; ἐκ τῆς εἰκόνος μανθάνειν αὐτήν τε αὐτὴν εἰ καλῶς εἴκασται , καὶ τὴν ἀλήθειαν ἧς ἦν εἰκών , ἢ
αὐτή . χρόαν δὲ οὐκ ἔστι μέλαινα , κυανῷ δὲ εἴκασται τῷ βαθυτάτῳ , ἀναπνεῖ δὲ οὐ βραγχίοις , ἀλλὰ
8160717 ἐπιχρυσον
τῆς Μαραθῶνι ἀπένειμαν . τὸ μὲν δὴ ἄγαλμα ξόανόν ἐστιν ἐπίχρυσον , πρόσωπον δέ οἱ καὶ χεῖρες ἄκραι καὶ πόδες
μὴ ἁρμόττοντας ὠνοῦνται , κακὸν ἔμοιγε δοκοῦσι ποικίλον τε καὶ ἐπίχρυσον ὠνεῖσθαι . ἀτάρ , ἔφη , τοῦ σώματος μὴ
8153992 ὀροφη
. ὄρφνη ἡ νὺξ ἡ ὀρφανὴ φωτὸς , ἢ καὶ ὀροφή τις οὖσα καὶ ἀποσκίασις . εἰδώλοισιν : ὁμοιώμασι ,
στατοὶ χιτῶνες , οἱ γὰρ συρόμενοι συρτοί . ὄροφος καὶ ὀροφή : ἡ στέγη . ὅσιον χωρίον : τὸ βέβηλον
8032631 βατιακη
' ἥδιστά γ ' ἐπιδορπίζομαι . πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραπόδι ' ἤδη ταῦθ ' ,
ἄλλα γένη καταλέγων ποτηρίων φησί : πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραποδιον δὴ ταῦθ ' , ὁρᾷς
8017062 ἐμβαται
ἐμβάται διαφέρει . ἐμβάδες μὲν γὰρ τὰ κωμικὰ ὑποδήματα , ἐμβάται δὲ τὰ τραγικά . ἐμεῖο καὶ ἐμοῖο διαφέρει .
τοῖν ποδοῖν ἐφ ' ὑψηλοῦ βεβηκότα , οἷοί εἰσι τραγικοὶ ἐμβάται , ὁ δ ' ἕτερος ἀνυπόδητος ἔστω . εἰ
7977053 θακος
πλεονασμῷ τοῦ η . . . . . θᾶκος : θᾶκος : ὁ καὶ θῶκος καλούμενος , ἡ καθέδρα .
: δᾳδίον μὲν γὰρ διὰ τὴν εὐφέγγειαν φιλοσοφίᾳ παραβέβληται , θᾶκος δὲ διὰ τὴν χαμαιπέτειαν ζῳωδίᾳ . Τὸ δὲ ἀλεκτρυόνα
7952617 χαμευνη
' οὐκ ἐντετύχηκα τοῖς δράμασιν . τῶν γὰρ ἀδοξοτέρων ἡ χαμεύνη καὶ τὸ χαμεύνιον : ἐν γοῦν τῷ σατυρικῷ Σκίρωνι
οὐχ ὑπερτείνεις πόδα . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται Ἀλκιβιάδου χαμεύνη παράκολλος καὶ κλίνη ἀμφικνέφαλλος . καὶ μὴν τό γε
7924685 Φαιστος
ἐρωτᾷς ; Ἔοικα . Οὐκοῦν οὗτος μὲν παντὶ δῆλος ” Φαῖστος “ ὤν , τὸ ἦτα προσελκυσάμενος ; Κινδυνεύει ,
καὶ ἔστιν αὐτοῦ μαντεῖον ἐν Λιβύῃ : καὶ γὰρ καὶ Φαῖστος ἐν τοῖς Λακεδαιμονικοῖς ἐπιβάλλων φησί : Ζεῦ Λιβύης Ἄμμων
7922320 ἰπες
τοὺς θρέψαντας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δ ' ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
, Ἐς κόρακας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δὲ ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
7921893 πελαγιῳ
ἀγαθὴ εἰς πάντα . Θύρ ἐστι πτηνὸν ὅμοιον ἱέρακι τῷ πελαγίῳ , δραστικόν , ἔνθεον . Θυρσίτης λίθος ὅμοιος κοραλλίῳ
αὐχένος ἡ ἔξω θάλασσα περιλαμβάνει τὴν γῆν κύματι πολλῷ καὶ πελαγίῳ . Τοῖς ἀνθρώποις τούτοις ἱερόν ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὁ
7891540 δενδρωδης
ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ἱκανῶς , ἀκτὴ ἥ τε δενδρώδης καὶ ἡ χαμαιάκτη , ἄμι , ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον
πεδινὸς ἢ ὀρεινός , ἄνυδρος ἢ κάθυγρος , ψιλὸς ἢ δενδρώδης , καὶ πάντα τὰ παραπλήσια . τῷ δὲ τρόπῳ
7891197 Βαθυκλεους
καὶ τριάκοντα εἶναι φαίνοιντο ἂν πήχεις . ἔργον δὲ οὐ Βαθυκλέους ἐστίν , ἀλλὰ ἀρχαῖον καὶ οὐ σὺν τέχνῃ πεποιημένον
ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας ὁρμῶντα . οἴδαμεν δὲ καὶ τὸ Βαθυκλέους τοῦ Ἀρκάδος ποτήριον , ὃ σοφίας ἆθλον ὁ Βαθυκλῆς
7890144 ὁλοχρυσον
κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ πορφυροῖς . Εἶχον δὲ καὶ κόσμον ὁλόχρυσον ὁμοίως ταῖς γυναιξίν . Ἠνάγκαζόν τε τῶν πολιτῶν τοὺς
ἦν στέφανος χρυσοῦς , καὶ ἐπ ' ἄλλου δὲ κέρας ὁλόχρυσον . ἐπὶ δὲ τὸν Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος θρόνον στέφανος
7880939 Σωτειρα
Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα ,
μέλλοντος δυσελπιστίαν οὐ μειοῖ . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ , ὦ Σώτειρα , οὔτε ὁ θάνατος αἰσχρὸν οὔτε τι καλὸν εἶναι
7879693 Ῥοικου
” Θεόδωροι δὲ γεγόνασιν εἴκοσι : πρῶτος Σάμιος , υἱὸς Ῥοίκου . οὗτός ἐστιν ὁ συμβουλεύσας ἄνθρακας ὑποτεθῆναι τοῖς θεμελίοις
; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . οὐδέν ἐστ '
7871922 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
7861844 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
7856793 κορυδος
. Αἰπόλει σοί φησιν ἡ παροιμία . Ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φθέγγεται : Ἐρετριέων ῥῶ : ἐπὶ τῶν κατακόρως τισὶ
εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα βραχείᾳ παραληγόμενα προπαροξύνεται : ὄμαδος κέλαδος Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ
7841800 θυεια
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ '
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν
7831285 κατακεφαλα
τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε , ὦ ἐπιθυμητά κύτταρος
Καὶ τῷ μὲν πρώτῳ δεκανῷ παρανατέλλει τάδε : Δαίμων τις κατακέφαλα Τάλας προσκεκλημένος καὶ Κόραξ ψαύων κεφαλῆς αὐτοῦ , λέγω
7824311 πιλος
καὶ τοιαῦθ ' ἕτερα ξυρράπτοντες . καὶ ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ
καὶ οὐρανίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις , τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος . Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης : αἱ
7812048 δικερας
Σωτήρια πάντες οἱ τεχνῖται : μεθ ' ὧν πιὼν τὸ δίκερας ὡς τὸν φίλτατον βασιλέα πάρειμι . . . .
. ἔστι δ ' εἰπεῖν καὶ φιάλας Λυκιουργεῖς , καὶ δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν . τὸ δὲ κισσύβιον κισσὸς περιέθει
7805940 ἀραχνου
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ
7789799 σπινος
εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , ὅτι θηρεύει ,
Καὶ ἐὰν ἐκ πελάγους ὄρνιθες φεύγωσι χειμῶνα σημαίνουσι . Καὶ σπίνος ἐν οἰκίᾳ οἰκουμένῃ φθεγγόμενος χειμέριον . Ὅσα ὕδωρ σημαίνει
7782734 Μενδητος
μὲν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι : ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί , οὗτοι
ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος , οὐχ ὁ βασιλεύς , ἱερεὺς δὲ Μένδητος . οὗτος τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατ '
7776318 Ἐλεφας
προσάγουσιν αὐτοῖς καὶ παιδεύματα ποικίλα : οἱ δὲ πείθονται . Ἐλέφας , οἱ μὲν αὐτοῦ προκύπτειν χαυλιόδοντάς φασιν , οἱ
. . . . . . ξθ Ϛ καὶ ὁ Ἐλέφας ὄρος . . . . . . . .
7768349 ἡβωωσα
ἡμερὶς ἡ ἄμπελος , ὥς φησιν Ὅμηρος : “ ἡμερὶς ἡβώωσα ” . εἴρηται δὲ διὰ τὸ ἡμερῶσαι τὸ τῶν
. . . . . . . δ . ἡμερὶς ἡβώωσα . ἡμερίς ἅπαξ εἰρημένον . . : τὴν ἄμπελον
7766592 βοτρυσι
ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ καὶ βότρυσι διαλίθοις πολυτελέσιν . εἶχε δὲ σκιάδα καὶ ἐπὶ τῶν
νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα τῶν δένδρων
7758078 σελαχη
τε τραχυδέρμονες . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων σελάχη φησὶν εἶναι βάτον , τρυγόνα βοῦν , ἀμίαν ,
, χαλκίδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ἐν δὲ τοῖς ζωικοῖς σελάχη , φησί , βοῦς τρύγων , νάρκη , βατίς
7742723 Λυχνος
, οἷα πράττοντι συνηπίσταντο αὐτῷ . Ἡ Κλίνη καὶ ὁ Λύχνος ὁ Μεγαπένθους παρέστων . εὖ γε ἐποίησαν ὑπακούσαντες .
μὴ ἐθέλῃ χειμῶνα σημαίνει : καὶ τέφρα πηγνυμένη νιφετόν . Λύχνος εὐδίας ἡσυχαῖος καιόμενος χειμῶνα σημαίνει : καὶ ἐὰν χειμῶνος
7735006 κοθορνου
. Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ἐπὶ τῶν πᾶσιν ἐφαρμοζόντων . Ἔστι δὲ εἶδος
σπάνιν γενείων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ὁ δειλός . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ὑποδήματος εἶδος ὁ κόθορνος , ἐφαρμόζων τοῖς δυσὶ
7728193 Παριας
τ ' ὀδόντων : τῶν ὀδόντων ἡ λευκότης λευκοτέρα ἐδείκνυτο Παρίας λίθου . Παρία γάρ ἐστι λίθος λευκή . Παρίας
λιπὼν τὴν πατρίδα καὶ ἀλώμενος διετέλει . καὶ μέντοι καὶ Παρίας λίθου ἅρμα ἀνακείμενον Διονύσῳ , ποίημα θαυμαστόν , ἀνείλετο
7725063 πυππαξ
ἡ τούτου ἔφορος . πυππάξ . τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον , ὡς καὶ Λυκόφρων ᾠήθη . οὐκ ἔστι
νόσου . ὑπερπυππάζειν : ὑπερθαυμάζειν , ἐκπλήττεσθαι . παρὰ τὸ πύππαξ , ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ . ὑποκαθεῖναι τὰς ὀφρῦς
7724057 κρωσσος
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ
7718863 Ποσειδωνια
Τροιζὴν δὲ ἱερά ἐστι Ποσειδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ Ποσειδωνία ποτὲ ἐλέγετο : ὑπέρκειται δὲ τῆς θαλάττης εἰς πεντεκαίδεκα
ἐστὶν ἀκτή . Ἐν ταύτῃ πόλεις εἰσὶν Ἑλληνίδες αἵδε : Ποσειδωνία , Ἐλέα , Λᾶος Θουρίων ἀποικία , Πανδοσία ,
7712225 Ἰακα
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον
7708365 Σιρις
τοὺς Βυζαντίους , ὡς δέδεικται ἐν τῷ περὶ Νίψων . Σῖρις , πόλις Ἰταλίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός .
πρῶτον μὲν ἐκαλεῖτο Πολίειον , εἶτα Ἡράκλειον , εἶτα ? Σῖρις , ἔνθα τις Κάλχας , οὐχ ὁ Θέστορος ,
7708310 τριορχης
ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα
ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται
7705350 στεμμασι
χρυσοῦς , πηχῶν ἑκατὸν εἴκοσι , διαγεγραμμένος , καὶ διαδεδεμένος στέμμασι διαχρύσοις , ἔχων ἐπ ' ἄκρου ἀστέρα χρυσοῦν ,
. Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης , Ἥρης Ἀργείης , ἣ στέμμασι καὶ θυσάνοισι πρώτη κόσμησεν περὶ κίονα μακρὸν ἀνάσσης Ἑρμείαν
7704561 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
7703126 Θοωσα
ἀντίθεον Πολύφημον , ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον πᾶσιν Κυκλώπεσσι : Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη , Φόρκυνος θυγάτηρ , ἁλὸς
θάλασσαν . ἁ μάτηρ : ἡ Θόωσα . Ὅμηρος : Θόωσα δέ μιν τέκε μήτηρ . ἀδικεῖ με : ὅτι
7701761 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7695851 ἀνατμηθεισα
αὐτῷ ὁρῶντες : καὶ ἦν ἀτεχνῶς θαῦμα : σκύμνους γὰρ ἀνατμηθεῖσα ὀκτὼ εἶχεν . ὁ δὲ τῆς λεαίνης τόκος ,
δὲ καὶ μαστοὺς δύο , ἐν οἷς καὶ γάλα . ἀνατμηθεῖσα δὲ τὰ ἐντόσθια ἔχει ὅμοια ὑί . ὀχεύει δὲ
7673998 χαλκη
τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς
τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι
7673257 ἐνιτρεφεται
τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ
εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ '
7667602 ληνοι
ἓξ ] βαλανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες ἐπ ' ἐγγυθήκαις πάντες καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
βανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες , ἐπ ' ἐγγυθήκαις πέντε , καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
7666976 τιγρις
ἀλέτων ὄνος , ποτάμιος ἵππος , τοῖχος , ὁ Σελεύκου τίγρις . ἔχων δὲ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀνατίθεμαι τὰ νῦν
, καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ θαλάττια κήτη , καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου . καὶ ἄλλα δὲ πλείω τούτων ἔνεστι
7662385 κρεξ
ἐμνήσατο ἐραστρίας ἐχῖνος ᾔδησθα θηλάστριαν κενολογήσω κικίννους κλεπτίσκον κομμοῦσθαι κόριον κρέξ κύβοι λάρυγγα λελάβηκα λέπτει λίβηθρα μαστιγιᾶν μελαγχρής μικρολογεῖσθαι μισθάριον
ἔπτη Κυζίκου , ὃν δ ' ἤεισε κακὸν γάμον ἐχθομένη κρέξ . Καί τις Ἀπολλόδωρος . . . . .
7657257 Ῥηνη
Πάρος , Ἄνδρος , Ἴκαρος , Σκῦρος , Ῥήνεια , Ῥήνη , Δῆλος , Νάξος , Σίφνος , Κέως ,
ΗΝΗ μονογενῆ δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς
7649527 Ἀμυκλαιος
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ἀγοραῖος : Ἀμυκλαῖος : Ἀθηναῖος : κορυφαῖος : Δερκεταῖος : Ἀριδαῖος :
αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης
7647799 Καειρα
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα .
7645675 κροτητα
μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης :
μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα
7644491 λεοντη
κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ οἷς ἂν
μέρος καὶ ἀλκῆς ὑπάρχων . τάχα δ ' ἂν ἡ λεοντῆ καὶ τὸ ῥόπαλον ἐκ τῆς παλαιᾶς θεολογίας ἐπὶ τοῦτον
7643069 Βουβαστος
παρθένου φορήματα . εἴρηται διὰ ἐξέχουσαν . . . . Βούβαστος : πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Βουβαστίτης καὶ ἡ
. Ἀλ . δευτέρῳ Περὶ Καρίας . Μούμαστος , ὡς Βούβαστος , πόλις Καρίας . Ἀλ . δευτέρῳ Καρικῶν .
7642593 ἐπασσυτεροις
δ ' οἰὸς ἄωτα πρόπαν δέμας ἀμφιέσαντο , σφιγξάμενοι καθύπερθεν ἐπασσυτέροις τελαμῶσι : καὶ κόρυθες κρύπτουσι καρήατα : μοῦνα δ
ἔκτοθε δ ' αὖ βόθροιο περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν , πυκάσαντες ἐπασσυτέροις μυλάκεσσιν , ὄφρα κε μὴ πελάσας δολερὸν χάος ἀθρήσειε
7640366 πινα
εἶναι . πήναις ἀτράκτοις νήμασι παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πίνα δὲ τὸ ζῶον παρὰ τὸ πῖνος , ὃ σημαίνει
εἶναι . πήναις ἀτράκτοις νήμασι παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πίνα δὲ τὸ ζῶον παρὰ τὸ πῖνος , ὃ σημαίνει
7636349 ἐπιχρυσος
φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ ναὸς ἐπίχρυσος , οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ θηρία ὑπεράγοντα
βιῶναι δὲ ἔτη πέντε φασὶν ἐπὶ τοῖς ἑκατόν . , ἐπίχρυσος δὲ εἰκὼν ἀνάθημα Γοργίου τοῦ ἐκ Λεοντίνων αὐτὸς Γ
7636327 Βοιβη
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος
7631469 διαλιθος
τάλαντα ἐν φορήμασι διακοσίοις εἴκοσι , φιάλη δέκα ταλάντων χρυσοῦ διάλιθος , χρυσωμάτων παντοῖαι κατασκευαὶ ταλάντων δέκα , ἐλεφάντων ὀδόντες
τὴν στεφάνην κυκλόθεν τὰ πρὸς τὴν ἄνω πρόσοψιν ᾠοθεσία κατεσκεύαστο διάλιθος , ἐκτύπωσιν ἔχουσα προοχῆς συνεχέσιν ἀναγλυφαῖς ῥαβδωταῖς , πυκνὴν
7625495 Αὐλη
. βοῶ . Αὔω : πνέω : ἐξ οὗ καὶ Αὐλή . Εὔβοια : ὄνομα πόλεως . Εὔμηλος : ἡ
στρατόν , . , , . , . . . Αὐλή : ὁ περιτετειχισμένος καὶ ὕπαιθρος τόπος , οἷον :
7623987 Ὑπερμηστρας
καὶ πλησίον Ὑπερμήστρας μνῆμα Ἀμφιαράου μητρός , τὸ δὲ ἕτερον Ὑπερμήστρας τῆς Λαναοῦ : σὺν δὲ αὐτῇ καὶ Λυγκεὺς τέθαπται
οἰκιστοῦ λαβεῖν τὴν πόλιν , τὸν δὲ Λυγκέως τε καὶ Ὑπερμήστρας τῆς Δαναοῦ παῖδα εἶναι . Ἀπόλλωνος δὲ ἱερὰς νενομίκασιν
7623251 χλανιδες
ἐξωμιδοποιία ἐξωμίς χλαμυδουργία χλαμυδοποιία χλαμυδουργός . χλανιδοποιία χλανιδουργία χλανιδουργός , χλανίδες χλανίσκια , χλανιδοποιός κλινοποιική κλινοποιός κλινοποιικός , κλινοπήγιον ,
ὡς αὐτόν ; οὐ πολλαὶ μὲν καὶ πολυτελεῖς στρωμναὶ καὶ χλανίδες , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις
7615579 Λινου
Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ Λίνου τοῦ Ἀπόλλωνος , ἢ κατά τινας Λάρου , Μέλπος
Ἀπόλλωνος καὶ Ψαμάθης τῆς Κροτώπου , τὸν δὲ λέγουσιν εἶναι Λίνου τοῦ ποιήσαντος τὰ ἔπη . τὰ μὲν οὖν ἐς
7613860 κυμινδις
ἐπικαμπὲς τῶν ὀνύχων . ἠγκυλωμένος : Ἀγκύλη εἶδος ἀκοντίου . κύμινδις : Τὴν κύμιδιν οὐκ ἀνέγραψεν ὁ Καλλίμαχος . μήποτε
συνοχεύς . σύστασις . ὑπερκόσμιος . χαλκίς . . . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία
7613461 καπνιας
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι :
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς
7610555 Μενιδας
στρατιὰν ἄγων ἀπὸ Καρίας καὶ Μένανδρος ἐκ Λυδίας ἄλλους καὶ Μενίδας τοὺς ἱππέας ἄγων τοὺς αὐτῷ ξυνταχθέντας . καὶ πρεσβεῖαι
Ἀλέξανδρος ἐμβάλλειν κελεύει ἐς αὐτοὺς τοὺς μισθοφόρους ἱππέας , ὧν Μενίδας ἡγεῖτο . ἀντεκδραμόντες δὲ ἐπ ' αὐτοὺς οἵ τε
7605320 νομοιο
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν
7604877 Νωλα
. . Ἀπίολλα : πόλις Ἰταλίας : Ἀπιολλανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . . . † Ἀπόβρωτοι : ἔθνος Ἰταλίας
ἐξ αὐτοῦ Νυσαιεύς τρισυλλάβως καὶ Νυσαεύς ἄνευ τοῦ ι . Νῶλα , πόλις Αὐσόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Νώλην δὲ
7602834 χαλκις
. Καλλίμαχος ἐθνικαῖς ὀνομασίαις : ἐγκρασίχολος ἐρίτιμος . τριχίδια , χαλκίς , ἴκταρ , ἀθερίνη . ἐν ἄλλῳ δὲ μέρει
. διὰ τὸ χαλκῶδες δὲ ἔχειν τὸ πτερὸν λέγεται καὶ χαλκίς . λέγεται καὶ κύμινδις . ἐμβὰς ἐπῶζε : Ἐπῴζειν
7602578 θυϊα
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα
7601858 κιβωτος
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων
7601153 Παιδα
δὲ ἀπαιτεῖν ὅλον ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τὸ στάδιον διανύσαι . Παῖδα φιλάργυρός τις εὔπορος ἔχων κόρην ἐβούλετο συνάψαι πρὸς γάμον
. . ΕΜΟΣ ΥΙΟΣ . Σημείωσαι τίς παῖς Ἡσιόδου . Παῖδα οἱ μὲν Μνασέα , οἱ δὲ Ἀρχιέπην , ἕτεροι
7596844 δυσπαιπαλος
οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ
ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει
7590241 ποδοστραβη
λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα
τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ
7588426 ἀκαλανθις
ὅτι ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου ἀκαλανθίς . 〚 καὶ φρυγίλῳ : Ἡ τρίτη περίοδος κώλων
| κολυμβίς | ΐυγξ | κεγχρίς κίσσα | χλωρίς | ἀκαλανθίς | νῆσσα | πιπώ | δρακοντίς νυκτερίς | γλαῦξ
7585780 Ἰωνικοι
τρίμετρον ἀκατάληκτον , ἢ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ Ἰωνικοῖ . Τὸ εʹ ἀναπαιστικὸν μονόμετρον . Τὸ Ϛʹ δακτυλικὸν
τρίμετρον ἀκατάληκτον , ἢ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ Ἰωνικοῖ . Τὸ εʹ ἀναπαιστικὸν μονόμετρον . Τὸ Ϛʹ δακτυλικὸν
7584264 ἐπιδορατις
χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος
ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . .
7583374 σφυρηλατος
η γράφει τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους ἁρματηλάτης : χρυσήλατος : σφυρήλατος : θεήλατος : ἱππήλατος . Τὰ ἀπὸ τοῦ α
δὲ καὶ κατ ' ἐνιαυτόν , ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς
7573327 Βακχικα
εὖ ἂν εὖ οἷ : τὸ εὖ ἂν εὖ οἷ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εἰσὶ δὲ ἐπιρρήματα θειασμοῦ . διόρισον [
ὠμησταὶ τετράπεζοι ἐνὶ σφίσιν ὠρύονται . Ἔνθεν ἐγὼν ἐδάην καὶ Βακχικὰ νεβρίταο δῶρα λίθου , Βρομίῳ κεχαρισμένα : τόν περ
7570918 ἡμεροκαλλες
: ἴον , Διὸς ἄνθος , ἴφυον , φλόγα , ἡμεροκαλλές . πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον ,
τὰ προειρημένα πάντα σπείρεται , οἷον ἰωνία διόσανθος ἴφυον φλὸξ ἡμεροκαλλές : καὶ γὰρ αὐτὰ καὶ αἱ ῥίζαι ξυλώδεις :
7563864 Ἀκτιος
Ἑρμῆς . τὸ ἐθνικὸν ὡς τὸ Βοίβη Βοίβιος , Ἀκτή Ἄκτιος , οὕτως Ἀλύχμη Ἀλύχμιος . . . ἀλύη :
τοῦ Ἀττικοῦ , ὡς αὐλή αὐλίτης . ἔστι καὶ ” Ἄκτιος Αἰγεύς ” ὡς Εὐφορίων Διονύσῳ . ἔστι καὶ Ἀκτιάς
7563382 ἀστεριας
τῶν σελαχίων ὁ βοῦς κρεώδης , ὁ δὲ γαλεὸς ὁ ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ
: Ἱκέσιός φησι τῶν γαλεῶν βελτίονας εἶναι καὶ ἁπαλωτέρους τοὺς ἀστερίας καλουμένους . Ἀριστοτέλης δὲ εἴδη αὐτῶν φησιν εἶναι πλείω
7562426 κογχη
λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν κόγχη . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πίνης Ἐπαίνετος ἐν
σταφυλὴ ὀξυτονητέον . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος / κόγχη , φίλος / φίλη , μόνος / μόνη ,
7559823 Ἀδωνιον
. δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα .
θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . .
7559321 Κιλλα
λ , καὶ οὐχ ἕτερον σύμφωνον , οἷον Σκύλλα , Κίλλα , κόλλα , βδέλλα , ἅμιλλα . τὰ δὲ
Ἐν δὲ τῇ Ἀδραμυττηνῇ ἔστι καὶ ἡ Χρῦσα καὶ ἡ Κίλλα : πλησίον οὖν τῆς Θήβης ἔτι νῦν Κίλλα τις
7558779 μαζονομια
νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν , ὡς τὸ λίκνον κάνητα . μαζονόμια δὲ κοῖλοι μεγάλοι πίνακες , ἐφ ' ὧν αἱ
οἰνοχόαι τριάκοντα , ἐξάλειπτρα μεγάλα δέκα , ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε ,
7558638 ἀραχνη
τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος τοῦ ζῴου ,
λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † δ ' ἀράχνη παῖδας ὡς παιδεύεται : θρέψασα γὰρ τέθνηκε πρὸς τῶν
7556469 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
7552741 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7550442 Σκιρος
. ὠνομάσθη δὲ οὕτως ἀπὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς . καὶ Σκίρος ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν . χρὴ σχεῖν . γρ . δεῖ
, τῆς δὲ Δῶρος ὁμοίως Δωρίτης , [ ὡς ] Σκίρος Σκιρίτης , χῶρος χωρίτης , μέσος μεσίτης , Κοπτός
7548380 φυλαχθεις
' ὁ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλαδέλφου πλοῦτος . . . φυλαχθεὶς κατελύθη ὑπὸ τοῦ τελευταίου Πτολεμαίου τοῦ καὶ τὸν Γαβινιακὸν
τρόπον , Περίλαος κολασθεὶς καὶ ὁ ταῦρος ἀνατεθεὶς καὶ μηκέτι φυλαχθεὶς πρὸς ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσας ἄλλο ἔτι πλὴν
7547597 Ὀμβροι
κόλπον , μέσον τοῦ Πάδου καὶ Πικεντικοῦ . λέγονται καὶ Ὄμβροι . ἔστι καὶ ποταμὸς Ἰταλίας Ὄμβρος . λέγονται Οὖμβροι
: ἄλλο δὲ τείνων ὀμβροτόκον κούφιζε μετάρσιον , ἧιχι φανέντες Ὄμβροι παῖδες ἔασι , περίπλοκον ἅμμα βαλόντες , ὑγρὸν δεσμὸν
7544805 Στυμφαλος
τοῦ Ἀρκάδων τὰ ἔπη μαρτυρεῖ τὰ Ὁμήρου , καὶ ὁ Στύμφαλος ὁ οἰκιστὴς ἀπόγονος ἦν τρίτος Ἀρκάδος τοῦ Καλλιστοῦς .
αἵδε . Τέγεα , Μαντίνεια , Ἡραία , Ὀρχομενὸς , Στύμφαλος . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι πόλεις . Παράπλους δὲ
7543965 οὐραι
ἂν οἶς ποτε τέκοι . καὶ τοῖς μὲν προβάτοις αἱ οὐραὶ πρὸς τὸν πόδα τέτανται , αἱ δὲ αἶγες μηκίστας
εὐνήν , ἡ δ ' ἐπιτερπέσθω πολιοκροτάφοισι γέρουσιν , ὧν οὐραὶ μὲν ἀπήμβλυνται θυμὸς δὲ μενοινᾷ . ἐπεὶ δὲ ἧκεν
7542966 Καρυστια
ἐκ τοῦ ἔχειν ὅπερ ἐστὶν ἐξέχειν κοινῶς μὲν γενέσθαι ἡ Καρυστία Ὄχη , πρὸς διαστολὴν δὲ Δωρικῶς ἡ τοῦ ποταμοῦ
ᾧ τὸ λατόμιον τῶν Καρυστίων κιόνων ” . καὶ θηλυκὸν Καρυστία . Καρχηδών , μητρόπολις Λιβύης , διασημοτάτη πόλις .
7542775 Ἁλος
Μαλιακοῦ κόλπου . ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος : λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως . ᾤκισε
τε Τρηχῖν ' ἐνέμοντο ” . „ ὁ δὲ Φθιωτικὸς Ἅλος ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον
7541054 μαλαχθεν
, ἀλθαίας ῥίζα ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖσα , ἀμμωνιακὸν μετὰ μέλιτος μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν , ἰξὸς σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ ,
, ἀλθαίαϲ ῥίζα ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖϲα , ἀμμωνιακὸν μετὰ μέλιτοϲ μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν , ἰξὸϲ ϲὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ :
7540821 στομις
. . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον
ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες
7531631 ἐβενου
ἀργύρου ἢ χαλκοῦ ἢ ἐλέφαντος ἢ λίθου ἢ ἠλέκτρου ἢ ἐβένου : τὰ δὲ ἐξ ὕλης ἄλλης πεποιημένα ἀγάλματα ἧττον
τὰ ἀκάνθινα ἢ καὶ συκάμινα καλούμενα ξύλα ἐμφερῆ ὄντα ἀντὶ ἐβένου πωλοῦσι : διαγινώσκεται δ ' ἐκ τοῦ χαῦνά τε
7530785 Λιξος
δὲ Ἀνίδην ἐστιν ἄλλος ποταμὸς μέγας Λίξος καὶ πόλις Φοινίκων Λίξος , καὶ ἑτέρα πόλις Λιβύων ἐστὶ πέραν τοῦ ποταμοῦ
, οὐκ ἔχων ὅπη τράπηται ἐξ ὀφθαλμῶν τοῦ βασιλέως ὁ Λίξος , ὑποδύεται ὑπὸ τὸ ἅρμα καὶ κρύπτεται . Γύγης
7528527 Λαοκοων
εἰσορόωσαι θάμβεον ὄβριμον ἔργον ὃ δή σφισιν ἔκρυφε πῆμα . Λαοκόων δ ' ἔτ ' ἔμιμνεν ἐποτρύνων ἑτάροισιν ἵππον ἀμαλδῦναι
ἀνεῖλον ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ . ὁ δὲ Λαοκόων Ποσειδῶνος ἦν ἱερεὺς υἱὸς δὲ τοῦ Ἀντήνορος . τοῦτο

Back