ἀπαλλάττειν : * * καὶ τί ἂν γίγνεσθαι οὐκ ἂν θαυμάζοιμεν . Οὕτως ἔχει . Πότερον οὖν δοκοῦσί σοι οἱ
καλὰς οὐ πλέον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας : οὐκ ἂν οὖν θαυμάζοιμεν εἰ οἱ πολέμιοι , ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς
6286699 καθιασιν
' αὐτῶν παιδιὰ τοῖς νέοις ἐξηύρηται : ἔντερον προβάτου μακρὸν καθιᾶσιν εἰς τὸ ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν
ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος
6266938 φυσωδεις
καταρρήγνυσιν . ἄρτοι κρίθινοι , ὅπως ἂν σκευασθῶσιν , ἥκιστα φυσώδεις εἰσίν . μέσοι δ ' ὑπάρχουσι τῶν ἀφύσων τε
καὶ μᾶλλον , ὅτε ὁλοκλήρους τις αὐτοὺς ἑψήσας χρῆται , φυσώδεις γίνονται . φρυγέντες μέντοι τὸ μὲν φυσῶδες ἀποτίθενται ,
6257805 κοπιωσιν
μεγαλοδομήτων . Ἁλιεύς : ἁλιευτικός . ἐγκονέουσι : σπουδάζουσι , κοπιῶσιν . Ἄφρακτον : ἄοπλον , ἀφύλακτον . μετά :
ἀτρεμίζουσιν , ἀλλὰ σείονται , καὶ σειόμεναι μοχθέουσι , καὶ κοπιῶσιν , ὥστε σειόμεναι ὥσπερ ἐν τῇσιν ὁδοιπορίῃσιν : καὶ
6253398 ῥᾳστ
: τὸν δὲ μουσικώτατον κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν Ἀμφίονα . οὗ ῥᾷστ ' ἀεὶ πεινῶσι Κεκροπιδῶν κόροι κάπτοντες αὔρας ἐλπίδας σιτούμενοι
. . πορίσειεν : Δώσοι . . παράσχοι . . ῥᾷστ ' : Εὐχερῶς . ἀναπεισθέντ ' : Οἱ καταπεισθέντες
6193185 παρεοντας
τέκνα περιστενάχοντο μολόντας ἐκ πολέμου : πολλοὺς δὲ καὶ οὐ παρεόντας ἀύτευν . Καί ῥ ' οἳ μὲν στυγερῇ βεβολημένοι
ἑνός . ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι : φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι . χρὴ γὰρ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους
6146368 δησαντες
πλήθει πιστά . Οἱ δὲ εὐθὺς συνέλαβον τὸν Ἁβροκόμην καὶ δήσαντες ἀνέπεμπον τῷ τῆς Αἰγύπτου τότε ἄρχοντι . Καὶ ὁ
, τοὺς δὲ πλείστους κατέσφαξαν , ἐμὲ δὲ καὶ Πολύχαρμον δήσαντες ἐπώλησαν εἰς Καρίαν . ” θρῆνον ἐξέρρηξεν ἐπὶ τούτοις
6110340 αἱρουσιν
ἐν ἀποβάσει τέ τινι τοὺς προσβοηθήσαντας Λοκρῶν ἐκράτησαν καὶ περιπόλιον αἱροῦσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ . Τοῦ δ
δὲ φυλακὴν οὐ σπουδαίως [ καθεστῶσαν ] [ ] ταχέως αἱροῦσιν , καὶ λαμβάνουσιν αὐτῶν [ πολλὴν ] μὲν ἀγοράν
6105567 κριους
δὲ πλευροκοπῶν δίχ ' ἀνερρήγνυ : δύο δ ' ἀργίποδας κριοὺς ἀνελών , τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ
πρὸς δὲ τὰ μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
6103398 γαρυετον
εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον . κοράκων φησὶν εἶναι φωνὰς
εὐφυεῖς ἀετοῖς παραβάλλει , τοὺς ἀφυεῖς κόραξιν . τὸ γὰρ γαρύετον δυικὸν οὐκ ὀρθῶς κεῖται , οὐδὲ τηροῦσι πάνυ τὸ
6089086 ἁρπαζουσι
ἐσθλόν , ὅτις φυλακὴν εἶχεν ἐπισταμένως : χρήματα δ ' ἁρπάζουσι βίηι , κόσμος δ ' ἀπόλωλεν , δασμὸς δ
. οἱ καταράκται δὲ νέοι μὲν ὄντες ἔτι τοὺς βραχεῖς ἁρπάζουσι τῶν ἰχθύων καὶ οὐδὲ τῶν ἀκτῶν ἵπτασθαι πόρρω θαρροῦσιν
6087542 νωθεις
πρέποντας . καὶ μέγιστοι μέν εἰσιν ἰδεῖν τὴν φύσιν , νωθεῖς δὲ τὴν νῆξιν , καὶ εἱλοῦνται περὶ τοῖς φωλεοῖς
γένος , ὅσπερ οὖν εἰ δάκοι , τὰ μὲν πρῶτα νωθεῖς ἀπεργάζεται καὶ ἥκιστα κινητικούς , εἶτα μέντοι κατ '
6076757 ἀορτας
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου
6064220 ᾀσματοκαμπτας
, Θουριομάντεις , ἰατροτέχνας , σφραγιδονυχαργοκομήτας : κυκλίων τε χορῶν ᾀσματοκάμπτας , ἄνδρας μετεωροφένακας , οὐδὲν δρῶντας βόσκους ' ἀργούς
ἀκολουθοῦντες τῷ ᾄσματι . λέγει οὖν τοὺς τοιούτους ποιητὰς ” ᾀσματοκάμπτας . “ κυκλίων τε χορῶν ] τοὺς διθυραμβοποιοὺς λέγει
6043877 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
5996429 ἁδρους
εἰ καίεται , καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδρους ἁδροὺς ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον
ἑταίρας . ἣ δὲ ἦν ὑπερήφανος καὶ δεινῶς φορτικὴ καὶ ἁδροὺς ᾔτει μισθούς , καὶ λαβοῦσα πρὸς ὀλίγον ἂν ὡμίλησε
5995623 κλιβανιτας
κριβανίτας καὶ ὁμώρους καὶ ἡμιάρτιον Ἑκάται . τίς σταιτίτας ἢ κλιβανίτας ἢ ἡμιάρτια πέσσει ; εἰς νύκτα με αἰτιᾶι σὺν
δὲ κατ ' ἀρχὰς μὲν ἐσθιέτω ἄρτους ἀπὸ σιτανίων πυρῶν κλιβανίτας , καὶ ῥοφήματα ἀπὸ πτισάνης ῥοφείτω ἢ ἀπὸ πυρῶν
5987592 ὑποτιθεσθε
ἰδέας φατὲ εἶναι οὐσίας τῶν αἰσθητῶν , ταύτας δὲ ἐξῃρημένας ὑποτίθεσθε , συμβαίνει τὰς οὐσίας χωριστὰς εἶναι τῶν πραγμάτων ὧν
εἰ δὲ τοῦτο , οὐδὲ διαλέγεσθε . πάντα γὰρ ἀκατάλληλα ὑποτίθεσθε : ὁμολογουμένως οὖν ψεύδεσθε ὡς περὶ ὡρισμένων διαλεγόμενοι .
5963586 κυνικους
Διονυσίων γὰρ ὄντων Ἀθήνησι παρελήφθην πρὸς αὐτόν . κατέλαβον δὲ κυνικοὺς μὲν ἀνακειμένους ἕξ , ἕνα δὲ κύνουλκον Καρ -
ὑφαρπάσῃς “ . . διασύρει ⌈ δὲ μάλιστα . τοὺς κυνικοὺς φιλοσόφους : ἐπ ' ἐκείνων γὰρ ⌈ μάλιστα ἁρμόζει
5960672 ῥοπαλοις
σύνηθες ἐζήτει τὴν κόρην . ὁ δὲ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ ῥοπάλοις αὐτὸν ἐδίωξεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ
δὲ ἡ ἐπὶ χρημάτων ἀμφισβήτησις ἐν λόγοις . ἀποτυμπανίσαι ] ῥοπάλοις ἀνελεῖν . ἀνελεῖν . Ποτίδαιαν ] τὴν Κασάνδρειαν .
5940999 καθευδουσι
λυπρᾶς , ἔτι δὲ ὑδάτων ῥύσεις ναματιαίων ἐχούσης ὀλίγας , καθεύδουσι μὲν ἐπὶ τῶν δένδρων διὰ τὸν ἀπὸ τῶν θηρίων
πιστάκια καὶ ᾠὰ καὶ ῥοιαὶ ὑπάρχουσι . πάλιν οἷα τοῖς καθεύδουσι , τοιαῦτα καὶ τοῖς ἐγρηγορόσιν . ὅτι μὲν οὖν
5940343 κλαιοντες
παροινίας μαρτυρόμενοι καὶ τῷ νυμφοστολήσαντι κακῶς ἐπαρώμενοι , ἐσύστερον δὲ κλαίοντες τρόπον τινὰ καὶ πηδῶντες ἀκάθεκτα ταῖς ἀντικειμέναις πέτραις τὰς
τῷ αἰγιαλῷ τῷ δεχομένῳ τὰ κύματα ἐφιλοκαλοῦμεν τοὺς ἵππους , κλαίοντες ἐπὶ τῇ φήμῃ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱππολύτου : ψήκτραισιν
5932509 ἡνιοχους
” καὶ τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ
δὲ ὡς σκιᾶς δεόμενος ὑπὸ τὰ δένδρα ἀνεχώρησε καὶ τοὺς ἡνιόχους ἔπεισεν ἐπιθέσθαι τοῖς δεσπόταις . οἱ δὲ ἐπιβάντες τῶν
5927660 σκυλακες
γράμματος οὐ πανταχοῦ ἤισθησαι . καίτοι ὥσπερ γε αἱ Λάκαιναι σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα : ἀλλὰ
μὲν ἰδεῖν , μεγάλων δὲ ἀντάξιον . τροφὴ Βρεττανίας οἱ σκύλακες : Ἀγασσαῖοι τοῖς σκύλαξι τοὔνομα . Μέγεθος οἵδε παρόμοιοι
5915738 ἐρδουσι
. κείνη θηρὸς ἔφυ παλάμη : κείνῃ τὰ θέλουσι ῥηϊδίως ἔρδουσι . ποδῶν γε μὲν οὐκ ἴσα μέτρα : ὑψόθι
Κρότωνα ἐνθάδε εἰρηνέες . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς δὲ ἡμῖν
5905685 ἀναπαυοντες
ὥσπερ γε καὶ τὴν προειρημένην ἀποθεραπευτικὴν τρῖψιν , ἅμα μὲν ἀναπαύοντες , ὅταν ἄρχωνται καμεῖν , ἅμα δὲ κατὰ βραχὺ
τῶν πολεμίων , εἰ μὲν ἔχουσι μαρτζοβάρβουλα ἢ ῥιπτάρια , ἀναπαύοντες τὰ κοντάρια εἰς τὸ χαμαὶ ῥίπτουσιν ἐκεῖνα , εἰ
5903222 τριστοιχει
, ἀμερμερεί . Ἔτι τὰ εἰς χει οἷον ἀμαχεί , τριστοιχεί . Αὐτολεξεί , αὐτοψεί : παροκί δὲ Ι γράφεται
νηνεμεί ἀτρεμεί ἠρεμεί ἀναιμεί πανδημεί αὐτολεξεί ἀμερεί ἀμερμηρεί ἀμαχεί παμμαχεί τριστοιχεί . τὸ πρωΐ οὐκ ἐναντιοῦται . ἀκαρῆ : :
5897720 ἠθαδας
καὶ ταύτῃ δήπου καταγνῶναι πάρεστι . τοὺς γοῦν ὄρνεις τοὺς ἠθάδας καὶ τοὺς ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν
ἐν Λακεδαίμονι ἐφήβων καθεστήκασιν . ἐπὶ δὲ τῇ θυσίᾳ κάπρους ἠθάδας οἱ ἔφηβοι συμβάλλουσι μαχουμένους : ὁποτέρων δ ' ἂν
5881371 ἀποκτεινωσιν
Τρώων ἀναιρεθέντες . ἂν δ ' αὐτοὺς οἱ Τρῶες μὴ ἀποκτείνωσιν , οὐ μὴ ἀποθάνωσιν ; ναί , ἀλλ '
ὅτι τὴν πόλιν αἱρήσουσιν ἐὰν μὴ τὸν βασιλέα τὸν Ἀθηναίων ἀποκτείνωσιν , ἐστράτευον ἐπὶ τὰς Ἀθήνας . Κλεόμαντις δὲ τῶν
5881318 ἱερακας
ψυχὴ τρέφεται . Ἄρεα δὲ γράφοντες καὶ Ἀφροδίτην , δύο ἱέρακας ζωγραφοῦσιν , ὧν τὸν ἄρσενα εἰκάζουσιν Ἄρει , τὴν
οἱ Κοπτὸν οἰκοῦντες ὡς κροκοδείλων πολεμίους λυπεῖν προῃρημένοι πολλάκις ἀνασταυροῦσιν ἱέρακας . εἰκάζουσι δὲ τὸν μὲν κροκόδειλον ἐκεῖνοι ὕδατι ,
5876879 ἀρρωστοι
εἰρήκασιν : φησὶ γὰρ ὅτι τὰ μὲν ἄλλα πάντα οἱ ἄρρωστοι ἴσασιν : εἰ ἔχουσι δὲ ἔμφραξιν ἐν ἥπατι ἢ
ἀνδρῶν ἀσθενέστεροι περὶ φωνὴν διὰ στενότητα πόρων , καὶ οἱ ἄρρωστοι τῶν ὑγιαινόντων . ἐπειδὴ τοίνυν ἀποδέδεικται , τῶν μὲν
5865711 ἐφυσων
τε ἐργάζεσθαι . φῦσαι δ ' ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων παντοίην εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι , ἄλλοτε μὲν σπεύδοντι παρέμμεναι
, ἀγγεῖα : φῦσαι δ ' ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων [ ] , ἃ καὶ εὔστερνα ὡς πλατέα διὰ
5864002 νεβρους
ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος : τοὺς ἐξῆγε θύραζε τεθηπότας ἠΰτε νεβρούς , δῆσε δ ' ὀπίσσω χεῖρας ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι ,
, καὶ οὖν καὶ κυνηγετικὸς ἦν . καί ποτε ἐθήρα νεβρούς . καὶ οἳ μὲν ἔθεον ᾗ ποδῶν εἶχον ,
5863787 σωσειν
τε αὐτοῖς καλῶς χρήσεσθαι ἐν εἰρήνῃ συμπολιτευομένους καὶ ἐκ πολέμου σώσειν τὴν πόλιν καὶ ἐλευθέραν καὶ εὐδαίμονα διαφυλάξειν . Τὴν
καὶ λυμαίνῃ τὰ τῶν ἑταίρων καὶ φίλων καὶ οἷς ὑπέσχου σώσειν τὰ περὶ τὸν Εὐφράτην . ἴθι δή , τὰ
5862563 φιλιους
ἀνέσχον συμμαχίαν καλοῦντες . Πλαταιεῖς ἐκ τῆς πόλεως ἀντανέσχον πυρσοὺς φιλίους , ἵνα διὰ τῆς ἐπιπυρσείας ἀπατήσαντες Θηβαίους πείσωσιν ἀποστῆναι
δ ' αὖ γεράεσς ' ἱεροῖσιν : ἠδὲ γάμους δῶκεν φιλίους , καὶ λέκτρα γυναικῶν ὤπασεν εὐθαλάμων , λέκτροις δέ
5862525 περικοπηναι
Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγῇ τοὺς τραχήλους καὶ τὰ αἰδοῖα τοὺς Ἑρμᾶς περικοπῆναί φησι καὶ τοὺς τοῦτο δράσαντας Ἑρμοκοπίδας καλεῖσθαι μεγάλοις μηνύτροις
Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγῇ τοὺς τραχήλους καὶ τὰ αἰδοῖα τοὺς Ἑρμᾶς περικοπῆναί φησι καὶ τοὺς τοῦτο δράσαντας Ἑρμοκοπίδας καλεῖσθαι μεγάλοις μηνύτροις
5856643 ὀνους
: αἱ γὰρ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων οὐχ ὁμοίως ὑπομένουσι τοὺς ὄνους ἐπὶ τῇ ὀχείᾳ ἕως ἂν κομῶσιν : οὗ ἕνεκα
ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν ἵππους τε καὶ ὄνους καὶ βοῦς καὶ καμήλους θαρροῦντας : εἰ δὲ καὶ
5856469 σαργοι
ἀκολουθοῦντας , ἕως ἂν εἰς τὴν ἄκατον εἰσέλθωσιν . Οἱ σάργοι ἱμείρονται τῶν αἰγῶν , οἱ δ ' ἁλιεῖς φέρουσιν
καὶ λαβὼν κρέας , φυρᾷ σὺν ἀλφίτῳ , καὶ ἐρχόμενοι σάργοι θηρεύονται ὑπ ' αὐτῶν : ἐρώμενοι δὲ τῶν θηλειῶν
5852424 Φασηλιταις
τοὺς μηδὲν ὀνήσαντας ἡμᾶς Παταρεῦσι καὶ Μυρεῦσι καὶ Κωρυκίοις καὶ Φασηλίταις ὡς βεβαιοτέροις προσφεύξεσθαι βοηθοῖς . δῆλον γὰρ πεποίηκας ,
τὴν θυσίαν ταύτην καλεῖσθαι θυνναῖον . καὶ τάριχοι δὲ παρὰ Φασηλίταις ἀποθύονται . Ἡρόπυθος γοῦν ἐν Ὥροις Κολοφωνίων περὶ τῆς
5842355 ἀνιασι
φακέλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι . Καὶ νοσοῦντα ἐλέφαντα οὐκ ἄν ποτε καταλίποιεν οἱ
φακέλλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα
5839693 καταλαμβανεις
. δῆτ ' ] ἀληθῶς . ἔγνωκας ] ἐνόησας , καταλαμβάνεις . . οὐδὲν λέγεις ] φλυαρεῖς , αἰσχρὸν ἢ
πορρωτάτω τοῦ στρατοπέδου . θαυμασάντων τῶν παρόντων καὶ ἐρομένων τί καταλαμβάνεις ; Ἰφικράτης ὑπολαβὼν ἔφη τὸ τίς ἂν ἤλπισε τοῦτ
5830695 ἐωθουντο
' ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις : καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦντο , ἐμάχοντο , ἀπέκτεινον , ἀπέθνῃσκον . τέλος δὲ
' ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις . καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦντο , ἐμάχοντο , ἀπέκτεινον , ἀπέθνῃσκον . καὶ κραυγὴ
5823375 καιοντες
καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι συρρέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες . οἱ δὲ καὶ ὅλως λέγουσι πάντας τήκεσθαι πλὴν
δὲ αὐτὰς προυπαντῶντες οἱ Τρῶες εἰ κατέσχον , ἀνῄρουν καὶ καίοντες ἀκάρποις καὶ ἀγρίοις ξύλοις τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ἀπὸ Τράρωνος
5817849 Ὀπικους
ποιησαμένους . Θουκυδίδης δὲ Σικελοὺς μὲν γράφει τοὺς μεταναστάντας , Ὀπικοὺς δὲ τοὺς ἐκβαλόντας , τὸν δὲ χρόνον πολλοῖς ἔτεσι
. Πολύβιος δ ' ἐμφαίνει δύο ἔθνη νομίζων ταῦτα : Ὀπικοὺς γάρ φησι καὶ Αὔσονας οἰκεῖν τὴν χώραν ταύτην περὶ
5811018 σκωπας
κατεχομένους . τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν λέγουσι καὶ τοὺς σκῶπας : καὶ γὰρ τούτους ὀρχήσει λόγος ἁλίσκεσθαι . μνημονεύει
, τοὺς δὲ οὔ . διὸ καὶ καλεῖσθαι τοὺς μὲν σκῶπας αὐτῶν , τοὺς δ ' ἀείσκωπας : εἰσὶ δὲ
5805928 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
5801744 διωκομενοι
σκιᾶς ἀθροώτερον ἠφανίσθη , καὶ προτροπάδην ἐλαύνομεν οἱ τέως καὶ διωκόμενοι . διὰ τὰς περὶ σοῦ λειπομένας ἡμῖν ἐλπίδας ἑστήκαμεν
' οὐρανὸν ὁρμώμενον , εἰς Αἴγυπτον φυγάδες ἐφέροντο , καὶ διωκόμενοι τὰς ἰδέας μετέβαλον εἰς ζῷα . Ζεὺς δὲ πόρρω
5799383 ἀποφευγουσι
μὲν δὴ συγκατακαίονται τοῖσι μάντισι βόες , πολλοὶ δὲ περικεκαυμένοι ἀποφεύγουσι , ἐπεὰν αὐτῶν ὁ ῥυμὸς κατακαυθῇ . Κατακαίουσι δὲ
εὐπρεπέστερον κτῶνται τἀγαθὰ τῶν φίλων συμποριζόντων αὐτοῖς ; τίνες δὲ ἀποφεύγουσι τὰ κατὰ ῥᾷον ἢ οἷς ἂν φίλοι συμμαχῶσι ;
5797719 ζωγρησαντες
. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Βοιωτοὶ κατὰ τὰς προνομὰς ζωγρήσαντες οὐκ ὀλίγους τῶν μισθοφόρων , προαγαγόντες πρὸ τῆς πόλεως
, οὐχ ὁμοίως ἀλγοῦμεν , οὓς δὲ χεῖρας προϊσχομένους καὶ ζωγρήσαντες ὑποσχόμενοί τε ἡμῖν ὕστερον μὴ κτενεῖν παρανόμως διεφθείρατε ,
5787776 ἐνικωμεν
ἀμνημονεῖν γε φήσομεν οὔτε τῆς ἐν Ἁλιάρτῳ μάχης , ἣν ἐνικῶμεν κοινῇ Λακεδαιμονίους , οὔτε τῆς ὕστερον ἐν Κορίνθῳ τῆς
' ἑκηβόλοις πέτρων τ ' ἀραγμοῖς : ὡς δ ' ἐνικῶμεν μάχηι , ἔκλαγξε Τυδεὺς καὶ σὸς ἐξαίφνης γόνος :
5784954 θαἰματια
σακίον , ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται πάρες ' οἷς κατετρίβη θαἰμάτια , κᾆπ ' Εἶτα πῶς φῷδας τοσαυτασὶ σὺ τὸν
ἀπαλλάγηθ ' : ἑν [ : δακτύλιον ] ! [ θαἰμάτια [ ] [ ἔπειτα προς [ τὴν γῆν κροτοῦσαν
5774919 κεφαλους
εἴδη κεστρέων εἶναι κέφαλον καὶ σφηνέα καὶ δακτυλέα . καὶ κεφάλους μὲν λέγεσθαι διὰ τὸ βαρυτέραν τὴν κεφαλὴν ἔχειν ,
λαγωοὺς καὶ συάγρους ἀπέχειν δεῖ . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων κεφάλους καὶ κίχλας καὶ πάντα τὰ ἀλέπιδα ἐσθίειν : ὅσα
5768214 κερτομεοντες
. Χ . εἰνοδίοις οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες , αἰεὶ κερτομέοντες ὁδῷ ἔπι οἰκί ' ἔχοντας . ἡ διπλῆ ὅτι
ὁδῷ ἔπι οἰκί ' ἔχοντας , καὶ τὸ ἐριδμαίνωσιν τῷ κερτομέοντες , καὶ τὸ ἀεί τῷ ἔθοντες , ἐξ ἔθους
5764907 παρακτιοι
λῶς , μᾶλλον δὲ μωρῶς εἶπεν οἱ ᾐόνες καὶ αἰγιαλοὶ παράκτιοι ἤτοι παραιγιάλιοι . φριμαγμός ὁ χρεμετισμός . × φριμαγμὸν
τῶν Ἀμαζόνων εἰς τιμὴν ἐκείνης πόλιν ἀνήγειραν . τὸ ἑξῆς παράκτιοι ᾐόνες . παράκτιοι ᾐόνες : οὐκ εἶδον τοὺς τῆς
5760226 ἐζωον
μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ ' ἄριστοι , ὅσσοι ἔτ ' ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο : τοὺς δ ' ἤδη
τὸν χρόνον ὁρίζεται . * ὥς τε θεοὶ δ ' ἔζωον : εἰκότως οἱ παντὸς καθαρεύοντες πάθους καὶ τῷ χρυσῷ
5758064 δωροφοροι
τοῦτο καὶ Εὐφορίων ὁ ἐποποιὸς τοὺς Μαριανδυνοὺς δωροφόρους κέκληκε : δωροφόροι καλεοίαθ ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας . λέγει δὲ καὶ Καλλίστρατος
Θετταλῶν πενέσται , καὶ Κρητῶν κλαρῶται καὶ μνωῖται καὶ Μαριανδυνῶν δωροφόροι , καὶ Ἀργείων γυμνῆτες , καὶ Σικυωνίων κορυνηφόροι .
5755091 ἀπεκτεινον
οἱ τριάκοντα πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτεινον , πολλοὺς δὲ προετρέποντο ἀδικεῖν , εἶπέ που ὁ
τῷ πολέμῳ δεδρακότες εἰσίν , ὁπότε μὴ φαῖεν , ἀπάγοντες ἀπέκτεινον καὶ ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα . διέφθειραν δὲ Πλαταιῶν μὲν
5750950 θυννους
ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας ,
ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς
5745410 σιδηροι
ἠρτίαζον . σιδηρεὺς σιδηρεύειν , σιδήριον , σιδηρουργία , ὀβελοὶ σιδηροῖ , νόμισμα σιδηροῦν τὸ Λακεδαιμονίων καὶ Βυζαντίων . χαλκεύειν
τοῖς εὐλαβουμένοις ἐλεγχθῆναι πονηρὸν τὸ πλυνόμενα ἱμάτια ἰδεῖν . Δακτύλιοι σιδηροῖ ἀγαθοὶ μέν , οὐκ ἄνευ δὲ καμάτου τὰ ἀγαθὰ
5737105 καθεντες
[ Πρὸς τὰς ἐκ χρόνων ὀφθαλμίας . ] Πυρῆνα μήλης καθέντες εἰς σκόροδον , ὡς χρωσθῆναι τῷ χυλῷ ἐγχρίομεν .
: καὶ οὕτως ἀφιᾶσιν εἰς τὴν θάλασσαν κεραμέαν κύλικα , καθέντες εἰς αὐτὴν ἄνθεα καὶ κηρία καὶ λιβανωτὸν ἄτμητον ,
5725455 ταρσοις
ἔχει βραχὺ παντελῶς καὶ εἰς ὀξὺ συνηγμένον . ἐπτέρωται δὲ ταρσοῖς μαλακοῖς [ καὶ ] τετριχωμένοις , καὶ δυσὶ σκέλεσι
: εἰς τὴν πόλιν δὴ ἀπὸ τοῦ χώματος . ἐν ταρσοῖς καλάμου : ἐν πλέγμασι ἀπὸ καλάμου πεποιημένοις . ἐνείλλοντες
5724751 φρυκτους
“ Γ ⌈ ἤγουν θαυμαστοὺς ἰχθύας ὑμᾶς σκευάσω ὀπτήσας . φρυκτοὺς σκευάσω ] ⌈ ἀντὶ τοῦ καύσω . ἐνταῦθα τὸ
συνουσίας ποιεῖ εὔοψος ἀγορά ; τίς δὲ συνδειπνεῖ βροτῶν , φρυκτοὺς καταλαβὼν ἢ κορακίνους ὠνίους ἢ μαινίδ ' ; ὡραῖον
5722238 δεσμευουσι
δὲ ταῦτα εἶδον , ἀναπηδήσαντες συλλαμβάνουσιν ἡμᾶς καὶ ἱμᾶσιν εὐθὺς δεσμεύουσι : παίει δὲ κατὰ κόρρης τις ἐκεῖνον : καὶ
τῶν ἐκεῖ ποιμένων τά τε φορτία διαρπάζουσι καὶ τοὺς ἄνδρας δεσμεύουσι καὶ ἄγουσιν ὁδὸν ἔρημον πολλὴν εἰς Πηλούσιον τῆς Αἰγύπτου
5721708 ἐδαησαν
βιότοιο κακὴν καὶ ἀεικέα θήρην , οὐ γὰρ γειομόροιο τομὴν ἐδάησαν ἀρότρου , κείνοις οὔποτε τερπνὸς ἀκούεται ὁλκὸς ἁμάξης ,
κοπτομένη δείξειεν ὑπὸ ῥιπῇσι θάλασσα : νήπιοι , οὐδ ' ἐδάησαν ὅσον πινυτώτεροι ἄνδρες , οἳ κείνους καὶ πάμπαν ἀλευομένους
5713323 συντριψαντες
δόρασι , καὶ διὰ τὴν πυκνότητα τῶν πληγῶν τὰ πλεῖστα συντρίψαντες , εἰς τὸν ἀπὸ τῆς μαχαίρας ἀγῶνα κατήντησαν .
μεγάλων κατέδυσαν πεντήκοντα , τῶν δὲ μακρῶν ἐβύθισαν ἑπτακαίδεκα , συντρίψαντες δὲ τρισκαίδεκα ἀχρήστους ἐποίησαν . μετὰ δὲ ταῦτα οἱ
5708219 ἀσυντακτοι
γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι ,
κείμενοι , οἱ δ ' ὥσπερ ἐκ ναυαγίας ἄοπλοι καὶ ἀσύντακτοι νύκτα ἡμέρας τιμιωτέραν ἄγοντες , ἐκ πολλῶν ὀλίγοι καὶ
5707382 ἀπελαυνομενους
ἐπιθυμητάς , μοιχικούς , φαρμακευτάς , παραθηκῶν ἀποστερητάς , πόλεων ἀπελαυνομένους . Ἡ Ἀφροδίτη ἐν Κρόνου οἴκοις ἢ ὁρίοις στειρώδεις
: ὁ γὰρ ἀντωνούμενος καὶ ταχὺ τοὺς παρ ' ἡμῶν ἀπελαυνομένους προσδεξόμενος καὶ χρήματα προσθήσων ὑπῆρχεν ἕτοιμος . Ἀλλ '
5706987 πεινωντας
ἁλέσι : καὶ διὰ τοῦτό φασι Πέρσαι τοὺς Ἕλληνας σιτεομένους πεινῶντας παύεσθαι , ὅτι σφι ἀπὸ δείπνου παραφορέεται οὐδὲν λόγου
παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους : μαγνῆτις γὰρ λίθος ὣς ἕλκει τοὺς πεινῶντας . καρῖδα καθῆκα κάτω κἀνέσπας ' αὖθις . τοῦ
5702253 περιεσομενους
τυγχάνουσι εὔνοοι ἐόντες Πέρσῃσι , ἥδεσθε τοῦδε εἵνεκα , ὡς περιεσομένους ἡμέας Ἑλλήνων . Ταῦτά σφι εἴπας δεύτερα ἐσήμηνε παραρτέεσθαί
νοσημάτων . Χρὴ δὲ τὸν μέλλοντα ὀρθῶς προγινώσκειν τούς τε περιεσομένους καὶ τὰ ἑξῆς [ . . ] : εἰπὼν
5702095 εὐχομενοι
εἰκαιοτέρων ἐκτρεπόμενοι πολὺν ὅμιλον θεωρίᾳ τῶν τῆς φύσεως σχολάζουσιν , εὐχόμενοι μέν , εἴ πως ἐνῆν , ἐπανορθώσασθαι τὸν βίονκοινωφελὲς
Πολύ γε . Τοῖς δὴ θεοῖς , ὦ Πρώταρχε , εὐχόμενοι κεραννύωμεν , εἴτε Διόνυσος εἴτε Ἥφαιστος εἴθ ' ὅστις
5700511 εὐωχουμενους
ἡδομένους , πενθοῦντας , γελῶντας , πολεμοῦντας , ὀργιζομένους , εὐωχουμένους , πλέοντας : ὥστε ἔγωγε εἰς τὰς Ὁμήρου φωνὰς
ἐν θρόνοις χρυσοῖς καθημένους καὶ οἰκίας μεγάλας οἰκοῦντας καὶ πολυτελῶς εὐωχουμένους . καὶ γὰρ δὴ τοῦτον εἰκός ἐστι πᾶσαν ἀρχὴν
5699015 σφαγεντων
. ὑπὲρ τῶν ἵππων τῶν θανόντων ἐν Σικελίᾳ καὶ τῶν σφαγέντων ἀνδρῶν τιμὰς ὑπερβαλλούσας . . . καὶ ἐπολέμησαν ἔτη
ῥεύματος ὄντος . διόπερ οὐκ ἐλάττους τῶν ἐν τῷ διωγμῷ σφαγέντων εὑρέθησαν παρὰ τὸν ποταμὸν τετελευτηκότες ἄτρωτοι . ἔπεσον δ
5697892 φατνωματα
μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ μέσον ἐτέτακτο . τῶν δὲ κιόνων οἱ
τούτων ἑκάστῳ παρεδέδεντο κεραῖαι δύο , ἐφ ' ὧν κατεσκεύαστο φατνώματα δι ' ὧν ἠφίεντο λίθοι πρὸς τοὺς ὑποπλέοντας τῶν
5697114 ἐτωθαζον
ἔστεργεν ὑπέμενεν : ἢ ἠγάπα : ἐπέσκεψε ἐνετείλατο σημαίνει . ἐτώθαζον ἔσκωπτον : διέσυρον : σημαίνει δὲ καὶ τὸ ἐσχόλαζον
Ἀχαιοὺς ἐπιχωριάζοντι . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἀπ ' Εὐβοίας ἥκοντας ἐτώθαζον καίτοι γελοίως κομῶντας . διαλεχθῆναι δὲ αὐτὸν ῥᾷστα ἀνθρώπων
5695443 φωρας
δὲ ἔσω τοῦ σμήνους ἀποκτείνωσιν , ἐκφέρειν . τοὺς δὲ φῶρας καλουμένους κακουργεῖν , ἐὰν λάθωσιν παρεισελθόντες : εἰσέρχονται δὲ
' ὡνὴρ εὖ παρ ' Ὁμηρείην ἀγλαίην ἐπέων πισσύγγους ἢ φῶρας ἀναιδέας ἤ τινα χλούνην , φλύων ἀνθηρῇ σὺν κακοδαμονίῃ
5692708 καλλιτριχας
ἀνίσχοντες μεγάλ ' εὐχετόωντο ἕκαστος : Ἕκτωρ δ ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Γοργοῦς ὄμματ ' ἔχων ἠδὲ βροτολοιγοῦ Ἄρηος .
φεύγων ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ καὶ ἄλλις ἀθανάτοισι θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι καλλίτριχας ἵππους , οἵ σε πόλιν δ ' οἴσουσι κονίοντες
5688913 ἐδημηγορουν
ὡς ἀγαθοί τ ' ἦσαν πολῖται καὶ τὰ βέλτιστ ' ἐδημηγόρουν . ἐγὼ μὲν οὖν οὕτως ἂν μᾶλλον φαίην ,
διάκονοι τῆς τῶν ὄχλων ἐπιθυμίας καὶ τὰ δοκοῦντα τοῖς καθημένοις ἐδημηγόρουν , οὐδ ' ἂν παρρησιάσασθαί ποτ ' αὐτοῖς ἐξῆν
5687343 μαμμαν
. μαμμίαν : Ἀττικοὶ τὴν μητέρα ἀπὸ τοῦ τὰ παιδία μαμμᾶν τὸ φαγεῖν λέγειν . μανδύας : Περσικὸν ὄνομα .
ταὐτῷ μυχῷ Μεγαρικαὶ σφίγγες μετάλλου στόμιον Βολβός βουβωνιᾶν δοκησιδέξιον ἐλλεβοριᾶν μαμμᾶν στρηνόφωνος Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον : ἕλκε μοιχὸν ἐς μυχόν
5684802 πρανη
τάχει ἡμῶν κεκρατήκατε ὠκύτεροι φανέντες , ἀλλὰ τῷ ῥᾴστην καὶ πρανῆ τραπέσθαι τὴν ὁδόν . Σὺ μὲν ἴσως , ὦ
πάντα δὲ τὰ φύλλα διαφέρει κατὰ τὰ ὕπτια καὶ τὰ πρανῆ . καὶ τῶν μὲν ἄλλων τὰ ὕπτια ποιωδέστερα καὶ
5683661 κτεινοντες
τοῖσι ἡμετέροισι μαχόμενοι αὐτοί τε κτεινόμενοι ἐλάσσονες γινόμεθα καὶ ἐκείνους κτείνοντες ἐλασσόνων τὸ λοιπὸν ἄρξομεν . Νῦν ὦν μοι δοκέει
ἤγουν τὸ ἀναιδὲς , ἤλθετε καὶ τὸ ἀπηνὲς ὡς ἐχθρὰν κτείνοντες . τὸ δὲ ὅλον : ἆρα ἐγυμνώσατε αὐτὴν καὶ
5682201 χαλκεας
βασιλεῦσιν οἱ μὴ ψευδώνυμοι , τοὺς φαλακροὺς δὲ καὶ τοὺς χαλκέας τοὺς ἐπιθεμένους τῇ δεσποίνῃ ὀρφανευθείσῃ οὐκ ἐποίει Πλάτων δημιουργοὺς
γναφέας αὐτῶν ἢ τοὺς σκυτέας ἢ τοὺς τέκτονας ἢ τοὺς χαλκέας ἢ τοὺς γεωργοὺς ἢ τοὺς ἐμπόρους ἢ τοὺς ἐν
5681104 σκυμνοι
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία
5678332 μηλοισιν
' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν
ποταμοῖο φέρονται ὃν Πόντον καλέουσι , τόθι Θρήικες ἀμορβοί κριοφάγοι μήλοισιν ἀεργηλοῖσιν ἕπονται . ναὶ μὴν καὶ βαρύοδμος ἐπὶ φλογὶ
5676702 κιλλιβαντας
δ ' ἂν καὶ ζωστῆρα εἴποις καὶ ὄχανα , καὶ κιλλίβαντας , Ἀριστοφάνους εἰπόντος τοὺς κιλλίβαντας οἶσε , παῖ ,
εἴποις καὶ ὄχανα , καὶ κιλλίβαντας , Ἀριστοφάνους εἰπόντος τοὺς κιλλίβαντας οἶσε , παῖ , τῆς ἀσπίδος . τέκτονος σκεύη
5676595 ἀποκτεινουσι
καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι , θηραθέντα δὲ ἀποκτείνουσι , καὶ πρὸς τὴν εἵλην κρεμῶσι τριάκοντα ἡμερῶν .
δυνάμενοι . οἳ δὲ τὴν χελιδόνα αἰδοῖ τῆς μουσικῆς οὐκ ἀποκτείνουσι , καίτοι ῥᾳδίως ἂν αὐτὴν τοῦτο δράσαντες : ἀπόχρη
5676330 ἀκακα
, εἰ ξηροὶ εἴησαν : εἰ δὲ ὑγροί εἰσιν , ἄκακα μὲν ἤθη , μάταια δὲ παρέχονται , κακῶν ἀπαθῆ
καὶ ἀκάκων ὄνων . ἀφελῆ γὰρ τὰ ζῶα ταῦτα καὶ ἄκακα , μαστιγούμενά τε καὶ ἀχθοφορεῖν ἀναγκαζόμενα . εἰ δὲ
5674075 ἠλπισαν
εἰς τὴν ἀπόστασιν . καὶ ἐλπίσαντες . . . : ἤλπισαν , φησίν , ἀποστῆναι ἡμῶν , ὅπερ μεῖζον μέν
' , ἂν γένωνται πλούσιοι , σχετλιάζουσιν οὐχ εὑρόντες ἅπερ ἤλπισαν ? . % πολλάκις οὖν . ἀπελένχεται ? ?
5671267 χωλους
: δῆμος τῆς Αἰγηΐδος φυλῆς . ἢ παίζει διὰ τὸ χώλους εἰσάγειν . Γ ἀλλ ' οὐ σχολή : ἐν
: δῆμος τῆς Αἰγηΐδος φυλῆς . ἢ παίζει διὰ τὸ χώλους εἰσάγειν . Γ ἀλλ ' οὐ σχολή : ἐν
5668163 καθαρματα
ἢ λιμοῦ ἤ τινος τῶν τοιούτων ἔθουν , οὓς ἐκάλουν καθάρματα . . χρῆσθαι δηλονότι . . ἐξ ἀξίου γοῦν
πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί , τῶν βοηθημάτων ἐμεῖν
5665352 αἰγανεας
τῶν αἰγείων ἱμάντων ἰέναι . λέγει δὲ οὕτω “ καὶ αἰγανέας δολιχαύλους ” “ καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν τε .
, καὶ οἶνον ἀπομισγομένους , καὶ δίσκοις ταρπομένους , καὶ αἰγανέας ἱέντας ; Τίς οὐκ ἂν αὐτοὺς τῆς ἡδονῆς ταύ
5664481 νωθρους
ἐναντίους , ὁ σὸς δέ , παμμέγιστε Ῥωμανέ , στόλος νωθροὺς ὄνους φάλκωνας ἀπτέρῳ βάσει . Τοῦτον πεταστὸν ὁ στρατηγέτης
καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους : ὧν δὲ πυκνὰ καὶ κατὰ μικρὰ
5664409 κουριδες
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ :
πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ :
5660719 λαβρακας
, ὃς βίᾳ δέρων ῥίνας γαλεούς τε πωλεῖ καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων . ΛΑΤΟΣ . τοῦτον κατὰ τὴν Ἰταλίαν κράτιστον
ἀπάντησις ἂν ἦν . ΓΘ ἄλλως : βέλτιόν φησιν εἶναι λάβρακας καταφαγόντα τοὺς Μιλησίους κλονεῖν , ἀλλὰ μὴ Νικίαν ταράσσειν
5656870 προτονοισιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι
5656471 ἀφῃρημενους
παρὰ τούτων ζητοῦντα δίκην . ἄλλους μὲν γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ
εἰς τὰς πατρίδας , καὶ τοὺς ἀδίκως τὰς ἀλλοτρίας πόλεις ἀφῃρημένους ἐξέβαλον ἐκ τῶν πόλεων : τούτων δ ' ἦσαν
5655190 ὀρινομενους
ὀιστοῖς ἠδὲ καὶ ἐγχείῃσι δεδεγμένοι , εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀσπερχὲς ὀρινομένους ἐδάιξαν . ὡς δ ' ὅτε δούρατα μακρὰ νέον
' ἀναΐξας , ἴδε δὲ Τρῶας καὶ Ἀχαιοὺς τοὺς μὲν ὀρινομένους , τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθεν Ἀργείους , μετὰ δέ
5652336 καδους
καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ χαλκοῦς καὶ ποτήρια ὀλίγα : γεγονέναι γὰρ ὀλιγοδίαιτον
, ὡς Ἀνάφην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ἐξαίρουσι . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἀναγινώσκομεν , ποτήριον ,
5651857 ὀψοποιους
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι
5648256 τεχναζονται
καὶ φίλοις ἐκ τῶν αὐτῶν ἐπιτηδευμάτων τε καὶ διατριβῶν . τεχνάζονται δὲ πρὸς τοὺς θηρατὰς ὁποῖα . ὅταν ἁλιεὺς ἀνὴρ
ἢ τὸ κῆτος μὴ βουλόμενον ἀνελκύσαιεν , ἀλλὰ τοιόνδε τι τεχνάζονται : πλατεῖς σφόδρα ἀσκοὺς πνεύματος ἐμπλήσαντες τῇ τε ὁρμιᾷ
5643541 κυπελλοις
δὴ κλισίῃσιν ἐν Ἀτρεΐδαο γένοντο . τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατ ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν , ἔκ
. ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , ὑπὸ κυρτοῖσι κυπέλλοις τὸν ἐμὸν νόον ἁπλώσας θιάσωι τέρπομαι κούρων . ὅτ
5641505 Λακωνικους
γενομένῃ . Τὸ δὲ Ὑλλίδος στάθμας νόμοις λέγει , ἐπειδὴ Λακωνικοὺς νόμους ἐν τῇ Αἴτνῃ Ἱέρων ἐθέσπισεν , ἢ ὅτι
δὲ τῶν ναυτῶν οἱ Ταραντῖνοι τούτους μὲν οὐκ ἠδίκουν ὄντας Λακωνικοὺς , τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ

Back