ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ ἧψα διὰ τοῦ η γραφόμενον οὐκ ἀντίκειται , κεκίνηται γάρ
ὁμοίως καὶ ὁ ἀόριστος : ἔτυψα ἐποίησα . τὸ δὲ ἧψα καὶ οἶδα δισύλλαβα καὶ τὸ συνῆψα σύνθετον . τὸ
7892863 ἰξευω
, ὑπολαμβάνω , τεκμαίρομαι , ἀποστρέφομαι , οἰωνοσκοπῶ ὀρνεοσκοπῶ , ἰξεύω , ὀρνεοσκοπῶ , ἡλιάζομαι , ἀπάρτιον ποιῶ , συμμαχῶ
ω ι υ , ἡβῶ ἥβων , ὠθῶ ὤθουν , ἰξεύω ἴξευον , ὑδρεύω ὕδρευον , τρία δὲ μεταβολικά ,
7536462 ληβω
καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω , φεύγω
τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , καὶ διὰ
7457043 βοηθω
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω ,
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε
7454486 ἡδω
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον
7424665 δηκω
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται
7395949 δεσμευω
. ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον
τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ
7302578 μιαινω
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος ,
7253454 λειβω
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ
7243102 λειπω
καὶ δευτέρᾳ συλλαβῇ ἔχοι τὸ Π : θάλπω λάμπω πέμπω λείπω μέλπω βλέπω ἐρείπω . πρόσκειται ” εἰ μὴ ἔχοι
λοίσθιος , οἷον ἐξολισθήσας καὶ ἐμποδισθείς : ἢ παρὰ τὸ λείπω λοῖστος καὶ λοῖσθος καὶ λοίσθιος . ὁρώμενος : ὁρῶν
7228598 κλιθεντα
τινα παρὰ τοῖς ποιηταῖς πάντα ἔχοντα τοῦ κανόνος καὶ ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , οἷον ὁ Βίας τοῦ Βία , ὁ Δρύας
ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : ἰδοὺ γὰρ
7225771 λειψω
γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης δ '
μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν
7206041 δαγκανω
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς
7203877 τετυφα
στῶτος : τὸ μὲν γὰρ τύπτω δισύλλαβον , τὸ δὲ τέτυφα τρισύλλαβον , ὁ δὲ ὑπερσυντέλικος ἐπεὶ κατὰ πολὺ παρῆλθε
ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφα : τὸ γὰρ τέτυφα τραπέντος τοῦ α εἰς ω καὶ καταβιβασθέντος τοῦ τόνου
7174957 ληχω
λείβω καὶ τοῦ λείπω ὁ αὐτὸς μέλλων λείψω , λήγω λήχω λήξω : τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ ἄλλων . Ὁ
ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται , λείβω λέβης λέβητος , λήχω Λάχης Λάχητος : οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος . Εἰ
7168299 ἰξευον
Πρόσκειται χωρὶς εἰ μὴ λόγῳ ἀρχούσης παρῳχημένων διὰ τὸ ἰξεύω ἴξευον : τὸ μὲν γὰρ ἰξεύω θέσει μακρὸν ἔχει τὸ
γὰρ ἰξεύω θέσει μακρὸν ἔχει τὸ ι , τὸ δὲ ἴξευον φύσει μακρὸν τῷ λόγῳ τῆς ἀρχούσης τῶν παρῳχημένων :
7130904 ἐδακον
σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον :
. δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ
7126939 πλεκω
νεωστὶ κοπεῖσι , τοῖς νεωστὶ πεπλεγμένοις παρὰ τὸ στέφω τὸ πλέκω . κομῶντα : στεφανούμενον , περιφραστικῶς αὐτοῦ στεφανοφοροῦντος κλανεως
τοῦ εκω δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ
7123608 εἰδω
ΕΥ ΜΑΛΑ ΟΙΣΘΑ . Ὅτι τὸ οἶσθα οὕτω κανονίζεται , εἴδω τὸ γινώσκω , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ μέσος
. Ἡσίοδος ἐκ τοῦ ἥσις ἡ εὐφροσύνη , καὶ τοῦ εἴδω τὸ λέγω γίνεται Ἡσίοδος , ἐκβολῇ τοῦ ι καὶ
7123418 σινω
ῥῆμα βαρύτονον καὶ περισπώμενον , ὡς αἵρω καὶ ἀρῶ , σίνω καὶ σινῶ : Ἥτ ' ἄνδρας μέγα σίνεται ,
βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην . τούτοις
7121172 κραζω
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ ,
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος
7118454 δαω
καὶ στιχῶ διὰ τοῦ ι , φείδω φιδῶ , δαίω δαῶ , κείρω κερῶ . εἰ γὰρ καὶ μὴ ᾖ
στείχω , στιχῶ : φείδω , φιδῶ : δαίω , δαῶ : τεύχω , τυχῶ : σίνω , σινῶ :
7107856 ὠνουμαι
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας .
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν
7101312 φραζω
μελλόντων , ῥηματικὰ ἐκπίπτει ὀνόματα διὰ τοῦ δ : οἷον φράζω φραδὴ , κομίζω κομιδή : οὕτως ἀπὸ τοῦ ὀπάσω
. . Ἀφραδέως : ἀνοήτως , ἀπείρως : ἀπὸ τοῦ φράζω φραδής ἀφραδής ἀφραδέως , . , . . .
7091557 ἐνεργητικα
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς
7084904 κροτω
γράφεται : οἷον , δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ :
κροταφὶς , σφύρα μικρά : κροαίνων κρούων τοῖς ποσίν : κροτῶ : Κροτώνη : Κροκύλιον πόλις : κροκόπεπλος : κροκοείδης
7065664 ἀπατησω
, . . , . Ἀπατηλόν : ἐκ τοῦ ἀπατῶ ἀπατήσω , . , . * . . ? Ἀπάμεια
οὐκ ἂν ἐγώ γε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ ' ἀπατήσω : ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής
7062662 σοβω
ἔργοις . οἷον , ταχέως ἅμα βοῆ . ἀνεσόβοω : σοβῶ ἐστὶ , τὸ ἐντρέχω . ἔνιοι δὲ τὸ ἐκδιώκω
δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ :
7037737 τερπω
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ
7026814 ἱσταμαι
τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι
; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν
7023005 ἐπιῤῥημα
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος ,
7020890 ἰσχω
Ε , ἢ προτακτικὸν ὂν ἢ ὑποτακτικόν , οἷον ἔχω ἴσχω , μένω μίμνω , τέκω τίκτω , ῥέπω ῥίπτω
: τὰ λεπτυνθέντα σῦκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . παρὰ τὸ ἴσχω παράγωγον ἰσχνῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ ἰσχνάδες , αἱ λεπταί
7020359 ἐρευνω
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω .
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . .
7020097 αἱρω
τείχη , καὶ τῶν πολεμίων τοὺς προφύλακας ἐγρηγορότας αὐτοῖς ὅπλοισιν αἱρῶ , καὶ εἰμὶ στρατηγὸς καὶ φύλαξ καὶ σοῦ καὶ
τοῦ Φαμενὼθ συνάγονται μοῖραι ιʹ : γίγνονται ὁμοῦ ͵βωοβʹ . αἱρῶ κύκλους ἐκ τούτων ζʹ ἀνὰ τξʹ : λοιπαὶ καταλείπονται
7010245 χρονικως
τὰ γὰρ Ἀττικὰ τὰ ἀπὸ βραχέως ἀρχόμενα ἐν τῷ παρακειμένῳ χρονικῶς μεγεθύνονται ἐν τῷ ὑπερσυντελικῷ . Ὥστε συστολὴν ἔχει τὸ
λόγῳ τῆς ἀρχούσης τῶν παρῳχημένων : οἱ γὰρ παρῳχημένοι ἢ χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον
7008796 φθερω
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν .
7003684 προσλαλω
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι ,
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον ,
7002876 ἁνδανω
τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω πρὸς τὸ δαγκάνω μανθάνω λαγχάνω ἁνδάνω . ταύτῃ τοι καὶ τοῦ ἁμαρτάνω ὑποτακτικόν , φησίν
τοῦ ΑΝΩ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς συστέλλει τὸ Α : λιμπάνω ἁνδάνω λαμβάνω , πλὴν τοῦ ἱκάνω κιχάνω . Τὰ εἰς
7002523 γνωσκω
Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ
, τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω
6986274 παλαιω
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ
6980708 κτ
! ] ! [ [ ] τοιο [ [ ] κτ [ . . . . . . ] φ
? [ ιτ ? ? ! [ τεθ ? [ κτ [ τιτ [ ομω [ καλη [ ητα ?
6968794 πηθω
τὸ πάντα τὰ φάη περιάγειν . Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα
τὸ Ν , συστέλλουσι τὴν ἄρχουσαν οἷον λήθω λανθάνω , πήθω πανθάνω : οὕτως οὖν καὶ λείπω λιμπάνω . εἰ
6966879 θαι
φημὶ τοῦ τέτυπται , τρέπον τὸ ἐπὶ τέλους ται εἰς θαι καὶ τὸ π εἰς φ : εἶτα καὶ τὸν
ηεν ! ? ἄνευ τῆς του ! [ [ ] θαι . ὅτι δὲ ἡ Ἀφροδίτη [ [ ] !
6962771 σωρευω
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης
6956095 συριζω
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω ,
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου
6941896 ἐνεδρευω
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι ,
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις
6940506 λουω
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω :
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω ,
6927718 τρεπω
κώπης . παρὰ τὸ τρέπειν ὅπου δεῖ τὴν κώπην . τρέπω τροπός , ὡς πέμπω πομπός . . . ,
τὸ ὁμοιῶ , γίνεται εἴκελος , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ τρέπω ἔτραπον τράπελος καὶ εὐτράπελος . . . . .
6922699 ἡσω
δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον , ζαπαθέα τε σέβων ἁλίτυπά τε
. . ἀφῆκα : ἐκ τοῦ ἵημι , ὁ μέλλων ἥσω , ὁ ἀόριστος ἦκα καὶ ἀφῆκα ' . .
6918235 καταπονω
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν
6916915 φρας
ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ
, φράζω , ὁ μέλλων φράσω , ἀποβολῇ τοῦ ω φράς καὶ ἐν συνθέσει ἀποφράς , . , , .
6915595 ξαινω
εἰκότως , ἐπεὶ τὸ φοινιχθῆναι αἱμαχθῆναι . τὸ δὲ “ ξαίνω ” ῥῆμα καὶ παρὰ Δημοσθένει κεῖται ἐν τῷ κατ
χωλός . . . . ἀμφίδρυφοι : δρύπτω , τὸ ξαίνω : τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένοι : δρύπτω δρύψω δέδρυφα δρύφος
6914058 Ἀττικως
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη
6905539 τυψω
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω
6902389 κατασκευαζω
τυρία ψύχονται καὶ ξηραίνονται καὶ κατασκευάζονται ἀπὸ τοῦ ταρσύνω τὸ κατασκευάζω , καὶ Ταρσὸς πόλις καὶ τὸ ἄκρον τῆς πτέρυγος
ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω , τὸ κατασκευάζω , γέγονεν , οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ
6902364 περισπωμενον
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν .
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς
6899207 τροπω
αὐτὸν ἰδόντα , τὰ δὲ καὶ δι ' ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα . οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι
βάλλεις . μνημονικὸς ] ἐνθυμητικός , οὐκ ἐπιλήσμων . δύο τρόπω : ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] δύο τρόποι καὶ
6898509 μακαρς
ὡς τὸ Τίρυνς , ἢ τὸ ρ , ὡς τὸ μάκαρς : τὰ δὲ εἰς ξ λήγοντα , περὶ ὧν
μόνον ἀλλὰ μεθ ' ἑτέρου τινὸς συμφώνου , οἷον ὁ μάκαρς καὶ ὁ τίρυνς καὶ ὁ ἅλς , καὶ ἕτε
6895453 ἐπω
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα :
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα :
6891027 ὁμοιω
πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω ,
πυκτεύω , πυκταλεύω . Ἐναλίγκιος . παρὰ τὸ εἴκω τὸ ὁμοιῶ : ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος
6889543 ἀκροω
τέσσαρα νῦν τοῦ χοροῦ μαθὼν μέρη τὴν ἔξοδον τὸ πέμπτον ἀκροῶ μέρος , ὅπερ μετ ' ἐμμέλειάν ἐστιν εἰς τέλος
φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ
6889211 δοτης
οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων , τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα
: τὰ εἰς ΤΗΣ δισύλλαβα βαρύνεσθαι θέλουσιν , οἷον πλύτης δότης θύτης , χωρὶς τοῦ κριτής . τοῦτο δὲ ἐν
6885597 ᾀδω
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ
6868666 Λαας
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ
6857101 λυπω
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ
6854412 θεραπευω
, . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ
τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ
6852685 τυπτω
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν
6850652 σηθω
σῶ σήθω . . . . . . σήθω : σήθω : παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ τὸ σείω
σείω , καὶ σήθω , καὶ κινῶ . σῶ , σήθω , ἀφ ' οὗ ὄνομα σηλία καὶ τηλία .
6848126 ἡκα
εθ ? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [
ὤφειλεν εἶναι ἤνεγξα , οἱ δὲ λοιποί , ἔθηκα ἔδωκα ἧκα , ἐπεὶ πάντῃ τὸ στοιχεῖον ἀπέβαλον , οὐκ ἐκλίθησαν
6838255 ἀϊστος
ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού ,
ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις
6818055 ἑλκω
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν
6817844 μονοσυλλαβον
τὸ Ζεύς , οὐ κλίνεται διὰ τοιαύτην αἰτίαν πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον εἰς ς λῆγον ὀξύτονον καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος
ἐγκλινομένων εἰ σπονδειακὴ προηγεῖται λέξις ἢ τροχαϊκὴ , εἰ μὲν μονοσύλλαβον εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἐγκλιτικὸν , ὥσπερ ἐθέμην , ἐγκλίνεται
6813573 τηκω
θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν
] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ
6811924 παραληγοιτο
εἰς ΓΩ ὑπερδισύλλαβα μὴ παρ ' ὄνομα σύνθετα , εἰ παραλήγοιτο φύσει μακρᾷ , βαρύνεται : [ ἐπείγω ] ἀρήγω
λυῶ λυήσω : εἰ δὲ τῷ ε ἢ τῷ ι παραλήγοιτο , διὰ τοῦ α μακροῦ ποιεῖ τὸν μέλλοντα ,
6808339 κεχρεωστημενον
. . δίδωμι τὸ ἁπλῶς δίδωμι , ἀποδίδωμι δὲ τὸ κεχρεωστημένον . ὀβολὸν ] τουρέσιον . . οὐδενί ] ἀνθρώπῳ
κριτής παραλόγως ὀξύνεται , τούτου χάριν ἐν τῇ συνθέσει τὸ κεχρεωστημένον ἀναδέχεται , λέγω δὴ τὴν βαρεῖαν τάσιν , οἷον
6807668 θαλλω
ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω , καὶ φλέγω φλεγέθω , καὶ θάλλω θαλέθω : ὃ τρέπει τὸ θʹ εἰς τʹ ,
τὸ τιθῶ γέγονε θᾶκος καὶ θῶκος . . , : θάλλω : τὸ αὔξω . παρὰ τὸ θῶ , τὸ
6795358 παρατατικος
τὸ ἔρχομαι , καὶ τὸ παθητικὸν ἵκομαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἱκόμην ἵκου ἵκετο , καὶ κατὰ συγκοπὴν , ἷκε
τὸ πληρῶ , καὶ τὸ παθητικὸν πλῆμαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἐπλήμην , ἔπλησο , ἔπλητο , καὶ ἀφαιρέσει τοῦ
6794679 κλινω
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος
6793396 Κανονισον
χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ
τῷ Ποσειδῶνι , ταύρειος ἐκλήθη Βοιωτικῶς . . ΑΡΗΑΙ . Κανόνισον , αἴρω τὸ ἐπαίρω , ὁ μέλλων ἀρῶ ,
6791660 καλλωπιζω
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε
6787860 ἱστημι
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι
6784987 φονευω
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον :
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ ,
6784585 ἐθω
ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα
βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω :
6783765 νικω
; λόγος . ἥττων γ ' ὤν . ἀλλά σε νικῶ τὸν ἐμοῦ κρείττω φάσκοντ ' εἶναι . τί σοφὸν
ἀρχῇ τοῦ κώλου , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . νικῶ σε τόδε , φαμέν : τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον
6783296 εὐωχουμαι
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ '
6781363 ὀπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω
6779496 ἐριζω
ὥσπερ παρὰ τὸ σκαίρω σκαρῶ γίνεται σκαρίζω καὶ εἴρω ἐρῶ ἐρίζω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω
[ ! ! ! ] κυανοκόμοιο [ ] ἀόριστος τοῦ ἐρίζω Ἀριστοφάνης ὅσσα Αἰγινήταις [ ] Ζηνόδοτος Πυθιᾶν Ζηνόδοτος κτανεμεν
6776920 ἀπειλω
καὶ συγκοπῇ τῆς σα συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν : τὸ δυϊκὸν ἠπειλεῖτον ἠπειλείτην , συστολῇ τῆς
καὶ ὑποθέσεις τοῖς ἰάμβοις ; “ Ταῦτά σοι καὶ αὐτὸς ἀπειλῶ , οὐ μὰ τὸν Δία τῷ Ἀρχιλόχῳ εἰκάζων ἐμαυτόνπόθεν
6773941 λιμπανω
τὸ δεικνύω καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω
λιμοῦ κακῶς . ⌋ Λιμπάνω : ἀπὸ γὰρ τοῦ λείπω λιμπάνω . τὰ γὰρ διὰ τοῦ ΑΝΩ , εἰ μὲν
6762971 κερω
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε .
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ
6759069 νουθετω
κἀγὼ μὲν ἐπὶ τούτοις κλάω τε καὶ ἐμαυτὴν δρύπτω καὶ νουθετῶ τὸν υἱόν , ὁπόσα εἰκός , ὁ δὲ οὐκ
διασκορπίζω , δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α :
6758567 διδομαι
ἄγομαι δῶρον δοθεῖσα τῇ Μαντοῖ καὶ εἰς χεῖρας τῆς ζηλοτυπούσης δίδομαι : σὺ δὲ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ μείνας οἰκτρῶς ἀποθνῄσκεις
: τίθημι τίθεμαι τίθεσαι τίθεται , ἵστημι ἵσταμαι , δίδωμι δίδομαι δίδοτε δίδομεν δίδοται . ] Πᾶσα μετοχὴ εἰς ΩΝ
6757904 χραινω
τὸ ἀοιδὴν , ἀρίδιμος . Ἄχραντος , ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , καὶ παρὰ τὸ φαίνω φαντὸς
ὁ προστιθείς . Λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω , δι ' ὧνπερ ὤλετ ' . Ἆρ '
6756553 νοω
ἐν τῷ σώματι καὶ ταπεινώσῃς αὐτὴν καὶ εἴπῃς , οὐδὲν νοῶ , οὐδὲν δύναμαι : φοβοῦμαι τὴν θάλασσαν , εἰς
εἰς τὸ ω κίρνανται , οἷον ποιέω ποιῶ , νοέω νοῶ : εἰ γὰρ ἐγένετο ἀπὸ τῆς κοινῆς γενικῆς ἡ
6756369 οκ
ην [ ] ὅλην ? [ ] [ ± ] οκ ! ! ! ἑκάστοτε [ ] [ ! !
. . . . οδα ? ! ! [ σιν οκ [ δῶκε [ ἐνθεν ? [ οἶνον ! [
6754360 λελεχα
βραχείας ἄρχηται ὁ παρατατικός , ἀναδιπλασιάζεται ὁ παρακείμενος , ἔλεγον λέλεχα : ὥστε καὶ ὁ ἔπλεον βραχεῖαν ἔχει τὴν ἄρχουσαν
ξ , ὁ παρακείμενος διὰ τοῦ χ , λέγω λέξω λέλεχα : ὅτε δὲ διὰ ἀμεταβόλου ὁ μέλλων , ὁ
6753158 διοικω
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε
6752685 ἐτυπον
ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν
, ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις
6751112 ἐντρεπομαι
: γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός .
, κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι
6751020 τριβω
γεωμέτρου ὦ γεωμέτρα , πωλῶ παντοπώλης παντοπώλου ὦ παντοπῶλα , τρίβω παιδοτρίβης παιδοτρίβου ὦ παιδοτρίβα : ἰδοὺ γὰρ ταῦτα ἀπὸ
. . εἰσὶ μὲν γὰρ σωματικαὶ διαθέσεις αἱ τοιαῦται , τρίβω σε , νίπτω σε , ῥήσσω σε , ἕλκω
6746499 βραδυνω
βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις .
, πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα

Back