ἀποθνήσκει φαρμασσόμενα . Ὅτι , φησί , πλησίον τῶν ἀδίψων ἰχθυοφάγων οἱ κατοικοῦντες ὥσπερ ἀπαραβάτων σπονδῶν μεταξὺ τεθέντων αὐτῶν τε
Αἰγύπτου βασιλέων . Μετὰ δὲ τὴν νῆσον ταύτην πολλά ἐστιν ἰχθυοφάγων γένη καὶ νομάδων : εἶθ ' ὁ τῆς Σωτείρας
6323283 συναπτοντων
τε καὶ φυτῶν καὶ ἀέρων , τῶν μὲν τῇ κατεψυγμένῃ συναπτόντων τῶν δὲ τῇ διακεκαυμένῃ , ὥστε οἱονεὶ ζώνας εἶναι
ἐπιγαμίαις , ὅσπερ ἐδόκει τοῖς παλαιοῖς τρόπος εἶναι βεβαιότατος τῶν συναπτόντων φιλίας , ἐνθυμούμενος δὲ ὅτι βουλόμεναι μὲν αἱ πόλεις
6249381 φωκων
τὸ πλῆθος τῶν θηρίων . εἶθ ' ἑξῆς ἔστι νῆσος φωκῶν , ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν θηρίων τούτων ὠνομασμένη .
ἐκβαίνων ἐκ τῆς θαλάσσης συγκοιτάζεται ταῖς φώκαις . δέρματα γοῦν φωκῶν καὶ σὺ λαβὼν παρ ' ἐμοῦ νεοδάρτων ὑπόδυσαι καὶ
6159506 Ψυλλοι
ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι καὶ Ψυλλικὸς κόλπος , ἐν τῷ Λιβυκῷ κόλπῳ .
. περὶ δὲ Ψύλλων Ἡρόδοτος τετάρτῃ ” Νασαμῶσι προσόμουροί εἰσι Ψύλλοι ” . λέγονται δὲ ἀπὸ Ψύλλου . οὗτοι λέγονται
6059198 σινονται
μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν τῶν καρπῶν προαγορεύουσι : σίνονται γὰρ τὰ σπέρματα ἢ διαφθείρουσι : τοῖς δὲ λοιποῖς
αὐτῶν τε καὶ τῶν φωκῶν , οὔτε αὐτοὶ τὰς φώκας σίνονται οὐδὲ ὑπ ' ἐκείνων οὗτοι βλάπτονται , ἀλλὰ καὶ
6052038 γεωργουσι
τοῖς στρώμασιν αὐτοῦ . Ἀθαμάνων : ἐν τῇ Ἀθαμάνων χώρᾳ γεωργοῦσι μὲν αἱ γυναῖκες , νέμουσι δὲ οἱ ἄνδρες .
πόλιν ἐνταῦθα οἰκοῦσιν , Ἱέραν δὲ καὶ Στρογγύλην καὶ Διδύμας γεωργοῦσι διαβαίνοντες ναυσὶν ἐς αὐτάς . ἐν δὲ τῇ Στρογγύλῃ
6032064 πλυνομενος
χερσί , κἂν μὴ πλυθῇ μετὰ τὴν συλλογὴν συνέχεται : πλυνόμενος δὲ ὁ μὲν λευκὸς καὶ ἄπεπτος ἐπιπλεῖ , ὁ
' αὐτοῦ γένους καὶ χόνδρος πλυτός , ἀποχυλιζόμενος μὲν καὶ πλυνόμενος ἱκανῶς , ἑφθὸς δὲ διδόμενος ἐν ὕδατι ἢ μελικράτῳ
6028041 ἀπεπτουμενοι
νευρώδη μόρια , ἐγκέφαλος , πνεύμων , νωτιαῖος , ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σάρξ , βωλῖται , ἀμανῖται
ἔντερα , μήτρα τῶν τετραπόδων καὶ οἱ σκληροὶ τῶν ἀδένων ἀπεπτούμενοι , ὀξύγαλα , τυροί , τηγανῖται , θέρμοι ,
6008007 κυριευουσιν
καὶ ὕπαυγοι , τότε λέγε πλήρη τῶν εἰδῶν εὐθηνίαν ὧνπερ κυριεύουσιν . καὶ ὅταν εὑρεθῶσιν καλῶς ἔχοντες καὶ δυνάμει καὶ
τοῖς ταπεινώμασιν αὐτῶν καὶ κεκακωμένοι ποιοῦσιν εὐθηνίαν τῶν εἰδῶν ὧνπερ κυριεύουσιν . εἰ δὲ εὑρεθῶσι κεκακωμένοι καὶ δυνάμει καὶ οἰκειώσει
5981458 χερσονησος
. Ἐν δὲ τῇ ἐκτὸς Γάγγου Ἰνδικῇ ἡ Χρυσῆ καλουμένη χερσόνησός ἐστι : μεθ ' ἣν ὁ καλούμενος Μέγας κόλπος
ἦρχον : ὅτι ἡ γῆ αὐτῶν θαλάσσῃ διέζωσται καὶ οἱονεὶ χερσόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου καὶ τῆς Προποντίδος διεζωσμένη .
5975213 ἀνεκλειπτου
ταῖς ἐπάνω κατὰ τὸν μέσον ἀπόστημα τῆς σελήνης ἐπὶ τῆς ἀνεκλείπτου περιφερείας δεδειγμέναις μοίραις ρνζ , ὡς ἐπὶ τοῦ προκειμένου
σε καὶ ὧραι ἰσημεριναὶ ιβ . . . . Τῆς ἀνεκλείπτου περιφερείας ἐπὶ τοῦ ἡλίου κατὰ τὸ μέσον ἀπόστημα τῆς
5963237 ἀποτοι
καὶ καρπῶν φθοράν . οἱ δ ' ἀπεύχονται ἀπόσιτοι καὶ ἄποτοι διατελοῦντες . Ἄιδος κυνῆν . νέφος τὴν ἄϊδος κυνέην
εἰς τοὺς φιλοκύβους ἔρχεται . συνείρουσι νύκτας ἡμέραις ἄσιτοι καὶ ἄποτοι καὶ ἡδονῆς ἡδονὴ περίεστι . τοὺς οὖν ἄνευ δεσμῶν
5961507 ὀρθοφυης
τε εἶναι καὶ λεπτοφυλλοτέρα καὶ τὸ μέγεθος ἐλάττων καὶ ἧττον ὀρθοφυής : ἔτι δὲ τὸν κῶνον ἐλάττω φέρειν καὶ πεφρικότα
: ἄκανθα δ ' ἐστὶ δενδρώδης , θαμνοειδής , οὐκ ὀρθοφυής , ἄνθος ἔχουσα λευκόν , καρπὸν δ ' ὥσπερ
5953188 ἀπαιρουσιν
ἐπί τινας ἡμέρας , ὑποστρώσαντες ἑαυτοῖς τὰς ταρπόνας , καὶ ἀπαίρουσιν εἰς τὰ ἴδια εἰς τοὺς ἐσωτέρους τόπους . Οἱ
ἀπαντῶντας ὁρῶσι , τῶν δὲ πλουσίων ἕνεκα εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀπαίρουσιν , ὥσπερ οἱ Φρύγες τῶν ἐλαῶν ἕνεκα τῆς συλλογῆς
5921969 τυπτομενα
τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που
ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι
5920569 Πεπαρηθος
: ἐπὶ τῆς ξηρᾶς οὐσῶν . ἐν Πεπαρήθῳ : ἡ Πεπάρηθος νῆσός ἐστι μία τῶν Κυκλάδων αἴτιον δ ' ἔγωγε
καὶ ἡ Σκῦρος ἀνέμους βιαίους ἔχουσα , καὶ ἡ ὑψηλὴ Πεπάρηθος : ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ Λῆμνος , τὸ τραχὺ
5900619 ῥοϊσκοι
ἀνθεῖ γὰρ καὶ βλαστάνει πάντα ἐκ ταύτης : οἱ δὲ ῥοΐσκοι ὕδατος , παρὰ τὴν ῥύσιν λεχθέντες εὐθυβόλως : οἱ
τόπος ἐναργέστατος : ὡς γὰρ ἐν ἐσχάτοις τοῦ ποδήρους οἱ ῥοΐσκοι καὶ τὰ ἄνθινα καὶ οἱ κώδωνές εἰσιν , οὕτως
5894321 προετερησαν
, Μαρσοῖς πολεμουμένοις ὑπὸ Σαμνιτῶν βοηθήσαντες , τῇ τε μάχῃ προετέρησαν καὶ συχνοὺς τῶν πολεμίων ἀνεῖλον . εἶτα διὰ τῆς
τὰς φύσεις καὶ χρείας τῶν ἐλεφάντων ἐμπειρίαν ἔχοντος οὐ μετρίως προετέρησαν . οὗτος γὰρ τὴν ἰδίαν ἐπίνοιαν ἀντίταγμα τῇ τῶν
5890202 χρονιη
μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύζειν κλύσματι μαλθακῷ . Ἡ δὲ νοῦσος χρονίη καὶ ἀπογηράσκοντας , ἢν μέλλῃ , ἀπολείπει : ἢν
πυρετῷ ἀποκτείνει . Ὅταν δὲ τούτους τοὺς ἀριθμοὺς ὑπερβάλλῃ , χρονίη ἤδη γίνεται ἡ κατάστασις τῶν πυρετῶν . Πρῶτον μὲν
5881795 δροσων
, περὶ τετάρτην ὥραν τῆς ἡμέρας , ἤδη ἀνεψυγμένων τῶν δρόσων . ἐπιμελητέον δὲ τοῦ πάσας τὰς ῥάγας ὑγιεῖς εἶναι
ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη , τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ ' ἀπαλλαχθέντες : ὡς δ ' εὐδαίμονες ἀφύλακτον
5879357 πυκτευοντες
: προτιβάλλεαι : ὁ μὲν Ἀπίων προκωλύεις : οἱ γὰρ πυκτεύοντες τῇ προβολῇ κωλύουσι . μήποτε δὲ ὡς οἱ Ἀττικοὶ
. καὶ τούτοις οἱ μαρτυροῦντες καθίζονται , μονομαχοῦσί τε οἱ πυκτεύοντες περὶ οὐδενός , καὶ ὁ βοηθήσων οὐ κάτεισιν .
5873771 ἀρκευθος
θυία μὲν φύεται καὶ εἰς ὕψος , ἐλάτη δὲ καὶ ἄρκευθος φύεται μὲν οὐκ εἰς ὕψος δέ , καθάπερ καὶ
φάρμακον κομίσαι τὸν δράκοντα ἐπάιδουσαν . . . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες Ἀπόλλωνος ἴδιον ὡς ἱστορεῖται ἐν γ
5862006 στενουσιν
στρατιῶται γεγηρακότες , τὰ παλαιὰ σφῶν αὐτῶν ᾄδουσαι τοῖς παροῦσι στένουσιν , ἡμῖν δὲ ἐφάμιλλα τοῖς ᾀδομένοις τὰ ὁρώμενα ,
ἐν οἷς ποιοῦμεν λυπήσωμεν : ὡς νῦν γε εἰσὶν οἳ στένουσιν , ὧν αὐτὸς ᾐσθόμην , καὶ οὔ σε ἀποκρύψομαι
5860395 Καρικη
, οἶνον δὲ Λάμψακον . Ἔνθεν ἐν σταδίοις τέτταρσι κώμη Καρικὴ Θυμβρία , παρ ' ἣν ἄορνόν ἐστι σπήλαιον ἱερόν
τοὐπίσω μετεστραμμένον , ἀντίως τοῖς ἄλλοις καὶ ἔμπαλιν . Πάρδαλις Καρικὴ καὶ Λυκιακὴ οὐκ ἔστι μὲν θυμική , οὐδὲ οἵα
5843493 ϲυνιϲταμενη
πρὸϲ ταύταιϲ ἔτι ἡ ἐπὶ τῇ πολλῇ τῶν μυῶν ξηρότητι ϲυνιϲταμένη , ἣν κόπον ὀνομάζουϲι καταχρώμενοι , οὐκ οὖϲα κόποϲ
ὑπὸ χολώδουϲ τινὸϲ ἢ φλεγματικοῦ χυμοῦ ϲεϲηπότοϲ ἢ καὶ ἁλμυροῦ ϲυνιϲταμένη , διαγινώϲκεται δὲ ἀπὸ τῆϲ ἡλικίαϲ καὶ κράϲεωϲ καὶ
5839069 θινες
δ ' ἐστὶ κόλπος νήσους ἔχων σποράδας , καὶ συνεχῶς θῖνες ψάμμου μελαίνης τρεῖς ἄγαν ὑψηλοί , καὶ μετὰ τούτους
θαλάσσῃ ἀπὸ τοῦ ἄγνυσθαι τὰ κύματα ταῖς πέτραις προσαρασσόμενα : θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου :
5826713 περιληψει
συλλαβὰς τὸ ο παραληγόμενα σπάνιά ἐστι , καὶ σχεδὸν ἐν περιλήψει : ἔστι γὰρ τὸ Καππάδοκος : λέγεται γὰρ τὸ
ψήφων κατὰ τὰς χρόας , ἡ τέχνη τῆς παιδιᾶς ἐστὶ περιλήψει δύο ψήφων ὁμοχρόων τὴν ἑτερόχρων ἀνελεῖν : ὅθεν καὶ
5819262 ἑλωδης
οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες . ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι : ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος . οἱ δὲ , οἱ καὶ
γῆν τὴν τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ καὶ τῆς Μεγαρίδος , ὅτι ἑλώδης καὶ ἔνυγρος . ὀρίνδα : ἣν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν
5817658 μιλος
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
5816826 Κελτικη
, ἠρυγγίου ῥίζα , ϲταφυλίνου ϲπέρμα ἢ καλαμίνθηϲ , νάρδοϲ Κελτική , καϲτόριον , νάρθηκοϲ χλωροῦ ἐντεριώνη , νηρίου τοῦ
Βρεττανικήν : ἐνταῦθα δὲ καὶ στενώτατον λαμβάνει τὸ πλάτος ἡ Κελτική : συνάγεται γὰρ εἰς ἰσθμὸν ἐλαττόνων μὲν ἢ τρισχιλίων
5813971 Βιστονις
μεταξύ πως πρὸς τῇ θαλάσσῃ λίμνη ἐστὶν , ἥτις καλεῖται Βιστονὶς λίμνη , ἐπέχουσα μοίρας νβʹ ∠ ʹʹ μαʹ ∠
ἐν κόλπῳ κειμένη καὶ λιμήν : ὑπέρκειται δὲ τούτων ἡ Βιστονὶς λίμνη κύκλον ἔχουσα ὅσον διακοσίων σταδίων . φασὶ δὲ
5807527 λιμναζει
πηγὴν τῷ Αἰγυπτίῳ ποταμῷ , ὃς κατὰ πᾶν ἔτος ἀναχεόμενος λιμνάζει τὴν πεδιάδα , μονονοὺκ ἀντίμιμον οὐρανοῦ δύναμιν ἐπιδείκνυσθαι δοκῶν
φησί , βρέχεται τοῖς θερινοῖς ὄμβροις ἡ Ἰνδική , καὶ λιμνάζει τὰ πεδία : ἐν μὲν οὖν τούτοις τοῖς ὄμβροις
5802959 πληθυει
ὕδασι ναματιαίοις διαρρεῖται , δένδρων δὲ παντοδαπῶν καὶ μάλιστα καρπίμων πληθύει : καὶ τὸν μὲν ἀέρα τῇ κράσει παραπλήσιον ἔχει
τῆς ἐμῆς ἢ συμμάχων . ἔα : τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον ; οὔ που λέλειμμαι καὶ νεωτέρων κακῶν ὕστερος
5794000 ἀπεληλυθεσαν
ἦγε διὰ τάχους . τῶν δ ' οἱ μὲν πλείους ἀπεληλύθεσαν ἤδη διηρπακότες τὴν πόλιν , ὀλίγοι δέ τινες ὑπέμενον
τῇ Λακεδαίμονι πολεμίων Ἀρκάδες μὲν καὶ Ἀργεῖοι καὶ Ἠλεῖοι πολλοὶ ἀπεληλύθεσαν , ἅτε ὅμοροι οἰκοῦντες , οἱ μὲν ἄγοντες οἱ
5782917 λοφοι
κατὰ τὰ Περσικά : ὑπέρκεινται δ ' αὐτῆς δύο λεγόμενοι λόφοι τραχῶνες : ἔπειτα πρὸς τὰ Ἀράβων μέρη καὶ τῶν
ποιοῦσι παρῳδοῦντες . ἀμβλύτερος : Θουκυδίδης . ἄμβωνες : οἱ λόφοι τῶν ὀρῶν καὶ [ ἡ ] ἴτυς πᾶσα καὶ
5782640 ὀψικαρπα
τὴν πέψιν ἔχοντα τῶν χυλῶν ὑδαρῆ καὶ μὴ παχεῖαν . ὀψίκαρπα δὲ τὰ ἐναντία τούτων ὅσα κάθυγρα καὶ ψυχρὰ καὶ
: καὶ πρωϊβλαστῆ δὲ καὶ πρωΐκαρπα τὰ δὲ ὀψιβλαστῆ καὶ ὀψίκαρπα : ὡσαύτως δὲ καὶ ὅσα παραπλήσια τούτοις . καί
5780373 Κυρνος
Βοῦσος , Σαρδώ τ ' εὐρυτάτη καὶ ἐπήρατος εἰν ἁλὶ Κύρνος , ἥν ῥά τε Κορσίδα φῶτες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν :
ἐπὶ τῶν χωρῶν τῶν λῃστὰς ἐχουσῶν : τοιαύτη γὰρ ἡ Κύρνος πρώην . Κυνόσαργες : ὁ τόπος ἐν ᾧ οἱ
5779577 ἐσκεμμεθα
ἂν εἴη διδακτόν ; Οὐκ ἔοικεν , εἴπερ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκέμμεθα . ὥστε καὶ θαυμάζω δή , ὦ Σώκρατες ,
δ ' ἐγώ , τὸ ὑπόλοιπον ἐν τῇ πόλει ὧν ἐσκέμμεθα , σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ φρονήσεως , τοῦτο εἶναι
5776996 ὑγραινουσα
μετὰ δὲ τὸ λουτρὸν ἔστω σοι καὶ ἡ πᾶσα δίαιτα ὑγραίνουσα . κατὰ βραχὺ πινέτωσαν καὶ τὰς ἀπὸ λουτροῦ ἀναθυμιάσεις
τὸ δακνῶδες τῶν χυμῶν : μέγιστον δ ' ἴαμα ἡ ὑγραίνουσα δίαιτα . χρὴ οὖν ὅτι μάλιστα διά τε πτισάνης
5771394 συναιρειται
γενικὴ τῶν πληθυντικῶν , ἐπειδὴ οὔτε ἡ γενικὴ τῶν ἑνικῶν συναιρεῖται , τοῦ Πηλέος γὰρ μόνως . Τοῖς Πηλεῦσι μόνως
γενικὴ τῶν πληθυντικῶν , ἐπειδὴ οὔτε ἡ γενικὴ τῶν ἑνικῶν συναιρεῖται . Τοῖς ἡδέσι . Κανονίζεται ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν
5770793 Ναρδοϲ
ἰϲχυροτέρα δὲ ἡ Ἰνδική , μελαντέρα τῆϲ Ϲυριακῆϲ ὑπάρχουϲα . Νάρδοϲ Κελτική . Παραπληϲίαϲ μέν πωϲ κατὰ γένοϲ δυνάμεωϲ τῇ
ιε καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔλαιον ἐπάνω . Νάρδου ϲκευαϲία . Νάρδοϲ ϲκευαζομένη ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ . ϲτάχουϲ λι κιναμώμου λι
5767196 Μαργιανη
ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι . Παραπλησία δ ' ἐστὶ καὶ ἡ Μαργιανή , ἐρημίαις δὲ περιέχεται τὸ πεδίον . θαυμάσας δὲ
. Ἀραβία Εὐδαίμων Καρμανία : πίναξ ζʹ . Ὑρκανία χώρα Μαργιανή Βακτριανή Σογδιανοί Σάκαι Σκυθία ἡ ἐντὸς Ἰμάου ὄρους :
5763109 ἀμπελοφυτος
Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ
μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη ,
5762281 εἰσβαλλουσι
? ? ? ? ? ! ! ! ] ˈ εἰσβάλλουσι ? ? ? ? ? ? ? μετὰ τῶν
ἀλλὰ νῦν ὁρῶμεν ὅτι οἱ πλανῆται διάφοροι ἢ καὶ πολλοὶ εἰσβάλλουσι , καὶ ἀτάκτως καὶ ἀλληνάλλως ὑπαντῶσιν οἱ παροξυσμοὶ ἐπὶ
5761548 Χεμμις
τῷ τύπῳ τῶν εἰς ις καὶ ὅτι τοῦ ἁπλοῦ τοῦ Χέμμις τὸ ἐθνικὸν Χεμμίτης . κώμη δ ' ἐστὶ καὶ
μέν νυν ἄλλοι Αἰγύπτιοι οὕτω τοῦτο φυλάσσουσι . Ἔστι δὲ Χέμμις πόλις μεγάλη νομοῦ τοῦ Θηβαϊκοῦ ἐγγὺς Νέης πόλιος :
5754977 ἀνδραχλη
μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ
καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης
5751874 ἀμμος
: γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται
“ χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ” ψάμαθος ἡ παραθαλάσσιος ἄμμος . ψεδνή ἀραιά , μαδαρά , οἷον ἀπεψιλωμένη .
5751742 πωροι
κακὰ πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα , μάλιστα δὲ οἵ τε πῶροι καὶ αἱ τῶν ἄρθρων ἀγκυλώσεις διὰ τὴν τῶν ἰατρῶν
καὶ πηγνυμένου τοῦ ὑγροῦ ἀπηνέεϲ αἱ ἀποφύϲιεϲ : τέλοϲ δὲ πῶροι ϲτερροί , λευκοὶ ξυνίϲτανται : ἐϲ δὲ πᾶν ὄγκοι
5748277 σπειρουσι
δὲ Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες , οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι [ τὸν ] σῖτον ἀλλ ' ἐπὶ πρήσι .
νοῦν οἴσει : Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἄλλοι σπείρουσι , ἄλλοι δὲ ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς
5739288 κητωδη
, σηπίαι , ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα , πάντα τὰ κητώδη τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων , κοιλία , ἔντερα ,
ἐν ἰλυώδει ὕδατι διαιτώμενοι καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ κητώδη . Ὅϲα ἀπέριττα . Τράχηλοι τῶν ζῴων οὐραὶ καὶ
5736285 Θυνιαδα
μὲν Ἑλλήνων φησὶ προσαγορεύεσθαι τήν τε χώραν καὶ τὴν νῆσον Θυνιάδα , ὑπὸ δὲ τῶν βαρβάρων Θυνίαν . Ὑπερβορέων ἀνθρώπων
μὲν Ἑλλήνων φησὶ προσαγορεύεσθαι τήν τε χώραν καὶ τὴν νῆσον Θυνιάδα , ὑπὸ δὲ τῶν βαρβάρων Βιθυνίαν . . .
5735901 συνακολουθει
ἕποιτ ' ἀεί „ , κἀν τῇ Παρακαταθήκῃ : ” συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν ” φησίν . ἀλοάσαντα : ἐν
. Ἴακχε πολυτίμητε , μέλος ἑορτῆς ἥδιστον εὑρών , δεῦρο συνακολούθει πρὸς τὴν θεὸν καὶ δεῖξον ὡς ἄνευ πόνου πολλὴν
5732537 χαλαζαι
καὶ τοῖς δένδρεσι χαλεπόν . λήγοντος δὲ τοῦ ἔαρος , χάλαζαι κατὰ τόπους ἔσονται . τὸ θέρος ἔπομβρον , καὶ
ὄμβροι καταφέρονται : πηγνυμένων δέ , πάχναι καὶ χιόνεϲ καὶ χάλαζαι πρὸϲ τὴν ποιότητα τοῦ κρύουϲ καὶ τὴν ποϲότητα .
5731783 ἀμαλλα
Σκύλλα , σκίλλα , κόλλα , βδέλλα , ἅμιλλα , ἄμαλλα : τὰ δὲ εἰς λη οὐκέτι , ὁμίχλη ,
. + . Ἀμαλλοδετῆρες : οἱ τὰς ἀμάλλας δεσμοῦντες : ἄμαλλα δὲ ἡ ἐκ πολλῶν δραγμάτων συναγωγή , . ,
5731487 ἀντιπορθμον
Ἀλεξάνδρου καὶ πάλιν ὑπὸ τοῦ Πρωτέως ἐν τῇ θαλάσσῃ . ἀντίπορθμον τὴν ἐναντίως κειμένην αὐτῆς ᾐόνα . Λαπερσίῳ ἐπώνυμον Διὸς
Ἀρτεμίδωρος προσηγόρευκε , Ἐρατοσθένης δὲ Λίξον : κεῖται δ ' ἀντίπορθμον τοῖς Γαδείροις ἐν διάρματι σταδίων ὀκτακοσίων , ὅσον ἑκάτερα
5722371 φιλυκη
τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ '
, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ
5716194 καταλειπτεον
, καὶ γίνεται παχύς . πλὴν μηδὲν τῶν τῆς ὄρνιθος καταλειπτέον , μόνον δὲ τὰ ἔνδοθεν αὐτῆς σὺν τοῖς ἐντέροις
συγχωρητέον , οὔτε τῷ γενομένῳ τὴν εἰς ὄλεθρον μεταβολὴν ἀβοήθητον καταλειπτέον . Πόθεν οὖν ἐκ τῶν Ἀριστοτέλους λάβοιμεν ἂν βοήθειαν
5709025 Ἀζανια
Κρεμμυών : κώμη Κορίνθου . Εὔδοξος ἕκτῳ Γῆς Περιόδου . Ἀζανία : μέρος τῆς Ἀρκαδίας . Λέγεται καὶ Ἀζηνία :
Ἀρκὰς τριχῇ τὴν χώραν , καὶ ἀπὸ μὲν Ἀζᾶνος ἡ Ἀζανία μοῖρα ὠνομάσθη : παρὰ τούτων δὲ ἀποικισθῆναι λέγουσιν ,
5702281 ἐμπρησθεντων
ψυχὴν ἔφη ἀθάνατον . ἐνενηκοντούτης δὲ τελευτᾷ μετὰ μαθητῶν μʹ ἐμπρησθέντων ἐν οἰκίᾳ τῇ αὐτῇ . ἄλλοι δέ φασιν ὅτι
τῶν ἀγωνισαμένων πόλεων ἀνάστατον ποιήσω , καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω , ἀλλ ' ὑπόμνημα τοῖς
5702130 ἀειφυλλων
ἀνόμοια ὡς καὶ ἐπὶ τῆς λεύκης . Τῶν δ ' ἀειφύλλων οἷς μὴ συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸ κατ ' ἐκεῖνον
: ἔοικε δὲ παραπλήσιον πλὴν χαλεπώτερον καὶ τίς ἡ τῶν ἀειφύλλων : προσεπειπεῖν γὰρ δεῖ καὶ διὰ τί τοσαύτην λαμβάνει
5698512 περικαρπιων
εὖ ἔχει διελεῖν ὅτι πέψις ἐστὶν ἡ μὲν οὖν τῶν περικαρπίων , ἡ δ ' αὐτῶν τῶν καρπῶν . καὶ
ἀπὸ τῶν δένδρων εἶναι . Πολλὰ γὰρ ἕκαστον ἔχειν τῶν περικαρπίων τὸ δὲ δένδρον ἀφ ' ἑνὸς γεγενῆσθαι σπέρματος .
5695788 συναριθμουνται
ἐξοχώτατον πάντων . Ὁ Πηλεύς τε καὶ Κάδμος συγκαταλέγονται καὶ συναριθμοῦνται τούτοις τοῖς τὰς τῶν Μακάρων νήσους λαχοῦσιν οἰκεῖν .
ἀκούειν τοῦ μισουμένου ἢ ὅλως ὁπωσοῦν ἐντυγχάνειν τῷ μισουμένῳ . συναριθμοῦνται δ ' ἐν τοῖς πάθεσι καὶ χάρις καὶ ὀργή
5694739 Τηνιοι
τὴν ἀληθείην πᾶσαν . Διὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα ἐν τοῖσι τὸν βάρβαρον
καὶ τοῦτ ' ἐστὶ σόν . πέμπτην ἔθυον ἡμέραν οἱ Τήνιοι πολλοὶ παρόντες , πλοῦν πολὺν πεπλευκότες , λεπτὸν ἔριφον
5694069 πηγαιοις
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου
5685198 πυῤῥοι
σιμοὶ , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , ἐσθλοί . Ὑδρωπιώδεες χαροποὶ , πυῤῥοὶ , ὀξύῤῥινες , ἢν μὴ φαλακροὶ ἔωσιν . Ἰσχνοφωνίην
ἴσως μεγάλως , εἰς μεγάλα κήτη διῃρημένα . Ξανθοί : πυῤῥοὶ . ἀργεννοί . λευκοί . αἷμα : γένος .
5684917 Λεπρεαται
ἔμενον οἴκοι οἱ Μαντινεῖς τούτων ἐπιμελόμενοι . Ἡραεῖς δὲ καὶ Λεπρεᾶται συνεστρατεύοντο τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τοὺς Μαντινέας . ὁ δὲ
ἐμβαλόντος δὲ τοῦ Ἄγιδος δι ' Αὐλῶνος , εὐθὺς μὲν Λεπρεᾶται ἀποστάντες τῶν Ἠλείων προσεχώρησαν αὐτῷ , εὐθὺς δὲ Μακίστιοι
5672218 καθυγρα
ζῴδια τυγχάνει καὶ εἰ τροπικὰ ἢ στερεὰ ἢ δίσωμα ἢ κάθυγρα ἢ χερσαῖα ἢ ἀσελγῆ ἢ λατρευτικὰ καὶ τὰ λοιπά
δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ εὔκρατα , τὰ δὲ μέσα κάθυγρα , τὰ δὲ ἑπόμενα καυσώδη , τὰ δὲ βόρεια
5662433 νενησμενοι
ἄλλως ] μάτην . ⌈ ἀμφορεῖς / [ ἀμφορῇς ] νενησμένοι ] μεγαρικὰ σεσωρευμένα . ᾀστέον μ ' ] ἄξιόν
ἀγγεῖα ἐστερημένα οἴνου ἤγουν φρονήσεως . νενοισμένοι ] σεσαθρωμένοι ; νενησμένοι ] ἐμπεπλησμένοι . νενασμένοι ] ναίω , νήω ἢ
5660357 Σατραι
Κίκονες , Βίστονες , Σαπαῖοι , Δερσαῖοι , Ἠδωνοί , Σάτραι . Τούτων οἱ μὲν παρὰ θάλασσαν κατοικημένοι ἐν τῇσι
Θράικης . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι : καὶ Θουκυδίδης β . . Σάτραι : ἔθνος Θράικης , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Εὐρώπηι φησί
5656194 ἀφαρκη
φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς
φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη , ταῦτα δὲ φύεται περὶ τὸν Ὄλυμπον , ἀνδράχλη
5652620 καθυγρος
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς .
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα ,
5651771 συγκρινεις
Ῥοδίων χρησμός : ἐπὶ τῶν περιεργότερον πυνθανομένων . Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις : ἐπὶ τῶν τὰ ἀνόμοια συμβαλλόντων . Σαμιακὴ λαύρα
ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἀπεφήνατο , μηδὲ ἑτέραν . Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις : ἐπὶ τῶν ἀνόμοια συμβαλλόντων καὶ συγκρινόντων . Ῥόδα
5651110 μελιλωτος
ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις
ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις '
5645724 Θηβαϊτης
Συκαΐτης , ὅπερ ἐστὶν ἀπὸ τῆς Συκαῖος , ὡς Θηβαῖος Θηβαΐτης . Συκαμίνων , πόλις Φοινίκων . τὸ ἐθνικὸν Συκαμινίτης
τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης . ἔστι καὶ πόλις Ἀμύκλαιον ἐν Κρήτῃ καὶ ὅρμος
5645493 ἀγονα
μὴ πάλιν ἡ τεκοῦσα ὑποθάλψῃ αὐτὰ ἐπελθοῦσα ταχέως , γίνεται ἄγονα . ἀθρόα δὲ καὶ πεντεκαίδεκα ᾠὰ ἀποτίκτει . Παφλαγόνων
, ὡς ὀκτὼ μῆνας ἐνδιαιτηθῆναι γαστρί , κατὰ τὸ πλεῖστον ἄγονα ; λογικόν τέ φασιν ἄνθρωπον κατὰ τὴν πρώτην ἑπταετίαν
5643017 γηλοφοις
κούφην , καὶ τὴν λευκάργιλλον , καὶ τὴν ἐν τοῖς γηλόφοις ἐργάσῃ διὰ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ ἁλμυρὰν ἐν
τοὺς ποταμοὺς σπεύδουσι καθέζονταί τ ' ἐν μέσοις τοῖς ἐκείνων γηλόφοις , οὓς ὥσπερ τινὰς νήσους παραρρεῖ τὸ ὕδωρ περισχιζόμενον
5634922 ἐπησαν
μιῆς δὲ καὶ τεσσεράκοντα ἔτι τῶν ἐπιλοίπων γενέων , αἳ ἐπῆσαν τῇσι τριηκοσίῃσι , ἐστὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκόσια καὶ χίλια
κατὰ ταύτας τὰς ἐσβολάς , καὶ τό γε παλαιὸν πύλαι ἐπῆσαν . Ἔδειμαν δὲ Φωκέες τὸ τεῖχος δείσαντες , ἐπεὶ
5634109 Κολοφωνιων
, ὅπου ποτὲ ἐν τοῖς δυσκαταλύτοις πολέμοις τὸ ἱππικὸν τῶν Κολοφωνίων ἐπικουρήσειε , λύεσθαι τὸν πόλεμον : ἀφ ' οὗ
βίου ἐν Σάμῳ , ἀφίκετο δὲ καὶ ἐς Κλάρον τὴν Κολοφωνίων καὶ ἐς Δῆλόν τε καὶ ἐς Δελφούς : ὁπότε
5630804 κασσια
ποικίλη δὲ ἡ τῶν ἀνθέων συμπλοκή . τὰ θυμιάματα , κασσία καὶ λιβανωτὸς καὶ κρόκος : τὰ ἄνθη , νάρκισσος
μὲν τὰ προειρημένα , τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ κρείσσονα , ἃ
5630561 μεστῃ
ἀλλ ' ἀνακέκραται ὕλῃ πονηρᾷ , καὶ ἀσαφεῖ , καὶ μεστῇ πολλοῦ τοῦ ἀδήλου , ἣν δὴ καλοῦσιν οἱ ἄνθρωποι
ᾤχοντο . οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν . ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι κῶμαι πολλαὶ
5630112 πεσσει
. , : κόρσην κεφαλήν . ἐπὶ νηυσὶ χόλον θυμαλγέα πέσσει : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντιφράζει τὸν χόλον τῇ μήνιδι
ἔν . πῶς δὲ καὶ λίθος γενομένη θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει ; προηθετοῦντο δὲ καὶ παρ ' Ἀριστοφάνει . .
5626956 σιδηρεις
ὅμοια . ζωγράφοι , στυππειοπῶλαι , σχοινοσυμβολεῖς , χαλκεῖς , σιδηρεῖς . τὰ δ ' εἰς τὴν κατασκευὴν χρήσιμα σανίδες
τῶν χαλκευτικῶν ἔργων , καταλύονται οἱ χαλκοτύποι , καὶ οἱ σιδηρεῖς γε ὡσαύτως : καὶ ὅταν γε πολὺς σῖτος καὶ
5626836 στελεχων
: ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα κίονες κέδρου | τῆς ἀσηπτοτάτης ἀπὸ στελεχῶν κοπέντες εὐερνεστάτων περιεβάλλοντο χρυσῷ βαθεῖ : κἄπειθ ' ἑκάστῳ
ἐν τῇ μέσῃ δὲ , ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις
5625645 ἀπογινωσκει
φέρεται : κοσμοποιοῦσι γὰρ ἕκαστον τῶν ἀστέρων . Ἐπίκουρος οὐδὲν ἀπογινώσκει τούτων , ἐχόμενος τοῦ ἐνδεχομένου . Οἱ Στωικοὶ σφαιρικοὺς
οὐκ ἔχουσα ‖ . ἀρχῇ σκληραύχενας ἴδῃ φύσεις , οὐκ ἀπογινώσκει τὴν ἀμείνω μεταβολήν : ἀλλ ' ὥσπερ ἀγαθὸς ἰατρὸς
5623389 Ἐρυθρᾳ
καὶ πόλις . . . . γʹ νῆσος πρὸς τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . ὁ πολίτης Ἰκάριος „ πόντου Ἰκαρίοιο ”
Δικτύῳ Ὀρφεὺς λέγει [ ὅτι ἡ Νίσα τόπος ἐστὶν ἐν Ἐρυθρᾷ κείμενος ] . ἰχθυόκεντρον : τρίαινα , ᾗ ἐπὶ
5621948 Ἰταλιωται
ἐν τῇ πανηγύρει τῆς Ἥρας , εἰς ἣν συμπορεύονται πάντες Ἰταλιῶται , καὶ τῶν δεικνυμένων μάλιστα πάντων ἐκεῖνο θαυμάζεσθαι :
ὡς ἀπὸ τῆς Φθίας Φθιῶται , οὕτω Ἰταλίας καὶ Σικελίας Ἰταλιῶται καὶ Σικελιῶται . καὶ Σικελός καὶ Σικελή . ἔστι
5620646 κεστρεων
δ ' ὑφ ' ἡδονῆς κεστρεύς . ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστεις Ἄρχιππος Ἡρακλεῖ γαμοῦντί φησιν : νήστεις κεστρέας
καὶ ἰλύι . λέγεται δὲ καὶ ὅτι τὸν γόνον τῶν κεστρέων οὐδὲν τῶν θηρίων κατεσθίει , ἐπεὶ οἱ κεστρεῖς οὐδένα
5619022 Δωδωναιοι
Δωδώνης Δωδωναῖος . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης οἰκέουσι Δωδωναῖοι ” . καὶ Ὅμηρος „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε „
Σελλασιεύς , ὡς τῆς Ἀπίας Ἀπιεύς . Σελλοί , οἱ Δωδωναῖοι . ” ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίους ' ὑποφῆται
5614026 θερειαν
Κυλλήνης , ἐν ᾗ ἐτράφησαν . ὁ δὲ Κράτης γράφει θερειᾶν Πελειάδων , ὅτι θερείας ἐπιτέλλουσι : τούτῳ δὲ ἀντιπράσσει
Κυλλήνης , ἐν ᾗ ἐτράφησαν . ὁ δὲ Κράτης γράφει θερειᾶν Πελειάδων , ὅτι θερείας ἐπιτέλλουσι : τούτῳ δὲ ἀντιπράσσει
5611634 Ξενη
, ὅτι βʹ ξένους ἁρμόττει πρὸς μίαν συνάφειαν γαμικήν , Ξένη δὲ , ὅτι φιλοποιεῖ . ἡ δὲ σύνταξις οὕτως
κλοπῇ τοῦ χρυσίου . Βάυζε τοὐμὸν σῶμα βάλλουσα ψόγῳ . Ξένη , τίς ἡ γραῦς ἡ κακορροθοῦσά σε ; Αὕτη
5608512 Καρδαμυλη
καὶ Κάρβανα πόλις Λυκίας , καὶ τὸ ἐθνικὸν Καρβανεύς . Καρδαμύλη , [ πόλις Μεσσηνίας . ] Ὅμηρος ” Καρδαμύλην
ὀξυτονεῖται , βραχὺ ὂν τὸ στοιχεῖον , οἷον κρωβύλη , Καρδαμύλη , Φαισύληδοκεῖ δὲ αὕτη μία εἶναι τῶν τιθηνησαμένων τὸν
5605184 λυσαντων
ἡμῖν τῶνδε πάντων ἐν κύκλῳ πολλάκις ἀποστάντων καὶ σπονδὰς συνεχῶς λυσάντων οὐ κατεφρόνησαν , οὐ Λατίνων , οὐ Τυρρηνῶν ,
ἀφικόμενος . δευτέρῳ δ ' ὕστερον ἔτει πάλιν τῶν Οὐιεντανῶν λυσάντων ἃς ἐποιήσαντο πρὸς αὐτὸν ἀνοχὰς καὶ τὰς ἁλὰς ἀξιούντων
5604935 συρομενοι
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ
5603399 Βουρδιγαλα
Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥραις ἰσημεριναῖς β γʹ . Ἡ δὲ Βουρδίγαλα τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιε ∠ ʹ , καὶ
ἵδρυται , καὶ οὐ συντελεῖ αὐτοῖς , ἔχει δὲ ἐμπόριον Βουρδίγαλα ἐπικείμενον λιμνοθαλάττῃ τινί , ἣν ποιοῦσιν αἱ ἐκβολαὶ τοῦ
5602782 προσπεφυκε
φυόμενον ὥσπερ δένδρον ἐκ ῥίζης μιᾶς , ἀεὶ δὲ αὐτῷ προσπέφυκε καὶ κακόν . τοῦτο οὖν ἐστιν ὃ διόλλυσι τοὺς
χερσὶ περιβάλλειν ἀρκέσειε . τούτοις δὴ ἄνω μὲν εἷς ὀδοὺς προσπέφυκε , κάτω δὲ ἄλλος , τετράγωνοι δὲ ἄμφω ,
5602102 Νειλωι
τὰς ῥύσεις ποιούμενοι , τὴν ἀνάβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀνάλογον τῶι Νείλωι : τοὐναντίον γὰρ ἐν μὲν τῶι χειμῶνι πληρούμενοι ,
ὁ Διὸς ὦ πόσι με παῖς Μαίας τ ' ἐπέλασεν Νείλωι . θαυμαστά : τοῦ πέμψαντος ; ὦ δεινοὶ λόγοι
5600187 τριπτη
φῦσαν δὲ οὐκ ἐμποιέει οὐδὲ ἐρυγγάνεται . Ἡ δὲ προφυρηθεῖσα τριπτὴ τρέφει μὲν ἧσσον , διαχωρέει δὲ , καὶ ἐμποιέει
θερμασίῃ , ἡ τοιαύτη μᾶζα διαπρήσσεται . Ἡ δὲ ξηρὴ τριπτὴ ξηραίνει μὲν οὐχ ὁμοίως διὰ τὸ πεπιλῆσθαι ἰσχυρῶς ,
5598121 Ἰχθυοφαγων
μόλις ἂν εὑρεθεῖεν πρὸς ἀνθρώπους συμβιοῦντες ἄνθρωποι . Ὅτι τῶν Ἰχθυοφάγων , φησίν , οἱ μὲν σκηνώμασι τοῖς σπηλαίοις ,
κατὰ τὴν θάλασσαν πεπονθότες ἦσαν καὶ πρὸς τῇ γῇ τῶν Ἰχθυοφάγων , τήν τε ἐρημίην τῆς χώρης καὶ τοὺς ἀνθρώπους
5596462 πυροφορος
εἰπεῖν ἡ μὲν λεπτὴ κριθοφόρος ἀμείνων , ἡ δὲ πίειρα πυροφόρος : αἱ μὲν γὰρ ἐλάττους καὶ κουφοτέρας δέονται τροφῆς
τὰς ἀρούρας πλουσίως λιμνάσαντος , τῆς δὲ πεδιάδος , ὅση πυροφόρος , ἀφθονώτατον ὑπ ' εὐγονίας τὸν τοῦ σίτου καρπὸν
5591529 Σινωπικη
' ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τῷ μίσυϊ . Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος
δ ' ἐστὶν αὐτῇ καὶ ἡ Ἰβηρική : ὠνομάσθη δὲ Σινωπικὴ διότι κατάγειν ἐκεῖσε εἰώθεσαν οἱ ἔμποροι πρὶν ἢ τὸ
5590771 ῥαχιαις
, ὄντως δὲ ἀκάθαρτον : καὶ γὰρ ὑφάλοις χοιράσι καὶ ῥαχίαις ἐκτετράχυνται καὶ πνοιαῖς καταιγιζούσαις τὸ πλέον . ἐνταῦθα δὲ
ἀναιρεταὶ τῶν ξένων εἰσὶν , ἀλλὰ χρίμπτουσα καὶ προσεγγίζουσα ταῖς ῥαχίαις καὶ ταῖς παραθαλασσίαις πέτραις ταῖς ἁλι - στόνοις ταῖς

Back