τὸν χειμῶνα καὶ τὸ ἐπιὸν ἔαρ καὶ θέρος ἐν τῷ κατάπλῳ πραγματευθέντας ἐλθεῖν εἰς τὴν Παταληνὴν περὶ κυνὸς ἐπιτολήν : | ||
μισθοφόρων ὅ τι περ ἀπόμαχον , αὐτὸς τὰ ἐπὶ τῷ κατάπλῳ παρεσκευάζετο τῷ ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν . Ἐν τούτῳ |
τῶν μοιρῶν τοῦ Ἡλίου , ἐξ ὧν οὗτος διέρχεται τῷ νυχθημέρῳ μίαν , ὡς ἐξ ἀρχῆς εἰρήκαμεν ἐν τῷδε τῷ | ||
ὁπόταν ἡ περιφέρεια τοῦ κύκλου ἀνενεχθῇ , ἣν διήνυσε τῷ νυχθημέρῳ κατὰ τὴν προαιρετικὴν κίνησιν ὁ ἥλιος , τότε καὶ |
ταύτας πρὸς τὰς ἐκκρίσεις , ἢ τῷ παρεπομένῳ τοῖς διδομένοις ὀλίσθῳ : συνυποσύρονται γάρ , ὡς εἰκός , καὶ συνεξολισθαίνουσι | ||
ἡγεμόνας ὅλων πόλεων καὶ ἐθνῶν ἀποφαίνειν τοὺς κλήρῳ λαχόντας , ὀλίσθῳ τινὶ τύχης , ἀβεβαίου καὶ ἀνιδρύτου πράγματος ; ἀλλ |
ἔστι δὲ πλησίον τῶν Ἑσπερίδων . τὸ ἐθνικὸν Μασκωτίτης , Λιβυκῷ καὶ Αἰγυπτίῳ τύπῳ . Μάσπιοι , ἔθνος Περσικόν , | ||
Μυρτώῳ καὶ Καρπαθίῳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Ἀδριατικῷ πελάγει καὶ Λιβυκῷ , ἀπὸ δὲ δύσεως Ἰωνίῳ πελάγει καὶ Ἀδριατικῷ , |
τὸ ϲτόμα καὶ δάκνεϲθαι , ὅπερ καὶ ϲημεῖόν ἐϲτι τοῦ βδέλλαν καταπεπόϲθαι : ἐνίοτε δὲ καὶ αἷμα πτύουϲιν ἀνθηρὸν ἀναχρεμπτόμενοι | ||
γίνεται δέ ποτε δι ' ὑπερῴαϲ αἵματοϲ κένωϲιϲ καὶ διὰ βδέλλαν καταποθεῖϲάν τε καὶ προϲπεφυκυῖάν τινι τῶν τῇδε μορίων : |
ἄνασσα , πάντων δὲ Γᾶ τροφός , κτήσαντο : πέμπε πυρφόρους θεάς , ἄμυνε τᾶιδε γᾶι : πάντα δ ' | ||
παρὰ τοῖς Ῥοδίοις ναύκληροι διαγωνιάσαντες περὶ τῶν πλοίων κατέσβεσαν τοὺς πυρφόρους , οἱ δὲ πρυτάνεις κινδυνεύοντος ἁλῶναι τοῦ λιμένος παρεκάλεσαν |
εἰς ἀλκήν . ὡς Ὅμηρος αἰεὶ δ ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχήσασθαι . Ἄρατος μὲν ἡμιτελῆ φησιν εἶναι τὸν ταῦρον , | ||
ἀμαχέτου ] ἀκαταπονήτου . . πρὸς ὃ μὴ δύναταί τις μαχήσασθαι , ἤτοι κατασχεῖν φερόμενον . ὀροκτύπου ] τοῦ κτύπον |
μὴ προμαθὼν ἄπειρος τούτου δηλονότι , ἤγουν τοῦ διδάξαι . κουφότεραι γάρ , ἀντὶ τοῦ κοῦφαι , ἤγουν ἐλαφραί , | ||
τοι εἰδότι ῥᾴτερον : ἄγˈνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν : κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες . κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι |
πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείᾳ . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” ἐν δὲ Ἰξιὰς πόλις , ἐν δὲ Μενεκίνη πόλις „ . Ἰξιβάται | ||
πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι : ἐν δὲ Ἰξιὰς πόλις , ἐν δὲ Μενεκίνη πόλις . . Μενεκίνη |
καλούμενος . Διπλοῦς οὗτος τὸ εἶδος , ὁ μὲν ἐοικὼς κρυστάλλῳ , πλὴν ὅσον καθάπερ ἀκτῖνές τινες ἢ τρίχες αὐτῷ | ||
Γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἰνδικῇ . Ὅμοιος δέ ἐστι τῷ κρυστάλλῳ , ἔξαυγος καθὰ καὶ ὁ κρύσταλλος . Ὁ μέντοι |
δισχιλίους , ὡς Θεόπομπος ἐν τρισκαιδεκάτῃ τῶν Φιλιππικῶν φησί . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : παρόσον ἀνὴρ μέγας ὅταν | ||
Κρεισσόνων γὰρ καὶ δίκαια κἄδικ ' ἐστ ' ἀκούειν . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : γρ : καὶ ξυλοχίσδεται |
ἐν κύκλῳ εὐθειῶν κανόνιον τὰ παρακείμενα αὐτῷ τε καὶ τῷ λείποντι εἰς τὰς τῶν δύο ὀρθῶν μοίρας ρπ χωρὶς πολυπλασιάσαντες | ||
καὶ τοῦτο ἐξίχνευσεν , πάντως ἂν καὶ τὴν κανονοποιίαν τῷ λείποντι μορίῳ προσηρμόκει . ἐπειράθην μὲν οὖν καὶ αὐτὸς κανόνα |
καὶ βουλομένη μηδὲ μέρος τι αὐτῆς ἐνταῦθα εἶναι , εἰκότως οἰστρᾷ , ἀντὶ τοῦ ἀδημονεῖ ἐκείνων ἐφιεμένη καὶ μνημονεύουσα . | ||
: πάλιν μεταφορικαῖς λέξεσι χρῆται καὶ ὑπερβολαῖς , λυττᾷ , οἰστρᾷ , μαίνεται λέγων καὶ ὅσα τοιαῦτα . λαʹ Οὔτε |
ποτόν , εἶτα καθαρθένταϲ λούϲομεν καὶ τροφὴν εὐϲτόμαχον προϲοίϲομεν . χρονιζούϲηϲ δὲ τῆϲ καθάρϲεωϲ διδόναι χρὴ μελίκρατον θερμὸν καταρροφεῖν ἐναφηψημένου | ||
δίδου μέλιτοϲ ἑφθοῦ ὀλίγον ἐκλείχειν . εἰ δὲ ταῦτα νικηθείη χρονιζούϲηϲ τῆϲ νόϲου , ξυρήϲαϲ τὴν κεφαλὴν ἐπιτίθει τὸ διὰ |
ἤδη μεμελετηκέναι καλῶς . ἐμοὶ γάρ , ὦ γυναῖκες αἱ καθήμεναι , γυναῖκας αὖ , δύστηνε , τοὺς ἄνδρας λέγεις | ||
ἂν ἐσῴζετο , εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο . καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ . ἐπὶ τῆς κεφαλῆς |
ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ . ταύταις καὶ ταῖς παραπλησίαις τομαῖς καὶ διαστολαῖς τῶν πραγμάτων ἐντραφεὶς καὶ ἐνασκηθεὶς ὁ ἀστεῖος ἆρ ' | ||
πρὸς ἕκαστα τῶν ἀπορουμένων προσβολῇ , τομαῖς δὲ ἀεὶ καὶ διαστολαῖς χρῆσθαι , ὡς τὴν ἑκάστου πράγματος ἰδιότητα κοινῶν διαζευγνύναι |
ἀληλεσμένον ὑπὸ τῆς μύλης ἠφάνισται : ὅθεν καὶ τὰ φάρμακα ὀδυνήφατα , ὅτι τὰς ὀδύνας ἀναιρεῖ καὶ ἀφανίζει . μυρία | ||
ἰατρὸν τῶν θεῶν , “ τῷ δ ' ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων . ” Παιόνες ἔθνος βαρβαρικόν . παιπαλόεντος |
καὶ ποταμῶν πλήρεις ἀνα - βάσεις , ἔτι δὲ τῶν εὐχρήστων ζῴων καὶ τῶν τῆς γῆς καρπῶν μάλιστα δαψίλειαν καὶ | ||
τὸ ἐφ ' ἑαυτοῖς ἀγαθῶν τέ εἰσιν αἴτιοι καὶ τῶν εὐχρήστων , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς εὐεργεσίας αὐτῶν οὐ |
ὡς Θησεύς Θησηίς , οὕτως Ἀλαλκομενεύς Ἀλαλκομενηίς , ὥσπερ καὶ Βρισεύς Βρισηίς καὶ Νηρεύς Νηρηίς . „ ἐκ τοῦ Ἀλαλκομενέως | ||
ἧστινος δὴ τὴν ἐργασίαν αὗται ἐδίδαξαν . . . . Βρισεύς : ὁ ἥρως , οἷον : κούρην Βρισῆος : |
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ||
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον |
σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης , τυλώδης , σκληρότερος στεατώματος καὶ χοιράδος , περιωρισμένος δέ . συνήνωται τοῖς κατὰ φύσιν σώμασιν | ||
σχάσον , ταχὺ δ ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε , χοιράδος ἄλκαρ πέτρας . ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ ' |
Καρμανοί . Παταλήνην ὡς τὸ Πριήνην : τινὲς δὲ ὀξυτόνως Παταληνήν φασιν . Παρνησοῖο ] Τὰ κρείττονα τῶν ἀντιγράφων ἢ | ||
Καρμανοί . Παταλήνην ὡς τὸ Πριήνην : τινὲς δὲ ὀξυτόνως Παταληνήν φασιν . Παρνησοῖο ] Τὰ κρείττονα τῶν ἀντιγράφων ἢ |
, καὶ λόγος ὑπὲρ αὐτῆς κατέχει οὐδὲ Ἡρακλεῖ τῷ Διὸς ἁλωτὸν γενέσθαι τὴν πέτραν . εἰ μὲν δὴ καὶ ἐς | ||
τὸ χωρίον . βίᾳ μὲν γὰρ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ἁλωτὸν εἶναι Ἀλεξάνδρῳ καὶ τῇ στρατιᾷ τῇ ἐκείνου , ἐς |
πρόπας στόλος , οὐδ ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν | ||
τῆς γῆς ἐχούσης βοτάνας * βοτεῖται : βόσκεται τὸ δὲ ἀλέξεται γράφεται καὶ ἀλεύεται : οὐδ ' ἀπαλεύεται καὶ ἰᾶται |
, συνημμένην τῷ ὄξει ψυχρὰν πόσιν δεπάεσσι ] τοῖς ποτηρίοις κεραιόμενον ] κιρνώμενον συνήρεα ] ἀντὶ τοῦ συνηρμοσμένην συνήρεα ] | ||
ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . ναὶ μὴν ἀτμένιόν τε κεραιόμενον λίπος οἴνῃ ἢ χιόνι γλυκέος μίγδην πόσις ἄλγος ἐρύξει |
εἴς τε στεφάνους πλεκομένης κόκκους κε . λειοτριβήσας ἅπαντα γλυκεῖ Κρητικῷ πλάσσε τροχίσκους : πότιζε δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν | ||
δὲ τῆς Λακωνικῆς . Ἐν τῷ πόρῳ δὲ κειμένη τῷ Κρητικῷ ἄποικός ἐστιν Ἀστυπάλαια Μεγαρέων , νῆσος πελαγία : πρὸς |
λεγόμενον ξύσμα , ἐξ οὗ γίνεται ὁ καλούμενος μοτός [ ξυσμός ] . ἄγχιστα : ἔστι μὲν ἔγγιστα . αὐτὸς | ||
ἔνι . θηλείαις : ἁπαλαῖς . χνόος : ψόφος , ξυσμός . ἔλαια : σημείωσαι , ὅτι τὰ ἔλαια πληθυντικῶς |
τῶν δὲ φαύλως , καὶ τῶν πλείστων βαρβάρων εἰς αὐτὰς συρρυέντων . πολλαὶ γὰρ δή τινες ἁλώσεις κατὰ πολλὰ μέρη | ||
τοῖς ἐν τέλει τῶν Αἰγυπτίων . πάντων οὖν τῶν δυνατῶν συρρυέντων εἰς τὰ βασίλεια , λαβὼν τὴν βακτηρίαν ὁ Μωυσέως |
ἱδρὼς καὶ ὅλως ὁ ἐκ τῶν κοίλων κακωδέστατος : καίτοι μανοί γε οἱ τόποι , ἀλλ ' ἡ κατάπνιξις καὶ | ||
οἶμαι , καὶ ἡ ἐπωνυμία αὐτοῖς ἥκει , οἱ δὲ μανοί τέ εἰσι καὶ ἀνειμένοι μᾶλλον , καὶ ὑγροὶ ἅμα |
πλεῖ δὲ εὐθὺς πελάγιος . ἐγὼ δὲ ἀνέπνευσα μὲν οὕτω διαλυθέντων μοι παραδόξως τῶν γάμων , ἠχθόμην δὲ ὅμως ὑπὲρ | ||
τήκειν τὸν στύρακα καὶ λειοῦν . ἑνωθέντων δὲ τούτων καὶ διαλυθέντων ἱκανῶς , ἐπίβαλλε κατὰ βραχὺ τὰ ξηρὰ ἐπιχέων καὶ |
Πλάτων , δύεσθαι ὑποδύεσθαι καταδύεσθαι τριόδοντι χρωμένους , πληγῇ , κάμακι , πυρίαις . αἱ τέχναι αὐτῶν θηρευτικὴ θήρα , | ||
καὶ ἀεὶ τοῦτο γινόμενον μακρὰν κλίμακα ποιήσει . Σὺν τῷ κάμακι οἱ πρῶτοι καὶ μέσοι καὶ ἔσχατοι βαθμοὶ λεπίσι σιδηραῖς |
ἐπουλὶϲ ϲαρκόϲ ἐϲτιν ὑπεροχὴ κατά τινα τῶν ὀδόντων ἐπὶ τοῖϲ οὔλοιϲ γινομένη , ἡ δὲ παρουλὶϲ ἀποϲτημάτιον κατὰ τὰ οὖλα | ||
ταριχηρᾶϲ κεφαλὴ καυθεῖϲα τὰϲ ὑπερφυομέναϲ ϲάρκαϲ ἐν τοῖϲ ἕλκεϲι μάλιϲτα οὔλοιϲ ὀδόντων καταϲτέλλει ἐπιπαττομένη καὶ τύλουϲ ἐκβάλλει , οὓϲ ἥλουϲ |
, βίαις ἐξαισίοις πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν | ||
αἱ μετριότητες ἀπὸ τουτέων σκεπτέαι . Αἱ προαυξήσιες ἑκάστῳ ἃ μειοῦσι , καὶ αἱ μειώσιες ἃ προαυξοῦσι , καὶ τῇσι |
, καὶ τὸ ἀντικείμενον τῷ ὄντι τὸ μὴ ὂν τῷ ἀντικειμένῳ τῷ ἑνὶ ταὐτὸν ἔσται : οὐκ ὂν ἄρα τὰ | ||
εἴρηται : εἰ γὰρ τόδε τῷδε ἀκολουθεῖ , καὶ τῷ ἀντικειμένῳ τὸ ἀντικείμενον , οἷον εἰ τὸ πῦρ θερμόν , |
τῷ μὲν ] ἤγουν τῷ δήμῳ . Γ τὴν ῥᾳδιουργίαν ἐπεξηγούμενος τῶν τροφῶν , “ ὥσπερ αἱ τίτθαι σιτίζεις ” | ||
τοῦτο μήτε οὗ λέγων τὸ τίνος ἕνεκα . ὥσπερ γὰρ ἐπεξηγούμενος τὰ προειρημένα προσέθηκε τὸ τίνα τύπτει : ἢ καὶ |
παρετήρει τὸν χρόνον , ἐν ᾧ ὕδατα πολλὰ καὶ πνεύματα ἐξαίσια , καὶ δίδωσι Πηλεῖ Φιλομήλαν : καὶ οὕτως ἐπεκράτησεν | ||
. , ; , ; , . . ἐναγεῖς ἄμαχον ἐξαίσια τοὺς δὲ παντάπασιν ἀπεωθεῖτο ὡς ἐναγεῖς ὄντας καὶ ἀνιάτους |
δυνατὸν τὴν παράταξιν ἐκτάσσειν , ἔνθα μηδὲ ὕλαι , μηδὲ τέλματα , μηδὲ κοιλάδες ἐνοχλοῦσι , διὰ τὰς παρ ' | ||
, τὸ δ ' εἰς τὴν Ἀραβίαν ἐναντίως εἰσχεόμενον εἰς τέλματα παμμεγέθη καὶ λίμνας ἐκτρέπεται μεγάλας καὶ περιοικουμένας γένεσι πολλοῖς |
, οὐ Κόρυδος ἀσύμβολος κινεῖν ὀδόντας . ἀγορὰν ἰδεῖν εὔοψον εὐποροῦντι μὲν ἥδιστον , ἂν δ ' ἀπορῇ τις ἀθλιώτατον | ||
οὖν μοι σύνηθες τὸ ἔργον , ἅτε δὴ σφόδρα ὀλίγων εὐποροῦντι τῶν ἀρχετύπων . ὃν δὲ σύ μοι πίνακα πήγνυσαι |
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς | ||
. τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα , |
τοῖν σωφρόνοιν , τοῖν λεόντοιν : ὦ Θέωνε , ὦ σώφρονε , ὦ λέοντε . Οἱ Θέωνες , οἱ σώφρονες | ||
ὦ λέον διὰ τοῦ ο . Τὼ Θέωνε , τὼ σώφρονε , τὼ λέοντε : τοῖν Θεώνοιν , τοῖν σωφρόνοιν |
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | ||
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , |
Δήμητρα θέμεναι μάρτυρ ' ἡλίου τε φῶς ὡς οὐδὲν ἡμῖν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν . ὃς Πέλοπος ἦν παῖς , Πελοπίας | ||
ἰχθύσι νωμήσασθαι : ἀλλ ' οὔ σφιν τότε πῆμα θαλάσσια ἤρκεσαν ἔργα . Εὐρύπυλος δὲ μενεπτόλεμος βάλε φαίδιμον Ἕλλον τόν |
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον | ||
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον |
ποταμοῖο , οἶος ἄνευθ ' ἄλλων ἐνὶ φάρεσι κυανέοισιν βόθρον ὀρύξασθαι περιηγέα , τῷ δ ' ἔνι θῆλυν ἀρνειὸν σφάζειν | ||
πέτραι ἀμμώδεις κλύζωνται ἐπ ' ἄκρῃ κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ΚΙΧΛΑΙ καὶ |
ἐπιμιγνὺς δικαίων δὲ φειδομένη , δὸς εὐμενῶς ἤδη μοι τῶν αἰτημάτων τυχεῖν . Βραχμᾶνας δὲ παρόντας ἐνθάδε σοφούς τε καὶ | ||
ἀξιοῦτε καταλύσασθαι τὴν διχοστασίαν , ἂν ᾖ μέτριόν τι τῶν αἰτημάτων καὶ μήτε τῷ ἀδυνάτῳ μήτε ὑπ ' ἄλλης αἰσχύνης |
μὴ διαλείποντι , ἤδη ἀσθενεῖ ἐόντι , θανάσιμον . Αἱ ἀποχρέμψιες αἱ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι τοῖσι μὴ διαλείπουσιν , αἱ | ||
σεισθείσῃ , ἄλγημα περὶ τὸ στῆθος ἐγένετο καὶ πλευρόν : ἀποχρέμψιες πυώδεες : φθίσις κατέστη : ἓξ μῆνας οἱ πυρετοί |
ἐξήγαγεν : οὐ πολὺ δ ' ἀφειστήκει τὸ χωρίον ἔνθα ἐσκήνου ὁ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ . ὡς δ | ||
σῶσαί οἱ τοὺς Ἀθηναίους . ὁ δὲ Ἡρώδης ἐν προαστείῳ ἐσκήνου , ἐν ᾧ πύργοι ἐξῳκοδόμηντο καὶ ἡμιπύργια , καὶ |
ἀρχῇ συντίθεται ἐκ τοῦ „ πολύ „ προπαροξύνεται : πολύστροφος πολύκαρπος πολύφιλος . τὸ δὲ μογιλάλος παροξύνεται : οὐ γὰρ | ||
τὴν γῆν ἰδίωμα : κισσηρώδης γὰρ οὖσα πολυφόρος ἐστὶ καὶ πολύκαρπος : ἢ ὅτι Κάδμος ἐπιβαλὼν καὶ τὴν νῆσον οἰκίσας |
περὶ τὴν Ἰταλίαν μονομάχων ἐς θέας ἐν Καπύῃ τρεφομένων , Σπάρτακος Θρᾲξ ἀνήρ , ἐστρατευμένος ποτὲ Ῥωμαίοις , ἐκ δὲ | ||
Ἐρατοσθένης ἐν Γαλατικῶν δευτέρῳ . τὸ ἐθνικὸν Σπαρτάκιος ἢ καὶ Σπάρτακος . Σπαλέθρη , πόλις Θεσσαλίας . Ἑλλάνικος δὲ Σπάλαθρον |
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ | ||
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ . |
λέγονται κύματα ἐξερχόμενα καὶ πάλιν εἰσερχόμενα . διαύλοις οὖν ταῖς παλιρροίαις τῶν κυμάτων . δίαυλοι δὲ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν | ||
καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων ἢ παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης |
εἰσήλθοσαν , ὡρμήθησαν , ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ . Ῥίμφα : ἡσύχως , εὐκόλως . μεταπλώσας : διαπλεύσας , | ||
μάτην . Ἀνακλονέουσιν : ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν |
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος | ||
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ] |
δέ , ὁ ἱμὰς ὁ συνέχων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . Γ ἄλλως : ὁ τῆς κώπης ὀφθαλμὸς ἔχει | ||
δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην : πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ νὺξ ἐγένετο καὶ οὐδεὶς Ἑλλήνων ἠξίωσεν . |
ψιαθῶδές τι πλέγμα ἐν ᾧ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν . ἢ φορυτῷ τῇ ἐκ φρυγάνων στρωμνῇ . τὴν ἔπαλξιν ] τὸ | ||
Οὐδ ' αἶγες πρίνοιο περισπεύδουσαι ἀκάνθαις εὔδιοι , οὐδὲ σύες φορυτῷ ἔπι μαργαίνουσαι . Καὶ λύκος ὁππότε μακρὰ μονόλυκος ὠρύηται |
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ | ||
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἁλοσύδνη , ὥσπερ καὶ τὸ γηθόσυνος γηθοσύνη . . . . ἀλλοδαπός : ὁ ξένος , | ||
ποδώκεος Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , γηθοσύνη , ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι . αἱ |
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων | ||
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ ' |
τὸ ἅπτεσθαι ἀλλήλων . δαιτρεύουσιν : κατακόπτουσιν . Δνοπαλίζεται : συστρέφονται , κόπτονται , συστρέφεται : δνοπάλιξις κυρίως ἡ διὰ | ||
ποταπά ; κοῦφα , μάταια . ποιοῦσαι , παρασκευάζουσαι . συστρέφονται : † ἤγουν τῇ συστροφῇ τοῦ χρόνου συστρέφονται . |
τὰς μαλακίας τῶν πασχόντων , οὓς θεραπεύειν ἀναγκαζόμεθα , μηδὲ βραχυτάτης ὀδύνης ἀνασχέσθαι δυναμένους , τὰ ναρκωτικὰ καλούμενα φάρμακα . | ||
ἅμα τῷ ψυχθῆναι τὸ οὖρον καὶ ταύτας διασκεδασθὲν διέλυσεν ἀπὸ βραχυτάτης ἀρχῆς τῆς τοῦ πνεύματος ἐπιγεγονυίας συστάσεως , παχυτέρου δὲ |
ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον | ||
σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης |
βλάβης : ἄνδρες δικασταί , ὅτι μὲν ἰδιώτης . Συνηγορία Παρμένοντι ὑπὲρ ἀνδραπόδου βλάβης : καὶ παραγεγενημένος ὕστερον , ἄνδρες | ||
καὶ Φρικωνία καὶ Φρικωνίτης καὶ Φρικωνιάτης . κεῖται δὲ παρὰ Παρμένοντι τῷ Βυζαντίῳ ἐν τῷ πρώτῳ ἰάμβων . Φρίξα , |
. . ἐνετίθεις θρυαλλίδων ] ⌈ ἐνέβαλες [ ἐνέβαλλες ] θρυαλλίδα . θρυαλλὶς κυρίως ὁ τοῦ φωτελίου σπινθήρ : νῦν | ||
τῇ μὲν οὖν ἑτέρᾳ εἰϲ τοὺϲ λύχνουϲ χρῶνται καλοῦντεϲ κυρίωϲ θρυαλλίδα . Φοῖνιξ . Τὸ μὲν δένδρον ϲτυπτικῆϲ μετέχει δυνάμεωϲ |
. ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . . | ||
κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες |
τί χρῆμ ' ἀνερμήνευτα δυσθυμῆι , γύναι ; οὐδέν : μεθῆκα τόξα : τἀπὶ τῶιδε δὲ ἐγώ τε σιγῶ καὶ | ||
ἐλπίζων παρ ' ὑμῶν ἀπολήψεσθαι χάριν τὰς τριήρεις ὑμῶν ἁλούσας μεθῆκα προφανῶς κατ ' ἐμοῦ πλεούσας . εἰ γὰρ ἐμνημονεύετε |
ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ , ῥοφήμασιν | ||
ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , αἷμα διὰ ῥινῶν : ἀπέθανεν . Ταύτῃ διὰ |
τρώξιμος καὶ τρώκτης . τρώξιμον : τὴν ὥριμον σταφυλήν . τρώξιμον : πέπειρον . πάντα δόλον τεύχοισα : γράφεται κεύθοισα | ||
τε καὶ κιχώριον καὶ σόγχος καὶ ἔτι μᾶλλον τούτων τὸ τρώξιμον . ἐπειδὴ καὶ τὸ πικρὸν καὶ τὸ ἐκφρακτικόν ἐστιν |
μύρον Λυδῶν ἔφασαν . . πολυτελῶν ἔν τε τροφαῖς καὶ ἐνδύμασιν . . ἐπίπαν ] παντελῶς . Ἠπειρογενὲς ] Ἤπειρος | ||
. ἁβροδιαίτων ] * τῶν πολυτελῶν ἔν τε τροφαῖς καὶ ἐνδύμασιν . ἕπεται ] ἀκολουθεῖ οἵτ ' ] οἵτινες . |
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος . | ||
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια |
ἐξετάζοιτο , ὡς εἴρηται : δοκεῖ δέ πως ἐκ τούτου ἀνακύπτειν τι ἄτοπον : εἰ γὰρ τοῦ νόμου σαφῶς τι | ||
τοῦ ὀρεινὴν εἶναι τὴν ὑπὸ τῷ ἰσημερινῷ , ἄλλη τις ἀνακύπτειν ἂν δόξειεν : οἱ γὰρ αὐτοὶ σύρρουν φασὶν εἶναι |
μὲν τὰς τροπὰς μένειν πεπηγός , ἐν δὲ τῶι θέρει διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι , | ||
μὲν τὰς τροπὰς μένειν πεπηγός , ἐν δὲ τῷ θέρει διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι , |
οὐδὲ ἀπέκλινε , φυλαττόμενος μὴ δοκοίη φεύγειν , ἀλλ ' εὐθύωρον ἄγων ἅμα τῷ ἡλίῳ δυομένῳ εἰς τὰς ἐγγυτάτω κώμας | ||
. ἐχρῆν γὰρ εἰπεῖν πλείονος ἂν ἀξίους εἶναι . . εὐθύωρον ] αὐτῇ τῇ ὥρᾳ . . σαφῶς πάνυ μεταφέρει |
ἢ νάπεϊ ἢ ὑσσώπῳ ἢ ὀριγάνῳ . τὰς δὲ τῷ βρόγχῳ προσφυείσας ἐκβλητέον ἐμβιβάσαντας εἰς θερμὴν ἔμβασιν καὶ δόντας διακρατεῖν | ||
ϲὺν ὕδατι καὶ χαλκάνθῳ ϲὺν ὄξει . τὰϲ δὲ τῷ βρόγχῳ προϲφυείϲαϲ ἐμβιβάϲαϲ εἰϲ ἔμβαϲιν θερμὴν τὸν ἄνθρωπον δούϲ τε |
, τοῦ μήτ ' ἐκεῖσε μήτε δεῦρο παντελῶς , οὕτως ἀνερρίπιζον , ὥστε σύμμετρον αὐτῷ τὸ πνεῦμα , μὴ περίσκληρον | ||
, τοῦ μήτ ' ἐκεῖσε μήτε δεῦρο παντελῶς , οὕτως ἀνερρίπιζον , ὥστε σύμμετρον αὐτῷ τὸ πνεῦμα , μὴ περίσκληρον |
παχύτητος τοῦτο τεκμήριον , διορισθήσεται δὲ ἐκ τοῦ τὰς ἐπιγινομένας πομφόλυγας ἐπιμένειν ἄχρι πλείονος , ὡς ἂν τοῦ πνεύματος κωλυομένου | ||
. πέμφιγας : λέγει τὰς ἐν ὕδατι βρασσομένας ἢ ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται |
καὶ ἐμοὶ πάνυ δοκεῖ : τῷ γὰρ ὄντι ὁ οἶνος ἄρδων τὰς ψυχὰς τὰς μὲν λύπας , ὥσπερ ὁ μανδραγόρας | ||
μὲν νᾶμα ταὐτόν , * * * ὁ τὰς ἐπιστήμας ἄρδων [ ὁ ] ἱερὸς λόγος , τὸ δὲ φρέαρ |
ἀγαθοῦ . δ . τοῦ ἰδίου . ἀλλ ' ἀκέων δαίνυσθε . ἀκέων . Δ . ἀκέων ἀκέουσα : ” | ||
, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι γενέσθω . καὶ τότε μοι δαίνυσθε καὶ ἐς χορὸν ὀτρύνεσθε στησάμενοι κρητῆρας ἐλευθερίης ἐρατεινῆς . |
σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “ σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ | ||
σχίζεται ἐρεσσούσῃ . καὶ Πίνδαρος κώπαν ἤδη μοι σχάσον . σχασάμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων . σχάσαι γὰρ δεῖ |
τῶν πόνων γενναῖον καὶ τὸ ἐς τὰ τολμώμενα ἅμα τῷ θαρραλέῳ εὔελπι . ἐπεὶ τοίνυν ὅ τε δῆμος αὐτὸν ὑποδεξάμενος | ||
δὲ θαρρούντως πάντα ποιεῖν . ἐναντίον γάρ πως δοκεῖ τῷ θαρραλέῳ τὸ εὐλαβές , τὰ δ ' ἐναντία οὐδαμῶς συνυπάρχει |
, λύσσαν ἐπιπνείουσα ὑπὲρ γαληνοῖς σκυλάκεσσιν . Ἐν δέ σφιν πυμάτῳ μυχῷ ἕρκεος ἄλσος ἀμείβει , δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον , | ||
. . . . σπένδοντας δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ |
τῆς θαλάσσης ἱκανῶς ψύχει καὶ ξηραίνει καὶ στύφει μετρίως . Χαλβάνη μαλακτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ὑπάρχει δυνάμεως , ξηραίνουσα μὲν | ||
δευτέραν ἀπόϲταϲιν . ἔχει δέ τι καὶ ϲτῦφον μετρίωϲ . Χαλβάνη ὀπόϲ ἐϲτι ναρθηκώδουϲ φυτοῦ , μαλακτικῆϲ καὶ διαφορητικῆϲ οὖϲα |
. . . . οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται : μὴ δοκησάτω τινί . τάφον γὰρ αὐτὴ καὶ κατασκαφὰς ἐγώ , | ||
] μὴ δόξει τοῦτό τινι . δοκησάτω ] νομισάτω . δοκησάτω ] ἐλπισάτω . δοκησάτω ] δοξάτω . τινί ] |
κατὰ δῆμον ἵκηαι , ἄλλοτε δ ' ἀλλοῖος τελέθειν καὶ χώρωι ἕπεσθαι . εἵματα λυγρὰ φέρων σὺν Ἀρίονι κυανοχαίτηι ἀμφότερον | ||
, / ἔστη δ ' εὐθὺς ἕκαστον ὀφειλομένωι [ ἐνὶ χώρωι ] , / μαρμαρυγὴν * * / δηναίης [ |
κόσμον ἤλαυνον ἐπ ' αὐτοὺς τοὺς ἵππους , τῶν ἱππάρχεε Ἀσωπόδωρος ὁ Τιμάνδρου . Ἐσπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους , | ||
Θηβαῖον γράφει . ἅ νιν ἐρειδόμενον : φυγαδευθεὶς γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ |
εἰμί . ὡς καὶ Ὅμηρος „ αἰεὶ γὰρ ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν „ . Οἱ Χαλκιδεῖς τὰ ὁριστικὰ τῶν ῥημάτων | ||
νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα ; αἰεί τοι ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν ἀλλήλων ἰότητι , χάριν ἄνδρεσσι φέροντες . σοὶ |
δὴ τοῖς ὑπάτοις διελόμενοι τὴν χώραν ὑπεστρατήγουν . καὶ πάντας ἐπεπορεύοντο οἱ ὕπατοι : καὶ αὐτοῖς οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἑτέρους | ||
τοιαύταις ταραχαῖς ὄντων , οἱ παροικοῦντες Τυρρηνοὶ μετὰ δυνάμεως ἁδρᾶς ἐπεπορεύοντο τὴν τῶν Ῥωμαίων χώραν λεηλατοῦντες , καὶ πολλῶν μὲν |
τῆς Κιλικίας . Ἐργίνοιο : ποταμὸς Θρᾴκης . λυγαίοις : σκοτεινοῖς , κατὰ μετωνυμίαν : λύγος γὰρ τὸ σκότος ἀπὸ | ||
κέντρα τὰ μάταια . κελαινοῖς : θανατηφόροις , ματαίοις , σκοτεινοῖς . Αὐδώωνται : ὀνομάζονται , καλοῦνται . ἐπώνυμον : |
α ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ | ||
! ! ! ! [ σὺν τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ? |
: ἔχει εἶχεν * ἐπεί : ἀφ ' οὗ * ἐκορέσσατο : ὁ αἱμορρόος ἐπλήσθη * μήκει : τῷ τοῦ | ||
ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον οὔρεος ἐν βήσσῃσιν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα μακρά , ἅδος τέ μιν ἵκετο |
' ἐπί τ ' ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ , δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη | ||
' ἐπί τ ' ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ , δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη |
τοὺς Ἱππέας . Γ ἐπικουρῶν ] βοηθῶν . κρύβδην ] κεκρυμμένως . Εὐρυκλῆς μάντις δι ' ἑτέρων ἑαυτὸν ποιῶν κατάδηλον | ||
' ὄψεως φαίνεσθαι ὀλίγους ὄντας καὶ ὑποχωρεῖν , ἄλλους δὲ κεκρυμμένως καὶ ἀφανῶς κατακυκλοῦν , πρὸς τὴν τῶν τόπων ἐπιτηδειότητα |
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους | ||
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους |
καὶ οὐχὶ αὐτὴ λέγομεν . οὕτως Ἀπολλώνιος ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ὄφλω . ἐκ τοῦ ὀφείλω συγκέκοπται . Ὁμοκλή | ||
ἄναυδος , φυτὼ νεόφυτος . οὕτως Ἀπολλώνιος ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ἄχερδος , βοτάνη ἣν οὐκ ἐστὶ τῇ χειρὶ |
ἐμβληθείη , σπανίως γε μήν . Μελέται γὰρ μελετέων μέγα διαφέ - ρουσι , καὶ φύσιες φυσίων τῶν σωμάτων εἰς | ||
πλουσίους καὶ πολλὰ χρήματα ἔχοντας , τὰ δὲ ἄλλα μηδὲν διαφέ - ροντας τῶν πάνυ φαύλων , ὅμοιον ὡς εἴ |
ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι : ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν , κτενέειν δὲ | ||
, ἔλπονται δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν . ” καὶ τὸ αὐΐαχοι μετὰ ἰαχῆς μεγάλης , ὡς ἀχανὲς πέλαγος τὸ μεγάλως |
στυφελαῖς κορύναις ἐδάιξαν σφαλλόμενοι δώροισι χοροιμανέος Βάκχοιο . ἀλλὰ σὺ Χηλάων ἐνὶ τείρεσιν αἰθροπολεῦσαν εἰσορόων κερόεσσαν ἐπιφραδέως πονέεσθαι ἀμφὶ γεωτομίῃ | ||
δὲ Κόραξ , ἐνὶ δ ' ἀστέρες οὐ μάλα πολλοὶ Χηλάων : ἐν τῷ δ ' Ὀφιούχεα γοῦνα φορεῖται . |
: καὶ φλέγμα ἐμεῖται ϲυχνόν : ἀποϲιτίη καὶ ἀπεψίη ἐπὶ ϲμικροῖϲι ἐδέϲμαϲι : φυϲώδεεϲ , ἐπηρμένοι τὰ ὑποχόνδρια . τάδε | ||
ἐϲ νομὴν τῇδε μαϲτεύει , οὐδὲ τῷ ϲτόματι καὶ τοῖϲι ϲμικροῖϲι ὀδοῦϲι [ ἔϲθει ] ϲαρκάζει . πόδεϲ γὰρ εὐμήκεεϲ |
καὶ μεστὴν παντοδαπῶν ἐπιθυμημάτων , ἀκόλαστον μὲν ἐν ἡδοναῖς , ἀκατάσχετον δὲ ἐν ὀργαῖς , ἄμετρον δὲ ἐν τιμαῖς , | ||
τοῦ α ἀασάμην . . . , . ἀάσχετον : ἀκατάσχετον : ἀπὸ τοῦ σχῶ σχήσω ἔσχηκα ἔσχεμαι ἔσχεσαι ἔσχεται |
: Κ , , πλήρης . . τίς ἂν τάδε γηθήσειεν : ἡ διπλῆ ὅτι προσυπακουστέον τὸ „ καὶ οὐ | ||
φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ ' ἀκάχοιτο . Τὼ δ ' |
καὶ ψῆτται . καὶ τούτων δ ' ἔνιοι μὲν ἐν ποταμοῖϲ καὶ λίμναιϲ γίγνονται , ἔνιοι δ ' ἐν θαλάττῃ | ||
, αἵματοϲ λεπτοτέρου ἐϲτὶ γεννητική : εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται παραπλήϲιοϲ τῷ κεφάλῳ . Τρίγλα . Καὶ αὕτη |