μὲν ἱστορία τοιαύτη . , : ἐκαλεῖτο δέ τις καὶ Ἑκτόρειος κόμη , περὶ ἧς φησιν Ἀναξίλας τὴν Ἑκτόρειον τὴν
παρθένοις πρέποντα λέγει δὲ τὸν γάμον . τοὺς Ἑκτορείοις : Ἑκτόρειος κόμη λέγεται ἡ τὰ ὀπίσω καθειμένα ἔχουσα , τὰ
6413945 δαηρ
ἀμαλλοδετήρ , στατήρ ὀβολοστατήρ . τὸ μέντοι ἀνήρ λιπάνηρ , δαήρ πολυδάηρ , πατήρ αἰνοπάτηρ ὡς μὴ φυλάττοντα τὸ Η
μὲν Κασάνδρα τῇ Ἑλένῃ γάλως ἐστίν , ὁ δὲ Ἕκτωρ δαήρ , αὐτῆς δὲ [ ἤγουν τῆς Ἑλένης ] ὄνομα
6233837 ἀρθριτις
τριταῖος , στραγγουρίη , ὀφθαλμίη , λέπρη , λειχὴν , ἀρθρῖτις : ἔμπηροι δὲ πολλάκις ἀπὸ τῶνδε γίνονται πουλλοὶ ,
φεύξεται γὰρ ποδάγρα , χειράγρα , γονάγρα , ἱσχιάδα , ἀρθρῖτις , ὀπισθότονος καὶ ὅσα νευρικὰ πάθη . Ἡ δὲ
6229985 γαλως
χαίρει . γαίων γαυριῶν . γαμέσσεται εἰς γάμον ἄξει . γάλως ἀνδρὸς ἀδελφή : “ εἰδομένη γαλόῳ . ” Γάργαρον
δὲ ὁ αὐτὸς καὶ ὅτι ἡ μὲν Κασάνδρα τῇ Ἑλένῃ γάλως ἐστίν , ὁ δὲ Ἕκτωρ δαήρ , αὐτῆς δὲ
6170025 κτητικη
κατὰ γὰρ πᾶσαν πτῶσιν τῆς κτητικῆς παραγωγῆς ἐγκειμένη σύνεστιν ἡ κτητικὴ σύνταξις , ἐμόςἐμοῦἐμῷἐμόν , ἈριστάρχειοςἈρισταρχείουἈρισταρχείῳ . καὶ ἐν μὲν
: ὀρθοτονουμένη γὰρ ἡ ἑνικὴ περισπᾶται , ἥ γε μὴν κτητικὴ ὀξύνεται . σαφὲς δ ' ὅτι καὶ ἐγκλιθεῖσαι αἱ
6156087 ἀτροφια
καὶ κατάψυξις καὶ παραποδισμὸς καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία τοῦ μέρους καὶ παρεμποδισμὸς τοῦ ἵστασθαι ἢ καὶ περιπατεῖν
ἀχλύς , ἀμβλυωπία , πλατυκορία , σύγχυσις , ἀτονία , ἀτροφία , φθίσις , γλαύκωσις , μυδρίασις , δικορία ,
6118656 ἐπιθετικα
ἄμητος καὶ ἀμητός . τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ
μεθυπλήξ . τὸ ὕσπληξ καὶ ἀντίπηξ βαρύνεται , ὅτι οὐκ ἐπιθετικά . τὸ δὲ χηναλώπηξ καὶ αὐτὸ βαρύνεται , ὡς
6106045 προπαροξυνομενα
, ἀλλὰ καὶ εὐγενέος , κρέας κρέατος . Τὰ μέντοι προπαροξυνόμενα ὅτε περισσοσυλλάβως κλίνεται ἀναγκαίως κατέρχεται μίαν συλλαβὴν ὁ τόνος
πόλεως : Κόρητος : οἷς ἀκόλουθον τὸ τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβανόμενα , ἐπὶ γὰρ τῆς πράξεως ὀξύνεται
6105438 ἐνεργητικην
πρὸς τὸ κτῆμα συντρέχουσα διάθεσις , ἐάν τε κατ ' ἐνεργητικὴν ᾖ ἐκφορὰν ἐάν τε κατὰ παθητικήν , μόνως ἀναλύεται
εὐκτικῇ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων , οὐ μὴν κατὰ διάθεσιν ἐνεργητικὴν ἢ παθητικήν : ἢ καὶ ἔτι οἷς μὲν μετὰ
6071827 ἀνθηρα
οἷά ἐστιν ἡ διὰ μόρων , ἡ διὰ ῥόδων ἡ ἀνθηρά , ἵστησι τοὺς σειομένους , ἔτι δὲ διφρυγές ,
ῥοδίνου # α # , ἀμύλου # β . Ἡ ἀνθηρά . Ἀσβέστου ζώσης καὶ ψιμυθίου ἀνὰ # α #
6040445 προσηγορικα
ἀρσενικὰ μόνως βαρύνεται : Ἄκαστος Ἄλαστος Ἥφαιστος . τὰ δὲ προσηγορικὰ ὀξύνεται : ἀγοστός ὀϊστός . Τὰ εἰς ΣΤΟΣ ἐπιθετικὰ
τὸ Μένδη κύριον καὶ τὸ ἄλδη . Τὰ εἰς ΔΗ προσηγορικὰ ὀξύνεται : ᾠδή ἀοιδή σπουδή ἐδωδή αὐδή . τὸ
6022993 ἐπιρρηματικης
. καὶ κατὰ τοῦτο ἄρα τὰ προκείμενα μόρια οὐκ ἔχεται ἐπιρρηματικῆς παραγωγῆς . ἔστι δὲ καὶ παρὰ Ἀλκμᾶνι καὶ κατὰ
βίηφι : εἰ δὲ μὴ τῇδε ἔχει , τὸ τηνικαῦτα ἐπιρρηματικῆς ἔχεσθαι συντάξεως τὰ μόρια , ὡς ἐπὶ τοῦ χαλκόφι
5996249 ἐλεειται
κατειργασμένον γνώρισμα , καὶ διὰ τὸ τοῦ ἤθους ἀπαίδευτον μᾶλλον ἐλεεῖται . Σωπάτρου . Ἀπὸ τῶν εὐπορωτέρων ἐπὶ τὰ ἀπορώτερα
Ἡ σωφροσύνη πάρεστιν , ἂν μετρῇς σεαυτόν . Ὁ πένης ἐλεεῖται , ὁ δὲ πλούσιος φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ
5981948 ῥητορικου
τῶν μὴ ἐν γυμνάσμασιν . Ἴδωμεν δὲ καὶ τὸν τοῦ ῥητορικοῦ προγυμνάσματος ὅρον : ἔστι δὲ προγύμνασμα ῥητορικὸν εἰσαγωγικὴ τριβὴ
πάντα τὸν προκείμενον διαθέσθαι λόγον . βʹ . Εἴδη τοῦ ῥητορικοῦ ἐστι τέσσαρα , δικανικὸν συμβουλευτικὸν ἐγκωμιαστικὸν ἱστορικόν . Δικανικὸν
5943462 θηρευτικη
δύναμιν : ὅπερ καὶ ἐν τῷ Σοφιστῇ εἶπεν ὅτι ἡ θηρευτικὴ οὐ μόνον ἐπὶ στρατηγικῆς ἀλλὰ καὶ φθειριστικῆς ἔχει τὴν
, ἀγροῖκος ” : οὐ γὰρ πέφυκεν ἡ τῶν παθῶν θηρευτικὴ κακία τὴν ἀρετῆς πόλιν οἰκεῖν ἀγροικίαν καὶ ἀπαιδευσίαν μετὰ
5926937 αὐϲτηρα
, τμητικὰ δὲ τῶν ἐν γαϲτρὶ χυμῶν , τὰ δὲ αὐϲτηρὰ ῥωϲτικά τε ϲτομάχου καὶ γαϲτρὸϲ ἐφεκτικά , καὶ τούτων
τε καὶ διαφορούντων . ἀποκρούεται μὲν οὖν δηλονότι τά τε αὐϲτηρὰ καὶ τὰ ϲτρυφνὰ καὶ τὰ ϲτύφοντα προϲαγορευόμενα , διαφορεῖ
5916070 κατακορη
ἡ παράθεσις . ταύτηι καὶ τὰ τῆς συμπαθίας ἐστὶν ἀμφοῖν κατακορῆ . θάτερον γὰρ τῶι ἑτέρωι συμπαθὲς καὶ οὔτε τῶν
τῇ νήστει καὶ αὐτὴ πιμελώδης ἐστί : τὰ δὲ χολώδη κατακορῆ συνεκκρινόμενα ἐπὶ τούτων καὶ τὸ ἐνοχλοῦν δίψος , ὡς
5915629 φροντιστου
πραότητος σημαίνειν . τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ φροντιστοῦ καὶ σώφρονος , εἰς δὲ τὰ λαιὰ μάχλου καὶ
. τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ σώφρονος καὶ φροντιστοῦ ἀνδρός , εἰ δὲ εἰς τὰ ἀριστερά , ἀνοήτου
5906861 καταχηνη
τὸ κοιμᾶσθαι . Καταχήνη . ἡ κόσμησις . χαίνω χήνη καταχήνη . Κελαρύζω . κερίζω , κελαρίζω . Κλαγγή .
ἡ Λυσικράτους : σιμὸς καὶ αἰσχρὸς ὁ Λυσικράτης . . καταχήνη : Κατάγελως . τῶν πλουσίων . . Γ .
5898790 ἀδιαφορει
λ . ὥστ ' ἐπεὶ καὶ τὸ μὲν Α σημεῖον ἀδιαφορεῖ τοῦ Κ κέντρου , ἡ δὲ ΖΗΘ περιφέρεια ἀδιαφόρῳ
πλύσιν ἀπολελυμένην . Καὶ πλύσις μυστικὴ ταὐτόν ἐστι , καὶ ἀδιαφορεῖ ἤ τις γίνεται διὰ τοῦ θείου ὕδατος . Ἡ
5894104 ἱστορικη
τὰ μὴ οὕτως ἔχοντα . Τῆς ποιήσεως ἡ μὲν ἀμίμητος ἱστορική παιδευτική ὑφηγητική θεωρητική ἡ δὲ μιμητική τὸ μὲν ἀπαγγελτικόν
δρᾶσαι τὰ εἰρημένα . Τρία δὲ γένη περιόδων ἐστίν , ἱστορική , διαλογική , ῥητορική . ἱστορικὴ μὲν ἡ μήτε
5883221 κτητικως
Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή . καὶ ἐν ἑτέρᾳ παραγωγῇ κτητικῶς ἀνδρόμεος , ὡς κέρτομος κερτόμεος : ὁ δὲ ἵετο
ἔθυον . . . ΠΟΛΕΜΗΙΑ . Τὸ πολεμήϊον πολέμειον ἦν κτητικῶς , καὶ διαλύσει πολεμέϊον , καὶ ἐκτάσει πολεμήϊον .
5868188 λαγαρος
ἄνδρα σαώσαι . , . . : οὗτος ὁ στίχος λαγαρός ἐστι . διὸ Ζηνόδοτος ἴσως μετέγραφε „ Τηλέμαχ '
νεκρῶν : ζωγρεῖ , ζῶντας θηρεύει : ζώαξ , θώραξ λαγαρός : ζῴδιον : ζωθάλμιον , τὸν βιώσιμον : ζῶμα
5866943 ἀγαπωμενη
, παιδικά , στεργόμενος στεργομένη , φιλούμενος φιλουμένη , ἀγαπώμενος ἀγαπωμένη . καλὸς ὑπέρκαλος πάγκαλος , ἐπέραστος , ὡραῖος ,
τοῖς σιτίοις χρωμένους . Ἄνευ δὲ τούτων ἡ μὲν ἅπαξ ἀγαπωμένη τοῦ κάλλους αὐτῇ πρὸς τὸ παρὰ σοῦ φίλτρον ἀρκέσαι
5850215 εὐχυλος
] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
5833583 βοειος
σπλῆνα δὲ ἐκ πολλῶν μερῶν συγκεί - μενον καθάπερ ὁ βόειος νεφρός : αἰδοῖον ὁ ἄρρην μακρὸν ὡς καὶ ὁ
διαφέρει . βοὸς μὲν γὰρ πούς ἐστιν ἐπὶ ζῶντος , βόειος δὲ ὁ τοῦ νεκροῦ . βούλει καὶ βούλῃ διαφέρει
5831866 ἀκατονομαστως
τῆς αι διφθόγγου καὶ ποιητικὸν καὶ ἐπὶ κακῷ εἴρηται . ἀκατονομάστως δὲ τὸ δεύτερον εἶδος τῆς ποιότητος , δύναμις καὶ
: τετραχῶς γὰρ ἡ ποιότης κατηγορεῖται , παρωνύμως ὁμωνύμως ἑτερωνύμως ἀκατονομάστως . παρωνύμως μὲν ὡς ἀπὸ τῆς ποιότητος ποιοὶ ἀπὸ
5826316 ἰϲχυροϲ
* πολλοσταῖος ἀποτρέχω , γύναι . ἐκεῖνοϲ δ ' ἦν ἰϲχυρὸϲ ϲφόδρα καὶ ἀτεράμων , ὅϲ με κλάουϲαν τότ '
τῶν ἐπὶ τὰ ἔμπροϲθεν ἐξηρθρηκότων κατατεινομένου τοῦ ἀνθρώπου ἀνήρ τιϲ ἰϲχυρὸϲ τὸ θέναρ τῆϲ δεξιᾶϲ χειρὸϲ ἐπὶ τοῦ πεπονθότοϲ ἀποθέμενοϲ
5808598 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
5798108 καυθειϲα
μαλακῶν ϲωμάτων δριμύτερόν ἐϲτι τὸ φάρμακον . καὶ μέντοι καὶ καυθεῖϲα λεπτομερεϲτέρα γίνεται : διὸ καὶ πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ ἁρμόττει καὶ
ὡϲ εἰϲ τὴν διαφορητικὴν μεταπίπτειν δύναμιν . εἰ δὲ ἡ καυθεῖϲα πλυθείη , τὸ μὲν δριμὺ καταλιποῦϲα τῷ ὕδατι ,
5798017 ΟΥΣ
ἰαμβικόν ἐστι καὶ ἰσοσύλλαβον . ὅσα δὲ ὀξύνεται , εἰς ΟΥΣ ἔχει τὴν γενικὴν ἢ εἰς ΤΟΣ . τὰ βαρύτονα
αὐτῆς γίνεται , περαίνεται δὲ ἢ εἰς ΑΣ ἢ εἰς ΟΥΣ : ἡ μέντοι κλητικὴ τῇ ἑαυτῆς εὐθείᾳ ὁμοφωνεῖ .
5776803 Ἀνθρωπου
οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει οὔτε οὐρεῖ οὔτε συναγελάζεται ἑτέροις . Ἀνθρώπου δὲ ἀσίτου τὸ δῆγμα χαλεπὸν καὶ δυσίατον . λέγονται
τοιαῦτά τις ἐγκαλεῖ ; Ἀνευρεῖν ἔφη οὐκ ἂν δύνασθαι . Ἀνθρώπου τις κατηγόρει εὐήθειαν ὅτι ταχέως καὶ τοῖς τυχοῦσιν ἀνθρώποις
5775798 ἀποφυσις
ὀσφραντῶν αἰσθητήριον , ἀλλ ' ἡ ἐντὸς μαστοειδὴς τοῦ ἐγκεφάλου ἀπόφυσις , οὐδὲ τὸ οὖς ἀκουστικὸν πρῶτον , ἀλλ '
κεφαλὴ διαρθροῦται . ἔστι δὲ καὶ ἄλλη τις ταύτης ἔσωθεν ἀπόφυσις ὀξεῖα καὶ σμικρά : καλοῦσι δ ' αὐτὴν οἱ
5770690 ταπητος
καὶ δάπης , δάπηδος : οἱ μὲν Ἀττικοὶ τάπης , τάπητος γράφουσιν . . ὑφαίνειν : Ὑφαντὴς εἶναι . .
τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον Λάχητος λέβητος Δάρητος πένητος τάπητος : πρόσκειται ἀρσενική διὰ τὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι θηλυκά
5767061 πτωτικα
φέρεται ἐπὶ τὰ ὁριστικὰ τῶν ῥημάτων , ὥστε τὰ συντασσόμενα πτωτικὰ ἢ ἄλλα τινὰ ἐν ὑπερβατῷ λαμβάνεσθαι . ὅτι καλῶς
τῶν ἄρθρων ἀποφήνασθαι , καθὸ αἱ προθέσεις μόνον ἐπὶ τὰ πτωτικὰ ἐφέροντο , οὐ μὴν ἠδύναντο παρακεῖσθαι τοῖς ἐπιρρήμασιν :
5757863 Ἀρισταρχειος
ἐφ ' ὃ φέρεται ἡ κτῆσις προσώπου : τὸ γὰρ Ἀριστάρχειος καὶ ἐμός ἄγνωστα κατὰ τὴν κτῆσιν . πῶς οὖν
Ἀγαμέμνων συνθέτου Ἀγαμεμνόνειος παρασύνθετον , καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀρίσταρχος συνθέτου Ἀριστάρχειος παρασύνθετον : ἀπὸ γὰρ τοῦ ἄριστος καὶ τοῦ ἄρχω
5751039 περιεστωτα
καὶ οὐδαμῶς ἀντίρροπον χαριστήριον : ἐγὼ δὲ ὅταν ἴδω τὸν περιεστῶτα χορὸν καὶ τὸν τοῦ χοροῦ προκαθήμενον , οὐκ αὐτῷ
τὴν ἐκκλησίαν ὄχλον ἀθροίσῃ . ταῦτα δόξατε θεωρεῖν καὶ κύκλῳ περιεστῶτα τὸν Πραξιτέλην τὰ γύναια , τὴν μὲν ἄγχουσαν αὐτοῦ
5744652 δωριστι
τῷ προσιόντι καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ
τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα , ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ ' οὐκ ἰαστί , οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ
5744563 ὑπωχρος
καὶ μυκτῆρα τραχύν , ἐπισκύνιον μετέωρον , ὀφθαλμοὺς σκυθρωπούς : ὕπωχρος δ ' ἐστὶ καὶ τὸ γένειον προπαλέστερος . ὁ
καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός . ἧλος συστροφὴ τυλώδης περιφερὴς ὕπωχρος , ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται , περὶ δὲ
5744116 ἀνθρωπαρια
. : ἐπιχωριάζειν δὲ παρ ' αὐτοῖς διὰ τὴν τρυφὴν ἀνθρωπάρια μικρὰ καὶ τοὺς † σκοπαίους , ὥς φησιν ὁ
ὡς ἔστιν πολύνουν . “ ἄλλος : ” ταῦτα τὰ ἀνθρωπάρια τὰ λειπόμενα τῇ μορφῇ φρένας ἔχει : ἠρώτησεν γὰρ
5736651 ἑλμινς
καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ
ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν
5734638 μεμαλαγμενος
καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ μάσθλης ] ὡς ἱμὰς μεμαλαγμένος : σκώπτων δὲ ὡς βυρσέα τοῦτό φησιν . ὑπέρχεται
, δίωκ ' ἀκμῆτι μαλκίων ποδί . Μάλθη : ὁ μεμαλαγμένος κηρός : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Στεφάνου . Ἱππῶναξ
5733704 ἐπιγνωμων
ἐπιγνώμων , ὑστερόφρων . ἀρτίφρων ] ἀρτιμαθής . ἀρτίφρων ] ἐπιγνώμων , εἰδήμων . θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς
ἀπιθάνου διακριτικὸς ἔσται , τῷ αὐτῷ καὶ ὁ παντὸς ἀληθοῦς ἐπιγνώμων συνεπιβάλλει παντὶ τῷ ἀντικειμένῳ , τουτέστι τῷ ψεύδει .
5724751 ἐρωτικου
ἐναργῶς οὔτε σαφῶς ἐπαφρόδιτον , ἀλλὰ πολεμικοῦ μὲν ἡμερώτερον , ἐρωτικοῦ δὲ φοβερώτερον : οὕτω κοινήν τινα κρᾶσιν ῥώμης μετῆλθε
τοῦ τοῦτο ποιεῖν . νῦν δ ' ἡμῖν ἀντ ' ἐρωτικοῦ γέγονας συκοφάντης ἐπὶ πάντας ἀφιεὶς τὴν γλῶτταν , ἀνθρώπους
5718457 πολυωνυμα
διὰ τὸ ἴσον τοῦ θυμοῦ . οὐδὲ τοὺς λέγοντας τὰ πολυώνυμα συνώνυμα ἀποδεκτέον , ὡς τὸ ξίφος μάχαιρα σπάθη ἄορ
τῶν δὲ ἑτερωνύμων τὰ μὲν ἰδίως ἑτερώνυμα , τὰ δὲ πολυώνυμα , τὰ δὲ ἕτερα : μέσα δὲ τούτων οἷα
5712426 ἐγκοιλια
τριηρικῶν σκαφῶν πλῆθος ἐξεργάσασθαι δυναμένην . γόμφους τε ἡτοιμάσατο καὶ ἐγκοίλια καὶ σταμῖνας καὶ τὴν εἰς τὴν ἄλλην ὕλην χρείαν
, ἐπὶ δὲ τῶν ἱερέων οὕτως : „ τὰ δὲ ἐγκοίλια καὶ τοὺς πόδας „ οὐχὶ ἔπλυναν , ἀλλὰ ”
5708719 ἀστραγαλος
, ὡς ἐν Κορίνθῳ Γλαῦκος ὁ Ἱππολόχου τοῦ Βελλεροφόντου . ἀστράγαλος : κυρίως τὸ συνήθως λεγόμενον καὶ ὁ σφόνδυλος τοῦ
ἀστραγάλους οἱ πολλοί , τοῦ παντὸς ἁμαρτάνοντες : ὁ γὰρ ἀστράγαλος ὑπὸ τούτων ἑκατέρωθεν περιλαμβάνεται σκεπόμενος πανταχόθεν , ὥστε οὐκ
5700670 ἐπιστητων
σοφία ἐλέχθη τῶν πρώτων αἰτίων εἶναι γνωστικὴ καὶ τῶν μάλιστα ἐπιστητῶν , κατὰ τοῦτο δόξει πάλιν ἡ τοῦ εἴδους καὶ
εἶτα περὶ τῆς ἀρίστης αὐτῶν χρήσεως καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐπιστητῶν καὶ περί τε τῶν καθ ' αὑτὰ κριτηρίων καὶ
5697220 Βλαξ
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς :
5692831 νωθρος
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται
5687991 ἐγκειμενη
σοῦν , ὅταν ἢ ὄξυνος γένηται , ἢ ἀποῤῥυῇ ἡ ἐγκειμένη πίσσα . Τὴν πίσσαν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῖν παραδεδώκασι καλλίστην
σαφὲς ὅτι ἕνεκα τούτου οὐδὲ ἐπιδέξεται αἰτιατικήν : ἦν γὰρ ἐγκειμένη ἡ αὐτὴ διάθεσις ἐκ τοῦ ἑτέρου προσώπου , τὸ
5681375 τιγρις
ἀλέτων ὄνος , ποτάμιος ἵππος , τοῖχος , ὁ Σελεύκου τίγρις . ἔχων δὲ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀνατίθεμαι τὰ νῦν
, καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ θαλάττια κήτη , καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου . καὶ ἄλλα δὲ πλείω τούτων ἔνεστι
5681069 ὑπερθετικα
τῶν παρωνύμων καὶ τὰ πατρωνυμικὰ καὶ συγκριτικά , ἔτι δὲ ὑπερθετικὰ καὶ ὑποκοριστικά . ὑπὸ τὴν αὐτὴν δέ ἐστι κατηγορίαν
προπαροξύνεται : φραστός ἄφραστος ἀλίαστος ἄλαστος . ὡσαύτως καὶ τὰ ὑπερθετικὰ : τάχιστος ἄριστος κάλλιστος μεθ ' ὧν ἕκαστος .
5676682 ἑκατερως
διέφθορε τῷ ἀπέκτονε καὶ κατέσπορεν . δίψος καὶ δίψα , ἑκατέρως λέγουσι , μᾶλλον δὲ τὸ οὐδέτερον . δοίη :
εἰς τὴν κοιλίαν διεξέρχονται τῶν νεφρῶν . οὐκ ἀδύνατον δὲ ἑκατέρως γίνεσθαι γλίσχρου χυμοῦ καὶ παχέος ἐν τῷ χρόνῳ κατοπτωμένου
5670779 κτητικα
γενικῶν παραγόμεναι καὶ εἰς γενικὴν μεταλαμβανόμεναι , καθάπερ καὶ τὰ κτητικὰ τῶν ὀνομάτων . Οὐχ ὑγιές τε λέγειν , ὅτι
, παιδίσκη : λεκανίσκη : στεφανίσκη . Τὰ εἰς κη κτητικὰ ἀπὸ τῶν εἰς κος κτητικῶν παρηγμένα , τὴν αὐτὴν
5639307 βραδεα
περί τε διάνοιαν πραττόμενα ἀγασθέντες καὶ κατὰ τὰς πράξεις αὖ βραδέα καὶ μαλακά , καὶ ἔτι περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα
δὴ ὑποστικτέον : οὕτω γὰρ δὴ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα ἅπερ ἐστὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . αὐτῇ σύμφυτον .
5631745 ἀρτηριη
. ὄργανα δὲ μυρία : ἀρχὴ μὲν ῥῖνεϲ , ὁδὸϲ ἀρτηρίη , χώρη δὲ πνεύμων , θώρηξ δὲ πνεύμονοϲ ἔρυμα
χρήσθω τοῖσιν εἰρημένοισιν . Ἀρτηρίη τρωθεῖσα : ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ
5628987 σφηξ
σου διαφέροντα ὅσον τέττιγες σφηκῶν . σφὰξ βομβέων : ὁ σφήξ , φησί , σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ
, καὶ σημειώσεως δεόμενα : ἔστι γὰρ τὸ βήξ : σφήξ : κήξ : ῥήξ . Τὰ εἰς ιξ μονοσύλλαβα
5627746 κυνοκεφαλῳ
λέγει δὲ κυνικῷ , οἷον πονηρῷ καὶ βιαίῳ . ΓΘ κυνοκεφάλῳ ] πονηρῷ δαίμονι καὶ βιαίῳ . πῶς , φησίν
Ὦ παμπόνηρε , πῶς οὖν κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ ; Καὶ νὴ Δί ' ἄλλα γ ' ἐστί
5627215 κωμικη
τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς
δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν
5623487 ὀρθοπνοια
ἡ ἀναπνοή , ἆϲθμα καλεῖται . καὶ ἡ νοῦϲοϲ δὲ ὀρθόπνοια καὶ ἥδε κικλήϲκεται ἆϲθμα . ἐν γὰρ τοῖϲι παροξυϲμοῖϲι
καὶ τὸ σῶμα , καὶ πόνος αὐτὴν κατέχει , καὶ ὀρθόπνοια γίνεται , καὶ ἀλγέει τοὺς κενεῶνας καὶ τὸ ὑπογάστριον
5616865 ἐνιεμενοϲ
] , οἷόϲ ἐϲτιν ὅ τε διὰ τοῦ καϲτορίου τροχίϲκοϲ ἐνιέμενοϲ καὶ ὁ ἀϲτὴρ ἐνιέμενόϲ τε καὶ πινόμενοϲ καὶ τὰ
ῥεύματα πινόμενοϲ ἁρμόττει μετ ' οἴνου ἢ ὕδατοϲ ἢ καὶ ἐνιέμενοϲ καὶ τὰϲ ῥεούϲαϲ τρίχαϲ κρατύνει . Μάκερ φλοιόϲ ἐϲτιν
5616422 εὐναια
τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον
; πάτερ Θέοινε , μαινάδων ζευκτήριε Ἥρα τελεία , Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ
5611091 σπιζω
: τὸ ὅπλον : παρὰ τὸ σπῶ τὸ ῥῆμα παράγωγον σπίζω , ὁ μέλλων σπίσω , κατὰ , ἔγκειται '
παραγώγως . Ἀσπίς , παρὰ τὸ σπῶ , οὗ παράγωγον σπίζω : ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν σπι ἤτοι μακρὸν
5609611 μυουρος
πλησίον , ἀπολεπτύνεται δὲ εἰς τὴν οὐράν , καί ἐστιν μύουρος . Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν χρῶμα οὐκ ἀεὶ
ἀνασπάσθω , καὶ ἐπεζεύχθω κανόνιον , καὶ κρεμάσθω κάμαξ μακρὸς μύουρος ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ , χολέδρᾳ τὸ σχῆμα ὅμοιος ,
5600629 μυωδες
σφοδρότατα σφύζουσιν . καὶ δὴ καὶ σύντονον καὶ διηρθρωμένον καὶ μυῶδες καὶ ἀπίμελον ὅλον ἐστὶ τὸ σῶμα , καὶ τὸ
ἐοίκασιν : θήλειαι δέ , ὅσαι διὰ τὸ γενναῖον καὶ μυῶδες τοῦ σώματος ἄρρεσιν . τοῦ μὲν δὴ σώματος ταῦτά
5600013 ἐπαμφοτεριζει
, τὰ δ ' ἄλλα ζῷα οὐκέτι . μόνη γυνὴ ἐπαμφοτερίζει : καὶ γὰρ μονοτόκος καὶ διδυμοτόκος καὶ πολυτόκος .
ὁ Ἱπποκράτης εὑρίσκει τὰ τοιαῦτα σημεῖα διαφόρως λαμβανόμενα , καὶ ἐπαμφοτερίζει : κλεῖς γὰρ καὶ φλέβες , περιφανέες . ἀλλ
5599863 ὀνειδιει
ἐστι τοιοῦτος οὔτε ποιητὴς οὔτε ἄλλος οὐδείς , ὃς ὑμῖν ὀνειδιεῖ μετ ' εὐνοίας καὶ φανερὰ ποιήσει τὰ τῆς πόλεως
ὀνομάσασα ἐγὼ μὲν ἕξω παραμύθιον τοῦ ἔρωτος , σοὶ δὲ ὀνειδιεῖ ποτε ἐκεῖνος , ὡς ἄπιστος γεγένησαι περὶ τὴν ἀθλίαν
5596394 δοκιμα
κατ ' Ὀλυμπιάδας [ ? ] ὁρίσαι του . οὐ δοκιμα . τὸ προστα . ἔτι δύο μῆνας : ὅρα
κατ ' Ὀλυμπιάδας [ ? ] ὁρίσαι του . οὐ δοκιμα . τὸ προστα . ἔτι δύο μῆνας : ὅρα
5595215 γενναιοτης
καὶ οὐ τιμωρητικός . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἁπλότης καὶ γενναιότης καὶ ἀλήθεια . [ Φρόνησίς ἐστιν ἐπιστήμη τοῦ ποῖα
εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια καὶ ἀδεές , ῥώμη ,
5594491 ταττομενα
καὶ ἔσχατος πᾶς ἄφρων , τὰ νεωτεροποιὰ καὶ ἐν ἐσχατιαῖς ταττόμενα μετιών . ταῦτα | μὲν οὖν ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω
, καλῶς . Τὰ εἰς χως παράγωγα ἐπιῤῥήματα ἐπὶ ποσότητος ταττόμενα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται , καὶ περισπῶνται :
5593257 σκληρυνει
παρὰ τὸ ἔθος , καὶ ὕπαιθρος εὐνὴ παρὰ τὸ ἔθος σκληρύνει τὸ σῶμα . Ἀτὰρ καὶ τὰ τῶν τοιῶνδε πάντων
Τὰς ἐπαυξέας νόσους μίξις ψύχει : ψύξις τὰς κάτω κοιλίας σκληρύνει . Ἐπαυξέας νόσους λέγει ὁ Ἱπποκράτης τὴν γενομένην ἐν
5590330 ἀπτην
: πετῶ πετήν , καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀπετὴν καὶ συγκοπῇ ἀπτήν . . , : ἄρδην : παρὰ τὸ αἴρω
πέτω πέτην , συγκοπῇ πτήν καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπτήν , ἡ μὴ ἵπτασθαι δυναμένη διὰ τὴν σμικρότητα .
5587583 βωξ
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς ,
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν ,
5583578 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
5583189 δεσποζω
ἐστίν : δύο μὲν ὑπὲρ δύο συλλαβάς : ἁρμόζω : δεσπόζω : καὶ δισύλλαβον ἓν τὸ ὄζω : τοῦτο δὲ
, οὐδὲ προσλαμβάνει τὸ ἄρθρον , ἀνθρώπου ἀκούω , ἀγροῦ δεσπόζω . . Σὺν δυσὶν ἄρθροις λέγεται ἐν προσηγορικοῖς ,
5580123 ῥηματικα
προείρηται δὲ ἡμῖν τὰ τῆς προσῳδίας ὡς τὰ εἰς της ῥηματικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει ,
γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει
5574997 ἐπιπλαττομενος
, καρδάμωμον , κράμβης σπέρμα καὶ ἡδύοσμος , θέρμος πικρὸς ἐπιπλαττόμενός τε καὶ ἐκλειχόμενος μετὰ μέλιτος ἢ μετ ' ὀξυκράτου
ῥυπτικός τε καὶ διαφορητικὸς ὑπάρχει . ἀναιρεῖ δὲ καὶ ἕλμινθας ἐπιπλαττόμενός τε καὶ μετὰ μέλιτος ἐκλειχόμενος ἢ μετ ' ὀξυκράτου
5571763 Ἐλλειψις
. Ἐνέργειαν δὲ καὶ κάλλος ἅμα τὸ σχῆμα ἔχει . Ἔλλειψις δέ ἐστιν ὅταν ὁ λέγων ἐλλείπῃ λέξιν ἣν παρ
Πύδναν , Ποτίδαιαν , Ἁλόννησον , οὐδενὸς τούτων μέμνημαι . Ἔλλειψις δὲ γίνεται , ὅταν ὀνόματα πολλὰ περιῃρημένα χρὴ ὀνομαστὶ
5570013 τιμητικον
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ,
5568635 διηλλαξε
λόγῳ : πέμψασα γὰρ ὡς αὐτοὺς καὶ ὑπομνήσασα τῶν ἑαυτῆς διήλλαξε . φαίνονται τοίνυν ὁμοίως τά τε οἰκεῖα καὶ τὰ
μοί ποτε Φανίαν χαλεπαίνοντα κἀκεῖνον εἰκῆ , ὥσπερ Χαρῖνος , διήλλαξε μετὰ μῆνας ὅλους τέτταρας , ὅτε ἐγὼ μὲν ἤδη
5566607 ἐκθλιψει
. , : ὅτι δὲ οὐδὲ τῇ ὑπ ' ἀλλήλων ἐκθλίψει βιαζόμενα κινεῖται , δείκνυσιν ἐφεξῆς . ταύτης δὲ γεγόνασι
βλεφάρων ἀποϲτήματα θεραπευτέον , τὰ μὲν ἐντὸϲ ἀποκορυφοῦντα ἀποτομίᾳ καὶ ἐκθλίψει τοῦ ὑγροῦ . εἶτα ἐγχυματίζειν ἅλμῃ καὶ ἄνωθεν ἐπιθέντα
5565702 εὐτονος
καὶ κατὰ τὸ κοινὸν ἀπαρεμπόδιστος ταῖς αἰσθήσεσιν , ἀρτιμελής , εὔτονος , ὡς δ ' ἔνιοι λέγουσιν καὶ μακροὺς καὶ
καλεῖται Ἰωτάλινος . ἡδὺς δ ' ἐστί , κοῦφος , εὔτονος . ὅτι παρ ' Ἰνδοῖς τιμᾶται δαίμων , ὥς
5564629 βαρβιτος
λέγοι : δρᾶμα δέ ἐστι τοῦ Μάγνητος . ἡ δὲ βάρβιτος εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ . “ πτερυγίζων ” δὲ ὅτι
συλλαβὰς ἀρσενικὰ παραληγόμενα τῷ Ι μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνονται : βάρβιτος δήριτος Λήϊτος ἄρκιτος . τὰ δὲ θηλυκὰ ὀξύνεται :
5558879 ὠταν
' ἀνδρῶν . πολλάκις δὲ καὶ ἐπὶ πλήθους φασὶ τὸ ὠτὰν ὡς παρὰ † Κτησιφῶντι . οἱ γὰρ Ἀττικοὶ τὴν
' ἀνδρῶν . πολλάκις δὲ καὶ ἐπὶ πλήθους φασὶ τὸ ὠτὰν ὡς παρὰ † Κτησιφῶντι . οἱ γὰρ Ἀττικοὶ τὴν
5558862 συγκριτικα
τὸ ἴα ἀπὸ τοῦ ἴος ἴου . Τὰ εἰς ΩΝ συγκριτικὰ οὐδέποτε ἐκτεταμένῳ διχρόνῳ παραλήγεται : βράσσων ἐλάσσων θάσσων σεσημείωται
§ . . . : Τὰ εἰς ων λήγοντα καθαρὰ συγκριτικὰ ὁπότε παραλήγονται τῷ ι , ἐκτεταμένῳ αὐτῷ παραλήγονται :
5551386 Ἀμηστρις
συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς
τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα
5547231 ὑπολευκα
σκέλεα ὑπόψυχρα : ὑποχώρησις ἀπὸ λινοζώστιος ὀλίγη , ὑγρὰ , ὑπόλευκα , ἀφρώδεα . Ἐς νύκτα πνεῦμα ἐμετεωρίζετο : ἱδρώτιον
χύματα . Ἐπὶ δὲ τῶν φλέγματος συσσαπέντος οἷον συνεχῶν πυρετῶν ὑπόλευκα μὲν καὶ παχέα οἷα τὰ γλαυκά τε καὶ χαρωπά
5545034 νηττης
σκληροτέρα ἐστὶν ἡ σάρξ , καὶ ἔτι μᾶλλον τρυγόνος καὶ νήττης , καὶ πλέον ἡ τοῦ ταὼ καὶ ἡ τῶν
τὴν γαστέρα , μικρῷ μελαντέρα τὸν νῶτον . τῆς δὲ νήττης καὶ κολυμβάδος , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ νήχεσθαι
5543197 πτωτικων
. οὐδὲ γὰρ ἡ σύνθεσις αὐτῶν , τῶν δὲ προεκκειμένων πτωτικῶν , οἷς παρείπετο ἀναβιβάζειν μὲν τὸν τόνον , εἰ
θεματικώτερον ἐκλίθησαν , οὐ δυναμένης τῆς ἐγώ κατὰ λόγον τῶν πτωτικῶν τὴν ἐμοῦ γενικὴν παραδέξασθαι , οὐδὲ μὴν τῆς ἐμοῦ
5540766 Ἐρετρικου
ἐπικαλούμενος Ἴαμβος ἐν τῷ περὶ διαλέκτων γράφει : ἀκήκοα ἁλίεως Ἐρετρικοῦ τὸν ἱερὸν ἰχθῦν καὶ ἄλλων πολλῶν ἁλιέων καλούντων τὸν
τῶν ἑπτὰ δὲ τοὺς πλείστους Περσαῖός φησι Πασιφῶντος εἶναι τοῦ Ἐρετρικοῦ , εἰς τοὺς Αἰσχίνου δὲ κατατάξαι . ̈ .
5537962 κογχη
λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν κόγχη . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πίνης Ἐπαίνετος ἐν
σταφυλὴ ὀξυτονητέον . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος / κόγχη , φίλος / φίλη , μόνος / μόνη ,
5536376 φαλαρος
Φάλαρος : ὄνομα ὄρους εἰς ἀνατολὴν κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος
καὶ τὸν ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς
5534835 ἰϲχυρα
μετρίωϲ ἢ οὐδόλωϲ . εἰ μὲν γὰρ μετὰ πλήθουϲ αἵματοϲ ἰϲχυρὰ παρείη δύναμιϲ , φλεβοτομητέον ἢ τὰϲ ϲυνήθειϲ ἐκκρίϲειϲ ἐπεϲχημέναϲ
καὶ μικροϲφυξίαιϲ ἄκρων τε περιψύξεϲι καὶ περιιδρώϲεϲι δηλουμένην , ἥτιϲ ἰϲχυρὰ μὲν οὖϲα καὶ αὐτὴ τῶν ἀβοηθήτων ἐϲτίν , ἔτι
5532156 μονιος
Λυκαόνιος : Σαλαμίνιος : Ἐλευσίνιος : τὸ κλονίος καὶ τὸ μονιὸς τὴν γραφὴν τὴν αὐτὴν φυλάξαντα τὸν τόνον ἤμειψεν :
' ἑνὶ προσκαθῇ , μόνον ἄφρων ἔσει , ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαίνεσθαι ποιεῖ . Γίνωσχ ' ὅτι θυμὸν ἀνίκητον
5531684 ὀνοματικως
ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται , τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶς λέγηται : καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια ,
συνεχέστερον , πρὸ τῶν ῥημάτων τιθεμένη , ἐπιρρηματικῶς ἀκούεται ἤπερ ὀνοματικῶς , εἰ οὕτως ἀποφαινοίμεθα , ταχὺ παρεγένου , ὅς
5530874 κερκις
δὲ κοίλην , πῆχυς μὲν κατὰ τὸν μικρὸν δάκτυλον , κερκὶς δὲ κατὰ τὸν μέγιστον : ἐμβαίνει δὲ τῇ κοιλότητι
ταύτην ὁ βραχίων , καὶ διὰ τοῦτον ἡ πῆχυς καὶ κερκὶς , καὶ διὰ ταύτας ἄκρα χειρῶν . ταῦτα μὲν
5530403 ἁρπαγος
ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ ἅρπαγος , τὰ δὲ εἰς κτος ὡς τὸ ἄναξ ἄνακτος
θώρακος λινοθώραξ λινοθώρακος , Φαίαξ Φαίακος φιλοφαίαξ φιλοφαίακος , ἅρπαξ ἅρπαγος φιλάρπαξ φιλάρπαγος . Πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι ὑπὲρ μίαν
5524250 πεπηρωμενος
φαντασίαν οὐχ οἷός τε ὢν δέξασθαι , τὰ ψυχῆς ὄμματα πεπηρωμένος , οἷς μόνοις αἱ ἀσώματοι καταλαμβάνονται φύσεις , οὐδὲ
„ ” ἆρα , ” ἔφη „ ὦ Δάμι , πεπηρωμένος τὴν χεῖρα ὑπὸ πληγῆς τινος ἢ νόσου ; „
5523447 παραγωγων
Ἀλλὰ πρός γε τοῦτο ῥητέον , ὡς οὐχ ἡ τῶν παραγώγων ὑποστολὴ αἰτία γενήσεται τοῦ μηδὲ τὰ πρωτότυπα ὑπάρχειν .
πλεονασμῷ τοῦ ν ἰσχνός . οὕτως Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ παραγώγων . . . . . αἰδοιέστατον , , ,
5522713 εἰωθυια
, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ εἶπε καὶ νῦν , ἀλλ ' εἰωθυῖά τις , τουτέστι κωλυτική : εἰ δὲ λέγοις ὅτι
] ἐπὶ τοῦ τραχὺ ἀκούει . τὸ δὲ πάνσοφος ἡ εἰωθυῖά ἐστι τοῦ Σωκράτους εἰρωνεία : τὸ γὰρ λάσιον καὶ

Back