κύκλοις γλαυκῆς βηρύλλοιο καὶ αἱμαλέης ἀμεθύσσου : τῶν δ ' ἐπιμισγομένων διδύμης ἀμαρύγματι χροιῆς γλαυκῶν φοινίσσοντο λίθων ἑλίκεσσιν ὀπωπαί . | ||
εἶναι καὶ οὐχὶ τοῦ οἴκου τινὰ ἀλλ ' ὅμως τῶν ἐπιμισγομένων συχνῶς τῷ οἴκῳ , ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων |
ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένον καὶ ἀλλοδαπῆ λέγε τὸν κλέπτην . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν | ||
ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένον καὶ ἀλλοδαπῆ λέγε τὸν κλέπτην . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν |
κατάστασις μυῶν ἐστιν , ἡ εἰρημένη πρόσθεν , ἐν ᾗ μηδέτερος τῶν ἀντιτεταγμένων ἐνεργεῖ μυῶν , ἑτέρα δ ' ἡ | ||
: ἐὰν δὲ Σελήνη Ἥλιον , πατήρ : ἐὰν δὲ μηδέτερος τὸν ἕτερον καθυπερτερήσῃ καὶ ἀσχημάτιστοι γένωνται , λαμβάνω Κρόνον |
καὶ ἡ ἀρετή . φάος : τὸν ὕμνον , ὃς φωστὴρ ἀρετῆς ἐστι ] : σβέννυται γὰρ τὰ καλὰ ἔργα | ||
. Ὅτε μεσουρανεῖ ὁ Κρόνος καὶ διαμετρεῖ τοῦτον ὁ αἱρετικὸς φωστὴρ καὶ ὑπάρχει τὸ ὑπόγειον γεῶδες ζῴδιον , τελευτήσει ὁ |
πολλοῦ σάλου τῶν κυμάτων , εἰ ἔλαβον τὰ ἄγκιστρα , συχνῶς ἀναφέρει , ἀποπειρώμενος αὐτῶν καὶ βουλόμενος γνῶναι , εἰ | ||
οὕτω δὲ ἀναγινώσκεται κατὰ τὸ θυρῶν ἀρασσομένων . νωλεμές : συχνῶς . ἁλιμυρέες ἀκταί : αἱ ὑπὸ θαλάσσης περιρρεόμεναι ἢ |
καὶ λύχνους εἵνεκ ' ἐλαίου . τοῦτο δέ μοι λίην ἔδακε φρένας οἷον ἔρεξαν . πέπλον μου κατέτρωξαν ὃν ἐξύφηνα | ||
ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακε φρένας , ἐμοὶ δὲ τῆς χεέτω μέρος . οὐ |
δὲ Δαναϊδῶν Ἀναξιθέας καὶ Διὸς Ὤλενον γενέσθαι τὸν ἄρξαντα τῶν Ὠλενίων . . . : Αἰγιαλὸς , μεταξὺ Σικυῶνος καὶ | ||
χρησίμ . . , . : Ῥῦπες : πόλις τῶν Ὠλενίων Ἀχαιῶν . οὕτως Αἰσχύλος . . . , . |
λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας , | ||
ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη : |
ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω | ||
ποιμένες ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν . |
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς . | ||
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς |
ἐχθρὸν ὄντα τοῖς ἐξ ἀλλοδαπῆς ἐλθοῦσι πρὸς βλάβην ἡμῶν , Λασθένους βίαν , περιφραστικῶς τὸν Λασθένην . . ἐχθρόξενον ] | ||
ὁ Ἡρακλῆς . Λασθένους βίαν ] περιφραστικῶς τὸν Λασθένην . Λασθένους βίαν ] ἤγουν τὸν Λασθένην . ἐχθρόξενον ] ὅρα |
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ | ||
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις |
καὶ φονεύσας σε φονευθῆναι πέλας σοῦ , ἢ σὲ τὸν ἀτιμαστῆρα ἐκεῖνον τὸν ἀνδρηλάτην καὶ τὸν ἐξελάσαντα ἐκεῖνον ἀπὸ τῆς | ||
ἐκεῖνος σέ . . . συμφέρεσθαι ] συμπαρατάττεσθαι . . ἀτιμαστῆρα ] τὸν ἀτιμάσαντα αὐτὸν πρώην . . τὸν αὐτὸν |
θηρίου , τοῦδε τὸ μέλος διασαπῆναι ἀνάγκη πᾶν . οὐκοῦν θηραθέντα αὐτὸν ἐκ τοῦ οὐραίου μέρους ἐξαρτῶσι , καὶ οἷα | ||
καὶ τιμὰς ὁ ἰχθὺς ἔχει ὁ αὐτός . ἀγκίστρῳ δὲ θηραθέντα ἰχθὺν οὐκ ἄν ποτε φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες , |
γαστέρα λαμβανόμενα πάντα τὰ ὀστρακόδερμα , οἷον πορφύρα κῆρυξ ὄστρεον στρόμβος ἐχῖνος μῦς πελωρὶς χήμη κτένες [ καρκινάδες ] καὶ | ||
+ . * + . . . Βέμβιξ : ὁ στρόμβος , ὃν οἱ παῖδες περιστρέφοντες καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι |
ὁ οἰκέτης παῖδα γεγονέναι , ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε , φὰς οὐκ ἑωυτοῦ μιν εἶναι . Τούτου δὴ | ||
Ἑρμογένης ἀνήρετο εἰ πολὺ εἴη αὐτῷ ἀργύριον . ὁ δὲ ἀπώμοσε μηδὲ ὀβολόν . Ἀλλὰ γῆν πολλὴν κέκτησαι ; Ἴσως |
οὕτως καὶ σαυτοῦ καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι | ||
δεσποτῶν τὴν ἀναφορὰν ἔχουσιν . ὁ γοῦν δόξας τὸν οἰκέτην πυρέσσοντα ἰδεῖν εἰκότως αὐτὸς ἐνόσησεν : ὃν γὰρ ἔχει λόγον |
τὸν αὐχένα ταῖς συμφοραῖς πιεζόμενος , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι σθένων ἢ μὴ τολμῶν διὰ τοὺς συναντῶντας καὶ τοὺς ἐπὶ | ||
σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα , ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων : τὰ δ ' οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι |
Μηδίᾳ πέρατος μέχρι τῶν εἰς τὸν Περσικὸν κόλπον ἐκβολῶν τοῦ Ὀροάτιδος ποταμοῦ : ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῷ ἀπὸ τοῦ Τίγριδος | ||
Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ δὲ τῆς λίμνης |
ἐκτακεῖσα , Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν | ||
Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε Κρηστώνης θεόν „ . ὁ πολίτης Κρηστωναῖος παρὰ Πινδάρῳ . |
χοὸς δεκάτῃ ἐνὶ μοίρῃ . ἀλλ ' ἤτοι γερύνων καναχοὶ περίαλλα τοκῆες βάτραχοι ἐν χύτρῃσι καθεψηθέντες ἄριστοι βάμματι : πολλάκι | ||
μηδὲ κατόπτρῳ χειρὶ διακρίνουσα τεὴν αὐγάζεο μορφήν , μηδὲ κόμης περίαλλα πολυσχιδέας πλέκε σειράς , μηδὲ μέλαινε τεοῖσιν ὑπὸ βλεφάροισιν |
ὄλεθρον ἐμήδετο . κὰδ δέ οἱ ὤμους ἕλκεσι ποιητοῖσι κατέρρεε νήχυτον αἷμα . ἡ δὲ περὶ κλισίῃσιν ἐμαίνετο παννυχίη φλὸξ | ||
δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ ' ὅς ' ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ : τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ ' ἀυτμήν |
πέφνῃ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον : ἀμφὶ δὲ λαοὶ ὄλβιοι ἔσσονται . τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω . ὣς ἔφατ | ||
πέφνῃ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον : ἀμφὶ δὲ λαοὶ ὄλβιοι ἔσσονται . τὰ δέ μοι φάτο πάντα τελεῖσθαι . ” |
ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ : ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἥλῳ τὸν ἧλον , | ||
παττάλῳ : ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον . ἔνιοι δὲ τῶν Δωριέων ποιητῶν τὸν |
τότε τὸ πέρας αὐτοῦ διεκβάλλεται διὰ τοῦ ὀπισθίου διαπήγματος μέσου τετρημένου . τί δὴ νῦν γίνεται ; πρός τινος τοῦ | ||
, καὶ τὸν ἀσκὸν κρεμάσας αἰωροίη , οὐδὲν διὰ τοῦ τετρημένου πνεῦμα χωρήσει , ἀλλ ' ὕδωρ , οὐ γὰρ |
ἐμῷ κάρᾳ πληγεῖς ' ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη , χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέους ' ἐμοί . καὶ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀχαιῶν συνδείπνῳ | ||
ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς ὀλέθριον πνέους ' ἐν ἐχθροῖς κότον : τάπερ ὁ Λοξίας ὁ |
τινὰ κτύπον ; οὔκ , ἀλλὰ δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σίδηρον : κἀμέ τοι , πρὶν ἠισθόμην δεσμῶν ἀραγμὸν | ||
ὄρνιν , ὁμογλώσσοιο συνέμπορον ἠθάδα θήρης : ἡ δὲ λίγα κλάζει ξουθὸν μέλος , οἱ δ ' ἀΐοντες πάντες ἐπισπέρχουσι |
μέτωπα ὦμοί τ ' αὐχένιοί τε παρασφύριοί τε τένοντες ἀλκῇ κυμαίνουσι καὶ ἠνορέῃ τανύονται : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσχαλόων | ||
' ἀλγεινοῖο μεμυκότες ἔκ γε τόκοιο χριόμενοι σαύροιο χολῇ γάλα κυμαίνουσι . σκορπίου εἰναλίου δὲ πολυσχοίνων ἀπὸ κύρτων αὐτίκ ' |
ἑλμίνθων . νηʹ . Περὶ δρακοντίων . Ὀρθῶϲ οἶμαι τὸν Καππαδόκην Ἀρεταῖον εἰπεῖν , μείζονα τῶν νόϲων χρῆναι τὴν τῶν | ||
χιόνος καὶ τῶν ἐκεῖθεν καλῶν ; μικροῦ δέ με καὶ Καππαδόκην ἔθηκαν ἀεί μοι τὸ προσκυνῶ σε προσᾴδοντες . δεῖ |
δέ τινος Ῥωμαίου εὐσωματοῦντος καὶ τὴν ἐνόπλιον αὐτῷ μάχην πρὸς πάτταλον ἐπιδειξαμένου καὶ ἐρομένου , Πῶς σοι , Δημῶναξ , | ||
ἀντὶ τοῦ αὐτίκα . . ὑπαποτρέχειν : Ὀπίσω τρέχειν . πάτταλον : Τὸ τυχόν . οἱ γὰρ ὕστερον ἐλθόντες οὐκ |
: ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλότης ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς . | ||
ἐπέλασσε βερέθρου . Πορδάλιας καὶ δῶρα Διωνύσοιο δάμασσαν , θηροφόνων δολερῶν δολερὴν πόσιν οἰνοχοεύντων , οὐδὲν ἀλευομένων ζαθέοιο κότον Διονύσου |
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου | ||
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν |
τρίψαϲ μεθ ' ὕδατοϲ , κατάχριε , ἐὰν δὲ θέλῃϲ λευκὰϲ ποιῆϲαι , δι ' ὄξουϲ αὐτὸν λείου . Ἐκ | ||
. τὰ δὲ εὔχροά τε ἅμα καὶ ἤτοι τὰϲ ὑποϲτάϲειϲ λευκὰϲ καὶ λείαϲ καὶ ὁμαλὰϲ ἢ νεφέλαϲ τινὰϲ ὁμοίαϲ ἢ |
δὲ τῶν ὑβριστῶν , οἷον δι ' ἐκβολῆς ὑβριζόντων . πρόπρυμνα : ὁ δὲ ὄλβος καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ | ||
τοῖς κύμασιν . θΞ πρόπρυμνα ] ἀπὸ τῆς πρύμνης . πρόπρυμνα ] ὑστέρως . πρόπρυμνα ] ἔξω τῆς πρύμνης . |
γὰρ τὸ βάλλειν , ὅθεν καὶ δίσκος . τινὲς δὲ ἀδάμαστον πέσημα τὸ μηδέπω δαμασθὲν ζεύγλῃ σῶμα . ἐμφαίνει δὲ | ||
, Ἀλλ ' οἷον τὸν ἄτυφον ἐγὼ ἴδον ἠδ ' ἀδάμαστον πᾶσιν , ὅσοις δάμνανται ὁμῶς ἀφατοί τε φατοί τε |
ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς | ||
δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' , |
γεγράφασι ; καὶ ὁ Δημοκλῆς εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας , ἔφη , Διονύσιε . καὶ Σάτυρον δέ τινα | ||
γεγράφασι ; καὶ ὁ Δημοκλῆς εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας ἔφη Διονύσιε . καὶ Σάτυρον δέ τινα ἀναγράφει ὁ |
ἀποθανόντος ἐπισκήπτομεν ὑμῖν , τῷ τούτου φόνῳ τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων ἀκεσαμένους πᾶσαν τὴν πόλιν καθαρὰν τοῦ μιάσματος καταστῆσαι . | ||
οὓς οὗτοι ἀποσπάσαντες ἀπέκτειναν , ὅθεν ἀλιτήριοι ἐκλήθησαν . Γ ἀλιτηρίων : ἀντὶ τοῦ ἐναγῶν . ἀλιτηρίων τῶν ἐναγῶν , |
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι | ||
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ |
παραγώγων εἰσὶ κατὰ φωνήν , τὰ δὲ εἰκοσιτέσσαρα εἴδη τῶν ὑποπεπτωκότων τῷ ὀνόματί εἰσι κατὰ σημασίαν . Περὶ δὲ τοῦ | ||
ἐνίοτε γὰρ οἱ δοκοῦντες ὑπερέχειν ἐν ῥοπῇ καιροῦ τῶν πρότερον ὑποπεπτωκότων ἀσθενέστεροι γίνονται . μαρτυρεῖ δ ' ὁ νῦν γενόμενος |
. Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο ; Αὐτοῦ τὴν χερνίβα παύσεις . Καὶ τῆς λοπάδος ἔνεισι δ | ||
ἀποτείνεται ὤμων ὄργυιαν : φαίης κεν ἀνιάζειν ἐπὶ παιδί . Αὐτοῦ γὰρ κἀκεῖνο κυλίνδεται αἰνὸν ἄγαλμα Ἀνδρομέδης ὑπὸ μητρὶ κεκασμένον |
Ἀχιλλεῦ . Ὣς φάτ ' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ | ||
Τειρεσίην γεύσασθαι καὶ ἐξαναγκάσαι εἰπεῖν οἱ τὸ μαντήιον : καὶ ἀνέσχετο διψῶσαν ὁρέων τῆς μητρὸς τὴν σκιήν . Λακεδαιμονίοισι δὲ |
εἰ παρὰ τούτῳ εὑρήσομεν [ ὄστρακον ἢ ] ὅτῳ αὐτὸν ἀποκτενοῦμεν , ἀλλ ' οἴκοθεν ἔχοντες ἂν ἐβαδίζομεν . νῦν | ||
παρ ' ὧν χρήματα λαμβάνοιεν ζῆν εἴων , ἡμεῖς δὲ ἀποκτενοῦμεν μηδὲν ἀδικοῦντας , ἵνα χρήματα λαμβάνωμεν ; πῶς οὐ |
μαντικῶν μυχῶν , μὴ καὶ λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν , χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον , ἀνῇς ὑπ ' ἄλγους μέλανα πλευμόνων | ||
ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος ; ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου τί δῆτα Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων ; τῆς |
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ | ||
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ |
. . Καλοῦμεν ἐπὶ τὸ βῆμα τοὺς ῥήτορας : κἂν ὀκνῇ τις , πολλάκις ἡ κοινὴ φωνὴ τῆς πόλεως ἐπὶ | ||
τὰ λυποῦντα ἡμᾶς . καὶ γὰρ ἐὰν τἆλλα τις ἀδικεῖν ὀκνῇ , βασιλείας γε χάριν οὐ νέμεσις ἅπαντα τολμᾶν . |
οὐ διεφθάρη . τὸν πατέρ ' αὑτοῦ δήσας ] ὅτι παιδοκτόνος ἦν . αἰβοῖ τουτὶ καὶ δὴ : γελᾷ ὁ | ||
ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν |
τὰ μέρη τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός . Τέλος τῶν Ἐτυμολογιῶν Ὠρίωνος Θηβαίου Γραμματικοῦ Καισαρείας . Ἐτυμολογία ἐστὶ τὸ ἐξ | ||
φαμὲν ἀπὸ τοῦ μάττειν . : Ἀπολλόδωρος δὲ ἐν δευτέρῳ Ἐτυμολογιῶν , τῶν κοχλιῶν φησὶ τινὰς καλεῖσθαι κωλυσιδείπνους . . |
ἀλλ ' ἀκολουθήσαντος αὐτῷ πλείονος εἰπεῖν : τὰ δ ' ἀντιτείνοντ ' αὐτόπρεμν ' ἀπόλλυται , καὶ ὅλον τὸν ἰχθὺν | ||
' ἀκολουθήσαντος αὐτῷ πλείονος , εἰπεῖν : Τὰ δ ' ἀντιτείνοντ ' αὐτόπρεμν ' ἀπόλλυται , καὶ ὅλον τὸν ἰχθὺν |
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . | ||
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ |
θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι . τοὔνεκεν αἰπολίοισιν ἀπόπροθι βοσκομένοισιν ἑσπομένω δύο | ||
κινήσεως τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν |
: σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς : ὣς τότ ' ἔπειτ ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον | ||
καὶ μεταθέσει τῶν δύο συμφώνων , βρέφος : τὸ δεόμενον φορβῆς . Βράγχος , παρὰ τὴν μίμησιν τῆς γινομένης αὐτῷ |
ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . λίσσομαι , εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός | ||
ἀκουήν . ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον |
δὲ εὑρεθῇ , διώκεται . ἐὰν μὲν οὖν εἰς τὴν ἄρκυν ἐμπίπτῃ , τὸν ἀρκυωρὸν ἀναλαβόντα τὸ προβόλιον προσιέναι καὶ | ||
: τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν ὀλέθρου . ἄρκυν : ἕρκος , βρόχον , δίκτυον . Τεχνάζει : |
ὦ Πελίου θύγατερ , χαίρουσά μοι εἰν Ἀίδα δόμοισιν τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις . ἴστω δ ' Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας | ||
τὴν σκοτεινήν , ἣν οὐδ ' ὁ ἥλιος ὁρᾷ . ἀνάλιον ] εἰς ἣν οὐ διέρχεται ἥλιος . ἀνάλιον ] |
ῥ ' ἐπὶ παντὶ μετώπῳ Ταύρου βεβλέαται . Λαιοῦ δὲ κεράατος ἄκρον καὶ πόδα δεξιτερὸν παρακειμένου Ἡνιόχοιο εἷς ἀστὴρ ἐπέχει | ||
μέγ ' ἐσίνετο πᾶσαν ἀλωήν : καὶ τὴν μὲν χρυσέοιο κεράατος ὄβριμος ἥρως ἄμπεχεν οὐλομένοιο πυρὸς πνείουσαν ἀυτμήν . Ἀμφὶ |
κατὰ μετάθεσιν τῶν φωνηέντων , ἐκ δὲ τοῦ ὁρμαστός γίνεται ὁρμαθός κατὰ ἀποβολὴν τοῦ σ καὶ τροπὴν τοῦ τ εἰς | ||
ὡς ἁρμόζω ἁρμοστός : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἁρμοστός γίνεται ὁρμαθός , οὕτως καὶ βιβαστός βιβασθός καὶ ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ |
βροτοῖσιν ἢν μὴ τὸν θεὸν χρήιζοντ ' ἔχηι . ὦ μέλεαι μελέων ματέρες λοχαγῶν , ὥς μοι ὑφ ' ἥπατι | ||
Κύπριδος , οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν . ὦ μέλεαι ζήλοιό τ ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι : οὐκ οἶον σὺν |
ἱππάζεταί . . . ξυνωρικεύεται ] ἤγουν νῦν μὲν ἐπὶ κέλητος , νῦν δὲ ἐπὶ ξυνωρίδος ἅρματος ὀχούμενος ἄνω καὶ | ||
προσῄει τῷ τάφῳ . τοὺς δὲ λοιποὺς μένειν ἐπὶ τοῦ κέλητος ἐκέλευσε καὶ τὰς κώπας ἔχειν ἐπτερωμένας , ἵνα , |
θούριδος ἀλκῆς ὥς τε δύ ' αἶγα λέοντε κυνῶν ὕπο καρχαροδόντων ἁρπάξαντε φέρητον ἀνὰ ῥωπήϊα πυκνὰ ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης μετὰ | ||
ἕως ἐνιαυτοῦ . Ἀριστοφάνους . Ἡ νυκτερίς ἐστι μὲν τῶν καρχαροδόντων καὶ πολυσχιδῶν καὶ δερματοπτέρων , ἔχει δὲ δακτύλους πέντε |
συνεχέστερον δὲ ὅταν αὐτὸν δρόμος ἐκ δρόμου διαλάβῃ καὶ ἀγρυπνία διαδέξηται , ὃ μὲν ἀπεῖπε , ἣ δὲ ἐπελθοῦσα κατέσχεν | ||
' εἰδῆτε ἡλίκων τῶν ἐπιτιμίων ὄντων , ἐάν τις μὴ διαδέξηται τὴν ναῦν ἐν τῷ χρόνῳ τῷ εἰρημένῳ , κατεφρόνησεν |
, παρίστησι δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . τῶν ἀρχελείων ] λαῶν ἀρχόντων . . τῶν βασιλέων , ἀπὸ | ||
δὲ παρίστησι καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . . τῶν ἀρχελείων ] τῶν βασιλέων ἀπὸ τοῦ τῶν λαῶν ἄρχειν . |
δὲ αὐτῷ ὅτι ὁραῖόν ἐστιν τοῖς ὀφθαλμοῖς κατανοῆσαι , καὶ ἐφοβήθην λαβεῖν ἀπὸ τοῦ καρποῦ . καὶ λέγει μοι : | ||
. ἀλώπεκος δὲ καταγελώσης εἶπεν : ” οὐ τὸν μῦν ἐφοβήθην , ἀλλὰ † τὴν πεῖραν . ” ὁ λόγος |
ἀπὸ τοῦ ἐλάσσονός ἐστι ΔΥ α : ΔΥ ἄρα α Ϛπλ . ἐστὶν ʂ γ . ʂ ἄρα ιη ἴσοι | ||
ὁ δὲ συναμφότερος ʂ γ : δεήσει ἄρα ΔΥ β Ϛπλ . εἶναι ʂ γ . ʂ ἄρα ιη ἴσοι |
εἶδεν ὄψιν ὀνείρατος ὡς ἔχοιτο τοῦ παιδὸς ἐν τοῖς κόλποις ἐστεφανωμένου , καὶ τοῦδε ἕνεκα ἐς τὸν ἀγῶνα ὁ Δεινόλοχος | ||
' οὔ ; ἢ ῥαψῳδοῦ μὲν δοκεῖ σοι χρυσῷ στεφάνῳ ἐστεφανωμένου πολλὴ χρεία εἶναι τοῖς Ἕλλησι , στρατηγοῦ δὲ οὐδεμία |
. Ἐν δέ : τούτοις δηλονότι , σὺν τούτοις . ζαμενές : λίαν ὀργίλον , ἄγαν ὀργίλον , ἄγριον , | ||
τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς * κοτέουσα : ὀργιζομένη * πίσυρες |
χρῄζω , ξεῖν ' , ὀρθὸν ἄκουσμ ' ἀκοῦσαι . Ὤμοι . Στέρξον , ἱκετεύω . Φεῦ φεῦ . Πείθου | ||
' , ὦ κτανόντας τε καὶ θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους . Ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων . Ἰὼ παῖ , νέος νέῳ |
! [ ταῦτ ' αἰδώς ? ? μ ! [ παρθενίοις ? [ ] ? ! ! ! [ δερκομένα | ||
ἡ Ἀθηνᾶ . τὸν παρθενίοις : ὅντινα τὸν θρῆνον ὑπὸ παρθενίοις Γοργόνων κεφαλαῖς καὶ ὀφίων ἀπλησιάστοις κεφαλαῖς ἐπήκουσε σὺν τῷ |
χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . Ἐὰν μὲν | ||
καὶ σιτίων ἀναλόγως τῇ κρατούσῃ κακοχυμίᾳ . δίψεσι δ ' ἀπαύστοις καταληφθέντας . . . ἐξ ὧνπερ καὶ ἀπέθανον . |
γενέσθαι τῆς ὑπηρεσίας τοῦ δεσπότου . . . . ἀπὸ κυανέων : κύανοι , κυάνειος , ἀποβολῇ τοῦ ι κυάνεος | ||
ὑπηρεσίας τῆς δεσποτικῆς , . , . , . Ἀπὸ κυανέων : τῆς καὶ ἀπὸ κρῆθεν βλεφάρων ἀπὸ κυανέων . |
ὑπὸ τῆς τρυφῆς , ἤτοι τὸ λαμπρὸν περιβόλαιον ῥίψασα καὶ πενθήρη περιβαλομένη χιτῶνα : οὐ περικαλυπτομένη ὡς πρόσθεν : τὰ | ||
† μετὰ δακρύων αὐτὴν ἀποβαλοῦσα ἐπὶ τῷ σῷ πένθει : πενθήρη κόμαν : ἀπενθέα , ἀντὶ τοῦ πολυπενθῆ κόμην . |
δόλιον ] κακόν : εἰς οἶστρον γάρ με φανεὶς ἐπαίρει κατθανόντα ] ἀποθανόντα κεύθει ] κρύπτει , ἀλλ ' ὡς | ||
. δεινοὶ γὰρ ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ ' , |
καὶ τοὺς βόας ὑψαυχένας εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ῥυμοῦ ἐμβάλλουσιν ἔνδρυον κεκλημένον δίκην κρίκου : δεσμοῦντες διαπερονῶσι δὲ τὸν ζυγὸν | ||
μὴ τοὺς βόας ἀναγκάζεσθαι κύπτειν . τοῦτο γάρ φασι τὸ ἔνδρυον : ἄλλοι δὲ τὸ ἄροτρον , τῶν βοῶν ἑλκόντων |
βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ποίμνας τ ' εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων | ||
ὀδυρομένων γόος αἰθέρα δῖον ἵκανεν . Ὡς δ ' ὅταν εἰροπόκων ὀίων ἄπο νήπια τέκνα ἀνέρες ἐξελάσωσιν , ἵνα σφίσι |
ἀνάρσιον : ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός , πολέμιος . ἀντιβολήσῃ : συναντήσῃ , ὑπέλθῃ ἀπὸ τοῦ βάλλειν , ἐναντιωθῇ | ||
φίλους . πηούς : συγγενεῖς . Ἀργαλέος : κακός . ἀντιβολήσῃ : ἀντήσῃ . Κεῖνος : ἤγουν ὁ φθόνος : |
τὸν βυθὸν ἢ τὸ πέλαγος περιβλεψάμενος καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενος , ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγος | ||
; πάλιν τούτων πάντων καὶ τοῦ σωματίου ὅλου σοι αὐτοῦ ἐξίσταμαι , ὅταν θέλῃς . πείρασαί μοί σου τῆς ἀρχῆς |
οὓς δεῖ καὶ κολάζειν οὓς χρή , καὶ τοῦτο πρῶτον ἀπαιτοῦντα τοὺς φίλους τὸ μὴ ἀπειθεῖν τοῖς νόμοις . ὡς | ||
ἑνὸς ἔργου γράμματα , τὰ μὲν ἀξιοῦντα , τὰ δὲ ἀπαιτοῦντα : δεῖται μὲν γὰρ Ἀκάκιος , εἰσπράττω δὲ ἐγὼ |
. πεπλώματος ] πέπλου . καὐτὴ ] καὶ ἐγώ . καλύψω ] θάψω . μὴ δόξῃ τινὶ πάλιν , ἤτοι | ||
” ἄσιν τὴν ἰλύν : “ τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω . ” ἆσσον ἐγγύς . ἀσημάντοισιν ἀφυλάκτοις , ἀπὸ |
πληθύν . Πολέεσσι δ ' ὀλέθριον ὤπασεν ἦμαρ ἐσσυμένως : ὀλοῇ γὰρ ἀλίγκιος αἰὲν ἀέλλῃ θαρσαλέως δηίοισιν ἐπῴχετο : τοῦ | ||
βεβριθότα , δεῖμα μὲν ὅσσοις εἰσιδέειν , αἰεὶ δ ' ὀλοῇ κεκορυθμένα λύσσῃ , πολλὰ μὲν εὐρυπόροισιν ἐνιστρέφεται πελάγεσσιν , |
ἔην δολιχὸς πλόος , οὐδὲ γαλήνης δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν , καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ ' ἠιόνεσσι βαλόντες πείσματα | ||
ἤτοι πρῶτον μὲν ἐπασσυτέραις βολίδεσσι κοντῶν τε ῥιπῇσι καὶ αἰκίῃσιν ἐρετμῶν εἱλεῦσιν νεπόδων δειλὰς στίχας εἰς ἕνα χῶρον κοιλοφυῆ , |
κῆτος ἄγουσι : πλῆσεν δ ' ᾐόνα πᾶσαν ὑπ ' ἀπλάτοις μελέεσσι κεκλιμένοις , τέταται δὲ νέκυς ῥίγιστος ἰδέσθαι . | ||
διαπλέξαις ' , Ἀθάνα . Τὸν παρθενίοις ὑπό τ ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Ἄϊε λειβόμενον Σχάσον ] Στῆσον . Προχεόντων |
' ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς , γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν , δεινὸν παπταίνων , αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς . | ||
ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ ' ἀκοντίσσαι , ὁ δ ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ . Πριαμίδης μὲν ἔπειτα κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ |
ἐν ἀθυμίᾳ ὄντος φίλου , δείσας μὴ διαχρήσηται ἑαυτόν , κλέψῃ ἢ ἁρπάσῃ ἢ ξίφος ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον , | ||
σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ ἀποθάνῃ . οὕτως |
τὰ πόλλ ' ἔπεα φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν : ἕν τι μάτευε σοφόν , ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ . κλείσεις γὰρ | ||
ἢ πρὸς τὸν νικηφόρον ὡς εὐδαιμονοῦντα καὶ ἐγκωμιαζόμενον . μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι : ὅτι ἀκαταλλήλως ἐπέζευξεν . ἔμπροσθεν γὰρ |
ἐσχατίαισιν οἴκεις καὶ χρυσοπάσταν τὰν κυνίαν ἔχων ἔλαφρα π [ μείξαντες ἀλλάλοις ' Ἄρευα Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν . | ||
ἄγοιτο : αὐτοὶ δὲ στυγερῷ κεν ὀλοίμεθα πάντες ὀλέθρῳ , μείξαντες δαῒ χεῖρας : ὅ τοι καὶ ῥίγιον ἄλγος ἔσσεται |
ὅπερ εὐχερῶς σχίζεται , καὶ ἔρειξις ἡ ἐσχισμένη γῆ . ἐρεικόμενος : διασχιζόμενος , ἐξ οὗ καὶ ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος | ||
χροὸς ἤρκει ὄλεθρον : δὴ τότε γ ' αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί . δούπησεν δὲ πεσών , δόρυ δ |
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ | ||
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα |
' ἂν Κρόνος εἰς Ἀφροδίτην λαμπάζῃ , σελάεσσι φλογὸς βαρυβάμονος ὁλκῷ , Ἄρης δ ' αἰθαλόεις παρέῃ σὺν τοῖσι διωγμοῖς | ||
βασανίζει . τίς οὖν ἡ βάσανος ; καθεῖναί τι δέλεαρ ὁλκῷ κεχρημένον δυνάμει , δόξαν ἢ πλοῦτον ἢ ὑγείαν σώματος |
τῶν πεντάθλων μετενήνοχε τῶν τὸ ἀκόντιον παρὰ τὸ ὡρισμένον τέρμα βαλλόντων καὶ διὰ τοῦτο ἐξάθλων γινομένων . ἐγώ , φησί | ||
χωροῦσι καὶ τὰς ὄχθας ἔστιν ἰδεῖν πλήρεις τῶν μαχομένων καὶ βαλλόντων ἐς αὐτούς . τοὺς δὲ ἐν αὐτοῖς ἀναστρεφομένους καὶ |
ἐξανίσχει τῆς τάφρου πεποιημένος ἀπὸ δρυὸς , φέρων ἀπαιωρούμενον οὐκ ἀρνὸν ἢ χίμαρον , ἀλλὰ κύνα λεπτοῖς ἱμᾶσι τοὺς διδύμους | ||
ἐβόησε μετανοῶν : Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία . Λύκος δὲ ἀρνὸν εὑρὼν πεπλανημένον οὐκ ἀφήρπασε χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλ ' |
: ἢν δὲ ἐπινέμηται , τρυγώδεα , μυξοποιά , κάκοδμα οὐρέουϲι . τῶν τοιῶνδε οὐ βραδύνει θάνατοϲ : δακνώδεα μὲν | ||
τινά , εἰ καὶ μὴ κάρτα πολλόν , ὅτι πονῶντεϲ οὐρέουϲι , τηκεδὼν δὲ γίγνεται δεινή : οὔτε γάρ τι |
αὐχένος ἐμπλασθέντος , ὁ δὲ σπαδόνεσσιν ἀλύων δηθάκις ἐν γαίῃ σπαίρει μεμορυχμένος ἀφρῷ . τῷ μέν τ ' ἢ ὀπόεντας | ||
μὲν νήχεται , ἄλλοτε δ ' ἠρεμεῖ , καὶ ἄλλοτε σπαίρει , ἄλλοτε δὲ ταῖς πέτραις προσρήγνυται , ὁ δὲ |
διὰ τί οὐκ εἰσήρχετο , ἀπεκρίθη : ” ἐπειδὴ ὁρῶ εἰσερχομένων ἴχνη , ἐξερχομένων δὲ οὔ . ” οὕτως τινῶν | ||
, οἷον διὰ τί μὴ αὔξεται ἡ θάλασσα τοσούτων ποταμῶν εἰσερχομένων εἰς αὐτήν , εἶτα κατὰ μικρὸν προερχόμενοι καὶ περὶ |
ἐρύκακε δῶρα θεοῖο : τῷ δ ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς , σύτο δ ' αἷμα κελαινεφές | ||
γάρ οἱ τότε καίριος ἔμπεσεν ἰός , ἀλλὰ παρέθρισε χειρὸς ἐπιγράβδην χρόα καλόν . Ἐξαῦτις δ ' ὅ γε τόξα |
ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ ὅς ῥά οἱ ἀκαμάτοισι περὶ μελέεσσιν ἀρήρει . Γλαῦκος δ ' οὐκ ἀπέληγεν | ||
τόξον κεῖτο πέλας , γναμπτοῖσιν ἀρηρέμενον κεράεσσι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι τετυγμένον Ἡρακλῆος . Τοὺς δ ' ὁπότ ' εἰσενόησε |
ἐπεὶ ἦ νύ μοι ἦτορ ἔολπεν ἔμμεναι Ἀπόλλωνα λυγρῇ κεκαλυμμένον ὄρφνῃ . Ὣς γάρ μοι τὸ πάροιθε φίλη διεπέφραδε μήτηρ | ||
' ὑπέρθορε πολλὰ θοοῖς ποσί , πολλὰ δ ' ἐν ὄρφνῃ οὐκ ἐθέλων στείβεσκε . Κύπρις δ ' ὁδὸν ἡγεμόνευεν |
τοῦ Ἀλκιμέδοντος πρόγονοι . ὕμνον . ἐπειδὴ Τιμοσθένης καὶ Ἀλκιμέδων ἕκτοι ἀπὸ Βλεψιαδῶν ἦσαν . τῶν τὰ στεφάνων φύλλα τοῖς | ||
δώριον , οἱ δὲ πέμπτοι τὸν ὑπολύδιον , οἱ δὲ ἕκτοι τὸν ὑποφρύγιον , οἱ δὲ ἔσχατοι τὸν ὑποδώριον . |
ἐπὶ τὰ πρὸς ἕω μέρη ναύσταθμον : εἶτα λιμὴν Σχοινοῦς πλεύσαντι τετταράκοντα καὶ πέντε σταδίους : ἀπὸ δὲ Μαλεῶν τοὺς | ||
. Μετὰ δὲ Δαφνοῦντα Κνημῖδες χωρίον ἐρυμνὸν ὅσον σταδίους εἴκοσι πλεύσαντι : καθ ' ὃ τὸ Κήναιον ἐκ τῆς Εὐβοίας |
[ κύων ] ? ἐπὶ στόμα κείμενος ἀκρασίηι ἄκρον παρὰ ῥηγμῖνα κυμαδου ! ! ! ! ? ? ? : | ||
ἐγὼ εἴπω , πειθώμεθα πάντες . ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε κληΐδεσσιν ἐφήμενοι , αἴ κέ ποθι Ζεὺς |
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ . | ||
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι |
κυνός . Ὁρῶ γὰρ ἐκ παλαίστρας τῶν φίλων προσιόντα μοι Δάμιππον . ἦ τοῦτον λέγεις , τὸν πέτρινον ; . | ||
περὶ τοῦ Ἁγνίου κλήρου , Ὑπ . ἐν τῷ πρὸς Δάμιππον . . λέγεται γὰρ τὴν Λητὼ κυοῦϲαν τοὺϲ παῖδαϲ |