καὶ οὕτως ἵδρυον : καὶ πρὸς τὸ θυόμενον ἔλεγον βοῒ ἱδρύεσθαι ἢ αἰγὶ ἢ προβάτῳ ἢ οἷον ἂν ᾖ τὸ
συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν , καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν : ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ
6409257 ἀναθημασι
οἱ τῶν ἄλλων θεῶν τοῦ βασιλέως ἀνοίγοντός τε καὶ τιμῶντος ἀναθήμασι καὶ αὐτοῦ τε θύοντος καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλοῦντος .
καὶ τῆς χελώνης καὶ τοῦ ἀρνοῦ ἐν Λυδοῖς ἐπαλαμᾶτο . ἀναθήμασι σοβαροῖς ἐκόσμησε τὸν νεών . ὑπὲρ τῶν μελλόντων ἀτρέπτως
6199407 ἰσοθεους
ἀνεῖλον , τὰ δὲ ὀστᾶ μεταστειλάμενοι καὶ τὸ Θησεῖον οἰκοδομήσαντες ἰσοθέους οὕτω τιμὰς διανέμουσι . διανομαὶ δὲ καὶ εὐωχίαι τοῖς
. Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε . Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν . Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς
6129275 κεδρινα
τὸ ποτὸν δέξαιο . τὰ ψήγματα δὲ τῆς κέδρου , κεδρίνα λέγει κάρφη κανθαρίς ζωύφιον μέλαν καθάπαξ τοῖς φυτοῖς λυμαινόμενον
τὸ ποτὸν δέξαιο . τὰ ψήγματα δὲ τῆς κέδρου , κεδρίνα λέγει κάρφη κανθαρίς ζωύφιον μέλαν καθάπαξ τοῖς φυτοῖς λυμαινόμενον
6093715 ἀνεδιδου
* . . . Ἀνεκήκιεν : ἀνέφερεν , ἀνῄει , ἀνεδίδου : ἐκ τοῦ κίω , τὸ πορεύομαι , ἔκιον
καὶ νύκτα , τῆς μὲν ἡμέρας τὸ κράτος ὁ πατὴρ ἀνεδίδου τῷ ἡλίῳ , οἷα μεγάλῳ βασιλεῖ , τῆς δὲ
6078516 ἐδειμαντο
ἐν χρόνῳ μακρῷ λαμβανούσης , οἰκίας ἐν ταὐτῷ καὶ πόλεις ἐδείμαντο , ὧν καὶ ἐπηλύταις , καθάπερ εἶπον , μετέδοσαν
ὑπὸ τῷ οὐρανῷ αὐτῷ , καταγωγὴν δὲ ἀποχρῶσαν τοῖς ξένοις ἐδείμαντο στοὰν οὐ μεγάλην , ἰσομήκη ταῖς Ἠλείων , ὑφ
6060747 ἁγιας
τὰς ἀποκαλύψεις καὶ τὰ ὁράματα ἅ μοι ἔδειξεν διὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας αὐτοῦ τελειώσῃ , ἵνα με ἰσχυροποιήσῃ καὶ δῷ
[ , . ] περὶ τούτων τά τε ἐπὶ τῆς ἁγίας κιβωτοῦ ἱστορούμενα μηνύει τὰ τοῦ νοητοῦ κόσμου τοῦ ἀποκεκρυμμένου
6057859 θυεσθαι
ἦν , οἶμαι , Σπαρτιάτην ἔφηβον ἑκόντα ἐπὶ τοῦ βωμοῦ θύεσθαι . τουτὶ γὰρ τὴν μὲν Σπάρτην εὐψυχοτέρους ἐδείκνυε ,
: καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας ἢ
6057493 περιστεροπουλα
Ἐκ δὲ τῶν ὀρνίθων ἐσθίειν ὄρνιθας καὶ ὀρνιθόπουλα ἄρρενα , περιστερόπουλα λευκά , νήσσας καὶ χῆνας τρυφεράς , καὶ ψαχνὰ
καὶ ὀξυστὰ ἐσθιέτω . ἐκ δὲ τῶν ὀρνέων ὄρνιθας καὶ περιστερόπουλα , λευκὰ δὲ καὶ βρακάτα , ταῦτα γάρ εἰσι
6036068 Μαραθον
. παρὰ τὴν κῆρα . ὁ μὴ κηρὶ ὑποκείμενος . Μάραθον . κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ν . μάρανθον γὰρ ἐστὶ
καὶ ξηραίνει : τὸ δ ' ἔνδον ἀσθενὲς ὑπάρχει . Μάραθον θερμαίνει μὲν σφοδρῶς , ξηραίνει δὲ μετρίως : διὰ
5986848 ῥοπαλα
τὰ σκῆπτρα λαβόντος γενέσθαι . τοῖς μὲν δὴ ἡτοίμαστο τὰ ῥόπαλα , τῶν δέ τις ταυτὶ μὲν συνειδότων , τοῦ
θυγατέρα . ἐλεύθερόν τι τολμήσει πονεῖν , θηρᾶν λέοντας , ῥόπαλα βαστάζειν . θυγάτριον , ἡ νῦν ἡμέρα δίδωσί μοι
5965087 εἰκασται
; ἐκ τῆς εἰκόνος μανθάνειν αὐτήν τε αὐτὴν εἰ καλῶς εἴκασται , καὶ τὴν ἀλήθειαν ἧς ἦν εἰκών , ἢ
αὐτή . χρόαν δὲ οὐκ ἔστι μέλαινα , κυανῷ δὲ εἴκασται τῷ βαθυτάτῳ , ἀναπνεῖ δὲ οὐ βραγχίοις , ἀλλὰ
5957238 πεποικιλμενοις
βασιλεὺς Λακεδαιμονίων . καὶ τοῖς ταῶσι : τοῖς κόλποις τοῖς πεποικιλμένοις , ἐπεὶ ὁ ταὼς ποικίλος . ἢ ὅτι πορφύρας
ἧκον ἐκ τῆς Περσίδος . ταῶσι ] τοῖς κόλποις τοῖς πεποικιλμένοις , ὅτι πορφύρας ἔχουσι καὶ τιάρας : τοιοῦτοι γὰρ
5954528 λιθινα
ἀνόητοι , καὶ πετεηνὰ σέβεσθε καὶ ἑρπετὰ θηρία γαίης καὶ λίθινα ξόανα καὶ ἀγάλματα χειροποίητα , καὶ παρ ' ὁδοῖσι
Νικάνορα σωθέντα , ἣν εὐχὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ηὐξάμην . ζῷα λίθινα τετραπήχη Διὶ σωτῆρι καὶ Ἀθηνᾷ σωτείρᾳ ἐν Σταγείροις .
5948669 κατασκευασαντας
βοηθείαις χρωμένους οὐδέποτ ' οὐδὲν τῶν δεόντων πρᾶξαι , ἀλλὰ κατασκευάσαντας δεῖ δύναμιν , καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαντας καὶ ταμίας
ἔνεστι βοηθείαις χρωμένους οὐδὲν τῶν δεόντων ποτὲ πρᾶξαι , ἀλλὰ κατασκευάσαντας δεῖ δύναμιν , καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαντας καὶ ταμίας
5947115 Σωτειρας
Ῥωμαίων καὶ ἄγαλμα [ τε ] κεῖται χαλκοῦν Ἀρτέμιδος ἐπίκλησιν Σωτείρας . φασὶ δὲ ἄνδρας τοῦ Μαρδονίου στρατοῦ καταδραμόντας τὴν
. ἐν τῇ ἀγορᾷ Τροιζηνίων ναὸς καὶ ἀγάλματα Ἀρτέμιδός ἐστι Σωτείρας : Θησέα δὲ ἐλέγετο ἱδρύσασθαι καὶ ὀνομάσαι Σώτειραν ,
5945470 ἐντυνεσθαι
φωνῆς . Ἀλόχοις : κοίταις . Λεχέων : κοιτῶν . ἐντύνεσθαι : ποιεῖν , φυλάσσειν . Ἀσσυρίους : Βαβυλωνίους .
διαταραττόμενος χαλεπώτατος . φησὶ δ ' αὐτὸν καὶ δίδυμα τόξα ἐντύνεσθαι , τὸ μὲν ἐπ ' εὐαίωνι τύχᾳ , τὸ
5937852 ψελιοις
πολυτελεστάτοις χρώμενος , διαχρύσοις τε πόρφυρας ὑφάσμασι περιδεραίοις τε καὶ ψελίοις κοσμούμενος , ἐς εἶδος δὲ τιάρας στεφάνην ἐπικείμενος χρυσῷ
τοῦ ἐλέφαντος φιάλαις : καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν χρῶνται κόσμῳ ψελίοις τοῦ ἐλέφαντος : χρῶνται δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἵππους
5922212 εὐδοκιμα
Ἀχαιοὺς τῷ τε Δωδωναίῳ καὶ τῷ Πυθικῷ καὶ ὁπόσα μαντεῖα εὐδόκιμα Βοιώτιά τε ἦν καὶ Φωκικά , Λέσβου δὲ ὀλίγον
σκάφη . πληρώματα δὲ ἐντελῆ , ἀκριβῆ , κατεσκευασμένα , εὐδόκιμα , ἐντελόμισθα : τὴν δὲ τοιαύτην ναῦν Λυσίας καὶ
5902778 ἀναθημασιν
ἢ δισχιλίων ταλάντων κληρονομίαν κατέλιπε τῷ δήμῳ πολλοῖς τ ' ἀναθήμασιν ἐκόσμησε τὴν πόλιν , Ζήνων δὲ ὁ ῥήτωρ ὕστερον
τῆς κατὰ τὰς θεὰς ἐπιφανείας , οἱ μὲν ἐγχώριοι πολλοῖς ἀναθήμασιν ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς διετέλεσαν τιμῶντες ἄχρι τῶνδε τῶν ἱστοριῶν
5890940 ἠμφιεσμενοι
οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί , πορφυρᾶς χλανίδας ἢ φοινικίδας ἠμφιεσμένοι . τούτοις ἐπηκολούθουν λαμπάδας φέροντες κισσίνας διαχρύσους . μεθ
αἱ δὲ πλευραὶ τῶν στοῶν αἱ μέν εἰσι τοῖχοι πλάκας ἠμφιεσμένοι τῇ μὲν τέχνῃ μιᾷ συνεχομένας ἁρμονίᾳ , τῇ δὲ
5890631 δισκοις
γὰρ ἦσαν ἀκοντίζοντες τὰ δόρατα . [ καὶ λιθίνοις ὁπότε δίσκοις ἵεν ] : ἃς ἀποτομάδας καλοῦσι , παρόσον οἱ
οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ ' ἐν δίσκοις ἵεν . οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον , ἀλλ '
5889974 ἐσκαπτον
, ἅς γε ἔχοντες Λακεδαιμονίων οἱ αἰχμάλωτοι τὸ πεδίον Τεγεάταις ἔσκαπτον : κλίνη τε ἱερὰ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Αὔγης εἰκὼν
γὰρ καὶ νεὼν αὐτίκα ἐψηφίσαντο ἐγεῖραι καὶ τοὺς θεμελίους ἤδη ἔσκαπτον . κἀνταῦθα ὁ μὲν Κοκκωνᾶς ἐν Χαλκηδόνι καταλείπεται ,
5881529 ταυροκτονουντας
ἑστίας ] τὰς οἰκίας . ταυροκτονοῦντας ] ταύρους σφάττοντας . ταυροκτονοῦντας ] ἡμᾶς . Ξ ταυροκτονοῦντας ] θύοντας ταύρους .
αἱμάσσοντας τὰς ἑστίας τῶν θεῶν ἐν μήλοισινἄλλο τί ποιοῦντας ; ταυροκτονοῦντας τοῖς θεοῖς ὧδε καὶ οὕτως , ἤγουν διὰ τῶν
5878518 ἀργυροις
πάσης ἀπειροκαλίας ἀπηλλαγμένα : καὶ σπονδὰς εἶδον ἐγκεκραμένας οὐκ ἐν ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς ἄγγεσιν , ἀλλ ' ἐν ὀστρακίναις κυλίσκαις
αὐτὸν ἠνάγκαζε προςαγορεύειν , οὐκ ἀνεχόμενος ἀνδριάσι πλὴν χρυσοῖς καὶ ἀργυροῖς τιμᾶσθαι , καὶ τούτοις ἐν Καπιτωλίῳ . Ἐπλήρωσε δὲ
5874708 καρυκευτα
κρείττονα , χλία δὲ καὶ ὀπτά , ἐν δὲ ζωμοῖς καρυκευτά . καὶ ὄρτυγας καὶ τρωγλίτας . τούτων μὲν τῶν
καὶ τὸ ζέμα πίνειν : σκό - ροδα ἑφθά , καρυκευτά , στάχος , πέπερι , κινάμωμον , καὶ καρυόφυλλον
5868295 θρησκευειν
δεῖ τιμᾶν θεούς . τοῦτο οὖν τὸ τιμᾶν θεοὺς ἐκάλεσεν θρησκεύειν , ὡς Θρᾳκίας οὔσης τῆς εὑρέσεως . ἄλλοι δὲ
κίνησιν ἀναφέρειν . Λέγεται ὅτι πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Θρᾷκες ἤρξαντο θρησκεύειν καὶ θεραπεύειν θεὸν καὶ τελετὰς τελεῖν καὶ μυστήρια συγκροτεῖν
5859488 πολυτελεσιν
κατεῖχον αὐτήν . οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι πολυτελέσιν ἐσκέπαζον τὸν ἄνω τόπον . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι
προσφιλοκαλοῦντες τὰ ἐν ταῖς εὐτελεστέραις οὐσίαις τεχνικώτερα τῶν ἐν ταῖς πολυτελέσιν εἰργάσαντο βουληθέντες προσθήκῃ τοῦ ἐπιστημονικοῦ τὸ κατὰ τὴν ὕλην
5856234 τετραπηχεις
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ
5851907 ἁγνῃ
ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν , ἀπαλεξήσουσα καὶ ἀπείργουσα ἄρουραν
παίδων εὐκηλήτειρα . Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν , ἀρχόμενος τὰ πρῶτ
5845887 Ἀντιγονεια
, Ὑακίνθια , Ὀσχοφόρια πλὴν τοῦ Αἰάκεια , Κυδωνίδεια , Ἀντιγόνεια , Δημήτρεια , Διόμεια , Διϊπόλεια , Ἡράκλεια ,
Κασάνδρεια δ ' ὠνομασμένη . Ἐν τῇ μεσογείῳ δ ' Ἀντιγόνεια λεγομένη : Ὄλυνθος ὕστερον δὲ γενομένη πόλις , ἣν
5835957 παραπετασμασι
τινες ἐπὶ τὴν αὐτοῦ ἀνῆγον εὐνὴν καλυπτομένην ὀθόναις καὶ ποικίλοις παραπετάσμασι κόσμου χάριν , καθάπερ ἐπὶ τῶν γαμούντων Ἕλληνές τε
ἢ ὡς ἀηδής . Θ . ὥσπερ σύ . . παραπετάσμασι : 〚 Ταῖς σκηναῖς , 〛 τοῖς Περσικοῖς βήλοις
5830187 τιμησωμεν
; θυγάτηρ Ἀφροδίτη θαλάσσης . χαρισώμεθα τῇ γαμηλίῳ θεῷ , τιμήσωμεν αὐτῆς γάμῳ τὴν μητέρα . ἐμοὶ μὲν γὰρ δοκεῖ
. ἐπιδραμέτην ἐπεδίωκον φεύγοντα . ἐπιδώμεθα ἐπιδῶμεν . ἐπιδωσόμεθα ἐπιδόσει τιμήσωμεν . ἐπιβωσόμεθα ἀντὶ τοῦ ἐπιβοησόμεθα . ἐπιεικέα ἐγχωροῦντα ,
5828436 ἱδρυματα
θεοῖς δαιμόνων , εἴτε τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ ' ἄλλων ἱδρύματα παλαιῶν μνήμῃ διασεσωμένων εἰσίν , τούτοις ἀποδιδόντας τὰς τῶν
ὦμον ἢ βραχίονα ; μὴ σύ γε τὰ Νυμφῶν διολέσηις ἱδρύματα καὶ Πανὸς ἕδρας ἔνθ ' ἔχει συρίγματα . καλῶς
5824003 σημει
ὁμοίαν συμφωνίαν . τὸν μέγιστον : ἤγουν τὸν ἰσχυρότατον . σημεί - ωσαι ὅρκος Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίων ὅπῃ ἂν δοκῇ
ὁμοίαν συμφωνίαν . τὸν μέγιστον : ἤγουν τὸν ἰσχυρότατον . σημεί - ωσαι ὅρκος Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίων ὅπῃ ἂν δοκῇ
5823794 συμφυλαττειν
φιλίας , ἵνα ἐθίζηται τὰ στρατεύματα μένειν ἐν τάξει καὶ συμφυλάττειν τοὺς ἰδίους λόχους καὶ ἕπεσθαι τοῖς ἡγεμόσιν , διὰ
ἄρα αἱ τοιαῦται τοῖς τοιούτοις ἀνδράσιν ἐκλεκτέαι συνοικεῖν τε καὶ συμφυλάττειν , ἐπείπερ εἰσὶν ἱκαναὶ καὶ συγγενεῖς αὐτοῖς τὴν φύσιν
5808488 τεμενη
Ὅτι Ἐπωπεὺς βασιλεὺς Σικυῶνος τοὺς θεοὺς εἰς μάχην προκαλούμενος τὰ τεμένη καὶ τοὺς βωμοὺς αὐτῶν ἐλυμαίνετο . Ὅτι φασὶ τὸν
καὶ στέφονται τὰς κεφαλὰς ἄνθεσι . πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τεμένη καὶ βωμοὺς καὶ βρέτη θεῶν καθωσίωσαν , ἁγισμούς τε
5807081 συγκλειειν
οἰόμενοι στήσειν αὐτοῖς τὸ κακὸν τοὺς θεούς . διὰ τοῦ συγκλείειν τὸν πατέρα . παρατρέχοντες . κεκριμένον δὲ ἦν τοῖς
χρηστὰ ἐνσφραγιζόμενος ἤθη . κελεύει γὰρ τῷ ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν
5806737 ἐρεσσειν
πλησίον ὄντας τοῦ λιμένος εὐτονωτέρως διὰ τοὺς ἀπὸ γῆς σκοποῦντας ἐρέσσειν . Ἀτενὲς ὁρᾷς ὥσπερ αἲξ τὴν θάλασσαν : ἐπὶ
καὶ ἐρέτης . . . . . . ἐρέσσειν : ἐρέσσειν : . . . παρὰ τὸ ἐλῶ , τὸ
5801022 ἀνατροφας
ὀργίλους . θ ἐπικότους ] χολώδεις . Ξ τροφὰς ] ἀνατροφάς : ἠράσατο γὰρ αὐτοῖς πάντα τὸν αὐτῶν αἰῶνα ἐκ
αἶ διὰ μέσου . . . καταρασίμους . ἔπεμψεν ὀργίλας ἀνατροφάς . ἠράσατο γὰρ αὐτοῖς πάντα τὸν αὐτῶν αἰῶνα ἐκ
5789829 ἀγαλμασι
ἀπῆλθεν χρησομένη εἰ δεῖ τὴν στήλην αὐτοῦ συντάξαι αὐτὴν τοῖς ἀγάλμασι τῶν θεῶν , ἔχρησεν δ ' ὁ θεὸς τάδε
εἴ τις αὐτὸν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα . καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ του - τέοισιν εὔχονται , ὁκοῖον εἴ τις
5786615 ἀνδριασι
- σόδοις εἰσηνέχθη , κεκοσμημένην στρωμναῖς τε καὶ γραφαῖς καὶ ἀνδριᾶσι καὶ ἀργυρωμάτων ἐκθέσει . ἀφ ' ἧς ἐξῄει χλαμύδα
εἰς ὃν ᾑρέθη ἄρχων διατελεῖ , οὕτω δὲ καὶ τοῖς ἀνδριᾶσι κύριον εἶναι δεῖ τὸν χρόνον , ἐφ ' ὃν
5779505 ὀϊστοις
: Διὸς δ ' ἠλεύατο μῆνιν οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε
πολεμικῶν Αἰθίοπες τοῖς μὲν τόξοις μεγάλοις , βραχέσι δὲ τοῖς ὀϊστοῖς : ἐπὶ δὲ τῆς ἄκρας τοῦ καλάμου κερκίδος ἀντὶ
5775329 Ἑορτη
Ἐπειδὴ οἱ πρὸς τὰς ἑορτὰς ἐπειγόμενοι φορτία πολλὰ ἐπιφέρονται . Ἑορτὴ πόδας ἔχουσα : ἐπὶ τῶν ἅπαντα πρὸς τὴν ἑορτὴν
τῆς χρήσεως ἀναγκαῖον εὐτρεπισθείσης . ταῦτα μὲν ἐπὶ τοσοῦτον . Ἑορτὴ δέ ἐστιν ἐν ἑορτῇ ἡ μετὰ τὴν πρώτην εὐθὺς
5768354 στρεπτοις
, ἧς δύο μὲν κυκλοτερεῖς εἰσιν ἄντυγες , ὑπὸ τοῖς στρεπτοῖς τοῦ λίνου κόλποις κρυπτόμεναι καὶ ταῖς ὑποχαῖς ἐοικυῖαι ταῖς
. Ἡρῷσσαι , Λιβύων ὄρος ἄκριτον αἵτε νέμεσθε αἰγίδι καὶ στρεπτοῖς ζωσάμεναι θυσάνοις , τέκνα θεῶν , δέξασθε Φιλήτιδος ἱερὰ
5760927 Ἀργιλλον
Διόνυσον : ὃς ἀκμάσας εἰς τιμὴν τῆς μητρὸς τὸν λόφον Ἄργιλλον μετωνόμασε : στρατολογήσας δὲ Πᾶνας καὶ Σατύρους , ἰδίοις
Ἄργην νύμφην ἁρπάσας , ἀπήνεγκεν εἰς ὄρος τῆς Αἰγύπτου , Ἄργιλλον καλούμενον : καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς υἱὸν , καλούμενον
5756505 ὑφασμασι
καὶ τρυφῇ συμβαίνουσιν αἱ σκηναὶ δάφνης τε κλάδοις καὶ ποικίλοις ὑφάσμασι , ἀργύρῳ τε καὶ χρυσῷ , λίαν ἐπιμελῶς ἠσκημέναι
καὶ τὸν μὲν Ἑλληνικὸν ἱματισμὸν ἐκλελοιπέναι , συναναγκάζεσθαι δὲ βαρβαρικοῖς ὑφάσμασι χρῆσθαι , συντεμόντας τὰ τῶν Ἰνδῶν περιβλήματα . κατὰ
5753899 τριποσι
τὸν μέχρι τῶν ἀδύτων στρατεύσαντα , τὸν τοῖς ἱεροῖς σου τρίποσι τὸ πῦρ προσάγειν φιλονεικήσαντα , δι ' ὃν ἐκίνησας
κεκοσμημένον χαλκοῖς ἀναθήμασιν , οὐκ ἀνδριᾶσιν , ἀλλὰ λέβησι καὶ τρίποσι χαλκοῦ πεποιημένοις . Λακεδαιμόνιοι μὲν οὖν χρυσῶσαι βουλόμενοι τὸ
5748240 Ἐρημου
ταῖς ἐκτεθειμέναις μεσημβριναῖς πλευραῖς , τῆς τε Πετραίας καὶ τῆς Ἐρήμου Ἀραβίας καὶ τῷ νοτίῳ μέρει τοῦ Περσικοῦ κόλπου ,
. . . οθ κθ . ] Κατέχουσι δὲ τῆς Ἐρήμου [ ταύτης ] Ἀραβίας τὰ μὲν παρὰ τὸν Εὐφράτην
5743520 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
5741724 ξηραλοιφειν
καὶ παιδοτρίβην Ἀριστοφάνης . εἴη δ ' ἂν ἐκ τούτων ξηραλοιφεῖν , σωμασκεῖν , σωμασκίας σεσωμασκηκώς , ἀσκομαχεῖν , ἀσκητὴς
. Δοῦλον , φησὶν ὁ νόμος , μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις . Καὶ οὐκέτι προσέγραψε : τὸν
5734617 θοιναις
ἐλιννύσαιμι ] βραδύναιμι καὶ ἀμελήσαιμι ὁσίαις ] ἐντίμοις , ἁγίαις θοίναις ] εὐωχίαις , θυσίαις ποτινισσομένα ] προσερχομένη βουφόνοις ]
πάντες Ἐλεοδύται διὰ τὸ τοῖς ἐλεοῖς ὑποδύεσθαι διακονοῦντες ἐν ταῖς θοίναις . ἐλεὸς δ ' ἐστὶν ἡ μαγειρικὴ τράπεζα .
5722855 σιδηρεις
ὅμοια . ζωγράφοι , στυππειοπῶλαι , σχοινοσυμβολεῖς , χαλκεῖς , σιδηρεῖς . τὰ δ ' εἰς τὴν κατασκευὴν χρήσιμα σανίδες
τῶν χαλκευτικῶν ἔργων , καταλύονται οἱ χαλκοτύποι , καὶ οἱ σιδηρεῖς γε ὡσαύτως : καὶ ὅταν γε πολὺς σῖτος καὶ
5721697 Πυθικος
ὁ ὑπὸ τὴν βαθυλείμονα πέτραν τῆς Κίῤῥας , ἤγουν ὁ Πυθικὸς ἀγών , ἔθηκεν , ἀπὸ κοινοῦ , τὸν Φρικίαν
μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι Πυθικὸς φράζων , ὑφ ' οὗ χρεὼν ἔμ ' ἡττᾶσθαι
5718934 δεδημιουργημενα
ἱερῶν καὶ θυσιῶν τῶν ἐν αὐτῆι ταῖς καλλίσταις γραφαῖς φιλοτέχνως δεδημιουργημένα . καθόλου δὲ τοιαύτην τῆι πολυτελείαι καὶ τηλικαύτην τῶι
οὖν παρεληλυθότα τῶν εἰρημένων πλὴν βραχέων ἐπιδέδεικται τὰ διὰ νοῦ δεδημιουργημένα : δεῖ δὲ καὶ τὰ δι ' ἀνάγκης γιγνόμενα
5713960 ὑψηλοτατοις
τόπους τοὺς μεσημβρινούς . ἐκεῖ δὲ ταῦτα ἐκφερόμενα προσπίπτει τοῖς ὑψηλοτάτοις ὄρεσι τῆς Αἰθιοπίας καὶ πολλὰ καὶ ἀθρόα γινόμενα ἀπεργάζεται
χρόνον τινὰ ἐν τοιούτῳ χωρίῳ , ἐν τοῖς ὑπερῴοις καὶ ὑψηλοτάτοις οἰκήμασι τὰς διατριβὰς ποιούμενος ἥκιστα ἂν βλάπτοιτο : πάντα
5710256 ἀτακτουντα
θυμοῦ κινήσεσιν . αἱ δὲ ἀνασκιρτῶσαι ἄνετον αἶγες καὶ τὰ ἀτακτοῦντα βουκόλια καὶ ἡ ἐν μέσοις ἐρριμμένη κορύνη σὺν καλαύροπι
διαλέγε - σθαι , τὰ μὲν ὁμιλούμενα τῶν χωρίων καὶ ἀτακτοῦντα παρῃτεῖτο φήσας οὐκ ἀνθρώπων ἑαυτῷ δεῖν , ἀλλ '
5700106 ἐπετελουν
τῇδε τῇ παρευρέσει : ἁδρόμισθον * Διὶ γυμνικόν τιν ' ἐπετέλουν κατὰ τὸν χρόνον τὸν αὐτὸν Ἠλείοις , ἵνα πᾶς
ἑορτή τις ἦν Νεμέσεως , καθ ' ἣν τοῖς κατοιχομένοις ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα . Νέων : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ
5696658 στεμματι
κάλλεσιν ἡττωμένη , λόγοις τε ἅμα στεφανοῦσα καὶ χρυσῷ τῷ στέμματι . ἐὰν μὲν σχῇ γένος εὐδόκιμον , μετὰ τὸ
ὑψόθι Κόσμου , ὄφρα βίου σταθεροῖο φύσιν καὶ ἄνακτα γεραίρων στέμματι φαιδρότερον πλοκάμους στέψειε καρήνου , Κόσμον ἐπολβίζων κοσμούμενον ἔμφρονι
5690682 Ἀμυκλαιου
τοῖς ποσὶ φοροῦσα ὑποδήματα Λακωνικά . ἀμύκλαι εἶδος ὑποδήματος ἀπὸ Ἀμυκλαίου τινὸς τὸ πρῶτον εὑρόντος . σχοῖμι δ ' ἐγὼ
. Βαθυκλέους δὲ Μάγνητος , ὃς τὸν θρόνον ἐποίησε τοῦ Ἀμυκλαίου , ἀναθήματα ἐπ ' ἐξειργασμένῳ τῷ θρόνῳ Χάριτες καὶ
5687879 βεβηλα
σεμνύνων . οὗτος καὶ ἀνθρώπεια θείων καὶ ἔθη νόμων καὶ βέβηλα ἱερῶν καὶ θνητὰ ἀθανάτων καὶ συνόλως τὸ δοκεῖν τοῦ
η εἰς α . ἄρβηλος δὲ ἀπὸ τοῦ αἴρειν τὰ βέβηλα . * ἤτοι : μέν κώληπος : ἤγουν τοῦ
5684187 κατεσκευασμενα
ἀρκυοστασία καὶ αἱ νεφέλαι λεγόμεναι καὶ ὅσα πρὸς θήραν ἄνθρωποι κατεσκευασμένα ἔχουσι , κακά : μόνοις δὲ ἀγαθὰ τοῖς δραπέτας
καὶ μοχλείαν ἐπαγγέλλεται , προηγου - μένως ἐπί τινων μελῶν κατεσκευασμένα . στάσιμα δ ' ὄργανά ἐστιν ὅσα εἰς ὕψος
5680258 θυομενα
ἐπὶ Δήλῳ τῇ νήσῳ τὸν αὐτὸν νόμον . τὰ δὲ θυόμενα , ἤν τέ τις Ἐπιδαυρίων αὐτῶν ἤν τε ξένος
πολλοὶ ἱερόθυτα καλοῦσι . Κρατῖνος . . τὰ τοῖς θεοῖς θυόμενα ἱερεῖα . θυμέλη : νῦν μὲν θυμέλην καλοῦμεν τὴν
5678795 ὀψωνια
ἐχρήσαντο τοῖς εὐτυχήμασιν . Ὅτι ὁ Εὐμένης ξενολογήσας τά τε ὀψώνια ἅπασιν ἀπέδωκε καὶ δωρεαῖς ἐτίμησε καὶ ἐπαγγελίαις ἐψυχαγώγει πάντας
συστάσεις , γνώσεις , φιλίας μεγάλων ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην ,
5678471 κρυπτομενα
καὶ τὰ συνετὰ σοφίᾳ καὶ τὰ λανθάνοντα ἐπινοίᾳ καὶ τὰ κρυπτόμενα χρόνῳ , καὶ νύκτωρ προαγρυπνῶν καὶ μεθ ' ἡμέραν
τὴν χρείαν ἤλεγχε . καὶ σιωπῶ πελάγη μὲν ὑπὸ τριήρων κρυπτόμενα , στρατόπεδα τῆς ἀριθμοῦ φύσεως κρείττονα , ἔθνη δὲ
5676181 πυροφορος
εἰπεῖν ἡ μὲν λεπτὴ κριθοφόρος ἀμείνων , ἡ δὲ πίειρα πυροφόρος : αἱ μὲν γὰρ ἐλάττους καὶ κουφοτέρας δέονται τροφῆς
τὰς ἀρούρας πλουσίως λιμνάσαντος , τῆς δὲ πεδιάδος , ὅση πυροφόρος , ἀφθονώτατον ὑπ ' εὐγονίας τὸν τοῦ σίτου καρπὸν
5664142 ἐπετελει
, ὥσπερ αὐτῷ ἐπὶ ξυμφοραῖς ἀγαθαῖς νόμος , καὶ ἀγῶνα ἐπετέλει γυμνικόν τε καὶ μουσικόν , καὶ πότοι αὐτῷ ἐγίνοντο
πολέμιον ὄντα μὴ καταγάγοι ἐπὶ βασιλείᾳ , ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει : τοῖς τε Ἀθηναίοις αὐτὸς ὡμολογήκει , ὅτε τὴν
5662548 ὑπεθεσαν
ἱερουργίας τὸν νόμον : λαβόντες γὰρ μῆλον ὡραῖον κάρφη μὲν ὑπέθεσαν αὐτῷ τέτταρα , δῆθεν τοὺς πόδας , δύο δ
. . Καλλίου ] ὡς αὐτοῦ ἐγγυησαμένου . . . ὑπέθεσαν ] ἀντὶ τοῦ ὑποθήκην ἔδωκαν τὰς προσόδους τῆς πόλεως
5662383 Σκυθικοις
καὶ Ἀλωρῖτις . Ἀμάδοκοι , Σκυθικὸν ἔθνος , Ἑλλάνικος ἐν Σκυθικοῖς . ἡ γῆ δὲ τούτων Ἀμαδόκιον . Ἀμαζόνειον ,
, ἀλλ ' ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ καὶ τοῖς χειμῶσι τοῖς Σκυθικοῖς τὰ αὐτὰ καὶ σιτία σιτούμενον καὶ ποτὰ πίνοντα τῷ
5660112 Θολος
τελευταῖον γραμματεῖς χειροτονηθέντες δύο ἔτη διετράφησαν ἐν τῇ Θόλῳ . Θόλος : οἴκημά τι σφαιροειδὲς τοῖς γραμματεῦσιν ἀποδεδομένον . Ἤρεψεν
τοῦ θεοῦ καθεύδουσιν . οἴκημα δὲ περιφερὲς λίθου λευκοῦ καλούμενον Θόλος ᾠκοδόμηται πλησίον , θέας ἄξιον : ἐν δὲ αὐτῷ
5658467 βδελυγματα
πάντα νουθετητὴν καὶ σωφρονιστὴν λόγον . Μωυσῆς δὲ „ τὰ βδελύγματα Αἰγύπτου θύσειν τῷ θεῷ „ φησί , τὰς ἀρετάς
ἀπόστητε ἀπὸ Κυρίου , ἐν πάσῃ κακίᾳ πορεύεσθε , ποιοῦντες βδελύγματα ἐθνῶν , ἐκπορεύοντες ἐν γυναιξὶν ἀνόμων , καὶ ἐν
5656670 κανδυς
καὶ κυρβασίαν καὶ κίδαριν καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων
γίνεται ἄνθρωπος ἀνθρώπου . τιάρα δὲ οὐ ποιεῖ βελτίω οὐδὲ κάνδυς οὐδὲ μανδύας οὐδὲ ἀκινάκης χρυσοῦς οὐδὲ στρεπτοί τε καὶ
5650131 Γλαυξ
τῶν χυτρῶν . Τί δὲ χύτρα νὼ ' πωφελήσει ; Γλαῦξ μὲν οὐ πρόσεισι νῷν . Τοῖς δὲ γαμψώνυξι τοισδί
ϲαφῶϲ : ὥϲτε καὶ ἐρυϲιπέλατα θεραπεύει τὰ μὴ ἰϲχυρά . Γλαῦξ ἡ πόα θερμὴ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶϲίν ἐϲτιν :
5646956 ἐπιτελουμεν
. ἀγυιὰς δὲ τοὺς ἀγυιαίους θεούς . ἀντὶ τοῦ θυσίας ἐπιτελοῦμεν τοῖς θεοῖς . ΓΘ ἔθος ἦν θύειν τοῖς ἐν
ἐπίθετον Διονύσου , ὡς Κλείδημος : Ἐπειδὴ , φησὶν , ἐπιτελοῦμεν θυσίας αὐτῷ καθ ' ὃν ὁ θεὸς ὕει χρόνον
5645800 στρωμασι
μὲν γὰρ δημοσίᾳ φανέντος , Ἡφαιστίων ἦν ἀφανὴς ἐν τοῖς στρώμασι κατακείμενος , καὶ συνασκῶν ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους :
ψακαστοῖς , φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά
5644780 χρυσοχαλινοι
χρυσαῖ καὶ διαδήματα ἐν ταῖς μάχαις : οἵ τε ἵπποι χρυσοχάλινοι , καὶ μασχαλιστῆρες δὲ χρυσοῖ : ἄργυρος δ '
. οἱ δ ' αὖ τῷ Κύρῳ τρεφόμενοι ἵπποι παρήγοντο χρυσοχάλινοι , ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι , ἀμφὶ τοὺς διακοσίους :
5642387 ἡγητηρα
ἡμῖν τε κτήνη ὑπέταξεν πάντα βροτοῖσιν , πάντων δ ' ἡγητῆρα κατέστησεν θεότευκτον , ἀνδρὶ δ ' ὑπαίταξεν παμποίκιλα κοὐ
ἀπὸ κοινοῦ . εἰναλίων : θαλασσίων , ἀπὸ ζώων . ἡγητῆρα : ἀρχηγὸν , τὸν ἄρχοντα τῶν ἰχθύων , ἡγεμόνα
5642378 οἰκοδομων
δήμῳ πολλάκις , ἀλλὰ καὶ ἐδείκνυεν ὑμῖν , πυροπωλῶν , οἰκοδομῶν , βαδιεῖσθαι φάσκων κἂν μὴ χειροτονῆθ ' ὑμεῖς ,
κτίζων εἰσάγεται πόλιν καὶ τρόπον τινὰ τὰ γενητὰ καὶ θνητὰ οἰκοδομῶν ἐπὶ τῇ τῶν θειοτέρας κατασκευῆς λαχόντων ἀνατροπῇ ; ὁ
5641616 ἐστεφανωμενους
αὐταῖς ὡς ἔφαμεν λέγοντες ὡς προσῆκον δεδακρυμένους , θρηνοῦντας , ἐστεφανωμένους , καὶ οἷα ἐποίουν περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους καὶ οἷα ἔλεγον
πάλαι : τοὺς διθυράμβους σὺν θεοῖς καταλιμπάνω ἠνδρωμένους καὶ πάντας ἐστεφανωμένους ; οὓς ἀνατίθημι ταῖς ἐμαυτοῦ συντρόφοις , Μούσαις Ἀφροδίτην
5637376 γεωργικα
συγκοπὴν τῆς σα συλλαβῆς . Διὰ τοῦ χαλκοῦ δὲ τὰ γεωργικὰ ἔργα εἰργάζοντο , διά τινος βαφῆς στεῤῥοποιοῦντες αὐτόν .
ἀναγκαιοτάτην ἄρδῃ καὶ ἐποχετεύῃ τοῖς φυτευθεῖσι καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα γεωργικὰ πᾶσιν ἐγχειρῇ , ὁ δ ' αὖ μουσικὸς αὐλοῖς
5636699 μετεδοσαν
ἤδη καὶ ἀλόγοις ζῴοις καὶ φυτοῖς τῆς τῶν ἀφθάρτων τιμῆς μετέδοσαν . ὁ δὴ τούτοις ἐπιτιμῶν τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἐξάρχων
ἔχειν δεόμενοι τῆς μὲν αὑτῶν ἐλευθερίας καὶ τοῖς βουλομένοις δουλεύειν μετέδοσαν , τῆς δ ' ἐκείνων δουλείας αὐτοὶ μετέχειν οὐκ
5635496 Ἀκινητα
Ἄκουε τἀπὸ καρδίας : ἐπὶ τῶν ἃ φρονοῦσι διεξιόντων . Ἀκίνητα κινεῖν : καθ ' ὑπερβολήν : ὅτι οὐ δεῖ
Σωσίβιος , ὅτι τοιοῦτος ὤφθη τοῖς περὶ Ἀμύκλαν μαχομένοις . Ἀκίνητα κινεῖν : καθ ' ὑπερβολὴν , ὅτι μὴ δεῖ
5635263 ἱδρυσαμενους
καὶ τὴν πόλιν τῶν Βυζαντίων ὠνομάσθαι . ἐνταῦθα δὲ βωμοὺς ἱδρυσαμένους καὶ τοῖς θεοῖς τὰς εὐχὰς ἀποδόντας καθιερῶσαι τὸν τόπον
Ἀριστογείτονος , στεφανῶσαι δὲ ἀμφοτέρους ἀπὸ ταλάντων διακοσίων καὶ βωμὸν ἱδρυσαμένους προσαγορεῦσαι Σωτήρων , πρὸς δὲ τὰς δέκα φυλὰς προσθεῖναι
5628092 μιγαδας
ὅπως τῷ τόπῳ οἱ φίλοι διαγιγνώσκωνται : οὐ γὰρ ῥᾴδιον μιγάδας τε ὄντας μεθ ' ὅπλων καὶ μετὰ θορύβων συνεισπίπτοντας
δ ' οἰκήτορας καὶ ἡ Δύμη μικρὸν πρὸ ἡμῶν ἀνθρώπους μιγάδας , οὓς ἀπὸ τοῦ πειρατικοῦ πλήθους περιλιπεῖς ἔσχε Πομπήιος
5628011 Θεραπνη
περὶ Ἀχιλλέως πεποίηται λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν . Θεράπνη δὲ ὄνομα μὲν τῷ χωρίῳ γέγονεν ἀπὸ τῆς Λέλεγος
τοῦ τῆς Ἀργείας . Πλευρὼν γὰρ πόλις Πελοπονήσου † καὶ Θεράπνη ὁμοίως , ὅθεν Ὀρφεὺς καὶ Τρυφιόδωρος Θεραπναίαν καλοῦσι τὴν
5622618 ἀψαυστα
διαμένοντα , φησί , φαίνεται πολλὰ καὶ μικρὰ παμπληθῆ χρόνον ἄψαυστα κείμενα . . . . , : χρὴ δὲ
ἐπ ' ἀγαθῷ λαμβάνονται . ἀβέβηλα μὲν τὰ ἱερὰ καὶ ἄψαυστα καὶ μὴ βάσιμα : βέβηλα δὲ τὰ ὅσια μέν
5619895 λιθουργους
τέκτονας , γεωργούς , λατόμους , λιθοξόους , λαοξόους , λιθουργούς , ξυλοσχίστας , ὑπουργούς . κἂν μὲν ὁ τοῦ
δημόσιον . λάταγας τοὺς ψόφους τοὺς ἐκ τῶν ποτηρίων . λιθουργούς Θουκυδίδης , λιθοκόπους Ἀντιφῶν . μελίκρατον Ἀττικοί , οἰνόμελι
5619528 ὁδοιπορουσι
τῶν τόπων ἔμπειροι καθεστῶτες καὶ τοὺς κρημνοὺς προκατειληφότες ἐπεκύλιον τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας συνεχεῖς καὶ μεγάλας : ἅμα δὲ καὶ τοῖς
σώματος ἀποκρύψωσιν : εἶτ ' ἐπιθέντες κέρας αἴγειον ἀπίασιν . ὁδοιποροῦσι δὲ νύκτωρ ἐκ τῶν ἀρρένων θρεμμάτων κώδωνας ἐξάψαντες ,
5618849 συνοικιων
: ταῦτα πρὸς τὸ ἔθος : φασὶ γὰρ τῇ τῶν συνοικίων ἑορτῇ θυσίαν τελεῖσθαι Εἰρήνῃ , τὸν δὲ βωμὸν μὴ
: ταῦτα πρὸς τὸ ἔθος : φασὶ γὰρ τῇ τῶν συνοικίων ἑορτῇ θυσίαν τελεῖσθαι Εἰρήνῃ , τὸν δὲ βωμὸν μὴ
5615802 ἐρεικην
μνησάμεναι Δηοῖ πολυωπέας ἤνυσαν ὄμπας βοσκόμεναι θύμα ποσσὶ καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι
νομὸν στείβουσι δράκοντε . λάζεο δ ' ἀνθεμόεσσαν ἄφαρ τανύφυλλον ἐρείκην , ἥν τε μελισσαῖος περιβόσκεται οὐλαμὸς ἕρπων : καὶ
5603344 πλεκτα
δ ' ἀνέρες ἀλκήεντες Αἴθοπες ἠνορέῃ πίσυνοι πίσυρες τελέουσι . πλεκτὰ σάκη τεύχουσιν ἐϋστρέπτοισι λύγοισι καρτερὰ καὶ πλευρῇσι περίδρομα ,
λέγει τὰ ὀξύβαφα , ἐξ ὧν τοὺς κύβους ἠφίεσαν : πλεκτὰ δὲ ⌈ ἦν Γ [ ἦσαν ] ⌈ καὶ
5603229 ἱεροπρεπεις
θεραπευταὶ θεοῦ γεγόνασιν , οὐ ζῷα καταθύοντες , ἀλλ ' ἱεροπρεπεῖς τὰς ἑαυτῶν διανοίας κατασκευάζειν ἀξιοῦντες . οὗτοι τὸ μὲν
ἱερατικὸν τάγμα , ὡς ἂν ἱεραί τε καὶ ὄντως ? ἱεροπρεπεῖς ἀνθρώπων ψυχαὶ τὴν περὶ θεὸν καὶ τὰ θεῖα μεταχειρίζοιντο
5600982 παραποταμιον
δράμημα κυνῶν , μόχθοις δ ' ὠκυδρόμοις ἀελλὰς θρώισκηι πεδίον παραποτάμιον , ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις σκιαροκόμοιό τ ' ἔρνεσιν ὕλας
” εἰαμενή ὃ τοῦ ποταμοῦ ἀποβαίνοντος ἀποφύεται . ἢ ἕλος παραποτάμιον ἄνυδρον . αἱ ποταμῶν ἀναβολαὶ φυτὰ ἔχουσαι . εἴβει
5597405 διελθοντι
, τὸ δ ' ὕψος τετταράκοντα καὶ πέντε πηχῶν . διελθόντι δ ' αὐτὸν εἶναι λίθινον περίστυλον τετράγωνον , ἑκάστης
, τὸ δ ' ὕψος τετταράκοντα καὶ πέντε πηχῶν : διελθόντι δ ' αὐτὸν εἶναι λίθινον περίστυλον τετράγωνον , ἑκάστης
5595570 ἐκδερειν
δέ γε , ὡς φῄς , τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν ; ὡμολόγησας ταῦτα ἢ οὔ ; Ὡμολόγησα , ἔφην
σῶμα τύπτειν δίκην ἀσκοῦ . δέρειν ] ἤγουν τὸ σῶμα ἐκδέρειν . ἴτης ] ὁρμητικός . βδελυρός ] μιαρός ,
5595466 Μαγνησιν
καὶ τῷ Τηΐῳ ταῦτα ἀπήντησεν ὅσα προεῖπον . Ὑρκανοῖς καὶ Μάγνησιν οἱ κύνες συνεστρατεύοντο , καὶ ἦν καὶ τοῦτο συμμαχικὸν
τὴν Πελοπόννησον ἀποκλείουσαν καὶ τρίτην ἐν Δημητριάδι τὴν Αἰτωλοῖς καὶ Μάγνησιν ἐφεδρεύουσαν . ἡ δὲ βουλὴ τοὺς Φιλίππου πρέσβεις ἤρετο
5594817 Δορυλαιον
διεσκοποῦντο εἴτε τὴν Νίκαιαν πολιορκῆσαι δεῖ , εἴτε εἰς τὸ Δορύλαιον ἀπελθόντας μετὰ τοῦ σουλτάνου συνάψαι πόλεμον . Ἐπεὶ δὲ
φησίν . : Δορυλάειον , πόλις Φρυγίας , ὃ καὶ Δορύλαιον Δημοσθένης φησί . : Κρῆσσα , πόλις Παφλαγονίας ,
5594510 μεγαλοπρεπεσι
καὶ ὁποῖος συγκεκραμένος . ἡ μὲν δὴ παιωνικὴ ἐν τοῖς μεγαλοπρεπέσι σύνθεσις ὧδ ' ἄν πως λαμβάνοιτο . Ποιεῖ δὲ
μακρὰν οἰκοῦντας εἰς αὐτὸ φιλοτίμως φοιτᾶν , καὶ θυσίαις τε μεγαλοπρεπέσι καὶ ἀναθήμασιν ἀξιολόγοις τιμᾶν , τὸ δὲ μέγιστον ,
5592382 βοσκημασι
καὶ πολλὰ καὶ καρποὺς φέρων τοὺς φυομένους νομάς τε τοῖς βοσκήμασι . ῥεῖν δ ' αὐτὸν ἐπὶ μὲν ἡμερῶν λέγουσι
ἀνθρώποις καρποὺς ἐξήνεγκε καὶ νοσερούς , ὀλίγην δὲ καὶ πονηρὰν βοσκήμασι νομήν . προβάτων μὲν οὖν καὶ τῶν ἄλλων ὑποζυγίων
5591672 λοχωσι
. εἴρηται δὲ οἷον λοχάδες , ἐν αἷς αἱ κόραι λοχῶσι , καὶ οἷον λέχος εἰσὶν αὐταῖς . Λύπη .
. προλοχίσαντες δὴ τῆς φάραγγος τὸ ἀφανὲς καὶ συνθέμενοι τοῖς λοχῶσι τὰ μειράκια τὸν τῆς ἐπιθέσεως καιρὸν οἱ λοιποὶ κατὰ
5591562 φωξαι
ἵσταται . Ἕτερα θυμιητά : ὀρύξαι χρὴ βόθρον , καὶ φῶξαι ὅσον δύο χοίνικας ἀττικὰς γιγάρτων , τῆς σποδιῆς ἐπιβαλὼν
σῆσαι καὶ φυρῆσαι , καὶ κρίμνα ἀπ ' ἀλφίτων ἁδρὰ φῶξαι , καὶ πύανα καταλέσας , καὶ τυρὸν αἴγειον περιξύσας

Back