, πανταχοῦ εἶναι : δύναται δὲ τῷ πάντα μετιέναι καὶ ἐπιπορεύεσθαι . Ἔστη μὲν γάρ , εἴ που ἑστῶσα ἦν
γὰρ εἰ ἀερίοις χρῶνται σχήμασιν , οὐδὲν θαυμαστὸν ὀξέως αὐτοὺς ἐπιπορεύεσθαι πανταχοῦ ὅπου περ ἂν ἐθέλωσιν . * ἡ δέ
6045818 κλυζει
διὰ θαλάττης θεραπείᾳ : ὅθεν που καὶ εἰπεῖν : θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά . ἀλλὰ καθ ' Ὅμηρον φάναι
εἰς τὴν ἀπέριττον θάλασσαν βάλλεται , ὡς Εὐριπίδης : θάλασσα κλύζει † πάντ ' ἀνθρώπων † κακά , . ,
5923037 κτητεον
πρῶτος . οἶδε γὰρ ὀρθῶς ὅτι τοῖς ἐκείνων ἀποροῦσι τούσδε κτητέον , οἳ κἀκεῖνα δύνανται φέρειν . δεινὸς δὲ ὢν
γε θηρευέτω τοὺς λόγους : αἰσχρὸν μὲν γὰρ ὄντας οὐδεπώποτε κτητέον , καλὸν δὲ ὄντας ἀεὶ κτητέον . Τιβερίῳ τούτῳ
5916692 Καδμογενη
Καδμογενῆ ] τὸν ἀπὸ τοῦ γένους τοῦ Κάδμου καταγόμενον . Καδμογενῆ ] τὸν Θηβαϊκόν . Ξ ῥύεσθε ] κινδύνου .
βάντ ' ἐπιόντα τ ' ἴδοι : οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ στρέφει , τὸ δ ' αὔξει βιότου πολύπονον ὥσπερ
5891421 φανταζομενους
τοὺς πέντε θεοὺς τοὺς προειρημένους τὴν πᾶσαν οἰκουμένην ἐπιπορεύεσθαι , φανταζομένους τοῖς ἀνθρώποις ἐν ἱερῶν ζώιων μορφαῖς , ἔστι δ
σωματικὰ παιδευτήρια , καὶ τῶν εὐδαιμόνων αὐτῆς ἐκτὸς μηδὲν ἄλλο φανταζομένους . ὁ δὲ Ἑρμῆς καὶ ὁ Ζωροάστρης τὸ φιλοσόφων
5880406 κατεσκευακει
, εἴπερ αὐτὰ πρὸς τὸ ποιεῖν ἅπερ οἱ ἄνθρωποι βούλονται κατεσκευάκει , πονηρῶν ἂν ἦν πραγμάτων δημιουργός , ἐπεὶ αὐτὸς
πολιορκητικὰ ὄργανα σὺν τῇ ἑλεπόλει , ἣν εἰς Δῆλον ἐλθὼν κατεσκευάκει . στήσας οὖν τρόπαιον ἐπὶ τῶν τόπων ὁ Ὀρόβιος
5878535 προϋπαρχοντας
μετοχὴν γένηται , εὐθὺς ἔχει πρὸ τῆς οἰκείας ἑαυτῶν οὐσίας προϋπάρχοντας ἐν αὐτῇ τοὺς θεούς . Ὅτι μὲν οὖν ἡ
ἑξήκοντα , τοὺς πλείστους δύο ναῦς δεχομένους , καὶ τοὺς προϋπάρχοντας ἐθεράπευεν , ὄντας ἑκατὸν πεντήκοντα . διόπερ τοσούτων ὅπλων
5825345 Ἰσμηνιος
. Ἰσμήνη , ἡρωὶς καὶ κώμη Βοιωτίας . ὁ κωμήτης Ἰσμήνιος καὶ Ἰσμηναῖος καὶ Ἰσμηνεύς καὶ Ἰσμηνίτης . ἔστι καὶ
. ἔστι καὶ Ἰσμηνός ποταμὸς Βοιωτίας , ἀφ ' οὗ Ἰσμήνιος ὁ Ἀπόλλων καὶ Ἰσμηνία . Ἱσπανίαι , [ ἀπὸ
5822118 κρυσταλλῳ
καλούμενος . Διπλοῦς οὗτος τὸ εἶδος , ὁ μὲν ἐοικὼς κρυστάλλῳ , πλὴν ὅσον καθάπερ ἀκτῖνές τινες ἢ τρίχες αὐτῷ
Γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἰνδικῇ . Ὅμοιος δέ ἐστι τῷ κρυστάλλῳ , ἔξαυγος καθὰ καὶ ὁ κρύσταλλος . Ὁ μέντοι
5819336 διακεχωρισμενοι
τοῦ εἱλέω εἱλῶ τὸ συστρέφω . Κεκριμένοι : κεχωρισμένοι , διακεχωρισμένοι κατὰ τὰς φύσεις , ἢ διακεχωρισμένοι κατὰ τὰς νομὰς
Κεκριμένοι : κεχωρισμένοι , διακεχωρισμένοι κατὰ τὰς φύσεις , ἢ διακεχωρισμένοι κατὰ τὰς νομὰς , νεμόμενοι πέτραις . γεγάασιν :
5796323 Ἀλεξικακος
ἐπὶ νόσῳ λοιμώδει , καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον . ἔπαυσε δὲ ὑπὸ
' ἂν τὸ ὄνομα οὐδέν τι ἀλλοῖον ἢ ὁ καλούμενος Ἀλεξίκακος ὑπὸ Ἀθηναίων . ἑτέρωθι δὲ Ἡλίῳ πεποίηται καὶ Σελήνῃ
5796062 κυλιεται
γάρ τις , ὡς προεῖπον , ἄνωθεν παρὰ τοῖς φυσικοῖς κυλίεται δόξα περὶ τοῦ τὰ ὅμοια τῶν ὁμοίων εἶναι γνωριστικά
Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν . Στρογγύλα λέγε , ἵνα καὶ κυλίεται . Τὸν ἀτυχῆ καὶ πρόβατον δάκνει . Ὃν ἡ
5766681 ὑψηλοτερους
, τοσοῦτον ὑψηλότερός ἐστι τῶν κάτωθεν περιπατούντων : ἀεὶ δὲ ὑψηλοτέρους τοὺς εὐδαιμονεστέρους καλοῦμεν . ἀγαθὸν δὲ μὴ ἐν τῇ
, τὴν δὲ τῶν συμμάχων . κατασκευάσας δὲ πύργους ξυλίνους ὑψηλοτέρους τῶν τειχῶν προσῆγε τῇ πόλει κατὰ τοὺς εὐθέτους τόπους
5755374 ὀρυξασθαι
ποταμοῖο , οἶος ἄνευθ ' ἄλλων ἐνὶ φάρεσι κυανέοισιν βόθρον ὀρύξασθαι περιηγέα , τῷ δ ' ἔνι θῆλυν ἀρνειὸν σφάζειν
πέτραι ἀμμώδεις κλύζωνται ἐπ ' ἄκρῃ κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ΚΙΧΛΑΙ καὶ
5751105 Ἡι
- κοῦν , ἀλλὰ προσεπισφραγιζόμενος τὸ τῆς ἐξουσίας προσέθηκεν , Ἧι λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν , τῇ νηὶ δὴ λέγων
δέ που ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιον : οὐχί ; Ναί . Ἧι δὴ τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων πέπονθεν εἶναι ,
5727000 φηνην
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας ,
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν
5725660 ἀνειμενους
ἀπὸ τοῦ βραχίονος κατατεταγμένους , τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ πήχεος ἀνειμένους : ἔστωσαν δὲ μὴ παχέες οἱ νάρθηκες : ἀναγκαῖον
καὶ ἑτοιμότεροι πρὸς τὰς ἱερὰς ὑπουργίας ὦσι , σφιγγομένων τοὺς ἀνειμένους κόλπους τῶν χιτώνων , τὰ δ ' , ὅπως
5721734 καρποιο
θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς , τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
ὄφρα θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
5721692 Δινδυμον
Ἐπιδαύρῳ . ἔστι δὲ καὶ ὄρος ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ
, τιμῶντας ὡς ἥρωα . . . . , : Δίνδυμον δὲ , ὄρος Κυζίκου , ἱερὸν τῆς Ῥέας :
5716029 Λιβα
τῆς Ἀσίας διαμερίζει ἢ ἀφορίζει , τὴν μὲν Λιβύην πρὸς Λίβα ἄνεμον , τὴν δὲ Ἀσίαν πρὸς ἀνατολὰς ἔχων .
δὲ τῆς ὑπογείου μοίρας ἕως τῆς δυνούσης ἐστὶ τὸ πρὸς Λίβα . ἀπὸ δὲ τῆς δυνούσης μοίρας ἕως τῆς μεσουρανούσης
5705528 δευομενη
θεῶν , γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην , δάκρυσι δευομένη λέκτρου χάριν : ἧς ἐνιμίσγων θεῖον ὀπὸν κύρτον μὲν
ἀλεύρου τῷ εὑριϲκομένῳ ἐν τοῖϲ τοίχοιϲ κατὰ τοὺϲ μύλωναϲ καὶ δευομένη ὠοῦ τῷ λευκῷ καὶ ἀναλαμβανομένη θριξὶ λαγῴαιϲ ϲτέλλει τὰϲ
5702352 Αἰθιοπιαι
τῶν τῆς Λιβύης . Ζηνόθεμις δὲ αὐτάς φησιν ὠικηκέναι ἐν Αἰθιοπίαι καὶ διερχομένας ἐπὶ τὸ ἀντιπέραν συγγίνεσθαι τοῖς αὐτόθι ἀνδράσιν
] οταφ ! ! ! [ ! ! ! ! Αἰθιοπίαι ] ? ? ἐστιν ! ! ] ! [
5690142 Βοτρυς
τὸ Αἱ δ ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενοὺς βροτῶν . Βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται : ἐπὶ τῶν ἐξισοῦσθαι φιλονεικούντων .
ἀρχὰς μὲν ἠρεμαίως ἐχόντων , αὖθις δὲ σφοδρῶς ἐπιγινομένων . Βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται : ἐπὶ τῶν ἐξισοῦσθαι φιλονεικούντων .
5685974 ἐξηραινον
καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς
. τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα ,
5676387 ἀπικωνται
: ταῦτα παρὰ πᾶσαν πόλιν παραποταμίην ποιεῦσι . Ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὴν Βούβαστιν , ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας ,
ἔνεστι , ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλέονες . Ἐπεὰν ὦν ἀπίκωνται πλέοντες ἐς τὴν Βαβυλῶνα καὶ διαθέωνται τὸν φόρτον ,
5674726 βρεχθεισα
αὐτῆς ἐκκαὲς ποιεῖ . * Θρήϊσσαν : Θρῃκικήν Θρῃκικήν * βρεχθεῖσα : ὑγρανθεῖσα * σελάσσεται : λάμπει καίεται φλέγεται *
ἰσόρροπον Θρήϊσσαν : ἡ δὲ Θρήισσα λίθος ἐστίν , ἥτις βρεχθεῖσα τῷ ὕδατι καίεται . ὅτε δὲ εἰς αὐτὴν ἔλαιον
5667920 διαμετρουντας
ταχείας τὰς ἀναστροφὰς δηλοῖ . παραφυλάσσεσθαι δὲ καὶ τετραγωνίζοντας ἢ διαμετροῦντας τὴν Σελήνην τοὺς κακοποιοὺς δεῖ , τῶν δὲ ἀγαθοποιῶν
ταχείας τὰς ἀναστροφὰς δηλοῖ . παραφυλάσσεσθαι δὲ καὶ τετραγωνίζοντας ἢ διαμετροῦντας τοὺς κακοποιοὺς δεῖ , τῶν δὲ ἀγαθοποιῶν ἀνακραθέντων αὐτοῖς
5666317 ἁρμοδιωτατον
κοινοῦ τὸ ὁρᾶτε τὸ μὲν : ἡ Ποτίδαια ἐπικαιρότατον : ἁρμοδιώτατον . ἀποχρῆσθαι : ἐνέργειαν ποιεῖν . ἡ δὲ ναυτικὸν
, σχῆμ ' ἔχοντα σφαιροειδές : πρὸς γὰρ τὴν κίνησιν ἁρμοδιώτατον τὸ τοιοῦτον , καθά φησι Ποσειδώνιος ἐν τῷ πέμπτῳ
5666270 ἐμπιμπλησι
καὶ δεικνύμενον ἀεὶ παρεχόμενον ἕκαστον , ἀπορίας τε καὶ ἀσαφείας ἐμπίμπλησι πάσης ὡς ἔπος εἰπεῖν πάντ ' ἄνδρα . ἐν
σὺν ἀοιδᾷ [ σοι ἀείδω ? ] μεγιστούχοιο λοετροῖς ῥεύματος ἐμπίμπλησι βαθὺν ῥόον ἐξανιείσης , καὶ τὰ ἑξῆς . Οἷς
5655394 ῥινοκερως
διαφέρουσι τῶν ἄλλων , ὅσον ἄγριον ἡμέρου . Ὅτι ὁ ῥινόκερως ἐλέφαντος μὲν οὐ λείπεται , τῷ δὲ ὕψει καταδεέστερος
. Φέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων ἐλέφας καὶ χελώνη καὶ ῥινόκερως . Τὰ δὲ πλεῖστα ἐκ τῆς Αἰγύπτου φέρεται εἰς
5648578 Τυφλον
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ '
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν
5645836 ἐμβαπτειν
χρῶ καὶ πρὸς τὴν εἰρημένην διάθεσιν . λοιπὸν καὶ ῥαφανῖδας ἐμβάπτειν εἰς αὐτὸ προσήκει καὶ ἔμετον ποιεῖν . καὶ τὸ
δὲ καὶ κικίδα μικρὴν , καὶ βάλανον ποιέειν , καὶ ἐμβάπτειν ἔς τι τῶν ὑγρῶν , καὶ προστιθέναι , κἄπειτα
5645826 νοσοποιον
χρεία τῶν ὁμοίων . τούτων γὰρ ἐῤῥωμένων οὐσῶν ἀποτρίβεται πᾶν νοσοποιὸν καὶ ἄχρηστον . ταῦτα δὲ βραχέα οὐκ εἰς διδασκαλίαν
καὶ χρονίζειν ποιοῦντες . μεγάλως ὠφελοῦσιν , ἐκκενοῦντες πᾶσαν τὴν νοσοποιὸν ὕλην : ἀλλ ' ἡ μοχθηρὰ δίαιτα πάλιν αὐτοὺς
5642667 θηρασειεν
θηρία ἐδίδου τε τῷ πάππῳ καὶ ἔλεγεν ὅτι αὐτὸς ταῦτα θηράσειεν ἐκείνῳ . καὶ τὰ ἀκόντια ἐπεδείκνυ μὲν οὔ ,
λέγεται δὲ ὡς Ἡρακλῆς κατὰ πρόσταγμα Εὐρυσθέως παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ θηράσειεν ὗν μεγέθει καὶ ἀλκῇ τοὺς ἄλλους ὑπερηρκότα . Κυμαῖοι
5641583 κλυδωνας
αὐτοῖς ἀρκοίη τὸ ποτόν , καὶ βαρύνοιντο τῷ πλείονι καὶ κλύδωνας ἔχοιεν , εἰ ἐπιπολάζοι τὸ περιττεῦον αὐτοῖς , ἐδέσμασί
τὰ λοιπὰ , πλήρης δὲ ἡ θάλασσα , διὰ τοὺς κλύδωνας , καὶ τὰ ναυάγια , καὶ τοὺς πειρατὰς ,
5641199 Τουσκλον
ὑποπιπτούσαις ἐπὶ τὸ κατὰ τὴν Ῥώμην μέρος . τὸ γὰρ Τοῦσκλον ἐνταῦθα ἐστὶ λόφος εὔγεως καὶ εὔυδρος , κορυφούμενος ἠρέμα
τῶν Ἑλλήνων . Πόλεμος Ῥωμαίοις πρὸς Αἰκολανοὺς καὶ τοὺς τὸ Τοῦσκλον κατοικοῦντας . Περὶ τῆς κατασκευῆς τοῦ Πειραιέως ὑπὸ Θεμιστοκλέους
5640957 ὀγχνας
Ἀττικῆς εἰρεσιώνης καταρτῴη καὶ ἃ μὴ δύναται φέρειν μῆλα καὶ ὄγχνας , οὕτως ἐκείνου πᾶν μάθημα καὶ πᾶσαν τέχνην .
ἐν τῷ ἐσθίεσθαι ὄχλησιν ἐμποιεῖν , οἱονεὶ ὀχλάδας οὔσας : ὄγχνας δὲ ἀπὸ τοῦ ἄγχειν δοκεῖν : ἀπίους δέ ,
5638128 ἐκτρεψαι
πᾶν ὅ τι ἂν ἐθέλωσιν ἄλλο ἐς τήνδε τὴν χρόαν ἐκτρέψαι τε καὶ χρῶσαι . κομίζεται δὲ ἄρα ἡ τοιάδε
ὀλίγον δέ τι παραλλάσσοντας τῆς χώρης . Εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον ὁ Νεῖλος ἐς τοῦτον τὸν Ἀράβιον κόλπον
5632854 ἐκπνοη
ἠρεμία . ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἐστιν εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή , καὶ μεταξυλαβεῖται ἠρεμία . ἐν ταύταις οὖν ταῖς
' ὃν ἤτοι κόπρος ἐμεῖται , ἢ δυσώδης ἐστὶν ἡ ἐκπνοή , πολλάκις δ ' ἡ ἐρυγὴ τοιαύτη γίνεται ,
5630121 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
5629931 ἐξαναλωθῃ
ἡ πονέουσα , καὶ ἢν ἡ τροφὴ τῷ πυρὶ ἐοῦσα ἐξαναλωθῇ , ἡ δὲ ὑγιηρὴ ἐπικρατήσῃ : ἐν τούτῳ τῷ
τὸ κατεχόμενον ἐν αὐταῖς συγγενὲς πνεῦμα βιασάμενον τοὺς πόρους ἅπαν ἐξαναλωθῇ . τοῦτο σεισμῶν αἴτιον γίνεται καὶ τῇ Ῥώμῃ :
5628283 Ἡδυς
καὶ ἐμοὶ κεχαρισμένος τῷ μὴ ψυχρὰς ἀναγκάζεσθαι πέμπειν ἐπιστολάς . Ἡδύς ἐστι Κέλσος ὁ θηρία νῦν ἀναζητῶν οἰόμενος ἔτι τὰς
δ ' ἐγώ . Ἡδύς . εὐήθης καὶ ἄφρων . Ἡδύς . εὐήθης . ἐκάλουν δὲ οὕτω καὶ τοὺς ὑπομώρους
5621218 Λαοκοωντος
Ἀπόλλωνος Περγάμῳ ἐν ζαθέῃ . Προπάροιθε δὲ Τρώιοι υἷες παίδων Λαοκόωντος ἀμείλιχα δῃωθέντων τεῦξαν ἅμ ' ἀγρόμενοι κενεὸν τάφον ᾧ
καὶ [ Χαρίβοιαν ] , ὅτε προλιπόντε Καλύδνας υἱέα [ Λαοκόωντος ] ὑπὲρ βωμῶν ἐπάσαντο δήεις καὶ σκυτάλην ] ἐναλίγκιον
5619394 Ὑαμπολις
. ἐπανελθόντα δὲ ἐς τὴν ὁδὸν τὴν ἐς Ὀποῦντα εὐθεῖαν Ὑάμπολις τὸ ἀπὸ τούτου σε ἐκδέξεται . τῶν δὲ ἐνταῦθα
ἐθνικὸν Ὑάμιος ὡς Βυζάντιος , καὶ Ὑαμιεύς ὡς Δουλιχιεύς . Ὑάμπολις , πόλις Φωκίδος . ὁ οἰκήτωρ Ὑαμπολίτης . Ὕαντες
5618639 λαρους
τῇ εὐηθείᾳ ἡ ὕστερον προςοχὴ παροιμιακῶς ἀποκληροῖ : ὅθεν καὶ λάρους τοὺς εὐήθεις φαμέν . οὕτω δὲ καὶ κέπφους ,
ἔχει . τοὺς ἰχθυοπώλας οὗτος ἡμῖν πλουτιεῖ ὀψοφάγος ὥστε τοὺς λάρους εἶναι Σύρους . οὐδ ' ὁ Χαβρίου Κτήσιππος ἔτι
5617473 ἐνδελεχες
ἡ τροφὴ καὶ τὰ ὅμοια . Ἔνατος ὁ παρὰ τὸ ἐνδελεχὲς ἢ ξένον ἢ σπάνιον . οἱ γοῦν σεισμοὶ παρ
περιτταῖς ἐρωτήσεσι τοῦ διδάσκοντος , ὥσπερ ἐν συνοδίᾳ , τὸ ἐνδελεχὲς ἐμποδίζουσι τῆς μαθήσεως ἐπιστάσεις καὶ διατριβὰς λαμβανούσης . οὗτοι
5614379 ἀναχυσιν
βίαιοι γίνονται κατὰ τὰ μέρη τῆς γῆς , ὁτὲ μὲν ἀνάχυσιν λαμβανούσης τῆς θαλάσσης εἰς ἕτερον μέρος , ὁτὲ δὲ
Μέμφει ὁ Ἆπις . πρόκεινται δὲ τοῦ χώματος λίμναι τὴν ἀνάχυσιν ἐκ τῆς πλησίον διώρυγος ἔχουσαι . νυνὶ μὲν οὖν
5612892 αὐχμηροις
' ἔχει λεπτήν , ἄχρηστον . φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις . Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν
τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , τίνας δὲ αὐχμηροῖς καὶ ξηροῖς ξυμμετρίας τε ποτίμων φαρμάκων , ὑφ '
5606232 διεσπαρμενως
: τούτῳ δὲ ἐν συνεχείᾳ οὐκ ἴσμεν τινὰ κεχρημένον , διεσπαρμένως δέ : πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν . κείνων
τάξει τῇ δεούσῃ ἐχρήσαντο οὔτε συνήγαγον τὴν πραγματείαν , ἀλλὰ διεσπαρμένως ἐν τοῖς βιβλίοις συνέγραψαν . ἔτι δὲ καὶ ἐνδεῶς
5605109 ἀπειρωι
γὰρ αὐτὸς ὁ χρόνος οὕτως ἄπειρος . ὥστε ἐν τῶι ἀπείρωι καὶ οὐκ ἐν τῶι πεπερασμένωι συμβαίνει διιέναι τὸ ἄπειρον
ἀεὶ κινεῖσθαι τὰ πρῶτα σώματα ἐν τῶι κενῶι καὶ τῶι ἀπείρωι , λεκτέον τίνα κίνησιν καὶ τίς ἡ κατὰ φύσιν
5602321 ἀποδημους
ἀπόλεμον , τὴν ἀστράτευτον . ἐρεῖς δὲ ἐκδήμους πολέμους καὶ ἀποδήμους , καὶ ὑπερορίους τοὺς ἐν τῇ ὑπερορίᾳ , διαποντίους
Αἰγυπτίους καὶ Ἀντιφῶντα ἐχθροὺς ὑποχειρίους ἕξει : ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους . ὀφθαλμοῦ δεξιοῦ τὸ ἄνω βλέφαρον ἐὰν ἅλληται ,
5599932 καταπλῳ
τὸν χειμῶνα καὶ τὸ ἐπιὸν ἔαρ καὶ θέρος ἐν τῷ κατάπλῳ πραγματευθέντας ἐλθεῖν εἰς τὴν Παταληνὴν περὶ κυνὸς ἐπιτολήν :
μισθοφόρων ὅ τι περ ἀπόμαχον , αὐτὸς τὰ ἐπὶ τῷ κατάπλῳ παρεσκευάζετο τῷ ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν . Ἐν τούτῳ
5597525 συρρει
ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀφαιρουμένης καὶ θολοειδῶς ἐκθρομβιαζομένης εἰς κοιλότητα : συρρεῖ γὰρ ὁ ὀπὸς εἰς αὐτὴν καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς
καὶ ἀδυναμία παρέπεται καὶ συντήκεται τὰ σώματα κατὰ βραχύ : συρρεῖ γὰρ πρὸς τὴν μήτραν κατ ' ὀλίγον ἡ ἀπὸ
5597326 σκαλμῳ
δέ , ὁ ἱμὰς ὁ συνέχων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . Γ ἄλλως : ὁ τῆς κώπης ὀφθαλμὸς ἔχει
δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην : πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ νὺξ ἐγένετο καὶ οὐδεὶς Ἑλλήνων ἠξίωσεν .
5594240 ἀρουντας
μέχρι Παιονίας : φασὶ δὲ καὶ τοὺς τὴν Παιονίαν γῆν ἀροῦντας εὑρίσκειν χρυσοῦ τινα μόρια . . Ἔστι δ '
διείρηται πᾶσαν ἀργὴν | τὴν χώραν ἐᾶν μήτε σπείροντας μήτε ἀροῦντας μήτε δένδρα διακαθαίροντας ἢ τέμνοντας ἢ ὅς ' ἄλλα
5588223 ἀφορωμεθα
. τηλεφανεῖς ] μακρόθεν φαινομένας . σκοπιὰς ] θέας . ἀφορώμεθα ] βλέπομεν . ἀρδομέναν ] ποτιζομένην τοῖς νάμασιν .
⌊ δακτυλικὸν δίμετρον : τὸ ζʹ ⌋ ” τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα “ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ ηʹ ” καρπούς τ
5586871 ἐλυματι
ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν , εὖτ ' ἂν Ἀθηναίης δμῶος ἐν ἐλύματι πήξας γόμφοισιν πελάσας προσαρήρεται ἱστοβοῆι . δοιὰ δὲ θέσθαι
ἐν τῷ ἀροτριᾶν σχίζον τὴν γῆν : τοῦτο δὲ τῷ ἐλύματι περιήρμοσται ἄνωθεν ἐμβεβλημένον εἰς αὐτὸ κοῖλον ὄν . τὸ
5585930 μανοτης
πάθη καὶ τὰς δυνάμεις οἷον σκληρότης μαλακότης γλισχρότης κραυρότης πυκνότης μανότης κουφότης βαρύτης καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα : ἡ μὲν
ἰδίας ἑκάστου φύσεις αἱ τοιαῦταί εἰσι διαφοραί , οἷον πυκνότης μανότης βαρύτης κουφότης σκληρότης μαλακότης , ὡσαύτως δὲ καὶ εἴ
5580808 θηρευοντας
συνάγουσιν , ἐπειδὰν μὴ προαλείψωνται . ὄντως γὰρ ἀνιᾷ τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη
ἐπτόηνται περὶ τὴν ὀχείαν πέρδικες καὶ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας ἐμπίπτειν καθίζοντας ἐπὶ τῶν κεράμων . φησὶ δὲ καὶ
5578487 εἰσερχεσθαι
ἐπεξῄεσαν αὐταῖς . διὰ τοῦτο οὖν ἔσπευδον λάθρα καὶ νύκτωρ εἰσέρχεσθαι εἰσιοῦσαι δὲ ἐκαθέζοντο ἱκέτιδες ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἀθηνᾶς
οὗ πλησίον τῆς συμβολῆς γένηται ἡ παράταξις . Τότε δὲ εἰσέρχεσθαι ἐν τῇ παρατάξει ἀσφαλῶς ἐν ᾧ τὸ βάνδον αὐτοῦ
5575859 ἐμφαινοιτο
καὶ χείρω τῶν ὑπαρχόντων πάθη τελέουσι . Κἂν μὲν οὖν ἐμφαίνοιτό τι τῶν ἀγαθῶν ὑποστάσεων , μέτριον ἂν οὕτω εἴη
εἰ μὲν γὰρ ἡ τὴν ὀδύνην ἐπιφέρουσα καὶ δῆξιν χολὴ ἐμφαίνοιτό σοι προσπεπλασμένη περὶ τοὺς χιτῶνας αὐτῶν τῶν ἐντέρων ,
5574589 συμφερεσθαι
ἀντιφέρεσθαι . συμφέρεσθαι ] συμπολεμεῖν . συμφέρεσθαι ] συμπολεμῆσαι . συμφέρεσθαι ] συμπαρατάττεσθαι . θ συμφέρεσθαι ] συνέρχεσθαι καὶ συναντᾶν
παρ ' αὐτοῖς τὸ διαγορεύειν τῷ συναγορεύειν , ὥσπερ τὸ συμφέρεσθαι τῷ διαφέρεσθαι καὶ τὸ συμπολιτεύεσθαι τῷ διαπολιτεύεσθαι καὶ τὸ
5571342 συντεινουσα
τέχνη πρεπόντων τε καὶ μὴ πρεπόντων ἐν μέλεσι καὶ ῥυθμοῖς συντείνουσα πρὸς ἠθῶν κατασκευήν . τέλειον δὲ μέλος ἐστὶ τὸ
ὀγδόη πᾶσα τῷ Θησεῖ , ἐν Ἀθήναις δὲ δημοτελὴς ἑορτὴ συντείνουσα πρὸς τὴν τοῦ ἥρωος τιμήν . ἐκαρύκευον δὲ ζωμόν
5570282 καταφυτον
μαλακόν , βαθύ , κατάρρυτον , ἐπίρρυτον , ἔμφυτον , κατάφυτον , πυκνόν , δασύ , σκιερόν , σύνδενδρον ,
ἐν ᾗ τάφος Ἐρύθρα δείκνυται , χῶμα μέγα ἀγρίοις φοίνιξι κατάφυτον : τοῦτον δὲ βασιλεῦσαι τῶν τόπων καὶ ἀπ '
5568662 ἀγελαιους
τῶν καθαρύλλων , ἀλλὰ μεγάλους Κιλικίους : ὁ αὐτὸς καὶ ἀγελαίους τινὰς ἄρτους καλεῖ . Ἄλεξις δὲ αὐτοπύρου ἄρτου μέμνηται
μᾶλλον δὲ θεσμὸν ἰσούμενον χρησμῷ ὑπετόπησαν , δόξας δ ' ἀγελαίους ὑπερκύψαντες ἀτραπὸν ἄλλην ἐκαινοτόμησαν ἄβατον ἰδιώταις λόγων καὶ δογμάτων
5567647 ἀμπεχει
ἀνεμώλια πάντ ' ἀγορεύειν ; Οὐδέ σε παρθενικὴ καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε :
ἀκούουσαν . ἣ ] ἥτις . νιν ] αὐτόν . ἀμπέχει ] περικαλύπτει . εἶμι ] † πορεύσομαι . κόσμον
5564565 περιβαλλεται
καὶ λεγόμενος . πολυθρύλλητος . ὁ ὕμνος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας περιβάλλεται ταῖς τῶν σοφῶν μητίεσσι καὶ ὑπὸ πάντων τούτων κατασκευάζεται
. σκάπτον δ ' αἶψα κατ ' εὖρος ὅσον † περιβάλλεται χῶρος † , † ἠδὲ κατὰ πρώειραν ἔσω ἁλὸς
5554411 βδελλαις
περαιοῦνται καὶ οὕτως ἐπὶ πάσας τὰς ἕλικας τῆς νήστεως ἐοικυίας βδέλλαις , ἀνεστομωμέναι εἰς τὴν νῆστιν , πᾶσαν δέχονται τὴν
' ἐφηβαίου καὶ ὑποχονδρίου : μενούσης δὲ τῆς κατασκευῆς καὶ βδέλλαις προϋποβληθέντος αὐταῖς ὀθονίου πρὸς τὸ μὴ ψύχειν . δραστικώτερον
5553408 ἐμπτωσιν
σβέννυσθαι . Μητρόδωρος τὴν εἰς τὰ νέφη τοῦ ἡλίου βιαίαν ἔμπτωσιν σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης πάντα τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων συστήματα
Δ . ἀστέρας εἶναι τοὺς κομήτας . , Δ . ἔμπτωσιν πυρὸς εἰς νέφος ὑγρόν , βροντὴν μὲν τῆι σβέσει
5551723 δοριμαργος
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ]
5547510 ὠφελουντας
γονέων τέκνων καὶ τὰ ἑξῆς , τοὺς καταβλάπτοντας ἀστέρας ἢ ὠφελοῦντας καὶ περὶ τίνων ἕκαστος δύναται ἀποτελεῖν , ἵνα μὴ
. καλὸς γὰρ ἀστοῖς στέφανος Ἑλλήνων ὕπο ἄνδρ ' ἐσθλὸν ὠφελοῦντας εὐκλείας τυχεῖν . κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας
5544806 ἀμμωδες
Σοῦσα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Εὐλαίου ποταμοῦ εἰς Τέναγος [ ἀμμῶδες στάδιοι ριʹ . Ἀπὸ δὲ Τενάγους ] ἀμμώδους ἐπὶ
τὰ κάτω κακοῦται , κνησμῶν ἐγγενομένων ἔμπροσθεν ἰσχυρῶν , τούτοισιν ἀμμῶδες οὖρον γίνεται , καὶ ἐφίσταται : τοῖσι δὲ ὀλεθρίοισιν
5540796 τρωσεσι
, χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , χαλεπαῖς κρυπταῖς
μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι : ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις ,
5538336 δυσουριωντας
καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ
. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ
5535304 ὀρνιθεσσιν
κραιπνοὶ τελέθουσαι αὐτοῖσιν φορέουσιν ἴσον τάχος οἰωνοῖσιν . οὐδὲ μὲν ὀρνίθεσσιν ὁμοίϊος ἀμβαδὸν εὐνή , Βάκτριον οἷα δὲ φῦλον ἔχουσιν
, ἄχθεα θαυματὰ χερσὶ καὶ ὤμοισιν φορέοντας ἱπταμένους γυίοις ἐναλίγκιον ὀρνίθεσσιν , πιλναμένους τε νέφεσσιν ἐπ ' ἠνεμόεντι πετεύρῳ .
5534567 κατακοπτομενων
τοὺς τῆς οἰκουμένης ἡγεμόνας ἐνίκησεν ὥστε διὰ τὸ πλῆθος τῶν κατακοπτομένων ὑπ ' αὐτοῦ μηδένα ποτὲ τολμᾶν ἔτι κατὰ στόμα
: αὕτη λέγεται ἐπὶ τῶν εἰς πολλὰ διαιρουμένων πράγματα καὶ κατακοπτομένων . Οἱ γὰρ Μολοττοὶ ἐν τοῖς ὁρκωμοσίοις κατακόπτοντες εἰς
5529026 ἀποδοντων
. ἔνθεν καὶ οἱ ἱεροὶ πόλεμοι κατερράγησαν , Λακεδαιμονίων μὲν ἀποδόντων Δελφοῖς τὸ ἱερὸν μετὰ τὸ καταπολεμῆσαι Φωκέας , Ἀθηναίων
πόλιν . Βοηθησάντων δὲ πάντων Αἰολέων ὁμολογίῃ ἐχρήσαντο τὰ ἔπιπλα ἀποδόντων τῶν Ἰώνων ἐκλιπεῖν Σμύρνην Αἰολέας . Ποιησάντων δὲ ταῦτα
5525820 Παρρασιους
ἔλαβεν , ἀπέσφαξεν : ἐκεῖθεν δ ' εὐθὺς στρατευσάμενος εἰς Παρρασίους τῆς Ἀρκαδίας μετ ' αὐτῶν ἐδῄου τὴν χώραν .
τὰς ἐν Παρρασίοις πόλεις ἀπῆλθον . Λακεδαιμόνιοι δὲ τούς τε Παρρασίους αὐτονόμους ποιήσαντες καὶ τὸ τεῖχος καθελόντες ἀνεχώρησαν ἐπ '
5524163 ἀντιταττομενους
συνεπέστησεν . Πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας πόλεις ἐκπολιορκήσας καὶ τοὺς ἀντιταττομένους ἀνελὼν προῆγεν ἐπὶ τὴν πέτραν τὴν Ἄορνον καλουμένην :
τὴν εὐλάβειαν ἔσχηκεν ; πάντες δὲ ἀνατείνονται μὲν πρὸς τοὺς ἀντιταττομένους , εἴκουσι δὲ τοῖς ὑποπεπτωκόσιν , ὧν μὲν τὴν
5523195 ἀμφημερινους
ἐπ ' ἐκείνων γίνεσθαι τὸν ἱδρῶτα , ἀλλὰ τεταρταίων πρὸς ἀμφημερινούς . ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἀμφημερινῶν ἢ οὐδ '
πέττειν καλῶς οὔτε ὀρέγεσθαι δύναται , καὶ πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀμφημερινούς : οὕτω ποικίλως πρὸς ἅπαντα κατασκευάσαι χρήσιμον . Ἔμετος
5520030 καρδαμῳ
καὶ τότε ἐστὶ δραστικώτερον . ἔχει δὲ ῥίζας δύο ἐμφερεῖς καρδάμῳ . Ἰδαία ῥίζα φύλλα ἔχει ὀξυμυρρίνῃ ἐοικότα , παρ
, ἐν οἷς καὶ τοὺς νεφροὺς ἔφαμεν , καὶ προσέτι καρδάμῳ καὶ ἀλεύρῳ ὀροβίνῳ μετὰ μέλιτος καὶ περιστερῶν κόπρῳ μετ
5520016 μοναχῃ
εἶναι καὶ τὸ σημεῖον ἀδιάστατον καὶ ἀμερές , ἐπεὶ τὸ μοναχῇ διεστηκὸς περατοῖ . καὶ ὅρα ὅτι ἐπ ' οὐδενὸς
τὰς τούτου τοῦ εἴδους ἀποδόσεις , ἐὰν μή τις τὸν μοναχῇ τρόπον κατηγαπηκὼς τοὺς ἄλλους κενῶς ἀποδοκιμάζῃ , οὐ τεθεωρηκὼς
5518393 μονοκερως
τὸ κέρας συγκείμενα ἅπαντα διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφονται οἷον μονόκερως , ὑψίκερως , εὔκερως : ὁμοίως καὶ τὰ ἐν
Ἵππους μονόκερως γῆ Ἰνδικὴ τίκτει , φασί , καὶ ὄνους μονόκερως ἡ αὐτὴ τρέφει , καὶ γίνεταί γε ἐκ τῶν
5518338 λεπτυνον
τὴν ἀρτηρίαν λεαίνει καὶ τῇ γλισχρότητι τὸ προσηνὲς καὶ μετρίως λεπτύνον εὐανάγωγον ἐργάζεται τὸ ἀναπτυόμενον μετὰ τοῦ καὶ εὐκρασίαν παρέχειν
καλουμένων , ὧν ἡ ὕλη μᾶλλον τὸ κατάγλισχρον κέκτηται μὴ λεπτύνον . εἰσὶ δὲ διάφορα τὰ τοιαῦτα , ᾗ τὰ
5517018 Δρυος
δισχιλίους , ὡς Θεόπομπος ἐν τρισκαιδεκάτῃ τῶν Φιλιππικῶν φησί . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : παρόσον ἀνὴρ μέγας ὅταν
Κρεισσόνων γὰρ καὶ δίκαια κἄδικ ' ἐστ ' ἀκούειν . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : γρ : καὶ ξυλοχίσδεται
5514561 ἀγανῃσι
ὅτι Διὸς καὶ Ἠλέκτρας ἐγένετο Ἰασίων καὶ Δάρδανος . ἀρρήτους ἀγανῇσι : τὰς τελετὰς λέγει τὰς ἐν Σαμοθρᾴκῃ ἀγομένας ,
μετ ' οὐδενὸς λέγειν ἡ ποιητική καὶ θυσίαισι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶς ' ἄνθρωποι λισσόμενοι ,
5513421 κερσαμενος
πλάκα ] τὴν Ψυταλίαν ἤτοι τοὺς ἐν αὐτῇ Πέρσας . κερσάμενος ] τεμών . δυσδαίμονα ] δυστυχῆ . ἀκτὰν ]
δοὺς , ἀπηύρα καὶ ἀπήλαυσε τῶν Περσῶν καταθοινησάμενος αὐτοὺς , κερσάμενος καὶ κατακόψας αὐτοὺς εἰς πλάκα τὴν νυχίαν , ἤτοι
5512504 πολυγαμους
δισώμῳ δὲ ἢ πολυμόρφῳ πάλιν ἢ καὶ πλείοσιν ἑῴοις συσχηματισθεὶς πολυγάμους . Κρόνου μὲν οὖν ὡσαύτως τῷ μὲν ἡλίῳ συσχηματισθέντος
ἢ καὶ πλείοσιν ἐν τῷ αὐτῷ ζῳδίῳ τὴν συναφὴν ἐπέχουσα πολυγάμους . κἂν μὲν οἱ τὰς συναφὰς ἐπέχοντες τῶν ἀστέρων
5509741 σμερδναισι
] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι ] καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων .
Διός θοῦρον ] τὸν ὁρμητικὸν καὶ θρασύν ἀντέστη ] ἠναντιώθη σμερδναῖσι ] καταπληκτικαῖς γαμφηλαῖσι ] σιαγόσι συρίζων ] ἐκπνέων :
5508099 νυχθημερῳ
τῶν μοιρῶν τοῦ Ἡλίου , ἐξ ὧν οὗτος διέρχεται τῷ νυχθημέρῳ μίαν , ὡς ἐξ ἀρχῆς εἰρήκαμεν ἐν τῷδε τῷ
ὁπόταν ἡ περιφέρεια τοῦ κύκλου ἀνενεχθῇ , ἣν διήνυσε τῷ νυχθημέρῳ κατὰ τὴν προαιρετικὴν κίνησιν ὁ ἥλιος , τότε καὶ
5501751 ναπαισι
τιθύμαλλον καὶ σφάκον , πρὸς αὐτῷ ἀσφάραγον κύτισόν τε , νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ καὶ φλόμον ἄφθονον , ὥστε
φέρει τιθύμαλλον καὶ σφάκον πρὸς αὐτῷ ἀσφάραγον κύτισόν τε : νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ : καὶ φλόμον ἄφθονον ὥστε
5501553 Ἀτλαντι
δένδρον ἐστὶ ναρθηκοειδὲς Λιβυκόν , γεννώμενον ἐν τῇ κατὰ Μαυρουσιάδα Ἄτλαντι , ὀποῦ μεστὸν δριμυτάτου , ὃν δεδοικότες οἱ τῇδε
. Ἡρακλῆς δὲ λαβὼν τὰ μῆλα , χαίρειν εἰπὼν τῷ Ἄτλαντι , ἀπέρχεται εἰς Μυκήνας παρ ' Εὐρυσθέα , καὶ
5500879 εἰαρινοις
νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας τε σελάνας καὶ θαλασσαίαισι δίνῃς
Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον , ἀεναοῖς ποταμοῖς ' ἄνθεσι τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας τε σελάνας καὶ θαλασσαίαισι δίναις
5499427 ῥοιᾳ
. , : Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ δένδρον , ῥοιᾷ παραπλήσιον , καρπὸν δ ' ἄφθονον τρέφει μήλων ,
καὶ ἐνίκησεν . ἔστι δέ τι καὶ φυτὸν σίδη ὅμοιον ῥοιᾷ ἐν τῇ περὶ Ὀρχομενὸν λίμνῃ ἐν αὐτῷ τῷ ὕδατι
5497810 ὡρμηκοτας
ὁ βασιλεύων εἵλκετο . λαβὼν δὲ αὐτοὺς πρὸς τὴν ἡσυχίαν ὡρμηκότας ὁ Μῆδος διῆγε , διέτριβεν ἐρωτῶν , ἀποκρινόμενος ,
τὸν τύραννον . ἀκούσαντας δὲ τὸ τῆς βουλῆς ὄνομα τοὺς ὡρμηκότας παίειν τε καὶ βάλλειν αὐτὸν ἀποτραπέσθαι καὶ μηδὲν εἰς
5494315 σκοτεινας
ἤτοι κατὰ συγκοπὴν τὰς ἐρεβεννάς , τουτέστι [ καταπληκτικὰς ] σκοτεινὰς κυρίως , ἐξ οὗ μελαίνας . ὁ δὲ λόγος
. Ἐκείνου : τοῦ θοροῦ . Ὀρφναίας : διὰ , σκοτεινὰς , μέλαινας : ὀρφνὴ ἡ νὺξ παρὰ τὸ τὴν
5493085 μονιμως
μὲν ἡνωμένον πᾶν ὅσον ἂν ᾖ καὶ ὁποῖον καὶ τὸ μονίμως ἱδρυμένον ἐν ἑαυτῷ , τό τε τῶν ἀμερίστων οὐσιῶν
καὶ τῶν θεῶν τὸ φῶς ἐλλάμπει χωριστῶς ἐν αὑτῷ τε μονίμως ἱδρυμένον προχωρεῖ διὰ τῶν ὄντων ὅλων . Καὶ μὴν
5490274 διεξεληλυθαμεν
τὸ ἀρχαιότροπον καὶ Πυθαγορικόν . ἀλλ ' ἐπεὶ διὰ πάντων διεξεληλύθαμεν τῶν προτρεπτικῶν τρόπων , ἐνταῦθα καταπαύομεν τοὺς εἰς παράκλησιν
Τὸ σκῆνος τοῦτο , ὃ καί , ὦ τέκνον , διεξεληλύθαμεν , ἐκ τοῦ ζῳοφόρου κύκλου συνέστη καὶ τούτου συνεστῶτος
5488992 συρρυσιν
. συνεζεύχθη μὲν γὰρ τὰ τέως διεστῶτα πελάγη κατὰ τὴν σύρρυσιν ἑνωθέντα , ἡ δ ' ἡνωμένη γῆ τῷ μεθορίῳ
περὶ δὲ Δεῖμός τε Φόβος τε . ποταμῶν δέ γε σύρρυσιν εἰς χωρίον ἓν καὶ πάταγον ὑδάτων ἀναμισγομένων ἐκμιμήσασθαι τῇ
5482753 σποδοειδης
Χροιῇ : τὴν ὄψιν , τῇ ὄψει . αἰθαλόεσσα : σποδοειδὴς , στακτώδης , μέλαινα , στακτοειδὴς , αἰθαλώδης .
ἐπιτεταμένως , ἡ δὲ σποδοειδής : ἀρίστη δ ' ἡ σποδοειδὴς οὖσα καὶ μαλακὴ ἄγαν πρός τε χαλκωμάτιον ἑλκυσθεῖσα γραμμὴν
5479735 βαρειν
γυναῖκας : βρίθω γὰρ τὸ βαρῶ . ἢ παρὰ τὸ βαρεῖν τοὺς Ἕλληνας : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας
ἐστι χρείαν παρασχέσθαι . Μεμπτικὸς δέ ἐστιν ὁ μὴ νομίζεσθαι βαρεῖν προσδεχόμενος . οἷον : Εἰ μὴ παραδέδωκέ σοι μηδέπω

Back