ἐπεὶ ὑγρασία πλεονάζει ἀεὶ περὶ τοῦτο , ἔδει τῇ εἰσπνοῇ ἕλκουσα ταύτην πνιγμὸν ἀπεργάζεσθαι : πρὸς δὲ τὸ δεύτερόν φαμεν | ||
ἔχειν , ἡ μὲν ἀναγκαία καὶ ἐπιπλέον , τὴν θεωρίαν ἕλκουσα πρὸς τὸ ἔξω , ἡ δὲ ἑκούσιος λεγομένη ἐπ |
. βιᾶται δ ' ἁ τάλαινα πειθώ , προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας . ἄκος δὲ πᾶν μάταιον . οὐκ ἐκρύφθη | ||
ἀθλία . προβουλόπαις ] ἡ προβουλευομένη πλουτῆσαι τοὺς παῖδας . ἄφερτος ] ἀφόρητος . Ἡ θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος |
] τὴν ἀλαζονείαν . οὐ κόμπον ] οὐ κόμπον καὶ ἔπαρσιν ἔχων , ἀλλ ' ἐν τῷ θεῷ θαρρῶν . | ||
ἐφ ' ᾧ καθήκει συστέλλεσθαι . Ἡδονὴν δ ' εἶναι ἔπαρσιν ψυχῆς ἀπειθῆ λόγῳ , αἴτιον δ ' αὐτῆς τὸ |
τὰ Γάδειρα , γνοφερὸν πέλαγος . Ἡγεμονεύει : δεικνύει , ὁδηγεῖ . Ἰχθυβόλοις : ἁλιεῦσιν , ὥσπερ τοῖς κυνηγοῖς . | ||
ὑγρὸν τὸ ἐν αὐτοῖς , λεπτὸν ὂν καὶ διαλυτικόν , ὁδηγεῖ ῥᾳδίως τὴν ἐπ ' αὐτῶν δύναμιν εἰς τὰ σώματα |
: Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους | ||
σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ |
ἀγκίστρων λαβὰς χαλκεύονται μακράς . ὃ δὲ καὶ ὑπὲρ ταύτας ἀνέθορε πολλάκις καὶ τὴν τρίχα τὴν ἄγουσαν τεμὼν ἐς ἤθη | ||
οὐκ ἀπαγγέλλεται . θεασαμένη δὲ αἰφνίδιον ἡ Στάτειρα τῆς κλίνης ἀνέθορε δόξασα Ἀφροδίτην ἐφεστάναι , καὶ γὰρ ἐξαιρέτως ἐτίμα τὴν |
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ] | ||
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ] |
παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ | ||
Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο |
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν : | ||
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός |
καὶ ἡ μὲν ἐθεᾶτο , μισήσασα δὲ τὸ ἦθος Ἀφροδίτη μετέβαλεν αὐτὴν καὶ ἐποίησεν ἐξ ἀνθρώπου λίθον καὶ τοὺς πόδας | ||
πληροῦσα Σπαρτιάτου γαστέρα : ἐπεὶ δὲ ἧκεν ἐς Ἰωνίαν , μετέβαλεν αὐτίκα ἐς ἁβρότητα καὶ τρυφήν . ὡς οὖν κατὰ |
χαμαίμηλον , καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν εἰς τὸ πῦρ ἐπιθεὶς ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς μιχθῇ , ἑνωθέντων δ ' | ||
ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ |
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό | ||
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν : |
: μῶν ὑστερόπους βοηθῶ ; Νυνδὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ ' ὄχλου καὶ θορύβου καὶ | ||
καιροῦ ἦλθον εἰς τὸ βοηθῆσαι . νῦν : Ἀρτίως . κνεφαία : Ὀρθρία . ἢ ἀόρατος . ἢ ἑσπερία . |
: ἀπὸ τοῦ οἴω ὃ σημαίνει τὸ φέρω : γίνεται οἰστός : καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ , ὑποιστὸς , καὶ | ||
καὶ τὰ τοῦ τόξου μέρη , κέρας καὶ νευρὰ καὶ οἰστός . τὸ αὐτὸ καὶ βέλος καὶ τόξευμα : Θουκυδίδης |
τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Βαρύνει ] Πιέζει καὶ θλίβει . Ἐσλοῖσιν ] Καλοῖς . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμῶν φθόνος | ||
: δούλη ' στι , δούλης δ ' ὦτα νωθρίη θλίβει . ἀλλ ' ἠμέρη τε κἠπὶ μέζον ὠθεῖται : |
, πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι | ||
αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες |
, τῆς . . . . αὶ τὰ συνεργῆ . βεβιημένος : βιαζόμενος , βιάζων , κατέχων , δυναστεύσας . | ||
βεβιημένος : βιαζόμενος , βιάζων , κατέχων , δυναστεύσας . βεβιημένος : ὑποκάτω τῆς τρόπιος κατέχων , βιάζων : ἐπιτείνει |
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον | ||
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα |
. συντυχοῦς ' ] κατὰ τύχην φανεῖσα καὶ συναντήσασα , ἐντυχοῦσα , ἐπιτυχοῦσα . ἐπέστειλε ] ἐμήνυσε . , παρήγγειλε | ||
τῆς λαιμαργίας ἀφειδῶς ἔχει , καὶ μέντοι καὶ ἀνθρώπου σώματι ἐντυχοῦσα οὐκ ἀπέχεται , ἀλλ ' ἐσθίει . ταύτῃ τοι |
κάμνονταϲ ” “ καὶ ὅϲα ἐϲ φλεγμονὴν καὶ ἐϲ ἀκαθαρϲίην ὁρμᾷ καὶ ὅϲα εἰϲ πυρετούϲ . ” καί φηϲιν , | ||
θαρροῦσα ἔχειν τὸ ἀντιφάρμακον , τρώγει τὸ ἀκόνιτον , εἶτα ὁρμᾷ ἐπὶ τῷ χρήσασθαι τῷ ἀντιφαρμάκῳ , καὶ οὐκ ἐφίκετο |
. καλεῖ ] προσκαλεῖται . Ξ ξύννομον ] κοινωνόν . ξύννομον ] συμμεριστήν . Ξ ξύννομον ] σύντροφον . Ξ | ||
καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως , ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν |
ἀπὸ γὰρ τῶν προσώπων ὡς ἐπιτηδείων εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν πορνείαν συνέστησεν . ἀπὸ καιροῦ : καὶ ταῦτα ἔγραψε Τιμοκράτης | ||
ἐλαύνειν : ἀγαθὰς γὰρ ἱερωσύνας αὐταῖς περιποιεῖ : πενιχραῖς δὲ πορνείαν τὸ διὰ πόλεως ἱππάζεσθαι προαγορεύει : δούλοις δὲ ἐλευθερίαν |
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας , | ||
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι |
γὰρ ἀπροσδοκήτων κακῶν αἱ προσβολαὶ καὶ τοῖς δεινοῖς περὶ λόγους ἀφωνίαν ἐμποιοῦσι . παρειμένοι δ ' ὅμως ὑπὲρ τοῦ μὴ | ||
μὲν ἐκτρεπόμενος ὑπ ' αἰδοῦς διὰ τὴν τότε μοι προσοῦσαν ἀφωνίαν τε καὶ λώβην : ἐπεὶ δ ' ἠρξάμεθα δυστυχεῖν |
καλεῖται , ἡ δ ' ἐπιπολῆς ὑπ ' ἐνίων ὠνόμασται γλήνη . ὑποβέβληται δὲ καὶ οἷον ὑπερήρεισται τὰ ὀστᾶ τῇ | ||
μὲν ἐν μέσῳ μέλαν καλεῖται κόρη , ἧς ἡ αὐγὴ γλήνη , καὶ ὁ περιθέων αὐτὴν κύκλος γραμμὴ κυκλοτερὴς καὶ |
τῆς τέχνης τὸν χαλκὸν μαλαττούσης , χλιδῆς δὲ ἦν καὶ ἱμέρου μεστὸς καὶ τὸ τῆς ἥβης ἔφαινεν ἄνθος , πάντα | ||
δαρὸν ] ἐπιπολύ . ἐξὸν ] δυνατοῦ ὄντος . . ἱμέρου ] ἐπιθυμίας τῆς σῆς . . τέθαλπται ] ἐξεκαύθη |
λῦσε μένος πλήξας ξίφει αὐχένα κωπήεντι . πᾶν δ ' ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι : τὸν δὲ κατ ' ὄσσε ἔλλαβε | ||
ὁμόχροον : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης , σμικρὰ ἐῤῥίγωσεν , ὑπεθερμάνθη , ἵδρωσε δι ' ὅλου : νύκτα ἐκοιμήθη . |
καὶ καμπυλώδεις [ εἰσὶ ] στυφὸν ἦθος καὶ βλοσυρὸν καὶ καταπληκτικόν . αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους ἐπικεκλιμέναι εἴρωνας δηλοῦσι | ||
: Θεόκριτος . ἐπὶ τῶν ἀνοήτων . Τιτανῶδες βλέπει : καταπληκτικόν , φοβερόν . Τίκτει κόρος ὅταν κακῷ ἀνδρὶ παρείη |
, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα | ||
Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ |
εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . Ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων ἁπάντων : ἡ δὲ ταπείνωσις εἰς ἔννοιαν | ||
. ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ ἄρα ταύτης καὶ ὀρθουμένης |
καὶ γοῦνα καὶ ἰξύν . Ἡ δὲ καὶ αὐτὴ παιδὸς ἐπείγεται εἰδώλοιο δειλὴ Κασσιέπεια : τὰ δ ' οὐκέτι οἱ | ||
, δοκῶν τι δρᾶν . οὔκουν ὁρᾶις μου κῶλον ὡς ἐπείγεται ; ὁρῶ δοκοῦντα μᾶλλον ἢ σπεύδοντά σε . οὐ |
γὰρ τὰ μέχριϲ ὀϲτέων ὀνίνηϲι ἰήματα . ἢν δὲ ἐϲ ὠτειλὴν ἥκῃ τὰ τρώματα , τὰϲ ἀρτηρίαϲ ἐκτάμνειν . διπλαῖ | ||
ἕλκος τὸ δι ' ἐπιρροὴν πολλῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ |
ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή , ἡ δὲ οὐσία ῥέουσα , ἡ δὲ αἴσθησις ἀμυδρά , ἡ δὲ ὅλου | ||
τῇ ὑποθέσει πραγμάτων ἔκθεσις εἰς τὸ ὑπὲρ τοῦ λέγοντος πρόσωπον ῥέουσα . Θεόδωρος δὲ οὕτως ὁρίζεται : διήγησίς ἐστι πράγματος |
ἐν ταῖς ἐπικλήσεσι τοῦ θεοῦ τὸν νικητὴν ἢ τὸν θριαμβευτὴν ἀνακαλεῖται ἢ τὸν Γερμανικὸν ἢ τὸν Σκυθικόν , ἀλλὰ τὸν | ||
: πάνυ γὰρ ὀνίνηϲι : καὶ γὰρ καὶ τὰϲ πέψειϲ ἀνακαλεῖται ῥώμην τῇ γαϲτρὶ ἐντιθεὶϲ καὶ εἴ τιϲ πόνοϲ ἐγκαταλείπεται |
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος | ||
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ |
παιδοποιεῖν : τὸ δὲ παρὰ πολλῶν θρυλλούμενον , ὡς ἄρα λέαινα σκύμνου γίνεται μήτηρ ἑνὸς , μάταιος λόγος καὶ ψευδής | ||
ἢ τῶι ἦρι γεννωμένη . καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἡ λέαινα [ ] ἠριγένεια , ἢ ἡ ἐν τῶι ἀέρι |
πολλά γ ' ἐν δόμοισιν εἴργασται κακά , δονοῦσα καὶ τρέπουσα τύρβ ' ἄνω κάτω . ταῦτα δὲ παρέθετο Χαμαιλέων | ||
ὡς ἡ εἰς ς ὀξύτονος μετοχὴ διὰ τοῦ ντ κλινομένη τρέπουσα τὸ τέλος τῆς γενικῆς εἰς ην καὶ πρὸ αὐτοῦ |
χρυσοϋφῶν ἱματίων γαλακτοτροφίας ὑπομιμνήσκουσα καὶ παρὰ σοῦ ἔλεον διὰ τούτου θηρωμένη , σὺ δὲ πρὸς τοῦτο ἀπιδὼν οὐκ ἠλέησας τὴν | ||
καὶ τραγήματ ' ἐξώκειλεν , ἐπιδορπισμάτων εὑροῦσα πλῆθος , παντοδαπὰς θηρωμένη . ἅπαντ ' ἀφανίζει γῆρας , ἰσχὺν σώματος , |
Καιροῦ πλοκάμων ἐλεύθερα μόνην τὴν ἐκ γενέσεως βλάστην ἐπιφαίνοντα τῆς τριχός . ἡμεῖς μὲν οὖν ἀφασίᾳ πληγέντες πρὸς τὴν θέαν | ||
ἀνιστάντα δεῖ τὴν τρίχα σοβεῖν τὴν κόνιν κατὰ φύσιν τῆς τριχός : τῶν δ ' ἐν τῇ ῥάχει τριχῶν ἄλλῳ |
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν , | ||
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν |
οὐδὲ ἐς ταύτην μοι τὴν χρείαν ἐπιτήδειον ἐγένου . καὶ ῥίψασα αὐτὸ ξίφει ἑαυτὴν διεχρήσατο . κατά τι πυθόχρηστον ἧκε | ||
. ἐς πέδον ] εἰς τὴν γῆν . χέουσα ] ῥίψασα . ἔβαλλ ' ] ἐτίτρωσκεν . θυτήρων ] τῶν |
' οἴδμασιν ἀλλ ' ἐπὶ χέρσου λύετ ' ἀνερχομένῃ γαστρὸς μόγος , ὥριος ὠδίς : μίμνει δ ' ἤματα πάντα | ||
ἀγαθὸν ἐργάζεται . Τὰ εἰς ΟΓΟΣ διβράχεα βαρύνεται : λόγος μόγος ψόγος . Τὰ διὰ τοῦ ΑΓΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ καὶ |
καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴν , ἥτις καὶ δύναμίς ἐστι ζωτικὴ παρορμῶσα τὸ ζῷον εἰς ὃ καὶ πέφυκεν . θʹ Ἔγωγ | ||
καὶ τῷ μὴ συγχωρεῖν ἑτοίμως ἐπὶ τὸ μᾶλλον σπουδάζειν αὐτὸν παρορμῶσα , ἢ τὰς καθ ' ἑαυτῆς ἀπολύσασθαι βουλομένη διαβολὰς |
ἀντιάνειρα , τουτέστιν ἡ ἐξ ἐναντιώσεως τῶν ἀνδρῶν γινομένη , ἐστέρησέ σε τῆς πατρίδος τῆς σῆς τῆς Κνωσίας , ἀντὶ | ||
ἐπιφέρει : „ μὴ ἀντὶ θεοῦ ἐγώ εἰμι , ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας „ ; ὅτι δὲ ὁ γεννῶν |
λέκτρα μητρώιων γάμων ὁ πάντ ' ἀνατλὰς Οἰδίπους παθήματα ἐς ὄμμαθ ' αὑτοῦ δεινὸν ἐμβάλλει φόνον χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας | ||
” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι τετυμμένος |
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον | ||
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ |
ἀναφαίνεται , οἷος γέγονεν Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφός μου . Τὸ διαβούλιον τοῦ ἀγαθοῦ ἀνδρὸς οὐκ ἔστιν ἐν χειρὶ πλάνης πνεύματος | ||
, ὅτι ταῦτα ἀφιστᾷ νόμου Θεοῦ , καὶ τυφλοῖ τὸ διαβούλιον τῆς ψυχῆς , καὶ ὑπερηφανίαν ἐκδιδάσκει , καὶ οὐκ |
ἀλλ ' οὐκ ἐκ τῆς ἀκινήτου καὶ σταθερᾶς τῶν εἰδῶν ἐλλάμψεως ὑποδέχεται . ἀλλ ' οὐδὲ τῶν μερῶν ὅσα μὴ | ||
γίνεσθαι τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας καὶ τῆς θεόθεν κατιούσης εἰς αὐτὸν ἐλλάμψεως , οὕτω τῷ μὴ μένειν ἀεὶ ἐν τῇ ἀγνοίᾳ |
αὐχένος ἐμπλασθέντος , ὁ δὲ σπαδόνεσσιν ἀλύων δηθάκις ἐν γαίῃ σπαίρει μεμορυχμένος ἀφρῷ . τῷ μέν τ ' ἢ ὀπόεντας | ||
μὲν νήχεται , ἄλλοτε δ ' ἠρεμεῖ , καὶ ἄλλοτε σπαίρει , ἄλλοτε δὲ ταῖς πέτραις προσρήγνυται , ὁ δὲ |
, γῆ καὶ οὐρανός , ἡ μὲν ἀμβλίσκουσα καὶ τελειογονεῖν ἀδυνατοῦσα τοὺς καρπούς , ὁ δὲ μεταβεβηκὼς εἰς ἀγονίαν , | ||
. Ἐλάρη μήτηρ Τιτυοῦ , ὃν κύουσα ἐκ Διὸς καὶ ἀδυνατοῦσα γεννῆσαι διὰ τὸ μέγεθος τοῦ παιδὸς ἀπώλετο . . |
ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : τρύζει δ ' ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον , ὡς ἀπολεῖται , | ||
κατά . Κλάζει : ἀδυνατεῖ , ἠχεῖ , ἐξ ἀσθενείας τρύζει , τουτέστι τρύζει , τείνεται , ἢ ποτὲ μὲν |
τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν ἄκρων τοῦ Πηλίου παραλία βλέπουσα πρὸς ἕω καὶ πρὸς τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίας τὰ | ||
πρὸς ἕω καὶ τῷ Σι - κελικῷ κλυζομένη πελάγει , βλέπουσα πρὸς τὴν Πελοπόννησον καὶ τὸν ἐπὶ Κρήτης πόρον : |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
θεῶν βασίλεια : ὁ ἀλλά κεῖται ἀντὶ τοῦ δέ . ταραχθεῖσα τῇ ψυχῇ καὶ ὑπερζέουσα τῷ θυμῷ , οὐ τότε | ||
ἤδη παραπτομένην τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς ἐπὶ ταῖς ἀμυχαῖς ταραχθεῖσα κνήμη καὶ ἐκδοῦσα ἄλυπον καὶ ὅσην θέλομεν τὴν ἐπίδοσιν |
δῶχ ' υἱὸς ποινὴν Γανυμήδεος . ” τρωπῶσα τρέπουσα , μεταβάλλουσα τὴν φωνήν . τρώει τιτρώσκει . τρώκτης ἀποτρώγων , | ||
προβαίνουσα εὐτυχοίην ἀεί : ἄλλως : εὐχερῶς δὲ τὰ ἤθη μεταβάλλουσα τὸν ὀλίγον χρόνον , εὐτυχοίην τὸν βίον . τὸ |
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός | ||
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον |
δὲ κατάντης ἀπὸ κεφαλῆς , συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς | ||
. ὅτι δ ' ἡ ἀρχὴ φθειρομένη κυριωτάτη πρὸς τὴν σβέσιν , κἀκεῖθεν φανερόν . τὴν γὰρ πίτταν καιομένην τὸ |
λαιὰ κέκλιται ἀργήεσσα χιών ὥς . ἐκ δέ οἱ ὕδωρ ἀΐσσει μάλα πικρὸν ἀναπνεῦσαι πιέειν τε . Κεῖνο πολυστάφυλοι περιναιέται | ||
παρ ' ὀσφὺν κάτωθεν τῆς ἀρτηρίης , καὶ ἀπὸ ταύτης ἀΐσσει ἐς τὸ ἧπαρ ἡ μὲν ἐπὶ πύλας καὶ λοβὸν |
βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
δίκην , αἰσθητικῆς ἔκαμνε πεντάδος μέτρον : τῶν ὀμμάτων γὰρ κρουνὸς ἔρρει δακρύων , ὀσφρήσεως πῦρ , ἦχος ἐκ τῶν | ||
κλύω δ ' ἐπάρας κρᾶτα μυχθισμὸν νεκρῶν : θερμὸς δὲ κρουνὸς δεσπότου παρὰ σφαγῆς βάλλει με δυσθνήισκοντος αἵματος νέου . |
ξίφος ἐκ θανάτου πέφευγα βαρβάροις ἐν εὐμάρισιν κεδρωτὰ παστάδων ὑπὲρ τέραμνα Δωρικάς τε τριγλύφους , φροῦδα φροῦδα , Γᾶ Γᾶ | ||
ὀτοτοτοτοῖ . † λέλαμπεν Ἴλιος , Περγάμων τε πυρὶ καταίθεται τέραμνα καὶ πόλις ἄκρα τε τειχέων † . πτέρυγι δὲ |
: κατὰ λόγον ποδικόν , ὅταν ἐξ ἑνὸς εἰς ἕνα μεταβαίνῃ λόγον ἢ ὅταν ἐξ ἑνὸς εἰς πλείους ἢ ὅταν | ||
, ἵνα , ἐὰν πονηρῷ τις παροικισθῇ γείτονι , ῥᾳδίως μεταβαίνῃ . καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ ' αὐτοῦ ἐπὶ |
ὑγρὸν σμικρὸν ὁποῖον οὖρον , ὥστε δόξεις ἐν κύστει τὴν καρδίην ἀναστρέφεσθαι : γεγένηται δὲ τούτου ἕνεκα , ὅκως ἅλληται | ||
ζώσαντες πάντη τὰ στόματα , κτηδόνας ἐμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην . Οὗτοί μοι δοκέουσιν οἱ τόνοι τοῦ σπλάγχνου καὶ |
Ἄδωνιν θρηνοῦσα . καὶ σηλάζειν Ἀνακρέων ἐπὶ τοῦ θρηνεῖν . σαλεύει γὰρ , καὶ ταράττει τὴν διάνοιαν ἡ τοιαύτη ὀδύνη | ||
τὴν τρίαιναν , αἰχμὴν τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἧς σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . |
τῶν ἐν τῷ πλεύμονι , καὶ θερμασίην ἐπάγει ἐφ ' ἑωυτήν : ἢν δὲ ῥηγματίης ἔῃ ὁ τὴν νοῦσον ἔχων | ||
τὸ μὲν παχύτατον ἐμέει , τὸ δὲ λεπτότατον ἕλκει ἐς ἑωυτήν : οὐρέει δὲ καὶ ἐν ταύτῃ ὑπὸ τῶν αὐτῶν |
: φαύλως δ ' ηὕδομεν πεπτωκότες . κἀγὼ μελούσηι καρδίαι λήξας ὕπνου πώλοισι χόρτον , προσδοκῶν ἑωθινὴν ζεύξειν ἐς ἀλκήν | ||
καταψηφίζεται θάνατον ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ πρεσβυτάτου τῶν βασιλέως παίδων καὶ λήξας εἰς τὸν τῆς ἀφανεστάτης ἀλετρίδος . περὶ γὰρ μέσας |
ἄλλῳ βίῳ βιοὺς ἐτελεύτα , μὴ ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάρρος θαρρήσει . τὸ δὲ ἀποφαίνειν ὅτι ἰσχυρόν τί ἐστιν | ||
μεγαλόθυμος θυμοειδής , ἴτης , εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια |
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ; | ||
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς |
ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων . Ἡρὼ δ ' ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας παρθένος ἠματίη , νυχίη γυνή . ἀμφότεροι δὲ | ||
: τὸ δὲ νοερὸν περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί |
καταπηδήσας δέ τις ἀπὸ τοῦ ἵππου τῶν τοῦ Κύρου ὑπηρετῶν ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἵππον . ὡς δ ' | ||
χορεύειν . καὶ Σθένελος : οἶνος καὶ φρονέοντας εἰς ἀφροσύνας ἀναβάλλει . Φωκυλίδης δέ φησι : χρὴ δ ' ἐν |
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον | ||
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ |
οἰκειότης , σωφροσύνῃ θνητῇ κεκραμένη , θνητά τε καὶ φειδωλὰ οἰκονομοῦσα , ἀνελευθερίαν ὑπὸ πλήθους ἐπαινουμένην ὡς ἀρετὴν τῇ φίλῃ | ||
ὑπ ' ἄλλης τολμηθεῖσα , παλίνορτος καὶ ὕστερον ὁρμωμένη , οἰκονομοῦσα καὶ κατασκευάζουσα δολίως τὸν τοῦ ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , |
βίῳ ἥδιστα τοῦτο ποιῶν . [ Οὕτως ὁ τῆς βασκανίας ἐρεθισμὸς μανικοὺς καὶ ἐξεστηκότας ἀνθρώπους τοῖς ἤθεσι ποιεῖ . ] | ||
κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ ' οἶστρός ἐστι ζωΰφιον ἐμφυόμενον ταῖς |
σεμνόστομος ] κατ ' εἰρωνείαν ὁ λόγος . ἀντὶ τοῦ κενόδοξος καὶ οἰήσεως γέμων φρονήματος ] ἐπάρσεως πλέως ] πεπληρωμένος | ||
παραλλήλου . θ μέγας ] φοβερός . θ τύπος ] κενόδοξος . τύπος ] ἐπηρμένος . τύπος ] + μακρὸν |
μὴν οὐδ ' ἀρρεπῶς ἴσχει : οὐχ ἧττον γὰρ τῆς δυσαρεστήσεως καὶ αὐτὸ τὸ μὴ εὐαρεστεῖν πρός τε ὄλεθρον τοῦ | ||
ὑπολειφθεῖσα τῆς θαλάττης ἐπὶ τοῦ σώματος ἰκμὰς παχύνεται καὶ μετὰ δυσαρεστήσεως ἐνίσταται ταῖς γινομέναις διαπνοαῖς . τοὺς δ ' ἐν |
πλοιάρια τὰ ἐν τῷ λιμένι τὰ μὲν εἰς τὴν γῆν ἐξέπιπτε , τὰ δ ' ἀλλήλοις ἐνέπιπτε καὶ συνετρίβετο : | ||
εἰ μὲν οὖν ἅπας ὅστις εἰς γῆρας ἧκεν , οὗτος ἐξέπιπτε τοῦ φρονεῖν καὶ τῆς φύσεως οὗτος ἦν νόμος τὸν |
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν | ||
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ |
ηʹ , τῷ ιβʹ , ἔσται τὸ σύμπτωμα λαθραῖον καὶ κρύφιον καὶ πᾶσιν ἀδιάγνωστον . εἰ δὲ ἀποκεκλικὼς μὲν ᾖ | ||
τότε διὰ μελέων ὀξὺ βέλος πέπηγε μύσταις , ἀφανές , κρύφιον , δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων , πόδα , γόνυ |
. Λιμνόχαρις δ ' ὡς εἶδεν ἀπολλύμενον Πολύφωνον , Τρωγλοδύτην ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος τρῶσεν ἐπιφθὰς πέτρῳ μυλοειδέϊ : τὸν | ||
ἔσχατα μέρη τοῦ λαιμοῦ . ἐπιφέρει γοῦν ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος . . . . ἡ διπλῆ |
αὐχένα καὶ διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται καὶ ἀνδρὸς τούτου ἡμίθηρος , βούπρῳρα μὲν γὰρ αὐτῷ | ||
ἐπὶ τὴν οὐσίαν , τὸ δὲ νόημα δι ' αὐτοῦ ἵεται , ἐπιπλέκεται δὲ τὸ νόημα τῇ διανοίᾳ : ἐλθόντα |
τὴν ἀθλίαν ἐνέρων ] τῶν νεκρῶν περῶν ] ἐρχόμενος . ἀνιχνεύει καὶ πανταχῆ φοιτώσῃ παρίσταται καὶ πλανᾶσθαι ποιεῖ νῆστιν ἤγουν | ||
Κνωσίου εὐρίνοιο κυνὸς μένος , ὅστ ' ἐν ὄρεσσι θηρὸς ἀνιχνεύει σκολιὴν βάσιν ἐξερεείνων ῥινὸς ὑπ ' ἀγγελίῃ νημερτέϊ καί |
φῄς ; ἔχεις τι τῶν λελεγμένων δίχα ; ἄγγελλ ' ἰοῦσα , πρᾶσσε τἀπεσταλμένα . μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ | ||
ὑδροφορίας : καὶ σχεδόν που κατὰ μέσην τὴν ὁδόν ἐστιν ἰοῦσα ἐς τὴν Λέρναν . Οὐκοῦν ζεῦξον τὸ ἅρμα : |
ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀφαιρουμένης καὶ θολοειδῶς ἐκθρομβιαζομένης εἰς κοιλότητα : συρρεῖ γὰρ ὁ ὀπὸς εἰς αὐτὴν καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς | ||
καὶ ἀδυναμία παρέπεται καὶ συντήκεται τὰ σώματα κατὰ βραχύ : συρρεῖ γὰρ πρὸς τὴν μήτραν κατ ' ὀλίγον ἡ ἀπὸ |
κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα δύσβατος . ] ἰωὰ δὴ κατ ' ἄστυ . ἰωὰ δῆτα , ναὶ | ||
γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰωὰ ] † θρηνήματα οὐδετέρως ἐστί . κατ ' ἄστυ |
ἑταιρῶν ταύτην φησὶν ἐπονομάζεσθαι Φθειροπύλην , ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . Φαρμακός : Λυσίας ἐν τῷ κατ ' | ||
πέτρας καθεζομένη καὶ Ἐριφύλη παρ ' αὐτὴν [ ἐστιν ] ἑστῶσα , διὰ μὲν τοῦ χιτῶνος ἀνέχουσα ἄκρους παρὰ τὸν |
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ | ||
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ |
, καὶ μάλιστα ἤν τε τὸ πάθος ἀξιόλογον ᾖ καὶ καίριον τὸ πεπονθὸς μόριον , συμμεταβάλλει τε καὶ ἀλλοιοῖ καὶ | ||
ἀλλὰ πρῶτον μέν πῃ περὶ μέτρον καὶ τὸ μέτριον καὶ καίριον καὶ πάντα ὁπόσα χρὴ τοιαῦτα νομίζειν , τὴν † |
μεμνῆται δὲ τῶν ἡδέων ὧν γενομένων παύοιτ ' ἂν τῆς ἀλγηδόνος , πληρῶται δὲ μήπω : τί τότε ; φῶμεν | ||
ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος |
τῶν κυνῶν : “ ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα ἄνδρ ' ἀγνοιήσας ' ὑλάει . ” καὶ περὶ | ||
τὴν πρὸ τέλους ἔχουσαι διὰ τοῦ ω : οἷον , βεβῶσα : γεγῶσα : ἑστῶσα . Αἱ εἰς ως ἀπαθεῖς |
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα | ||
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ , |
! ! ! ! ! ] καί σευ τὸ ὤριον τέφρη κάψει . ! ! ! ! ! ] νον | ||
' ᾔσχυνε πρόσωπον : νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν ' ἀμφίζανε τέφρη . αὐτὸς δ ' ἐν κονίῃσι μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς |
καὶ Ἄρτεμιν ἐν Ἀστερίᾳ τῇ νήσῳ , ἀφίκετο εἰς Λυκίαν ἐπιφερομένη τοὺς παῖδας ἐπὶ τὰ λουτρὰ τοῦ Ξάνθου : καὶ | ||
Σαλαμὶς ἱκανή ἐστιν ἄνδρα μαχητήν : τίς ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ |
. ἦσαν δὲ πληγαί , καιρίαν δ ' εἰληφέναι δόξας καταπίπτει καὶ λιποψυχεῖν δοκῶν ἔκειτο μετὰ τῶν ἰχθύων . βοᾷ | ||
ἐπιτείνει τὸ κέρας , ἡ κεραία , καὶ ὑποχαλᾶται καὶ καταπίπτει . τέμνει : ἢ διαπερᾷ , διέρχεται ἡ ναῦς |
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ | ||
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α |
καὶ εἰκῆ γίνηται , ἀλλὰ μετ ' αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ | ||
. εἰσελθὼν γὰρ εὗρε περὶ τὸν Σωκράτην κάτω νεύοντας ἐπὶ συννοίας . ἀτὰρ τί ποτ ' : συγκεκυφότες γὰρ ἦσαν |
Μουσῶν κατοχή τε καὶ μανία λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχὴν ἐγείρουσα κἀναβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν | ||
τὰ αἰσθητὰ παρ ' ἄλλου ἐνιεμένη σείουσα καὶ ἐλαύνουσα καὶ ἐγείρουσα καὶ ὠθοῦσα τὰ μεταλαβόντα αὐτῆς , ὥστε μὴ εὕδειν |
ἐκ τῆς ἰδίας τάξεως εἰς ἑτέραν τάξιν , οἷον καρδία κραδία , δαρτά δρατά : καλεῖται δὲ τοῦτο καὶ ἐναλλαγὴ | ||
τραπός καὶ ἀτραπός καὶ κατὰ μετάθεσιν ἀταρπός , ὡς καρδία κραδία , ἐξ ἧς ὁδοῦ ἡ ὁδός , κατ ' |
τὰ θρυλλούμενα ἐν τῇ πόλει περὶ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς ἰδίας Φαίδρας , ἐλυπεῖτο πρὸς αὐτήν : καὶ ἀγανακτήσας κατὰ τοῦ | ||
τί δ ' ἔστι , Φαίδρα : περὶ τὴν τῆς Φαίδρας ἀγωνίαν καταγινόμενος ὁ χορὸς οὐκ ἐπαισθάνεται τῶν τοῦ Ἱππολύτου |
αὐτὸς ἑτέρους καταδουλούμενος . ὁ δὲ πλέων τὴν θάλατταν οὐκ ἄλην εἰκῇ διατίθεται : κινδυνεύει γὰρ ἤτοι γε ὁδοῦ χάριν | ||
ἀλιταίνω . ἢ ἀπὸ τῆς ἄλης : ὃς ἂν εἰς ἄλην ἀγάγῃ τῶν καταπονουμένων τὰ τέκνα . Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις |
αὐτῆς πᾶν πάθος εἰς τὰ ἐντός . ἰᾶται καὶ ὑστερικὴν πνίγα , ἐκβάλλει καὶ τὰ ἔμβρυα , ὠφελεῖ δὲ καὶ | ||
, ἀλλ ' ἐν τοῖσι στήθεσιν ἔχεται τὸ σιτίον καὶ πνίγα παρέχει . Τοῦτον τοῖσιν αὐτοῖσι θεραπεύων , οἷσι καὶ |
εἰς ω , ἐρρώγειν . ξύμκλιδες : σύμμαχοι παρείσακτοι . οὐτιδανὸν , μὴ δαμινόν : οὐδενὸς λόγου ἄξιον : ἐκ | ||
ξηρόν . οὐτιδανόν : οὐδαμινὸν , ἀχρεῖον , ἀνήδονον : οὐτιδανὸν ἀπὸ τοῦ οὔτι δάνος ἤτοι χαρὰν ἐμποιῶν . ἄχλοον |