ἦεν : τῶν δέ θ ' ὑπὸ ἰαχῆς ἐφάνη λὶς ἠϋγένειος εἰς ὁδόν , αἶψα δὲ πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας
ἐξοπίσω ἀνεχάζετο , λεῖπε δὲ νεκρὸν ἐντροπαλιζόμενος ὥς τε λὶς ἠϋγένειος , ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταθμοῖο
7199111 αἰολος
προστακέντος ἰοῦ , ὃν τέκετο θάνατος , ἔτρεφε δ ' αἰόλος δράκων , πῶς ὅδ ' ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ
διὰ πλατέος πεδίοιο . Καί νύ κεν ἐσσυμένως ἐξ Ἄργεος αἰόλος ἵππος νίκησεν μάλα πολλὸν ἐφεζομένου Σθενέλοιο , εἰ μὴ
7191855 βη
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον . [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ
ἐπὶ θαλάττῃ ποιεῖ τὸ ἱερόν ” ἐκ δὲ Χρυσηὶς νηὸς βῆ ποντοπόροιο „ : τὴν μὲν ἔπειτ ' ἐπὶ βωμὸν
6992242 ὑψιπετης
Ὀρέστην : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν . . αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων : ἡ διπλῆ ὅτι
παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι
6933221 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ
6902332 λις
. Ἄδουλις γὰρ ὀφείλει , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς εἰς λις τῷ ω . . . παραληγομένοις . ὁ πολίτης
τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν . πολλάκι καὶ ξύμπασα πό - λις : 〚 πολλάκις , φησί , ἡ πόλις πᾶσα
6880551 καρη
καὶ ἀμείβετο μειδιόωσα : “ Ἴστω νῦν τόδε σεῖο φίλον κάρη ἠδ ' ἐμὸν αὐτῆς : ἦ μέν τοι δῶρόν
ἄμφω κέρσε τένοντε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην
6864304 διψαων
ἐν λίμνῃ : ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ . στεῦτο δὲ διψάων , πιέειν δ ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι : ὁσσάκι
ἐν λίμνῃ , ἡ δὲ προσέκλυζε γενείῳ : στεῦτο δὲ διψάων , πιέειν δ ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι . καὶ
6824765 ἠϋτε
ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ
εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα
6822161 κορυς
Φιλόξενος . θηλὴ καὶ θῆλυς , ὡς κάρη κάρυς καὶ κόρυς . εἴρηται δὲ καὶ κάρη , φησὶν ὁ Καλλίμαχος
δέδεντο δὲ δαίδαλα πάντα . Τῇ δ ' ἄρα παρκατέκειτο κόρυς μέγα βεβριθυῖα : Ζεὺς δέ οἱ ἀμφετέτυκτο μέγ '
6774859 πετασσας
αὐτὴν δ ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων , ὑπὸ λῖτα πετάσσας , καλὸν δαιδάλεον : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν
μελέσθω : ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν
6774700 ἱκανεν
. Ἕκτωρ δ ' ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰς Σκαιάς ὀνοματικῶς Δαρδανίας
θερμὸς ἀυτμὴ Τιτῆνας χθονίους , φλὸξ δ ' αἰθέρα δῖαν ἵκανεν ἄσπετος , ὄσσε δ ' ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ
6748587 κραιπνον
Βορέαν ἀποκαθαίρεται : διὸ καὶ λέγει ὦρσε δ ' ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην , τὰ δὲ κύματα ἄξεν . καὶ τὴν
Κρηθηιάδαο πρώτιστος Δαναῶν ἑὼ αἰνέτω ἤλασεν ἵππω , Καιρόν τε κραιπνὸν καὶ Ἀρείονα Θελπουσαῖον , τόν ῥά τ ' Ἀπόλλωνος
6747734 δειρην
φέρει , ἔνθα μέσην περὶ παῖδα λαβὼν ἀγκῶν ' ἐφίλησα δειρήν , ἡ δὲ τέρεν φθέγγετ ' ἀπὸ στόματος .
ἐμμενέως : ὁ δ ' ἑλίσσεται ἀμφί τε γοῦνα , δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται
6718644 ῥιμφα
ὡς δ ' ὅτ ' ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι : τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ
χαλεπά , καὶ “ ῥιγεδανῆς Ἑλένης ” τῆς φρικώδους . ῥίμφα ταχέως . ῥινός ἐπὶ μὲν τοῦ δέρματος τοῦ μυκτῆρος
6716794 ἠκα
Ὧς ηὔδα μεμαώς : πολέες δ ' ὁμάδησαν ἑταῖροι , ἦκα μάλ ' , οὐδ ' ἄρα τίς οἱ ἐναντίον
ὀθόνας ἔχον , οἳ δὲ χιτῶνας εἵατ ' ἐϋννήτους , ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ : καί ῥ ' αἳ μὲν καλὰς
6705853 μαιμωων
τῶν ὀρῶν : Εὐριπίδης καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . ὧς ὅγε μαιμώων : διόλου ὑγιὴς ἡ παραβολή . ταύρῳ γὰρ βεβλημένῳ
: ὣς ἐπ ' ἐμοὶ λὶς αἰνὸς ἀπόπροθεν ἀθρόος ἆλτο μαιμώων χροὸς ἆσαι : ἐγὼ δ ' ἑτέρηφι βέλεμνα χειρὶ
6702672 σκολιην
μικρά * ἐσσυμένῃ : τεινομένῃ , ἑλκομένῃ τεινομένῃ κατεπειγομένῃ κεκινημένῃ σκολιήν : καὶ γὰρ τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς μακρὸν ἔχει
καὶ σκολιόν ἀνατέταται , ὡς συγκαλύπτεσθαι τὸ μῆκος . * σκολιήν . . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται
6667641 Πηλεϊδης
Ἀχαιῶν ἵπποισίν τε πέποιθε καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν . Ὣς φάτο Πηλεΐδης , ταχέες δ ' ἱππῆες ἄγερθεν . ὦρτο πολὺ
τῶνδ ' ἀντὶ χάριν μενοεικέα δοῖεν . Ὣς φάτο , Πηλεΐδης δὲ πολὺν καθ ' ὅμιλον Ἀχαιῶν ᾤχετ ' ,
6664050 Αἰνειαο
ποιοῦσι τὴν καταστροφὴν τοῦ βίου . τινὲς δὲ γράφουσιν „ Αἰνείαο γένος ” πάντεσσιν ἀνάξει , καὶ παῖδες παίδων ,
ἐστί . καὶ ὢ πόποι , ἦ μοι ἄχος μεγαλήτορος Αἰνείαο : λείπει γὰρ τὸ πάρεστιν ἢ συμβέβηκεν ἤ τι
6652597 παγη
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς
6646060 βαθειῃ
ἔρριψε μετ ' ἀμφίπολον βασίλεια , ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε , βαθείῃ δ ' ἔμπεσε δίνῃ : ταὶ δ ' ἐπὶ
ἔπειτα πληθύν , ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ ἀργεστᾶο Νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων : πολλὸν δὲ τρόφι κῦμα κυλίνδεται ,
6645192 κεφαληφιν
μὲν πρῶτα μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε ποικίλῃ , αὐτὰρ ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας θήκατο χαλκείην , δόρυ δ ' εἵλετο χειρὶ
τῇ ἑαυτοῦ βίᾳ πεισθείς . ὅτε δέ φησι “ τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν , ” γενική : θέλει γὰρ εἰπεῖν καταστοχαζόμενος τῆς
6644732 ἀσπις
τὰ δὲ κοινωνοῦντα ἀρσενικῷ γένει μετατιθέασιν : ἐλπίς εὔελπις , ἀσπίς λεύκασπις . Τὰ εἰς ΙΣ πατρωνυμικὰ ἢ τύπον ἔχοντα
δὲ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ ἀδάμαντος , ἦχον ἀπετέλει ἡ ἀσπίς . Ἐπὶ δὲ ταῖς ζώναις τῶν Γοργόνων δύο δράκοντες
6638735 κλονεουσι
δέ , ἤτοι τὸν τὴν καρδίαν ἀλγοῦντα θαμινότεροι ] πυκνότεροι κλονέουσι ] ταράττουσιν δήν ] ἐπὶ πολύ καὶ κατικμάζων ,
ὑλήεντι εἱστήκει , τό περ οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι ἐσσύμεναι κλονέουσι δι ' ἠέρος οὔτε Νότοιο : ὣς ὃ ταφὼν
6637848 παχειῃ
δ ' ἔκχυντο ἅπαντα ἔγκατ ' ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν
πότνια μήτηρ ‚ καὶ εἵλετο δὲ κληῖδ ' εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ Πηνελόπη . οἷς προσέχων ὁ Δημήτριος οὐδὲ τοῖς ὑπολαβοῦσι
6626623 βουτυπος
ἐν τῷ θέρει , καθὼς τοὺς βόας ἐκκεντᾷ ὁ λεγόμενος βουτύπος , ἰδίως δ ' οἰστροκεντίον . θοήν : ὀξεῖαν
τῶν ποδῶν , φησί , σταθεὶς καὶ ἐκτείνας ἑαυτὸν ὡς βουτύπος τὴν χεῖρα ἑαυτοῦ κατέφερεν : ἐπιόντος δὲ αὐτοῦ ὁ
6620297 στη
ἠράσσατο πεσσομενάων . αὐτὸς δὲ Ξενοκλῆς ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπ ' οὐδὸν ἰών ,
κλόνον οὐκ ἐνόησεν , ἠέρι γὰρ πολλῇ κεκαλυμμένος ἀντεβόλησε : στῆ δ ' ὄπιθεν , πλῆξεν δὲ μετάφρενον εὐρέε τ
6615160 περιμηκεϊ
ἐρέω δὲ ἕκαστα . ὁππότε κεν Κίρκη ς ' ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ , δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ
κρατερόφρονος , ὅς τε τοκῆα σεῖο πάροιθ ' ἐφόβησε βαλὼν περιμήκεϊ δουρί : καί νύ κέ μιν θανάτοιο κακαὶ περὶ
6612983 πηληκι
: θλάσσεν δὲ κάρη , συνέαξε δὲ πάντα ὀστέα σὺν πήληκι : λύθη δέ οἱ ἀγλαὸν ἦτορ . Τῷ δ
ὀξὺ αὐχένα μέσσον ἔλασσεν , ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε αὐτῇ σὺν πήληκι κάρη : ἔτι δ ' ὄβριμον ἔγχος ἦεν ἐν
6609679 ἀραβησε
ἀράβησεν : ἤχησεν : κυρίως ἄραβος , ἀραβῶ ἀραβήσω : ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ : καταχρηστικῶς δὲ
ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ . Ἔνθ '
6607914 ταυρειην
κάτω τετύχθαι καὶ μὴ ἔχειν λόφον : φησὶ γὰρ “ ταυρείην ἄφαλόν τε καὶ ἄλοφον , ἥτε καταῖτυξ κέκληται ,
ξὺν τοίσδεσι μίσγειν σμύρναν , ἅλας , κύμινον , χολὴν ταυρείην , μέλι , ἐν εἰρίῳ προστιθέναι : καὶ κυμίνου
6586095 ἐσσυται
δρίος : ἡ δ ' ἀΐουσα πόρδαλις ἰάνθη τε καὶ ἔσσυται , ἴχνος ἀϋτῆς μαιομένη : τάχα δ ' ἷξε
ἥν περ ὑπέστης , οἴκαδε πεμψέμεναι : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη ἠδ ' ἄλλων ἑτάρων , οἵ μευ φθινύθουσι
6585801 ἀγραυλοιο
φαίδιμος Αἴας . στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο ὄνθον ἀποπτύων , μετὰ δ ' Ἀργείοισιν ἔειπεν :
μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν , ἥ τε κατ ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ ' ἰχθύσι κῆρα
6584460 ἑζετο
ῥα , καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς , ἕζετο δ ' ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη τοίχου τοῦ
Ἤτοι ὅ γ ' ὣς εἰπὼν κατ ' ἄρ ' ἕζετο , τοῖσι δ ' ἀνέστη Νέστωρ , ὅς ῥα
6581632 κιρκος
στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος :
τάχα μοῦνος ἐναντίον ἰσοφαρίζοι αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν , ἢ κίρκος ταναῇσι τινασσόμενος πτερύγεσσιν , ἢ δελφὶς πολιοῖσιν ὀλισθαίνων ῥοθίοισι
6581258 ἐχις
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος
6572320 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
6567420 Ζεφυρος
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ζέλεια : Ζέφυρος : ζέω τὸ ῥῆμα : ζέσις : ζέμα .
ἑκάτερος : ἐτόξευε μὲν ὁ Ἀπόλλων , ἔπνει δὲ ὁ Ζέφυρος . μέλη μὲν ἦν τὰ παρ ' ἐκείνου καὶ
6563933 ἀμυδις
ὀστέα κεῖνα μετ ' ἀνδράσιν Ἀψυρτεῦσιν . Οἱ δ ' ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν
. Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες
6563617 ἐοικως
ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν
γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι
6557978 ἐκλινθη
δὲ παραὶ λαπάρην διάμησε χιτῶνα ἔγχος : ὃ δ ' ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν . τὼ δ ' ἐκσπασσαμένω
: ἂψ δ ' ὃ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ
6553162 παλινορσος
καὶ παλινοστῶ τὸ ἐπανέρχομαι . παλινοδία : ἐναντία ὁδός . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλιν . . . . σκοτεινῷ
τέκνον ὀδυρομένη , γόον εὔνασον . ᾤχετο μήτηρ , νοστήσει παλίνορσος : ἔτι κλαίουσα νοήσεις . οὐχ ὁράᾳς ; γοεραὶ
6550843 ἀθροος
αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς
φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ .
6534602 ἀκωκη
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ ,
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών
6531690 λαιῃ
ἐκ δ ' ἐχύθη μέλαν αἷμα θοῶς κροτάφοιο χανόντος : λαιῇ δὲ στόμα κόψε , πυκνοὶ δ ' ἀράβησαν ὀδόντες
δίκην : γνώμη γὰρ ἡ τοῦ ἀνθρώπου πέφυκεν ἐν τῇ λαιῇ κοιλίῃ , καὶ ἄρχει τῆς ἄλλης ψυχῆς . Τρέφεται
6527649 γουνα
Δήϊον : πολεμικὸν , πολέμιον . Ἐλαφρίζειν : ἐφορμεῖν . γοῦνά τ ' ἐλαφρίζειν : τρέχειν , κούφως κινεῖν φεύγοντες
Δήϊον : πολεμικὸν , πολέμιον . Ἐλαφρίζειν : ἐφορμεῖν . γοῦνά τ ' ἐλαφρίζειν : τρέχειν , κούφως κινεῖν φεύγοντες
6524969 χρυσειοι
ἡγήτορες ἑδριόωντο πίνοντες καὶ ἔδοντες : ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον . χρύσειοι δ ' ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν ἕστασαν αἰθομένας
δ ' ἐφ ' ὑπερθύριον , χρυσέη δὲ κορώνη . χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς
6517453 αἰγανεης
ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ . ὅσση δ ' αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται , ἥν ῥά τ ' ἀνὴρ
: οὐδ ' ὅ γε πυκνῆς χερμάδος ἱπταμένης οὐδ ' αἰγανέης ἀλεγίζει , ἀλλ ' αὔτως ἄτρεστον ἔχει θάρσος τε
6513076 τρυφαλεια
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον ,
6512278 Βορεης
ἢ παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , οἷον : Βορέης [ καὶ ] Ζέφυρος , τώ τ ' ἐκ
, φωτὸς δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας
6511617 ἐεισατο
ἀπέτραπον ὁρμηθῆναι . Ἥρωες δ ' , ὅτε δή σφιν ἐείσατο νόστος ἀπήμων , δή ῥα τότε προμολόντες ἐπὶ χθονὶ
ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο ἷξε νέων , τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος , λεῖος πετράων , καὶ ἐπὶ σκέπας
6511210 σακος
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν Αἴαντα , κἂν ἐκ βύρσης φέρῃ σάκος : ἀμφότερα δὲ ἀριστευτικὰ καὶ ἐκπληκτικὰ ὁμοίως ἡ ἀρετὴ
δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ ' ὑπέρπτατο
6509161 δεξιτερην
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι
6508223 ἰθυς
ἅλυσιν . Φοιταλέας : ὁρμητικάς . ἀποῤῥήξειε : ἐκκόψειεν . ἰθύς : κατ ' εὐθεῖαν , ἢ εὐθύς . Αἱμάσσων
πρόθεσιν συγκείμενα προπαροξύνονται : οἷον , ἐγγύς : εὐθύς : ἰθύς : μεσσηγύς : τὸ ἄντικρυς : σύνεγγυς , παρὰ
6507098 σειων
Σωτάδεια διὰ τὸ μαλακώτερον : σκήλας καύματι κάλυψον , καὶ σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον ἀντὶ τοῦ σείων
ἄλλοις εὑρίσκεται μέτροις , ὡς παρὰ Σωτάδῃ ἐν τῇ Ἰλιάδι σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον , ἐν δὲ
6490002 τιταινει
καταλιμπάνει ἔξωθεν ὀλίγην ὁ βάτραχος πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος
; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς
6481817 κορυν
κόρυθας ἔχοντας ἱππείαις θριξὶ κεκοσμημένας . εἰ γὰρ παρὰ τὴν κόρυν συνέκειτο , κἂν ἱπποκόρυθες ἐλέγοντο . νῦν δὲ σημαίνει
' αὐτοῖς Ἱέρων προτέροις ἴσος ἡρώεσσι ζώννυται , ἵππειαι δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔθειραι . αἲ γάρ , Ζεῦ κύδιστε πάτερ
6476979 ἐγχος
Καλῶς ἔλεξας : ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ ; Κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι
[ [ ] φιλειπόλε - [ μο - ] καλὸν ἔγχος ? [ [ ] άων διά τ ' ὀγ
6473543 λιγα
μὲν τὸν θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα ἀμφ ' αὐτῷ χυμένη λίγα κωκύει : οἱ δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι
μὲν ζέφυρον λέγειν τὸν ὑφ ' ἡμῶν καλούμενον ἀργέστην , λίγα δὲ πνέοντα ζέφυρον τὸν ὑφ ' ἡμῶν ζέφυρον ,
6464345 ἐλαφοιο
ἤτοι μὲν κέρας ἐστί , ταναύποδος οἷα φύονται ἐκ κεφαλῆς ἐλάφοιο : φύει γε μὲν οὔ ποτε κόρση πέτρην ,
Τοὺς δ ' ἄρα κικλήσκουσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἰόρκους : κἀκείνοις ἐλάφοιο δέμας , ῥινὸν δ ' ἐπὶ νώτῳ στικτὸν ἅπαντα
6462951 τρυφαλειαν
σάκεος σέλας αἰθέρ ' ἵκανε καλοῦ δαιδαλέου : περὶ δὲ τρυφάλειαν ἀείρας κρατὶ θέτο βριαρήν : ἣ δ ' ἀστὴρ
πιστὸς ἑταῖρος , ἀπώλεσε τὰ προκατειλεγμένα , λέγω ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν καὶ καλὰς κνημῖδας καὶ θώρηκα : ἕτερα γὰρ ἀντὶ
6460919 ἀλλυδις
νωλεμές . αἶψα δὲ νόσφιν Ἰήσονα μοῦνον ἑταίρων ἐκπροκαλεσσαμένη ἄγεν ἄλλυδις , ὄφρ ' ἐλίασθεν πολλὸν ἑκάς , στονόεντα δ
ἄλκιμος ἐξεφαάνθη : τοῦ μὲν γάρ τε κακοῦ τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ , οὐδέ οἱ ἀτρέμας ἧσθαι ἐρητύετ ' ἐν
6458477 ἀζαλεης
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ '
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ
6455430 ὀρεξαμενος
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται :
6452606 ἐπειγομενη
Ἕως ἡ σφονδύλη φεύγουσα πονηρότατον βδεῖ , χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει , τουτάκις οὔπω χρῆν τὴν εἰρήνην πεποῆσθαι
Ἄψυρτος . ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε νηῦς ἤδη , κρατεροῖσιν ἐπειγομένη ἐρέτῃσιν καὶ μεγάλου ποταμοῖο καταβλώσκοντι ῥεέθρῳ : αὐτὰρ ἄναξ
6448582 κρατεροιο
εἰ δέ τις ἐν ψυχρῇσι λίπῃ κονίῃσι λέβητα , παφλάζει κρατεροῖο κυκώμενον ἔνδοθι χαλκοῦ . Ἐσθλοὶ δ ' αὖτ '
φάτο κερδοσύνῃσι καὶ οὐ κάμεν ἄλγεσι θυμόν : ἀνδρὸς γὰρ κρατεροῖο κακὴν ὑποτλῆναι ἀνάγκην . Τῷ δ ' οἳ μὲν
6446695 ἑλισσεται
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . .
6446105 ζωστηρος
δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ
δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ
6432278 δελφιν
, ὁπότε τὴν σκευὴν ἀμπισχόμενος τὸν ὄρθιον ἀείδοι νόμον , δελφὶν ἐκ τοῦ πελάγους κάτεισι , πρός τε τὸ ἐπίφορον
, ἀλλ ' ἐπιπηδῶσί ποτε καὶ πέτραις ἠλιβάτοις . Ὁ δελφὶν ἡγεμονεύει τῶν ἰχθύων , ὡς ἀετὸς τῶν πτηνῶν ,
6431995 ἀσπιδ
τίς οὗτος ὁ λευκολόφας , πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ πάγχαλκον ἀσπίδ ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων ; [ λοχαγός , ὦ
τὴν νομάδα τράπεζαν ἡμέροις ἀμείψῃ πυροῖς . ἀλλὰ βέλος δῶρον ἀσπίδ [ . . . . . . | αὐτῷ
6425620 γνυξ
βοτρυδόν , ἀγεληδόν ] ? ? [ , πύξ , γνύξ , λάξ , ὀδάξ . ] ταῦτα [ δὲ
, καὶ τὰ τοιαῦτα : μηκυνόμενα διὰ τοῦ διπλοῦ , γνύξ , πύξ . πιστοῦται δὲ καὶ ἐντεῦθεν μὴ ἐντελῆ
6424858 ῥιπῃ
' ᾤχετο Κολχίδα γαῖαν . Τὸν δ ' ἕλεν ἀμφασίη ῥιπῇ στιβαροῖο σόλοιο , Αἰήτην . οἳ δ ' ὥστε
μέμυκε , ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες , ἐπημύει δὲ κεραίη , ῥιπῇ ἐπειγομένη , πρύμνῃ δ ' ἔπι πάντα χαλινὰ ἰθυντὴρ
6420221 μαστιξεν
χείρεσς ' Ὀδυσῆϊ τίθει , ἐπεβήσετο δ ' ἵππων : μάστιξεν δ ' ἵππους , τὼ δ ' οὐκ ἀέκοντε
ὦ ξένε , τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο : καὶ ἄλλοτε , μάστιξεν δ ' ἐλάαν . ἐρωτηθεὶς ποταπὸς εἴη κύων ,
6418312 αἰθοπι
μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ , στῆ δὲ μάλ ' ἐγγὺς ἰὼν καὶ
πλοκάμους ἔστεψε καὶ αὐχένα λευκὸν ἐόντα ὅρμος ἕλιξ φοίνιξε πεπαρμένος αἴθοπι κόσμωι . καὶ φρενὶ κωμάζουσα φιλεύδιος Εἴαρος Ὥρη ,
6417851 δελφις
εἰ δὲ Γλαύκης τῆς κιθαρῳδοῦ κριὸς ἥττητο καὶ ἐν Ἰασῷ δελφὶς ἐφήβου , τί κωλύει καὶ δράκοντα ἐρασθῆναι νομέως ὡραίου
' ὁ μὲν ἠϊθέοισι μετέπρεπεν , αὐτὰρ ὁ πόντῳ ὠκύτατος δελφὶς ἑτέρων προφερέστατος ἦεν , δή ῥα τότ ' ἔκπαγλόν
6414291 ἀϊξας
' ἀχλύς . Ἀμφίνομος δ ' Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο ἀντίος ἀΐξας , εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ , εἴ πώς οἱ
υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν : αἱματόεσσα
6413630 ἐγχεος
τεθνηῶτος , ἐν σάκεϊ μεγάλῳ . ἀπὸ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπ ' ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου . δριμὺ δ
αὐτῷ ἕποντο : τοῖο δ ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυς ' αἰχμήν . Μυρμιδόνες δ ' αὐτοῦ σχέθον
6412243 προσσω
εἰρωνευτής . ἀσθενική τε λόγων δυὰς ἢ τριὰς ἢ ἔτι πρόσσω , οἷος Ξεινοφόων ἥ τ ' Αἰσχίνου οὐκ ἀπιθὴς
καὶ Ἀριστοφάνης . . οἱ δ ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες πρόσσω πᾶς πέτεται : ἡ διπλῆ ὅτι πληθυντικῶς εἰπών οἱ
6412037 ὀνυχεσσι
σώματι κύρσας , ὅς τε μάλ ' ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσσας ὅττι τάχιστα μελίφρονα θυμὸν ἀπηύρα : ἐμ μένεος
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωὸν ἔτ ' ἀσπαίροντα , καὶ οὔ πω
6408852 ὠμοισιν
δὲ περὶ γναθμοῖσιν ὀρώρει , τεύχεα δ ' ἀμφ ' ὤμοισιν ἐπέβραχε . Τοὶ δ ' ὁρόωντες πάντες ὁμῶς ἑνὸς
. Ὣς φάθ ' , ὃ δ ' ἀμφ ' ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές , εἵλετο δ
6405163 ἐεργων
περησέμεναι μεμαῶσιν , αἰετὸς ὑψιπέτης , ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων , φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον , ζῳόν ,
Πεῖρεν : ἐσούβλισεν , ἐκέντησεν . ἀνακρούων : ἀνελκύων . ἐέργων : κωλύων . Ἀναγκαίῃσι : βίαις . Ἂν δ
6403931 ὀδυνῃσι
, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο . τὸν μὲν ἐγὼν ὀδύνῃσι παραφρονέοντα βαρείαις νωσάμενος , πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι ,
ἑσπόμενοι δελφῖνος ἀτυζομένοιο κελεύθοις . ἀλλ ' ὅτε λευγαλέῃσι κακηπελέων ὀδύνῃσι κάμνῃ καὶ γλωχῖσι περισκαίρῃσι σιδήρου , δή ῥα τότ
6389682 σμερδαλεον
τὸ φυτὸν καρπὸν γλυκύτατον . * ὑποτρέφεται : ἀναστρέφεται * σμερδαλέον : φοβερόν * ἐσκληκός : κατάξηρον ἀκροτάτῳ κεφαλῇ :
ἰωή : ὣς οἵ γ ' ἀμφοτέρωθεν ἐς Ἄρεα συμφορέοντο σμερδαλέον μεμαῶτες : Ἔρις δ ' ὀρόθυνε καὶ αὐτή .
6387879 ὠκεος
χέρεσσι δαιδαλέου ζωστῆρος ἀμερσέμεναι μενεαίνων εἷλκε κόμης ἵπποιο κατ ' ὠκέος : αἳ δ ' ἀπάτερθεν ἄλλαι ὑποτρομέεσκον Ἀμαζόνες .
καλὸν ἵκοντο ῥόον . Αἰήταο πόλιν , τόθι τ ' ὠκέος Ἠελίοιο ἀκτῖνες χρυσέωι κείαται ἐν θαλάμωι Ὠκεανοῦ παρὰ χεῖλος
6386630 μελιην
' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος
ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν , αἵ τε πρὸς ἀλλήλας
6385099 ἀλεεινων
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ
6383589 ἀρηροτος
μέσσοισι παρίστατο ἰσόθεος φώς , αὐτίκα δ ' ἐκ ζωστῆρος ἀρηρότος ἕλκεν ὀϊστόν : τοῦ δ ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν
ἀμφότεραι κεφαλαὶ Διδύμων φορέονται , ἐν δὲ τὰ γούνατα κεῖται ἀρηρότος Ἡνιόχοιο , λαιὴ δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ
6382627 στιβον
ᾧ κέν μιν μνηστὴν κομέωσι τοκῆες τῷ ἴκελος προπόλοιο κατὰ στίβον ἤιεν ἥρως : καί ῥ ' ὅτε δὴ πυλέων
Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων : ἐπεῖχέ τε ἐπὶ
6380476 κυδιοων
συμπόσια φιλίας ἰσχυρὰς κεράσαι . διέβη μὲν δὴ τὸν πορθμὸν κυδιόων τε καὶ ὑψοῦ κάρη ἔχων κρότῳ τε ἐπηρμένος καὶ
ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων , εἰωθὼς λούεσθαι ἐυρρεῖος ποταμοῖο , κυδιόων : ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει , ἀμφὶ δὲ χαῖται
6378671 παμφανοωντα
. . . . ἅρματα δ ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰ ὀχήματα ἅρματα λέγει
θηρῶν , ἐκ δ ' ἄρ ' ἀπήρτηται πτίλα μυρία παμφανόωντα , οἰωνῶν τε διηερίων περικαλλέα ταρσὰ γυπάων πολιῶν τε
6376135 τανυηκες
: ἦρχε δ ' ἄρά σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ
ὅτι οὐκ ἐντέτακται ἡ ἀκή , καθάπερ ἐπὶ τοῦ ξίφους τανύηκες ἄορ ἀλλὰ κατὰ παραγωγὴν τανυήκεας ὄζους , οἷον ταναούς
6374553 ἀγρης
σφίσι τέλλεται ἄκρης ἐκ κεφαλῆς : λάβραξ δὲ φίλης κεκορημένος ἄγρης νύγματος οὐκ ἀλέγει : τὸ δέ μιν νέμεταί τε
, ] [ οὐδέ ] μιν ἰσχανόωσι κύνες δεδαημένοι [ ἄγρης ] [ δύμεναι ] ? ἕρκεα πυκνά , τεθήπασιν
6373735 λαβρος
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά .
6373169 ἐπαϊξας
προτιβάλλεται , οὔθ ' ὁράασθαι ἔλπεται , εἰσόκε δή μιν ἐπαΐξας ὀλοὸς θὴρ δαρδάψῃ : τῆς δ ' ἦτορ ὁμοίϊον
χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν . Ἀντίλοχος δ ' ἄρ ' ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσθμαίνων
6372860 ἑρπων
πλῆθος ἕτερον ἦν κακὸν ἄφατον : καθάπερ γάρ τις θάνατος ἕρπων τὴν ἁπάντων ζωὴν κατεβόσκετο , ὡς ἐκ τούτου τὰς
τάξις : κυρίως δὲ ἡ στρατιωτικὴ τάξις . καὶ τὸ ἕρπων δὲ καταχρηστικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ ἱπτάμενος . * οὐλαμός
6369584 ἠϊξεν
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον
6368210 Βορεῃ
, Κόναβος δ ' ἐπὶ τοῖσι Φόβος τε , τοὺς Βορέῃ κελάδοντι τέκεν βλοσυρῶπις Ἐριννὺς πῦρ ὀλοὸν πνείοντας : ὑπέστενε
Ἡρακλῆς ἐμνησικάκει τῷ Βορέᾳ . Ὅμηρος : τὸν σὺ ξὺν Βορέῃ ἀνέμῳ πεπιθοῦσα θυέλλας . Αἰνησίδαμος δὲ ἐν Τηνιακοῖς ,
6366570 ἑλε
ὄβριμον ἔγχος ἔσχεν : ὃ δ ' ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ . οὐδ ' ἄρα πώ τι πέπυστο
ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον . ἕλε : ἔλαβεν , ἐφόνευσεν . πίονα : λιπαρόν .
6363755 ὑπεξ
' ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε πανημέριοι πονέονται τοῖς ἴκελοι ἥρωες ὑπὲξ ἁλὸς εἷλκον ἐρετμά . Ἦμος δ ' οὔτ '
δήμωι τρέψας οὔτ ' ἀδίκοις ' ἀνδράσι πειθόμενος . Νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταμάρψας αἵματος οὐκ
6362535 μυχοιο
καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφές , ἔνθεν ἀυτμή πηγυλίς , ὀκρυόεντος ἀναπνείουσα μυχοῖο , συνεχὲς ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην , οὐδὲ μεσημβριόωντος
ἀγκοίνῃς τε μένουσιν . ἄδμωες δ ' ὁρόωντες ἔσω κοίλοιο μυχοῖο ἀγρομένους τάχα πάντες ἐπί σφισιν ὡρμήθησαν , δαιτὸς ἐελδόμενοι

Back