοῦς δίκην πρὶν νενικηκέναι ἀποπηδήσαντες ἀπὸ τοῦ λόγου ᾄδειν . | ||
δεινοῖς ὑποβεβλημένος καὶ προστιθεὶς ἑκάστῳ τὸ ὑπεῖκον καὶ εὐένδοτον , ἀγεννοῦς καὶ ἀνάνδρου ψυχῆς πάθη : τλῆναι γὰρ ἔδει καὶ |
. ψυχὴ δὲ εὐχάριστος ἀλαζονείᾳ πολέμιος , ἐπεὶ καὶ τοὐναντίον ἀχαριστία συγγενὲς ὑπεροψίᾳ . ἐὰν δέ , φησίν , εὐρωστῇ | ||
σου ἐπιδείκνυσι τὴν τόλμαν , εἴ γε τῇ ἀδικίᾳ καὶ ἀχαριστία πρόσεστιν , ὃς παρ ' ἡμῶν τὰ τοξεύματα , |
ὅτι ὁ κατασχεθεὶς ἐκείνῃ τῇ θέᾳ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκείνων ὀρεγόμενος , καὶ παίδων καὶ χρημάτων καὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων | ||
καθάπερ τινὰς ποίμνας καὶ ἀγέλας , ὁ μὲν τῶν ἐκτὸς ὀρεγόμενος ἄργυρον , χρυσόν , ἐσθῆτας , πάντα ὅσα τοῦ |
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ | ||
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν |
ἔδαφος : εἰ δὲ παρὰ τὸ δάπεδον , ὁμοίως τῷ εὔτεκνος , εὔμετρος , εὐπρόσωποςἀλλ . ' εἰ καὶ τὰ | ||
ἄνδρα χρὴ κτᾶσθαι φίλον . ἡ γὰρ τεκοῦσα τόνδε πατρὶς εὔτεκνος . Θησεῦ , πάλιν με στρέψον ὡς ἴδω τέκνα |
ἡμεῖς δὲ ἱερὰ μύσταις καὶ ἔργῳ καὶ λόγῳ φαίνωμεν . Μελέτη δέ τοι ἔργον ὀφέλλει : ποιητοῦ φιλοτίμου ταῦτα τὰ | ||
ἀλλ ' ὅτι προσελθὸν διὰ ῥαθυμίαν διαμαρτάνει τῆς ἐγχειρήσεως . Μελέτη τροφός ἐστιν ἐπιστήμης . Εἰώθασιν οἱ ἄνθρωποι ἐκ πλουσίων |
: ὁ ἀσθενής , τοῦ δ καὶ καταβιβασμῷ τοῦ τόνου ἀκιδνός , ὁ μὴ κινούμενος . οὕτω Μεθόδιος . . | ||
ἀκιδνὸς ὁ ἀσθενὴς , περὶ τὸ αἰκίζω . αἰκιδνὸς καὶ ἀκιδνός : ἀκτάζω , ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ |
ἐδήλου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν : διὰ μὲν τῆς ἀμόρφου τὴν κακίαν , διὰ δὲ τῆς εὐμόρφου τὴν ἀρετὴν | ||
καλά : ἤγουν σὺ μὴ καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' |
† . ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία , σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον , πήματ ' οἴκων . ἔλεος ἔλεος ὅδ | ||
, μόλις σὺ πάσχεις : φιλέεις ἅπαντα παίζειν κραδίαις φλόγας τιθεῖσα : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Φορέεις ἄπιστον |
, εἰ δὲ καὶ ἐκεῖνον καταλιπεῖν καὶ ἡμᾶς κεκομίσθαι , μαρτυρησάτω τις αὐτοῖς . Ὅτι μὲν γὰρ Δικαιο - γένης | ||
οἴκου ἦν τοῦ Ἁγνίου . τούτων ὅ τι βούλεταί τις μαρτυρησάτω αὐτῷ . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς |
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
τετραγώνου στάσεως ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμον ποιήσει τὸν χρόνον , καὶ δοξαστικὸς ἔσται ἐν πᾶσιν συστάσεις ποιῶν καὶ φιλίας ἀφ ' | ||
, τουτέστιν οὐκ ἄνευ λόγου , τὸν δὲ αἰσθητὸν ὁ δοξαστικὸς λόγος οὐκ ἄνευ αἰσθήσεως . Οὔσης δὲ θεωρίας καὶ |
πεφύλαξο . οὐδεὶς ἐλεύθερος ἑαυτοῦ μὴ κρατῶν . παντὸς καλοῦ κτήματος πόνος προηγεῖται ὁ κατ ' ἐγκράτειαν . πᾶς ἄνθρωπος | ||
μὲν πειρῶνται θεραπεύειν τοῦ καρποῦ ἕνεκεν , τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος , ὃ καλεῖται φίλος , ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ |
μὲν ταῦτα ὁρῶσα ὅμως σιωπῶ : οὐ γὰρ ἡγοῦμαι πρέπειν ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τὰς νυκτερινὰς ἐκείνας διατριβὰς καὶ τὸν ὑπὸ | ||
] τη ! [ . ] “ [ ! ! ἀποκαλύψαι ] μοι ? [ ταῦτα - ] [ . |
πολύφωνος , ἡδύφωνος , χαλκόφωνος , βαρβαρόφωνος , βαρύφωνος , ὁμόφωνος , γυναικόφωνος ὡς Ἀριστοφάνης , καὶ στενόφωνον ὄργανόν τι | ||
δὲ ἡ δοτικὴ εἰς Η λήγει , τότε οὐκ ἔστιν ὁμόφωνος : λήγει γὰρ αὐτὴ εἰς Α : ἡ δὲ |
. θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ | ||
δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι |
ἀναλογῶν δὲ ὁ μὲν εὐεργετηθεὶς τῷ παρόντι , ὁ δὲ εὐεργετήσας τῷ παρεληλυθότι , μᾶλλον ἄρα ἡδύς ἐστιν ὁ εὐεργετηθεὶς | ||
τυχεῖν τῆς τιμῆς ταύτης : ὁ δεῖνα γὰρ καὶ μείζονα εὐεργετήσας οὐκ ἔτυχεν τηλικαύτης τιμῆς . ἔξιτε ἐπὶ τὸν πόλεμον |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
εἶδος μὲν κάλλιστος , ψυχὴν δὲ φιλανθρωπότατος καὶ φιλομαθέστατος καὶ φιλοτιμότατος , ὥστε πάντα μὲν πόνον ἀνατλῆναι , πάντα δὲ | ||
ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν καὶ παντὸς ἀκολάστου θιάσου χορηγὸς φιλοτιμότατος . σὺ δὲ ἔρανον παρέξεις πένησι φίλων , χαριεῖ |
τοῦ σκίμποδος ἐς γῆν αὑτὸν ἐδεῖτο φείδεσθαι γέροντος μηδὲν αὐτοὺς ἀδικήσαντος , σώζειν δὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν εὔνοιαν τῷ | ||
οὐκ ἐδοκίμαζον δι ' υἱοῦ πονηρίαν λυπεῖν γῆρας πατρὸς οὐδὲν ἀδικήσαντος . ἕνα γὰρ ἔχων παῖδα τοῦτον , εἰ καὶ |
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | ||
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον |
ταῦτα πεντήκοντα παιδίσκας ἔχων ; οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . ἀνεμιαῖον ἐγένετο . καὶ λαιμὰ βακχεύει λαβὼν τὰ | ||
οἰκόσιτος . Μένανδρος Δακτυλίῳ : οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . καὶ ἐν Κιθαριστῇ : οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς |
τὴν ἐντολὴν ταύτην . Λέγει μοι : Ἁπλότητα ἔχε καὶ ἄκακος γίνου καὶ ἔσῃ ὡς τὰ νήπια τὰ μὴ γινώσκοντα | ||
ὀξυτόνων προπαροξύνονται : δμητός ἄδμητος , κτητός δορίκτητος , κακός ἄκακος . τὰ δὲ παρασύνθετα καὶ φυλάττει καὶ ἀναβιβάζει : |
οὐχὶ διὰ τοῦτο σφάλλει ; ἀλλὰ θέασαι , εἰ προσηνέστερον μεγαλοψυχία , ἐλευθερία , ἁπλότης , εὐγνωμοσύνη , ὁσιότης . | ||
οὐδ ' ἂν εἷς ἔτ ' ἀξιώσαι τοῦ νόμου κρατοῦντος μεγαλοψυχία πρὸς τὴν πόλιν ἐν τῷ τῶν πραγμάτων ἀπαιτοῦντι . |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
καὶ ἀναγωγὸς τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον , ὡς ἐκείνη προαγωγὸς τοῦ πρώτου εἰς τὸ τρίτον . Φέρε οὖν ἴδωμεν | ||
παρὰ τὸν τρίτον , ποίαν γὰρ ἰσχυρὰν προβαλεῖται πίστιν ἀνὴρ προαγωγὸς τῆς αὐτοῦ γαμετῆς ὑπὲρ οὕτω διαβεβλημένης πράξεως κατηγορεῖν ἐπιχειρῶν |
ταῖϲ χρωμέναιϲ γυναιξὶ γίγνεται , ποτὲ μὲν εἰϲ ἐπιληψίαν ἢ ἀποπληξίαν ἢ καταφορὰν ἢ κάρον ἐμπιπτούϲαιϲ , ἔϲτι δὲ ὅτε | ||
ἁλείας . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς ἀποπληξίαν καὶ μανίαν ἰᾶται . ἐν οἴκῳ δὲ κείμενον μάχας |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
δὲ γενητοῦ καὶ φθαρτοῦ γένεσιν καὶ φθοράν , τοῦ δὲ φορητοῦ φοράν : πάλιν γὰρ ἐπὶ τούτου διττὴ μὲν ἡ | ||
ἐλέου παρὰ τῶν γραμμάτων ἀφιγμένοι . ὄντος δὲ οὐδὲ τούτου φορητοῦ πολὺ δεινότερον τὸ ἐπὶ τούτῳ . μετὰ γὰρ δὴ |
εἷς ἐγεγένητο , τὴν αὐτὴν δὲ τοῖς ἄλλοις πολίταις οὐ μετελάμβανεν ἄδειαν , ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ τῆς ἐνδείας προσῆν , | ||
αὑτοῦ γῆς ἐπιβὰς πενίαν ἐσχηματίζετο , τῶν τῆς πενίας κακῶν μετελάμβανεν , οἴκοι βαλλόμενος κἀκ τῶν θεραπαινίδων παροινούμενος . οὕτω |
τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἀνεδέξατο , αὐτὸς τὸν ἴδιον υἱὸν ἀπέδοτο λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν , τὸν ἅγιον ὑπὲρ τῶν ἀνόμων , | ||
αὐτὸς τὰ πρῶτα κάμες παρὰ ποσσὶ τεκούσης ἄρτι πεσών , λύτρον δὲ βοῶν πόρες Ἀπόλλωνι : τούνεκα μουσοπόλον σε νέοι |
ἕστηκε . διὸ οὐκ ἄνευ μὲν τοῦ ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ παθήματος , οὐ μὴν τοῦτο ἡ αἴσθησις : ὅθεν καὶ | ||
ἔχει . ὧδ ' οὖν κατὰ παντὸς αἰσθητοῦ καὶ ἀναισθήτου παθήματος τὰς αἰτίας λαμβάνωμεν , ἀναμιμνῃσκόμενοι τὸ τῆς εὐκινήτου τε |
. ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ] | ||
κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ |
ὑμῖν δεδωκέναι σχολῆς καιρὸν καὶ ἀναπαύσεως , αὐτοὺς δ ' ἀνηνύτῳ πολέμῳ συνέχεσθαι , θεῶν τινος , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ | ||
ἐπ ' ὀνομάτων καὶ ῥημάτων [ καὶ ] ἀπεράντῳ καὶ ἀνηνύτῳ περιεργίᾳ κειμένης , ἀλλ ' οὐκ ἐν τῷ τὸ |
ἦν Θεοδώρου , τινὸς τῶν μετρίων πολιτῶν , θεράποντας αὐλοποιοὺς κεκτημένου καὶ τὸν βίον ἀπὸ ταύτης ἔχοντος τῆς ἐργασίας . | ||
τρόπος ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον καὶ κατ ' ἄνδρα ἴδιον τοῦ κεκτημένου , ὥστε τί θαυμαστὸν ἄλλοις μὲν προσεῖναί τινα καρτερίαν |
πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ ἡγεμών : ἐσσηρὸς ὁ | ||
καὶ διεστήκασιν . λείπει λέγων . πεπίθοιεν : πείσειαν . ἐσσὴν κυρίως ὁ βασιλεὺς τῶν μελισσῶν , νῦν δὲ ὁ |
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν | ||
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους . |
τῆς ψυχῆς τῷ λόγῳ ἐποχουμένη , μετ ' αὐτὴν ἡ ἀνδρία ὡς ἐν τῷ θυμοειδεῖ ἐποχουμένη , καὶ τετάρτη ἡ | ||
πλείω κατατείνει τὸν λόγον : μάλιστα γὰρ περὶ ταῦτα ἡ ἀνδρία . Εἰπὼν ἃ δεῖ τὸν ἀνδρεῖον φοβεῖσθαι , λέγει |
Μαθουσάλα δ ' ἐξαποστολὴ θανάτου , ὁ δ ' αὖ Λάμεχ ταπείνωσις . τὸ μὲν οὖν „ χάρις σου „ | ||
μεγάλην ἦλθον ὧδε , πάτερ : καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου , καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ |
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ | ||
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα |
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
λέκτρα θουρῶσαι βροτῶν . Λεύσσω θέοντα γρυνὸν ἐπτερωμένον τρήρωνος εἰς ἅρπαγμα , Πεφναίας κυνός , ἣν τόργος ὑγρόφοιτος ἐκλοχεύεται , | ||
ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμα καὶ σύμμιγμα τοῦ τῶν προγόνων γένους , οἷόν τε |
, μὴ πορεύεσθαι δόλῳ ἐν τῷ ἔθνει : ψυχῆς γὰρ ἀνελευθέρου καὶ σφόδρα δουλοπρεποῦς ἐπίβουλα ἤθη συσκιαζούσης ὑποκρίσει τὸ ἔργον | ||
ἄσωτος οὐκ ἀφυὴς οὐδ ' ἀνίατος ἀλλὰ μακρῷ ἀμείνων τοῦ ἀνελευθέρου καὶ δι ' ἃ προστίθησι , τῷ τε περὶ |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
] τὴν ἀλαζονείαν . οὐ κόμπον ] οὐ κόμπον καὶ ἔπαρσιν ἔχων , ἀλλ ' ἐν τῷ θεῷ θαρρῶν . | ||
ἐφ ' ᾧ καθήκει συστέλλεσθαι . Ἡδονὴν δ ' εἶναι ἔπαρσιν ψυχῆς ἀπειθῆ λόγῳ , αἴτιον δ ' αὐτῆς τὸ |
δὲ τοῦ σπουδαίου ζωὴ ἀγαθὴ καὶ ἡδεῖα , ἡ τοῦ σπουδαίου ἄρα ζωὴ αἱρετή : τὸ ζῆν ἄρα τῷ σπουδαίῳ | ||
αὐτῷ πάντα ταῦτα „ . τοῦτ ' ἔπαινός ἐστι τοῦ σπουδαίου , τὴν ἱερὰν ὧν ἔλαβε παρακαταθήκην , ψυχῆς , |
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος . | ||
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . . |
οὕτως αὐτοὺς διέκρινεν . Ὅτι πολλὰς ὁδοὺς Πυθαγόρας ἀνεῦρε τῆς ὠφελίμου παιδεύσεως τῶν ἀνθρώπων , ἐν ᾧ λέγεται καὶ ἡ | ||
φαίνηταί τις ἄλλου μὲν ἕνεκεν πράξας , οἷον ἀγαθοῦ καὶ ὠφελίμου , τοῖς τοιούτοις * * * διὸ καὶ οἱ |
συνθηκῶν . Ταῦτα δὲ πάντα τὰ λεγόμενα τὰς κινήσεις τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τὰς εἰς ἡμᾶς γινομένας ἐμφαίνει , τουτέστι τὰς καταγωγοὺς | ||
νοητόν . Τὸ δὲ μόγις ἐξαναπνεύσας : ὁ ἵππος τοῦ ἐπιθυμητικοῦ δηλονότι ἤρξατο κατηγορεῖν τὸν ἡνίοχον ὅτι ἔδει προσελθεῖν τοῖς |
Ἄδωνιν θρηνοῦσα . καὶ σηλάζειν Ἀνακρέων ἐπὶ τοῦ θρηνεῖν . σαλεύει γὰρ , καὶ ταράττει τὴν διάνοιαν ἡ τοιαύτη ὀδύνη | ||
τὴν τρίαιναν , αἰχμὴν τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἧς σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . |
- λοιτο ; φησὶ γὰρ δή που διαβάλλων αὐτὴν ὅτι στοχάζεται καὶ προάγει τοὺς λόγους οὕτως ὅπως ἂν στοχάζηται . | ||
πλὴν ὅσον μαντικὴ μὲν ἀπήλλακται στοχασαμένη , ῥητορικὴ δὲ οὐ στοχάζεται μόνον τῶν πραγμάτων , ἀλλὰ καὶ πράττει διὰ τῶν |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
ἐπιόντι , ξὺν νῷ ἑλομένῳ , συντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός , οὐ κακός . μήτε ὁ ἄρχων αἱρέσεως ἀμελείτω | ||
ἱερὸν ἐξ ἱερῶν ὠδίνων τέλεον εὐθὺς καὶ ὁλόκληρον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὁ σεβαστὸς ἐκ τοῦ λίκνου |
μαχήσονται . Ἐξάγων ὁ στρατηγὸς τοὺς στρατιώτας εἰς πόλεμον , ἱλαρὸς ἔστω παραιτούμενος τὸ στυγνόν , ὥστε τὰ πολλὰ γὰρ | ||
ὑποτεταγμένην αὐτὴν ποιήσει . Μέλλων δὲ συγγενέσθαι ὁ γαμῶν ἔστω ἱλαρὸς καὶ ἀπὸ ἱλαρῶν καὶ ἄλυπος μήτε ἄγαν συμβεβαρημένος τροφῇ |
ταῦτα οὖν ἰδὼν ὁ ταῦρος ἐξῆλθεν . τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν μαθεῖν θέλοντος ἔφη ὁ ταῦρος | ||
τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον , εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ ' |
, σφριγῶν . ἐκ τῆς ἀπομάχου ἡλικίας , ἐκ τῆς ἀμάχου , ἐκ τῆς ἀπολέμου , ἐκ τῆς ἀστρατεύτου , | ||
ὃ καὶ μάλιστα κατέπληξε τοὺς Μετούλους , ὡς ὑπὸ γνώμης ἀμάχου πολεμουμένους . καὶ τῆς ἐπιούσης πρεσβευσάμενοι πρὸς αὐτὸν ὁμήρους |