σιμοὶ , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , ἐσθλοί . Ὑδρωπιώδεες χαροποὶ , πυῤῥοὶ , ὀξύῤῥινες , ἢν μὴ φαλακροὶ ἔωσιν . Ἰσχνοφωνίην
ἴσως μεγάλως , εἰς μεγάλα κήτη διῃρημένα . Ξανθοί : πυῤῥοὶ . ἀργεννοί . λευκοί . αἷμα : γένος .
7491267 ῥοϊσκοι
ἀνθεῖ γὰρ καὶ βλαστάνει πάντα ἐκ ταύτης : οἱ δὲ ῥοΐσκοι ὕδατος , παρὰ τὴν ῥύσιν λεχθέντες εὐθυβόλως : οἱ
τόπος ἐναργέστατος : ὡς γὰρ ἐν ἐσχάτοις τοῦ ποδήρους οἱ ῥοΐσκοι καὶ τὰ ἄνθινα καὶ οἱ κώδωνές εἰσιν , οὕτως
7111481 Ὀζολαι
: Λοκροὶ οἱ Ἐπιζεφύριοι οἱ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ : Λοκροὶ Ὀζόλαι οἱ ἐν τῇ Αἰτωλίᾳ : Λοκροὶ οἱ Ἐπικνημίδιοι οἱ
τοῖς ἄλλοις συμμάχοις πᾶσι χαίρειν . ἐπειδὴ Λοκροὶ οἱ καλούμενοι Ὀζόλαι , κατοικοῦντες ἐν Ἀμφίσσῃ , πλημμελοῦσιν εἰς τὸ ἱερὸν
7100775 προσαγορευομενοι
, τῆς δὲ Συρίας κατὰ μὲν τὴν Κοίλην οἱ καρυωτοὶ προσαγορευόμενοι γεννῶνται , διάφοροι κατά τε τὴν γλυκύτητα καὶ τὸ
τὸν Νεῖλον . Παροικοῦσι δὲ τούτοις οἱ ῥιζοφάγοι καὶ ἕλειοι προσαγορευόμενοι διὰ τὸ ἐκ τοῦ παρακειμένου ῥιζοτομοῦντας ἕλους κόπτειν λίθοις
7096959 θυσανοι
ἀντὶ τοῦ ἐγείρωμεν . . . . . τῆς ἑκατὸν θύσανοι παγχρύσεοι ἠερέθονται : Ζηνόδοτος γράφει παρατατικῶς ἠερέθοντο , ὅπερ
. . Α + . : ἀρειθύσανοι Ἡνίοχοι : Ἄρεος θύσανοι , ἀποσχίσματα : καὶ ἀποβλαστήματα . . Ἐρωτικός :
7090554 Ὀυινδολικοι
μέχρι Παννονίων πάντες , τὸ πλέον δ ' Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί , οἰκοῦσιν ὀροπέδια . Ῥαιτοὶ δὲ καὶ Νωρικοὶ μέχρι
ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . . . καὶ ἡ Βοίων ἐρημία . μέχρι
7047694 Δωδωναιοι
Δωδώνης Δωδωναῖος . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης οἰκέουσι Δωδωναῖοι ” . καὶ Ὅμηρος „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε „
Σελλασιεύς , ὡς τῆς Ἀπίας Ἀπιεύς . Σελλοί , οἱ Δωδωναῖοι . ” ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίους ' ὑποφῆται
7043221 κωδωνες
χαίτωμ ' , ὑπ ' ἀσπίδος δὲ τῷ χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον : ἔχει δ ' ὑπέρφρον σῆμ ' ἐπ
, καὶ χαλινοὺς εἰσεδεχόμην ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ πεποικιλμένους , καὶ κώδωνες ἐξήπτοντό μου μέλος μουσικώτατον ἐκφωνοῦντες . ὁ δὲ Μενεκλῆς
7007500 οὐρανισκοι
χρυσοῖ δὲ κίονες πεντήκοντα κατεῖχον αὐτήν , οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ἦσαν . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι φʹ μηλοφόροι
κλινῶν ἑκατόν : χρύσεοι κίονες ὑπετίθεντο αὐτῇ πεντήκοντα : ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι , ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι , τὸν ἄνω τόπον ἐσκέπαζον
7005314 Τρωγλοδυται
καίτοι ὢν , τῇ τῆς καμάρας λέξει . Ὅτι οἱ Τρωγλοδύται περὶ τοὺς μετηλλαχότας , φησίν , οὕτω πράττουσι .
Ἀραβίοις , ὥσπερ ἔφαμεν : λοιπὰ δὲ τὰ πρὸς νότον Τρωγλοδύται [ καὶ ] Βλέμμυες καὶ Νοῦβαι καὶ Μεγάβαροι οἱ
6992922 Μακρωνες
' ἐπεμαρτύραντο ἀμφότεροι . Μετὰ δὲ τὰ πιστὰ εὐθὺς οἱ Μάκρωνες τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν ὡς διαβιβάσοντες
σμικράς : λόγχαι δὲ ἐπῆσαν μεγάλαι . Τιβαρηνοὶ δὲ καὶ Μάκρωνες καὶ Μοσσύνοικοι κατά περ Μόσχοι ἐσκευασμένοι ἐστρατεύοντο . Τούτους
6984389 Ὠρειται
, ἔσχατοι Ἰνδῶν ταύτῃ ᾠκισμένοι , τὰ δὲ ἀπὸ τοῦδε Ὠρεῖται ἐπεῖχον . ὁρμηθέντες δὲ ἐκ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἀράβιος
ἦν τῆς Ὠρειτῶν γῆς : Μάλανα τῷ χώρῳ ὄνομα . Ὠρεῖται δὲ ὅσοι ἄνω ἀπὸ θαλάσσης οἰκέουσιν , ἐσταλμένοι μὲν
6982644 Καλουνται
πόλις ἐστὶν ἐν τῷ ἐνδοτάτῳ τόπῳ τοῦ Ἀραβικοῦ κόλπου . Καλοῦνται δὲ οἱ ἐνοικοῦντες Ἐλάσιοι . Τὸ ἐτάνυσεν οὐκ ἀντὶ
τὸν τελευταῖον ] , ὅπερ ἀναπαίστου μιᾷ ἐνδεῖ συλλαβῇ . Καλοῦνται δὲ ταῦτα πάντα ἀποθέσεις . Παντὸς μέτρου ἀδιάφορός ἐστιν
6981773 Αὐαλιτης
τοὺς ὅρμους κατὰ καιροὺς ἐπιτηδείους . Πρῶτος μὲν ὁ λεγόμενος Αὐαλίτης , καθ ' ὃν καὶ στενώτατός ἐστιν ἀπὸ τῆς
διάπλους . Κατὰ τοῦτον τὸν τόπον μικρὸν ἐμπόριόν ἐστιν ὁ Αὐαλίτης , σχεδίαις καὶ σκάφαις εἰς τὸ αὐτὸ προσερχομένων .
6956363 ξϚʹ
. Γαϲτρὸϲ κράϲεωϲ γνωρίϲματα . ξεʹ . Πνεύμονοϲ διάγνωϲιϲ . ξϚʹ . Καρδίαϲ γνωρίϲματα . ξζʹ . Ἥπατοϲ κράϲεωϲ διάγνωϲιϲ
καʹ , κϚʹ , λϚʹ , μγʹ , μϚʹ , ξϚʹ , πδʹ , Ϙβʹ . ὁ δὲ τὸν γʹ
6923835 Ἀβαντες
Ἄβαντες . „ ” τῷ δ ' ἅμ ' „ Ἄβαντες ἕποντο . ” φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης ἐξ Ἄβας
ἢ κάλλιόν τι γεγόνασι , μωρίη πολλὴ λέγειν , τῶν Ἄβαντες μὲν ἐξ Εὐβοίης εἰσὶ οὐκ ἐλαχίστη μοῖρα , τοῖσι
6921130 λοβοι
. καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπὶ τὰ ὀπίσω ἀποστρέφονται οἱ λοβοὶ καὶ μὴ πρὸς τὰ ἔμπροσθεν μέρη ; καὶ λέγομεν
εἰϲι παραπληϲίωϲ , πρὸϲ ἡδονήν τε καὶ διαχώρηϲιν χείρουϲ . λοβοὶ δὲ ἐξαιρέτωϲ ὀνομάζονται , ἐπειδὴ τούτων μόνων ἐν τοῖϲ
6914313 τριβολου
λαπάθου ῥίζηϲ ἀφέψημα ἀρτεμιϲίαϲ ἀφέψημα ἀλθαίαϲ ῥίζηϲ ἀφέψημα ἀλθαίαϲ ϲπέρμα τριβόλου χλωροῦ ἀφέψημα ἀδιάντου ἀφέψημα ἀμπέλου δάκρυον ϲυάγρου κύϲτιϲ ξηρὰ
ῥίζα , δάφνης φλοιὸς τῆς ῥίζης , παλιούρου σπέρμα , τριβόλου ἀφέψημα , σαξιφράγου , βεττονικῆς , ἀγρώστεως ῥίζης ,
6912185 κλιμακτηρες
δὲ καὶ ἡ κλῖμαξ : καὶ οἱ ἀναβασμοὶ τῆς κλίμακος κλιμακτῆρες , ὡς ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ : ἐν
ἔσται τῷ μεγέθει τοῦ μήκους αὐτῶν . καὶ τούτου δὲ κλιμακτῆρες ἀνεγράφησαν ἔτος ζʹ , ιαʹ , ιθʹ , κηʹ
6906451 πενταγωνοι
τετράγωνοι , ἐκ δὲ τῶν τετραγώνων καὶ τῶν τριγώνων οἱ πεντάγωνοι , ἐκ δὲ τῶν πενταγώνων καὶ τῶν τριγώνων οἱ
μηδένα συντεθέντων τῶν γνωμόνων , τετράγωνοι δὲ παρὰ ἕνα , πεντάγωνοι δὲ παρὰ δύο καὶ ἀεὶ οὕτως . τὸν αὐτὸν
6901535 Ἰαποδες
ἐπιπεμφθεὶς λιμῷ παρεστήσατο . καὶ Σαλασσοὶ μὲν οὕτως ἐλήφθησαν , Ἰάποδες δὲ οἱ πέραν Ἄλπεων , ἔθνος ἰσχυρόν τε καὶ
διὰ τοῦ χθαμαλοῦ καὶ κόπτοντι τὴν ὕλην . οἱ δὲ Ἰάποδες ἐπεξέθεον μὲν ἐκ τῶν ἐνεδρῶν καὶ πολλοὺς ἐτίτρωσκον ,
6887051 ἀποδεκται
: Ἀποδέκται . Ἀρχή τις ἐστι παρ ' Ἀθηναίοις οἱ ἀποδέκται . . . . Ὅτι δὲ ἀντὶ τῶν κωλακρέτων
ἃ πράττουσι διασαφεῖ . ὅτι δὲ ἀντὶ τῶν κωλακρετῶν οἱ ἀποδέκται ὑπὸ Κλεισθένους ἀπεδείχθησαν , Ἀνδροτίων βʹ . Ἀποδιδόμενοι :
6886956 διατεινοντες
' ἡ νῆσος αὕτη Φοινίκων ἄποικος , οἳ ταῖς ἐμπορίαις διατείνοντες μέχρι τοῦ κατὰ τὴν δύσιν ὠκεανοῦ καταφυγὴν εἶχον ταύτην
τοὺς κατὰ θαλάττης ἰχθῦς οὐχ ὁρῶμεν , ὁπότε τὰς πτέρυγας διατείνοντες ἐννήχοιντο , μείζους ἀεὶ τῆς φύσεως προφαινομένους ; καὶ
6871205 ἀγρωστεως
τὴν γῆν χάριν τῆς τροφῆς , φιληδοῦσι γὰρ τῇ τῆς ἀγρώστεως ῥίζῃ , πεποιήκασι πᾶν τὸ πεδίον πλῆρες ἰχθύων ὑπογείων
δὲ τοῦ κηροῦ οἱ κηροδύται λεγόμενοι , ἐκ δὲ τῆς ἀγρώστεως οἱ κρότωνες , ἐκ δὲ τῶν ἐρίων οἱ σῆτες
6864002 ξγʹ
ιαʹ , καʹ , λγʹ , μθʹ , νϚʹ , ξγʹ , οαʹ , πϚʹ . ὁ δὲ γεννώμενος ἐπὶ
ἐμμήνων . ξβʹ . Περὶ ὑπερκαθάρϲεωϲ καὶ αἱμορραγούϲηϲ ὑϲτέραϲ . ξγʹ . Περὶ γυναικείου ῥοῦ . ξδʹ . Περὶ φλεγμονῆϲ
6852900 μαχιμωτατοι
πολλάκις ἀπαξιοῦν ἐπιφοιτᾶν αὐτοῖς . οἱ δὲ τῆς Μαχίμου πόλεως μαχιμώτατοι τέ εἰσι καὶ αὐτοὶ καὶ γίνονται μεθ ' ὅπλων
εὔνοιαν . κατοικοῦσι δὲ ταύτην τὴν χώραν τῶν Περσῶν οἱ μαχιμώτατοι , πάντες ὄντες τοξόται καὶ σφενδονῆται , πολυανθρωπίᾳ τε
6848784 βαθμοι
τὴν σκηνὴν ἀναβαίνουσι διὰ κλιμάκων : τῆς δὲ κλίμακος οἱ βαθμοὶ κλιμακτῆρες καλοῦνται . εἴη δ ' ἂν τῶν ἐκ
τεταρτημόριον ἔχει χαραγματίτζια , τὸ ποσὸν ἐνενήκοντα , αἳ καὶ βαθμοὶ καλοῦνται , Ἡλίου τῆς ἡμέρας μὲν , τῆς δὲ
6829140 Βαβυλωνια
Μετὰ δὲ τὰς συμβολὰς Εὐφράτου τε καὶ Τίγριδος κάτεισιν ἡ Βαβυλωνία μέχρι θαλάσσης , δυτικωτέραν ἔχουσα τὴν Ἔρημον . Ὑπόκειται
κατὰ μέρος διώρισαν οὕτως : κατὰ μὲν τὸν ἀριστερὸν ὦμον Βαβυλωνία , κατὰ δὲ τὸν δεξιὸν Θρᾴκη , κατὰ δὲ
6823788 ἐσκευασμενοι
ἐστάλατο . Κύπριοι δὲ παρείχοντο νέας πεντήκοντα καὶ ἑκατόν , ἐσκευασμένοι ὧδε : τὰς μὲν κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι οἱ βασιλέες
ἑβδομήκοντα καὶ ὀλίγῳ πλεόνων πάντες πλὴν θαλαμιῶν , ὡς ἕκαστοι ἐσκευασμένοι , τοξόται δὲ ὀκτακόσιοι καὶ πελτασταὶ οὐκ ἐλάσσους τούτων
6816975 Σειληνοι
δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτοι μὲν προῄεσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σειληνοὶ , πορφυρᾶς χλαμύδας , οἱ δὲ φοινικίδας , ἠμφιεσμένοι
πᾶσαν τὴν ὁδόν . Ἠκολούθουν δ ' αὐτῷ Σάτυροι καὶ Σειληνοὶ ἑκατὸν εἴκοσιν , ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας
6815244 Κολχοι
γάμος ἐκείνῃ τῇ νυκτί , καὶ οὕτως ἄπρακτοι γενόμενοι οἱ Κόλχοι μένουσιν ἐν τῇ Σχερίᾳ , δεδοικότες ἐπανελθεῖν πρὸς Αἰήτην
Ἀλκινόου γυνὴ φθάσασα Μήδειαν Ἰάσονι συνέζευξεν : ὅθεν οἱ μὲν Κόλχοι μετὰ Φαιάκων κατῴκησαν , οἱ δὲ Ἀργοναῦται μετὰ τῆς
6805370 Ἐπικνημιδιοι
δὲ ἔθνη τῶν Ὑπερβορέων . . . , Ἐπιζεφύριοι καὶ Ἐπικνημίδιοι καὶ Ὀζόλαι . . , . τῶν γὰρ τὰς
ἔθνη τῶν Λοκρῶν : Ἐπικνημίδιοι καὶ Ὀζόλαι καὶ Ἐπιζεφύριοι : Ἐπικνημίδιοι μὲν οἱ μετὰ τοῦ Ὀιλέως Αἴαντος εἰς Ἴλιον παραγενόμενοι
6804386 ἀσταχυων
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην . ” ἀμαλλοδετῆρες οἱ τὰς ἀμάλλας τῶν ἀσταχύων δεσμεύοντες . ἀμύντορας βοηθούς : “ ἤ τινας ἐκ
δέδιθι , σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ
6794034 κολποι
τὴν πλευρὰν ἑκατέραν πτέρυγας ἁπλοῖ , καὶ ἐμπῖπτον τὸ πνεῦμα κολποῖ δίκην ἱστίων αὐτάς . Τὴν ὠτίδα τὸ ζῷον ὀρνίθων
παρὰ πλευρὰν ἑκατέραν πτέρυγας ἁπλοῖ , καὶ ἐμπίπτον τὸ πνεῦμα κολποῖ δίκην ἱστίων αὐτάς . Μόσχος ᾄδων Βοιώτιον : Μόσχος
6786571 ὀρυκτοι
. Περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπισκεπτέον . Οἱ δ ' ὀρυκτοὶ τῶν ἰχθύωνεἰσὶ γὰρ ἐνιαχοῦ καὶ τοιοῦτοι καθάπερ καὶ περὶ
ὄντως ἔφη τοὺς ἐχεοδήκτους ὠφελεῖν περιαπτόμενον . Ἅλες οἵ τε ὀρυκτοὶ καὶ οἱ ἐκ τῆς θαλάσσης δύναμιν ἔχουσι παραπλησίαν ἀλλήλοις
6781917 Ἰσαυρια
. ξβ γοʹ λη ∠ ʹδ : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν Ἰσαυρία καὶ πόλεις Σαυάτρα . . . . . .
, ἐν ᾗ Πισιδία Γαλατία , ἐν ᾗ Παφλαγονία καὶ Ἰσαυρία Καππαδοκία Ἀρμενία Μικρά Κιλικία . πίναξ βʹ . Σαρματία
6776296 ἑλειοι
ἐδύναντο ἑλεῖν , καὶ ἅμα μαχιμώτατοί εἰσι τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἕλειοι . Ἰνάρως δὲ ὁ Λιβύων βασιλεύς , ὃς τὰ
' ἑξῆς τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . ΑΣΠΑΡΑΓΟΙ . οὗτοι καὶ ἕλειοι καὶ ὄρειοι καλοῦνται . ὧν οἱ κάλλιστοι οὐ σπείρονται
6769207 Ϡʹ
ὁ δὲ τετράγωνος ὁ ἀπὸ τοῦ ἡμίσους τοῦ πλήθους ἐστὶ Ϡʹ : τὸ δὲ τῶν γ κʹ ἐννακοσιοστόν ἐστιν ο
Ἰλιακοῦ πολέμου ἔτεσι τκβʹ . ὅτι δὲ πρός που ἔτεσι Ϡʹ ἢ καὶ ͵α προάγει ὁ Μωσῆς τῆς τοῦ Ἰλίου
6769191 δορκαδες
σφῶν , ὥσπερ ἐκπεπληγμένα τοὺς ἀνθρώπους , ἔλαφοι δὲ καὶ δορκάδες καὶ στρουθοὶ καὶ ὄνοι πολλὰ μὲν καὶ ταῦτα ἑωρᾶτο
. Πάντα πέτρον κινήσω . Πάντα κάλων . Πρὸς λέοντα δορκάδες συνάπτουσι μάχας . Ῥόδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν
6769189 ἀγκιστρων
δὲ τὰς τῶν κεράτων καμπὰς ἀκμὰς ὀξείας προβάλλονται ταῖς τῶν ἀγκίστρων παραπλησίας μάλιστα : οὐ μὴν ἐπινεύουσιν ἀλλήλοις τὰ κέρατα
κατὰ τῶν τευθίδων οἱ ἁλιεῖς , ἰουλίδων σαρξὶ τὰς τῶν ἀγκίστρων ἀκμὰς ἐπικρύψαντες : προσδραμοῦσαι γὰρ αἱ τευθίδες περιβάλλουσι τοῖς
6768858 Σαγρα
καὶ εὔυδρος , μῆκος ἑπτακοσίων σταδίων . Μετὰ δὲ Λοκροὺς Σάγρα , ὃν θηλυκῶς ὀνομάζουσιν , ἐφ ' οὗ βωμοὶ
ἀληθῆ , ἡ παροιμία εἴρηται ἐπὶ τῶν πάνυ ἀληθῶν . Σάγρα δ ' ἔστι τόπος , ἐν ᾧ τὴν μάχην
6765167 Παμφυλιοι
Κίλικες καὶ Καππαδόκαι καὶ ἐκ τῆς βραχυτέρας Ἀρμενίας τινὲς καὶ Παμφύλιοι καὶ Πισίδαι . ὧν οὐχ ἅπασιν ἐς μάχας ,
, ἀπὸ Παμφύλης τῆς Ῥακίου καὶ Μαντοῦς . οἱ κατοικοῦντες Παμφύλιοι . [ τὸ θηλυκὸν Παμφυλίς , ] τὸ κτητικὸν
6762711 νοτοι
γλυκάζων : οὗτος δὲ τοιοῦτος γίνεται ὅταν ὑπὸ τὸν τρυγητὸν νότοι πνεύσωσι , παρ ' ὃ καὶ μελάντερος γίνεται .
ταινίᾳ παραπλησίου , θινῶν τε μεγάλων πάντῃ περικεχυμένων , ἐπειδὰν νότοι συνεχεῖς πνεύσωσιν , ἐπισείεται πλῆθος ἅμμου . αὕτη δὲ
6758326 δυσοικονομητοι
φοινίκων ἐγκέφαλοι πλήσμιοι καὶ πολύτροφοι , ἔτι δὲ βαρεῖς καὶ δυσοικονόμητοι διψώδεις τε καὶ στατικοὶ κοιλίας . ἡμεῖς δέ ,
, ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς
6754368 ματτουσι
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , .
6751986 παιδερωτος
ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , ἀκάνθου ἤτοι μελαμφύλλου ἢ παιδέρωτος ἡ ῥίζα , ἀκανθίου ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα
ἄνθη καὶ ἡ ῥητίνη μετρίως , ἀκάνθου ἤτοι μελαμφύλλου ἢ παιδέρωτος ἡ ῥίζα , ἀκάνθης λευκῆς ἡ ῥίζα , ἄκανθα
6749153 κομωντες
οἷον : Θρήϊκες ἀκρόκομοι , ἤτοι ἀκειρόκομοι . ἢ ἄκρως κομῶντες , τουτέστι μᾶλλον τῶν ἄλλων κομῶντες . ἢ τὰ
ἄκρα τῶν σωρῶν . ἀκροκόμοι : τὰ ἄκρα τῆς κεφαλῆς κομῶντες . ἀλάβαστον : οὕτω Μένανδρος ἄνευ τοῦ ρ Ὀργῇ
6743470 δοκιδες
λαμπάδες . ὁπότε δὲ ἐπίμηκες ἔχουσι τὸ φῶς , καλοῦνται δοκίδες . ὁπότε δὲ ἰκματῶδες φῶς ὁρᾶται , καλεῖται ἶρις
κρεμάστραν ἐν ταῖς Νεφέλαις . σὺν δὲ τούτοις λεγέσθωσαν δοκοί δοκίδες , ἰκρία , στρωτῆρες , καλυμμάτια . καὶ μετὰ
6739885 Φρυγιοι
εἴτε που Κουρῆτες ἦσαν , θεῖον Ἰδαῖοι γένος : ἢ Φρύγιοι Κορύβαντες τοὺς ἅλιος πρώτους ἐπεῖδε δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντας : εἴτ
καὶ λόγοι μὲν Αἰθίοπες ἐνταῦθά μοι ἵστανται . λέγουσι δὲ Φρύγιοι λόγοι καὶ ἐν Φρυγίᾳ γίνεσθαι δράκοντας , καὶ προήκειν
6729996 Ἀνας
τῶν ἀναχύσεων τῶν ἄλλων ἀνάπλοι , καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Ἄνας ποταμός , δίστομος καὶ οὗτος , καὶ ὁ ἐξ
Κάλπη , τέλος δὲ τοῦ ἔθνους τούτου καὶ ὅριον ὁ Ἄνας ποταμὸς ὑπάρχει , κατὰ τὸν ἑσπέριον ὠκεανὸν τὰς ἐκβολὰς
6728755 ἱπποτοξοται
δὴ τοῦ πρῶτος τῶν ἱππέων ἐλαύνειν : καὶ γὰρ οἱ ἱπποτοξόται τούτου γε ἀξιοῦνται : προελαύνουσι γοῦν καὶ τῶν ἱππάρχων
δὴ δορατίοις ἀκροβολιζόμενοι Ταραντῖνοι ὀνομάζονται , οἱ δ ' ἕτεροι ἱπποτοξόται . καὶ αὐτῶν δὲ τῶν Ταραντίνων οἳ μὲν αὐτὸ
6721648 νομαδες
τινὰ καὶ φθειράντων τὰς ῥίζας τοῦ φυτοῦ : εἰσὶ δὲ νομάδες . Ἄνδρες δ ' ἐγένοντο γνώριμοι Κυρηναῖοι Ἀρίστιπ -
. Ἔχεται δὲ τῆς νήσου λίμνη μεγάλη , τὴν πέριξ νομάδες Αἰθίοπες νέμονται : τὴν διεκπλώσας ἐς τοῦ Νείλου τὸ
6719905 κυβευοντες
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρωι οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῆι ν ὑποσημαίνει . .
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῇ νʹ ὑποσημαίνει . Σκυθικαί
6718194 κριοι
ναῦς ὡς Ὅμηρος . ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι , ὡς εἰκάζειν ὅτι τοιοῦτόν τι πλοῖον
μάχη καράβων πρὸς ἀλλήλους , τὰ κέρατα ἐγείροντες εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ
6706794 νοτιοι
οἷστισιν ἔθνεσι πρὸς τὰς αὐγὰς παρὰ τῷ Ἰνδῷ ποταμῷ οἱ νότιοι Σκύθαιοἱ καὶ Ἰνδοσκύθαι καλούμενοικατοικοῦσιν , ὅστις Ἰνδικὸς κατέναντι τῆς
. Καίσαρι βορέαι παύονται πνέοντες . ιεʹ . Εὐδόξῳ ἄνεμοι νότιοι . ιϚʹ . Καλλίππῳ καὶ Κόνωνι ἐπισημαίνει . ιζʹ
6705953 πεσσοι
ἐκρίθησαν . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : „ ἔνθα Διὸς μεγάλου θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται „ . ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ
σκιᾶς : παροιμία ἐπὶ τῶν ἐνδιατριβόντων τοῖς μηδενὸς ἀξίοις . πεσσοί : αἱ παιδιαὶ ἀπὸ τῶν πεσσῶν , οἵπερ εἰσὶν
6705705 Λεπρεαται
ἔμενον οἴκοι οἱ Μαντινεῖς τούτων ἐπιμελόμενοι . Ἡραεῖς δὲ καὶ Λεπρεᾶται συνεστρατεύοντο τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τοὺς Μαντινέας . ὁ δὲ
ἐμβαλόντος δὲ τοῦ Ἄγιδος δι ' Αὐλῶνος , εὐθὺς μὲν Λεπρεᾶται ἀποστάντες τῶν Ἠλείων προσεχώρησαν αὐτῷ , εὐθὺς δὲ Μακίστιοι
6705429 Παφλαγονια
τῇ δευτέρᾳ Φρυγίᾳ , Καππαδοκία , Ἀρμενία , Γαλατία , Παφλαγονία , Πόντος Πολεμώνιος , Βιθυνία . Χῶραι ιδʹ .
καὶ τῆς Ξενοφῶντος μερίδος . τὰ δὲ ἀπὸ τοῦδε ἤδη Παφλαγονία . ἀπὸ Παρθενίου ἐς Ἄμαστριν πόλιν Ἑλληνίδα στάδιοι ἐνενήκοντα
6701848 κληρωτοι
δοκεῖν εἰληχέναι . ἐγίνοντο γάρ τινες , ὡς εἴπομεν , κληρωτοὶ ἐξ ὅλου τοῦ δήμου πρόεδροι . οὗτοι δὲ μετὰ
ἀρχὰς εἴδη τρία , ὧν ἓν μὲν καὶ φανερώτατον οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ ἄρχοντες , δεύτερον δὲ ὅσοι τι
6695532 ψηνες
τοῖς σύκοις ψῆνες καὶ κνῖπες , Ἀριστοφάνους εἰπόντος κνῖπες καὶ ψῆνες τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται . τρασιὰ δὲ οὐ μόνον
ἐστίν . Εὐλόγως δὲ καὶ γίνονται καὶ εἰσδύονται πάλιν οἱ ψῆνες εἰς τὰ ἐρινά : γίνονται μὲν γὰρ διὰ τὸ
6692594 Ἰασονιον
εἰς Πολεμώνιον πόλιν στάδιοι δέκα . ἀπὸ Πολεμωνίου εἰς ἄκραν Ἰασόνιον καλουμένην στάδιοι τριάκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνθένδε εἰς Κιλίκων
ἡ Ἡράκλειος ἄκρα πρῶτον ἔστιν , εἶτ ' ἄλλη ἄκρα Ἰασόνιον καὶ ὁ Γενήτης , εἶτα Κοτύωρα πολίχνη ἐξ ἧς
6692234 συνεζευγμενοι
ἐγγυητὰς παράσχωσιν . Ἐπιφανίου . Τῶν μὲν ἄλλων διαφέρουσιν οἱ συνεζευγμένοι , τῶν ἁπλῶν λέγω καὶ διπλῶν , ὅτι ἐν
δὲ αὐτοῦ εὔτακτα ληφθήσεται ἡμῖν οἱ ἀπὸ τετράδος συνεχεῖς τετραπλάσιοι συνεζευγμένοι τοῖς ἀπὸ τριάδος τριπλασίοις ὁμοταγεῖς ὁμοταγέσιν , οἷον ὁ
6686023 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
6683305 σατυροι
τρίτος Εὐριπίδης . Μήδεια , Φιλοκτήτης , Δίκτυς , Θερισταὶ σάτυροι . οὐ σώζεται . . . . Ἀριστοφάνους γραμματικοῦ
ἐστι καὶ Ἀριστίου μνῆμα τοῦ Πρατίνου : τούτῳ τῷ Ἀριστίᾳ σάτυροι καὶ Πρατίνᾳ τῷ πατρί εἰσι πεποιημένοι πλὴν τῶν Αἰχύλου
6682808 στρυφνοι
γὰρ τρέφουσι καὶ ἄρδουσι τὸ νόσημα : ἀλλ ' οἱ στρυφνοὶ καὶ ἀληθινοὶ καὶ μεστοὶ παρρησίας οὐκ ὀνειδίζουσιπάμπολυ γὰρ διαφέρει
ἱκανῶς ἐστι , καὶ τὰ φύλλα δὲ καὶ οἱ βλαστοὶ στρυφνοὶ καὶ ξηραίνουσιν ἰσχυρῶς . Κράμβη ξηραντικῆς ἐστι δυνάμεως ,
6677467 Ἀρμενιοι
αὐτίκα δεῆσον διώκειν , ἐπειδὰν ὑπαγάγωσι τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες οἱ Ἀρμένιοι ὥστ ' ἐγγὺς ἡμῖν γενέσθαι . οὕτω δὴ ἡγοῦντο
ἅμα τῇ χώρῃ καὶ τὸ οὔνομα μετέβαλον ἐς Φρύγας . Ἀρμένιοι δὲ κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο , ἐόντες Φρυγῶν ἄποικοι
6677134 μαχιμοι
ὅκως τὰ πολέμια ἀσκήσωσιν , ἀλλ ' ὅκως μὴ δόξωσι μάχιμοι εἶναι . Οἱ γὰρ κίνδυνοι οὐχ ὅμοιοι εἰσίν :
δὲ Παλάκῳ συμμαχήσοντες τῷ Σκιλούρου , καὶ ἐδόκουν μὲν εἶναι μάχιμοι , πρὸς μέντοι συντεταγμένην φάλαγγα καὶ ὡπλισμένην καλῶς τὸ
6676898 σπληνες
, καὶ μετὰ κρίσιν ἀπόσιτοι , καὶ χολώδεες , καὶ σπλῆνες μεγάλοι σκληροὶ , ὀδυνώδεες , καὶ αἰμοῤῥαγικοί : τισὶ
εἰ μή τισι , περὶ ὧν ὕστερον γράψω . Οὐδὲ σπλῆνες ἐπῄροντο , οὐδὲ δεξιὸν ὑποχόνδριον οὐδ ' ἐπώδυνον κάρτα
6675970 ἐκαιοντο
ἐρρέθη ὅτι φονευόμεναι παρὰ τῶν Τρώων αἱ Λοκρίδες ἀκάρποις ξύλοις ἐκαίοντο καὶ ἡ σποδὸς αὐτῶν εἰς θάλασσαν ἐρρίπτετο . ἡ
: ἀθρόας δὲ νιφούσης ἀδιαστάτῳ καὶ ἀπαύστῳ ῥύμῃ φλογός , ἐκαίοντο μὲν ἀγροὶ καὶ λειμῶνες καὶ λάσια ἄλση καὶ ἕλη
6666936 Ῥοδινου
ἀνὰ λι . ∠ ʹ : ἕψε ἐν διπλώματι . Ῥοδίνου , τερεβινθίνηϲ , μέλιτοϲ ἀνὰ # β , ψιμυθίου
: διπλώματι τήκεται , καὶ πάντεϲ οἱ λοιποὶ πεϲϲοί . Ῥοδίνου μύρου , κικίνου , τερεβινθίνηϲ , κηροῦ , μέλιτοϲ
6665808 Μαρμαριδαι
περιοικοῦσι τὰς Σύρτεις μέχρι Κυρήνης , Κυρήνη τε αὐτὴ καὶ Μαρμαρίδαι καὶ Ἀμμώνιοι καὶ οἳ τὴν Μάρειαν λίμνην κατοικοῦσι ,
δ ' Αὐσχῖσαι τὰ πρὸς τὴν δύσιν , οἱ δὲ Μαρμαρίδαι κατοικοῦσι τὴν μεταξὺ ταινίαν Αἰγύπτου καὶ Κυρήνης , μετέχοντες
6661255 κακοχυλοι
κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι ,
τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις
6660878 κροταλα
Γάλλαι μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες αἷς ἔντεα παταγεῖται καὶ χάλκεα κρόταλα . θυμελικὰν ἴθι μάκαρ φιλοφρόνως εἰς ἔριν . βλαστεῖ
Ἡρακλέους πῶς ἐκ τῆς ὕλης τὰς ὄρνιθας ἐκβάλῃ , χάλκεα κρόταλα δίδωσιν αὐτῷ Ἀθηνᾶ παρὰ Ἡφαίστου λαβοῦσα . ταῦτα κρούων
6659554 Λευκανοι
δοκοῦσι δικαιότερα λέγειν οἱ τοὺς ἐναντίους ἀποσφάξαντες . , : Λευκανοὶ δικάζονται ἀλλήλοις ὥσπερ ἄλλου τινὸς ἀδικήματος , οὕτω καὶ
πρώτη συνέστησεν ἀρχὴν μεσότητα καὶ τελευτήν . . . . Λευκανοὶ Ὄκκελος καὶ Ὄκκιλος [ ] ἀδελφοί . Βυνδάκου ἀδελφή
6659313 ἀπικνεονται
αὐτίκα πάντα καίονται . ἐς ταύτην τὴν ὁρτὴν πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπικνέονται ἔκ τε Συρίης καὶ τῶν πέριξ χωρέων πασέων ,
αὐτοῦ τε στέφεται καὶ τῶν ἄλλων ὁκόσοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἀπικνέονται , ἄρας δὲ ἀπὸ τῆς ἑωυτοῦ ὁδοιπορέει , ὕδασί
6654734 Ποντικοι
. Βορυσθένης ποταμὸς περὶ τὸν Πόντον , ὅθεν καὶ οἱ Ποντικοὶ Βορυσθενῖται , ὡς Μένανδρος λέγει : διεμέριζε γὰρ ὁ
Ἐκεῖθεν ἐπὶ Νίκαιαν φρουρουμένην Μιθριδατείῳ φρουρᾷ παραγίνεται . Οἱ δὲ Ποντικοὶ τὸν νοῦν τῶν ἐν Νικαίᾳ συνιδόντες ἐπὶ Ῥωμαίους ἀποκλίνοντα
6652456 καλουμενοι
περὶ τὸν ξύλινον νηχομένους . Ἀλλ ' οὐδ ' οἱ καλούμενοι θρᾷκες ὄρνεις , οὐδ ' οἱ δυτῖνοι καὶ οἱ
καταφυγὴ ἢ πέτρα ἀνεστῶσα ἐπὶ μέγα καὶ ὑψηλὸν ἢ οἱ καλούμενοι κρίβανοι : εἶεν δ ' ἂν κολπώδεις πέτραι βρωθεῖσαί
6652406 ἀμφιβολοι
. οἳ δ ' ἔπιπτον ἤδη λάβρως καὶ ἀθρόως , ἀμφίβολοι γεγονότες : καὶ ἀπέθανον αὐτῶν ἐς ὀκτακισχιλίους καὶ ὁ
ἔχω οὐκ ἀμαυρᾶς , ὅτι καλῶς μοι ἕξει . . ἀμφίβολοι : πανταχόθεν βαλλόμενοι . . . . . .
6647674 παραλιοι
ἀλλὰ πολυπραγμονεῖτε καὶ τοὐναντίον , ὅσαι μὲν ἐν ἠπείροις οὐ παράλιοι μόνον ἀλλὰ καὶ μεσόγειοι μοῖραι κατεπόθησαν , ὅση δὲ
πελάγει κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ Φασήλιδα πόλιν Λυκίας Παμφυλίας παράλιοι Ὀλβία . . . . . . . .
6641022 ἀκμονες
ἀντὶ τοῦ πληθυντικοῦ . πελάται ] ἔνοικοι , γείτονες . ἄκμονες : ἀκίνητοι ὑπὸ λόγχης , ὡς ἄκμων ὑπὸ σφυρῶν
. . / : . . . ὅθι τ ' ἄκμονες Ἡφαίστοιο αἱ τοῦ Αἰόλου νῆσοι ἑπτά . τούτων ἐν
6639363 σκεψαμενων
δὲ ἀρκούμενοι τῇ ὁλοσχερεῖ τούτου ἐπινοήσει λέγομεν , ὅτι τῶν σκεψαμένων περὶ αὐτοῦ οἱ μὲν ἔφασαν εἶναί τί τινος αἴτιον
φιλοσόφῳ ζητήσει μηδὲν προπετευόμενος . Τῶν οὖν περὶ ὑπάρξεως θεοῦ σκεψαμένων οἱ μὲν εἶναί φασι θεόν , οἱ δὲ μὴ
6635306 Ἐρυθρων
Κώρυκος ὄρος ἀρσενικῶς λεγόμενον ὑψηλὸν πλησίον Τέω τῆς Ἰωνίας καὶ Ἐρυθρῶν , ὡς Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . καὶ λιμὴν ὁμώνυμος καὶ
Ποσειδίῳ ποιοῦντι πορθμὸν ὅσον ἑξήκοντα σταδίων . μεταξὺ δὲ τῶν Ἐρυθρῶν καὶ τοῦ Ὑποκρήμνου Μίμας ἐστὶν ὄρος ὑψηλὸν εὔθηρον πολύδενδρον
6629508 Μινυου
Ἀρκαδίᾳ . ὁ δὲ τόπος Ὀρχομενὸς Μινύειος οὕτως ἐκλήθη ἀπὸ Μινύου τοῦ Ποσειδῶνος παιδὸς καὶ Καλιρρόης τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρὸς οὗπερ
ἐπὶ βραχὺ ἤγαγον μνήμης , οὐδὲν ὄντα ἐλάττονος θαύματος . Μινύου δὲ ἦν Ὀρχομενός , καὶ ἐπὶ τούτου βασιλεύοντος ἥ
6629151 θαλαττιοι
κύρτων καὶ ἀγκίστρων καὶ δικτύων τὸν τρόπον τοῦτον . κόλποι θαλάττιοι πολλοὶ τελευτῶσιν ἐς τενάγη τινά , καὶ ἔστι ταῦτα
γενομένους παλιναιρέτους . τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσὶ γὰρ θαλάττιοι ; γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . καὶ τὴν
6628206 Μηλιοι
μεγίστῳ . Μῆλος δέ ἐστι πόλις Θεσσαλίας . καὶ οἱ Μήλιοι πολιορκούμενοι ὑπὸ Ἀθηναίων λιμῷ ἐπιέσθησαν καὶ παραδεδώκασιν ἑαυτοὺς ,
συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες . Καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο : οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ
6622624 τελευταιοι
λεπτυνομένου καὶ καθαιρομένου τοῦ ὑπολειφθέντος ἀκριβέστερον ἐνεργήσουσιν : ὅθεν οἱ τελευταῖοι τῶν ὕπνων εὐθυονειρότεροι , καὶ καθαρώτερα τῇ ἀρχῇ τὰ
Χειρίσοφος πέμπει τῶν ἐκ τῆς κώμης σκεψομένους πῶς ἔχοιεν οἱ τελευταῖοι . οἱ δὲ ἄσμενοι ἰδόντες τοὺς μὲν ἀσθενοῦντας τούτοις
6621284 Βολβιτινον
ὁ πολίτης Βολβιτινίτης . τὸ κτητικὸν Βολβίτινος , ἔνθεν καὶ Βολβίτινον ἅρμα . . π . μον . λέξ .
ἐπὶ Ψαμμιτίχου τριάκοντα ναυσὶ Μιλήσιοι κατέσχον εἰς τὸ στόμα τὸ Βολβίτινον , εἶτ ' ἐκβάντες ἐτείχισαν τὸ λεχθὲν κτίσμα :
6620662 θαλαμαι
θαλάσσης Ἄρκτον ὑπ ' ὀμφαλόεσσαν ἐνάσσαο ἧχί τε Ῥείης Λοβρίνης θαλάμαι τε καὶ ὀργαστήριον Ἄττεω : αὐτὰρ ἐγὼ τόθι παῖδες
πετρῶν , κρεώδεις δὲ οἱ πελάγιοι , λεπτούς τε βόσκουσι θαλάμαι , τὰ φυκία δὲ ἐξιτήλους , ἔτι τε τὰ
6620544 παραθαλασσια
κόλπων ἐκ τῆς ἀνατολῆς ὑπερκερώσης , ἐκδέχεται [ τὰ ] παραθαλάσσια μέρη τῆς Σκυθίας παρ ' αὐτὸν κειμένης τὸν βορέαν
ὥρας ἐν ἑωυτῇ ἀξίας θώματος . Πρῶτα μὲν γὰρ τὰ παραθαλάσσια [ τῶν καρπῶν ] ὀργᾷ ἀμᾶσθαί τε καὶ τρυγᾶσθαι
6620487 ἀστεφανωτοι
τὴν ἡμέραν , ἐκ δὲ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων ὑμεῖς μὲν ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε , οὗτος δὲ κηρυχθήσεται ; καὶ
τῶν ἄλλων ὅσα νικῶσι δίδοται μετελάμβανον , οἱ δὲ οὐκ ἀστεφάνωτοι μόνον ἀπῄεσαν , ἀλλὰ καὶ ἧτταν ἐπονείδιστον ἐνδεξάμενοι τῶν
6618762 λαμπαδια
προσβάλλει σε κρόταλα καὶ θροῦς ἔναυλος καὶ ᾠδὴ ἄτακτος ; λαμπάδιά τε ὑπεκφαίνεται , παρ ' ὧν ἐστι τοῖς κωμάζουσι
μέσης λυχνίας ἐκπεφύκασιν εἰς ἀριθμὸν ἕβδομον : ἐπὶ δὲ πάντων λαμπάδιά τε καὶ λύχνοι ἑπτά , σύμβολα τῶν λεγομένων παρὰ
6617653 Σογδιανοι
καὶ πέντε , πεζοὺς δὲ δώδεκα . οἵ τε οὖν Σογδιανοὶ οἱ ἔτι ὑπολειπόμενοι ξὺν Σπιταμένει καὶ τῶν Βακτρίων οἱ
. . . . . ριε γʹ λθ γʹ Οἱ Σογδιανοὶ περιορίζονται ἀπὸ μὲν δύσεως Σκυθίας μέρει τῷ ἀπὸ τοῦ
6616624 Μινῳα
προσηγορεύκασιν Ἀθηναῖοι . μετὰ δὲ τὰς Σκειρωνίδας πέτρας ἄκρα πρόκειται Μινῴα ποιοῦσα τὸν ἐν τῇ Νισαίᾳ λιμένα . ἡ δὲ
περιγραφή : Σαμμώνιον ἄκρον νεʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ γʹ ιβʹʹ Μινῴα λιμήν νεʹ γʹʹ λεʹ δʹʹ Καμάρα πόλις νεʹ Ϛʹʹ
6616559 Λιβυες
δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων , τὰ δὲ δύο οὔ , Λίβυες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες , οἱ μὲν τὰ πρὸς
καὶ μαρτύρεσθαι τῷ πταρμῷ αὐτήν . νεανιεύονται δὲ καὶ οἱ Λίβυες ἀνὰ κράτος φάσκοντες καὶ τὰς αἶγας παρ ' αὐτοῖς
6616519 διαβαινοντες
Κτησίας . Ἐν Κρήτῃ ὀχετὸς ὕδατός ἐστιν , ὃν οἱ διαβαίνοντες ὕοντος τοῦ Διὸς ἄβροχοι διαβαίνουσιν , ἐφ ' ὅσον
Κτησίας . Ἐν Κρήτῃ ὀχετὸς ὕδατός ἐστιν , ὃν οἱ διαβαίνοντες ὕοντος τοῦ Διὸς ἄβροχοι διαβαίνουσιν ἐφ ' ὅσον ἐν
6614528 Μαρδοι
ἢ τὴν καλλίστην χώραν ἔχουσιν οἵ τε Γηλοὶ καὶ οἱ Μάρδοι καὶ οἱ Ἀτροπατηνοὶ ἄνδρες . Πρὸς δὲ τὸν νότον
Πέρσαι καὶ Ἰνδοὶ καὶ Κᾶρες οἱ ἀνάσπαστοι καλούμενοι καὶ οἱ Μάρδοι τοξόται : Οὔξιοι δὲ καὶ Βαβυλώνιοι καὶ οἱ πρὸς
6610590 ἐκπεφυκασιν
ἀρτηρίας . κωνοειδὴς τῷ σχήματι , ὑποπίμελος , ἐξ ἧς ἐκπεφύκασιν ἀρτηρίαι καὶ φλέβες δι ' ὧν ἐπιπέμπεται αἷμα καὶ
ἐξ ἀρτηρίης , ταύτῃ ἀμφιβεβηκυῖαι . Ἀρτηρίαι μὲν ἐκ τουτέου ἐκπεφύκασιν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἀρτηρίης τόνον ἔχουσαι . Ταύτῃ δέ
6610132 Ἐχινου
δῆλον ὡς μικτῆς ἐστι δυνάμεως ἀποκρουστικῆς τε καὶ διαφορητικῆς . Ἐχίνου τῆς πόας ὁ καρπὸς στρυφνὸς καὶ διὰ τοῦτο ἀποκρουστικός
ὡς Φίλων . ἔστι δὲ μεταξὺ Λαρίσσης τῆς Κρεμαστῆς καὶ Ἐχίνου . δευτέρα ἐστὶ καὶ τῆς Ἀττικῆς Ἀλόπη . τρίτη
6610041 ὑϲτερικωϲ
προϲώπου καὶ τῆϲ τῶν ἀγγείων διατάϲεωϲ , ἐπί τε τῶν ὑϲτερικῶϲ πνιγομένων καὶ τῶν ϲυνεχῶϲ λειποθυμούντων . Τί δύναται ἐλλέβοροϲ
. ἡ χρῆϲιϲ ἐν τοῖϲ παροξυϲμοῖϲ , ποιεῖ καὶ ταῖϲ ὑϲτερικῶϲ πνιγομέναιϲ . ἔϲτω δὲ τὸ φάρμακον ἀποκείμενον εἰϲ χαλκὴν
6610014 θυννοι
, τηλοῦ ἀπὸ τραφερῆς οὐδ ' ᾐόσιν εἰσὶν ἑταῖροι , θύννοι μὲν θύνοντες , ἐν ἰχθύσιν ἔξοχοι ὁρμήν , κραιπνότατοι
' αὐτῶν . Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί
6606254 ἀμφιταπητες
δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν ἐν Κιθαρῳδῷ ἐξανίσταμαι τὸν ἀμφιτάπητα
γάρ εἰσιν οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλὸν ἔχοντες , ἀμφιτάπητες δὲ οἱ ἐξ ἀμφοτέρων . ταυρόκτονος ὁ ὑπὸ ταύρου

Back