καὶ ξενίας χάριν , δεξάμενον δὲ αὐτοὺς φιλοφρόνως τὸν βασιλέα ἐρέσθαι παρὰ πότον , τί μάλιστα εἴη ὃ φοβοῖντο ,
ᾖ τὸ ἐκείνων μεμνῆσθαι * * τὸ δὲ ἰδίᾳ ἐθελῆσαι ἐρέσθαι σε , ὑπὲρ ὧν ὁ κατήγορος ξυντέθεικε , σόφισμα
7519340 ἀποκρινασθαι
μήτρῃ τὸ παιδίον ἕλκει καὶ μύζει , τάδε αὐτῷ ἔστιν ἀποκρίνασθαι : κόπρον ἔχον ἐν τοῖσιν ἐντέροισι γίνεται , καὶ
τις ἡμῖν ἀφῖξαι περὶ λόγους , καὶ οἶσθα ὅτε δεῖ ἀποκρίνασθαι καὶ ὅτε μή ; καὶ νῦν οὐδ ' ἂν
6978493 ἠρετο
τὰ δὲ εὖ . ἐκ τούτου δὴ ἐπεὶ ὑπέπινον , ἤρετο ὁ Ὑστάσπας τὸν Κῦρον : Ἆρ ' ἄν ,
τι μὲν δέοιτο οὐκ εἰπούσης , ἐκλιπαρούσης δὲ ἀφικέσθαι , ἤρετο τὸν πρεσβευτήν , ὅ τι αὐτοῦ δέοιντο , ὁ
6959507 Ἱπποκρατες
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα ,
6903861 ὑποκρινασθαι
παιδὸς χωριζόμενος . ἐγὼ τὴν ἐκ τῆς οἰκίας ἐβουλευσάμην διάστασιν ὑποκρίνασθαι , ὅπως ἀλγήσας τῷ πράγματι συγχωρήσῃς ἣν προέκρινα γῆμαι
. ὑποσταίης δὲ ἄν , εἰ καὶ μάγον ἢ μάντιν ὑποκρίνασθαι δέοι τῶν κλήρους πολυταλάντους καὶ ἀρχὰς καὶ ἀθρόους τοὺς
6880873 ἐρωτησαι
ἀλλὰ διὰ μέσου αὐτοῦ . ἔστιν οὖν καὶ ἐπὶ τούτου ἐρωτῆσαι τὸ διὰ τί . ἢ ὥς φησιν ὁ Ἀλέξανδρος
ὥστε ἄδειαν εἶναι τῷ προσδιαλεγομένῳ ὃ βούλεται προελέσθαι , ἢ ἐρωτῆσαι τὸ διὰ τί ἢ δοῦναι εἶναι κατὰ συγχώρησιν ,
6871198 ἐπηρωτησε
. ὁ δὲ βασιλεὺς καθ ' ἕνα τῶν δικαστῶν προσκαλούμενος ἐπηρώτησε , τίσι δικαίοις προσσχὼν ἕκαστος ἀπέλυσε τὸν κατηγορούμενον .
ἀρραβῶνα παρὰ τῆς γυναικός : καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν . ἐπηρώτησε δὲ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου : ποῦ
6848435 ἠρωτησεν
, ἕνεκα δὲ τῆς ἰδίας ποιότητος , ὑπὲρ ἧς καὶ ἠρώτησεν , τὸ Αἴας . . Τούτων οὖν τῇδε ἐχόντων
, ἀλλὰ μόλις . ἐν Πέλληι δὲ πρὸς φρέαρ προσελθὼν ἠρώτησεν εἰ πότιμόν ἐστιν . εἰπόντων δὲ τῶν ἱμώντων ἡμεῖς
6775836 καλεσαι
καὶ τὸ κῶας ἀπενεγκεῖν πρὸς Αἰήτην , τὸν δὲ δόλῳ καλέσαι αὐτοὺς ἐπὶ δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν
Λατῖνον πεσεῖν , τὸν δὲ Αἰνείαν νικήσαντα βασιλεῦσαι καὶ Λατίνους καλέσαι τοὺς ὑφ ' αὑτῷ . καὶ τούτου δὲ τελευτήσαντος
6739512 πυθεσθαι
νῦν εἰσενεγκεῖν , ἐπειδήπερ προενέπεσον τῇ τούτων πλεονεξίᾳ βούλομαι δὲ πυθέσθαι παρὰ τῶν κατοδυρομένων τοὺς Λακεδαιμονίους , πότερον ὑπὲρ τῆς
Σίβυλλαι δὲ ὑπὸ ἀνθρώπων οὐκ ἐκλήθησαν . τῆς μὲν δὴ πυθέσθαι τὴν ἡλικίαν καὶ ἐπιλέξασθαι τοὺς χρησμούς * * *
6696958 ἐρωτω
. Πότερον εἰ τὴν κεφαλὴν μόνον κνησιῷἢ ἔτι τί σε ἐρωτῶ ; ὅρα , ὦ Καλλίκλεις , τί ἀποκρινῇ ,
ἰσχυροτέραν ; Τοῦτ ' , ἔφη , λέγω , καὶ ἐρωτῶ γέ σε πότερον ἴσον ἂν ἑκατέρᾳ τῇ γῇ σπέρμα
6692458 ἠρομην
ἔλαχον καὶ ἐγώ . Πρῶτον μὲν οὖν ὑμῖν Δεκελειέων οὓς ἠρόμην μάρτυρας παρέξομαι , ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν
Τοὐντεῦθεν ἤδη ἀπορίας μεστοὶ ἦμεν ἅπαντες : κἀγὼ προσπαίζων αὐτοὺς ἠρόμην , Βούλεσθε , ἔφην , ἐπειδὴ ἡμεῖς ἐν ἀπορίᾳ
6670002 ἀμπελουργε
ἡλίῳ ἀνίσχοντι καὶ τεύξει οὗ βούλει . Πείθομαί σοι , ἀμπελουργέ , καὶ οὕτως ἔσται : πλεύσαιμι δὲ μήπω ,
ἤρατο κοὐ πέσε Τροία . Δαιμονίως γε ὁ Ἀχιλλεύς , ἀμπελουργέ , καὶ ἐπαξίως ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ Ὁμήρου .
6668833 κελευεις
, ἔλεγε τάδε : Βασιλεῦ , ἐπειδὴ ἀληθείῃ διαχρήσασθαι πάντως κελεύεις ταῦτα λέγοντα τὰ μὴ ψευδόμενός τις ὕστερον ὑπὸ σέο
αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε : τύνη δ ' οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι , τῶν οὔ τι μετατρέπομ ' οὐδ '
6640479 ἐρωτᾳς
Καὶ ὁ Πρωταγόρας ἐμοῦ ταῦτα ἀκούσας , Σύ τε καλῶς ἐρωτᾷς , ἔφη , ὦ Σώκρατες , καὶ ἐγὼ τοῖς
ἐμοῦ ὅτι φημὶ αὐτὴν εἶναι , ὥστε τὸ μετὰ τοῦτο ἐρωτᾷς εἰ οὐ καλή μοι δοκεῖ εἶναι ; Οὐ γὰρ
6609585 ἠρωτησε
ἐν τῷ δευτέρῳ πρὸς χάριν αὐτῷ ποιήσεσθαι τὴν ἀπόκρισιν ὑπολαβὼν ἠρώτησε , τίνα δικαιότατον κρίνει τῶν ὄντων . ὁ δὲ
, καὶ μάντεώς τινος ὀρνιθευομένου καὶ πάντας ἐπισχεῖν ἀξιοῦντος , ἠρώτησε διὰ τί : προσμένουσι . δείξαντος δὲ τοῦ μάντεως
6591862 μακαριε
. Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐδέποτ ' ἄρα , ὦ μακάριε Θρασύμαχε , λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης . Ταῦτα δή σοι
, ἐπεὶ δοκεῖ γέ σοι ὡς ἐγὼ λέγω . Ὦ μακάριε , ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν , ὥσπερ οἱ
6557010 Ἀλεξανδρε
λόγον * καί φησι * καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ
τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν ἔφη τις οὕτως : Ἀλέξανδρε , δράμε σου τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα . Ἐν
6546666 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
6526998 κἀμε
νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα
Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν
6476160 ἐρωταν
τῶν δοκούντων περὶ ἑκάστου πρόεισι . διὰ τοῦτο καὶ θαρσεῖ ἐρωτᾶν καὶ δόντος τε καὶ μὴ δόντος οἴεται δείξειν ὃ
παρὰ τοῖς ποιμέσι τὰ κεκλεμμένα πρόβατα , μὴ εὑρόντα δὲ ἐρωτᾶν τὸν θεὸν τίς ἐστιν ὁ κλέψας . Τότε πρῶτον
6472980 ἠρωτα
Ὄρχεις , ἔφη . Ἄλλοτε δέ ποτε ὁ αὐτὸς προσελθὼν ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίνα αἵρεσιν ἀσπάζεται μᾶλλον ἐν φιλοσοφίᾳ
γένωνται , ἄξουσιν ἔνθεν ἕξουσι τὰ ἐπιτήδεια . ὁ δὲ ἠρώτα εἰ αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσι σπένδοιτο τοῖς ἰοῦσι καὶ ἀπιοῦσιν
6446124 ἀκουσαντα
τὰ δ ' ἐκφάνδην , τὰ δ ' ὡς θεῶν ἀκούσαντα , τὸ δὲ ἐμοὶ μὲν ἀπιθανώτατον , γιγνώσκω γάρ
ἐμήνυσαν ὅτι θηρία εἴη , τάχα δ ' ἀπαλλάττοιτο σάλπιγγος ἀκούσαντα καὶ κρότου , ἐκ τούτου Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπῆγε
6440964 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν
6426248 Κλεινια
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ
6421470 ἐποιησας
' αὐτῇ . Οὐκοῦν ἐπεὶ λίθου τοῦτό γε ὡς ἀληθῶς ἐποίησας οὔτε παρακολουθήσας οὔτε τὸν Σμυρναῖον ἐκεῖνον ἐρόμενος , ὅστις
καὶ ἀπὸ τοῦ ἰδίου σώματος : σὺ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἐποίησας αὐτὸν ἐλεεῖν ψυχὰς πάντων ἀνθρώπων . τότε κύριος πρὸς
6376248 Ἐμε
ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν
μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν
6333800 διευλαβεισθαι
; Πῶς γὰρ οὔ ; Τὴν δέ γε ἀρχὴν αὐτοῦ διευλαβεῖσθαι πειρώμεθα τιθέμενοι . Ποίαν δὴ λέγεις ; Πάντα τὰ
χρήματα καλεῖν ἔθος ὡς πρὸς τὴν τούτου χρείαν ἐκκείμενα . διευλαβεῖσθαι οὖν χρῆναί φησιν ὁ λόγος τὸν ἐρωτικὸν τῶν θείων
6298457 ξενε
παύσαιτό τις ἑκάστοτε διεξιών . Εὖ γε , ὦ Λακεδαιμόνιε ξένε , λέγεις . τὴν ἀνδρείαν δέ , φέρε ,
εἰρήνης . Φαίνεται μέν πως ὁ λόγος οὗτος , ὦ ξένε , ὀρθῶς εἰρῆσθαι , θαυμάζω γε μὴν εἰ τά
6295047 πεποιηκας
Οἶδα , ὦ τέκνον , πολλὰ ἐκεῖνον ἐτόξευσας . Οἷα πεποίηκας , ὦ Τιτάνων κάκιστε ; ἀπολώλεκας τὰ ἐν τῇ
καὶ μόνον ἐπριάμην τοῦ σοῦ ἔρωτος , ὅτι μου τηλικαύτην πεποίηκας τὴν γαστέρα καὶ μετὰ μικρὸν παιδοτροφεῖν δεήσει , πρᾶγμα
6289515 ἀπαγγειλαι
, † μετάθεσιν εἰς τὰ ἔτη † εἰς Ἅιδου κατιόντα ἀπαγγεῖλαί μοι , ὅτι ἡ σὴ διάθεσις καὶ τοῦ ἐρωμένου
κέλευέ τε πάντας ἑταίρους , πρὶν ἐμὲ οἴκαδ ' ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι . εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ
6279400 Διονυσιε
αὐτοῦ γε τοῦ τὰ πτερὰ ἔχοντος Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι .
παρακειμένου , καὶ Διονύσιον , ὃς πρὸς τὸν ” οἰμώξῃ Διονύσιε ” φήσαντα „ σὺ μὲν οὖν , [ ἀπήντησεν
6261087 δωσων
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν .
6256909 Θεωνα
ἐποίησεν , ἀλλ ' ἕνα μὲν ἁπλῶς τῶν παροξυτόνων τὸν Θέωνα , ἕνα δὲ τῶν ὀξυτόνων τὸν κοιτῶνα , ἕνα
ποδοῖν ” . ζητουμένου δή , πότερος ἔφθαρται , τὸν Θέωνα φάσκειν οἰκειότερον εἶναι . τοῦτο δὲ παραδοξολογοῦντος μᾶλλόν ἐστιν
6233578 συνηκας
' ὑπερηφάνως . οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν . συνῆκας ἡμῶν εἰς τὰ λάχανα τὴν πόλιν . περὶ τῶν
. Καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἶπον , σὺ δὲ οὐ συνῆκας . ἡ φύσις τοῦ νοεροῦ αὐτοῦ λόγου φύσις ἐστὶ
6231391 Πιττακον
τοῦ Πιττακοῦ , ὥσπερ ἂν εἰ θεῖμεν αὐτὸν λέγοντα τὸν Πιττακὸν καὶ Σιμωνίδην ἀποκρινόμενον εἰπόντα : Ὦ ἄνθρωποι , χαλεπὸν
ἐλέγχειν πειρᾶται εἰπόντα χαλεπὸν ἐσθλὸν γενέσθαι , εἶτα μεμφόμενον τὸν Πιττακὸν λέγοντα χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι . ὃ δὴ λύσας ὁ
6230255 λεξειν
ὁ Κῦρος , νομίζων τοὺς ἰόντας Ἀρμενίων καὶ Χαλδαίων τοιαῦτα λέξειν περὶ αὐτοῦ οἷα αὐτὸς ἐπεθύμει πάντας ἀνθρώπους καὶ λέγειν
τι μέλλειν λέξειν αὐτόν : ἢ ὅτι ὑπερπέπεισαι τόδε αὐτὸν λέξειν : ἢ ὅτι αὐτὸν χρὴ τῶνδε τῶν λόγων ἀποκλείεσθαι
6211803 ἐρεειν
δὲ φύουσιν αὐτόμαται , παρέχει καὶ τοῦτο σκέψασθαι ὃ μέλλω ἐρέειν , ὁκόσον χῶρος χώρου κάρτα πλησιάζων διαφέρει ἐς τὴν
τοῦτο πολλάκις ἤκουσα , κεῖναι διεβλήθησαν τρόπῳ τοιῷδε ᾧ μέλλω ἐρέειν : ὁκόταν αἱ μῆτραι πνεῦμα λάβωσιν ἐς σφᾶς αὐτὰς
6205481 Μυσκελλε
περὶ τέκνων γενέσεως : ἡ δὲ Πυθία ἀνεῖλεν οὕτως : Μύσκελλε βραχύνωτε , φιλεῖ ς ' ἑκάεργος Ἀπόλλων , καὶ
ταύτην ἀντ ' ἐκείνης κτίζειν , τὸν δὲ ἀνειπεῖν ” Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν „ ἄλλο ματεύων κλαύματα θηρεύεις
6205228 Ἑρμη
τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ ἄν τι ἡμεῖς
. τὸ πλῆρες δὲ Ἑρμᾶ . Ἑρμ ' ἐμπολαῖε ] Ἑρμῆ ἐμπορικέ . ὡς εὐτυχῶς πωλήσας τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας εὔχεται
6200392 κελεαι
, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι δώματα ναίεις : καί με κέλεαι παύσασθαι ὀϊζύος ἠδ ' ὀδυνάων πολλέων , αἵ μ
θεόν : αὐτὰρ ἐγώ τοι νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω : κέλεαι γάρ . Ζεὺς ἐμέ γ ' ἠνώγει δεῦρ '
6196600 Συ
περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ
πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε
6180370 ἀπεκρινατο
ἔστιν , ἔφη , ὦ Κῦρε ; καὶ ὁ Κῦρος ἀπεκρίνατο : Ὅτι , ἔφη , ἐγώ , ὦ Γωβρύα
συνθήκαις , οὐ προειπὼν τὰ χρέα . ὁ δ ' ἀπεκρίνατο ? ἡμῖν , ὡς οὔτε τὰ χρέα γιγνώσκοι ἃ
6173031 Καλλικλεις
λέγε μοι , ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ , ὦ Καλλίκλεις , τί ἐρεῖς ; τίνα φήσεις βελτίω πεποιηκέναι ἄνθρωπον
λέγεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μόνον γε , ὦ Καλλίκλεις , ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν αὐτῶν . Νὴ τοὺς
6161405 κτανειν
] [ ] συνάορον [ ] υς δὲ καί φησιν κτανεῖν [ σαφῶς ] ποινὰς ὅπως [ ἐκλέγοιεν ] ἄν
: ποῦ γὰρ ἄγγελοι ; ἥξουσιν : οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν . ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες , νικῶντ ' Ὀρέστην
6157748 φραζειν
, καὶ ἀπὸ τούτου ἐπὶ τοῦ ὀνομάζειν καὶ ἐπὶ τοῦ φράζειν . . πρὸ τοῦ τυφθῆναί σε . Θ .
οἴομαι οὖν βέλτιστον εἶναι ἡμῖν εἰπεῖν τὸν μέλλοντα ἐξιέναι , φράζειν δὲ καὶ ὅποι , ἵνα καὶ τὸ πλῆθος εἰδῶμεν
6147407 ἐρομενου
. ἡγουμένου δὲ αὐτὸν τοῦ Εὐξένου μεγάλης διανοίας ἅπτεσθαι καὶ ἐρομένου , ὁπόθεν ἄρξοιτο „ ὅθεν περ οἱ ἰατροί „
καὶ πρὸς τὰς ἀπόρους τῶν ἐρωτήσεων πάνυ εὐστόχως παρεσκεύαστο : ἐρομένου γάρ τινος ἐπὶ χλευασμῷ , Εἰ χιλίας μνᾶς ξύλων
6143268 ἀναμνησθητι
νύξ . εἶτα ἀπὸ τοῦ παρελθόντος προτρέψῃ χρόνου λέγων : ἀναμνήσθητι τῆς μνηστείας , ἐν ὅσῳ χρόνῳ γέγονεν , ἐν
συγχωρεῖς , ἄθρει . Ἀλλὰ συγχωρῶ . Τὸν τοίνυν δημοτικὸν ἀναμνήσθητι οἷον ἔφαμεν εἶναι . ἦν δέ που γεγονὼς ἐκ
6141583 βραχυνωτε
ἀντ ' ἐκείνης κτίζειν : τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις :
ἀντ ' ἐκείνης κτίζειν , τὸν δὲ ἀνειπεῖν ” Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν „ ἄλλο ματεύων κλαύματα θηρεύεις :
6138686 Ἀναξαρχον
τοὺς φίλους φησίν . ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε προπίνοντα αὐτῷ τὸν Ἀνάξαρχον δεῖξαι τὴν κύλικα καὶ εἰπεῖν βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ
ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε [ . , ] προπίνοντα αὐτῶι τὸν Ἀνάξαρχον δεῖξαι τὴν κύλικα καὶ εἰπεῖν : βεβλήσεταί τις θεῶν
6131697 ἀπεκτεινας
μὲν οὖν αἴτιόν ἐστιν ἡ τοῦ κατηγόρου φύσις , οἷον ἀπέκτεινας ἢ ἱεροσύλησας , ἢ ὅ τι δή ποτε ὑπάρχει
χρηστοτέρα γέγονας πρὸς οὓς ἀπέκτεινας , ἡμᾶς δὲ σώσασα μᾶλλον ἀπέκτεινας . ἐφθόνησας ἡμῖν ἀλῃστεύτοις ἀποθανεῖν . ” Ταῦτα μὲν
6130518 ἀκουσαι
γὰρ παρέστη μοι ὡς πολλάκις συνχρομένη , ἀλλὰ τὸν λόγον ἀκοῦσαι τὸν πείθοντα ἡμᾶς . ὥσπερ γὰρ λέγειν ἐπίσταμαι ,
εἰπεῖν βουληθῆναι ταῦθ ' ἃ τότ ' οὐχ ὑπεμείνατ ' ἀκοῦσαι , ὑμῖν δ ' ἄν τις εἰκότως ἐπιτι -
6128531 γελασας
κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον
λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ
6126920 δαημεναι
κύδηνεν κούρη πολυμήχανος . Αὐτὰρ ἔγωγε σῆς ἀλόχου κέλομαί σε δαήμεναι , εἰ ἕθεν ἁγνὸν ἀνδρὸς ἀπ ' ἀλλοτρίοιο λέχος
μεμερισμένα δώματα ναίειν . εἰ δ ' ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι εὐχερές ἐστι : βαῖνέ μοι ἐν νώτοισι , κράτει
6125565 ἡμαρτηκας
δ ' , ἔφη , οὐ πείσας σοι χρῆσαι οὐχ ἡμάρτηκας ; ὁ δέ , Τί γὰρ ἥμαρτον ; εἶπεν
; ὃ μόνον ἦν κατὰ τὸν τόπον ἁμάρτημα , τοῦτο ἡμάρτηκας . ἐπεί τοι τοῦτ ' αὐτὸ καὶ ἐγὼ Ῥούφῳ
6110037 Οἰδα
ποιητήν , ὃς ἂν ἡμᾶς ὅτι μάλιστα οὕτω διαθῇ . Οἶδα : πῶς δ ' οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν
ἔτνος ἥψουν τοῖς Κρονίοις δύο τόμους τοῦ ἀλλᾶντος ἐμβαλών . Οἶδα : τὸν σιμόν , τὸν βραχύν , ὃς τὸ
6099565 τοὐπος
ὅσον τάχος ; οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπηι τοὔπος ἑρμηνεὺς τόδε , εἴτ ' ἔνδον εἴτ ' οὐκ
Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν . πῶς φῄς ; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας . Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν : ἦ τορῶς
6094780 ἐπηρετο
θεῷ περὶ τῆς πορείας . ἐλθὼν δ ' ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ εὐχόμενος κάλλιστα
καὶ τοῖς νέοις ἀπειπέτην μὴ διαλέγεσθαι . ὁ δὲ Σωκράτης ἐπήρετο αὐτὼν εἰ ἐξείη πυνθάνεσθαι , εἴ τι ἀγνοοῖτο τῶν
6087519 διδαξον
: εἰπὲ πρὸς αὐτῶν τῶν Ἐλευσινίων Κόρης καὶ Δήμητρος : δίδαξον ἄν τι σφαλώμεθα : πρόσθες τοῖς παρ ' ἡμῶν
ἀμερίμνους ἐκτενοῦσιν ἐπὶ καὶ τὰ στοιχεῖα τὰς ψυχὰς αὑτῶν ; δίδαξον ἐντεῦθεν ἐρᾶν τοῦ τι βουλεύεσθαι , ἵνα ἔχωσι καὶ
6080453 πρῳην
μὴ ὑπῆρχε γραμματικός , καὶ νῦν φαμεν ὅτι γέγονε γραμματικὸς πρῴην μὴ ὤν . ὥστε φαίνεται τὸ συμβεβηκὸς ἐγγὺς τοῦ
ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις ; παῖδες ἀγένειοι Κλεισθένης τε καὶ Στράτων πρῴην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψησα ἔτνος . δάπτοντα , μιστύλλοντα ,
6079969 ὀνομαστι
αὐτοπροσώπως εἰσάγων τις τοὺς κωμῳδουμένους ὑπάγεται τῷ νόμῳ , ὡς ὀνομαστὶ κωμῳδῶν . ἡ προβολὴ τοῦ πράγματος : παρὰ τὸν
λεκτέον ὅτι αὐτὸ τοῦτο μερικὸν αὐτὸν ποιεῖ τὸ μνησθῆναι αὐτὸν ὀνομαστὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων . δεῖ δὲ εἰδέναι ὅτι πλεονεκτεῖ
6079825 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
6068773 ἠροντο
μὲν οὐ θαυμάζω οὔπω γιγνώσκοντας , Ἰνδοὶ δέ με οὐκ ἤροντο ταῦτα . „ ὁ μὲν δὴ Ἀπολλώνιος ἑνὶ τῶν
Σεύθῃ ὅτι Ξενοφῶν πάρεστι βουλόμενος συγγενέσθαι αὐτῷ . οἱ δὲ ἤροντο εἰ ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀπὸ τοῦ στρατεύματος . ἐπειδὴ
6046505 ἀμειψασθαι
δὲ γᾶ , ὅ ἐστιν : ἱκανή ἐστιν ἡ πόλις ἀμείψασθαι τὰς εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ
φοιτῶντος , καὶ παραμείνας χρόνον ἔτυχεν ἰάσεως . ὑπὲρ τούτου ἀμείψασθαι τὴν εὐεργεσίαν βουλόμενος ἔγραψεν ἓξ λόγους τοὺς ἱεροὺς λεγομένους
6042167 τεθνηκεναι
ἀπεκινδύνευσεν ἡμέραν μίαν , ὥστ ' ἢ γεγονέναι λαμπρὸς ἢ τεθνηκέναι . ἡμεῖς δ ' ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ
χάριν θαυμάζει , ἕτερον δέ , πόσους οἴεται τῶν ἰδίων τεθνηκέναι . ὥσπερ δὲ ὁ κήρυξ οὐδὲν ᾔδει περὶ τῆς
6037710 ἐνυπνιον
αὐτόν , οὕτως οὐδ ' ἐκεῖ μετὰ τὸ ἀποβῆναι τὸ ἐνύπνιον τῷ δ ' ὄντι οὔτε σημεῖον οὔτε αἴτιον ἀλλὰ
ἀπονενίμμεθ ' : ἤδη σπένδομεν . πρὸς τῶν θεῶν , ἐνύπνιον ἑστιώμεθα ; αὑλητρὶς ἐνεφύσησεν : οἱ δὲ συμπόται εἰσὶν
6033899 βασιλευ
. ὅτε καί τινος εἰπόντος μακάριοί ἐστε ὑμεῖς , ὦ βασιλεῦ , τοιούτοις χρώμενοι καὶ ὀδωδότες ἡδύ , μηδὲν τὸν
βασιλέως τούτους εὑρεῖν , ἐνταῦθα ὁ μουσικὸς εἶπεν : ὦ βασιλεῦ , τρεῖς μόνους ἀλύπους μὴ δυνάμενος ἐξευρεῖν αὐτὸς ἄχθῃ
6032563 Ἀντιλοχ
ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον
ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε
6016773 προσειπων
' ὥρα χρόνος ἐστὶ τοῖς ποθοῦσιν . Μικρὸν οὖν κόρην προσειπών , μελέων ἐμῶν ἀφορμήν , θαλίης μέλισμα πάσης ἀποπαύσομαι
] ἐμήκυνε τὴν ἀντίθεσιν καὶ τὸν προσκομίσαντα αὐτὴν ἐπῄνεσε σώφρονα προσειπών , τουτέστι φρόνιμον . καὶ μεγάλη γὰρ ῥοπὴ καὶ
6016454 πυνθανομενων
ἑσπέρα κατέλαβε , τοῖς αὐτοῦ παισὶν ἐκόμισε . τῶν δὲ πυνθανομένων , τί εἴη τὸ ὄρνεον , ἔφη : „
ἤνεγκα τὸν ὄχλον τῶν προσιόντων , περιεστώτων , ἀσπαζομένων , πυνθανομένων , ἀπιστούντων μηνύοντί μοι τὴν τῶν ἐχθρῶν ἀναχώρησιν .
6011950 Φρυνωνα
ἐκ πτωχῶν ] αἰνίττεται τοὺς περὶ τὸν Δημάδην , Εὔβουλον Φρύνωνα Φιλοκράτην καὶ εἴ τινες ἕτεροι . οἱ δ '
, εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν λεγομένων , πλεύσας ἐπὶ τὸν Φρύνωνα στρατηγὸν διεπολέμει τέως διατιθεὶς καὶ πάσχων κακῶς , ὕστερον
6002166 ἀπιστεις
ἥκω καὶ διδάσκειν σε βούλομαι ὡς σὺ ἡμῖν οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς . πρῶτον μὲν γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς
Σωκράτης , σκέψαι ἂν τῇδέ πῄ σοι σκοπουμένῳ συνδόξῃ . ἀπιστεῖς γὰρ δὴ πῶς ἡ καλουμένη μάθησις ἀνάμνησίς ἐστιν ;
5988356 Ἀρχεδημον
εἰ Χρύσιππον ἀνέγνως ἢ Ἀντίπατρον . εἰ μὲν γὰρ καὶ Ἀρχέδημον , ἀπέχεις ἅπαντα . , . καὶ μὴν ἐγὼ
αὐτά τ ' ἔσται καὶ πάντα ἃ εἰρήκαμεν ; τὸν Ἀρχέδημον νῦν τε ὀρθῶς ἐποίησας πέμψας , καὶ τὸ λοιπόν
5984085 ἠρου
οὐ μή μοι πρόϲει } ] τί ; τοῦτ ' ἤρου με καὶ ] κωϲ ? με προϲβλέπειν ? ;
ὦ Σώκρατες ; ἤδη γὰρ ἔγωγε , ὅπερ νυνδὴ σὺ ἤρου , καὶ Φιλολάου ἤκουσα , ὅτε παρ ' ἡμῖν
5974158 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
5967106 πεμψαντα
ἐπιόντας : ἑάλω δὲ ὁ γραμματηφόρος , καὶ ὡμολόγει τὸν πέμψαντα : καὶ τὸν Ὡραπόλλωνα καὶ τὸν Ἡραίσκον αἱροῦσι ,
ἢ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ πρότερον ἢ σεῖσαι τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐκέλευσε πέμψαντα εἰς τὴν ἀρχαίαν ἑστίαν , ἥ ἐστι πρὸς τῷ
5964051 δητ
δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ
θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ
5963454 ὀνειδιζειν
καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ
, ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν
5960328 εἰπες
, τῆς προρρηθείσης ὑφαντικῆς αὐτῷ φέροντες τὸ παράδειγμα . Καλῶς εἶπες , καὶ ποιῶμεν ἃ λέγεις . Οὐκοῦν ἀπό γε
; Ὁμολογῶ . Ἀλλὰ μὲν δὴ τούς γε πονηροὺς αὐτὸς εἶπες ὅτι καὶ σμικρὰ καὶ μεγάλα κέρδη φιλοῦσιν . Εἶπον
5958961 ἡγῃ
εἰς ἀμετρίαν . Τί μήν ; Ἀλήθειαν δ ' ἀμετρίᾳ ἡγῇ συγγενῆ εἶναι ἢ ἐμμετρίᾳ ; Ἐμμετρίᾳ . Ἔμμετρον ἄρα
δὲ καὶ σὺ καὶ δύνασαι καὶ Προκόπιον ἕνα τῶν φίλων ἡγῇ καὶ φιλεῖν ὅλως οὐχ ἧττον ἢ ἄρχειν ἐπίστασαι .
5953799 ἐρησομαι
οὐ ς ' , ἀλλ ' ἐμαυτὴν τοὐπὶ τῶιδ ' ἐρήσομαι : τί δὴ φρονοῦσά γ ' ἐκ δόμων ἅμ
γῆς ὡραῖα ἀποδεικνύων ὅτι πλεῖστα ὥσπερ σὺ σαυτῷ , οὐκέτι ἐρήσομαι περὶ τούτου εἰ ἔτι τινὸς ὁ τοιοῦτος προσδεῖται :
5938191 κελευοι
οἶμαι δ ' , αἴ τις τὰ αἰσχρὰ ἐς ἓν κελεύοι συνενεῖκαι πάντας ἀνθρώπως , ἃ ἕκαστοι νομίζοντι , καὶ
ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι , εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι : οὐ γὰρ εἶναι κύριος ὧν
5935447 μαντευσομαι
μαντεύσομαι ἠὲ καὶ ἄνδρα . ἀλλ ' ἔμπης σε θεὸν μαντεύσομαι , ὦ Λυκόεργε . διστάζει δὲ οὐχ ὡς ἀγνοοῦσα
πᾶσιν Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσι . δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον : ἀλλ ' ἔτι καὶ μᾶλλον θεὸν
5930522 ἐγνωκεναι
ἄνθους καὶ ἀρσενικὸν μετ ' ἀλκυονίου . Φίλιππος δέ φησιν ἐγνωκέναι τινὰ ὃς δύο μέρη κισήρεως καὶ μέρος ἓν ἀφρονίτρου
' εἶναι νομίζω . πρῶτον μὲν οὖν ὑμᾶς ἐκεῖν ' ἐγνωκέναι δεῖ , ὡς οὐδὲν ὧν ἐποιεῖτ ' ἐπὶ τοῦ
5923507 ἐρωτωντα
ὁμοίως καὶ ὁ Πλάτων ἐν τοῖς Νόμοις εἰσάγει τὸν Σωκράτη ἐρωτῶντα Κρῆτα καὶ Λάκωνα πολίτην περὶ Μίνωος καὶ Λυκούργου ,
, ὦ βασιλεῦ , ὅταν τοξοτῶν χρείαν ἔχῃς , οὐκ ἐρωτῶντα τὸ γένος , ἀλλὰ τιθέντα τὸν σκοπὸν τοὺς ἀρίστους
5921649 θαυμαζοιμι
, ἐάν πῃ ἄλλῃ νῦν φήσῃς : οὐ γὰρ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τότε ἀποπειρώμενός μου ταῦτα ἔλεγες . Ἀλλ '
τηλικούτων καὶ πάνυ : καὶ λέγω γε ὅτι οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τῶν ἐλλογίμων γένοιο ἀνδρῶν ἐπὶ σοφίᾳ . καὶ
5921231 Μεγιλλε
νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία , περὶ τῶν τοιούτων δυνατόν ἐστιν νομοθετεῖν
Λακεδαιμόνιοι Ἀθηναίους , ὡς “ Ἡ πόλις ὑμῶν , ὦ Μέγιλλε , ” ἔφασαν , “ ἡμᾶς οὐ καλῶς ἢ
5920847 ἀνειπεν
' αὐτοῦ καὶ Ἱππῶναξ εἰπών : καὶ Μύσων ὃν Ὡπόλλων ἀνεῖπεν ἀνδρῶν σωφρονέστατον πάντων . Ἀριστόξενος δέ φησιν ἐν τοῖς
Πλάτων δ ' ἀντὶ Περιάνδρου . περὶ αὐτοῦ δὴ τάδε ἀνεῖπεν ὁ Πύθιος : Οἰταῖόν τινα φημὶ Μύσων ' ἐνὶ
5911515 Σοι
, ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι
, καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι
5911407 ἐδρασας
ὀλισθάνει θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός εἰ δείν ' ἔδρασας , δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ οἱ γὰρ γύνανδροι
ἔγωγε δέδοικα μὴ τοῦ πράγματος ἁπτόμενος Ἀκεσίας γένωμαι . Οἷον ἔδρασας , Ἀνδρόνικε ; σοὶ μὲν ἐγὼ γέγραφα , σὺ
5906851 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
5906132 λαθοντα
καὶ ὡς ἀπ ' εὐνοίας διορθοῦντα ὑποδέξασθαί τε καὶ δῆσαι λαθόντα . προσέταξεν δὲ καὶ τοῖς χιλιάρχοις τοὺς πιστοτάτους ἕκαστον
τέγη , περιστεφανοῦν θωρακίοις δέον ὑπὲρ τοῦ μή τινα κατακρημνισθῆναι λαθόντα : φόνον γάρ , εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν ,
5902351 ποιησω
ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά :
διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα .
5897410 ἐπειρεσθαι
, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος . Ἰδόντα δὲ καὶ θωμάσαντα ἐπειρέσθαι μιν εἴ κου εἶδεν ἵππους πλανωμένας . Τὴν δὲ
, τὴν δὲ παρημένην δακρύειν : Καμβύσην δὲ μαθόντα τοῦτο ἐπειρέσθαι δι ' ὅ τι δακρύει , τὴν δὲ εἰπεῖν
5892121 ὑπολαβων
ἡγεμόνων τῶν εἰς Νέαν πόλιν ἀποσταλέντων : καὶ ὁ Δημοκλῆς ὑπολαβὼν [ ἔφη ] εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐποίησαν
ἀνθρώπων τε ὑπὸ γῆν οἰκούντων καὶ πυγμαίων αὖ καὶ σκιαπόδων ὑπολαβὼν ὁ Ἰάρχας „ περὶ μὲν ζῴων ἢ φυτῶν „
5887429 ἀμειβομενος
ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει : ὅς μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα . . μίν αὐτούς , :
ὃς καὶ ἐμοὶ εἰς τὴν ἄκραν φιλίαν ἥρμοσται . ἧς ἀμειβόμενος αὐτὸν τῷ παιδὶ ταύτην τὴν χάριν δίδωμι σοὶ ποιῶν
5884947 Καλλια
Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτείρω σε , τάλαν Καλλία , οἷ ' ἔπαθες . Τῶνδε δι ' ἀνθρώπων
ἐρώμενον ποιῆσαι . ἐπιθυμῶ δέ σοι , ἔφη , ὦ Καλλία , καὶ μυθολογῆσαι ὡς οὐ μόνον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ
5883995 ἑτερουϲ
! [ ] καταλ ] καὶ τοὺϲ ? [ ] ἑτέρουϲ [ ] ! ιδορ ? θε [ χο [
περὶ τὰϲ ἐξόδουϲ οὐκέτι πρὸϲ τὸν ἄνδρα ἀλλὰ πρὸϲ τοὺϲ ἑτέρουϲ γιγνομένουϲ φοβητέον . . . Ὑπ . ὁ ῥήτωρ
5880527 δρασειν
μὲν ἔφθασε τοσοῦτον ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα καὶ μέλλειν δράσειν τὰ δεδογμένα , ἡ δ ' ὑστέρα αὐτῆς ἐπικατάγεται
ὁρῶσιν ὡς κόρυθα ποιούμενος , εἴτε θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν . ἀνελθόντι δὲ ἐς τὸ ἱερὸν καὶ τοῖς Γρακχείοις
5879018 ἐπῃνεσεν
ὡς ἂν τύχῃ ταῖς ἀπάταις ἀγόμενον , ἐμμένειν δὲ οἷς ἐπῄνεσεν οὐ δυνάμενον , ἠρώτων τί τοὔνομα εἴη τῷ ξένῳ
, οὐχ ὡς ἐκεῖνοι ποιοῦσιν . ἅμα μὲν ἐπέστη καὶ ἐπῄνεσεν τὸν τραγῳδόν , ἅμα δὲ περιεβλέψατο : εἶτα ἄν
5877431 Κριτων
ἔφη , πείθου καὶ μὴ ἄλλως ποίει . Καὶ ὁ Κρίτων ἀκούσας ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι . καὶ ὁ
ἀληθῶς ; ἐπιθυμῶ δ ' ἔγωγ ' ἐπισκέψασθαι , ὦ Κρίτων , κοινῇ μετὰ σοῦ εἴ τί μοι ἀλλοιότερος φανεῖται

Back