δὲ οὐκ ἔλεγε γυμνάσια , ὁ διὰ ταῦτα πολλὰ λοιδωρήσας Ἡρόδικον . αʹ . Φύσιες νούσων ἰητροί . Πεπληρωμένου τετάρτου
: ὑμεῖς οὖν , ὦ γραμματικοί , κατὰ τὸν Βαβυλώνιον Ἡρόδικον , μηδὲν τῶν τοιούτων ἱστοροῦντες , φεύγετ ' ,
6217415 ἀλεκτρυονας
. Μετὰ τὴν κατὰ τῶν Περσῶν νίκην Ἀθηναῖοι νόμον ἔθεντο ἀλεκτρυόνας ἀγωνίζεσθαι δημοσίᾳ ἐν τῷ θεάτρῳ μιᾶς ἡμέρας τοῦ ἔτους
ἀποκείρομεν , τὰς δὲ κεφαλὰς σκέπομεν . [ τοὺς δὲ ἀλεκτρυόνας ὁρῶμεν οὐδενὸς τοιούτου προσδεομένους , ὧν ἄνθρωποι ] σισύρας
5902616 Θεσπις
δὲ ποιηταὶ Αἰσχύλος , Σοφοκλῆς , Εὐριπίδης , Ἀρίων , Θέσπις , Φρύνιχος , Ἴων , Ἀχαιὸς καὶ ἕτεροι νέοι
τραγῳδίᾳ πρότερον μὲν μόνος ὁ χορὸς διεδραμάτιζεν , ὕστερον δὲ Θέσπις ἕνα ὑποκριτὴν ἐξεῦρεν ὑπὲρ τοῦ διαναπαύεσθαι τὸν χορὸν καὶ
5817529 ᾀδοντας
ἀλλ ' οὐκ ἐπί γε τοῖς Νιόβης ἢ Θυέστου πάθεσιν ᾄδοντας ἢ ὀρχουμένους , οὐδὲ κιθαρῳδοὺς οὐδὲ αὐλητὰς περὶ νίκης
οἱ δὲ ἰδιῶται νομίζουσι παρθένον τινὰ εἶναι τὴν ἀμειβομένην τοὺς ᾄδοντας ἢ βοῶντας , ἐν μέσοις που τοῖς κρημνοῖς κατοικοῦσαν
5334366 συμπατησαι
κάχρυς τοῖς κύρβεσιν . τῇ μάστιγι κνάψειν εὖ μάλα ἢ συμπατῆσαι . τοὺς ἐξοδίους ὑμῖν ἵν ' αὐλῶ τοὺς νόμους
τὰ παιδία μηδὲ ἀποπτύσαι τὸν χαλινόν , ἑλεῖν δὲ καὶ συμπατῆσαι τὰ θηρία , οἱ δὲ ἀκούουσιν οἶμαι καὶ ποιοῦσι
5252697 ὀνους
: αἱ γὰρ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων οὐχ ὁμοίως ὑπομένουσι τοὺς ὄνους ἐπὶ τῇ ὀχείᾳ ἕως ἂν κομῶσιν : οὗ ἕνεκα
ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν ἵππους τε καὶ ὄνους καὶ βοῦς καὶ καμήλους θαρροῦντας : εἰ δὲ καὶ
5247216 Φαιακας
μοι τοὺς Κυζικηνοὺς ἐπιὼν παραπλήσια τοῖς τῆς Ἀθηνᾶς πρὸς τοὺς Φαίακας λέγειν , μέγαν τε ἄγων ἐμὲ καὶ προμνώμενος συνουσίας
σταγόνας , κατὰ τῆς γῆς , ἐξ ὧν γεννηθῆναι τοὺς Φαίακας : οἱ δὲ τοὺς Γίγαντας . καὶ Ἀλκαῖος δὲ
5232142 κιθαρῳδους
Μισγόλας , οὗ καὶ Αἰσχίνης μέμνηται , ἐσπουδακὼς ἦν περὶ κιθαρῳδοὺς καὶ κιθαριστὰς ὡραίους . περὶ οὗ Τιμοκλῆς φησιν ὅτι
ἐστιν ὥσπερ ἂν εἰ τοὺς κήρυκας ἐκάλουν μόνους ἢ τοὺς κιθαρῳδοὺς ἢ τοὺς τραπεζίτας . τοιγαροῦν ἄνθρωποι παρίασι καὶ ἀνόητοι
5228947 ταχυτατους
ἔξω κύλικος καὶ μαχαίρας . . : Ἀλιτέμνιοι Λίβυες τοὺς ταχυτάτους αὑτῶν αἱροῦνται βασιλεῖς , τῶν δ ' ἄλλων τιμῶσι
συντόμους . ταχυρρόθους ] σπουδαίους . ταχυρρόθους ] πολλούς , ταχυτάτους . ταχυρρόθους ] + ταχὺν ἦχον ἔχοντας , ἤτοι
5191311 ἀργους
, ὥς φησιν Ὅμηρος οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς . ἦτρον τὸ γονάτιον ἢ τὸν ὀμφαλὸν τοῦ νάρθηκος
: Μ . . οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς : ὅτι οὐκ ὀρθῶς τινὲς οὐρῆας τοὺς φύλακας ,
5158506 τραγικος
ὁ δὲ νοῦς πέπαικται εἰς τραγῳδίαν : ὁ γὰρ χαρακτὴρ τραγικὸς , ὡς ἐν Ὀρέστῃ [ ] ἀναβοάσομαι πατρὶ Ταντάλῳ
Σωτίων τε καὶ Ἀγαθοσθένης οἱ φιλόσοφοι , καὶ Εὐριπίδης ὁ τραγικὸς οὑτωσὶ λέγων : ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν
5119858 ποιητης
Περικλέα ἤδη γηράσκοντε . καὶ Ἀγάθων δὲ ὁ τῆς τραγωιδίας ποιητής , ὃν ἡ κω - μωιδία σοφόν τε καὶ
ἐστιν εἰς τοὐπίσω , καὶ ἐξ ὑποστροφῆς , ὡς ὁ ποιητής : παλίντονα τόξα τιταίνων . . . . Ἄλλως
5096440 ἑστιωμενους
τούτου παισὶ καὶ θεοῖς πᾶσι καὶ Μούσαις , ἀπέλυσε τοὺς ἑστιωμένους . αʹ . Τί ἐστιν ἡ φύσις βʹ .
ὄψου , ἔφη , ὡς ἔοικας , ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους . ἀληθῆ , ἦν δ ' ἐγώ , λέγεις
5085898 στρωματεις
εἰς σακκοπήραν αὐτὸν ἐπιθήσουσί που ἐφ ' ὑποζύγιον . τοὺς στρωματεῖς ἔλυον . σπουδάζω τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν ἄνωθεν ἐνεκομβωσάμην
τὸν Τήιον ἰατρὸν Ἀντιπάρῳ συσσιτεῖν ψιλοτάπιδα ἔχοντι κρικωτὴν καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ
5076468 γελοιως
, ἡμῶν τῶν καθηγητῶν καὶ αἰδεσθήσεται ἡμῶν τὰς ὄψεις : γελοίως . ἅπαντας ἡμᾶς ὕβρισε καὶ μετέστησε Στασαγόραν τῆς στρατηγίας
εἶναι τὰς νίκας , εἰς ἃς αὐτὸς μηδὲν γέγραφε . γελοίως . ὁ δὲ νοῦς : τυγχάνεις οὖν σοφὸς ,
5057747 μιμουμενος
τοῖς ἀνδραγαθίαν ἀσκεῖν βουλομένοις . τίς γὰρ ἂν ἢ θεοσεβῆ μιμούμενος ἀνόσιος γένοιτο ἢ δίκαιον ἄδικος ἢ σώφρονα ὑβριστὴς ἢ
, οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ἀπεικάζεις , ἕψομαι τὸ μὲν μιμούμενος , ἐν δὲ τῷ νικώμενος . ἡκόντων γὰρ ἐκεῖθεν
5037438 εἰσαγοντας
. διὸ θαυμάσειέ τις ἂν τῶν Πλατωνικῶν τοὺς τὴν ἀπάθειαν εἰσάγοντας ὡς δόγμα Πλατωνικὸν καὶ τῇ ἡδονῇ λοιδορουμένους . ἔτι
ἔστιν νῦν ἡμῖν ὁ λόγος ἀλλὰ πρὸς τοὺς τὰς ἰδέας εἰσάγοντας : διὸ τούτους ἀφεὶς πρὸς Πλάτωνα τρέπεται . [
4999757 σοφιστας
ἄνδρα δεξιὸν περὶ λόγους καὶ μαθήματα , παρὰ μὲν τοὺς σοφιστὰς βαδίζειν | οὐκέτι ἐδοκίμαζον , συνόντες δὲ αὐτῷ Σωκράτει
' αὐτοκαβδάλους , οἳ δὲ φλύακας , ὡς Ἰταλοί , σοφιστὰς δὲ οἱ πολλοί : Θηβαῖοι δὲ καὶ τὰ πολλὰ
4995800 Φαβωρινος
μὲν ἀμαθεῖς φάγῃ λέγουσιν ἐπὶ τοῦ μέλλοντος . ὁ δὲ Φαβωρῖνος ἢ οὐκ ἐντυχὼν τῷ ἔδει ἢ ἀποστραφεὶς τὸν ἦχον
. ἡμεῖς οὖν ὡς οἱ ἀρχαῖοι , ἀλλὰ μὴ ὡς Φαβωρῖνος . Ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν , ἀλλ ' ἐθελοντήν
4952213 Ἀνυτου
καὶ ἐγὼ χρησμῳδῆσαί τι . συνεγενόμην γάρ ποτε βραχέα τῷ Ἀνύτου υἱῷ , καὶ ἔδοξέ μοι οὐκ ἄρρωστος τὴν ψυχὴν
ἂν οὖν , ὦ Ξενοφῶν , τὴν μιαρίαν τοῦ βυρσοδέψου Ἀνύτου γράφοιμι , τήν τε Μελήτου τόλμαν καὶ τὸ θράσος
4945581 τραγωιδιαι
ὑπὸ τῆι Καδμείαι πεσόντων , οὐχ ὡς Εὐριπίδης ἐποίησεν ἐν τραγωιδίαι μάχηι τῶν Θηβαίων κρατήσας , ἀλλὰ πείσας καὶ σπεισάμενος
νῦν ἐξαπίνης εἴληφε διαθήκας ποθὲν ἐστί τε πολίτης ὑμέτερος , τραγωιδίαι κενῆι τ ' ἀγόμενος τὴν κόρην ἀφήσεται [ .
4940751 Θεογνις
, ὑπ ' αὐτὸν τὸν χρόνον . ὅτ ' ἐνθαδὶ Θέογνις ἠγωνίζετο . Τοῦτον μετὰ Σιτάλκους ἔπινον τὸν χρόνον .
ἑαυτὸν βουλόμενος μὴ καταδαπανᾶσθαι ὑπὸ λιμοῦ , ὡς καὶ ὁ Θέογνις τοῦτο δηλοῖ πρὸς Κύρνον τινὰ οὕτω λέγων : χρὴ
4920924 νεους
θαυμάζει σφόδρα ὁ τεχνογράφος καὶ συμβουλεύει ἐπιμελέστατα αὐτὸ ἐκμαθεῖν τοὺς νέους , ἵνα μιμήσωνται ʃ γρ . ἄριστον τὠφήγημά σου
ἀρετῆς ἐφίεσθαι , εὐαγώγους εἰς ἀκολασίαν καὶ λαγνείαν παρασκευάζουσα τοὺς νέους , ἐπείπερ ὁ μουσικευσάμενος μολπαῖσιν ἡσθεὶς τοῦτ ' ἀεὶ
4918990 Κρατινος
ὁ τόπος , ἐν ᾧ Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν ἐκρίθησαν . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται
ὁ Συρακόσιος ἔν τινι τῶν δραμάτων ἐπ ' ὀλίγον καὶ Κρατῖνος ὁ τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιητὴς ἐν Εὐνείδαις , καὶ
4898871 ἑταιρους
λοιπαὶ * νῆες αὐτῶν * , εὗρον δὲ δακρύοντας τοὺς ἑταίρους . καὶ τότε μὲν εὐωχηθέντες κοιμῶνται , τῇ ἐπαύριον
Κριτίας Σωκρατικὸς ἀνὴρ εἷς τῶν λʹ . . . . ἑταίρους ἐξαιτήσεται ] ἀντὶ τοῦ φίλους σώσει . . .
4898100 ἱεροποιους
καὶ τέκτονας εἴποις ἄν , φιλοτιμούμενος δὲ καὶ νεωποιοὺς καὶ ἱεροποιούς , τοὺς δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγάλμασι χειροτέχνας οὐκ ἀγαλματοποιοὺς
τοὺς μὲν γὰρ γεωργοὺς ἀπέδειξε τοὺς δὲ δημιουργοὺς τοὺς δὲ ἱεροποιούς , τετάρτους δὲ τοὺς φύλακας : τοιαῦτα δὲ πλείω
4893635 ἀπαιδευτως
, καὶ τὰ τοιαῦτα : καὶ οὕτω διόλου προβαίνουσιν οἱ ἀπαιδεύτως τοιοῦτον εἶδος τῶν στοχασμῶν προδεχόμενοι . Ἐρῶν τις ἑταίρας
καὶ ἀδύνατόν ἐστιν αὐτὴν συναληθεύειν , καθάπερ , φησίν , ἀπαιδεύτως τινὲς τοῦτο ὑπελάμβανον , μάρτυρα παράγοντες τὸν Ἡράκλειτον ,
4886947 Ἐπιχαρμος
Εὐριπίδης ἐν Σκίρωνι : ἢ προσπηγνύναι κράδαις ἐριναῖς . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Σφιγγί : ἀλλ ' οὐχ ὅμοιά γ '
τὸ ἐν Ἡλιάσιν Αἰσχύλου „ ἀφθονέστερον λίβα „ . καὶ Ἐπίχαρμος δὲ ἐν Πύρρᾳ ” εὐωνέστερον ” ἔφη . καὶ
4873418 Φρυγιους
καὶ τοὺς κιθαριστηρίους καὶ τοὺς δακτυλικοὺς καὶ τοὺς ἐλύμους ἤτοι Φρυγίους καὶ τοὺς διόπους καὶ μεσοκόπους καὶ ὑποτρήτους . ὅτι
γὰρ καὶ Ἀριστοτέλης ὁ περὶ Εὐβοίας πεπραγματευμένος καὶ ὁ τοὺς Φρυγίους λόγους γράψας καὶ Δαΐμαχος καὶ Διονύσιος ὁ Χαλκιδεὺς οὐ
4871686 σκωπτοντες
διὰ τὸ δειλὸν εἶναι φησί : εἰώθαμεν γὰρ τοὺς δειλανδροῦντας σκώπτοντες γυναῖκας καλεῖν : καὶ ὁ ποιητὴς ἀχαιΐδες οὐκέτ '
ἐχόντων σπάνιν γενείων . Πώγων γάρ ἐστι λιμὴν Τροιζήνιος : σκώπτοντες οὖν τοὺς κακογενείους , ἔλεγον , Βάδιζε εἰς Τροιζῆνα
4862777 ὀρχεισθαι
καὶ ἔστι τὸ ἔργον αὐτὸ τὸ ἀποπληροῦν , ὡς τὸ ὀρχεῖσθαι ἡ ὄρχησις , ἀλλ ' ἔσται καὶ τῆς τοιαύτης
ὁ ἡμέτερος λόγος διεξέρχεται , παρεὶς τὸ θερμαυστρίζειν καὶ γέρανον ὀρχεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ὡς μηδὲν τῇ νῦν ταύτῃ ἔτι
4862415 αἱσιν
„ χρῆσόν μοι σύ , φησί , τὰς χύτρας ἐν αἷσιν ἧψες τοὺς κυάμους . „ καὶ ταῦτά τε εἴρητο
ἔπειτα χρῆσόν μοι σύ , φησί , τὰς χύτρας ἐν αἷσιν ἧψες τοὺς κυάμους . καὶ ταῦτά τε εἴρητο καὶ
4861527 θαλαττιους
τὰς δὲ τοῖς ὅπλοις , λῃστὰς δὲ χερσαίους τε καὶ θαλαττίους καὶ πάντας ὅσοι ῥώμῃ σώματος θαρροῦντες ὕβριζον εἰς τοὺς
πιαίνεσθαι . διόπερ οὐκ ἂν ἁμάρτοι τις λέγων ὗς εἶναι θαλαττίους τοὺς θύννους . [ εἰσὶν γὰρ οἱ θύννοι οἷον
4859875 παλαιους
καὶ ὁ ἄκρατος οἶνος . ὅθεν καὶ χαλιμὰς γυνὴκατὰ τοὺς παλαιούς ἡ ὑπὸ μέθης χαλωμένη τὸ σῶμα . . .
. ἔστω τὸν Κριὸν ἀνατέλλειν μοίραις κα μ κατὰ τοὺς παλαιούς , οἳ γίγνονται ἐνιαυτοὶ κα καὶ μῆνες ὀκτώ .
4854403 φιλαυτους
ὅσον συντελεῖ πρὸς τὰ κάλλιστα . Τίνος ἕνεκεν τοὺς ὄντως φιλαύτους οὐκ ὀνειδίζομεν ἀλλ ' ἀποδεχόμεθα , διὰ τούτων λέγει
. ἐν γὰρ ταῖς ἔρισιν καὶ ταῖς διαμάχαις καὶ φιλονεικίαις φιλαύτους λέγουσιν , ὡς ταὐτὸν ὂν τὸ φίλαυτος τῷ αἴσχιστος
4843004 ἑρμινας
ἐξεκέχυντο , ἠΰτ ' ἀράχνια λεπτά . τοὺς μὲν οὖν ἑρμῖνας , Ἑρμοῦ λογίου τυγχάνοντας ἐπωνύμους , τοὺς λόγους εἶναι
δὲ καὶ πόδα κλίνης . ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησιν “ ἑρμῖνας ἐκάλουν τοὺς πόδας τῶν κλινῶν , οὗτοι δὲ ἦσαν
4828201 κυνας
: καὶ γὰρ εἰ πάνυ ὠκὺς τύχοι καὶ πολλὰς πολλάκις κύνας διαπεφευγώς , ἀλλά γε ἐξ εὐνῆς ἀνιστάμενον καὶ ξὺν
Ἑκάτης : καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας
4822508 παριοντας
Λιτυέρσας ἦν Μίδου νόθος παῖς , γεωργὸς δὲ ὢν τοὺς παριόντας θερίζειν ἠνάγκαζε καὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν συναπέτεμε τοῖς δράγμασιν
τοίνυν τῆς ἐπιούσης ἐπὶ τῆς λεωφόρου ὁ Αἴσωπος καὶ τοὺς παριόντας περισκοπῶν , ὁρᾷ τινα ἐφ ' ἑνὸς τόπου ἱκανὸν
4820221 ποιητας
[ περι νικης ομηρου [ Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον τοὺς θειοτάτους ποιητὰς πάντες ἄνθρωποι πολίτας ἰδίους εὔχονται λέγεσθαι . ἀλλ '
ὧν ἀκούοντες παιδεύονται πρὸς ἀνδρείαν : καὶ περὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς οὐδένα λόγον ἔχοντες , περὶ τούτου οὕτω σφόδρα ἐσπουδάκασιν
4809562 συγγεγραφως
? παύσαισθε τειˈχοδομοῦντες [ ] Τίμαιος ὁ τὰς Σικελικὰς ἱστορίας συγγεγραφὼς ἐν † Ῥηγίῳ † φησὶ τοὺς Λοκροὺς καὶ τοὺς
ὁ Λυδὸς , ἢ ὁ εἰς αὐτὸν τὰς ἀναφερομένας ἱστορίας συγγεγραφὼς , Διονύσιος ὁ Σκυτοβραχίων , ὡς Ἀρτέμων φησὶν ὁ
4791909 Βραχμανας
παρασκευάζεσθαι . ταῖς δὲ γυναιξὶ ταῖς γαμεταῖς μὴ συμφιλοσοφεῖν τοὺς Βραχμᾶνας , εἰ μὲν μοχθηραὶ γένοιντο , ἵνα μή τι
οἱ τῶν Ἰνδῶν λόγιοι : ἐν δὴ τοῖς καὶ τοὺς Βραχμᾶνας ἀριθμεῖν ἄξιον , καὶ γάρ τοι καὶ ἐκεῖνοι ὑπὲρ
4779051 οἰκτους
τείχεσι πολεμίων ὁσάκις πρῶτος ἐπέβη . τελευτῶν δ ' εἰς οἴκτους κατέβαινε καὶ δεήσεις , ἀντὶ τῆς ἑαυτοῦ πρὸς ἅπαντας
θωΰσσεις ; ποῖ λόγος ἥκει ; διὰ γὰρ μελάθρων ἄιον οἴκτους οὓς οἰκτίζηι . διὰ δὲ στέρνων φόβος ἀίσσει Τρωιάσιν
4777178 ἀναζητειν
ἀρτάναι ] ἀγχόναι . ἔοικεν ] ἔοικεν ὡς κύων εὔρις ἀναζητεῖν εἰ γέγονεν ἐνθάδε παλαιὸς φόνος . μαρτυρίοισι ] φαντάζεται
τυράννοις φίλοις χρῆσθαι , ἀλλὰ τὼς ἀλφιτοπώλας καὶ τὼς καπήλως ἀναζητεῖν , οἵτινες δικαίως τὰ ἄλφιτα καὶ τὸν οἶνον πωλοῦσιν
4776124 θαυμαζοιμεν
ἀπαλλάττειν : * * καὶ τί ἂν γίγνεσθαι οὐκ ἂν θαυμάζοιμεν . Οὕτως ἔχει . Πότερον οὖν δοκοῦσί σοι οἱ
καλὰς οὐ πλέον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας : οὐκ ἂν οὖν θαυμάζοιμεν εἰ οἱ πολέμιοι , ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς
4765444 σοφιστικως
φαύλαις τε καὶ ταῖς ἀγαθαῖς ὡς ὂν φύσει τοιοῦτον , σοφιστικῶς ἐκεῖνος ἐπήγαγε τὸ ὡς ταχὺ μετῆλθόν ς ' αἷμα
ἀγείροντα ἑωρᾶσθαι καὶ νῦν καθήμενον ἐπὶ θρόνου τινὸς ὑψηλοῦ μάλα σοφιστικῶς καὶ σοβαρῶς , μέλλοντα ὑμᾶς προκαλέσεσθαι ἀφ ' ὧν
4743196 περιεστωτας
, λογάδα τε πᾶσαν ἐξέπληττεν ἀκοὴν καὶ τοὺς τὸν σύλλογον περιεστῶτας ἐκήλει , ὥστε τὴν Ἰσοκράτους ἐν τῷ τάφῳ Σειρῆνα
ἔχει . οὐκοῦν ὑπόνοια ἐσέρχεται καὶ τὸν βασιλέα καὶ τοὺς περιεστῶτας αὐτόν , καὶ ποιοῦνται ἐνθύμιον τὴν τοῦ κυνὸς ὑλακὴν
4740643 ὀνειρους
ἡ ψυχή μου περὶ τοῦ μὴ εἰς ἅπαν ἀσαφείᾳ τοὺς ὀνείρους ἐπισκιασθήσεσθαι : δεῖγμα γὰρ σοφίας ὁ νεανίας οὗτος ὑποφαίνει
. ὁ μὲν γὰρ θεὸς πρὸς τὸ ἀποβησόμενον δίδωσι τοὺς ὀνείρους τῇ ψυχῇ τοῦ ὁρῶντος φύσει μαντικῇ οὔσῃ ἢ εἴ
4735625 ποιμενας
γὰρ μὴ διδαχθέντας αὐλεῖν τε καὶ συρίζειν , ὡς τοὺς ποιμένας . ὅτι οἱ Φοίνικες , ὥς φησι Ξενοφῶν ,
ἐκλαβεῖν τὸ οἷοι : ὁποῖοι ἀγαθοὶ ἔρωτες . πιθανῶς δὲ ποιμένας δώρων Ἀφροδίτης τοὺς ἔρωτάς φησιν : ὡς γὰρ ὁ
4735487 διαλογους
γελωτοποιόν , τὴν μιμητικὴν ὥσπερ κατορθῶσαι βουλόμενος : ὁ γὰρ διαλόγους γράφων μίμησιν προσώπων εἰσάγει . ἐφοίτησεν δὲ καὶ γραφεῦσιν
δ ' αὐτὸν Ἐρατοσθένης ἐν τοῖς Πρὸς Βάτωνα καὶ Κυνῶν διαλόγους συνθεῖναι : οἱ δέ , γεγραφέναι μὲν Αἰγυπτίους τῇ
4732192 κιθαριστης
Οὐκοῦν τῶν μανθανόντων οἱ διδάσκαλοι διδάσκαλοί εἰσιν , ὥσπερ ὁ κιθαριστὴς καὶ ὁ γραμματιστὴς διδάσκαλοι δήπου ἦσαν σοῦ καὶ τῶν
φησιν οὕτω : περὶ αὐτῷ εἶχε κιθαριστὰς καὶ κιθαρῳδούς . κιθαριστὴς μέν ἐστιν ὁ μόνον ψάλλων , κιθαρῳδὸς δὲ ὁ
4728460 χαλκεας
βασιλεῦσιν οἱ μὴ ψευδώνυμοι , τοὺς φαλακροὺς δὲ καὶ τοὺς χαλκέας τοὺς ἐπιθεμένους τῇ δεσποίνῃ ὀρφανευθείσῃ οὐκ ἐποίει Πλάτων δημιουργοὺς
γναφέας αὐτῶν ἢ τοὺς σκυτέας ἢ τοὺς τέκτονας ἢ τοὺς χαλκέας ἢ τοὺς γεωργοὺς ἢ τοὺς ἐμπόρους ἢ τοὺς ἐν
4726113 θαυμαστους
. εἶναι δέ φασι καὶ τάφους ἐνταῦθα τῶν ἀρχαίων βασιλέων θαυμαστοὺς καὶ τῶν μεταγενεστέρων τοῖς εἰς τὰ παραπλήσια φιλοτιμουμένοις ὑπερβολὴν
μετ ' ὀλίγα : διὸ δὴ δεῖ πάντως τοὺς εὐθύνους θαυμαστοὺς πᾶσαν ἀρετὴν εἶναι . „ ἡμεῖς τούτους λογιστὰς λέγομεν
4720637 κωμικος
τῶν παρασίτων ὃν Μένανδρος πτερνοκοπίδα καλεῖ . Μάχων τε ὁ κωμικὸς μέμνηται Κορύδου λέγων : τὸν Κόρυδον ἠρώτησεν Εὐκράτης πῶς
δούλους , διὰ πολέμου δ ' ἡλωκότας , Θεόπομπος ὁ κωμικὸς ἀποχρησάμενος τῇ φωνῇ φησι : δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια
4719934 Σωκρατικους
καὶ βελτίων ἂν φαίνεσθαι . τρέψομαι δὲ ἤδη ἐπὶ τοὺς Σωκρατικούς , οὓς δὴ ἀναγκαιοτάτους εἶναί φημι παντὶ ἀνδρὶ λόγων
περὶ αὐτοῦ ταῦτά φησι Τίμων , προσπαρατρώγων καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς : ἀλλ ' οὔ μοι τούτων φλεδόνων μέλει ,
4718357 χειροτεχνας
ἤδη τὸ τῶν λῃστῶν ὄνομα , μισθοὺς ἐκάλουν στρατιωτικούς . χειροτέχνας τε εἶχον ἐπ ' ἔργοις δεδεμένους καὶ ὕλην ξύλου
. ταῦτα μαθόντες οἱ Ῥωμαῖοι εὐθὺς ἐπέστησαν τοῖς ἔργοις τοὺς χειροτέχνας . . Ὡς δὲ ταῦτ ' ἤκουσαν Οὐιεντανοὶ παρ
4716449 αὐλους
μὲν καὶ ἦχον σύντονον καὶ παρακλητικὸν ἐς ὅπλα κατεσίγασαν , αὐλοὺς δὲ καὶ αὐλητὰς παραλαβόντες , ἐπεὶ ὁμοῦ ἦσαν καὶ
χαλκευτικὴ ὅπλα ποιεῖ , ἡ δὲ τεκτονικὴ ἐκ τῶν ξύλων αὐλοὺς καὶ λύρας . ἡ δὲ χρηστική , οἷον ἱππικὴ
4714558 Εὐπολις
Φερεκράτης . τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν
σιπύα , ἔστι δὲ πολλάκις παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κωμικοῖς : Εὔπολις Χρυσῷ γένει , Ἀριστοφάνης Τελμησεῦσιν . Σιτηρέσιον : τὸ
4710159 διθυραμβους
, καὶ γραφικῆς ἐπιμεληθῆναι καὶ ποιήματα γράψαι , πρῶτον μὲν διθυράμβους , ἔπειτα καὶ μέλη καὶ τραγῳδίας . ἰσχνόφωνός τε
τοῦ χορευτοῦ . Δικαιογένης : τραγῳδίας οὗτος ποιητής . καὶ διθυράμβους ἔγραψε . Δικαιόπολις : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Θρασυβούλου
4708018 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
4706280 χιτωνισκους
δικασταὶ καταψηφιούμενοι , παραγαγὼν αὐτὴν εἰς τοὐμφανὲς καὶ περιῤῥήξας τοὺς χιτωνίσκους γυμνά τε τὰ στέρνα ποιήσας τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους ἐκ
τοὺς παλμούς , εἰ σωτήριοι : πολλάκις δὲ καὶ τοὺς χιτωνίσκους ἀναστείλαντες , εἰ περιπληθής ἐσθ ' ἡ γαστὴρ ἐξετάζουσιν
4697103 λυκους
ὁμόφωνον τῇ πόλει . Λυκόφρων ” καὶ δευτέρους ἔπεμψαν Ἄτρακας λύκους „ . τινὲς δὲ διὰ τοῦ γ ἔκλιναν Ἄτραγος
ἀριθμόν . διὰ τί δὲ οὐ συμβολικῶς καὶ τούτους καλεῖ λύκους καὶ παρδάλεις καὶ λέοντας ἢ δράκοντας ἢ ἄλλην κλῆσιν
4695023 ὀρνιθας
. . . . . . . . . . ὄρνιθας ἀποστέλλει . βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ Δημέα ,
εἴτε δῶρον λαβὼν ἐς τὴν ἀγέλην τὴν σεαυτοῦ καὶ τοὺς ὄρνιθας τοὺς ἠθάδας ἐθέλοις ἀριθμεῖν , οὐκ ἀπολύσεις οὐδὲ ἀφήσεις
4687067 Ἀρισταρχος
, ἐπεὶ οἱ νικῶντες ἐκ τοῦ ὑμνεῖσθαι εὐκλεεῖς γίνονται . Ἀρίσταρχος δὲ ἀκούει Ὠκεανοῦ θυγατέρα Καμάριναν τὴν λίμνην , ἀφ
: “ παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς θῆκεν ἄεθλα . ” ὅθεν καὶ Ἀρίσταρχος ἀναγινώσκει “ μεῖζον ἄεθλον : ” τὸ γὰρ ἔπαθλον
4676795 σκωπας
κατεχομένους . τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν λέγουσι καὶ τοὺς σκῶπας : καὶ γὰρ τούτους ὀρχήσει λόγος ἁλίσκεσθαι . μνημονεύει
, τοὺς δὲ οὔ . διὸ καὶ καλεῖσθαι τοὺς μὲν σκῶπας αὐτῶν , τοὺς δ ' ἀείσκωπας : εἰσὶ δὲ
4673386 αὐλουντας
τὰς ἐν τῷ Πειραιεῖ αὐλητρίας καὶ τὰ πορνεῖα καὶ τοὺς αὐλοῦντας καὶ ᾄδοντας καὶ ὀρχουμένους , ταῦτα πάντα δεινὰ ὄντα
καλαμαυλήτην εἴπατε χαῖρε Θέων . ὥσπερ οὖν τοὺς τῷ καλάμῳ αὐλοῦντας καλαμαύλας λέγουσι νῦν , οὕτω καὶ ῥαππαύλας , ὥς
4672471 ἀψυχους
ἀπομαραίνουσαν τὴν ἀκμήν . ὁ μὲν οὖν Σκόπας καὶ τὰς ἀψύχους εἰδωλοποιῶν γενέσεις δημιουργὸς ἀληθείας ἦν καὶ τοῖς σώμασι τῆς
καὶ τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον : ἤγουν καὶ τὰς ἀψύχους στήλας κινεῖ πρὸς τὸν αὐτῆς ἔρωτα . καὶ ὅταν
4661224 ἀφωνους
γῆν , μὰ ποταμούς . βαρβάρους ὄντας : Ἀντὶ τοῦ ἀφώνους ἢ ἀνηκόους ἀνθρώπων καὶ μὴ εἰδότας αὐτῶν τὴν φωνήν
δευτέρας τύχης γένηται , ὃ προσαγορεύεται δαίμων , κωφοὺς ἢ ἀφώνους ποιεῖ : ἐὰν δὲ ἀνατολικὸς ᾖ , περίεργοι γίνονται
4641366 Ξενοφανης
ἐκ τῆς ἐναργείας τοῦ ζητουμένου . καὶ τοῦτο πρῶτον εἶπε Ξενοφάνης : καὶ τὸ μὲν οὖν σαφὲς οὔ τις ἀνὴρ
ὁ Ἀπολλωνιάτης ἀέρα , Ἵππασος δὲ ὁ Μεταποντῖνος πῦρ , Ξενοφάνης δὲ ὁ Κολοφώνιος γῆν καὶ ὕδωρ , Οἰνοπίδης δὲ
4637490 λαρινους
κεράτων , ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσιν . Ἐρατοσθένης δὲ σύας λαρινοὺς προσηγόρευσε μετάγων ἀπὸ τῶν λαρινῶν βοῶν οὕτω κληθέντων ἢ
δὲ Γ τὴν ρι συλλαβὴν δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ λαρινοὺς τοὺς μεγαλορίνους : ἐν δὲ τῇ Χαονίᾳ φασὶ τοιούτους
4633771 ἀγοραιους
, τοῦ στόματος τῷ στρογγύλῳ , τοὺς νοῦς δ ' ἀγοραίους ἧττον ἢ κεῖνος ποιῶ . Ἀριστώνυμος δ ' ἐν
μὲν ποιητικὴν μουσικὴν ἀστρονομίαν σοφιστὰς καὶ τῶν ῥητόρων τοὺς μὴ ἀγοραίους , ὑποσόφους δὲ ζωγραφίαν πλαστικὴν ἀγαλματοποιοὺς κυβερνήτας γεωργούς ,
4631248 τραγικους
, ἀλλὰ τῶν γειτόνων Βοιωτῶν , τῷ μήτε Ὅμηρον μήτε τραγικοὺς μήτε Θουκυδίδην ἢ Πλάτωνα κεχρῆσθαι αὐτοῖς . . .
δέ σε καὶ τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς πολλάκις ἑωρακέναι τοὺς τραγικοὺς ὑποκριτὰς τούτους πρὸς τὰς χρείας τῶν δραμάτων ἄρτι μὲν
4630924 τετριγωτας
τῷ ποιητῇ ἀκρόπολιν πόλιν ἄκρην . πεποιημένον , ὡς τὸ τετριγῶτας καὶ κελαρύζει , καὶ λάψοντες γλώσσῃσι . Περίφρασίς ἐστι
ἔστω . . ἔνθ ' ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει τιτίζοντας . εὐτελὴς δὲ ἡ
4629347 μυθους
ὕστερον οἱ ἀστρολόγοι ὡς ἔμπειροι προσέθεσαν , οἳ αὐτοὶ καὶ μύθους οἰκείους προσέπλασαν . οὐδὲν οὖν κωλύει δημιουργὸν λέγειν τὸν
ἀγγέλλεις τοὺς Ζηνὸς παῖδας κυδίστῃ Ῥείῃ , δέχῃ γὰρ πάντας μύθους μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις , καί μοι πρῶτον μὲν ψυχὰ
4628134 Θερσιτην
τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων ποιήσειεν ἐν τραγῳδίᾳ τὸν Θερσίτην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων στεφανούμενον , οὐδεὶς ἂν ὑμῶν ὑπομείνειεν
: τὰ δὲ τῶν ὑμετέρων λόγων ἐπιτηδεύματα κατὰ τὸν ἀμετροεπῆ Θερσίτην γίνεται . πῶς πεισθήσομαι τῷ λέγοντι μύδρον τὸν ἥλιον
4625876 ἐβροντα
τριῶν λαικαστριῶν . Ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος ἤστραπτ ' , ἐβρόντα , ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα , ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια
ὁ Ζεὺς Ὀλύμπιος καλεῖται , ἐπήγαγε τὸ “ ἤστραπτεν , ἐβρόντα ” . Γ ἐτίθει νόμους : μιμούμενος τὸν τῶν
4622074 συνοντας
ἴδοις ἂν τὸν μὲν γεωργικὸν μακαρίζοντα τοὺς ἀστικούς , ὡς συνόντας βίῳ χαρίεντι καὶ ἀνθηρῷ : τοὺς δὲ ἀπὸ τῶν
μάλιστα πάντων ἀνθρώπων , ἔπειτα διαλεγόμενος προετρέπετο πάντων μάλιστα τοὺς συνόντας πρὸς ἐγκράτειαν . ἀεὶ μὲν οὖν περὶ τῶν πρὸς
4612837 αὐλειν
αὐλοῖς τὸ ἐπίταγμα : ἡ γάρ μοι τέχνη ἐστὶν ἀνθρώποις αὐλεῖν . Δωρίων μὲν οὖν θεοῖς αὐλεῖν ἐδεδοίκει , ἐγὼ
ἢ τὴν Μήδων καὶ Ἀράβων στολὴν λάβωσιν , ὥσπερ οὐδὲ αὐλεῖν ἱκανοὶ ἔσονται τὰ τῶν αὐλητῶν ἐνδεδυκότες . οὐδὲ γὰρ
4606231 κιθαρισιν
φασὶ δὲ τὸν Στρατόνικον τοῦτον , πολυχορδίαν εἰς τὴν ψιλὴν κιθάρισιν πρῶτον εἰσενεγκεῖν καὶ διάγραμμα συστήσασθαι , εἶναι δὲ καὶ
ἔχον ἀστείαν καὶ τὸν ἦχον προσβάλλον ἁδρότερον , ψιλὴν δὲ κιθάρισιν πρῶτος Ἀριστόνικος ὁ Ἀργεῖος εἰσήγαγεν , μετέστησεν δὲ ταύτην
4601729 ἀπαιδευτους
θεοφιλεστέραν . εὐλαβοῦ μέντοι μή ποτε ἐκπέσῃ ταῦτα εἰς ἀνθρώπους ἀπαιδεύτους : σχεδὸν γάρ , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , οὐκ
ἐπὶ τοῦ ψόγου ταύτην τάσσει : τοὺς γὰρ αὐθάδεις καὶ ἀπαιδεύτους ἀγερώχους λέ - γει . ὁ δὲ Ὅμηρος τοὺς
4601551 ἐκφαυλιζων
κύνα : λιμηράν . κύνα δὲ τὸ πρόβατον ἴσως ἔφη ἐκφαυλίζων αὐτό . κακὰν κύνα : γεγηρακυῖαν . δήλετ '
αὐτὸς Ἑκάτης βρώματα ταῦτά φησιν . Ἔφιππος δὲ ὁ ποιητὴς ἐκφαυλίζων τοὺς μικροὺς ἰχθῦς φησί : φράζε ἰχθῦς φρονοῦντας μή
4598349 Ὁμηρος
καὶ τὰς σπονδὰς μετ ' αἰδοῦς τὴν συνουσίαν ποιῆται . Ὅμηρος οὖν φησιν : ἦλθεν δ ' Ἀθήνη ἱρῶν ἀντήσουσα
ἢ τῷ παραυλίζεσθαι καὶ παρακοιμᾶσθαι τοὺς δορυφόρους τοῖς βασιλείοις . Ὅμηρος δὲ τὴν αὐλὴν ἀεὶ τάττει ἐπὶ τῶν ὑπαίθρων τόπων
4595346 ῥητορας
] καὶ ἐν τῷ τρόπῳ τῆς τιμωρίας ἁμαρτάνοντας δείκνυσι τοὺς ῥήτορας : φησὶ γὰρ τότε ἐξέσται τὸν τρόπον σκοπεῖν .
εἰσιν . Ἀεὶ σὺ προσπαίζεις , ὦ Σώκρατες , τοὺς ῥήτορας . νῦν μέντοι οἶμαι ἐγὼ τὸν αἱρεθέντα οὐ πάνυ
4594453 πωλους
ὑπὸ ἱππείας πολλῆς περιληφθῶσιν , οὐ βούλονται φεύγειν καταλιπόντες τοὺς πώλους , ἀλλὰ μάχονται καὶ κέρατι καὶ λακτίσμασι καὶ δήγμασι
. φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους τεταμένας ἐν λεπτοπήνοις ὕμεσιν
4588790 Πωλον
ἅπαντας ὡς οὐδὲν ᾔδει : τὸν δὲ Ἱππίαν καὶ τὸν Πῶλον καὶ τὸν Γοργίαν , ὧν ἕκαστος αὑτὸν μάλιστα ἐθαύμαζε
ἔπαθεν . καὶ ἔγωγε κατ ' αὐτὸ τοῦτο οὐκ ἄγαμαι Πῶλον , ὅτι σοι συνεχώρησεν τὸ ἀδικεῖν αἴσχιον εἶναι τοῦ
4571910 Ἀριστων
ὅσα ἐντυχὼν τῷ συγγράμματι εἴποι , κομίσαντος Εὐριπίδου καθά φησιν Ἀρίστων , ἐν τῷ περὶ Σωκράτους εἰρήκαμεν . Σέλευκος μέντοι
τε πρόδρομοι ἱππεῖς καὶ οἱ Παίονες , ὧν Ἀρέτης καὶ Ἀρίστων ἡγοῦντο . ξυμπάντων δὲ προτεταγμένοι ἦσαν οἱ μισθοφόροι ἱππεῖς
4569101 ἐχαλεπαινεν
ἐδεῖτο τοῦ Κλεάρχου μὴ ποιεῖν ταῦτα . ὁ δ ' ἐχαλέπαινεν ὅτι αὐτοῦ ὀλίγου δεήσαντος καταλευσθῆναι πράως λέγοι τὸ αὑτοῦ
τοῖς ἤθεσι διαφορῶν , ὥς φησι Χαμαιλέων , ὅτ ' ἐχαλέπαινεν , ἀναλαμβάνων τὴν λύραν ἐκιθάριζεν . πρὸς δὲ τοὺς
4564169 Ἀδικει
δὲ ὁ κατήγορος Μέλητος , βδελυρὸς ἄνθρωπος καὶ συκοφάντης . Ἀδικεῖ , φησί , Σωκράτης , τοὺς νέους διαφθείρων καὶ
ἑαυτῷ ἐν τῇ γραφῇ ὥσπερ ἂν εἰ εἴποι : “ Ἀδικεῖ Σωκράτης θεοὺς οὐ νομίζων , ἀλλὰ θεοὺς νομίζων .
4563218 ἠθαδας
καὶ ταύτῃ δήπου καταγνῶναι πάρεστι . τοὺς γοῦν ὄρνεις τοὺς ἠθάδας καὶ τοὺς ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν
ἐν Λακεδαίμονι ἐφήβων καθεστήκασιν . ἐπὶ δὲ τῇ θυσίᾳ κάπρους ἠθάδας οἱ ἔφηβοι συμβάλλουσι μαχουμένους : ὁποτέρων δ ' ἂν
4560183 σκωπτειν
ὡς αὐτὸς φησὶν Εἰρήνῃ . ἐκωμῳδεῖτο δ ' ἐπὶ τῷ σκώπτειν μὲν Εὐριπίδην , μιμεῖσθαι δ ' αὐτόν . Κρατῖνος
μέση κωμωιδία ἀφῆκε τὰς τοιαύτας ὑποθέσεις , ἐπὶ δὲ τὸ σκώπτειν ἱστορίας ῥηθείσας ποιηταῖς ἦλθον . ἀνεύθυνον γὰρ τὸ τοιοῦτον
4559708 λοιδορει
ἄρρενα ὄντα . Ἀμυνίαν τινὰ πάνυ δειλότατον κωμῳδεῖ τε καὶ λοιδορεῖ , ὡς ἀδόκιμον ὄντα ἐν στρατείᾳ καὶ μηδέποτε ἐν
Χαβρίας εἰπόντος αὐτῷ τινος : ” ὁ φίλος σε λάθρα λοιδορεῖ ” εἶπε : „ μὴ ἔλεγχε αὐτόν , ἵνα
4554188 ὑπτιως
πρὸς τὸ κλυδώνιον . εἶτα ἔκφρασον τὸν χειμῶνα , μὴ ὑπτίως , ἀλλ ' ἀγωνικῶς . πῆ μὲν τοῦ κύματος
ἐκτελεῖ τῇ ῥινί , ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται
4552814 ἐπιφοιτωντας
πολλοὺς καὶ μεγάλους , ὁμοίως τοῖς Ὑρκανοῖς , καὶ τοὺς ἐπιφοιτῶντας αὐτῶν τῇ χώρᾳ Ἰνδικοὺς βόας δι ' αὐτῶν θηρῶσι
τὰ πολλὰ καταμένει μόλις τὰς κλισιάδας ὑπερβαίνων ἢ διὰ τοὺς ἐπιφοιτῶντας συνεχέστερον ἔξω πόλεως προελθὼν ἐν μοναγρίᾳ ποιεῖται τὰς διατριβὰς
4550471 ῥηθεντας
; ἐκφυγοῦσα δ ' ἣν εἶχεν νόσον οὐκ ἔσχε τοὺς ῥηθέντας ἀναθέσθαι λόγους . εἰ τὰς ἀληθείας ἁπλῶς τίς σοι
τιθέντες ἐν ταῖς κωμωιδίαις τοῖς παλαιοτέροις εἰρημένους διέσυρον ὡς κακῶς ῥηθέντας , καὶ τὰς παραβάσεις παρηιτήσαντο διὰ τὸ τοὺς χοροὺς
4548179 κωμῳδει
τις γραμματεὺς οὗτος : τῶν πάνυ σπανίων ὄνομα κύριον . κωμῳδεῖ δὲ αὐτὸν ὡς φιλόδικον . Φαεινὸς δέ : φανὸς
δὲ ὡς φιλοδίκους καὶ πρὸς τὸ καταδικάζειν ἑτοίμους τοὺς Ἀθηναίους κωμῳδεῖ . Γ ψήφῳ δακεῖν ] καταδικάζειν . Γ ψήφῳ
4543616 οἰνοχοους
πόσοι γὰρ καὶ ἵππους καὶ παλλακίδας , οἱ δὲ καὶ οἰνοχόους ἐπικατέσφαξαν καὶ ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν ἢ
δέκα μὲν σκευοφόρα , δέκα δὲ ἵππους , δέκα δὲ οἰνοχόους , δέκα δὲ σημείων γραφέας , τάλαντα δὲ εἴκοσι
4534814 ἀμβωνας
τὴν ὀφρυώδη ἐπανάστασιν . καὶ γὰρ οἱ Ῥό - διοι ἄμβωνας καλοῦσι τὰς ὀφρυώδεις τῶν ὀρῶν ἀναβάσεις . μέμνηται τῆς
μοχθηρός , ἔτριβες . πῶς ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας ; δίφρος Θετταλικὸς τετράπους ἀκαλήφας ἀναφλασμόν ἀπρασία ἀρρωστήμων
4532857 Πολυφημου
καθάπερ οἱ Αἰγύπτιοι : καὶ ἐν κτήσει θρεμμάτων πολυκτεανώτερος τοῦ Πολυφήμου ἦν ὁ Δάρδανος , τοῦ τρισχίλιοι ἵπποι ἔλος καταβουκολέοντο
Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσι „ , σκοπείτω τὸ πρόσωπον , ὅτι Πολυφήμου ἐστὶ τοῦ ὠμοφάγου καὶ θηριώδους . καὶ Ἡσίοδος .
4530810 Ἀριστοφανης
πρὸς Λυσικράτην . κράστις ἐστὶν ἡ πόα , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης . . . . , . , . Συνηγορία
καὶ Σιμωνίδης : κἠλειφόμην μύροισι καὶ θυώμασι καὶ βακκάρι . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Θεσμοφοριαζούσαις : ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ '
4530712 προχειρους
διαφόρους τῷ τοὺς πάντας ἔχειν αὐτούς , ἄλλους δὲ ἀεὶ προχείρους . Ὅταν δὲ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων διάφοροι ;
ὅρον καὶ τὸν αὐτὸν κατηγορούμενον , τοὺς ἀκριβοῦντας ταῦτα διορισμοὺς προχείρους ἡμᾶς ἔχειν βουλόμενος προσέθηκε μὴ ὁμωνύμως δέ , καὶ
4529170 ἡνιοχους
” καὶ τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ
δὲ ὡς σκιᾶς δεόμενος ὑπὸ τὰ δένδρα ἀνεχώρησε καὶ τοὺς ἡνιόχους ἔπεισεν ἐπιθέσθαι τοῖς δεσπόταις . οἱ δὲ ἐπιβάντες τῶν
4528270 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .

Back