ἀφ ' ὧν τε βλάστωσιν ἀφ ' ὧν τ ' ὄνασιν εὕρωσι , τάδ ' οὐκ ἐπ ' ἴσας τελοῦμεν
οὔθ ' ἁμερίων ἔτ ' ἄξιος βλέπειν τιν ' εἰς ὄνασιν ἀνθρώπων . Ἀλλά μ ' ἁ Διός μ '
7023336 Μηκοτε
δέ με καὶ οἱ κατ ' ἀξίην εὐτυχέοντες εὐφραίνοιεν . Μήκοτε τῷ ἀπὸ οἰκείης γνώμης ἔχθρην κατ ' ἐμέο ἐπανελομένῳ
παρ ' ὧν ἔστι τι πάντως ἀπελθέειν χρηστὸν προσλαβόντι . Μήκοτε ἐπαρθείην κέρδεος ἕνεκα πλημμελῆσαι . Φίλους διαφερομένους καταρτίζοιμι .
6996357 πραους
] τρύζει . Ἑρμηνεία . Τοὺς ἐπιεικεῖς ἄνδρας καὶ λίαν πράους Ἐγείρουσιν εἰς ὀργὴν κακούργων τρόποι . Κωμῳδὸς χαίνων καὶ
μηδεμίαν διδόντα ῥᾳστώνην . εἰ γὰρ δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους , τίσιν τούτοις προσεξεταζέτω , κἄνπερ
6930872 ἀγαλλομενον
ἐπτοίησεν Πεισιδίκης , ὅτε τόν γε μετὰ προμάχοισιν Ἀχαιῶν χάρμῃ ἀγαλλόμενον θηέσκετο , πολλὰ δ ' ἐς ὑγρὴν ἠέρα χεῖρας
ἐπτοίησεν Πεισιδίκῃ , ὅτε τόν γε μετὰ προμάχοισιν Ἀχαιῶν χάρμῃ ἀγαλλόμενον θηέσκετο , πολλὰ δ ' ἐς ὑγρὴν ἠέρα χεῖρας
6898705 ἰχθυβολοισι
αἰεὶ κυμαίνουσαν ἐπὶ φρεσὶ λύσσαν ἔχοντες : πολλάκι δ ' ἰχθυβόλοισι καὶ ἐς λίνον ἀΐξαντες κύρτοις τ ' ἐμπελάσαντες ἐδηλήσανθ
ἁλίας . ἐπ ' : ἐν . δείπνοισιν ὑπ ' ἰχθυβόλοισι : ἐν τοῖς ἰχθυηροῖς δείπνοις . ἰχθυβόλοισι : ἀγρευομένοις
6831232 μαρμαιρω
παρὰ τὸ μαίρειν , ὅ ἐστι λάμπειν , ὅθεν τὸ μαρμαίρω * * * πλεονασμῷ τοῦ ρ , ὡς εἶναι
καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ μαρμαίρω : κατὰ στέρησιν ἀμαυρός . Ἀσάμινθος , ἡ λεκάνη
6798661 αἰσχροισιν
. ὃ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσς ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων : ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες : οὔ νυ καὶ
δεῖ [ . , ] . . μεταμέλεια ἐπ ' αἰσχροῖσιν ἔργμασι βίου σωτηρίη . . ἀληθόμυθον χρὴ εἶναι ,
6787855 δυσποτμων
, ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ '
' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν
6786725 τεας
ἰδίαις : * * ἐπὶ ταῖς σαῖς : δέον εἰπεῖν τεᾶς πρὸς τὸ χειρός , τεαῖς εἶπε πρὸς τὸ ἐργασίαις
ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως . ἴσθι νῦν , Ἀρχεστράτου παῖ , τεᾶς , Ἁγησίδαμε , πυγˈμαχίας ἕνεκεν κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας
6757790 λακαζειν
λακάζειν ] ἠχεῖν : λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ὀρνέων . λακάζειν ] βοᾶν . λακάζειν ] ἀπὸ τοῦ ληκῶ τὸ
μὲν γυναικείᾳ καὶ δειλῇ , δεύτερον δὲ οὐκ ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος
6752134 ὙΒΡΙΣ
ἔλεγε περιπεσόντες ταῖς ὕβρεσιν , ἃς ἐκάλεσαν ἄτας . . ὙΒΡΙΣ ΓΑΡ ΤΕ ΚΑΚΗ ΔΕΙΛΩι ΒΡΟΤΩι . Ἡ ὕβρις γὰρ
τοῖς πονηροῖς τὴν τοιαύτην ζωήν . . ΟΙΣ Δ ' ὙΒΡΙΣ ΤΕ ΜΕΜΗΛΕ , Οὐκ οἶδα ποίαν ἀβελτηρίαν τῶν ἀνδρῶν
6744066 ποικιλαν
αονιασπολεις [ . . . σοὶ δ ' ἔγω Κλέι ποικίλαν [ οὐκ ἔχω πόθεν ἔσσεται [ [ ] μιτράναν
[ ] μιτράναν ] ? δ ' ἀρτίως κλ [ ποικίλαν ? ἀπὺ Σαρδίων [ ! ! ! ] !
6738886 θασσει
σμύρνης δ ' ἀνύδρου καπνὸς εἰς ὀρόφους Φοίβου πέτεται . θάσσει δὲ γυνὴ τρίποδα ζάθεον Δελφίς , ἀείδους ' Ἕλλησι
νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον . τίς ἐπ ' αὐλείοισι θύραις θάσσει ; τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν . κλῇθρα
6734915 διαινε
, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ '
] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν .
6683518 μες
Ϟὸς ρ Ϟοῦ α Ϟοῦ α μο μ Ϟοὶ β μες μ διελεῖν εἰς δύο μονάδες ἄρα ρ ἴσαι εἰσιν
. . . ] ! [ ] δῖα ! [ μες ! [ παν ! [ γλάυ [ οιδη [
6682765 χρυσοπεδιλον
Ῥώμην ὃς ἔπεμψεν ἐμὲν βασιλείαν ἀθρῆσαι καὶ βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον χρυσοπέδιλον : λαὸν δ ' εἶδον ἐκεῖ λαμπρὰν σφραγεῖδαν ἔχοντα
δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα , Ἱστίην Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον , ἴφθιμόν τ ' Ἀίδην , ὃς ὑπὸ χθονὶ
6668639 χερ
ν ? πολυ ? [ ] [ ] σι ? χερ [ ] [ ] κουον ? ? [ ]
ὁ μὲν ἔνυδροϲ ψυχρόϲ ἐϲτι τὴν δύναμιν , ὁ δὲ χερ - ϲαῖοϲ ἔχει καὶ ϲτῦφον : ὅθεν ἕλκη τε
6660050 εὐστομειν
ταῦτα ταῖς ἑορταῖς ἀποδώσομεν : καὶ τοὺς μὲν παῖδας κελεύομεν εὐστομεῖν , κἀν τοῖς διδασκαλείοις καὶ κατ ' οἰκίαν προδιδάσκοντες
. τὰ δὲ τῆς γλυκύτητος ὑφειμένα , προσλαμβάνοντα δ ' εὐστομεῖν διὰ τὴν ποσὴν στῦψιν εὐστομαχώτερα . εἶναι δὲ αὐτῶν
6647994 ἐφεστιους
ἑστίας ἤγουν ἐσχάρας εἰς θυσίαν . ἐφεστίους ] ἐγκατοίκους . ἐφεστίους ] κατοικουμένους . θ δὲ ] τὸν δὲ πρὸς
πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον , Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν , καὶ δόμους ἐφεστίους : ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν ζεύγλῃσι
6643539 ἀυτω
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ;
6640193 Σπεκτατον
λαβεῖν δὲ ἀργότατος . ἀλλ ' ἐπίστειλόν τε καὶ τὸν Σπεκτάτον ἡγοῦ τάχιστα ὄψεσθαι . μεθ ' οὗ βάδιζε ,
, ἐγώ τε οἴσω , κακὸς εἰ δειχθείην . Ἔφης Σπεκτάτον μέγαν ὄντα τοῖς ἔργοις μικρὸν γεγενῆσθαι τοῖς παρ '
6636988 λασανα
, ἀλλὰ Φερεκράτης ἐν τοῖς Κραπατάλλοις πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . καὶ δίφρον δ ' ἂν εἴποις
τὴν γαστέρα ; βάλλ ' ἐς κόρακας . πόθεν ἂν λάσανα γένοιτό μοι ; κάμνοντα δ ' αὐτὸν τοῦ θέρους
6635049 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6634617 διαφθειρω
κἀνταῦθα δεήσομαι αὐτοῦ ἐπιδοῦναί μοι τῶν ἐπῶν , ἵνα μὴ διαφθείρω τὸν ἔπαινον ψιλῷ λόγῳ : ἔξοχα δή σε βροτῶν
οὐδένα : ἀλλ ' ἢ οὐ διαφθείρω , ἢ εἰ διαφθείρω , ἄκων , ὥστε σύ γε κατ ' ἀμφότερα
6629144 κοιρανιης
. ἀντὶ μὲν ἠνορέης ἐρατὴν παράκοιτιν ὀπάσσω , ἀντὶ δὲ κοιρανίης Ἑλένης ἐπιβήσεο λέκτρων : νυμφίον ἀθρήσει σε μετὰ Τροίην
παιδός , ὃς οὐ πατρὶ τέρψεται ἦτορ , οὐ σέο κοιρανίης ἐπιβήσεται , ἀλλά μιν ἄλλοι δμῶα λυγρὸν τεύξουσιν ,
6621717 μισθαρνειν
καλοῦσι δὲ καὶ τὰς μισθαρνούσας ἑταίρας καὶ τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν ἑταιρεῖν , οὐκ ἔτι πρὸς τὸ ἔτυμον ἀναφέροντες ,
, πράττων ἐπ ' ἀργυρίῳ , καὶ προῃρημένος ὡς ἀληθῶς μισθαρνεῖν , οὐκ εἰς ἃ καὶ συγγνώμην ἀκούσας ἄν τις
6611048 κρεσσονας
σπείρῃς τε βάλωνται . ἄνδρας δ ' ἀγρευτῆρας ὁμῶς καὶ κρέσσονας ἰχθῦς ῥηϊδίως ἀπάτῃσι παραπλάγξαντες ἄλυξαν . ἀλλ ' ὅτε
γίνου καὶ ἀσφαλής . . . χάριτας δέχεσθαι χρεὼν προσκοπευόμενον κρέσσονας αὐτῶν ἀμοιβὰς ἀποδοῦναι . . χαριζόμενος προσκέπτεο τὸν λαμβάνοντα
6606151 Κολωνετας
τῷ κατὰ Τιμάρχου . δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος Κολλυτός . Κολωνέτας : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ
ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ . τοὺς μισθωτοὺς Κολωνέτας ὠνόμαζον , ἐπειδὴ παρὰ τῷ Κο - λωνῷ εἱστήκεσαν
6590329 ἐρυθριᾳς
κατάραις „ εἶπεν ” ἐχθρῶν μετακληθεὶς εὐχὰς τιθέμενος ἐκείνοις οὐκ ἐρυθριᾷς ; ἐλελήθειν ἄρ ' ἐμαυτὸν ἀπατῶν ὡς ἐπὶ φίλῳ
οἴκων οὕτως ἀνεῖλον , ὡς μηδὲ οἰκήσεσθαι αὐτοὺς ἔτι . ἐρυθριᾷς , Δημήτριε , τούτων ἀκούων , ὁρῶ γάρ .
6586222 εὐθυμεισθαι
χαίρειν ὑποδηλοῖ . χαίρειν , ἥδεσθαι , φαιδρύνεσθαι , εὐθυμεῖν εὐθυμεῖσθαι , εὐφραίνεσθαι , εὐσθενεῖν , θάλλειν , τέρπεσθαι ,
. . . ὁ μὲν οὖν εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν εὐθυμεῖσθαι μέλλοντα μὴ . . . ξυνῆι πρῶτον μὲν ἡμῖν
6583035 ψωλην
. πυγὴν ] πρωκτόν , κῶλον . . κωλὴν ] ψωλήν , αἰδοῖον . , ἔντερον , γαστέρα , μηρόν
' ἐπίως ' , ἐπιβάλλειν σφραγῖδ ' αὐτοῖς ἐπὶ τὴν ψωλήν , ἵνα μὴ βινῶς ' ἔτ ' ἐκείνας .
6582230 ἀμελγω
. , . . . . Ἀπεμόρξατο : ἀπὸ τοῦ ἀμέλγω ἀμελξάμην ἀμέλξατο , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς τὸ
τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω , καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν
6580186 ληπτεα
ποιεῖν , ποιῶν , ἢ ποιεῖν καὶ ποίησις εἰς ἓν ληπτέα ; Ἐμφαίνει δὲ μᾶλλον τὸ ποιεῖν καὶ τὸν ποιοῦντα
βλάβας . Τὰ γόνατα πρός τε ἰσχὺν καὶ εὐανδρίαν ἐστὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις καὶ πράξεις . ὅθεν ἐρρωμένα καὶ
6578191 Γραων
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα
6570620 ξιφομαχαιρας
ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις ὀβελισκολυχνίου καὶ ξιφομαχαίρας πικρᾶς . ὅταν δ ' εἴπῃ ἐν τῷ Αἰολοσίκωνι
Λεόντινος εὔχρως τε φᾶναι καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . Ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας καὶ δόρη . Ἢ μετάδος ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν
6557172 Μηδενα
' ἱεροῖσιν , ὄφρα μὴ ἀμπλακίης αἰσχρὸν ὄνειδος ἔχω . Μηδένα πω κακότητι βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης
σε νικάτω κέρδος , ὅ τ ' αἰσχρὸν ἔηι . Μηδένα τῶνδ ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ ' ἡμῖν ,
6552361 νομι
καταφοβηθεὶς . . . : οὐ φοβήσομαι διὰ τὸ ἄφρων νομι - σθήσεσθαι καὶ διὰ τοῦτο σιωπήσω ʃ ἤγουν ,
γένοιτο ἡ ἀμφισβήτησις , κατά τε ῥητὸν καὶ κατὰ περίστασιν νομι - κὴ πάντως ἀναφαίνεται στάσις , ὡς ἐπὶ τοῦ
6549585 ξηροφθαλμιαϲ
ταῦτα , ὡϲ εἶναι ϲύνθετον τὸ πάθοϲ ἐκ μαδαρώϲεωϲ καὶ ξηροφθαλμίαϲ , ὥϲτε καὶ τὰ τούτων βοηθήματα παραπλήϲια ἔϲτω τοῖϲ
οε Περὶ λαγωφθάλμων Δημοϲθένουϲ οϚ Περὶ ϲκληροφθαλμίαϲ Δημοϲθένουϲ οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ
6546086 ἐσχαραις
; βάκηλος εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ
Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . Κῆρυξ Θαλάσσης
6542718 Ξηριον
μεσωρί , ὅ ἐστιν αὔγουστος , μαλάχην μὴ φαγεῖν . Ξηρίον τοῦ Μαλωριανοῦ . Σχιστῆς γο βʹ , κισήρεως γο
, ἀνὰ γο . αʹ . λειώσας χρῶ . [ Ξηρίον πρὸς ὀδόντας , πλαδαρὸν στόμα καὶ αἱμῶδες σμῆξαι καὶ
6541448 ὁπλιζονται
τρήρωνες ἐπιθύνουσι πελείαις , ἵπποι δ ' ἀγραύλοις ἐπὶ φορβάσιν ὁπλίζονται , ταῦροι δ ' ἀγροτέρας ἐπὶ πόρτιας ὁρμαίνουσι ,
ἀνέλκεται ἀνέρος ἀλκῇ . Πολλὰ δ ' ἐπὶ ξιφίῃ θηρήτορες ὁπλίζονται , ἔξοχα δ ' οἳ Τυρσηνὸν ἁλὸς πόρον ἀγρώσσουσιν
6535094 βιοωνται
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα :
6533281 ρπδʹ
σημεῖα ὡς ἐπὶ τραύματι κινδυνεύειν τὸν τρωθέντα ἐπὶ γερόντων . ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι
: Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ ἐβασίλευσαν ἔτη ρπδʹ . : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ
6529494 Ἀρχ
' Ἀρχ . . Ϲτειριεύϲ : Ὑπ . κατ ' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ
ἱερά : τὰ τῶν τεθνηκότων ὀστᾶ . Ὑπ . κατὰ Ἀρχ . . . . . , , . π
6526054 ἀδρανεες
θοοὶ ξανθοί τ ' ἐρυθῖνοι καὶ κίθαροι καὶ τρίγλα καὶ ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι
ἐρυθῖνοι : λιθρινάρια , ῥούσια . Κιθάρη : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ
6522182 Πλεισθενει
' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . καὶ Εὐριπίδης ἐν Πλεισθένει ” ἐγὼ δὲ Σαρδιανός , οὐκέτ ' Ἀργόλας ”
, πλὴν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος : τοῦτον δὲ Πλεισθένει Ἀμφιπολίτῃ δίδωσι φυλάττειν , ὅπως εἰ καλῶς ἡγήσοιτο ,
6521887 πιτνοντα
πρέσβυ τῶν Ἰάσονος , χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν κακῶς πίτνοντα καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται . ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ '
σεισθῆναι σάλωι , φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν δόμων πίτνοντα , πᾶν δ ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας
6520063 κλεπτα
Τοῦ κλέμματος . . τοιχωρύχε : Ὦ κλέπτη . . κλέπτα . . κλέπτα , κατ ' ἀστεϊσμόν . Θ
. σοφώτατε ] καὶ τοὺς κλέπτας σοφοὺς ἔλεγον . σοφώτατε κλέπτα ] περιττὸν τὸ κλέπτα : καὶ τοὺς κλέπτας σοφοὺς
6517442 ἐλευθερωσει
ἐπὶ καταδουλώσει τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίοις , ἀλλ ' ἐπ ' ἐλευθερώσει ἀπὸ τοῦ Μήδου τοῖς Ἕλλησιν . καὶ μέχρι μὲν
ἀποστεῖλαι . αὐτός τε οὐκ ἐπὶ κακῷ , ἐπ ' ἐλευθερώσει δὲ τῶν Ἑλλήνων παρελήλυθα , ὅρκοις τε Λακεδαιμονίων καταλαβὼν
6517428 ηδη
? [ ! ινυμ [ ! ] ! ϊδιω [ ηδη παπ ? [ τρέσσαν δ ' ε [ ποσσὶν
[ ] το ? : εκα [ ] [ ] ηδη η [ ] [ να ] υπ [ ]
6505726 ᾠδηκαντι
, ἡ μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ
μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ κοπιῶντες .
6503615 ἀναινομενον
μὲν οὖν καὶ τὸ οὕτω μυθεύειν , ὥστε μὴ καταμῦσαι ἀναινόμενον , καθάπερ καὶ ἐν Ἰλίῳ ἀποστραφῆναι κατὰ τὸν Κασάνδρας
τῶν πολλῶν τὸ ἁπλοῦν , ἀπὸ δὲ τῶν πάντων ἔχει ἀναινόμενον τὸ διωρισμένον τοῦ ἑνὸς καὶ ἀπεστενωμένον : καὶ τούτων
6496573 κλητοι
ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι ἀγερέθωνται , κτῆσιν ἀεὶ
ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι αἱρουμένους . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ οὗτοι γὰρ κλητοί γε . καὶ τὸ ὀτρύνομεν ἀντὶ τοῦ ὀτρύνωμεν .
6493000 ὀξυσχοινου
. σπόγγον κεκαυμένον μετὰ πίσσης ξηρῷ χρῶ . ἄλλο . ὀξυσχοίνου ἄνθος ἐντίθει τοῖς μυκτῆρσιν . [ ιαʹ . Πρὸς
. Ἄλλο : Κισσοῦ μέλανος σπέρματος , χαμαιμήλου ἄνθους , ὀξυσχοίνου σπέρματος ἀνὰ ⋖ δʹ , εὐζώμου σπέρματος , πεπέρεως
6492831 ἀειρω
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν .
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει
6492059 Ἀκοην
πέρι πράττων ἢ λέγων ; Οὐδαμῶς : σὺ δέ ; Ἀκοήν γ ' ἔχω λέγειν τῶν προτέρων , τὸ δ
τούτῳ ὀργάνῳ χρῆσθαι εἰς τὴν περὶ αὐτῶν θεωρίαν . σνδʹ Ἀκοήν γ ' ἔχω λέγειν Ἐρωτήσαντος τοῦ Σωκράτους τὸν Φαῖδρον
6491578 Αὐτ
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈
6491485 κλωθειν
τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος . ἄλλως . Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν . Θέων δὲ ἐν
ἤγουν δεδομένα καὶ εἱμαρμένα , Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν , Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον εἶναι τὸ μέλλον
6490837 χλιδωσα
. κράτει ἀραρότα : ἡρμοσμένον παντὶ κράτει τοῦ Διός . χλιδῶσα δὲ μολπά : τρυφῶσα δὲ ἡ μολπὴ τῶν ἐπέων
δέ φησιν ἐπεὶ μετ ' αὐλῶν τὸν ὕμνον ἔλεγον . χλιδῶσα : τρυφῶσα . ἐναβρυνομένη . ἡ μολπὴ ἡ τῶν
6489449 ὀλεκοντο
Ἔρις βοόωσα . Κόνις δ ' ἐρυθαίνετο λύθρῳ κτεινομένων : ὀλέκοντο δ ' ἀνὰ κλόνον ἄλλοθεν ἄλλος . Ἔνθ '
τὸ καθαίρω : ὄλω , ὀλέσω , ὀλέκω : ὅθεν ὀλέκοντο δὲ λαοί : δείδω , δείσω , δείκω ,
6488032 οσε
μαι [ ] ! [ ] δαιμον δ [ ] οσε ? ? ] ευφρα ? [ ] καμ ?
! ! ! [ [ ! ! ! ] ! οσε ? ? ? ! [ ! ] ! [
6486818 τρεχ
τις οὐδ ' ἀκήριος . ἄθηλος ἵππωι πῶλος ὣς ἅμα τρέχ - γυναικὸς οὐδὲν χρῆμ ' ἀνὴρ ληΐζεται ἐσθλῆς ἄμεινον
' οὐδέ γ ' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . τρέχ ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν
6486813 ἐδοξ
Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν , ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν . ἔδοξ ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις , ἐσλόν γε φῶτα καὶ
ξένῳ πατήρ με τῷδ ' ἔδωκεν εὐνέτιν . * * ἔδοξ ' ὄρους κατ ' ἄκρα Σιναίου θρόνον μέγαν τιν
6486360 φιλεων
Λύκιε καὶ Δάλοι ' ἀνάσσων Φοῖβε Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων , ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν .
καὶ φρενοβλαβείη ἔχει . ἐπιθυμέει δὲ τῶν οὐδαμὰ τεύξεται , φιλέων γυναῖκα ἐμήν , τὴν ἐγὼ οὔτι μετήσομαι . “
6485471 ἀρεσσαμενος
γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο τούτου , ὃ δή μοι δῶκας ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν . ” ἦ ῥα , καὶ ἀμφ '
Αἰσχύλος ἐν Ψυχαγωγοῖς ἐμφαίνει , τὴν Περσεφόνην ἐκδεχόμενος Δαῖραν . ἀρεσσάμενος : φιλοφρονησάμενος . ἰκμαίνοιτο : ὑγράνειεν . ἀνέσχε :
6483028 μηκασθαι
Εὖτε γάρ : παρήχησις . Μηκάδας : αἶγας : τὸ μηκᾶσθαι ἐπὶ τῶν αἰγῶν , τὸ δὲ βληχᾶσθαι ἐπὶ τῶν
οὖν καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τὸ οἰκεῖον ἑκάστου ὄνομα οἷον μηκᾶσθαι ἐπὶ αἰγῶν , βληχᾶσθαι ἐπὶ προβάτων , μυκᾶσθαι ἐπὶ
6481046 πληρωτας
] ἐπακουστὰς καὶ πληρωτάς . θ ἐποπτῆρας ] ἐπόπτας καὶ πληρωτάς . λιτῶν ] τῶν παρακλήσεων . λιτῶν ] εὐχῶν
γενέσεως . . πατρῴους . . ἐποπτῆρας ] ἐπακουστὰς καὶ πληρωτάς . . ὧν ] ἰδίων . πάγχυ ] λίαν
6479571 ἀτᾳ
δυσπαραβούλοισι φρεσίν , καὶ διάνοιαν μαινόλιν κέντρον ἔχων ἄφυκτον , ἄτᾳ δ ' ἀπάταν μεταγνούς . τοιαῦτα πάθεα μέλεα θρεομένα
τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων ; κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ . ἐς τόνδ ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ χρησμός .
6476411 κηρω
' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν
, ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω
6471121 ἀνεστησας
, τἀπὶ τούτοις , δι ' ὧν τὰς πόλεις κειμένας ἀνέστησας ὁρῶν τε ὀξέως ἃ προσήκει γενέσθαι καὶ τὸ εὑρημένον
ἐγένου τῷ τῆς οἰκουμένης σώματι . τε - θνεῶτάς τε ἀνέστησας καὶ βασιλείας ὄνομα νῦν , εἴπερ ποτέ , προσέλαβεν
6471091 σταθμοισιν
καλάμων λιγυρὴν ἐδίωκεν ἀοιδήν : πολλάκι δ ' οἰοπόλοισιν ἐνὶ σταθμοῖσιν ἀείδων καὶ ταύρων ἀμέλησε καὶ οὐκ ἐμπάζετο μήλων :
μέλλων ἄρσω καὶ ὁ ἀόριστος ἦρσα , οἷον : θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν , ἀντὶ τοῦ ἐφήρμοσεν καὶ πώμασιν ἄρσον ,
6470008 μελομενοι
] δημοσίων . δημίων ] τῶν τοῦ δήμου . Ξ μελόμενοι ] φροντίζοντες . Ξ μελόμενοι ] φροντίδα ἔχοντες .
τί χρέος ; ἦ λόγων πόλεος , ἔνεπέ μοι , μελόμενοι τυχεῖν ; μήτ ' ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
6469690 Ἰσχιαδικον
' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου
καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
6467703 ἀϊξασα
τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα , στῆ δ ' Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα : καρπαλίμως δ ' ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
6467697 θελ
] ωσαγ ? [ [ ] πινε [ [ ] θελ [ [ ] ! έσθ ! [ [ ]
ἀπε [ τ ' ἄστυ , παντοφώνοις δ ' ὀργάνοις θελ [ ἄλλος παρ ' ἄλλον σὺν γέλωι γῆρυν προ
6465190 ἐλασαν
, κάθισαν δὲ γυναῖκας , ἵππους δ ' εἰς ἀγέλην ἔλασαν θεράποντες ἀγαυοί . Βρισηῒς δ ' ἄρ ' ἔπειτ
δὲ χάρμα περὶ φρένας ἤλυθε πάντων : ἐκ δ ' ἔλασαν μετὰ νῆας ἄγειν βόας , ὄφρα νέμωνται . Τεῦκρον
6462290 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6458956 βαρυμηνιν
, νέος ἰχώρ . ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς , φεῦ φεῦ , κακὸν αἶνον ἀτηρᾶς τύχας
τῶν Ὀδυσσέως ἑταίρων , ὃν δολοφονηθέντα ὑπὸ τῶν βαρβάρων γενέσθαι βαρύμηνιν , ὥστε τοὺς περιοίκους δασμολογεῖν αὐτῷ κατά τι λόγιον
6458807 τηξαι
ἐν οἴνῳ καὶ διακλύζεσθαι . Ἢ χηνὸς ἔλαιον καὶ ῥητίνην τῆξαι , καὶ κλύσαι . Ἢ βούτυρον καὶ κέδρινον ἔλαιον
τοῦ τῶν κωδυῶν ἀφεψήματος . κηροῦ δὲ Τυρρηνικοῦ ⋖ β τῆξαι δεῖ σὺν ἴσῳ ῥοδίνῳ καὶ καταχέαι τῶν ἐν τῇ
6453479 λοιδορουμενους
δὲ τῶν πολιτῶν τοῖς γνωριμωτάτοις καὶ τῶν ἔξωθεν τοῖς ἐνδοξοτάτοις λοιδορουμένους ἐπὶ τοῦ βήματος περιποιεῖσθαι παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν ὡς
ἀποδεχόμενος οὔτε τοὺς διὰ τὴν φαύλην μελῳδίαν τῇ πάσῃ τέχνῃ λοιδορουμένους ἐπαινῶν : οὐδὲ γὰρ τὰς διὰ λόγων ψιλῶν προτροπὰς
6452976 ἀλητα
ψύχει ἐσθιόμενος καὶ ῥόφημα γενόμενος . Τὰ πρόσφατα ἄλφιτα καὶ ἄλητα ξηρότερα τῶν παλαιῶν , ὅτι ἔγγιον τοῦ πυρὸς καὶ
Ἕτερον : πυροὺς καὶ κάγχρυας τρίψας , φρύξας τε καὶ ἄλητα ποιήσας , ἐν οἴνῳ μέλανι δίδου πιεῖν . Ἕτερον
6451207 πες
Νεῖλος . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίο - πες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες . Νασαμῶνες γάρ , οὓς Ἄτλαντας
[ ] ισέχομε [ [ ] σκύ̆ρον [ [ ] πες ? ? ! [ . . . . .
6449091 Φιλω
ἀπ ' αὐτῶν ὀνόματα καὶ ἐπιρρήματα ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω ,
ὦ δαιμόνιε , χάριν ἐμὴν ἅψαι καὶ τῶν μικρῶν . Φιλῶ γὰρ ἐμαυτὸν καὶ διὰ τοῦτο σὲ φιλῶ καὶ φιλεῖν
6447202 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
6444371 χερσευειν
' ἐπ ' ἀκταῖς νομάδα κυματοφθόρον ἁλιαίετον : τὸν παῖδα χερσεύειν μόρος . εἰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς εἰς θάλασσαν
ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ δὲ χερσεύειν ἐάσαντες τὴν χώραν τὴν ἐπικεκλυσμένην καὶ τοῖς ποιμνίοις ἀνέντες
6443241 παραγωγων
Ἀλλὰ πρός γε τοῦτο ῥητέον , ὡς οὐχ ἡ τῶν παραγώγων ὑποστολὴ αἰτία γενήσεται τοῦ μηδὲ τὰ πρωτότυπα ὑπάρχειν .
πλεονασμῷ τοῦ ν ἰσχνός . οὕτως Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ παραγώγων . . . . . αἰδοιέστατον , , ,
6441234 χειραν
⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον .
πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον .
6440427 τἀρα
' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ
' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ
6438472 λαγους
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος
6438215 ἐτλας
ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν , σὺ τὸν αὑτᾶς ἔτλας ἔτλας πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς ἐξ Ἅιδα . κούφα
χέρας ἐμὰς λιπεῖν βέλος . τάλαινα . πῶς δ ' ἔτλας φόνον δι ' ὀμμάτων ἰδεῖν σέθεν ματρὸς ἐκπνεούσας ;
6435435 θηευντο
καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις
δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας
6435343 διεπουσι
κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν . οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται . διέπουσι διαπονοῦσιν , ἐνεργοῦσιν . διέσχε διῆλθε . διέχευαν διεμέρισαν
] καὶ ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσι [ Α ] , σημαίνειν δὲ καὶ τὸ πλῆρες
6434094 ἐκτρεφω
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν
6431194 ἀρδις
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . .
6430618 φιμοι
μέλανα ἢ στυπτικά . στύπτει γὰρ τὰ χείλη , καὶ φιμοῖ τὸν τρώγοντα . * κάρφεα : σπέρματα ξηρά *
στυφὸς δέ ἐστι καὶ τρώγεται καὶ τῇ στυφότητι δεσμοῖ καὶ φιμοῖ τὸν λαιμὸν καὶ τὸ στόμα . φιμώδεα δὲ μέλανα
6428744 κοιτου
καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος
δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος .
6427002 παρανοια
, ἀλλὰ καθολική ἐστι γνώμη . τὸ δὲ κακοφρονούντων ἀνδρῶν παράνοια τοιοῦτόν ἐστι : τῶν κακὰ διαλογιζομένων ἀνδρῶν αὐτὸ τὸ
. παράνοια ] μωρία . παράνοια ] μώρανσις . θ παράνοια ] + παραφροσύνη . σύναγε ] ἀγαγεῖν . σύναγε
6425180 οσον
? [ ] οσ ? [ ] ω [ ] οσον ? ? ? ? [ ] νον [ ἀλλοῖα
κιρν [ ] γραμμάτων ? [ ] κωι παρ ' οσον [ ὑποτακτικὸν - ] εν ? [ ] κίρναμαι
6425170 φαρεων
ἀκούσας μικρὰ τιττυβιζούσης “ τί μοι περισσῶν ” εἶπε “ φαρέων χρείη ; ἰδοὺ χελιδὼν ἥδε : καῦμα σημαίνει .
ἤγουν τῆς κεφαλῆς . Ξ φαρέων ] ἱματίων . θ φαρέων ] ἢ ἀπὸ τοῦ φαρῶ ἢ τὸ ἀροῦν καὶ
6424606 ἐτυμ
, τὸν Ὠκεανόν . . γνώσῃ ] μαθήσῃ . ὡς ἔτυμ ' ] ὅτι ἀληθῆ . μάτην ] ἤτοι ψευδῶς
δηλονότι νείμαιμ ' ] παράσχοιμι τάδ ' ] ἅ φημι ἔτυμ ' ] ἀληθῆ ἐστι μάτην ] ἤτοι ψευδῶς χαριτογλωσσεῖν
6422912 φρουδαι
. δὶς παῖδες οἱ γέροντες ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν . μηδὲ στέψω κοτυλίσκον . οὐ
' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον , ὥσπερ πηνίω ,

Back