καὶ προθυμεῖσθαι . μέμνηται καὶ Ὠρίων τούτων ἐν τῷ Περὶ ἐτυμολογιῶν . . . . . . πρόφρασσα : πρόφρασσα
λέγεται συγχέαντος τοῦ χρόνου τὴν ἀκρίβειαν καὶ παρέχει πολλοῖς ἀτόπων ἐτυμολογιῶν ἀφορμάς : ὡς δέ τινες ἱστοροῦσιν , ὧν ἐστι
5402108 θεμα
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας ,
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ
5383384 παρωνυμον
, παρὰ τὸ ἀΐσσω , ἀΐξω , ἀκτός . καὶ παρώνυμον ἀκτίς . ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν . Ἀκῶ , τὸ
φοινὸν δηλοῦν τὸ ἐρυθρόν , ἤγουν τὸ πυρρόν , γίνεται παρώνυμον φοῖνιξ : „ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἔην
5363994 ἀδελφειος
ἀφενειός , καὶ συγκοπῇ ἀφνειός , ὡς ἀδελφεός , καὶ ἀδελφειός . Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω
: καὶ μετὰ τοῦ ι , ζαχρειής : ὡς ἀδελφὸς ἀδελφειός . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Μονοσυλλάβων . Εἰρά
5358753 δελτα
ἰῶτα ἢ εἶ ἢ ἦτα μεταστρέφουσιν , ἀντὶ δὲ τοῦ δέλτα ζῆτα , ὡς δὴ μεγαλοπρεπέστερα ὄντα . Πῶς δή
τὸ γάμμα κινητικὸν ὂν αὐτοῦ , καὶ τῷ γάμμα τὸ δέλτα , καὶ μέχρι τοῦ ω . τοίνυν καὶ ἐπὶ
5349824 ἰωτα
, ἰσχνοὺς σπονδύλους ἔχοντας , σημεῖον ἐν τὸ στῆθος . ἰῶτα καὶ ἄλφα ψήφισον , ἰῶτα καὶ τὸ θῆτα ,
τοῦ σιλλαίνειν ὅ ἐστι λοιδορεῖν : γράφεται δὲ διὰ τοῦ ἰῶτα κεραοῖο : ὅτι οἱ ἀρχαῖοι κέρασιν ἐχρῶντο ἐν τῇ
5229993 ἀχνυμι
ἐν ὑπερβιβασμῷ τοῦ ν ἀχνύω . ἐκ δὲ τούτου παράγωγον ἄχνυμι , ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ
, ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , πήγω ,
5211258 καλουμενου
ῥυθμὸς συνέστηκεν ἔκ τε ἄρσεως καὶ θέσεως καὶ χρόνου τοῦ καλουμένου παρά τισι κενοῦ . διαφοραὶ δὲ αὐτοῦ αἵδε :
τὴν ἡσυχίαν ἦγε . τῶν δὲ Καλχηδονίων τειχοφυλακούντων ἀπὸ τοῦ καλουμένου Ἀφασίου λόφου , πεντεκαίδεκα στάδια τῆς πόλεως ἀπέχοντος ,
5184353 βαρυτονως
/ φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον
καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων
5173709 ἰθυφαλλικου
. . . περιττεύοντος μιᾷ συλλαβῇ καὶ ἰθυφαλλικοῦ μεμειωμένου τοῦ ἰθυφαλλικοῦ ἑνὶ τροχαίῳ . τὸ ζʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον .
, ὅπερ προέταξεν ἐπισυνθέτου , τοῦ ἐκ δακτυλικῆς τετραποδίας καὶ ἰθυφαλλικοῦ , τοῦδε Ἀκρίσιος τὸν νηὸν ἐδείματο : ταῦθ '
5078137 ἁλτος
οὖν ἐστιν ἅλς ἡ εὐθεῖα , ὤφειλεν εἶναι ἡ γενικὴ ἁλτός , ἵνα εὑρεθῇ διὰ δύο συμφώνων ἐκφερομένη : ἀλλ
εἶπεν ὁ τεχνικός εἰ οὖν ἐστιν ἅλς , ὤφειλεν εἶναι ἁλτός ἡ γενική : πόθεν γὰρ δῆλον ὅτι οὐκ εἶχε
5075449 ψιλουσθαι
τοῦτο γὰρ πέφυκε καὶ δασύνεσθαι , οἷον ῥάπτω , καὶ ψιλοῦσθαι , οἷον μέρος : οὐκ ἔχουσιν οὖν τὸ μάκαρς
ὑπεσταλμένου τοῦ ρ : τοῦτο γὰρ πέφυκε καὶ δασύνεσθαι καὶ ψιλοῦσθαι , δασύνεσθαι μέν , οἷον ῥαπίζω ῥήτωρ , ψιλοῦσθαι
5072557 ῥω
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων
5060337 οἰδησω
ἐξωγκωμένος : οἰδῶ γὰρ τὸ ὀγκοῦμαι . ᾠδήκαντι : οἰδῶ οἰδήσω ᾤδηκα . οἱ Δωριεῖς τὸ γʹ πρόσωπον τῶν πληθυντικῶν
εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . Οἶδμα . οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ .
5012141 πυρριχιου
ιγʹ ἀντισπαστικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον ἐξ ἐπιτρίτου πρώτου , διιάμβου καὶ πυρριχίου ἢ ἰάμβου διὰ τὴν ἀδιάφορον : τὸ μέντοι τῆς
. τὸ Ϛʹ καὶ Ϛʹ χοριαμβικὰ ἡμιόλια ἐκ χοριάμβου καὶ πυρριχίου , ἢ ἰάμβου διὰ τὴν ἀδιάφορον : εἰ δὲ
4997921 ἀγκυλοχειλου
ἀγκυλοχειλής ἀγκυλοχειλοῦς καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλους ὤφειλεν εἶναι , ἀλλὰ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου φαμέν , ὥστε ἄρα οὐκ ἐγένετο οὕτως , ἀλλ
εἰρηνάρχου , Ἄραξος Ἀράξης Ἀράξου : οὕτω καὶ ἀγκυλόχειλος ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου : τὰ δὲ ὀξύτονα εἰς ους , κυκλοτερός κυκλοτερής
4988954 πριζω
. . ἀπρίξ : ἀπρίξ : . . . ἔστι πρίζω πρίσω καὶ Δωρικῶς πρίξω καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐπίρρημα ἀπρίξ
κνίζω κνίσω καὶ κνίσσα , ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω
4980876 μετοχη
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ
4979743 κερω
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε .
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ
4965152 πλησσω
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην :
4959988 παρακειμενου
μετοχὴ τοῦ μέσου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου γίνεται ἀπὸ τοῦ μέσου παρακειμένου τοῦ τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ
καὶ τῆς Χαλκίτιδος νήσου . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Χάλκιδος τοῦ παρακειμένου ποταμοῦ , ὡς οἱ ἱστορικοὶ ἅπαντές φασι . Χαλκητόριον
4953709 τηκω
θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν
] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ
4946250 μυττωτος
κατ ' ὀλίγον ἀνατρίβειν , ἕως ἂν πάχος γένηται ὡς μυττωτός : ἔπειτα , ἐπειδὰν ξηρανθῇ , τρίψας λεῖον χρῆσθαι
σ εἰς ⌈ τὸ τ καὶ πλεονασμῷ ⌈ ἑτέρου τ μυττωτός , εἴγε καὶ ὁ Καλλίμαχός φησιν : ἵν '
4937950 σημαινοντος
. . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω
κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος .
4937858 καιω
στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ
μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν
4936713 κειρω
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα
4935340 Παλλαντος
φιλίαν , μήποθ ' ὁ Μίνως βοηθήσας τοῖς υἱοῖς τοῦ Πάλλαντος ἀφέληται τὴν ἀρχήν , ἐπεβούλευσε τῷ Ἀνδρόγεῳ . βαδίζοντος
ἐπ ' ἐμοῦ Ῥωμαῖοι ἔθυον . Ταύτην δὲ Ἀρκάδες μυθολογοῦσι Πάλλαντος εἶναι θυγατέρα τοῦ Λυκάονος : τιμὰς δὲ παρ '
4934397 ἐκλιθη
τὸ μὲν γὰρ εἷς ὡς ἀριθμὸς δασύνεται , εἰ δὲ ἐκλίθη διὰ τοῦ ντ , ἐψιλοῦτο ἂν ἡ γενικὴ τῷ
κράς , ὃ σημαίνει τὴν κεφαλήν , διὰ τοῦ τ ἐκλίθη , οἷον Α κρατὸς ἀπ ' ἀθανάτοιο : καὶ
4928632 ὀξυνομενου
ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις ὀξυνομένου : ἐκεῖνοι γὰρ ψαλτής λέγουσιν ἐν ὀξείᾳ τάσει :
παντός γενικῆς ὀξυνομένης τὸ πάντοθεν . ἢ ἐπιρρήματος τοῦ ἐκτός ὀξυνομένου τὸ ἔκτοθεν , ὅπου γε καὶ αἱ βαρυνόμεναι γενικαὶ
4922535 Ζευξιππου
Ἀγχιρρόης Ἀνδρόπομπος : Ἀνδροπόμπου δὲ καὶ Ἡνιόχης τῆς Ἁρμενίου τοῦ Ζευξίππου τοῦ Εὐμήλου τοῦ Ἀδμήτου Μέλανθος . οὗτος Ἡρακλειδῶν ἐπιόντων
βασιλεία ἤρξατο ἀπὸ πρώτου βασιλέως Αἰγιαλέως , ἕως κϚʹ βασιλέως Ζευξίππου , ἐπὶ ἔτη διαρκέσασα Ϡξζʹ . Μεθ ' οὓς
4918283 μετοχικον
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν .
4903314 Ἀλκιδικης
ἱστορίας κατὰ Φερεκύδην καὶ ἑτέρους ἔχει οὕτως : Σαλμωνέως καὶ Ἀλκιδίκης θυγάτηρ ὑπῆρχε Τυρὼ παρὰ Κρηθεῖ τρεφομένη τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ
. ἄμναμος δὲ καὶ ἀπόγονος Κρηθέως οὕτως Ἰάσων Σαλμωνέως καὶ Ἀλκιδίκης θυγάτηρ Τυρώ , Τυροῦς καὶ Ποσειδῶνος Πελίας καὶ Νηλεὺς
4902777 Ἀνδροπομπος
ἦν τοῦ Δαμασίχθονος Πτολεμαῖος , τοῦ δὲ Ξάνθος , ὃν Ἀνδρόπομπος μονομαχήσαντά οἱ δόλῳ καὶ οὐ σὺν τῷ δικαίῳ κτείνει
Βώρου δὲ καὶ Λυσιδίκης Πένθιλος : Πενθίλου δὲ καὶ Ἀγχιρρόης Ἀνδρόπομπος : Ἀνδροπόμπου δὲ καὶ Ἡνιόχης τῆς Ἁρμενίου τοῦ Ζευξίππου
4883171 δασυνεται
, τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν
, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε
4873900 παθητικος
Χ ἀεὶ ἐκφέρεται λέλεχα , πέπλεχα : ἔτι καὶ ὁ παθητικὸς παρακείμενος τῆς τοιαύτης συζυγίας διὰ τοῦ Γ καὶ Μ
, ὁ μέλλων ἕσω , ὁ παρακείμενος εἷκα , ὁ παθητικὸς εἷμαι καὶ ἡ μετοχὴ εἱμένος , οἷον : εἱμένος
4868840 κλιθεν
Φαέθων Φαέθοντος , Πυριφλεγέθων Πυριφλεγέθοντος . Τὸ μέντοι Φέρων Φέρωνος κλιθέν , ὡς παρὰ Μυρτίλῳ : Φέρωνος ἄρα ποῦ ἐστιν
Τελέσσωνος : σεσημείωται τὸ Ἰάσων Ἰάσονος διὰ τοῦ ο μικροῦ κλιθέν : τὸ Ὑψίζων Ὑψίζοντος , δηλοῖ δὲ ὄνομα ποταμοῦ
4866568 ταωνος
κλίνονται διὰ τοῦ ντ , οἷον Ποσειδῶνος καὶ Τυφῶνος καὶ ταῶνος . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ἰστέον δὲ ὅτι
τρυγόνα θαλασσίαν , καὶ ὑπὸ τὸν λίθον ἡ φωνὴ τοῦ ταῶνος ὥς ἐστι αιω . καὶ ῥίζιον τῆς βοτάνης ὑπόθες
4862244 φλεγω
βαρύτονα διὰ τοῦ ε γράφονται : οἷον , λέγω : φλέγω : στέγω : οἷς ὅμοιον τὸ ἀλέγω : ὀρέγω
παραγωγὴν τελέθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω , καὶ φλέγω φλεγέθω , καὶ θάλλω θαλέθω : ὃ τρέπει τὸ
4861450 Ἱππολοχου
δὲ τοὺς Καράνου τοῦ Μακεδόνος γάμους ἐμφανίζοντος . τῆς δὲ Ἱππολόχου ἐπιστολῆς ἐπιδραμοῦμαί σοι τινὰ διατριβῆς χάριν καὶ ψυχαγωγίας .
Βασιλέας δὲ ἐστήσαντο οἱ μὲν αὐτῶν Λυκίους ἀπὸ Γλαύκου τοῦ Ἱππολόχου γεγονότας , οἱ δὲ Καύκωνας Πυλίους ἀπὸ Κόδρου τοῦ
4859596 νιπτω
. τί δέ ; τὸν ὄνον οὐ θεραπεύω ; οὐ νίπτω αὐτοῦ τοὺς πόδας ; οὐ περικαθαίρω ; οὐκ οἶδας
μὲν γὰρ σωματικαὶ διαθέσεις αἱ τοιαῦται , τρίβω σε , νίπτω σε , ῥήσσω σε , ἕλκω σε , βιάζομαι
4856115 παιφασσω
τὸ φαίνω , οὗ παράγωγον φάσσω , διπλασιασμὸς παφάσσω καὶ παιφάσσω . Πραπίδες . φρῶ ἐστὶ ῥῆμα κατὰ συναλοιφὴν γενόμενον
παίτητα : Ῥωμαίων ἴσθι ἡ λέξις : γνώρισμα αἰτήσεως . παιφάσσω : τὸ ὁρμῶ . παιωνίσας : εὐξάμενος καὶ τοῖς
4854650 Αἰολικως
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ
4852276 Ἐρασμονιδη
ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως . Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων . ὃς οὐκ ἔδωκ ' αἰτοῦντι
ἰαμβοποιὸν Ἀρχίλοχον . Κρατῖνος δὲ ὅταν λέγῃ ἐν τοῖς Ἀρχιλόχοις Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων , τοῦτο τὸ μέτρον ἀγνοεῖ ὅτι
4851814 ἀνιαζω
, καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός
νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ παθητικὸς
4850335 κοπτω
ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ '
. ῥῆμα ἐστὶ δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω , ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος : οὗ ὁ
4849852 ἀναλογωτερον
πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ
, ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν
4849273 συστελλουσι
ἐπ ' ἴσης ἐκτείνουσι τοῦ προκειμένου ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι
, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης . τοῦ δὲ ὀνόματος αὐτῶν ἔνιοι συστέλλουσι τὴν μέσην συλλαβήν , ὡς Ἀρχίλοχος : πτώσσουσαν ὥστε
4831954 κνηθω
ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως
τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον
4831192 πλεονασμῳ
τὰ ἄχυρα λικμώμενα ἐπιφέρονται , οἱονεὶ ἀχυριαί τινες οὖσαι , πλεονασμῷ τοῦ μ ἀχυρμιαί , . , . . ,
. : δάπτομαι : Καὶ κατὰ ἀναδιπλασμὸν δαδάπτομαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ δαρδάπτομαι . : Κέαρ παρὰ τὸ κεκρᾶσθαι
4825870 ὀξυτονως
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί ,
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον
4819344 ἀλω
οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου
ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς
4819302 ὠνομασθη
” λαοὶ δ ' ὑπ ' ὀλίζονες ἦσαν „ . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ τοῦ μικρὰ εἶναι . Θεσσαλοὶ γάρ ,
δόξαν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ . διὸ καὶ τούτοις ὁμιλῶν καὶ συνδιατρίβων ὠνομάσθη μὲν εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν καὶ τὸ πρωτεῖον τῆς
4815515 παραγωγος
ἐπεὶ καὶ ἡ τοῦ κτητικοῦ ἔλλειψις εὔλογος , εἴγε πᾶσα παράγωγος ἀντωνυμία ἀπὸ ὀρθοτονουμένης πρωτοτύπου σχηματίζεται , ὡς ἐν τοῖς
δίκη ἣν οἱ θεοὶ δικάζουσιν . . ΤΥΝΗ . Δωρικὴ παράγωγος ἀντωνυμία : οὗτοι γὰρ τὸ τύνη , ἀντὶ τοῦ
4807895 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
4804961 παραγωγον
. Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ
ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων
4804479 Καϊκε
τόνδε τὸν τρόπον . τίθημι καθαρὸν ἰαμβικὸν τόδε : ἰὼ Κάϊκε Μύσιαί τ ' ἐπιρροαί . τούτου ἐὰν ἀφέληις τὴν
προσθείην καὶ βραχεῖαν , γίνεται ἰαμβικόν : σὺ νῦν ἰὼ Κάϊκε Μύσιαί τ ' ἐπιρροαί . . . . .
4797729 ἀχνυω
, ἑννύω , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι ,
καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι , καὶ ἄχνυμαι . συγκοπῇ καὶ
4792834 ἀρσενικου
καῦσον καὶ σβέσον οἴνῳ . Χάρτου κεκαυμένου # Ϛ , ἀρσενικοῦ , σανδαράκης , τιτάνου ἀνὰ ⋖ δ . εἰ
χαλκοῦ καὶ μίλτου : ὄρη τε εἶναι δύο τὸ μὲν ἀρσενικοῦ τὸ δὲ ἁλός . ἔχει δέ τινα καὶ ἔρημον
4792624 ἠλακατη
ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ
βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε
4785561 ἐδω
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω ,
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ
4776244 Ἀρισταρχειος
ἐφ ' ὃ φέρεται ἡ κτῆσις προσώπου : τὸ γὰρ Ἀριστάρχειος καὶ ἐμός ἄγνωστα κατὰ τὴν κτῆσιν . πῶς οὖν
Ἀγαμέμνων συνθέτου Ἀγαμεμνόνειος παρασύνθετον , καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀρίσταρχος συνθέτου Ἀριστάρχειος παρασύνθετον : ἀπὸ γὰρ τοῦ ἄριστος καὶ τοῦ ἄρχω
4775806 κερσω
Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , .
παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος :
4773918 Ἀρκαδος
ἡ ἐπίκλησις τῷ θεῷ τοῦ κλήρου τῶν παίδων ἕνεκα τῶν Ἀρκάδος . ἄγουσι δὲ ἑορτὴν αὐτόθι Τεγεᾶται κατὰ ἔτος :
Λυκάονος καὶ Ἀρκὰς ὁ ἐπώνυμος τῆς γῆς καὶ οἱ τοῦ Ἀρκάδος παῖδες Ἔλατος καὶ Ἀφείδας καὶ Ἀζάν , ἐπὶ δὲ
4771638 Ἀττικου
διὰ ὕδατος ἕως εἰς τρίτον καταστῇ μέρος , μετὰ μέλιτος Ἀττικοῦ δὸς πιεῖν . ἄλλο . ἱερὰν ῥίζαν λεπτὴν κόψας
. Καὶ τοῦτο δὲ κάλλιϲτον : Μελαντηρίαϲ ϲκυτοτομικῆϲ , μέλιτοϲ Ἀττικοῦ , χυλοῦ τήλεωϲ ἴϲον : ἕψε , ἄχρι μέλιτοϲ
4770549 ὀρυσσω
ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός
παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ
4763176 παθητικου
ἀπορήσομεν : ἡ γὰρ τοῦ δυνάμει ποιητικοῦ καὶ τοῦ δυνάμει παθητικοῦ πρὸς ἄλληλα ἐντελέχεια κίνησίς ἐστιν . ἁρμόσει δὲ καὶ
ἀλλὰ τὸν θηλαζόμενον χοῖρον : ἐνεργητικὸν γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . Βίβλινον οἶνον τὸν Θρᾳκικὸν ἀπὸ τόπου Θρᾴκης ἔχοντος
4758294 φθειρω
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω ,
4736455 δισυλλαβου
τοὐναντίον γὰρ τὸ Λᾶς τὸ μονοσύλλαβον ἀπὸ τοῦ Λάας τοῦ δισυλλάβου γέγονε κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα εἰς ἓν α
, σέθεν ἕθεν . δῆλον οὖν ὡς τῆς μὲν σαυτόν δισυλλάβου ἀκόλουθον δισύλλαβον τὸ αὑτόν , τῆς δὲ σεαυτόν τρισυλλάβου
4735806 βω
καὶ ἄβροτος , ἡ βρῶσις . Βορά , παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω , οὗ μέλλων βώσω , ἀφ '
. παρὰ τὸ πλέκω πλοχμός . Πρόμος . παρὰ τὸ βῶ , πρόβος , καὶ πρόμος . οἷον παρὰ τὸ
4728125 Ἀλθαιας
Πορθέως τοῦ Ἄρεως ἐβασίλευσεν ἐν Καλυδῶνι καὶ ἐγένοντο αὐτῷ ἐξ Ἀλθαίας τῆς Θεστίου Μελέαγρος , Φηρεύς , Ἀγέλεως , Τοξεύς
τροχίσκων ἀδήκτως ξηραινόντων μᾶλλον ἤπερ διὰ τῶν λεπτυνόντων θεραπεῦσαι . Ἀλθαίας σπέρματος . . . . . οὐγ . ʹʹ
4725253 σπερω
ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα
κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ :
4720316 θηλυκου
γὰρ φόβους καὶ αἰφνιδίων πραγμάτων ταραχὰς καὶ ζημίας καὶ πένθη θηλυκοῦ προσώπου , ἀκαταστατήσει δὲ καὶ ἀσθενήσει καὶ αἱμαγμοὺς καὶ
γυναικείας πράξεως προβιβάζει , ποιεῖ δὲ καὶ ἐπιτρόπους γυναικῶν ἢ θηλυκοῦ ἱεροῦ προεστῶτας , ἐξ ὧν καὶ χάριτας ἕξουσι καὶ
4712620 ὑποκοριστικον
μείλιον τρύβλιον . τὸ δὲ θηρίον ἔχει τὸ Η καὶ ὑποκοριστικόν ἐστιν . ἔτι τὸ βιβλίον καὶ σμιλίον . Τὰ
καθὼς καλαμίσκος καὶ πυργίσκος , ἀγνοοῦντες ὅτι , εἰ ἦν ὑποκοριστικόν , ἔδει διὰ τοῦ κ ἐκφέρεσθαι . τὸ δὲ
4708859 αὐτοχθονος
Ἄφιδνα , δῆμος Ἀττικῆς καὶ Λεοντίδος φυλῆς , ἀπὸ Ἀφίδνου αὐτόχθονος . ὁ δημότης Ἀφιδναῖος ὡς Πυδναῖος . τὰ τοπικὰ
δὲ καὶ Σπάρτης τῆς Εὐρώτα , ὃς ἦν ἀπὸ Λέλεγος αὐτόχθονος καὶ νύμφης νηίδος Κλεοχαρείας , Ἀμύκλας καὶ Εὐρυδίκη ,
4707857 Ἀμφικτυονος
γενικῇ , οἷον περικτιών περικτιόνος , ἀλεκτρυών ἀλεκτρυόνος , Ἀμφικτυών Ἀμφικτυόνος : τὸ Κνακιών ὀξύτονόν ἐστι καὶ εἰς ων καθαρὸν
. συνήγετο δὲ ἐν Θερμοπύλαις . ὠνομάσθη δὲ ἤτοι ἀπὸ Ἀμφικτυόνος τοῦ Δευκαλίωνος , ὅτι αὐτὸς συνήγαγε τὰ ἔθνη βασιλεύων
4706588 ῥηματικα
προείρηται δὲ ἡμῖν τὰ τῆς προσῳδίας ὡς τὰ εἰς της ῥηματικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει ,
γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει
4704628 ἱημι
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς ,
4702175 κεραμεως
, μετ ' οὐ πολὺ παρεγένετο καὶ πρὸς τὴν τοῦ κεραμέως καὶ ὡσαύτως ἐπυνθάνετο , πῶς ἔχοι . τῆς δὲ
. , , . ἄγαμαι : ἄγαμαι τούτου , ἄγαμαι κεραμέως . Εὔπολις καὶ Ἀριστοφάνης . , . . ,
4699448 κνω
μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν
, ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ
4698272 μετεκληθη
, ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Χρυσορρόας μετωνομάσθη . Πακτωλὸς δὲ μετεκλήθη διὰ τήνδε τὴν περίστασιν . Πακτωλὸς , οειολιος *
, καθά φησι Πυθαίνετος ἐν τῷ αʹ Αἰγινητῶν Αἴγινα δὲ μετεκλήθη , ὡς πάντες φασίν , ἀπὸ Αἰγίνης τῆς Ἀσωποῦ
4698214 ἐπιθετως
τὴν Δύμην εἰπόντος , οἱ μὲν ἐδέξαντο ἀπὸ τῶν Καυκώνων ἐπιθέτως εἰρῆσθαι αὐτὸ μέχρι δεῦρο καθηκόντων , καθάπερ ἐπάνω προείπομεν
λέγων ῥητῶς τὰ ῥητὰ καὶ σιγῶν τὰ λίαν ἐκφανῆ ἢ ἐπιθέτως λέγων . Θαυμάζειν δὲ δεῖ τῶν Αἰγυπτίων καὶ Σύρων
4694902 τρηρος
τακερός . τῶν δὲ δύο εε συνελθόντων εἰς η , τρηρὸς ἐγένετο , ὁ δειλὸς , οὗ παρώνυμον τρήρων .
τήκω τακερός : τῶν δὲ δύο εε συνελθόντων εἰς η τρηρὸς ἐγένετο , ὁ δειλός , οὗ παρώνυμον τρήρων .
4693127 παρακειμενος
, τετύπατε , τετύπασι . Ἑνικά . Ἐτετύφειν : πᾶς παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ειν ὑπερσυντέλικον ποιεῖ : εἰ
ἐντεταλμένον : καὶ προστεταγμένον , ἀπὸ τοῦ ἐφίημι : ὁ παρακείμενος ἐφῆκα : ὁ παθητικὸς ἐφέεμαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ
4687654 θηλυκον
? ! ! ! ! γένη τρία , ἀρσενικόν , θηλυκόν ? [ ] ? , [ οὐδέτερον ] .
ἀρσενικόν ἐστιν , οἷον ὁ Ζεῦξις , τὸ δὲ προσηγορικὸν θηλυκόν ἐστιν , οἷον ἡ ζεῦξις : ἐπειδὴ οὖν διήλλαξε
4685351 ἐκληθη
ὁ τῇ βάσει λειπόμενος σκάζειν λέγεται . ὕστερον δ ' ἐκλήθη κατ ' εὐφημισμὸν ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος . Σκαιῇσι πύλῃσι
ἀπὸ Μουνύχου τινὸς βασιλέως τοῦ Παντακλέους . . . : ἐκλήθη δὲ Μουνυχία , ὥς φησιν ὁ Διόδωρος παραφέρων τὰ
4682961 ξυω
οὕτω Φιλόξενος . . , : ξυρόν : παρὰ τὸ ξύω ξυρόν . . . . . ὀβολός , ,
παρὰ τὸ κνάπτω , ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ ξύω . ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκίδα .
4680347 Ἀγχισης
ἐν Ἴδῃ , Αἰνείας δὲ καὶ Ἀσκάνιος ὁ υἱὸς καὶ Ἀγχίσης ὁ πατὴρ αὐτοῦ , ἀλλὰ καὶ ἄλλοι τινὲς παῖδες
τῆς Σιμόεντος Κάπυς , τοῦ δὲ καὶ Θεμίστης τῆς Ἴλου Ἀγχίσης , ᾧ δι ' ἐρωτικὴν ἐπιθυμίαν Ἀφροδίτη συνελθοῦσα Αἰνείαν
4678010 ἀρσενικον
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν
4677385 γενεαλογουσι
Ἑλλάνικος : εἰσὶ δὲ οἳ Λευκάστου καὶ Ἴδης τῆς Κορύβαντος γενεαλογοῦσι μετὰ καὶ Μίνωος καὶ Ῥαδαμάνθυος , καθάπερ Σωκράτης ἐν
Ἑλλάνικος . εἰσὶ δὲ οἳ Λυκάστου καὶ Ἴδης τῆς Κορύβαντος γενεαλογοῦσι μετὰ καὶ Μίνωος καὶ Ῥαδαμάνθυος καθάπερ Σωκράτης ἐν τοῖς
4675269 τιω
τιμωρίαν ὑπομεῖναι , καὶ γεννηθέντα ὀνομασθῆναι Τισαμενόν : ἐκ τοῦ τίω , τὸ τιμωρῶ : ὁ ἐν μεγάλῃ τιμωρίᾳ γεννηθείς
εἵλετο μητίετα Ζεύς . ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα , τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ . οὐδ ' εἴ
4675023 Θοας
ἀπὸ Ἀχελῴου ἐλθόντος ἐκ Θετταλίας μετὰ Ἀλκμαίωνος . ἐκαλεῖτο δὲ Θόας ὁ ποταμός . τὸ ἐθνικὸν Ἀχελῷος ὁμοφώνως , καὶ
παρ ' ἱστορίαν λέγειν : οὐ γὰρ ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ Θόας ὁ πατὴρ Ὑψιπύλης , ἀλλ ' αὐτὴ μὴ ἀνελοῦσα
4673539 διφορειται
οὗ καὶ τὸ ἴημι : μνίω τὸ ἐσθίω : τίω διφορεῖται περὶ τόνον οὐ περὶ γραφήν : λίω καὶ αὐτὸ
σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενον : τὸ γὰρ κοινὸς διφορεῖται : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς πόλεως βαρύνεται καὶ διὰ
4671590 ἀληθω
ἀποβολῇ τοῦ ν καίω καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ
ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος
4656762 λαβδα
η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα θηλυκὰ ἕτερον αἰτεῖ λάβδα , Σκύλλα , Τελέσιλλα : ὅσα δ ' ἐπιπλοκὴν
. τὸν ἀπὸ Ἰωνίας : Ὡς μαλακῶν ἐκείνων ὄντων . λάβδα : Λαικάζουσιν οἱ Λέσβιοι ἀπὸ τοῦ ἄρχοντος στοιχείου .
4653992 φοιτω
ἀφ ' οὗ : † ἀλεύατο , ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω , κατὰ ὑπερβιβασμὸν λιάζω . . . .
ὅπερ ἀπὸ τοῦ προϊῶ . φρῶ οὖν φράζω , ὡς φοιτῶ φοιτάζω , βῶ βάζω , οὕτως καὶ φράζω :
4653146 ἁδω
θυμῷ : ὡς κλῶ κλάνω , φθῶ φθάνω , οὕτως ἁδῶ ἁνδάνω . ἀφαδία οὖν ἡ ἀφανδάνουσα . καὶ ἀφάδιος
ἐν τῇ φλυαρίᾳ εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο
4643485 Πυρρας
Δευκαλίωνος μὲν καὶ Πύρρας , ὡς δέ τινες Διὸς καὶ Πύρρας , Ἕλλην : Ἕλληνος δὲ καὶ Ὀθρηίδος Ξοῦθος Αἴολος
λάρνακα , καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος , εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη . Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ ' οὐρανοῦ
4643347 Θεστιον
? ? ⌋ , τούτου [ ] ⌊ δὲ ⌋ Θέστιον ? ? , [ Θεστίου ] δὲ Ἀκοόν ,
τοῦ δὲ Κεῖσον , τοῦ δὲ Μάρωνα , τοῦ δὲ Θέστιον , τοῦ δὲ Ἀκοὸν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν ,
4637506 μυ
ἔχρησεν . Ἡμῖν δ ' οὐ παραλειπτέον τὰ περὶ Ἄτλαντος μυ - θολογούμενα καὶ τὰ περὶ τοῦ γένους τῶν Ἑσπερίδων
, με : εἰ δὲ τὸ υ , μύϲτρον , μυ : εἰ δὲ τὸ ο , μόδιον , μο
4637060 ὀξυνουσιν
τοῦ ἔπειτα γεγονὸς , καὶ τὸ εἰὲν , ὅ τινες ὀξύνουσιν : καὶ τὸ αἰὲν ὁμότονον καὶ ὁμόσημον τὸ αἰεί
καὶ τὸ ὑδρορρόη οἱ παλαιοὶ ἐβάρυναν , οἱ δὲ μεταγενέστεροι ὀξύνουσιν οὐχ ὑγιῶς . Τὰ εἰς Η θηλυκὰ προσηγορικὰ ἀπὸ
4633076 Τυρω
δὲ καὶ ἀπόγονος Κρηθέως οὕτως Ἰάσων Σαλμωνέως καὶ Ἀλκιδίκης θυγάτηρ Τυρώ , Τυροῦς καὶ Ποσειδῶνος Πελίας καὶ Νηλεὺς - Τυροῦς
' εἰς τὸν Ἀλφειόν . τούτου δ ' ἐρασθῆναι τὴν Τυρώ φασιν „ ἣ ποταμοῦ ” ἠράσσατ ' Ἐνιπῆος θείοιο

Back