: „ ἀλλ ' ἐάν σου βασιλεύοντος ἀετὸς ἡμᾶς καταδιῶξαι ἐπιχειρήσῃ , πῶς ἡμῖν ἐπαρκέσεις ; „ ὁ μῦθος δηλοῖ | ||
τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν σύστασιν , εἴ γε οὐκ ἂν ἄλλως ἐπιχειρήσῃ τις ταύταις , εἰ μὴ προτροπή τις εἴη καὶ |
εἰ μὴ ἀντιλέγοι τὰ μείζω σημεῖα . εἰ δὲ ἑκὼν βραδύνει , ἐφιστάμενος δὲ ἐν ταῖς ὁδοῖς περιβλέπει , ὑψαύχενα | ||
καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ . Δηθύνει : ἡ μύραινα , βραδύνει . θαλάμης : ἀπὸ , διὰ τοῦ σπήλου . |
, ἁρπακτὸς δὲ ὁ πλοῦς , καὶ οὐκ ἂν ῥᾳδίως ἐκφύγῃ τις τὸν κίνδυνον ἐμπιπτόντων ἐξαίφνης πνευμάτων ἐναντίων τοῖς δοκοῦσιν | ||
] η . θεοῦ ] * συνίζησις . ἀλύξει ] ἐκφύγῃ ἄν . κραιπνῷ ] ταχεῖ . πηδήματος ] ὃς |
δεῖ . ” Ὀφθέντος σου μόνον , ὦ Σώκρατες , ῥαΐσει : καὶ γὰρ ἤδη πολλάκις αὐτῷ γέγονεν συμπτώματος ἀνασφῆλαι | ||
. . ἢ καὶ δίχα τοῦ ἰατροῦ αὐτομάτως ἡ νόσος ῥαΐσει . ἐὰν δὲ κακοποιὸς μὲν ὡροσκοπῇ , ἀγαθοποιὸς δὲ |
ὁ Πλοῦτος , φημὶ εἶναι ὁδόν , ἥντινα ἰών τις παύσει ταῦτα ” . τέλειον δὲ εἴη , εἰ καὶ | ||
[ ] [ ] [ ] δαν : ὕβριος ὑψινόου παύσει δίκας θνατοῖσι κραίνων : οἵαν τινὰ δύσλοφον ὠμηστᾷ λέοντι |
καὶ ταῦτα δικάζων ἀνώμοτος . Ὅτι μὲν καὶ φιλεῖς καὶ ποθεῖς καὶ ἡμᾶς καὶ τὴν ἡμετέραν πόλιν , εὖ ποιεῖς | ||
σὺ δὲ ἡμῖν τούτων εἶ τῶν δευτέρων . τοιγαροῦν ὃ ποθεῖς ἔχεις , ἐπαίνους παρὰ τῶν Κληματίῳ συνήθων . πολλοὶ |
χρωμένοις ἀποδοκιμαζομένων . τὸ οὖν ἡδονὰς διώκειν προπετῶς λύπας ἐστὶ θηρεύειν . διόπερ Ὅμηρος ἐπονείδιστον βουλόμενος ποιῆσαι τὴν ἡδονὴν καὶ | ||
Ἢ οὖν οὐχὶ καὶ ὀρθῶς τις φαίη τὴν σκιὰν ὑμᾶς θηρεύειν ἐάσαντας τὸ σῶμα ἢ τοῦ ὄφεως τὸ σύφαρ ἀμελήσαντας |
περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε σὺ ἀνιστάμενος ὡς συμβουλεύσων ὀρθῶς ἀναστήσῃ ; Ὅταν περὶ τῶν ἑαυτῶν πραγμάτων , ὦ Σώκρατες | ||
προστρίψεται ἐκ τῆς τῶν δεσποτῶν ἀνάγκης , εἰ μὴ γνωσιμαχήσασα ἀναστήσῃ ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ ἐπὶ τὸ κολακεύειν τραπήσῃ : |
ἐκεῖνον , ἵνα ὁ δηχθεὶς ὑφ ' ἡδονῆς ἰδὼν σωφροσύνην ζήσῃ τὸν ἀληθῆ βίον . τοιοῦτον ὄφιν εὔχεται ὁ Ἰακὼβ | ||
“ ὦ Σεκοῦνδε , τί σιωπῶν ἀποθνῄσκεις ; λάλησον καὶ ζήσῃ , χάρισαι σεαυτῷ ζωὴν διὰ τοῦ λόγου . καὶ |
ἀπὸ θυμοῦ εἶναι φιλίαν ξυνάψαι Ῥωμαίοις . . . . τριβήν : ὁ δὲ καὶ πάλαι ἤδη οὐ φέρων τὴν | ||
δὲ τῆς ἐκείνων παρουσίας ὁμηρὸν ἑαυτὸν κατεπηγγέλλετο , κἀν τούτῳ τριβήν τινα χρόνου ἐμποιῶν . πεισθέντων οὖν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς |
ἐξεργάσηται , σώζεται ποθέν : εἶτα σὺ μετὰ τὸ πάθος τολμᾷς διαδρᾶναι τὴν κόλασιν . μηδὲ Δαρείου προσδοκῶν τὸ λοιπὸν | ||
εἶτα σὺ μήτε τοὺς παῖδας νενικηκὼς μήτε τοὺς τελείους πάντας τολμᾷς λέγειν νενικηκέναι ; τίνας δ ' εἶχες ἔφην τοὺς |
ἐγχρονίσαντες οὐδὲν ἧσσον ἀναιροῦνται . ἐὰν δὲ ἐπὶ τὰ μεγάλα τρέχῃ , σχηματίζηται δὲ ὁμοίως ♂ ἢ ☉ ἢ ἀμφότερος | ||
μαγείρου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν τρέχῃ , γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι : ἂν |
ἱερὸν ἔσαιρον αὐτὸ καὶ ἔραινον , τῇ δὲ θεῷ οὐ προσήρχοντο οὔτε τοῦ ἱεροῦ ἐξήρχοντο , εἰ μὴ νύκτωρ . | ||
, ἔσαιρον αὐτὸ καὶ ἔραινον , τῆι δὲ θεῶι οὐ προσήρχοντο οὔτε τοῦ ἱεροῦ ἐξήρχοντο , εἰ μὴ νύκτωρ . |
Φαίδρας λεγόμενον : πρὸς τὰς τοῦ χοροῦ , ἵνα μὴ ἀκούσῃ ὁ Ἱππόλυτος ἔσωθεν : τὸ προοίμιόν σου τῶν λόγων | ||
διὰ τοῦτο χαλεπῶς μοι ἔχειν : ἥντινα δέ , αὖθις ἀκούσῃ . Ἀλλ ' οὐκ ἀνέξομαι . Τό γε τῆς |
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ νοσήματός τινος γινομένη βλάβη , ἥτις καὶ ἰάσιμός ἐστιν : ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τῆς τυφλώσεως παρείληπται : | ||
, πρόσθες αὐτῷ θύμον καὶ , εἰ μὲν ἀναλήψεται , ἰάσιμός ἐστιν , εἰ δὲ μή , οὔ . εἰς |
τὰς ὄψεις : ἀντὶ τοῦ ἐγώ : παρὰ τοῦ πατρὸς αἰτήσῃ : ἡ δ ' ὡς ἐσεῖδε : ἀντὶ τοῦ | ||
, ἢν ψευσθῇ τῆς δόξης ἢ καὶ ἐκεῖνός τι μεταγράψαι αἰτήσῃ , μὴ ἐπιγνῷ , λύει τὰς ἐπιστολάς , ἐν |
ὅπου φωνὴν ] ἀκούσῃ δηλονότι του ] τινός ὄψει ] θεάσῃ Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ | ||
διάξεις , ναὶ ὄψει . τοῦτο δηλονότι , ὥστε πολλοὺς θεάσῃ βουλομένους ἢ καὶ βουλευομένους ἀεὶ καθῆσθαι κτλ . . |
καὶ τεκνοποιοῦσα . ὄρνις : χελιδὼν , ὅτι αὕτη πρῶτον προαγγέλλει τὸ ἔαρ ἐλθοῦσα , καὶ οἱονεὶ ἄγλωσσος βοῶσα : | ||
φρενίτιδοϲ οὐρεῖται λεπτὸν καὶ λευκὸν οὖρον ἐπὶ διακαεϲτάτου πυρετοῦ , προαγγέλλει θάνατον ὡϲ ἐπὶ τὸ πολύ . οὐ γὰρ ὑπομένει |
φυλάττειν ; Κἂν ἐξέλθῃ τὸ γύναιόν ποι , κᾆθ ' εὕρητ ' αὐτὸ θύρασιν , μανίας μαίνεσθ ' , οὓς | ||
ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής . τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα εὕρητ ' ἐκεῖθεν , μεταφορὰ δ ' ἐστὶν τέχνης . |
τὰ κρέα τοῦ παιδὸς παρατίθησι τῷ πατρί . καὶ ταῦτα δράσασα αὐτὴ μὲν εὐξαμένη θεοῖς ἐξ ἀνθρώπων ἀπαλλαγῆναι μεταβάλλει τὴν | ||
, πῶς ἂν ἐξ ἀρχῆς δόμους Ἀθάμαντος οἰκήσαιμι τῶν πεπραγμένων δράσασα μηδέν ; ὦ θνητὰ πράγματ ' , ὦ γυναικεῖαι |
ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν , δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται ; σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων . γέροντες | ||
Τήλεφον ἐθεράπευσεν : ὅθεν καὶ ἑτέρα παροιμία : Ὁ τρώσας ἰάσεται . Μύωπι τὸν δράκοντα ἤγειρας : ἐπὶ τῶν ἄγαν |
ἀπέθνησκον : οἱ γὰρ θανόντες ξηροί εἰσι . . κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων ] ἐπεὶ αἱ νόσοι σπεύδουσιν ὀλέσαι , τὰ | ||
ξηραινόμενοι πρίν ] ἕως οὗ κράσεις ] ἑνώσεις , μίξεις ἠπίων ] † ἡμέρων ἀκεσμάτων ] τῶν τὰς ἀλγηδόνας παυόντων |
ἔφη , ” ἀπιέναι βούλομαι : ὅταν δὲ πανταχόθεν ἐμαυτὸν ὑγιαίνοντα περινοῶ καὶ γράφοντα καὶ ἀναγινώσκοντα , πάλιν μένω . | ||
ἐστιν εἰπεῖν , δεινὸς δὲ ἑτέρου λέγοντος ἰδεῖν τά τε ὑγιαίνοντα τά τε μή . καὶ τὰ μὲν ἴδοις ἂν |
, ὁμοῦ τῆς ἐπιστασίας αὐτῶν μετείληχε καὶ τὴν κοινωνίαν ἡμῖν προξενεῖ πρὸς αὐτοὺς ἀδιαίρετον . Ἔνια μὲν οὖν τῶν τοιούτων | ||
τοῦ εὐδόξου εἰ τύχοι , ὅτι δόξαν πολλὴν τὸ πραχθὲν προξενεῖ τῇ πόλει ἢ ἀδοξίαν καὶ ὕβριν : ἀπὸ τοῦ |
Φίλιππον . ἐμιμήσατο . οὔτε γὰρ περὶ γυναῖκας ἐσπουδάκει οὔτε φίλοινος ἦν , ἀλλὰ καὶ οὐ μόνον αὐτὸς μέτριον ἔπινε | ||
φιλοθέωρος ὁ τὰς θέας καὶ ἡδὺ τὸ θέαμα αὐτῷ , φίλοινος καὶ φιλόσοφος ὁ τὴν σοφίαν καὶ τὸν οἶνον καὶ |
διαχαλᾷ τοῦ σώματος , ἰδεῖν μὲν αὐτὴν ῥᾷόν ἐστι καὶ πτύσαι : ἐξέρχεταί τε πανταχός ' ἤδη πιομένη , δέχεται | ||
τὰ πελτί ' οὗτοι ? ? ? ? ? πρὶν πτύσαι διαρπάσονται πάντα , κἂν τετρωβόλους καλῆις . ἔπαιζον : |
δίψυχος ἀνήρ , ἐὰν μὴ μετανοήσῃ , δυσκόλως σωθήσεται . καθάρισον οὖν τὴν καρδίαν σου ἀπὸ τῆς διψυχίας , ἔνδυσαι | ||
λαβὼν κασσιτέρου μέρος αʹ , καὶ ὑδραργύρου μέρη βʹ , καθάρισον τὸν κασσίτερον : οὕτως χωνεύσας αὐτὸν χύσον εἰς ὕδωρ |
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες , | ||
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος : |
γὰρ νίκην νικᾷς . ” πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος . ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος ὡς ἐθεάσατο λύκον | ||
οὐκ ἐβίωσε , ζῶν διευτύχησεν ἄν , ὁ θάνατος οὐκ εὔκαιρος : εἰ δ ' ἤνεγκεν ἄν οὗτος ὁ βίος |
καὶ δάκνοντα . περὶ δὲ τῆς παροιμίας ἔπαιξε “ σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λαίθαργος εἶ . ” πολύιδριν : ὅτι | ||
καὶ κολακεύων . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὴν παροιμίαν “ σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λαίθαργος εἶ ” . ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων |
τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιος τιμωρεῖται παρηλλαγμένως , ὅτι τὴν πόλιν ἔπεισεν ἑλέσθαι τὸν πόλεμον | ||
τοῦ παρακειμένου ὕδατος , πίπτει ἡ πέτρα ἐπάνω αὐτοῦ καὶ τιμωρεῖται ἐκ τούτου , ὅτι λιμῷ καὶ δίψει τήκεται . |
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ | ||
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ |
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα | ||
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς |
καὶ τῷ νοσεῖν καὶ τῷ ἀποθνῄσκειν καὶ τῷ πηροῦσθαι , αἰσθανόμενός γε , ὅτι ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων διατάξεως τοῦτο | ||
ἐν ταῖς διαλύσεσιν ἐπιχωρήσαντα τῷ Σύλλᾳ . ὧν ὁ Ἀρχέλαος αἰσθανόμενός τε καὶ δείσας ἐς Μουρήναν ἔφευγε καὶ παροξύνας αὐτὸν |
σοῖς κακοῖς : ἐγὼ γὰρ οὔτε εἰσιδεῖν ἤθελον ταῦτα , εἰσιδοῦσά τε ἠνιάθην τὴν ψυχήν . . σιδηρόφρων ] σκληρὸς | ||
ἀλλ ' , ὦ ξέν ' , οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν . νέα γάρ , οὐδὲν θαῦμ ' , |
ἡγοῦντο Πομπήιον καὶ τῷ Καίσαρι ἐδυσχέραινον τῆς παρὰ τὴν ὑπατείαν ὑπεροψίας σφῶν : οἱ δὲ καὶ τῷ ὄντι οὐκ ἀσφαλὲς | ||
μὴ γεύσωνται , πεπιστεύκασιν οἱ ἐπιχώριοι , ὅτι τῆς ἐκείνων ὑπεροψίας ἐστὶν αὐτοῖς λιμὸς τὸ τίμημα . Ἄγευστοι γὰρ ὄντες |
ἐγὼ κατὰ μὲν τὰ Ἀριστάνδρου καὶ Ἀρτεμιδώρου , Οὐ καλῶς ἀποβήσονται ταῦτά γε τὰ ἐνύπνια ἐν ὑμῖν , ἀλλὰ σοὶ | ||
καὶ ταυτότητος . ἐκ δὲ τῆς ἀπισώσεως ταύτης ὀρθῶς ἡμῖν ἀποβήσονται αἱ λεγόμεναι ἠθικαὶ ἀρεταί , σωφροσύνη , ἀνδρεία , |
πάρεστι καὶ πέφυχ ' ἡμᾶς τρέφειν ; ὧν οὐκ ἀπαρκεῖ πλησμονή : τρυφῇ δέ τοι ἄλλων ἐδεστῶν μηχανὰς θηρεύομεν . | ||
δὲ τοιαύτη φύσις πόνου πλείονος δέεται ἢ σίτου . Ἑτέρα πλησμονή : πάσχουσι δέ τινες καὶ τοιάδε : διαχωρέει τὸ |
πολύς . Ἀλλ ' , ὦ Ἑρμότιμε , πολὺ ἔλαττον ἀνιάσῃ , ἢν ἐννοήσῃς ὅτι οὐ μόνος ἔξω μένεις τῶν | ||
' οὐ σύ γε ἂν τοῦτο πώποτε πάθοις , οὐδὲ ἀνιάσῃ ὅτι οἴχεται ὁ καιρὸς εἰς ἀνθρώπων εὐεργεσίαν ἀνεθεὶς φροῦδος |
ἐπ ' αὐτῶν τῶν βιβλίων γενομένοις ἀκριβέστερον τὰς ἐκείνων ἐξετάσαι προφητείας , ὅπως μετὰ τοῦ προσήκοντος λογισμοῦ τὴν καθ ' | ||
τοῦ Πολυΐστορος . . : Ἐπὶ τούτοις καὶ τῆς Ἱερεμίου προφητείας τοῦ Πολυΐστορος μνήμην πεποιημένου , ἡμᾶς ἀποσιωπῆσαι ταύτην πάντως |
, ἵνα μόνων ἀγαθῶν αἴτιος , κακοῦ δὲ μηδενὸς προηγουμένως νομίζηται . τοῦτό μοι δοκοῦσι καὶ τῶν βασιλέων οἱ μιμούμενοι | ||
τῆς Ἡφαίστου μίξεως γινόμενον τῇ Γῇ προσάπτειν , ἵνα μὴ νομίζηται καθάπερ ἡ Ἀταλάντη διὰ τὸν Μελέαγρον , οὕτω καὶ |
λιταῖς καὶ δεήσεσι , σπλαγχνίσθητι ὡς συμπαθής , οἴκτειρον ὡς μακρόθυμος , ἐλέησον ὡς φιλάνθρωπος καὶ συγχώρησόν μοι ὅσα σοι | ||
πραΰς , ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν . Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος καὶ ἡσύχιος καὶ ἀγαθὸς καὶ |
ἐπεβούλευον καὶ τότε δυνηθέντες εἰργάσαντο τῆς τε ἄλλης ἀδικίας αὐτοὺς ἀναγκαζούσης οὐκ ἐχούσης ἐπὶ τῆς ἐκείνου βασιλείας ἐξουσίαν καὶ μάλιστά | ||
, διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν . καὶ λέγουσι ὅτι τῆς μητρὸς ἀναγκαζούσης αὐτὸν γῆμαι ἔλεγεν , “ οὐδέπω καιρός . ” |
' αὐτῶν . εἰ δὲ κεκακωμένος ἐστί , λυπηθήσεται καὶ ἀθυμήσει , καὶ μάλιστα ἐὰν ἐπίκεντρος ᾖ . Εἰ δὲ | ||
ποιεῖ , καὶ ἐὰν τύχῃ πράσσων ἀπραγήσει καὶ ταραχθήσεται καὶ ἀθυμήσει καὶ νοσήσει , καὶ κρίσεις ποιεῖ καὶ βίας καὶ |
πάντας ] ἡμᾶς . μύθοισι ] λόγοις . προσαυδᾶν ] προσλαλεῖν , ἀσπάζεσθαι . βαθυζώνων ] βαθυκόλπων . ἄνασσα ] | ||
ἰχθῦς , συναγαγόντα τὰς ὀφρῦς τοῦτον σκυθρωπάζοντά θ ' ἡμῖν προσλαλεῖν , ἐὰν σαπροὺς κομιδῇ δέ , παίζειν καὶ γελᾶν |
Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν βλάστησιν τοῦ σώματος . τὸν ἐλλείποντ ' ] | ||
ἅπαντα ἐπινεύοντα τῷ κάμνοντι σιτία τε καὶ ποτά , τὰ αὔξοντα καὶ ποικίλλοντα τὴν νόσον , οἰνοχόον ἢ τραπεζοποιὸν ἀντὶ |
κενοὺς δεδοικέναι . ἀλλ ' , ὦ μάταιοι , γνῶτε τἀνθρώπων κακά : παλαίσμαθ ' ἡμῶν ὁ βίος : εὐτυχοῦσι | ||
Ἀνάπαυσις ὕπνος ἐστὶ πάντων τῶν κακῶν . Ἀεὶ πονηρόν ἐστι τἀνθρώπων γένος . Ἄρεσκε πλήθει καθ ' ἕνα φιλοτιμούμενος . |
τοὐπιὸν μεῖζον κακόν . σὺ δ ' ὦ θεῶν τύραννε κἀνθρώπων Ἔρως , ἢ μὴ δίδασκε τὰ καλὰ φαίνεσθαι καλά | ||
Εὐριπίδου τάδε : σὺ δ ' ὦ τύραννε θεῶν τε κἀνθρώπων Ἔρως , ἢ μὴ δίδασκε τὰ καλὰ φαίνεσθαι καλὰ |
βαστάζοντες ἔχουσιν ἐν ἄγγει πρὸς τὰ μαδαῖα ἕλκη , καὶ μυσαρὰς δὲ νομὰς πληροῖ προκαθαῖρον . κἂν σκόλοπες θραυσθῶσιν ὑπ | ||
: ὅσσα Κιθαιρῶνος δὲ κατὰ πτύχας ἔργα γυναικῶν , ἢ μυσαρὰς κείνας , τὰς ἀλλοτρίας Διονύσου , μητέρας οὐχ ὁσίως |
ἑξῆς . τοῦτο δὲ εἰς δήλωσιν παρέθετο τοῦ μὴ πᾶσαν ὑπομονὴν δεινῶν κατ ' ἀνδρείαν γίνεσθαι . ὡσαύτως καὶ οἱ | ||
εἶναι καὶ πόνων οἰστικὴν τὴν ἐργασίαν ἢ τῷ ἐκ πόνων ὑπομονὴν φέρεσθαι . νηστεύουσι δ ' εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος |
τὴν οἰκίαν τινὰ εἰσαγάγωμεν ἢ τὸ χωρίον ἢ σκεύη τινὰ παράσχωμεν , εὐθὺς κύριον ἐκείνων τοῦτον ἀπεδείξαμεν , ἂν μὴ | ||
ἐλλεβόρου . πρὸ γὰρ τῆς δόσεως ἡμερῶν δέκα ἢ πεντεκαίδεκα παράσχωμεν ὀξύμελι καὶ τροφὰς δυναμένας λεπτῦναι : ἐν αὐτῇ δὲ |
ὁμολόγους ἔχει τὰς προειρημένας δυνάμεις , καὶ οὐδεὶς ἔστιν ὃς διαφέρεται περὶ τοῦ ὑπ ' αὐτοῦ τὸν μὲν κηρὸν τήκεσθαι | ||
: καὶ ἀγχωμάλου τῆς μάχης γεγενημένης ἡττᾶται Ἄσανδρος . ὅτι διαφέρεται Κάσανδρος πρὸς Ἀντίγονον , καὶ παύεται Κάσανδρος τῆς κατὰ |
οὕτως : ἡδέα καὶ ἡ Κύπρις γελῶσα . τινὲς ἡ δεῖα , ἡ δέους ποιητική . ἐὰν δὲ γράφεται διὰ | ||
οὕτως : ἡδέα καὶ ἡ Κύπρις γελῶσα . τινὲς ἡ δεῖα , ἡ δέους ποιητική . ἐὰν δὲ γράφεται διὰ |
μὴ παρείκῃ ὁ πυρετόϲ , διδόναι μὴ μεγάλα ἐπὶ πυρετῶν βλάπτοντα . ἀγαθὸν δὲ ξυμφωνέειν καὶ τὸν πυρετὸν καὶ τὴν | ||
, οὐδὲν ὠφελοῦντα ἐν τοῖς δεινοῖς , ἀλλὰ τὰ μέγιστα βλάπτοντα , πῶς οὐκ ἄνανδρος σφόδρα , ἡττώμενος μὲν γυναικῶν |
περὶ τοῦ νόμου , διδάσκων ὑμᾶς , ὡς καλῶς κεῖται συγχωρήσει τούτοις ἀληθῆ λέγειν αὐτόν , ἕν γε αἰσχρὸν οὐδ | ||
ὑμᾶς ὁ λόγος τὸ ἐντεῦθεν ἤδη πρὸς σὲ βαδιεῖται : συγχωρήσει δέ σοι πλεονεκτεῖν ὁ νεανίας ὧν οὐχ ἧττον καὶ |
. λέγει μοι ὁ ποιμήν : Πάντα , φησί , κεκάθαρται : ἐὰν ἔλθῃ ὁ κύριος ἐπισκέψασθαι τὸν πύργον , | ||
τοῦ λέγειν Ἄνθρωπε , ποῦ βάλλεις ; σκέψαι , εἰ κεκάθαρται τὸ ἀγ - γεῖον . ἂν γὰρ εἰς τὴν |
πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν , ἀλλὰ μαρμαρυγὰς καὶ λόφους ἀλεκτρυόνων καὶ πυραυγῆ τινα , ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνασπᾶσθαι τὰ ὑποχόνδρια καὶ | ||
, αἱ φλέβες αἱ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔνογκοι γίνονται , πυραυγῆ φαντάσματα ὁρῶσι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὰ τοιαῦτα . |
: περὶ Τροιζῆνα οὔτε τὸν ἱερὸν καλούμενον πολύπουν οὔτε τὸν κωπηλάτην πολύπουν νόμιμον ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων | ||
μηδὲ παῖδα βάσκανον , μηδὲ κύνα τινὸς , μηδὲ λάλον κωπηλάτην : παραινεῖ μὴ εἰς ἄχρηστα ἀναλίσκειν . Μικρὸν κακὸν |
ἔργα πονηρότερα ἐργάσεται καὶ τοὺς ὑεῖς ἢ ἄλλους οὓς ἂν διδάσκῃ χείρους δημιουργοὺς διδάξεται . Πῶς δ ' οὔ ; | ||
τῶν ἐνθυμημάτων τοῦτ ' ἐσχηκέναι τὸ πάθος . οὓς ἐὰν διδάσκῃ τις ἐφ ' ἑκάστῳ πράγματι παρατιθεὶς τὸν λόγον , |
στρεβλούμενον καὶ ἰλυσπώμενον ἀποπνιγῆναι . εἶτα εἷς αὐτῶν ὁ τελεώτατος ἐμπηδήσας τῷ ὕδατι καὶ προσνεύσας ἐλάβετο τῆς οὐρᾶς τοῦ βοὸς | ||
στρεβλούμενον καὶ ἰλυσπώμενον ἀποπνιγῆναι . εἶτα εἷς αὐτὸς ὁ τελεώτατος ἐμπηδήσας τῷ ὕδατι , ἐλάβετο τὸ στόματι τῆς οὐρᾶς τοῦ |
γινώσκει , ὅπερ ἡ ἡμετέρα διάνοια οὔτε σώζει περὶ αὐτοῦ λογιζομένη οὔτε φθείρει ἐπιλανθανομένη αὐτοῦ , οἷον ὁ ἄνθρωπος καὶ | ||
στερεῶν ἔγγιστα φκδʹ : ἡ δὲ ὅλη γῆ , σφαιροειδὴς λογιζομένη , στερεῶν σταδίων ἔχει μυριάδας τρίτων μὲν ἀριθμῶν σξθʹ |
θερμότητος γινομένην . Αὗταί εἰσιν αἱ συζυγίαι τῶν οὔρων αἱ θανατώδεις ὧν ἐνταῦθα μέμνηται Ἱπποκράτης . ἐφ ' οἷς καὶ | ||
αὐτῶν καὶ μὴ ἀντισταθῶσιν αὐταῖς , ἀποθανοῦνται εἰς τέλος . θανατώδεις γάρ εἰσιν αἱ ἐπιθυμίαι αὗται . σὺ οὖν ἔνδυσαι |
παίωνας . ἢ τοὺς λεγομένους παιᾶνας ὕμνους εἰς Ἀπόλλωνα ἐπὶ καταπαύσει λοιμοῦ . ἢ Παιήονα τὸν θεῶν ἰατρόν . ἢ | ||
ἡ γῆ Χὰμ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπολεῖται . Τότε καταπαύσει ἡ γῆ πᾶσα ἀπὸ ταραχῆς καὶ πᾶσα ἡ ὑπ |
τὸ πρόσωπον , καὶ τῆς συντρόφου καὶ φίλης αἰδοῦς εἰκότως ἐπιλανθάνεται : οὐ γὰρ ὑφορᾶται τῶν ἀστειοτέρων τὰ σκώμματα πάντων | ||
καταξιώσατε . Τρόπος ἀγαθὸς οὔτε μεταβάλλεται ταῖς εὐτυχίαις οὔτ ' ἐπιλανθάνεται φιλίας , βελτίων δὲ τύχης ἁπάσης καθέστηκε . ταῦτα |
αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα . Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν , οὐκ ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ ' | ||
] στρουθίων . ὡς ] καθὰ περιστερά . ὡς ] διώκει ὁ ἀετὸς δῆλον . δράκοντα ] ὄφιν . δύσχιμον |
δὲ σῶμα μὲν οὐδέποτε ᾔσθετο : ψυχὴ δὲ καὶ τούτου συνίησι , καὶ πολλὰ πάσχει ῥυομένη μὲν ἐκ νόσων τὸ | ||
πράττειν τὰ δέοντα δικαιοσύνης , οἷον ὁ μὲν τύραννος πολλάκις συνίησι διὰ φρόνησιν ἃ συμφέρει αὐτῷ νομοθετεῖν ἢ μή , |
τοῖς αὐτοῖς χρήσαιτο . καὶ μηδεὶς μήτε ἀγροικίαν μήτε ψυχρότητα καταγνῷ τοῦ λόγου . μάλιστα μὲν γὰρ οὐ δή που | ||
, ἐνθυμηθεὶς ἡλίκον ἐστὶ κακὸν πολεμίῳ θυγάτριον ἐγγυᾶν μηδεμίαν μου καταγνῷ μικροψυχίαν τοσαύτην ποιουμένου πρόνοιαν τῆς παιδός , ὅσην ἂν |
λίαν μελαγχολῶντες ἀποκλείουσι τοὺς θεραπεύοντας , οὕτω σοφίαν τυραννὶς οὐ προσίεται . Πλάτωνα γοῦν ἐπίπρασκε Διονύσιος καὶ Νέρων Μουσώνιον ἐξεκήρυττε | ||
ἐν δὲ τῇ Συρακουσίᾳ ποιήσει καθωμίληται . ἀλλ ' οὐ προσίεται ὁ Ἀττικισμός , περὶ οὗ ἀγωνιζόμεθα , τὴν ἀλλοδαπὴν |
ἀλλὰ μύθοις τὰ πάντα παιδοτριβῶν , οὕτω τὰς τῶν ἀκροωμένων ἀγρεύει ψυχάς , ὡς αἰσχύνεσθαι ταῦτα τοὺς λογικοὺς ποιεῖν ἢ | ||
. ἢ οὕτως : ὥσπερ ὁ ἁλιεὺς τοὺς ἰχθῦς πλανῶν ἀγρεύει , οὕτω καὶ ὁ Ναύπλιος τὰς τῶν Ἑλλήνων γυναῖκας |
τὰς μήτρας γυνὴ καὶ ἀλγέῃ καὶ ἀδάξηται , καὶ χολὴν οὐρέῃ ξανθὴν , καὶ ἡ μήτρη χάνῃ , καὶ οἱ | ||
περὶ τὴν κύστιν πονέει . ἢν δὲ αἷμα καὶ πῦον οὐρέῃ καὶ λεπίδας καὶ ὀδμὴ βαρείη τῆς κύστεως ἕλκωσιν σημαίνει |
] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ | ||
μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ |
, οὐδαμῶς συμπράξει ταῦτα , ἀλλὰ κἂν ἄλλου πατάξαντος αὐτὸς ἰῷτο , ἅμα δὲ ἀποκτίννυσί τε καὶ τὴν τέχνην συνδιέφθαρκεν | ||
καὶ καρποῖς καὶ τοῖς λοιποῖς ἁπλοῖς σώμασιν , ὡς ἂν ἰῷτο τὰ ποικίλα τε καὶ συμπεπλεγμένα τῶν παθῶν . Τά |
' ἀποψήσει Γ : διὰ ποίου μέρους τὸν πρωκτὸν ἀπομάξασθαι δυνήσῃ ; Γ διὰ τῆς θαλαμιᾶς Γ : διὰ τῆς | ||
φιλόσοφος οὐκ ἔστιν . μεγάλην σοφίαν νόμιζε δι ' ἧς δυνήσῃ φέρειν ἀγνοούντων ἀπαιδευσίαν . αἰσχρὸν ἡγοῦ λόγον ἔχων διὰ |
αὐτὴν ἐμβαλεῖν 〛 . Ἂν δέ τις ἁλιεὺς ἢ κυνηγὸς βαστάζῃ τὴν κοιλίαν ἢ τὴν κεφαλὴν ἢ τὰ ἄκρα τῶν | ||
ἀποδιώξει ἀπ ' αὐτοῦ τὸν ὕπνον . ἐὰν δέ τις βαστάζῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς πλέων εἰς πλοῖον , οὐ φοβηθήσεται ζάλην |
θιβρήν τε Σεμίραμιν . * ἐπιλωβέα : θανάσιμον Π , ἐπιβλαβῆ βλαβεράν * ἐξελάσεις : ἀποδιώξεις * ἐπιλωβέα κῆρα : | ||
τὸ γνώτω οὐ τὰ κράτιστα : ἀλλὰ τὰ ἀσθενῆ καὶ ἐπιβλαβῆ ὅταν ἐς τὸν μέλλοντα κτἑ . : τὸ ἑξῆς |
ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται | ||
γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [ |
βίῳ ἥδιστα τοῦτο ποιῶν . [ Οὕτως ὁ τῆς βασκανίας ἐρεθισμὸς μανικοὺς καὶ ἐξεστηκότας ἀνθρώπους τοῖς ἤθεσι ποιεῖ . ] | ||
κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ ' οἶστρός ἐστι ζωΰφιον ἐμφυόμενον ταῖς |
ξυμβάλλεο : νόει , πρόσεχε , ἄκουε , σύνες , κατανόει , μάνθανε , ὅρα : ὁ Κρατῆς : ὅταν | ||
ὁ κύριος θᾶττον τελευτήσει καὶ ὁ δραπέτης ἀναχθήσεται . ὁμοίως κατανόει καὶ τὸ μεσουράνημα , καὶ ἐὰν οἱ κακοποιοὶ ἐπ |
πραγματείαν καὶ οὐκ ἀνόνητα πονεῖσθαι : εἰ δὲ μή , ἀνόνητα . ἡ γὰρ λύσις ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ μεταστροφὴ | ||
γένη συνάψει τοῖς γένεσιν , εἰς μάτην κάμνει καὶ εἰς ἀνόνητα μοχθεῖ : ἀλλήλαις γὰρ αἱ φύσεις χαίρουσιν , καὶ |
οἰκείοις μιάσμασιν αἰσχύνει , μηδ ' ἔμπαλιν σπουδαίου προφορᾷ τὰ ἀκόλαστα καὶ αἰσχρὰ μηνύοιτο , ἀλλ ' ἀεὶ τὴν τῶν | ||
σημαίνει δὲ τὸ γυναικεῖον καὶ ἀνδρεῖον αἰδοῖον κηλωστὰ δὲ τὰ ἀκόλαστα . οἱ δ ' αὖ τέταρτοι : Δύμας βασιλεὺς |
ἀγέλη . τὸ δὲ φριμάσσω ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν αἰγῶν ὠνοματοπεποίηται . τὸ δὲ φριμάσσω λέγεται ἐπὶ τῶν ἵππων : | ||
ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν ὑδάτων : ὅθεν καὶ Ὅμηρος † ὠνοματοπεποίηται : ἀμφὶ δέ οἱ βράχε . οὕτως Ἐπαφρόδιτος . |
κατὰ γαϲτέρα , εἰ πλείω τῶν πρόϲθεν πρὸ τῆϲ κρίϲεωϲ ὑπῆλθε . δηλοῖ γὰρ τὴν ῥοπὴν ἐνταῦθα μᾶλλον ἔϲεϲθαι καὶ | ||
' εἰς ἔρωτα τῆσδε κηδείας μολών ; Φοίβου μ ' ὑπῆλθε δυστόπαστ ' αἰνίγματα . τί δ ' εἶπ ' |
ὡς οὐδαμῶς ἀπόβλητον τὸ εἶναι γεννητικοὺς τῶν δραστικῶν εἰδώλων , θαυμάσαιμ ' ἂν εἴ τις ἀποδέξαιτο τῶν τὰ ἀληθινὰ εἴδη | ||
τῶν Ἀθηναίων κατὰ τὴν ἀποικίαν . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ ἐκεῖνο θαυμάσαιμ ' ἄν , εἰ καὶ ποιήσει χαίρει καὶ τὰ |
μέσου , πολλὰ παραλαμβάνειν ἐνδέχεται , ὅσαπερ εἰκὸς ὡς αἴτια ὑποπτεύεσθαι , ὡς ἂν ἐκ τούτων τὸ οἰκεῖον ἐκλεξάμενοι ἀποβαλλώμεθα | ||
οὐδ ' ὅτι δυνάμει μείζονι πρὸς τὴν τῶνδε ἰσχὺν πάρεσμεν ὑποπτεύεσθαι , πολὺ δὲ μᾶλλον τοῖσδε ἀπιστεῖν . ἡμεῖς μέν |
καθαίροντος , ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας προσιζούσης ἐν τῇ διόδῳ μεταλαμβάνοντα μεγάλως βλάπτονται . χρήσιμος οὖν χυλὸς τῆς πτισάνης ἐπιρροφούμενος | ||
, καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα τοιαῦτα εὑρίσκεται , καὶ τοῦτο μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν τοῖς |
; Ἡμεῖς φράσομεν . Λέγε δὴ ταχέως , ἵνα μὴ κλάῃς . Ἀκροῶ δή , καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν | ||
λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . ἵνα κλάῃς : καλεῖ τὸν παῖδα πλησίον ἐλθεῖν τῆς κλίνης , |
ἕλεα δὲ καὶ τὰ ἄλση νεμόμενον , ἔτι τε ὅπου πύθοιτο ἡβητήρια εἶναι μεθύσκεσθαι . καὶ Ἄμασιν δὲ τὸν καὶ | ||
λέγει ὅτι ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι ὡς ὁ Ἀσσύριος , ἐπεὶ πύθοιτο τὰ περὶ τοῦ φρουρίου , χαλεπῶς τε ἐνέγκοι καὶ |
ὃν ἂν τέκῃ καρπὸν εὐθὺς ἀποθλίβωσι , πρὶν ἐπίδοσιν καὶ συναύξησιν λαβεῖν , φόβῳ τῆς τῶν τεκόντων ἀσθενείας . συμβαίνει | ||
μῖσος ἔτι μᾶλλον ἐζωπυρεῖτο προσλαμβάνον ἀεί τινα καινὴν πρόφασιν εἰς συναύξησιν . ὁ δὲ οὐδὲν ὑπιδόμενος ὀλίγαις ὕστερον ἡμέραις ὄναρ |
σεισοπυγὶς καλεῖται , συμβαλλομένη πρὸς τὰ ἐρωτικά , ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς | ||
τὸν ἰχῶρα εἶναι στερεάν τε τὴν σάρκα καὶ τὴν πέριξ τρίχωσιν : τὰς δ ' ὑπὸ τῶν ἐν τῷ σώματι |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
, . . , . ἀλλοτριόγνωμος : σημαίνει ὁ τὰ ἀλλότρια ἐν γνώμῃ ἔχων , καὶ μὴ τὰ ἑαυτοῦ . | ||
: Οὐκ ἔστι παρ ' Αἰγυπτίοις πρὸ ἀποδείξεως ἀφαιρεῖσθαι τὰ ἀλλότρια . Ταῦτα εἶπε περὶ τοῦ μεταβόλου , καὶ περὶ |
ἀλλ ' οὕτω μὲν τὰ εἰς ης λήγοντα ὀνόματα : ἐπιγνώσῃ δὲ τὰ εἰς ις ἐντεῦθεν . Καν . Ϛʹ | ||
ἰδίαν αἵρεσιν ἄρχεσθαι : ἰσχυροτέρως γὰρ κατὰ τὴν ἡμετέραν ἀγωγὴν ἐπιγνώσῃ , ἐπὶ ποίων ζῳδίων χρηματίζει ἐπιφερόμενος τῆς γενέσεως ὁ |
τῶν προσηκόντων , τοὺς δὲ τῶν λόγων ἐπιθυμητὰς εἶναι φάσκοντας ἀμελήσαντας θεραπεύειν τὸν ῥήτορα αὐτὸν καὶ πειρᾶσθαι πείθειν ἀμωσγέπως προσέσθαι | ||
ἥδιον ἢ ὀφθῆναι οὕτω ταπεινὸς καὶ ἰδεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐμοῦ ἀμελήσαντας καὶ ἐπεγγελῶντας ἐμοί . οὐ γὰρ ἀγνοῶ τοῦτο , |
τῶν πολεμίων τείνει καὶ τείνεται ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῶν καὶ ἀποσόβησις τῶν πολεμίων δι ' ὀλίγου : τίς δέ ἐστιν | ||
φθόνου , καταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις : τοῦ κακοῦ δὲ ἀποσόβησις οὐκ ἔσται . ΙΤΟΝ , ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται . |
κατορθωμάτων εἰςβάλλων οὕτως : πόθεν οὖν ἔτι λοιπὸν τῆς τυραννίδος ὀρέγομαι , ἢ ἵνα μείζων τῶν πολιτευμάτων γίνωμαι ; Κύζικος | ||
κεκραγόθ ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι |
Μελίσσῳ , παγκρατίου στεφάνωμ ' ἐπάξιον , ἔρνεϊ Τελεσιάδα . τόλμᾳ γὰρ εἰκώς θυμὸν ἐριβˈρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ , | ||
δὲ ἐν τῷ ἔρνεϊ στίζουσι καὶ ἐπιφέρουσιν οὕτω : Τελεσιάδᾳ τόλμᾳ γὰρ εἰκώς , ὡς τοῦ Τελεσιάδου ἐναγωνίου προγόνου γενομένου |
μίμνοι καὶ θεόπαις Βαβύλων . ἡδονὴν ἔχει , ὅταν τις εὕρῃ καινὸν ἐνθύμημά τι , δηλοῦν ἅπασιν : οἱ δ | ||
ἐπράϋνε καὶ κατεγοήτευσε τῷ σιάλῳ τὸ δεινόν . ἐὰν δὲ εὕρῃ δυσανασχετοῦντα καὶ ἀτλήτως φέροντα , ὕδωρ ἀθρόον σπάσας εἴσω |
' οὐδὲν ἄλλο πλὴν τεθνηκέναι . ἐγὼ μὲν οὖν καὐτὸς κιθαριστρίας ἐρῶν , παιδὸς κόρης , οὐ νοῦν ἔχω πρὸς | ||
συμποσίοις φιλολόγῳ ζητήσει χρωμένων , οἱ ὕστερον τὰς μουσουργοὺς καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον . Εἴποις τὰ τρία παρὰ τῇ |
. εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν | ||
μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει |
' ἂν διαφερόντως . τελευτησάντων δὲ γονέων ταφὴ μὲν ἡ σωφρονεστάτη καλλίστη , μήτε ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ ' | ||
τοῦ προσώπου σεμνότητα μετὰ γλυκύτητος εἰργάσατο , ὥσπερ ἂν ἡ σωφρονεστάτη παρθένος . Καὶ περὶ μὲν γλυκύτητος καὶ ἐν τοῖς |
, ὦ δεσμῶται , ἀλλὰ τῇ συνεχείᾳ τοῦ καλλωπίζεσθαι τῆς πορνείας τὴν ὑπόνοιαν βεβαιοῦν . [ , ] ἑβδόμην τὰ | ||
' : τὸν ἔρωτα ὑποληπτέον . ἅτινα φίλτρα οὔτε δύσκλειαν πορνείας σοι προσθέντα οὔτε ἀπατήσαντά σε σοφισμοῖς παύσει : τοῦ |