οἱ ἄλλοι , ἀλλ ' ὡς ἤρξατο μὲν Ἀντισθένης , ἐτελείωσε δὲ Διογένης . εἰ δὲ δύσκολον τὸ ὧδε φιλοσοφεῖν
τοῦ λογικοῦ ἐφοδιασθεὶς εἰς τὴν εὕρεσιν τῆς μεθοδικῆς αἱρέσεως . ἐτελείωσε δὲ αὐτὴν Θεσσαλὸς ὁ Τραλλιανός . οἱ δὲ μετὰ
6096477 ξυγγενομενος
ἐρομένου ” νὴ Δί ' ” εἶπεν „ ἤν γε ξυγγενόμενος μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „
γὰρ οὐκ ἂν διακρίναιμι αὐτούς . Ὁ μὲν χθὲς ἡμῖν ξυγγενόμενος ἐκεῖνος Κάστωρ ἦν , οὗτος δὲ Πολυδεύκης . Πῶς
6043442 κατευγματα
] κάρτα δὲ καὶ λίαν ἀληθῆ ἐπέκρανε καὶ ἐπλήρωσε τὰ κατεύγματα τοῦ πατρὸς Οἰδίποδος ἡ σεβασμία καὶ τιμία Ἐρινὺς ἐκείνου
: νῦν δ ' ἔτι ζεῖ . ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα : ἄγαν δ ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις ,
5974578 Καληνος
δὲ αὐτὸν ὑποδέξασθαι τῶν γνωρίμων καὶ διεριζόντων ἐς ἀλλήλους , Καληνὸς ἐξενίκησε καὶ εἶχεν ἐν ἐπαύλει , ἔνθα Ἀντώνιος ,
δὲ ὅμως ἔτι αὐτοῦ καὶ τὸ εὐπρεπὲς περιορωμένου , ὁ Καληνὸς ἐτελεύτησε : καὶ ὁ Καῖσαρ , ὡς ἐς ἀμφότερα
5963511 Παραπαμισαδαις
ἢ ἐν τῇδε τῇ χώρᾳ πραχθὲν ἢ ἔτι ἔμπροσθεν ἐν Παραπαμισάδαις , ὡς μετεξέτεροι ἀνέγραψαν . ἰέναι μὲν τὴν στρατιὰν
Ῥωξάνης πατρί : τῆς δὲ Ἰνδῶν γῆς τὰ μὲν ξύνορα Παραπαμισάδαις Πίθωνι τῶι Ἀγήνορος : τὰς δὲ ἐχομένας ξατραπείας ,
5956243 μαρτυρησω
[ τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω : ] τοῦτο αὐτὸ μαρτυρήσω τὸ προδεδηλωμένον , ὅτι εἰς πάντα ὁ Ἀγησίας παραπλήσιος
ἤγουν τοῦτον τὸν ἔπαινον ἀληθῶς αὐτῷ , τῷ Ἀγησίᾳ , μαρτυρήσω . αἱ γλυκύφωνοι δὲ ᾠδαὶ ἐπ ' ἐμοὶ τοῦτο
5946224 Φιντιας
Τυνδαρίων ἐν Ταυρομενίῳ , καὶ ἕτεροι τῶν ἐλαττόνων πόλεων . Φιντίας δὲ καὶ Ἱκέτας πρὸς ἀλλήλους πόλεμον ἐνστησάμενοι παρετάξαντο περὶ
Εὐθυκλῆς , Ὄψιμος , Κάλαϊς , Σελινούντιος Συρακούσιοι Λεπτίνης , Φιντίας , Δάμων Σάμιοι Μέλισσος , Λάκων , Ἄρχιππος ,
5944939 Ὑβρει
πρὸς ἀρετὴν ἐξειργασμένον , ἵνα αὖθις ὁ Πλοῦτος παραλαβὼν αὐτὸν Ὕβρει καὶ Τύφῳ ἐγχειρίσας ὅμοιον τῷ πάλαι μαλθακὸν καὶ ἀγεννῆ
, τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Ἀναξανδρίδης δὲ ἐν Ὕβρει : οὔκουν λαβὼν τὸν φανὸν ἅψεις μοι λύχνον ;
5937050 ὑβριστῃ
. Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ : συντεύξομαι περιέργῳ , ἀχαρίστῳ , ὑβριστῇ , δολερῷ , βασκάνῳ , ἀκοινωνήτῳ : πάντα ταῦτα
ἐξέκλινας ψαῦσιν ; ἀπέκλεισε καὶ οὗτος τὰς τῆς ψυχῆς πύλας ὑβριστῇ χρυσῷ καὶ δικαιοσύνην ἐλέγχοντι : ἔγνω γὰρ ὡς οὐ
5932923 αὐτουργον
νόῳ τὸν εὐεργέτην ἀντιάσαι . . . . . . αὐτουργόν τινα τὸν Κάρρωτον γενόμενον ἡνιοχῆσαι τὸ ἅρμα , διὰ
τρίτον δὲ αὖ κάπηλον τῶν αὐτῶν τούτων , τέταρτον δὲ αὐτουργόν τε καὶ αὐτοπώλην , πέμπτον δὲ ἀγωνιστὴν περὶ λόγους
5888489 ἀστῳ
δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ σύνοικος Θρῃκίας Ἀνθηδόνος ἔσται . παρ ' ἄλλου δ
τῇ πόλει . Καὶ πολύ γε . Τί φῄς ; ἀστῷ ἢ ξένῳ ; Ξένῳ . Ποδαπῷ ; Ἀβδηρίτῃ .
5860798 φορηναι
ἀγάλματα ῥάμνῳ . θρέμματά τε νέποδάς τε καλὸν φυτόν ἐστι φορῆναι πρός τε πόνον κεφαλῆς καὶ δαίμονας ἠδ ' ἐπιπομπάς
ἐνὶ μεγάροισιν ἐγήρα , δῶκε δ ' Ἐρευθαλίωνι φίλῳ θεράποντι φορῆναι . ἐγήρα : ὅτι ἀντὶ τοῦ ἐγήρασε τὸν παρατατικὸν
5835711 Κυνικην
οὐδενὸς ἥσσονα εἶναι [ καταδεέστερος δὲ ] , ὃς τὴν Κυνικὴν εἰς τὸν βίον παρήγαγεν . οὗ Διογένης γέγονε ζηλωτὴς
, συνῆν καὶ συνεπαιδεύετο , αὐτὸς μὲν τὴν ἄσκησιν τὴν Κυνικὴν ἀσκούμενος ὑπὸ τῷ Ῥοδίῳ ἐκείνῳ σοφιστῇ , ὁ δὲ
5834992 στιγματιας
τῆς πόλεως ἐξίοι . ὅμως μέντοι ὅ γε Δελφίων καὶ στιγματίας τις μετ ' αὐτοῦ , ὃς πολλὰ ὑφείλετο ὅπλα
ἐγένετο γνώμῃ δικαστηρίου ἐρήμην καταδικασθεὶς καὶ ὡς ἠνεχυράσθη οἰκέτης αὐτοῦ στιγματίας , καὶ πολλὰ ἄλλα κατειπὼν αὐτοῦ ἐπιλέγει ταῦτα :
5807729 οαʹ
τοῦ Πειραιῶς , ἡ θεὸς δὲ οὐδὲ Σούνιον ἔχει . οαʹ . Ἴωσιν . Ἕλληνες οἴεσθε δεῖν ὀνομάζεσθαι διὰ τὰ
ὃν οὐδὲ πατέρες οὐδὲ συγγενεῖς συγκρινόμενοι τὸ τυχόν εἰσιν . οαʹ Ὅταν δὲ χρονίζῃ Τὸ τοῦ ἀντέρωτος λοιπὸν λέγει :
5792985 ἀνθρωπινωτερον
καὶ τἄλλα πάντα , καὶ οὐδὲν ἕτερον ἑτέρου θειότερον οὐδὲ ἀνθρωπινώτερον , ἀλλὰ πάν - τα ὅμοια καὶ πάντα θεῖα
σὲ ἐξευρεῖν : ὁ δὲ Σκαμάνδριός τε καὶ ὁ Ἀστυάναξ ἀνθρωπινώτερον διασκέψασθαι , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , καὶ ῥᾷον ,
5786111 συμβεβηκει
καὶ ] λέγε μοι θαρρῶν ? ? , τί σοι συμβεβήκει ? : τῇ γὰρ Μακεδόνων [ ] εὐψυχείᾳ πρέπον
χημα εὐτυχήματος τῇ βασιλίδι καθίστατο γράμμασι τῆς ἰδίας χειρὸς ἃ συμβεβήκει τούτῳ σημειωσάμενος . Θόρυβος οὖν καὶ συνδρομὴ εὐθὺς περὶ
5785147 ἐπαριστερ
Κύνουλκε ; ὡς σκαιὸς εἶ κἄγροικος αἰσχροεπῶν : ἔα , ἐπαρίστερ ' ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶσσαν φορεῖς , κατὰ
ἐγώ , οἵῳ μ ' ὁ δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν . ἐπαρίστερ ' ἔμαθες , ὦ πόνηρε , γράμματα : ἀνέστροφέν
5781124 ἐφιλοτιμηθη
ὁμιλίας ἐκτενῶς ἅπαντας παρελάμβανε , φιλίαν κατασκευάζων πρὸς ἕκαστον . ἐφιλοτιμήθη δὲ καὶ τὸν βασιλέα κατ ' ὄψιν ἰδεῖν καὶ
. . . . Ἀθήνησι δέ τις ἑστιῶν πρέσβεις βασιλικοὺς ἐφιλοτιμήθη σπουδάζουσιν αὐτοῖς συναγαγεῖν εἰς ταὐτὸ τοὺς φιλοσόφους : χρωμένων
5773983 περιποθητον
γὰρ οὐ δίδωσι τρυφῆς ἐξουσίαν ἡ Τύχη , τούτοις εἴωθε περιπόθητον γίνεσθαι τὸ τρυφᾶν . πολλοὶ γοῦν ἐξὸν μὲν αὐτοῖς
ὠδίνουσάν τε καὶ τεκοῦσαν ἰδεῖν . ἦν οὖν οὐκ ἀπεικότως περιπόθητον αὐτῷ τὸ παιδίον ὡς ἄρρεν , ὡς μόνον ,
5771616 τηλικῳδε
Πολὺ ἔργον , φάναι , ὦ Σώκρατες , προστάττεις ὡς τηλικῷδε . Ἀλλὰ σύ , εἰπεῖν τὸν Σωκράτη , Ζήνων
οὐ κολακεύσων οὐδὲ θωπεύσων . οὐ γὰρ ἂν πρέποι ἀνδρὶ τηλικῷδε καὶ ὁμιλήσαντι ἤδη πρὸς τοσούτους αὐτοκράτορας νέους τε καὶ
5739018 σεβομαι
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι
5738962 ἐγγυαται
ἐτρανοῦτο , ὡς ὁρᾶν αὐτὰ μᾶλλον ἢ ἀκούειν δοκεῖν . ἐγγυᾶται δέ μου τὸν λόγον ὁ νόμος , ἐν ᾧ
: . . Ἰάσων εἰς Κόρινθον ἐλθὼν ἐπαγόμενος καὶ Μήδειαν ἐγγυᾶται καὶ τὴν τοῦ Κρέοντος τοῦ Κορινθίων βασιλέως θυγατέρα Γλαύκην
5734576 σοφωι
: σκαιὸς γὰρ ἁνήρ . τοῖς σοφοῖς δ ' εὐκτὸν σοφῶι ἔχθραν συνάπτειν , μὴ ἀμαθεῖ φρονήματι : πολλῆς γὰρ
περὶ Ἰουδαίων βιβλίον , ἐν ὧι προστίθεται μᾶλλόν πως ὡς σοφῶι τῶι ἔθνει ἐπὶ τοσοῦτον , ὡς καὶ Ἑρέννιον Φίλωνα
5733808 συγγνους
σπουδὴ , θανάτων μυρίων ὑπερφρονεῖν ἀναγκάζουσα : σὺ δὲ τούτων συγγνοὺς οὐδενὶ πολέμιον τὸν τῶν νόμων ἀπεκάλεις ἐραστὴν , καὶ
τῆς βουλῆς τὰ δίκαια πρὸς αὐτὸν ἔλεγεν , ὕστερον δὲ συγγνοὺς ἑαυτῷ κατά τε προγόνων ὄγκον καὶ φίλων πλῆθος καὶ
5725567 Δικταν
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἔνθα γὰρ
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Ὧραι
5707653 ὑπατε
δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι σθένος
καταφρονήσῃς οἰκέτου φλυαρίας . Ναὶ πάτερ ἡμέτερε , Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων , γουνοῦμαί σε θεὰ γλαυκῶπις , τριτογένεια ,
5703440 αἰτησομενος
ς ' ἀπαιτῶν οὐδ ' ἔχων κλητῆρας , ἀλλ ' αἰτησόμενος λεβήτιον . λεβήτιον ; λεβήτιον . μαστιγία , θύειν
ἴτω , φησί , μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ ἱερὸν αἰτησόμενος ὧν ἐξήμαρτεν ἄφεσιν , ἐπαγόμενος παράκλητον οὐ μεμπτὸν τὸν
5701839 ὁμοιωσαι
, γραφήν , καὶ γράψαι , ποιῆσαι , μιμήσασθαι , ὁμοιῶσαι . καὶ μὴν καὶ εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα
' ] κατὰ τὸ ἁλωθῆναι δῆλον . Ξ εἰκάσαι ] ὁμοιῶσαι . εἰκάσαι ] ἀπεικάσαι . Ξ εἰκάσαι ] ὑπολαβεῖν
5699091 ἀγαπωσαν
τὴν μὲν οὖν Ῥέαν διατελέσαι πάντα τὸν βίον ὡς υἱὸν ἀγαπῶσαν , τὸν δὲ Κρόνον ὕπουλον ἔχειν τὴν εὔνοιαν .
τὴν παροιμίαν : τὸν θέλοντα βοῦν ἔλαυνε , ἤγουν τὴν ἀγαπῶσαν φίλει . κιχλίζοντι : σφόδρα γελῶσι καὶ διαχέονται .
5693495 Ἀπαμας
ὁ Ἐπιφανής , Προυσίου δὲ υἱός , ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἀπάμας Ἀπάμειαν ὠνόμασεν : οἱ δὲ ἀπὸ Μυρλείας Ἀμαζόνος .
εἰς τὴν νῦν Ἀπάμειαν τῆς μητρὸς ἐπώνυμον τὴν πόλιν ἐπέδειξεν Ἀπάμας , ἣ θυγάτηρ μὲν ἦν Ἀρταβάζου δεδομένη δ '
5663192 γεγαθι
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
5647189 προφερεις
δέ τι περὶ τὴν ἀταξίαν τῷ σώματι : πῶς τοίνυν προφέρεις τὴν ἄγνοιαν , οὐδενὸς τῶν τοιούτων τὸν πένητα εἰδὼς
φόνος λυσιτελῇ , τοὔνομά γε εὐδιάβλητον ἔχει . ὅθεν γυμνὸν προφέρεις τὸν φόνον ἀφελὼν ἐκ τοῦ γενομένου τὴν τοῦ πεποιηκότος
5646967 μαντευομαι
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες
5645323 νομουϲ
Τροιζήνιοϲ γεγενημένοϲ [ κατὰ τοὺϲ νόμουϲ , κατὰ τοὺϲ [ νόμουϲ ] γεγενημένοϲ [ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ]
! ϲ : ἡ δ ' ἐξουϲία μεταφέρουϲα ] τοὺϲ νόμουϲ [ ] ουϲιν ἐνμένειν : ] ν ? οὗτοϲ
5643986 Μεροπην
τῆς γῆς : ἐλθόντα δὲ εἰς Χίον πρὸς Οἰνοπίωνα , Μερόπην τὴν γυναῖκα βιάσασθαι οἰνωθέντα : Οἰνοπίωνα δὲ χαλεπήναντα ἐκτυφλῶσαι
καθάπερ ἐπὶ τῆς γῆς . ἐλθόντα δὲ αὐτὸν εἰς Χίον Μερόπην τὴν Οἰνοπίωνος βιάσασθαι οἰνωθέντα , γνόντα δὲ τὸν Οἰνοπίωνα
5640438 ΗΖΚ
ΒΗ πρὸς τὴν ΗΖ μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΖΚ γωνία πρὸς τὴν διπλῆν τῆς ὑπὸ ΚΒΗ , τουτέστιν
λόγον ἕξει ἡ ΛΚ πρὸς τὴν ΚΖ ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΖΚ γωνία πρὸς τὴν ὑπὸ ΗΛΚ . ὥστε καὶ ἡ
5639208 τρυφωσα
. δωδεκαμήχανος . πόρνη δώδεκα σχήμασι χρωμένη . ἐγκεκοισυρωμένη . τρυφῶσα : ἀπὸ Κοισύρας γυναικὸς πλουσίας , Ἀλκμαίωνος γυναικός .
, καὶ τὰ μὲν ἐκείνῳ μαχομένη , τὰ δὲ αὐτὴ τρυφῶσα , ἐνοχλεῖν σε ἔμελλεν : νῦν δὲ ἧττον μὲν
5633929 ἐπωνομασε
τοὺς βωμοὺς ἐποίησε : βωμοὺς γὰρ ἵδρυσε διδύμους ἕξ : ἐπωνόμασέ τε τοῦτον τὸν τόπον Κρόνου πάγον . τὸ πρότερον
τοὺς βωμοὺς ἐποίησε : βωμοὺς γὰρ ἵδρυσε διδύμους ἕξ : ἐπωνόμασέ τε τοῦτον τὸν τόπον Κρόνου πάγον . τὸ πρότερον
5632127 ἁγωμενος
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
5632096 στεφη
γῆ , χόρευε Ῥωμαίων ὅση , ὡς ηὐτύχησας εἰς ἀνακτόρων στέφη , ὡς ἐπλάτυνας εἰς τὰ πατρῷα πλάτη , ὡς
ὡς νόμος βροτοῖς , ἴς ' ἀντιδοῦναι τοῖσι πέμπουσιν τάδε στέφη , δόσιν γε τῶν κακῶν ἐπαξίαν ; ἢ σῖγ
5631884 ἐπαναβεβηκος
ὁμοειδέσιν ἓν ἔστι λαβεῖν , ἵνα μὴ καὶ τούτου ἄλλο ἐπαναβεβηκὸς ἓν ζητῶμεν , καὶ τοῦτο ἐπ ' ἄπειρον :
δείκνυται ἐκ τῆς τῶν αἰσθήσεων διαβολῆς : εἰ γὰρ τὸ ἐπαναβεβηκὸς κριτήριον πάντων τῶν πραγμάτων ἐστὶ ψευδές , ἐξ ἀνάγκης
5630578 βεβακες
Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
5626815 νεμ
[ ] ! ας [ ] [ ] [ ] νεμ [ [ ] νικ [ . . . .
! β ! [ [ ] εο [ [ ] νεμ [ [ ] `νδά̆ ? [ [ ] !
5624964 κοινοτεραν
γενικωτάτην , εἶτα οὕτω τῇ τρίτῃ ἀρχῇ τρίτην ἄλλην ἰδιότητα κοινοτέραν καὶ φύσει δευτέραν . Αὕτη ἄρα πρὸς ἐκείνην ἕξει
δύο δὲ σχεῖν γυναῖκας ἅμα , Ξανθίππην μὲν πολῖτιν καὶ κοινοτέραν πως , Μυρτὼ δὲ Ἀριστείδου θυγατριδῆν τοῦ Λυσιμάχου .
5621580 Κρονειε
ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
ἀντάχον . ] Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
5620609 κλυε
. Ἀλλὰ , φίλος , πρόφρων μ ' ὑποδέχνυσο καὶ κλύε μῦθον μειλιχίαις ἀκοαῖς , καὶ λισσομένῳ ὑπάκουσον Ἀξείνου Πόντοιο
! οὐκέτι ] θωρηχθέντες [ Ζεῦ ] τῆλε ? ? κλύε ? ? ταῦτα ? [ ] [ ! !
5619325 ἐθεμην
οἷον ἔδων , ἀπέδων , ἔθην , ἀφ ' οὖ ἐθέμην . καὶ ἐπεὶ ἦσαν ἀόριστοι , ἦν καὶ ὑποτακτικὴ
δέ σε ἀνδρῶν μὲν ὅλως εἶναι βέλτιστον πάλαι δὴ ψῆφον ἐθέμην , θαυμάζω δέ σου τὸ ἐπειδὴ ἦρξας , τοῖς
5611692 Μηριονῃ
: Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήϊον εἶναι , αὐτὰρ ὃ Μηριόνῃ δῶκεν ᾧ παιδὶ φορῆναι : δὴ τότ ' Ὀδυσσῆος
' ἄρα μιν σκότος εἷλεν . Αἰνείας δ ' ἐπὶ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον ἧκεν : ἔλπετο γὰρ τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος
5610959 ᾐσται
ἤδη γέγονε , καὶ πίνοντές εἰσι πόρρω . καὶ σκόλιον ᾖσται , κότταβος δ ' ἐξοίχεται θύραζε . αὐλοὺς δ
κεκόσμησθε στόμασι καὶ πλεῖστα ὧν ἴσμεν πόλεων εἰς τὴν ὑμετέραν ᾖσται καὶ ᾀσθήσεταί γε , μέχρις ἂν ἦτε φιλόμουσοι .
5595749 Λευκοϊου
καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου . Λευκοΐου καὶ σύμπας μὲν ὁ θάμνος ῥυπτικῆς ἐστι καὶ λεπτομεροῦς
Κιννάμωμον καὶ νάρδον καὶ σμύρναν μύρῳ ῥοδίνῳ δεύσας ὑποθυμιῇν . Λευκοΐου τὸν καρπὸν , κέδρου πρίσματα , καὶ χαλβάνην μέλιτι
5588534 κυρω
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ
5585872 ἐτυχες
. τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης
. . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω
5581683 συναλιφην
λέγειν , οὐχὶ κάκκαβον . καλὸς κἀγαθός : λέγεται κατὰ συναλιφήν , οὐχὶ καλὸς καὶ ἀγαθός . κατὰ χειρὸς ὕδωρ
τοῦ εἰπεῖν καὶ λαλεῖν , οἷον νηέπιος καὶ νήπιος κατὰ συναλιφήν . ὁ λέγειν μὴ δυνάμενος . οὕτω Φιλόξενος .
5577436 προφητευων
συνιείς , ὥσπερ μετανισταμένου τοῦ λογισμοῦ , τὰ ὑποβαλλόμενα ἐξελάλει προφητεύων τάδε : „ ἀναστὰς ἄκουε , βασιλεῦ , τὰ
προφήτης λέγεται Μωυσέως ἐν τοῖς νόμοις , ὁ γεγωνὸς λόγος προφητεύων διανοίᾳ , Ναδὰβ δὲ ἑκούσιος ἑρμηνεύεται , ὁ μὴ
5572740 σαφηνη
. ἦ ῥ ' ἀίει μου μακαρίτας ἰσοδαίμων βασιλεὺς βάρβαρα σαφηνῆ ἱέντος τὰ παναίολ ' αἰανῆ δύσθροα βάγματα ; παντάλαν
τούτῳ τὰ παρ ' ἐκείνων λεγόμενα ἦν , διὰ τοῦτο σαφηνῆ εἴρηκεν . † οἱ γράφοντες παντάλαιν ' ἄχη ἀμαθεῖς
5572120 Δημοφοων
διὰ τοῦ ο καὶ ω ἔχουσιν , οἷον ἀμνοκόων Ἀγλαοφόων Δημοφόων , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ . νύμφιε Δημοφόων , ἄδικε
ἀποστρεφθέντες ἀρωγῆς Εὐρύπυλός τ ' Εὐαιμονίδης ἀγαθός τε Λεοντεύς , Δημοφόων τ ' Ἀκάμας τε , δύω Θησήια τέκνα ,
5572038 ὀνθ
δοῦναι τοῦτον εἰσποιήσασθαι . Ηὕρισκεν οὖν οὐδέν ' ἄλλον οἰκειότερον ὄνθ ' ἡμῶν ἑαυτῷ . Λόγους οὖν πρὸς ἡμᾶς ἐποιεῖτο
ἐκδοῦναι πείθει λαβεῖν αὐτὴν Θούκριτον τὸν πατέρα τὸν ἐμόν , ὄνθ ' ἑαυτοῦ γνώριμον , καὶ ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν
5570128 γραψαμενος
, ἥτις ἐστὶν ἀξίωσις , καὶ ἐκ βάσεως . . γραψάμενος ] ἢ κατηγορίαν ἀποθέσθαι . . [ Τὸ γὰρ
Σωκράτους . γραφὴν ] κατηγορίαν . διωκάθω ] κατηγορήσω . γραψάμενος ] αὐτούς . παρεπιγραφὴ ὥσπερ εἰπόντος αὐτῷ τοῦ Ἑρμοῦ
5566303 Κυνισκε
ὑμῖν ἠρτῆσθαι ἀπὸ τοῦ λίνου αὐτῶν . Ἀνάγκη , ὦ Κυνίσκε . τί δ ' οὖν ἐμειδίασας ; Ἀνεμνήσθην ἐκείνων
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη . Ἀλλ ' , ὦ Κυνίσκε , τὸ ἀΐδιον τοῦτο καὶ ἄπειρον εὔδαιμον ἡμῖν ἐστι
5562177 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
5562069 ἐπιστρατεια
, ὑπὸ τοῦ τικτομένου ἀναιρεθῆναι : Ἀριστοφάνους : * * ἐπιστρατεία τοῦ Πολυνείκους μετὰ τῶν Ἀργείων ἐπὶ Θήβας καὶ ἀπώλεια
. Σιτάλκης ὁ Τήρεω : ἐντεῦθεν τὰ Θρᾳκικά : Σιτάλκου ἐπιστρατεία δύο ὑποσχέσεις : λείπει ἡ διά : διὰ δύο
5559574 λαρναξ
: λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα , ἐπεὶ χηλόπους ἐστί . λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτός : ταὐτὸν δ
, ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης τὸ αὐτό .
5554885 Κλεωνυμος
Δείνων τε ὁ πολέμαρχος καὶ Σφοδρίας τῶν περὶ δαμοσίαν καὶ Κλεώνυμος ὁ υἱὸς αὐτοῦ , καὶ οἱ † μὲν ἵπποι
τῆς φύσεως τὸ δῶρον . Ἀριστόδημος δὲ ὁ τρέσας καὶ Κλεώνυμος ὁ ῥίψας τὴν ἀσπίδα καὶ ὁ δειλὸς Πείσανδρος οὔτε
5553656 ναυλος
Κινησία . Ἐλάνθανές με ῥᾳδιουργῶν περὶ τὴν πόλιν . Ἡ ναῦλος ἡμῖν τῆς νεὼς ὀφείλεται . Εἰ συγκεχρῶσθαι τοῖς νεκροῖς
Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . . . . καὶ τὸ ναῦλος μὴ ὂν κύριον . τὸ δὲ φαῦλος ἐπίθετον .
5550735 Κρεον
. [ πόλει δὲ καὶ σοὶ ταῦτ ' ἐπισκήπτω , Κρέον : ἤνπερ κρατήσηι τἀμά , Πολυνείκους νέκυν μήποτε ταφῆναι
' ὅμως : τίνος μ ' ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις , Κρέον ; δέδοικά ς ' , οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους
5549598 ῥαψῳδιαν
ἐν ᾗ παριόντες ἑκάστῳ τῶν θεῶν οἷον τιμὴν ἐπετέλουν τὴν ῥαψῳδίαν . ταῦτ ' εἶπεν ὁ Κλέαρχος . εἰ δ
Ἰσχυρῶς Ὅμηρον ἐθαύμαζεν Ἀλκιβιάδης , καί ποτε διδασκαλείῳ παίδων προσελθὼν ῥαψῳδίαν Ἰλιάδος ᾔτει . τοῦ δὲ διδασκάλου μηδὲν ἔχειν Ὁμήρου
5548378 Τιμοσθενει
νίκας ἐπὶ ταῖς νίκαις . * δοῦναι τῷ Ἀλκιμέδοντι καὶ Τιμοσθένει καὶ Μελησίᾳ . ποταπάς ; ταχείας . * ἀποσοβοίη
ξύλων εἰληφὼς καὶ τὴν τιμὴν τῶν φιαλῶν , ὃ ἀπέτεισεν Τιμοσθένει ὑπὲρ τούτου ὁ πατήρ , καὶ ὅτι αὐτὸς ἐν
5540364 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
5536048 ΗΒΚ
ὑπὸ ΒΚΛ γωνία τῇ ὑπὸ ΔΚΜ , ἡ δὲ ὑπὸ ΗΒΚ τῇ ὑπὸ ΗΔΚ : μείζονα ἄρα λόγον ἔχει καὶ
μοιρῶν ἐστιν μα ιη , εἴη ἂν καὶ ἡ ὑπὸ ΗΒΚ γωνία , οἵων μέν εἰσιν αἱ δ ὀρθαὶ τξ
5534014 διαβαλλω
ἐνατενίζω , συνεστιῶμαι , ὑπογογγύζω , συναμιλλῶμαι , καταβοῶ , διαβάλλω αἰτιῶμαι , ἀπορῶ διστάζω , θεωρῶ , κενοῦμαι πτοοῦμαι
σεμνυνόμενος : γαῖσος τὸ ὅπλον : γαίω τὸ κερμῶ καὶ διαβάλλω : τὸ γέα διφορεῖται καὶ κατὰ τὴν γραφὴν καὶ
5529753 φθανω
δέ ποτε καὶ ἀρύσωμαι καὶ προσενέγκω τῷ στόματι , οὐ φθάνω βρέξας ἄκρον τὸ χεῖλος , καὶ διὰ τῶν δακτύλων
φθῶ ἄχρηστον . λαμβάνεται δὲ ἀντὶ τοῦ τοιούτου θέματος τὸ φθάνω , ὅπερ μέλλοντα οὐκ ἔχει . λαμβάνεται δὲ ὁμοίως
5528950 Πατερ
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα
5528126 Πρωτευς
βελτίστους ἀποσφάττοντες αὐτῷ ἀθανατίζουσιν , ὡς οἴονται . Καὶ ὁ Πρωτεὺς θεὸς εἷναι τοῖς Αἰγυπτίοις νομίζεται καὶ ἡ Ἑλένη τῶν
μὲν ὀνομάζουσι Κέτηνα , παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν εἶναι δοκεῖ Πρωτεὺς ὁ κατὰ τὸν Ἰλιακὸν γεγονὼς πόλεμον . τούτου δὲ
5526689 Μελητῳ
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα
5526536 ἀτρεκεστατον
ἡλικίης καὶ βιοτῆς τάδε ἱστόρηκε , ζητήσας ἐπεξελθεῖν εἰς τὸ ἀτρεκέστατον . ἐπεὶ γὰρ ἡ πάλαι Αἰολιῶτις Κύμη ἐκτίζετο συνῆλθον
ἀλλ ' ἐπὶ Ἐπιάλτῃ τῷ Τρηχινίῳ , πάντως κου τὸ ἀτρεκέστατον πυθόμενοι . Τοῦτο δὲ φεύγοντα Ἐπιάλτην ταύτην τὴν αἰτίην
5522186 ἐβουλευε
τοὺς Ἀργοναύτας τῷ Πελίᾳ , Ἰάσων εὐθὺς ἐλθὼν Πελίᾳ φόνον ἐβούλευε τῆς ἀρχῆς πέρι , Μήδεια δ ' αὐτῷ ὑπέστη
ἔφυγε , καὶ τὴν εἰς αὐτὸν ἐπιβουλήν , ἣν Περδίκκας ἐβούλευε , διηγήσατο , καὶ ὡς κατὰ πάντων ἡ αὐτὴ
5519141 ὁμοδουλον
καὶ οἱ πλείους ὁμόδουλον λέγουσιν : ἔνιοι δ ' οἴονται ὁμόδουλον μὲν τὸν τῆς αὐτῆς τύχης , σύνδουλον δὲ τὸν
ἑαυτοῦ κἀκ τῶν ὀνειράτων : ἐξ ἑαυτοῦ μέν , ὅτι ὁμόδουλον ἑαυτὸν ἐκάλει τοῖς κύκνοις , ἐκ τῶν ὀνειράτων δὲ
5517697 νεικεσε
ἀπολεψέμεν ἀντὶ τοῦ ἀποκόψειν . . τὸν δὲ κασιγνήτη μάλα νείκεσε πότνια θηρῶν Ἄρτεμις ἀγροτέρη , καὶ ὀνείδειον φάτο μῦθον
πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . Θερσίτης δέ μιν ἄντα κακῷ μέγα νείκεσε μύθῳ : Ὦ Ἀχιλεῦ φρένας αἰνέ , τί ἤ
5516028 ἀυσε
δέ οἱ ἀγλαὸν ἦτορ . Τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε πάις Ποίαντος ἀγαυοῦ : Αἰνεία , σύ γ '
ἐν πολέμῳ ἢ χείροσιν ἀμφιπολεύειν : καί ῥ ' ὀλοφυδνὸν ἄυσε μέγ ' ἀχνυμένη κέαρ ἔνδον : Εἰ δ '
5515147 Μοσχιωνος
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος
5513688 Ἐλεαζαρος
Θεόφιλος Ἄβραμος Ἄρσαμος Ἰάσων Ἐνδεμίας Δανίηλος . Δεκάτης : Ἰερεμίας Ἐλεάζαρος Ζαχαρίας Βανέας Ἐλισσαῖος Δαθαῖος . Ἑνδεκάτης : Σαμούηλος Ἰώσηφος
Φιλόκρατες , δι ' ἣν ἔχεις φιλομάθειαν . Ὁ δὲ Ἐλεάζαρος ποιησάμενος θυσίαν καὶ τοὺς ἄνδρας ἐπιλέξας καὶ πολλὰ δῶρα
5513486 ὠνειδισας
. Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ
πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ '
5513484 ἀναγνωθι
τοῖσδε τοῖς ὁσίοις καὶ δικαίοις ἐᾷ τὸ λοιπὸν χρῆσθαι . ἀνάγνωθι δὲ καὶ τούτους τοὺς νόμους . Ὅ τι ἄν
αὐτοῖς τὰ ἱερά . Ὅτι δ ' ἀληθῆ λέγω , ἀνάγνωθι τὴν τοῦ θεοῦ μαντείαν . Ἀκούσατε τῆς ἀρᾶς .
5510506 ἐτεκες
, μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ ' ὦ μῆτέρ
καταπνευσθεὶς ἐνθουσιῶν ἀνεφθέγξατο : „ ὦ μῆτερ , ἡλίκον με ἔτεκες , ἄνθρωπον μάχης καὶ ἄνθρωπον ἀηδίας πάσης τῆς γῆς
5509776 προδοντι
αὐτοῦ ἡττήθησαν Ἀθηναῖοι , καὶ πολλοὶ αὐτῷ προσεκρούσθησαν , ὡς προδόντι τὸν πόλεμον . τινὲς δὲ τοῦτον κωμικὸν ποιητὴν λέγουσιν
Ἀθηναίων , οὗ στρατηγοῦντος Ἀθηναῖοι ἡττήθησαν καὶ πολλὰ αὐτῷ ὡς προδόντι τὸν πόλεμον προσεκρούσθησαν . Φυλακὴν γυμνῷ ἐπιτάττεις : φανερὰ
5508643 αψ
λιηω ? ! [ ] χρυσο [ ] ! ! αψ ? [ . . , . ! ! !
: ταῦτα ἐπὶ τὰ ιγ τετράγωνα , γίνονται α˙ . αψ : ταῦτα μέριζε παρὰ τὰ λ τρίγωνα , γίνονται
5505704 Κουρε
στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
, θόρε κἐς Θέμιν κλειτάν [ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
5502665 μακαριζω
Μεγάλῃ πόλει σέ τε ἀπολαβούσῃ καὶ προσλαβούσῃ τὴν νύμφην , μακαρίζω δὲ καὶ τὸν οὐκ ἀπόντος σου τὴν Μεγάλην ὀψόμενον
θηρία κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἐξιέναι . οὕτως Νίκανδρος . μακαρίζω , φησί , διὰ τὸ ἐκεῖνον μὲν φιλεῖσθαι ὑπὸ
5502511 ᾐδειτο
κάτω , κλαίων , παραινῶν καὶ παρορμῶν τὸν στόλον : ᾐδεῖτο καὶ γὰρ τοὺς πόνους τοῦ σοῦ κράτους † κενῶς
γενέσθαι | κατὰ τὰς μάχας ἐκ τῶν μαθημάτων Χείρωνος : ᾐδεῖτο δὲ [ . . . . . . |
5500935 εἱμενος
εἵλως καὶ εἱκώς καὶ εἱλίζω καὶ εἱλόμην καὶ εἷμα καὶ εἱμένος καὶ εἷνα καὶ εἵποντο καὶ εἷσεν εἱστήκει καὶ εἵως
μακρὰ βιβάς : πρόσθεν δὲ κί ' αὐτοῦ Φοῖβος Ἀπόλλων εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην , ἔχε δ ' αἰγίδα θοῦριν δεινὴν
5499458 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
5498714 τληθι
, ἔξοιδα , πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος : ὅμως δὲ τλῆθι : τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν
; πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθρούς : κρατῆι γὰρ νῦν
5496273 αὐτοκασιγνητος
τὴν Ἑκάβην Ὁμήρου Δύμαντος αὐτὴν εἰρηκότος [ Π ] : αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος : † ὅς μ
Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος . μάτρωος δ '
5495818 ϲκιλλῃ
κυμίνῳ καὶ ἀλεύρῳ μετὰ μέλιτοϲ ἢ ϲικύου ἀγρίου ῥίζῃ ἢ ϲκίλλῃ ἑφθῇ μετὰ μέλιτοϲ , ἢ ϲώρεωϲ ⋖ ιβ ,
τὸ δὲ ἕτερον τὸ μέγα γλίϲχρον τι καὶ κνηϲμῶδεϲ ἔχει ϲκίλλῃ παραπλήϲιον , χρῶνται δὲ αὐτῷ , εἰϲ ὅϲα καὶ
5495723 ἰνδαλλω
, τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , ἐξ οὗ καὶ ἴνδαλμα . . . ,
οἷον ἰέναι ποιῶ . . . . . ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ
5493045 Στρατονικην
πρὸς Ἀντίοχον ποιησάμενος τὸν ἐπονομασθέντα Θεόν , τὴν τούτου θυγατέρα Στρατονίκην συνῴκισε τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν υἱῶν Ἀριαράθῃ . ὑπάρχων δὲ
μὲν κατάβασίν τινα κατανοήσας ἀφύλακτον διεπρεσβεύσατο πρὸς τὴν Ἀντιγόνου γυναῖκα Στρατονίκην , οὖσαν πλησίον τῶν τόπων , καὶ δεύτερος διὰ
5493022 παλαισμα
νέων καὶ ποιμέσι νέων . ἀλλὰ καὶ τὸ τελευταῖον ἀκήκοα πάλαισμα , τὸν πρεσβύτην , καὶ ταῖς συνθήκαις ὑμῶν ἡσθεὶς
ἡσυχία , τοσαύτη δὲ σιωπή : καὶ γὰρ εἴ τι πάλαισμα θαύματος ἦν ἄξιον , σιγῇ τοῦτο ἐθαυμάζετο . τῆς
5491012 ἐπιτρεπω
τῆς φωνῆς ὄργανον ἐζήτουν καὶ τοῖς ὠσὶν ἀπιστῶν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπιτρέπω τὴν κρίσιν καὶ τὸ στόμα διανοίγων ὅλην ἐκ ῥιζῶν
διακείμεθα , ὑπὲρ μὲν τῶν κατ ' ἐμαυτὸν τοῖς θεοῖς ἐπιτρέπω , δι ' οὓς καὶ εἰς τοῦτον ἐσώθην τὸν
5489111 διειλεγμαι
. Ἀλλ ' ἐγὼ νῦν οὐ κατὰ τὴν ἐμαυτοῦ δόξαν διείλεγμαι τὰ πολλά , πλήν γε αὐτὸ τοῦτο ὅτι μοι
ὁ δ ' οὐ παρῆν , ἃ μὲν ὑπὲρ αὐτοῦ διείλεγμαι , μέμνησο : τίμησον δέ μοι τὴν ἐπιστολὴν δείξας
5486501 θεοφιλεστατος
προσηγορικὸν Νέβιος , τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος , ὃς ἁπάντων θεοφιλέστατος ὁμολογεῖται γενέσθαι τῶν ἀκριβούντων τὴν τέχνην καὶ μεγίστου τυχεῖν
' ἐκείνου τὴν ἀλήθειαν . γνωσθεὶς δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θεοφιλέστατος εἶναι ὑπελήφθη . Ὅθεν καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῷ κατεχομένοις

Back