δὲ λεπτὸν θυμιᾶται , ὡς ἂν ἐπὶ πλείονας ὥρας μείνας ἑλκυσθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ οὕτως ἀπαλλάσσεται τῆς περιόδου [
δὲ λεπτὸν θυμιᾶται , ὡς ἂν ἐπὶ πλείονας ὥρας μείνας ἑλκυσθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων : καὶ οὕτως ἀπαλλάσσεται τῆς περι
6188269 θυμιαται
τοὺς διαφανέας λίθους [ τῷ πυρί ] : τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν
. καλεῖται δὲ βράθυ , ἢ καὶ σαβίνα . αὕτη θυμιᾶται τοῖς θεοῖς ἀντὶ λιβάνου . Βρύσις κοινὸν ζῷόν ἐστιν
6156432 προερχηται
. ὅταν ὁ ᾄδων ἀπὸ μετρίας φωνῆς ἀρξάμενος εἰς ὀξυτέραν προέρχηται , τότε λέγεται ” ἄνεισι πρὸς εὐθεῖαν “ ,
καὶ σώματος ποιοῦ τῷ τοιούτῳ . ἐπεί τοι ἂν φθισικὸς προέρχηται , λεπτὸς καὶ ὠχρός , οὐκέτι ὁμοίαν ἔμφασιν ἡ
5766198 πλατυστομον
τῶν πρὸ αὐτοῦ . Ψιμύθιον οὕτω γίνεται : εἰς πιθάκνην πλατύστομον ἢ κεραμεᾶν γάστραν ἐγχέας δριμύτατον ὄξος ἀπέρεισαι μολυβίνην πλίνθον
καὶ ἐχέτω φῶς πλεῖστον πάντοθεν , τὸ δὲ ὑπολήνιον ἔστω πλατύστομον , καὶ μετὰ τὴν χρῆσιν πλυθήτω ἢ θαλάσσῃ ἢ
5626178 αἰθαλην
: ἡ δ ' εὐωδία μικτὴν ἕξει τὴν ἀποφοράν . αἰθάλην δὲ λιβανωτοῦ ποίει : λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον
ὁρῶσιν ἱδρῶτι ῥεόμενον , εἰς τὴν κάμινον ἐπικεκυφότα , πολλὴν αἰθάλην ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔχοντα : καὶ ὅμως τοιοῦτον ὄντα
5611254 περιγραφεντος
ἀνδροφόνῳ , καὶ ῥάνῃ τὸ λοιπὸν τῆς οἰκίας παρεκτὸς τοῦ περιγραφέντος τόπου ἀποβρέγματι σταφίδος ἀγρίας ἢ δάφνης φύλλων κοπέντων ,
ὑπὸ τοῦ κώνου . Ἐπειδὴ τὸ ἀνασταθὲν πρίσμα ἀπὸ τοῦ περιγραφέντος τετραγώνου περὶ τὸν κύκλον διπλοῦν ἐστι τοῦ πρίσματος τοῦ
5543088 ἐντομης
τοῦτο καὶ μᾶλλον τοῦ δακρύου . Τὸ δὲ δάκρυον ἀπὸ ἐντομῆς συλλέγειν , ἐντέμνειν δὲ ὄνυξι σιδηροῖς ὑπὸ τὸ ἄστρον
καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον ὅτι μὲν καὶ ἀπ ' ἐντομῆς γίνεται καὶ αὐτομάτως εἴρηται . ποία δέ τις ἡ
5489750 κρουνον
παραπλήσιόν τι ποιεῖν ὥσπερ ἂν εἴ τις διψῶν τὸν οἴκοι κρουνὸν ἀφεὶς ἐπὶ τὸν πρὸ τῆς πόλεως τρέχοι ταὐτοῦ μέλλων
εἰς εὐθύτητα σχῆμα αὐλὸν καλοῦμεν ὥσπερ τὸ στάδιον καὶ τὸν κρουνὸν τοῦ αἵματος : αὐτίκα δ ' αὐλὸς ἀνὰ ῥίνας
5467337 βυθου
ἐξελθὼν ἐπάνω τῆς θαλάσσης καυθῇ , καὶ ὑπεισέρχεται ἔνδον τοῦ βυθοῦ , καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν ,
εἰ δὲ καὶ μέχρι δεῦρο , οὔ γε καὶ κατὰ βυθοῦ ὥστε πόρον γενέσθαι πλωτόν : ὅπου Ἀλέξαρχον τὸν Ἀντιπάτρου
5304053 ξηριου
γένωνται τὰ δύο ἓν , τότε . βάλε ἀπὸ τοῦ ξηρίου , ἤγουν ἀπὸ τοῦ ὑδραργύρου ὁποῦ ἐμάζωξες ἀπὸ τοῦ
λιθάργυρον ἴϲον ἐπίβαλλε . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ διὰ χάρτου ξηρίου χάρτην καύϲαϲ καὶ τὴν τέφραν ὄξει δεύϲαϲ χρῶ ἐπὶ
5295609 σποδιην
, ὦ παραμείβων , νυμφίον ἐν τύμβῳ θῆκεν Ἀρισταγόρη δεξαμένη σποδιήν τε καὶ ὀστέατὸν δὲ δυσαὲς ὤλεσεν Αἰγαίου κῦμα περὶ
ἄλλο μὲν οὐδὲν κρήγυον , εὑρήσεις δ ' ὀστέα καὶ σποδιήν . Ὦ παρ ' ἐμὸν στείχων κενὸν ἠρίον ,
5223338 φαλης
αἰδοῖον παίζει τὸ λευκὸν ἵππον . λευκὸν μὲν , ὅτι φάλης τὸ αἰδοῖον λέγεται , φάλιον δὲ τὸ λευκόν :
αἰδοῖον παίζει τὸ λευκὸν ἵππον . λευκὸν μὲν , ὅτι φάλης τὸ αἰδοῖον λέγεται , φάλιον δὲ τὸ λευκόν :
5220083 ἀναβασεως
πολλοστόν γ ' ἦν τὸ τοσοῦτον τοῦ παντὸς χρόνου τῆς ἀναβάσεως , τάχ ' ἄν τι κομψὸν εὕρητο : εἰς
γὰρ ἀπὸ τούτου ὕδωρ παραγίνεται εἰς Αἴγυπτον ἐν τῷ τῆς ἀναβάσεως καιρῷ , τρίτον δὲ ὑπὲρ τῶν ὄμβρων , οἳ
5206981 κληματος
ἀχρεῖον . Βεβαιότερον δὲ συμφυήσεται τὰ νέα κλήματα ἔχοντα περυσινοῦ κλήματος μέρος . Οὐχ ἅμα δὲ τῷ ἀφαιρεθῆναι τῆς ἀμπέλου
γίνηται , ἐὰν δ ' ὀλίγην καὶ πολὺ τοῦ ἔνου κλήματος ἔχωσιν , ἐλάττω μὲν τὸ πλῆθος μείζω δὲ τὸ
5190151 ῥουν
τρίτωι τῶν Τρωικῶν : πλῆθος δὴ νεκρῶν ἐσωρεύθη κατὰ τὸν ῥοῦν : εἶτα ἀνακοπτομένου τοῦ ῥεύματος διὰ τὸ ἀποπεφράχθαι τὸν
λευκὴν ἔχουϲα ῥίζαν νυμφαία ϲφοδροτέραϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ , ὥϲτε καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἰᾶϲθαι . πίνεται δὲ καὶ αὕτη καὶ ἡ
5170665 καταφερηται
ἀφιέντες , ὅταν ἀπαιωρήσωσιν ἄχθος , ἵνα θᾶττον τῷ βάρει καταφέρηται : οἱ δ ' ἐπ ' ἐρημίαν κομίζουσιν ἐκθήσοντες
καὶ εἱλιγμένον ἔντερον , ἵνα μὴ ἡ λαμβανομένη τροφὴ ῥαιδίως καταφέρηται , ἀλλὰ ὑπομένῃ ποσοὺς χρόνους . * ὡς γὰρ
5112040 καταφερεσθαι
θλίβοντος ἢ καὶ ἀθρόως προϊόντος . καὶ παρὰ τὸ μὴ καταφέρεσθαι τὸ αἷμα διὰ τῆς μήτρας εἰς τὸ χόριον ,
! ! ! ! ! ! ] πάλιν ? ? καταφέρεσθαι , [ μὴ ] δυναμένην ? ? ? ?
5110755 ἀνακλωμενης
τῷ ἐνόπτρῳ φανεῖται , τῆς ὄψεως δηλονότι πρὸς τὰ ὁρώμενα ἀνακλωμένης καὶ τὸ τοῦ ἐνόπτρου χρῶμα ἐπιφερούσης αὐτοῖς . ταῦτα
φασιν ἔχειν , ἀλλὰ πλανώμενον διὰ τὸν τόπον ἐνίοτε λαμβάνειν ἀνακλωμένης τῆς ἡμετέρας ὄψεως ἀπὸ τῆς ἑλκομένης ὑγρότητος ὑπ '
5110243 ὑμενωδεϲ
ἀρκοῦντι ἐπὶ ἡμέραϲ γ , προκαθάραϲ καὶ ἀφελὼν αὐτῆϲ τὸ ὑμενῶδεϲ , τῇ δὲ τετάρτῃ τῶν ἡμερῶν αἴρων ἐξ αὐτῆϲ
. μὴ παρόντοϲ ἄνθουϲ ῥοᾶϲ τὸ ἐντὸϲ μεταξὺ τῶν κόκκων ὑμενῶδεϲ μίγνυε . Τὸ πτερύγιον νευρώδηϲ ἐϲτὶν τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ
5070193 νεφη
ἢ ὡς ἐφ ' ἑαυτὸν κυκλούμενον ἢ τὰ λεγόμενα παρήλια νέφη ἐξ ἑνὸς μέρους ἔχων ἢ σχήματα νεφῶν ὑπόκιρρα καὶ
τὸν ἥλιον τὸν κοινόν , ἄστρ ' , ὕδωρ , νέφη , πῦρ : ταῦτα , κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῷς
5055340 κατορυξον
ὑπάρχον καθαρίως ἅψει . Ὄνου μέλανος ὁπλὴν τοῦ δεξιοῦ ὤμου κατόρυξον ὑπὸ τὸν οὐδὸν τῆς εἰσόδου , καὶ ἐπίχεε ῥητίνην
δ ' ἔφασαν : Ἐπειδὰν : τελευτήσῃ , τοιγαροῦν ἐνταῦθα κατόρυξον , καὶ εὔορκά σοι ἔσται . Ὁ δὲ ἐπείσθη
5053056 κρεμασον
ἐρυθρὰ φέρει τὰ ἀππίδια . Πισσώσας τῶν ἀππιδίων τὰ πέλματα κρέμασον . ἄλλοι δὲ εἰς ἀγγεῖον καινὸν κεραμεοῦν ἐπιβάλλουσι τὰς
εὖ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ πάντα πυκασθῇ , κρίβανον ἐς θερμὸν κρέμασον κἄπειτα κατόπτα : πάσσειν δ ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ
5044724 πωμαζειν
, καθάπερ ἐν τῷ δένδρῳ , οὕτως . Ἡνίκα μέλλεις πωμάζειν τοὺς πίθους τῶν οἴνων , λαβὼν χύτραν καινήν ,
τὸ ἀναζέϲαι , καθάπερ τὸ γλεῦκοϲ , καὶ καταϲτῆναι τότε πωμάζειν . τοῖϲ μὲν οὖν ἐξ οἴνου ϲυντιθεμένοιϲ ἐπὶ τῶν
5039894 κρικον
διῃρημένος αὐτὸς ἐμπολίζεται πρὸς τὸν δι ' ἀμφοτέρων τῶν πόλων κρίκον τοῖς ἐξέχουσι κυλινδρίοις εἰς τὸ ἐντός : εἶτα ὁ
αὐταῖς τεταγμένην ἡλικίαν , ὧν ταῖς πλείσταις νόμιμόν ἐστι χαλκοῦν κρίκον φέρειν ἐν τῷ χείλει τοῦ στόματος . ἐσθῆτι δέ
5035536 ὀπης
καὶ εἰ χρῄζοντες ὕπνου καθίσαιεν , ὀλισθαίνει μὲν ἐκ τῆς ὀπῆς τοῦ κλάδου ῥᾳδίως ὁ πάσσαλος , περιστραφεὶς δ '
διέρχεται . διανίσσεται : ἐξέρχεται , πορεύεται . αὐλοῦ : ὀπῆς , τῆς στενῆς ὀπῆς , διὰ τοῦ στενοῦ αὐλοῦ
5029837 ἐπιμηκη
χαράξας , τὴν μὲν εὐθεῖαν καὶ μικράν , τὴν δὲ ἐπιμήκη καὶ σκολιάν : τούτων , εἶπεν , ὦ βασιλεῦ
τὸν σιτάνιον ἐπικαλούμενον , καὶ τὸν μελαναθέρα , καὶ τὸν ἐπιμήκη τὸν Ἀλεξανδρῖνον λεγόμενον , εἰς τὴν ἐλαφρόγειον καὶ τὴν
5016557 κρυους
πεποίηκεν . Αἵ τε νύκτες ἥκιστα χειμέριοι . Πῶς ἂν κρύους ἐτόλμησεν Ἕκτωρ ταῖς Ἀχαϊκαῖς ἐπινυκτερεῦσαι ναυσίν ; οὐδ '
τοῖς κρυμώδεσι τόποις τὰ πρόβατα τῆς χιόνος ἐπιρρεούσης καὶ τοῦ κρύους ἐνακμάζοντος ἄχολά ἐστι , ὑπαρχο - μένου δὲ τοῦ
5005999 καταστηματος
, ἵνα μὴ τῷ πλήθει τῶν τριχῶν καὶ τῇ τοῦ καταστήματος θερμότητι βλαβῶσιν . Ἄλλαι δὲ αἱ τῆς σελήνης ἡμέραι
λέγομεν ὅτι τὴν προθησαυρισθεῖσαν ἀπὸ τοῦ θέρους ἢ τοῦ θερινοῦ καταστήματος χολὴν ταύτην ἐμοῦσι . Γίνωσκε δὲ ὅτι τινὰ τῶν
4994612 μεσημβριας
φαινόμενον . ὁ γὰρ Ὑδροχόος , τῇ θέσει κείμενος ἀπὸ μεσημβρίας πρὸς ἄρκτους , τὰ μὲν κατὰ τὸ στῆθος καὶ
. . . . . . ρμ ξγ ἀπὸ δὲ μεσημβρίας καὶ ἔτι ἀνατολῶν Σάκαις μὲν καὶ Σογδιανοῖς καὶ Μαργιανῇ
4989408 ἀναδιδωσι
τὰ μὲν κυδώνια στρυφνοτέρους , τὰ δὲ στρουθία χυμοὺς ἐλάττους ἀναδίδωσι καὶ στρυφνοτέρους ἧττον πέττεσθαί τε μᾶλλον δύναται . Γλαυκίδης
τὴν διέξοδον διότι ταχεῖαν ποιεῖται . χυμὸν δ ' ἁλυκὸν ἀναδίδωσι , διότι τὸ μὲν νιτρῶδες ἀπεδείχθη τὰ σῦκα ἔχοντα
4986234 πυροϲ
τε καὶ κάμπαι θανάϲιμοι πλεονάζουϲιν , αἵτινεϲ ὑπὸ τῆϲ τοῦ πυρὸϲ ἀλέαϲ θερμαινόμεναι πίπτουϲιν ἐπὶ τῶν ὄψων ἢ τῶν ἄλλων
ἐχρηϲάμεθα καὶ αὐτὸ ὁμοίωϲ ἐπαχύνετο καὶ ϲυντόμωϲ φάναι ὥϲπερ ὑπὸ πυρὸϲ τὰ ὑγρὰ ϲυνεϲτρέφετο . πολλὰ οὖν καμόντεϲ , τῷ
4948338 ὀρθρον
ἀλλ ' οὐδεμία πάρεστιν ἃς ἥκειν ἐχρῆν . καίτοι πρὸς ὄρθρον γ ' ἐστίν , ἡ δ ' ἐκκλησία αὐτίκα
εἴδωλα τῶν Περσῶν ἐπὶ τοῖς μακροῖς ξύλοις ὁρῶντες ὑπὸ τὸν ὄρθρον πρὸς τὰς ἀκροπόλεις πόρρωθεν οἱ Λυδοὶ εἰς φυγὴν ἐτράποντο
4946288 πλημμυρειν
ἑκάστης ἡμέρας καὶ νυκτός , καθάπερ τὸν ὠκεανὸν δὶς μὲν πλημμυρεῖν δὶς δὲ ἀναχωρεῖν . τῇ μὲν οὖν πλημμυρίδι ὁμολογεῖν
κλέπτεσθαι [ μέν , εἴ τις ἐθέλοι πιεῖν ἀβάκχευτος , πλημμυρεῖν δὲ | αὖ πάλιν , εἰ βακχικός τις προσίῃ
4943296 στενου
φρενῶ : ἑνὸς , ἑνῶ : ξένου , ξενῶ : στενοῦ , στενῶ τὸ περισπώμενον , οὗ τὸ δεύτερον στενοῖς
γὰρ τὸ μὴ κατ ' αὐχένα εἶναι διαβατὴν μηδὲ ἀπὸ στενοῦ τινος ὡρμῆσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ μήκους παρατείνουσαν τὴν
4935722 ἐπιτολην
πρώτης βροντῆς καθ ' ἕκαστον ἔτος μετὰ τὴν τοῦ κυνὸς ἐπιτολήν . ιαʹ . [ ιʹ . ] περὶ τῆς
: οἱ δὲ θύννοι καὶ οἱ ξιφίαι οἰστρῶσι περὶ κυνὸς ἐπιτολήν . ἔχουσι γὰρ ἀμφότεροι τηνικαῦτα περὶ τὰ πτερύγια οἱονεὶ
4914980 σφιγκτηρα
ἐκ πλάτους . ὁμοίως δέ , εἰ καὶ περὶ τὸν σφιγκτῆρα ὑγρὸν γένοιτο , τὸ εἶδος τῆς διαιρέσεως ἐπικάρσιον ἐπιτηδευέσθω
κρυπτὴ ἡ σύριγξ : ὅταν δὲ βαθεῖα τυγχάνῃ , τὸν σφιγκτῆρα σεσυριγγωκυῖα , ἤτοι ἀπὸ δακτυλίου ἀρξαμένη καὶ ἐπὶ πολὺ
4910186 πορου
διὰ τῶν συμμάχων , τρίτον δὲ διὰ ξένων . περὶ πόρου δὲ χρημάτων κράτιστον μὲν ἀπὸ τῶν ἰδίων προσόδων ἢ
μόνον ἐπιπόνως , ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἐπικινδύνως . τοῦ γὰρ πόρου τὸ μὲν βάθος ἦν ὑπὲρ τῶν μαστῶν , τοῦ
4907131 ἀνεμον
χωρία οἰκημένοι . Ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἔμαθον τὸν ἄνεμον καὶ τοῖσι οὕτω εἶχε ὅρμου , οἱ δ '
καὶ τρόπον τινὰ τοῦτο ἕρμα ἑαυταῖς ἐπιτεχνῶνται πρὸς τὸν ἐμπίπτοντα ἄνεμον τά τε ἄλλα καὶ ἵνα μὴ παρατρέψῃ τῆς ὁ
4901012 καθιεται
οὖρον . ἔοικε δὲ ὁ καθετὴρ τῷ ῥωμαϊκῷ σίγμα . καθίεται δὲ εἰς τὸν καυλὸν διὰ τῆς οὐρήθρας μέχρι τῆς
: τὴν δὲ τοῦ τρυπήματος περιοχήν , δι ' οὗ καθίεται ὁ σίφων , στεγνοῦν δεῖ κασσιτέρῳ προσλαμβάνοντα πρός τε
4900893 πυθμενα
καρχήσια καὶ τὰ τούτοις ὅμοια : ἕνα μὲν γὰρ εἶναι πυθμένα τὸν κατὰ τὸ κύτος συγκεχαλκευμένον ὅλῳ τῷ ἀγγείῳ ,
, ὀχῆεϲ τῆϲ ὑϲτέρηϲ ἐόντεϲ νευρώδεεϲ : οἱ μὲν κατὰ πυθμένα πρὸϲ τὴν ὀϲφὺν λεπτοί , οἱ δὲ κατὰ αὐχένα
4887576 κρυπτομενου
δόγμασιν ἀνασκεδάσασα μόλις ἴσχυσεν ὡς ἐν αἰθρίᾳ καθαρᾷ τοῦ πάλαι κρυπτομένου καὶ ἀειδοῦς φαντασίαν λαβεῖν : ὃς ἕνεκα φιλανθρωπίας ἀφικνουμένην
ὄντος εἴρηται τοῦ χοροῦ , ἀλλ ' ἔξω ἑστῶτος καὶ κρυπτομένου ἡ φωνὴ μόνη τοῖς ἔνδον ἐξηκούετο . οὐ γὰρ
4885278 νοτου
τὰ ἐνθέματα μὴ τοῦ βοῤῥᾶ πνέοντος ἐντίθεσθαι , ἀλλὰ τοῦ νότου . ἐκεῖνο μέντοι δῆλόν ἐστιν , ὅτι ὄμβρος τῷ
δὲ μεταξὺ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ πλωτοὶ , ῥέοντες ὡσαύτως ἀπὸ νότου πρὸς βορρᾶν καὶ τὸν ὠκεανόν . ἐξῆρται γὰρ ἡ
4884238 διαπυρους
. , Ἀ . μύδρους ἔφησεν εἶναι τοὺς ἀστέρας , διαπύρους δέ . , Ἀ . ταὐτὸ λέγει παρατιθεὶς τὸ
, βάλλειν εἰς ἄλλο ἀγγεῖον . Ἄλλοι πλίνθους παλαιὰς ὀπτηθείσας διαπύρους ἐμβάλλουσιν . ἄλλοι ἄρτους κριθίνους ξηροὺς συνθραύσαντες , καὶ
4877361 παρισθμια
πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι . λοιμώδη ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν . ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους , εἰς
ἕλκωσις καὶ ἀπόστασις . ἄφθα ἕλκωσις ἐπιπολῆς λευκαίνουσα γλῶτταν ἢ παρίσθμια ἢ κίονα ἢ φάρυγγα , ἔσθ ' ὅτε μέντοι
4858077 ὀλπην
τῶν ἰχθύων . ἢ παρὰ τὴν τοῦ σώματος σχέσιν : ὄλπην γάρ φασι τὴν λήκυθον , ὡς εἶναι παρὰ τὴν
χρισμάτων * ἐς τεῦχος κεραμήϊον : εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον * ὄλπην : λήκυθον ἔοικε τὴν ὄλπην ξύλινον ἀγγεῖον εἶναι ἰγδίον
4857676 φρυνον
δὲ τῶν σημείων ἔλεγον οἱ μάντεις , τοῖς μὲν τὸν φρῦνον καταλαβοῦσιν ἐπὶ τῆς πόλεως μένειν ἄμεινον , τοὺς δὲ
βωμοῖς οἷς ἔθυσαν εὗρον σημεῖα κείμενα οἱ μὲν λαχόντες Ἄργος φρῦνον , οἱ δὲ Λακεδαίμονα δράκοντα , οἱ δὲ Μεσσήνην
4854042 λουε
τὴν ῥίζαν κόψας , ἐς ὕδωρ ἐμβαλὼν , ἀπὸ τούτου λοῦε : χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε , ὡς μὴ
αἱ τρεῖς πτισάνης χυλοῦ : κλυζέτω δὲ πλαγίην , καὶ λοῦε ὀλίγῳ . Προστιθέσθω δὲ καὶ βαλάνους ἑπτὰ , τῆς
4852016 ἀροτου
πλῆθος οὐκ εὐπόριστα . οὕτως οὖν καὶ περὶ βοῶν τοῦ ἀρότου ἕνεκα καὶ περὶ πάντων οἰήσεται νοῦν τις οὐκ ἔχων
Πλειάδων δυνουσῶντοῦτο δὲ δεῖ προσεκδέξασθαι τὸ ἕωθεν δεῖ ἄρχεσθαι τοῦ ἀρότου , καὶ θερίζειν ἀνατελλουσῶν τοῦτο δὲ δεῖ πάλιν προσεκδέξασθαι
4848946 ἑλους
ἡ Αἴγυπτος . παρά τινων δὲ ἑλειοβάται λέγονται οἱ ἐπὶ ἕλους ἐλαύνειν δυνάμενοι ναῦς , ὅπερ ἐστὶ τῶν δυσχερεστάτων .
πλήττεσθαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου . ἰδοὺ καὶ ποταμὸς ὑπεξέρχεται τοῦ ἕλους εὐρὺς καὶ ὑποκυμαίνων , διαβαίνουσι δ ' αὐτὸν αἰπόλοι
4846508 ἰσημεριαν
εἰς τὴν ἀπὸ τῆς θερινῆς τροπῆς ἐπὶ τὴν ἑξῆς μετοπωρινὴν ἰσημερίαν τὰς λοιπὰς εἰς τὸν ἐνιαύσιον χρόνον ἡμέρας ἔγγιστα Ϙβʹ
τῶν δρωμένων καιρός : περὶ γὰρ τὸ ἔαρ καὶ τὴν ἰσημερίαν δρᾶται τὰ δρώμενα , ὅτε τοῦ μὲν γίνεσθαι παύεται
4838725 διχομηνιαν
γένηται τῷ ἡλίῳ : τοῦτο δ ' ἐστὶ περὶ τὴν διχομηνίαν . Ἔστι δὲ ὁ μηνιαῖος χρόνος ἡμερῶν κθ ∠
' ἐν Τοξότῃ γενομένη προσνεύσει Αἰγόκερῳ . ὥστε τὴν αʹ διχομηνίαν , ἥτις ἐστί , πρώτη πανσέληνος ποιεῖ βλέπουσα πρὸς
4831741 ὀμφαλον
συμπάθεια γένηται καὶ διαγανάκτησις , ἄμεινον ἀδεισιδαιμονέστερον σμιλίῳ μᾶλλον τὸν ὀμφαλὸν κόπτειν . εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον ἐκθλίβειν ,
, ἔπειτα κομιϲάμενοι τὸ ἐγκείμενον ἔξωθεν τοῦ περιτοναίου κατὰ τὸν ὀμφαλὸν κατὰ ϲυϲϲάρκωϲιν τὴν θεραπείαν ποιηϲόμεθα . τοὺϲ δὲ κατὰ
4811222 ἐμπλαστρου
διεφορήσαμεν τὰς ἤδη μεταβληθείσας ἐν μαζοῖς φλεγμονὰς διὰ τῆς διονυσιάδος ἐμπλάστρου , τῆς πρὸ βραχέος ἐπὶ τῶν σκληρυνομένων προρρηθείσης ,
εἰς θυίαν καὶ τρίψας ἐπιμελῶς ἀναλάμβανε στέατι ὑείῳ παλαιῷ ὥστε ἐμπλάστρου ἔχειν πάχος , ἔπειτα ἐμπλάσας εἰς ὀθόνιον ἐπιτίθει ,
4809398 πλοιου
Ἕλλη περὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἢ νόσῳ ἢ πεσοῦσα * τοῦ πλοίου * τελευτᾷ , οὗτοι δὲ ἀφίκοντο παρὰ Κόλχους καὶ
. αὐταῖς μεσόδμαις τοῖς μέσοις ξύλοις τῆς σχεδίας καὶ τοῦ πλοίου ἴκρια δὲ τὰ κύκλῳ ὀρθά καὶ τὰ καταστρώματα .
4799321 γαλαξιου
σκληρὰν ἔχουσι τὴν σάρκα , πλὴν τοῦ παρὰ Ῥωμαίοις καλουμένου γαλαξίου ἐνδοξατάτου τε καὶ ἁπαλοῦ τυγχάνοντος : ἔστι γὰρ καὶ
τὰ οὐράνια σώματα καὶ ἡ περὶ τούτων ζήτησις , περὶ γαλαξίου περὶ ἄστρων περὶ ἡλίου καὶ σελήνης , ἢ περὶ
4784593 μισχου
ἀπανθεῖ δὲ καὶ καρποφορεῖ τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ἐξ ἑνὸς μίσχου πλείους ἔχειν , σχεδὸν δὲ καὶ τοῖς χρόνοις παραπλησίως
ἀκρεμόνος : τὸ δὲ δι ' οὗ , ἢ διὰ μίσχου ἢ δι ' αὐτοῦ καὶ εἰ δὴ πολλὰ ἐκ
4784279 ἀνισχον
οὐδὲ πολλοστὸν ἀποκρύπτει μοίρας , οὕτως οὐδὲ ἰσομέγεθές τι αὐτῇ ἀνίσχον ἢ καταδυόμενον χρόνον τινὰ ἐφέξει ἐπὶ τοῦ ὁρίζοντος .
τε καὶ ἱέρακες δι ' ὑπερβολὴν ὀξυωπίας , οὕτω τὸ ἀνίσχον ἤδη καὶ ὡροσκοποῦν ζῴδιον ἐκ μακροῦ διαστήματος τῷ μὴ
4778168 Κυνα
⋖ η , ὄξους # ιβ . λειοτρίβει τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν , ἕως πᾶν τὸ ὄξος ἀναλωθῇ ξηρανθέν ,
ὕδατος ὀμβρίου παλαιοῦ ξέστας δώδεκα , καὶ ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν ἡλίαζε φυλασσόμενος ὄμβρους καὶ δρόσον . Ῥοΐτης δὲ
4773442 ζωνης
προγάστορας , τὸν δ ' ὑπερβαλλόμενον τῶν νέων τὸ τῆς ζώνης μέτρον ζημιοῦσθαι . ταῦτα μὲν περὶ τῆς ὑπὲρ τῶν
. μετὰ ταῦτα , ἔφη , κελεύοντος Κύρου ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόνταν ἐπὶ θανάτῳ ἅπαντες ἀναστάντες καὶ οἱ συγγενεῖς
4772396 πορθμου
: ἀτὰρ σινόδοντα μὲν ὃν ζήτει παχὺν εἶναι : ἐκ πορθμοῦ δὲ λαβεῖν πειρῶ καὶ τοῦτον , ἑταῖρε . ταὐτὰ
' αὐτὸν ἐς τὴν Εὐρώπην διὰ τοῦ στενοῦ τῆς Προποντίδος πορθμοῦ , ἤδη τε τῷ Βυζαντίῳ προσπελάζοντα , φασὶν ἀντιπνοίᾳ
4771636 πνιγους
τε τῆς θέρμης ὑπερβολὴν καὶ τὴν χαλεπότητα ἔτι μὴν τοῦ πνίγους ἐκτρέπεσθαι πειρώμενοι καὶ ἀποφεύγοντες , ζεφύρου τε αὔραις μαλακαῖς
ψυχὴ τοῖς ἰσχυροῖς καὶ ὑγιεινοῖς σώμασιν , ἃ οὔτε ὑπὸ πνίγους οὔτε ὑπὸ χειμῶνος ἢ πνευμάτων μεταβάλλει , ἀλλ '
4770226 ἱστου
τῆς Ἀργοῦς : αὐτὴ μέντοι , ἡμίσεια οὖσα ἕως τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ
ἐκ τῶν ἱστοπόδων : τέμνεται γὰρ τὸ ὕφασμα ἐκ τοῦ ἱστοῦ , ὅταν τελεσθῇ . ἄμμες δ ' ἐς δρόμον
4768695 πεντεκαιδεκατην
περὶ τὴν ὀκτωκαιδεκάτην Ὀλυμπιάδα , ὡς δὲ Διονύσιος περὶ τὴν πεντεκαιδεκάτην Θάσον ἐκτίσθαι . Ἐξ ἀρχῆς γὰρ ὑμῖν ἔθος ἐστὶ
μοῖραν , οἳ δὲ περὶ δωδεκάτην , οἳ δὲ περὶ πεντεκαιδεκάτην τοῦ Καρκίνου . κατιὼν δὲ ἐπὶ τὰ νότια ὁ
4761239 κατεψυγμενης
τόπων ἔτι καὶ νῦν ὁρᾶσθαι γινόμενον , ἐπειδὰν τῆς χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται μὴ λαβὼν τὴν μεταβολὴν
ἑκατέρα ὑπό τε τῆς διακεκαυμένης καὶ τῆς ἑκατέρᾳ αὐτῶν παρακειμένης κατεψυγμένης . Πάλιν οὖν τούτων τῶν εὐκράτων ἑκατέραν εἰς δύο
4757827 ὑποθυμια
ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ . Ἢν δὲ μὴ δύναιτο τίκτειν , ὑποθυμία ῥητίνην ἢ κύμινον ἢ πίτυος φλοιόν : καὶ τούτῳ
Αἰγὸς κέρας καὶ κηκίδα καὶ στέαρ ὑὸς κεδρίῃ δεύσας , ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ
4755099 χουν
ταύτῃ τάφρον μεγάλην ὀρύξαντες ἀμφορέας κεινοὺς ἐς αὐτὴν κατέθηκαν , χοῦν δὲ ἐπιφορήσαντες καὶ ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ ἐδέκοντο τοὺς
κτηνῶν : στερηθήσει τῆς τροφῆς σου ἧς ἤσθιες , καὶ χοῦν φάγει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου : ἐπὶ
4744266 καπνον
ὀρόβων ξήριον μετὰ μέλιτοϲ . Ἄλλο . χολὴν χοίρου ὑπὲρ καπνὸν ξηράναϲ λείου καὶ ἐπιτίθει τῷ ἡλκωμένῳ αἰγίλωπι . Ἄλλο
καὶ Δημοσθένην μετὰ τὴν ὁδὸν τὸ Θηβαίων ὄρος ἐδέχετο , καπνὸν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐταραττόμην θεώμενος . εἶτα αὔξησον ὡς
4726092 ῥυμης
αἰχμὴν τὴν συμφυῆ , ἀποσπάσαι δὲ αὑτὸν πειρωμένου ὑπὸ τῆς ῥύμης τῆς πολλῆς σχισθῆναι μὲν ἀπὸ τοῦ τένοντος τὸ πᾶν
τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν , ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ῥύμης ἐκπεσὼν εἴς τινα νῆσον . ὑπὸ δὲ τῆς ὁμοίας
4714399 δυσμας
Καλαύρια . Ἐπὶ δὲ τὸ ἕτερον μέρος ἐξ ἀνατολῶν πρὸς δυσμὰς ἡ Κάρπαθός ἐστιν . Ἐγγὺς δὲ αὐτῆς ἡ τιμία
Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον , καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν , πέτρας στερεάς .
4704813 βορειων
κύκλον . τὸ γὰρ τεταρτημόριον οἰκούμενον τῆς γαίας πρὸς τῶν βορείων σύγκειται μερῶν , καὶ τοὺς οἰκοῦντας τοῦτον τὸν νοτιώτερον
χώραν κατὰ θίξιν καὶ τὸν Ἀπηλιωτικὸν ὠκεανόν , ἐκ τῶν βορείων αὐτοῦ μερῶν τὴν Σκυθικὴν χώραν : ἐκ δὲ τῶν
4700596 προσφυσεως
ιθʹ περὶ ῥυάδων . κʹ περὶ πτερυγίου . καʹ περὶ προσφύσεως . κβʹ περὶ αἰγίλωπος . κγʹ περὶ ὑποσφαγμάτων .
ἡ πόσθη διατιτρᾶται ῥᾳδίως . μετὰ δὲ τὴν ἀπόλυσιν τῆς προσφύσεως ὀθόνιον λεπτὸν ὕδατι ψυχρῷ διάβροχον μεταξὺ θετέον τῆς βαλάνου
4694453 ἐκπυρον
αὖθις μαχαίρᾳ θερμῇ , τοῦ πυρὸς τὸ αἷμα ἔξαξον πᾶν ἔκπυρον λίαν ἐρυθρὸν ὡς φλὸξ φεγγίτης ἅπτων φλόγα , βάψαι
πρὸς μὲν τὸν ἥλιον ἀμαυρουμένην , θηρεύουσαν δὲ ἐν νυκτὶ ἔκπυρον φῶς : εἰ γάρ τις ἐς τὰς Πλάτωνος φωνὰς
4679702 ἠτρου
ἐστιν : ξηραντικὸν γὰρ πλεύμονος , καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίων καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν . Τοῦτο δὲ , ἢν ἔτι τῆς
σπάσιος , ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου . Οἷσι τὸ μεταξὺ τοῦ ἤτρου καὶ τοῦ δέρματας ἐμφυσᾶται , καὶ οὐ καθίσταται .
4677482 κυστεως
καὶ ἀναρραφῇ . Πρὸς κύστιν παρεθεῖσαν . Ἡ δὲ τῆς κύστεως πάρεσις , εἴτε κατέχοι τὰ οὖρα , εἴτε καὶ
ἰδίως δ ' ἐνέματα τῷ δακτυλίῳ ἐνιέσθω ἀνακαλέσαντα τὴν τῆς κύστεως ἐνέργειαν , κατ ' ἀρχὰς μὲν ἔλαιον πηγάνινον ἢ
4674955 ὀμφαλου
λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν , καὶ τὸ ἄκρον διήνεγκε κάτω τοῦ ὀμφαλοῦ , πελιὸν , ἀποιδέον , καὶ διῆλθε χωρίον πουλύ
μετὰ τροφήν , δὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ : ἐκπεϲόντοϲ δὲ τοῦ ὀμφαλοῦ μετὰ τὴν τρίτην ἢ τὴν τετάρτην ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον
4670889 καυματος
ὑγιαίνεται : ἡ γὰρ σὰρξ ἡ τοῦ ἕλκεος ὑπὸ τοῦ καύματος τοῦ ἐν τῷ σώματι ἕψεται , καὶ ὑπερυγραίνεται ,
δὲ τοὺς θεατὰς ἀσίτους , ὃ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ καύματος διεκώλυε βλάβην , ἦσαν δὲ οὗτοι μαστιγοφόροι τε καὶ
4666585 κατοπτρου
τῆς ὁρατικῆς ἐνεργείας τῷ μεταξὺ ἀέρι τοῦ τε προσώπου καὶ κατόπτρου καὶ μενούσης δι ' ὅλου τοῦ μεταξύ , καὶ
τὸν τύραννον , παῖε „ ἐβόα , οὐχ ὥσπερ ἐκ κατόπτρου τινὸς εἴδωλον ἀληθείας ἕλκων , ἀλλ ' αὐτὰ ὁρῶν
4660841 ὑπογαστριον
Ἕλληνες . ἦτρον τὸν ὑπὸ τῷ ὀμφαλῷ τόπον Ἀττικοί , ὑπογάστριον Ἕλληνες . ἡμεδαπός Ἀττικοί , ἐπιχώριος Ἕλληνες . ἥνυσα
ἢ μετὰ τῆς τροφῆς ἀνεμηθείη , ἢ ὑγρὸν ὑπὸ τὸ ὑπογάστριον ἐν ταῖς ἀνακλίσεσιν ἢ ἦχος ἢ κλυδὼν ἐπιφαίνοιτο ,
4658852 αἱμορροϊς
ὠτειλαὶ ῥήγνυνται ἐπειγόμεναι χροὸς ἄτῃ . μήποτέ τοι θήλει ' αἱμορροῒς ἰὸν ἐνείη : τῆς γὰρ ὀδαξαμένης τὰ μὲν ἀθρόα
πολλάκις δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα . τυφλὴ αἱμορροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν , ἐντὸς τῆς ἕδρας , οὕτω
4656793 βαλανου
ὑστεραίῃ , εἰσῆλθον εἰς οἶκον , καὶ τῇ κοιλίῃ , βαλάνου προστεθείσης , οὐχ ὑπῆλθεν , οὔρησε δὲ σμικρὸν ,
εἰώθασιν , ὡς Θουκυδίδης πού φησι ” στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρησάμενος “ εἰς τὸν μοχλόν . ” Στρωτήρ :
4656349 καλαμον
τὸ ἐπίθεμα , καὶ ἐνθέντα κάλαμον πυριῇν : τὸν δὲ κάλαμον σὺν τῷ ἐπιθέματι ἀφαιρέεσθαι : ἢν γὰρ ἄνευ τοῦ
τοῦ ἐντέρου συνεὶς ἔχε - σθαι τὴν ἔγχελυν , τὸν κάλαμον ᾧ τὸ ἔντερον προσήρτηται ἐνθεὶς τῷ ἑαυτοῦ στόματι καὶ
4646760 σκιαν
τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν θεασάμενος , οἰηθεὶς ἕτερον εἶναι κύνα μεῖζον κρέας ἔχοντα
οἷον δὲ θέρους ὑποδραμεῖν σπήλαιον καὶ σχεδιάσαι χαμεύνιον καὶ ὑπὸ σκιὰν ἀναπαύσασθαι , ἡλίκη δ ' αὖρα [ ] γλυκυθυμία
4640637 ἐνδοτατον
ὕδασιν , ὄνομα Θωνῖτις καλουμένη , ἐφ ' ἧστινος τὸ ἐνδότατον δύνων καὶ ὡς εἰς βάραθρον ἐμπεσὼν ὁ Τίγρις καταπολὺ
τῆς Ἀντιοχείας , ἐπὶ τὸ πρόσω τοῦ νότου ὁδεύων τὸν ἐνδότατον πόρον ἢ μυχὸν τοῦ Ἀραβίου κόλπου θεάσῃ , ὅστις
4627155 βαλανειου
ὕδωρ δὲ ψυχρὸν ποθὲν ἢ οἶνος ἄκρατος ἢ γλυκὺς ἀπὸ βαλανείου ἢ δρόμου ἢ συντόνων γυμνασίων δηγμοὺς καὶ ἀλγήματα ἐπιφέρει
τὸ ὄναρ , μὴ εὑρεῖν ὃ ἐζήτει , σημαίνοντος τοῦ βαλανείου τὸ θέατρον . λούεσθαι δὲ θερμοῖς ὕδασι , λέγω
4625279 βορειου
πνεῖ . ιʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου ἑῷος ἀνατέλλει . Ἱππάρχῳ νότος . ιαʹ .
τινες ποιοῦντες , εἰ μὲν ἄῤῥεν τις βουληθείη τεχθῆναι , βορείου ὄντος τοῦ ἀέρος τὴν ὀχείαν κατασκευάζουσιν : εἰ δὲ
4620311 ὑποτιθει
δὲ ῥοῦ γυναικείου μετὰ χυλοῦ στρύχνου ἢ πολυγόνου ἢ ἀρνογλώσσου ὑποτίθει δι ' ἐρίου . Οἶνον παλαιὸν στύφοντα ἕψει εἰς
πνίγας καὶ ἀλγήματα . Χελώνην χερσαίαν ἢ παραλίαν ἐν πεσσῷ ὑποτίθει : ἀπαράβατόν ἐστι καὶ χρῶ τούτῳ θαρρῶν . Πεσσοὶ
4616310 ῥεειν
: ἔνθα πρὶν ἱερὸν ἦν Κρόνου . διὰ τὸ πλησίον ῥέειν τῆς Πίσης . μεγαλόῤῥουν . * Κρητικόν . Ἴδη
. Πιάδες γὰρ αἱ αὐτοῦ γραμμαὶ λέγονται . Παρὰ τὸ ῥέειν τὴν αὐτοῦ γραμμὴν κάτω . Παρὰ τὸ κεῖσθαι αὐτῷ
4613511 ψηφιδες
ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται : τὸ δέ τ ' ὦκα κατειβόμενον
ὅπου δὲ κατὰ τὴν τοῦ κύματος κίνησιν αἱ μὲν ἐπιμήκεις ψηφῖδες εἰς τὸν αὐτὸν τόπον ταῖς ἐπιμήκεσιν ὠθοῦνται , αἱ
4612508 ἀραϲ
ἐφ ' ἡμέραϲ πέντε . Ἄλλο . αἰγὸϲ πρόϲφατον ἐϲφαγμένηϲ ἄραϲ τὸ κέραϲ πλήρωϲον οὔρου αἰγόϲ , μάλιϲτα μὲν τοῦ
αἰρῶν ἔμπλαϲτρον ἐμπλάϲαϲ ἐπιτίθει καὶ ὅταν ἐκκενωθῇ τὰ ὑγρά , ἄραϲ ταύτην ἐπιτίθει τοῦ μυρϲινάτου λεγομένου . Πρὸϲ τὰ ἐξέρυθρα
4595945 νεφων
γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν ἄλλα ἐπαγομένη τῶν νεφῶν ὑετὸν τοῖς Ἀρκάσιν ἐς τὴν γῆν κατιέναι ποιεῖ .
τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες διικνούμεναι φῶς πέμπουσιν , ὥσπερ διὰ τῶν νεφῶν παχυτέρων τῆς σελήνης ὄντων . Ὁ οὖν Ποσειδώνιός φησιν
4592573 κεκαυσθαι
τῶν τροπικῶν οὐχ ἕλκειν τὸ ὕδωρ πρὸς ἑαυτὸν διὰ τὸ κεκαῦσθαι ὑπὸ τῆς τοῦ ἡλίου φορᾶς : πρὸς δὲ νότον
δὲ νῦν ὁ λόφος Οὐεσουούιος , ἔχων πολλὰ σημεῖα τοῦ κεκαῦσθαι κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους . τοὺς δ ' οὖν
4592492 ὀψωνιασμον
τοὺς πολέμους ἐκ τοῦ δημοσίου ταμιείου τὸν ἐπισιτισμόν τε καὶ ὀψωνιασμὸν λαμβάνειν , ἢ ἐκ τῶν ἰδίων οἴκων εἰς τὸ
ἀργύριόν τε , ὃ κατ ' ἄνδρα τοῖς στρατιώταις εἰς ὀψωνιασμὸν ἔθος ἦν ἓξ μηνῶν δίδοσθαι καὶ διὰ μηνὸς τροφὰς
4591347 οὐρηθραν
ἐπιπολῆς . ὑποσπαδίαι δέ εἰσιν οἱ ἐκ γενετῆς ἔχοντες τὴν οὐρήθραν κάτωθεν , ὑπὸ τὸν λεγόμενον κύνα . θεραπευτέον δὲ
τῆς τοῦ σκόλοπος λαβῆς , ἡ ἀκμὴ καθίεται εἰς τὴν οὐρήθραν , καὶ διωθεῖται κατὰ τὴν βάσιν τῆς ἐκπεφυκυίας σαρκώσεως
4589489 ὑπογαστριων
δὲ ἐστὶν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν . διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν ὥσπερ τι ζῶσμα
δέ ἐστιν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν : διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν , ὥσπερ τι
4585265 τρυφερου
μίξας : γράφε χεῖλος οἷα Πειθοῦς , προκαλούμενον φίλημα . τρυφεροῦ δ ' ἔσω γενείου περὶ λυγδίνωι τραχήλωι Χάριτες πέτοιντο
ἕως ἂν σχῇ πάχος μέλιτος , ἀναλάμβανε μετ ' ἐρίου τρυφεροῦ καὶ , ὅταν ψυγῇ , ἐντίθει ἔνδον τοῦ ἀκουστικοῦ
4581776 ἀμμου
κόπτε τὸν σῖτον , ἕως λεπτὰ γένηται : καὶ μίξας ἄμμου παραχέων ὕδωρ ποίει μάζας , καὶ δελέαζε . Μελανθίου
τρόποι τῆς γενέσεως . ἡ γὰρ ἐν Νισύρῳ καθάπερ ἐξ ἄμμου τινὸς ἔοικε συγκεῖσθαι . σημεῖον δὲ λαμβάνουσιν ὅτι τῶν
4580883 χιονα
μηχανώμεθα , τὸ καλὸν δὲ χρῶμα δευσοποιῷ χρώζομεν . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν
μέλλον προεγνωκέναι . ἴσασι γοῦν καὶ χειμῶνα μέλλοντα , καὶ χιόνα ἐσομένην προμηθέστατα ἐφυλάξαντο . καὶ τοῦ καταληφθῆναι δέει ἀποδιδράσκουσιν
4579775 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
4573796 Φατνης
δωδεκαώρου . τῷ δὲ δευτέρῳ δεκανῷ παρανατέλλουσι τὸ ἥμισυ τῆς Φάτνης καὶ ὁ Ὄνος καὶ ἡ μέση τῶν Χαρίτων καὶ
. ἐπὰν δὲ τῶν ἀστέρων τῶν παρ ' ἑκάτερα τῆς Φάτνης τῶν καλουμένων Ὄνων ὁ μὲν βόρειος ἀφανὴς γένηται ,
4573592 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
4573161 ἀφανιζεσθαι
] τῶν ἐσθλῶν κάτοχ ' ] κεκρατημένα . ἀμαυροῦσθαι ] ἀφανίζεσθαι . σκότῳ ] ἐν . θυμόμαντις ] ἤγουν οὐ
' ἐμπεσόντας ἂν αὐτόθι κρυφθῆναι , ὥσπερ τὸν Εὐφράτην προϊόντα ἀφανίζεσθαι λόγος . νῦν δ ' ὥσπερ τῶν πυραμίδων τὰς

Back