ἔπιεν ἡ Δημήτηρ τὸν κυκεῶνα καὶ διὰ τὴν χλεύην τῆς Ἰάμβης ἐγέλασεν ἡ θεά , ἐν τοῖς εἰς Ὅμηρον ἀναφερομένοις
] πόλιν ἀθύροισιν : ὑπὸ τοῖς παιγνιώδεσι λόγοις τῆς Θρᾳκικῆς Ἰάμβης , καὶ τὰ ἑξῆς σιάλοιο ] τοῦ χοίρου σίαλος
6166984 Ἀθανα
ἥ τ ' ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς αἰγίδος ἡνίοχος , πολιοῦχος Ἀθάνα : Παρνασσίαν θ ' ὃς κατέχων πέτραν σὺν πεύκαις
παραὶ Δία παμβασιλῆα : ] τόκα δὴ γλαυκῶπις ] ? Ἀθάνα φάτ ' ἐυφραδέως ] ποτὶ ὃν κρατερόφρονα πάτρω '
6080096 μαινιδα
ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων καὶ τρίγλην καὶ μαινίδα , ὅτι καὶ θαλάττιος ἡ Ἑκάτη . Ἡγήσανδρος δὲ
: εἰ δὲ νήφοντι , μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ
6073720 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
6062239 Δημητηρ
ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν : Λιμὸς
ἴουλος ἡ ἐκ τῶν δραγμάτων συναγομένη δέσμη καὶ Οὐλὼ ἡ Δημήτηρ . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ ζῷόν τι , θηρίδιον
5831497 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
5800541 δρυος
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς
5784652 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
5632394 καταιθων
' ἐκπυθέσθαι τῆς ἐμῆς χρῄζεις φρενός , οὔτ ' ἂν καταίθων οὔτε κρατὸς ἐξ ἄκρου δεινοὺς καθιεὶς πρίονας εἰς ἄκρους
φθιτοὺς πεπαμένον κέλευθον , ἣν γωρυτὸς ἔκρυψε Σκύθης , ἦμος καταίθων θύσθλα Κωμύρῳ λέων σφῷ πατρὶ λάσκε τὰς ἐπηκόους λιτάς
5621582 νυμφη
ἡ τροφὸς Ποσειδῶνος . . . εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη πρότερον Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ
: νύμφη , τροφὸς Ποσειδῶνος , εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς
5576453 Περσεφονης
ἀγκάλαις τῆς Ἀφροδίτης , ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς Περσεφόνης . τοῦτο δὲ τὸ λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστιν ἀληθῶς :
. μηνίσασα : ὀργισθεῖσα . Δημήτηρ : ἡ μήτηρ τῆς Περσεφόνης . ἀμάθυνεν : ἠφάνισεν . ἐπεμβαίνουσα : τύπτουσα .
5559912 ὀρνιν
. Ποῦ γὰρ ἶσον ἰχθύν τε ἀνελκύσαι τοῦ βυθοῦ καὶ ὄρνιν ἐξ ἀέρος ἐπισπάσασθαι , καὶ θηρσὶν ἀγρίοις μάχην ἐν
' ἄλλο σῶμα εἰς γῆν κύψασαι ποιοῦσι προσιέναι ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον , καὶ εἶτα ἐπιθέμεναι κτείνουσι . τοὺς δὲ
5553868 δακρυοις
τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἀγένητα : στοιχεῖα . παρ
τὸν Ὀρέστην πῶς ἔχει , καὶ ἐθεάσατο αὐτὰς : † δακρύοις ἀδελφόν : προσεκτικῶς μετὰ ἤθους προενεκτέον τὸν λόγον :
5521768 Λητους
Ζεὺς δὲ ἐμέλλησε ῥίπτειν αὐτὸν εἰς Τάρταρον , δεηθείσης δὲ Λητοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐνιαυτὸν ἀνδρὶ θητεῦσαι . ὁ δὲ παραγενόμενος
εὐγενῆ , Σαπφόος Σαπφοῦς τὴν Σαπφόα τὴν Σαπφώ , Λητόος Λητοῦς τὴν Λητόα τὴν Λητώ : πρόσκειται δηλονότι ἐπὶ ἀρσενικῶν
5507103 Διονυσος
ταῖς ὄχθαις τοῦ Σαγγαρίου ἔρρηξε τοὺς δεσμοὺς τοῦ Διὸς ὁ Διόνυσος ἤδη τρόφιμος ὤν . : ἐνάπτεσθαι δὲ καὶ καθάπτεσθαι
Οὕτω γὰρ τοὺς λόγους ποιεῖς ὡς πάντα προσδέχεσθαι . . Διόνυσος , ὃς : Ὑψιπύλης ἡ ἀρχή . 〚 κάθαπτος
5466765 λειμωνα
ὀφειλομένην Ἀφροδίτηι , ἣ Χαρίτων γλυκύμορφον ἐρωτοτόκων ἀπὸ κήπων δρεψαμένη λειμῶνα χελιδονίου ῥοδεῶνος κάλλος ἑὸν φαίδρυνε ῥόδων εὐώδεϊ χαίτηι :
δηλοῖ τὸ φυτόν , ὀξυτόνως δὲ τὸν τόπον : ἀσφοδελὸν λειμῶνα . ἁπλότης μωρίας διαφέρει . ἁπλότης μὲν γάρ ἐστι
5464228 παγχρυσον
ἵπποις : Μενελάῳ δὲ πῶς ἂν τὸν Ἀλέξανδρον τιμωρήσαιτο : πάγχρυσον φέρε κόσμον ἑλὼν ἀπὸ σῆς ἀλόχοιο δειρῆς , ὅν
πεύκη , μηδ ' ἐρετμῶσαι χέρας ἀνδρῶν ἀριστέων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος Πελίαι μετῆλθον . οὐ γὰρ ἂν δέσποιν '
5462720 παρθενε
, ἀντὶ τοῦ : ὦ πολυχρόνιε παρθένε : ἄλλως : παρθένε μακρὸν δὴ μῆκος : ὅ ἐστι : πολλῷ χρόνῳ
' εἶ ' ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν , Νυκτὸς κελαινῆς ἀνυμέναιε παρθένε , μανίας τ ' ἐπ ' ἀνδρὶ τῶιδε καὶ
5444723 ἱει
σὴν κάτω διήσει . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον .
. . . . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ Πλειάδων ἔχων δρόμον .
5442373 Ἀρτεμις
ὕλη . ἀλλ ' οὔ οἱ τότε γε χραῖσμ ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . ἡ διπλῆ , ὅτι σαφῶς τὸ βάλλειν
λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις . λοιμοῦ οὖν γενομένου συναπήλαυσαν οἱ μηδὲν αἴτιοι .
5430584 Ἑκαβης
] , οἱ πολλοὶ δὲ Κισσέως . ἔνιοι δὲ γράφουσιν Ἑκάβης παῖς γεγὼς τῆς Κισσίας καὶ στοχάζονται ἀπὸ γένους τινὸς
Καὶ τότε λευγαλέοις ἐπὶ πένθεσι κύντερον ἄλγος τλήμονος ἐς κραδίην Ἑκάβης πέσεν : ἐν δέ οἱ ἦτορ μνήσατ ' ὀιζυροῖο
5415590 ἀγελαιας
ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ
/ [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [
5412511 ἐλαμψε
[ ] ἀνήλυσιν : ἠελίου δέ [ αὐγὴ πρῶτον ] ἔλαμψε [ ] βοώπιδος οἷα σελήνης , [ ! !
γὰρ κατέλιπεν αὐτὸν τὸ κάλλος οὐδὲ φοβούμενον , ἀλλ ' ἔλαμψε μὲν ὑπὸ τοῦ δέους ἡ παρειά , τὸ βλέμμα
5405677 ὁδοιπορος
, τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ ἀδίκῳ . Ὁδὸν ἀπιὼν ὁδοιπόρος γε πάλαι εὑρεῖν αἰτεῖ τῷ Διὶ καθ ' ὁδὸν
. Καὶ γὰρ τῶν ἐκ γῆς φυομένων παντοδαπὸς μὲν θεατὴς ὁδοιπόρος , ὁ δὲ γεωργός , ὑγιής : ὁ μὲν
5396777 Κυπριδος
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξασαι ἐπὶ μέγα δῶμα νέοντο Κύπριδος , ὅρρά τέ οἱ δεῖμεν πόσις ἀμφιγυήεις , ὁππότε
μέλεά τ ' ἔτλας . τὰ δ ' ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε πολὺ μὲν αἷμα , πολὺ δὲ δάκρυον †
5384927 ἑταιρην
ᾄδειν εἰς αὐτὴν τάδε : Ἀρχεάνασσαν ἔχω τὴν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρην , ἧς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων πικρὸς ἔπεστιν ἔρως .
τοῖς μνηστῆρσι φόρμιγξ ἠπύει , ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην , καὶ παρ ' Ἀλκινόῳ ὁ κιθαρῳδὸς ἀνεβάλλετο καλὸν
5381289 στεφανοισι
τὰς προπόσεις καὶ τὸ μύροις χρήσασθαί φησιν : ἀεὶ δὲ στεφάνοισι κάρα παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίας
ἐς δαῖτα χωρεῖν . ὡς δ ' ἐπληρώθη στέγη , στεφάνοισι κοσμηθέντες εὐόχθου βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν . ὡς δ '
5380887 νωτωι
τῶι στασίμωι : χρύσεαι δή μοι ? πτέρυγες ? περὶ νώτωι [ καὶ ] τὰ Σειρήνων [ ] πτερόεντα -
Διός , ἀσφαλῶς πίπτει καὶ εὐσχημόνως . τὸ γὰρ ἐπὶ νώτωι πίπτειν τοὺς παλαιστὰς ἄσχημόν ἐστιν . πίπτει δ '
5378514 φιλης
οὐ πλεύσεις καλῶς β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις
: ὅθεν μοι πρώτα φάτις : ὅθεν , ἐκ τῆς φίλης δηλονότι . ὅπου πρῶτον ἔμαθον τὴν Φαίδραν κακουμένην ἔσω
5369443 Παλλαδος
γάρ σε φυγεῖν Κέκροπος πόλις : ἀλλὰ σὺ μέν που Παλλάδος ἄστυ φύγες , Πλουτέα δ ' οὐκ ἔφυγες .
κελαινὸν εἰς ἕδρανα λάϊνα δάπεδά τε , φονέα πατρίδι , Παλλάδος θέσαν θεᾶς . ἐπὶ δὲ πόνωι καὶ χαρᾶι νύχιον
5359452 εὐωδεϊ
ὀλοή : λαοὶ δὲ περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλοι πυρκαϊὴν σβέσσαντο θοῶς εὐώδεϊ οἴνῳ . Ὀστέα δ ' ἀλλέξαντες ἄδην ἐπέχευαν ἄλειφα
κοριάννου , καὶ κέδρου ἢ κυπαρίσσου πρίσματα , ἐν οἴνῳ εὐώδεϊ δὸς πιεῖν : καὶ τῶν ἐχίνων , ἢν ἔχῃ
5358876 γεραον
εἶθ ' ὁπόταν πλήρωμα Διὸς Σωτῆρος ἕλησθε , ἤδη χρὴ γεραόν , πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὴν χαίτην
εἶθ ' ὁπόταν πλήρωμα Διὸς σωτῆρος ἕλησθε , ἤδη χρὴ γεραόν , πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὰν χαίταν
5351784 ἀρνος
οὐ προηγεῖται κατὰ σύλληψιν , ἀλλὰ κατὰ διάστασιν , οἷον ἀρνὸς , Ἑρμῆς , ἅλμη , ἔρνος , ὄλμος :
τοῦ τε χόνδρου καὶ τῆς ἐπτισμένης κριθῆς , ἐπιχεῖν κελεύων ἀρνὸς ἢ ἐρίφου ζωμὸν ἢ ὄρνιθος . τὰ μὲν οὖν
5338197 τευξας
, καὶ Μελάνιππος , ὁ πολλὰ ἀγαθὰ τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ
ἐξ ἑτέρων ἕτεροι , ἤτοι μεθ ' ἑτέρους ἕτεροι * τεύξας : κατασκευάσας ὅγε ποι φηγοῖσι : σημειωτέον δὴ ὅτι
5331187 αἰπολε
. Σιμιχίδα Θεόκριτε , σοφῶν ὀΐων ποιμάντορ καὶ τοκάδων αἰγῶν αἰπόλε μηκάδων , τὰς Ἑλικωνίτιδες βοτάναι θρέψαν καλλίστως : οὐ
καὶ τὸ ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς , αἰπόλε , τήνα καὶ τὰ πολλὰ τῶν βουκολικῶν , ἵνα
5329967 ἀμεμφη
, αὐτὸς δὲ σῴζῃ τόνδε τιμήσας λόγον . καὶ μὴν ἀμεμφῆ τόνδ ' ἐτείνατον λόγον , τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου
εὔδρομον ὁρμήν , εἰρήνην , ὑγίειαν ἄγων ἠδ ' ὄλβον ἀμεμφῆ . Ὦ τὸν ὑποχθόνιον ναίων δόμον , ὀμβριμόθυμε ,
5329411 θαλος
ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος , ἔτι νέον , ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ ' Ἄργει σκηπτοῦχον
, τινὰ δὲ τῶν ἀντιγράφων „ Ἀγκλείδη , ξείνων ἱερὸν θάλος , εἰ δ ' ἄγε σύν μοι / οὐρανίην
5328155 Ἠλεκτρα
τὸν αἰὲν ἕλκω χρόνον . ὅρα παροῦσα , παρθέν ' Ἠλέκτρα , πέλας , μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ '
Ἴμβρος Βρομίος Πολύκτωρ Χθονίος , αἱ δὲ κόραι Αὐτονόη Θεανὼ Ἠλέκτρα Κλεοπάτρα Εὐρυδίκη Γλαυκίππη Ἀνθήλεια Κλεοδώρη Εὐίππη Ἐρατὼ Στύγνη Βρύκη
5328129 Δηους
νήησαν , ἀπειρεσίην χύσιν ἄγρης . οἷον δ ' ἐργατίναι Δηοῦς πόνον ἐκτελέσαντες , πνοιῇς χερσαίοις τε διακρίναντες ἐρετμοῖς καρπόν
Ἀχελωίῳ εὐνηθεῖσα γείνατο Τερψιχόρη , Μουσέων μία , καί ποτε Δηοῦς θυγατέρ ' ἰφθίμην , ἀδμῆτ ' ἔτι , πορσαίνεσκον
5327895 βουσι
, ἀνταποδοτικαὶ μὲν αἱ τοιαῦται , ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξει πόρτιος ἠὲ βοός , καὶ
ἐπὶ ἡμιόνων κομίζων τὰς ὕλας ἢ ὁ ἀροτὴρ ὁ τοῖς βουσὶ τέμνων καὶ καίνων τὴν γῆν . [ λέγεται ὑποκοριστικῶς
5324451 Χαριτες
πλείστην προσάγων τιμὴν ἐλάττω νέμειν ἡγεῖτο τῆς προσηκούσης . αἱ Χάριτες δὲ τὸ πρόσωπον ὅλον περιεκέχυντο , ὥστε καὶ εὐφραίνετό
δὲ Αἰολίδι διαλέκτῳ παρὰ τὸ Σαπφικὸν ἑκκαιδεκασύλλαβον τὸ ῥοδοπάχεες ἁγναὶ Χάριτες δεῦτε Διὸς κόραι . ὁ δὲ λόγος πρὸς τὴν
5318521 παρθενου
τυχὼν οὔτε πορθήσας τὴν πόλιν , νέος δέ τις τῆς παρθένου πολίτης ἐκτόπως ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν
γονῇ : καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ
5317046 ἀποπαυσαι
τῆς μανίας ἀπαλλαγείη : τιμῆέν μ ' αἰτεῖς δῶρον μανίαν ἀποπαῦσαι : καὶ σὺ φέρειν τιμῆεν ἐμοὶ γέρας , ὧι
τῆς μανίας ἀπαλλαγείη : τιμῆέν μ ' αἰτεῖς δῶρον μανίαν ἀποπαῦσαι : καὶ σὺ φέρειν τιμῆεν ἐμοὶ γέρας , ᾧ
5299387 ποντιας
νοῦς ἐστι τοιοῦτος , ἡ δὲ σύνταξις οὕτως : αὔρα ποντιὰς αὔρα , ἥτις κομίζεις τὰς ἐν θαλάσσῃ πορευομένας θοὰς
τὸ αὔρα ἀποδοτέον , ἵν ' ᾖ οὕτως : αὔρα ποντιὰς , ποῖ με κομίσεις , ἢ εἰς τὸν ὅρμον
5291150 λυ
] ᾶισυ [ [ ] δ ! [ [ ] λυ ? ? [ . . . . . .
Πητυὰν καθαρὰν ἀναλάμβανε μέλιτι ἑψηθέντι καὶ δίδου . ἄλλο . λυ - κοῦργον τὸν λεγόμενον κυνὰ ψιλὸν δίδου φαγεῖν .
5288934 ἀστυρον
Ἰλλυριοῖο πόρου σχάσσαντες ἐρετμὰ „ λᾶα πάρα ξανθῆς Ἁρμονίης τάφιον ἄστυρον ἐκτίσσαντο ” , τό κεν φυγάδων τις ἐνίσποι Γραικός
φάρυγγα λευκανίην ] τὸν λαιμόν , τὸν γαργαρεῶνα ἀν ' ἄστυρον ] ἀνὰ τὴν Ἐλευσῖνα ἄστυρον ] τὸ πόλισμα ,
5281300 Μοισαν
ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον Ὠρομέδοντος , καὶ Μοισᾶν ὄρνιχες ὅσοι ποτὶ Χῖον ἀοιδόν ἀντία κοκκύζοντες ἐτώσια μοχθίζοντι
. πάντα τοι , ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ
5275568 Ἐρινυς
δὲ πανδαμάτωρ λοξῷ ἴδεν οἷον ἔρεξεν ὄμματι νηλειὴς ὀλοφώϊον ἔργον Ἐρινύς . ἥρως δ ' Αἰσονίδης † ἐξάρματα τάμνε θανόντος
τε βαρείης , τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς . ἀλλ ' ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε
5274874 χεε
ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί .
δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί
5271340 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
5267534 ἐξελκων
βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος , αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην , δύστηνον ἐξέλκων πόδα , πρὸς τοῦτ ' ἄν : εἴ τ
τὸν ἐγγὺς ἱππέα καὶ ὧδε ἀπέκτεινεν . ἕτερον δ ' ἐξέλκων ἐς τὸν βραχίονα ἐτρώθη καὶ ὑπεχώρησεν ἐκ τῆς μάχης
5266432 θρεψε
ἀνδρείᾳ , ὡς καὶ Ὅμηρός φησι : τοὺς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα
' Ἀδˈράστοιο Λυγκεῖ τε φˈρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ : θρέψε δ ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος . ὁ δ ' ὄλβῳ
5257628 Ἀρεθουσης
Ἀλφειόν , ὡς ἀνὴρ εἴη θηρευτής , ἐρασθῆναι δὲ αὐτὸν Ἀρεθούσης , κυνηγετεῖν δὲ καὶ ταύτην . καὶ Ἀρέθουσαν μὲν
ἐρασθῆναι τὸν Ἀλφειὸν ποταμὸν μυθεύουσιν . τὸ δὲ ὕδωρ τῆς Ἀρεθούσης ἀκραιφνές τε καὶ καθαρὸν καὶ γλυκύ . λέγει οὖν
5253857 Διωνυσου
[ ἵνα ] γνώητε δαέντες [ ] πιστὰ πάροιθεν [ Διωνύσου ] ? τε θάλειαν [ ] ν ? κακοδήνεϊ
δ ' ἕσπεται ἄσπετα φῦλα Πευκαλέων : μετὰ τοὺς δὲ Διωνύσου θεράποντες Γαργαρίδαι ναίουσιν , ὅθι χρυσοῖο γενέθλην δαιδαλέην Ὕπανίς
5253201 ποπανον
: εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἀρέσκω , ὁ τοῖς
καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον
5249674 φλογερον
ἀνηΰτησαν : ἰὼ μάκαρ , ὦ Διόνυσε , ἅπτε σέλας φλογερὸν πατρώϊον , ἂν δ ' ἐλέλιξον γαῖαν , ἀταρτηροῦ
, Παφίη , ῥόδοισι μῖξον , ἵνα τοὺς πόνους νοήσας φλογερὸν λέγῃ φαρέτρην . Χαρίεις Ἄδωνι χαίροις , διὰ σοῦ
5242776 οὑξ
γὼ τεκοῦσα τόνδ ' ὄφιν ἐθρεψάμην . ἦ κάρτα μάντις οὑξ ὀνειράτων φόβος . ἔκανες ὃν οὐ χρῆν , καὶ
ὁ Χῖος γόγγρον ἧψε τοῖς θεοῖς : θρῖον τὸ λευκὸν οὑξ Ἀθηνῶν Χαριάδης . ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ .
5238038 ἐριουνιος
ἀστράγαλοι ἡ ἔσοπτρος Δῶρον ἀλεξικάκοιο Διὸς θνητοῖσιν ὀπάσσαι κεκλόμενος Μαίης ἐριούνιος ἦλθε κομίζων υἱός , ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς
ἰσχύειν , ἐξ οὗ καὶ σῶκος ὁ ἰσχυρός : σῶκος ἐριούνιος . . . . , . ἄντυξ : ἡ
5237011 νασου
: Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου : ἄλλως : τὴν Τύρον : νησιάζεται γάρ .
[ Πυθόϊ , ] οἱ δ ' ἐν Πέλοπος ζαθέας νάσου πιτυώδεϊ [ ] δείρᾳ , οἱ δὲ φοινικοστερόπα τεμένει
5235392 ναμα
τῆς λογικῆς πηγῆς [ εἰς καθαρὸν ] ἐπὶ ψυχὴν φέρεσθαι νᾶμα λείως , ἐπειδήπερ αἱ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι τροφαὶ κατακλύζουσαι
τοξεύμασιν νεκρῶν ἅπαντ ' Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου , Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται . τῶι γάρ μ ' ἀμύνειν μᾶλλον
5227755 ἀλμα
] ρησομαι ? ι [ [ ] [ ἔνθα Τρώϊον ἄλμα καὶ ἠρία Μουνίπποιο [ ] εσβηνιννμενεξ ? ! !
τυρός . ἢ κυρίως κατὰ Ἀπολλώνιον . . . . ἄλμα : τὸ ἄλσος : λέγεται καὶ ὁ κλάδος παρὰ
5224591 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
5223835 εὐποτον
πραϋντικῷ καὶ πραΰνοντι τὸ μένος τῶν πινόντων , διὰ τὸ εὔποτον αὐτὸν εἶναι . πρεσβυτάτην ἐντιμοτάτην . ὅταν δὲ λέγῃ
τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ , πότιμον Κερχνείας ] Κερχνεία πηγὴ Ἄργους
5205274 ἀμβροσιαν
Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν , καὶ ποιήσουσιν αὐτὸν ἀθάνατον ὥσπερ Ζῆνα καὶ Ἀπόλλωνα
διπλῆ ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηθέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν . . ὑπέλαβον διέλαβον . ἡ
5205198 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
5203895 ὀρνις
ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ
, οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ '
5197189 κρατα
ἐπὶ οἷ πελέμιξεν : ὁ δ ' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν
ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ σπεῦδον ἀποφθίσασθαι ἑῆς
5195130 κελαινεφεϊ
θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος , κελαινεφέϊ δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρόν ἁμέρας γλυκὺ δὲ πόλεμος
ἀνίπτοισιν Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον ἅζομαι : οὐδέ πῃ ἔστι κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι . ἀλλὰ σὺ
5194937 χαρμα
Μεσσηνίοις πολίτης εἴη , ἔχρησεν ἡ Πυθία : ὦ μέγα χάρμα βροτοῖς βλαστὼν Ἀσκληπιὲ πᾶσιν , ὃν Φλεγυηὶς ἔτικτεν ἐμοὶ
ἵκανεν , ἄλγος μὲν μνησθέντι ποδώκεος ἀμφ ' Ἀχιλῆος , χάρμα δ ' ἄρ ' , οὕνεκά οἱ κρατερὸν παῖδ
5192652 γανος
ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . γάνος : βέλος , γλυκεῖαν ἡδονὴν , χαρὰν , ἡδονὴν
πονηρὰς εἰσάγων : γυναιξὶ γὰρ ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος , οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων .
5191329 ἐερσην
ἀνέλκων : καὶ πταρμὸν κελάδοντα διαθρώσκοντα τινάξας ὀμβρηρὴν πελάγεσσιν ἀνερροίβδησεν ἐέρσην . καὶ γραπτὸν πέλε κῆτος : ἀνοστήτου δὲ γενείου
ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων , τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην , τοῦ δ ' ἔπε ' ἐκ στόματος ῥεῖ
5187290 ὑδρας
Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν ἐλθόν
ὀχετὸν ἐπάγει : ἐπὶ τῶν ματαιοπονούντων ἢ ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς τὰ πόῤῥω ποτίζων
5179455 Νηρευς
ποταμίων θεῶν ἕκαστα ὧδε ἔχει . Ποσειδῶν καὶ Ἀμφιτρίτη καὶ Νηρεὺς καὶ Νηρηίδες αὐτοί τε ὁρώμενοι καὶ τὰ ἀγάλματα αὐτῶν
καταβλάπτων τὸν λόγον τοῦ Νηρέως . ἐκεῖνος γὰρ , ὁ Νηρεὺς , ἔφη δεῖν τὸν καλῶς πράττοντα καὶ μετὰ δικαιοσύνης
5176198 Ἰνω
αὐτοὺς κεκλήκασι καὶ Λευκοθέαν ἀπὸ τοῦ τῆς θαλάσσης ἀφροῦ τὴν Ἰνώ . ἦν δὲ Ἰνοῦς θυγάτηρ Εὐρύκλεια . θρέξεις :
καὶ τὴν μὲν Ἀκταίων ' Ἀρισταίωι ποτὲ τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ ' ἅμα ἔτ ' ἀμφὶ δρυμοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας
5170745 ἱμεροεστατον
τῆς Σφιγγός ] : ἀλλ ' ἔτι κάλλιστόν τε καὶ ἱμεροέστατον ἄλλων παῖδα φίλον Κρείοντος ἀμύμονος Αἵμονα δῖον . καί
ἐν ἀνθεμόεντι Γερήνωι . ἀλλ ' ἔτι κάλλιστόν τε καὶ ἱμεροέστατον ἄλλων παῖδα φίλον Κρείοντος ἀμύμονος , Αἵμονα δῖον Τίθησι
5164768 βλαστανουσαν
εἷς ὡς ἢ κῆπόν τινος αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο ἢ ἄμπελον βλαστάνουσαν κατέκλασεν . Οὗτοι δέ εἰσι κυνηγέται πονηροὶ καὶ κύνας
γείτονες εἶναι καὶ ὅμορον τὸ χωρίον , ἐκέλευον τὴν ῥοδωνιὰν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν , ἵνα , εἰ καταλαβὼν αὐτὸν ἐγὼ δήσαιμι
5161341 Κυθηρης
ἀπ ' ἀργυρέου δὲ μετάλλου δίσκον χειρὶ φέρει καλύκων πλήσασα Κυθήρης . Καὶ βλοσυρὸν ζυγίης Φθινοπωρίδος ἔδρακον ὄμμα , ἥτε
ῥόδον τὰ νῦν , Ἀθήνη . Ὁ Ἔρως ὁ τῆς Κυθήρης , τὸ ῥόδον πάλιν Κυθήρης : κατέχω δύο κρατοῦντας
5161300 γλαυκας
δέ φησιν ἐν Ἁλίαις γίνεσθαι πόλει φοίνικας , ἐν Ἀθήναις γλαῦκας . ἡ Κύπρος ἔχει πελείας διφόρους , ἡ δ
ἔπειτα Νιγρίνῳ γράψας βιβλίον ἔπεμπον , εἰχόμην ἂν τῷ γελοίῳ γλαῦκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος : ἐπεὶ δὲ μόνην σοι δηλῶσαι
5161204 λεχος
, ἀλλ ' ἐχόλωσε καὶ οὐκ ἐθέλοντα φονῆα καὶ ξυνὸν λέχος ἔσχεν ὀφειλόμενον παρακοίτῃ . πολλαὶ δ ' ἠλιτόμηνα καὶ
σαφῶς γε τὴν κακῶν προμνήστριαν , τὴν δεσπότου προδοῦσαν ἐξαυδᾶι λέχος . ὤμοι ἐγὼ κακῶν : προδέδοσαι , φίλα .
5152641 τανδε
: ἀηδόνας τὸ γὰρ Ἄρευι κατθάνην κάλον χαῖρε καὶ πῶ τάνδε δεῦρο σύμπωθι ἀγέρωχος ἄγωνος ἀμάνδαλον ἔον , ἐπιάλτην ἐρρεντι
αὐτόχθονι κόσμῳ . Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ
5150495 ματερ
οἰκείως ἔσῃ γεγραφώς . Ἔπεστι ] . Αἴγινα , φίλα μᾶτερ ] * Πρὸς τὴν ἡρωΐδα Αἴγιναν τὸν λόγον μετέστρεψεν
ἔγραψεν ᾄσματα καὶ Σαπφὼ ἐπὶ † τῆς τοῦ ἑβδόμου γλυκῆα μᾶτερ , οὔ τοι δύναμαι κρέκην τὸν ἱστὸν πόθῳ δαμεῖσα
5147266 ναυτιλοις
Πολυδεύκει τ ' ἐν αἰθέρος πτυχαῖς / σύνθακος ἔσται , ναυτίλοις σωτηρίοις ] ὅτι καὶ ἡ Ἑλένη τοῖς χειμαζομένοις κατὰ
μήτε ἐμπορίας : ἀλλ ' ὅμως ἐπιβλαβέστερος ὁ Κρόνος τοῖς ναυτίλοις ἤπερ ὁ Ἄρης : ὁ μὲν γὰρ Ἄρης πολλάκις
5146732 Κιρκη
ἐπιθυμέων . καὶ ἐπειδὴ ἐς τὸν χῶρον ἦλθεν ἔνθα οἱ Κίρκη ἐσήμηνεν καὶ ἔσκαψεν τὸν βόθρον καὶ τὰ μῆλα ἔσφαξεν
αὐτῆς κεραμήια λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου θύγατερ πολυφάρμακε Κίρκη ἄγρια φάρμακα βάλλε , κάκου δ ' αὐτούς τε
5143505 ἀνθεσιν
καὶ χρυσοῦν ἐκπέμψας ἥλιον : καὶ γῆν μὲν στέφει τοῖς ἄνθεσιν , οὐρανὸν δὲ ἄστρων χοροῖς , γαλήνῃ δὲ καὶ
' αὐτοῖς ὁ ζέφυρος . ἡ δὲ χώρα πᾶσι μὲν ἄνθεσιν , πᾶσι δὲ φυτοῖς ἡμέροις τε καὶ σκιεροῖς τέθληλεν
5136994 λοιβας
παγάς τ ' οὐρειᾶν ἐκ μόσχων Βάκχου τ ' οἰνηρὰς λοιβὰς ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν , ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται
τρίτον Διὸς Σωτῆρος , καθὰ καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἐπιγόνοις : λοιβὰς Διὸς μὲν πρῶτον ὡραίου γάμου Ἥρας τε – ×
5136356 Ἀδωνιν
ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι ' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν . Ὑπέλυσε δήμαρχός τις ἐλθὼν εἰς χορόν .
ἔστιν ἐκφυγέειν , ὁπόσοι γῆν ἐπιφερβόμεθα . Ἢ ὡς θεῖον Ἄδωνιν ὀρειφοίτης Διόνυσος ἥρπασεν , ἠγαθέην Κύπρον ἐποιχόμενος . Ἐν
5136027 Λακεδαιμονιαι
γράμματα Δώρια : Δώρια δέ , ἐπεὶ καὶ αὐταὶ αἱ Λακεδαιμόνιαι Δωρίδες . Μενελάου δὲ καὶ Ἑλένης ἀναγράφονται παῖδες Σωσιφάνης
Γαίης μὲν πάσης τὸ Πελασγικὸν οὖδας ἄμεινον ἵπποι Θρηΐκιαι , Λακεδαιμόνιαι δὲ γυναῖκες , ἄνδρες θ ' οἳ πίνουσιν ὕδωρ
5132098 τηλεφαντον
τε βροτοί Δᾶλον κικλήσκουσιν , μάκαρες δ ' ἐν ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον . θυγατέρα γὰρ Πόντου τὴν Δῆλον
ἐτάραξεν τοὺς ὑπομνηματισαμένους , Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας , φθιμένῳ Μελικέρτᾳ : μεταλαβόντες γὰρ τὴν
5127093 ἐπορεν
: τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδˈρομίας . ἀπὸ δ ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω
Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων . Ὄλβιος ᾧτινι θεὸς μοῖράν τε καλῶν ἔπορεν σύν τ ' ἐπιζήλῳ τύχᾳ ἀφνεὸν βιοτὰν διάγειν :
5123627 ἀγλαϊα
Τμώλωι [ ] ! ﹙ ! ﹚ γος ? ? ἀγλαΐα σέβεται [ φοίνικος ] ταναου [ [ ] πτόρθους
ἐμαυτὸν πρέποντα θεατήν , καλὴ μέν που καὶ ἡ ἔξωθεν ἀγλαΐα , πολὺ δὲ ἀμηχανωτέρα καὶ ἀφραστοτέρα , ἣν ἐγκύψαντας
5116518 ἐρωδιον
ἐπιχαραχθεὶς Ἀθηνᾶν τελείαν κρατοῦσαν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ὄρνεον τὸ λεγόμενον ἐρωδιόν , τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος , καὶ φορούμενος
ἐπιχαραχθεὶς Ἀθηνᾶν τελείαν κρατοῦσαν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ὄρνεον τὸ λεγόμενον ἐρωδιόν , τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος , καὶ φορούμενος
5115310 κλειναι
ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει . κλειναὶ νᾶες , αἵ ποτ ' ἔβατε Τροίαν τοῖς ἀμετρήτοις
ἐγκρυφίαν . τὸν δ ' εἰς ἀγορὰν ποιεύμενον ἄρτον αἱ κλειναὶ παρέχουσι βρότοις κάλλιστον Ἀθῆναι . ταῦτ ' εἰπὼν ὁ
5114223 θεα
] αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς γούνων ἐλλιτάνευσα , θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς , [ καί μιν φωνήσας
ἐννέα κεῖτο τραπέζας . τῷ δὲ μετ ' ἴχνια βαῖνε θεὰ λευκώλενος ἰχθὺς ἔγχελυς , ἣ Διὸς εὔχετ ' ἐν
5112739 Νηρεως
, αὐταῖς τ ' εἶναι λουτρὸν ῥυτὸν καὶ Νηρηίδας παρὰ Νηρέως δέξασθαι δι ' ὀλίγου . ῥεῖ δὲ ὁ Μέλης
μελανόφθαλμον , γερανόφθαλμον , μελανόμματον . νηρηΐνην : τὴν τοῦ Νηρέως θυγατέρα : τρεῖς τύποι τῶν πατρωνυμικῶν ἀρσενικῶν : ὁ
5108327 Φιλομηλα
Δωριεῖς τὰ εἰς η τρέπουσιν εἰς α μακρόν , Φιλομήλη Φιλομήλα , οἱ δὲ Ἴωνες τοὐναντίον εἰς α βραχύ ,
ἄριστα τῶν τραγικῶν : εἶπε γὰρ αἰσχρόν γ ' ὦ Φιλομήλα . ὄρνιθι μὲν γάρ , εἰ ἐποίησεν , οὐκ
5107801 παρθενιας
: οὐδὲ ὑπαιδουμένη τὸ ὑπὸ τοῖς βλεφάροις φοινικοῦν ἐρύθημα τῆς παρθενίας : φέρομαι βάκχα νεκύων : παρόσον αἱ βάκχαι ἀπογυμνούμεναι
εἶπε Λία : Ἱκανούσθω σοι , ὅτι ἔλαβες τὸν ἄνδρα παρθενίας μου : μὴ καὶ ταῦτα λήψῃ ; Ἡ δὲ
5104119 χυτον
καὶ τὴν ἐπίνοιαν τῶν ποιημάτων καρπὸν εἶπε φρενός . νέκταρ χυτόν : καὶ ἐγὼ τὴν τῶν Μουσῶν δόσιν , ἥτις
παρ ' αὐτῷ κινουμένην ποιῆσαι τὴν ξυλίνην Ἀφροδίτην ἐγχέας ἄργυρον χυτόν . ταὐτὸν δὴ καὶ οὗτοι λέγουσι . καίτοι γε
5104057 Σφιγγος
σάρξ σαρκός , ἢ τὸ γ , ὡς τὸ Σφίγξ Σφιγγός . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Κανονίζει δὲ ὁ
ἔπειτα εἰς τὸ Ξ μεταπίπτει διὰ τῆς αὔλακος καὶ τῆς Σφιγγός τὰ εἰς Ξ διδάσκων σε λήγοντα : ἐκεῖθεν δὲ
5103800 αἰγα
. ” ἐπιλέγει δὲ καὶ ὅτι ” Ὠλενίην δέ μιν αἶγα Διὸς καλέους ' ὑποφῆται „ δηλῶν τὸν τόπον διότι
ἢ αἰνίττομαι . αἰγίλιπος πέτρης τῆς οὕτως ὑψηλῆς ὥστε καὶ αἶγα μὴ ἐπιβαίνειν : ἁλτικὸν γὰρ τὸ ζῷον : “
5102722 νεκταρεον
δ ' ὁ Κυθήριος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Δείπνῳ φησίν πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς ταύρων κεραστῶν , ἔβρεχον
Βρόμιος γάνος τόδε δοὺς ἐπὶ τέρψιν πάντας ἄγει . πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς † τε ἄλλων †
5100335 κυκεω
γινόμενον , οἷον Ἀπόλλωνα Ἀπόλλω , Ποσειδῶνα Ποσειδῶ , κυκεῶνα κυκεῶ , δῶμα δῶ : συγκοπὴ δέ ἐστι τὸ πάθος
ξυνέδηϲά ϲ ' , ἀλλ ' ὁ ξένοϲ ὁ τὸν κυκεῶ [ πιών . δίκαια [ ] ? δῆτα ταῦτα

Back