ὦ Πελίου θύγατερ , χαίρουσά μοι εἰν Ἀίδα δόμοισιν τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις . ἴστω δ ' Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας
τὴν σκοτεινήν , ἣν οὐδ ' ὁ ἥλιος ὁρᾷ . ἀνάλιον ] εἰς ἣν οὐ διέρχεται ἥλιος . ἀνάλιον ]
8362948 πανδοκον
θεωρίδα , τὰν ἀστιβῆ ' πόλλωνι , τὰν ἀνάλιον , πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον . ἀλλὰ γὰρ ἥκους '
ἐφάψατο συγγόνοισι τέχˈναις . τὺ δ ' , Ἑκαταβόλε , πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων Πυθῶνος ἐν γυάλοις , τὸ μὲν
8123347 ἀσιν
αὐξητικόν , Κρυσηὶς διὰ τὸ κρυερόν , Ἀσίη διὰ τὴν ἄσιν καὶ τὸν ῥύπον , ὃν φέρει , ἢ παρὰ
οὔτινα , φημί , χερειοτέρῃσιν ἐδωδαῖς τέρπεσθαι : πᾶσαν γὰρ ἄσιν ἁλός , ἥν κε κίχῃσι , φέρβεται : ἱμείρει
8083370 τρυχνον
τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον , οὐ τὸν τρύχνον . [ σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον
' ἐπὶ καιροῦ τινος εὐφυΐας καὶ ἀρετῆς . σῷ ταινία τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον ,
8052565 βοσκου
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ .
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν
8035286 ὀλολυγην
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
8021544 Ἀνεμοι
Ἡφαίστου μαλεροῖο , γόος δ ' ἀλίαστος ὀρώρει Μυρμιδόνων . Ἄνεμοι δὲ καὶ ἐσσύμενοί περ ἀέλλῃ πᾶν ἦμαρ καὶ νύκτα
τὸ πολὺ ἐν περιτταῖς οἱ δὲ νότοι ἐν ἀρτίαις . Ἄνεμοι αἴρονται ἁμ ' ἡλίῳ ἀνατέλλοντι καὶ σελήνῃ . Ἐὰν
8020827 ἀεροβατω
περιπατεῖν , τῷ ἀέρι ἐπιβαίνειν . ὁ Σωκράτης ἔφη : ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν
κλάσω τὸν τράχηλον . κλασθῶ . ὥσπερ καὶ Σωκράτης ἔφη ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . πρὸς τοὺς λόγους αὐτῶν
8004205 χιλοι
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι
8000440 φορεεσκεν
φέρων τὸ κάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' , ἣν φορέεσκεν ἀγαλλομένη περὶ δειρήν , εἰς λέχος ἥνικ ' ἔβαινε
ἐρεμνὴν δίπτυχα λώπην αὐτῇσιν περόνῃσι καλαύροπά τε τρηχεῖαν κάββαλε τὴν φορέεσκεν ὀριτρεφέος κοτίνοιο . αὐτίκα δ ' ἐγγύθι χῶρον ἑαδότα
7977472 ναυστολον
ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . . . ναύστολον ] τὴν διάγουσαν τοὺς νεκρούς . θεωρίδα ] οἱ
, ὅστις ἐστὶ ποταμὸς τοῦ Ἅιδου , κατὰ τὴν πολύστονον ναύστολον θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην ,
7955700 Ῥιμφα
εἰσήλθοσαν , ὡρμήθησαν , ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ . Ῥίμφα : ἡσύχως , εὐκόλως . μεταπλώσας : διαπλεύσας ,
μάτην . Ἀνακλονέουσιν : ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν
7949766 Παγγαιου
ἐκτεθειμένου πέρατος μέχρι τῶν τοῦ Νέστου ποταμοῦ ἐκβολῶν διὰ τοῦ Παγγαίου ὄρους καὶ τῇ ἐφεξῆς παραλίῳ τοῦ Αἰγαίου πελάγους καὶ
κεχˈλάδοντας ἥβᾳ , τὸν δ ' Ἔρυτον . ταχέες ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθˈλοις ναιετάοντες ἔβαν , καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ
7948248 σκιαιναν
. καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι : ἔχειν γάρ τοι ὅμοιον λίθον καὶ ταῦτα
αὖ ποιῇσιν ἐπίχλοοι ὑγρὰ μέτωπα πέτραι σαργὸν ἔχουσιν ἐφέστιον ἠδὲ σκίαιναν χαλκέα καὶ κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ , καὶ σκάρον
7936492 μυραιναν
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ
7935157 ἱππιον
, ἐπεὶ οὐκ ἠνέσχετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὸ ὀμνύειν τὸν ἵππιον Ποσειδῶ : ἢ διὰ τὸ εἶναι τότε τὴν ἑορτὴν
καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας . ἵππιον λέγει τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸ ὕδωρ ταχέως καὶ δίκην
7894923 περισχεθεντα
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ
7892595 ψολοεσσαν
Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον Ἀστερόποιο . καὶ ἔτι . λιγνύν τε ψολόεσσαν ἀϊδνήεντά τε καπνόν . καὶ Αἰσχύλος ἐν Βασσαρίσιν :
θηρῶν φολίδεσσιν ὁμοίη . τὴν δ ' ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς
7874536 βραζει
εἰ καὶ τὰ μέγιστα νῦν χαλεπαίνει . . ζεῖ ] βράζει . . ἐκμαίνεται , ἀκμάζει . . ἐξέζεσε ]
, ἀπὸ τοῦ ἐπὶ καχλήκων ξηρῶν ἠχεῖν . παφλάζει ] βράζει καὶ τετάρακται . πεποίηται δὲ παρὰ τὸ πάφλα .
7871656 καρδοπην
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ
7867728 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
7862139 Ἀρειοι
κρήνη , ἐν Θήβαις . καὶ τόπος ὃν οἱ κατοικοῦντες Ἄρειοι καλοῦνται . καί ἐστιν ἀπὸ δύο ἓν ἐθνικόν ,
. Ἀγανακτοῦντες δὲ οἱ ἄνδρες , καὶ μάλιστα αὐτῶν οἱ Ἄρειοι , ὅτι κρείττους ὄντες ἀλκὴν δι ' ἀπραξίας ἀπώλλυντο
7861827 κεχαραγμενην
καὶ ξηρὰν τόρμαν καὶ αὔλακα διαγράφων τυπωτὴν * καὶ * κεχαραγμένην ἐν ῥαιβῷ καὶ ῥαιβῇ καὶ σκολιᾷ καὶ ἀγκύλῃ βάσει
δακτύλιος ἐκπέσῃ . καὶ ἡ μὲν εὗρεν ἄγκυραν ἐν σιδήρῳ κεχαραγμένην , ὃ δὲ τὴν σφραγῖδα τήνδε ἀπώλεσε κατὰ τὸν
7845983 πολυπυρον
δ ' ] ἀενάους καὶ βαθύπλουτον χθόνα καὶ τὰν Ἀφροδίτας πολύπυρον αἶαν : † ἱκνεῖται δ ' εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου
ἀπέπεμψε : τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον . καί μοι κτήματ ' ἔδειξεν , ὅσα ξυναγείρατ
7845976 Ποσοτητα
ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα , . , , . , . * +
τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω . οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . Αἱρείτω : †
7832608 Φραζεο
ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος , ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος . Φράζεο δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος
οὔτε πιεῖν , ὀλοὸς δὲ φέρειν ζυγὸν ἔπλετο δοῦλον . Φράζεο καὶ δύο φῦλα δυσάντεα , καρχαρόδοντα , μηλοφόνον τε
7830878 κλιναν
ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν
δαμάσαντες Ἀχαιούς . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ κλῖναν ] ἀντὶ τοῦ κλιθῆναι ἠνάγκασαν . . . Ε
7827173 ἀρειη
* . ? Ἀραριημένος : ἔστιν ὄνομα παρὰ τῷ ποιητῇ ἀρειή , ἀφ ' οὗ ῥῆμα ἀρειῶ : τούτου ὁ
κυρίως ὁ κατὰ τὸν πόλεμον καλλίων . . . . ἀρειή : Ἰωνικῶς ἡ ἐν πολέμῳ ἀπειλή : ἐκ τοῦ
7820209 ὀπισθορμητον
γράφουσιν οἱ Βοιωτοί ' . . . . ἄψορρον : ὀπισθόρμητον τὸ ὁρμῶ , πλεονασμῷ τοῦ ρ ποιητικῶς . ἔστι
ἐκνέμεται : βόσκεται * γενύεσσι : σιαγόσι παλίσσυτον : ἤτοι ὀπισθόρμητον ἢ ἀναποδίζουσαν : ἀναποδίζων γὰρ καὶ ὑποστρέφων κείρει :
7818090 ἠλυσιν
. ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι *
σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία
7816957 αἰθρας
παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ ' αὔραν δι ' αἴθρας ; σμύρναν εἰπέ , μὴ μακράν , μηδὲ τοιοῦτ
ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι ' αἴθρας . Χάους δέ , οὔτι γε Κύπριδος παῖς ὠκυπέτας
7813031 ἐδη
παρὰ τὸ ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ
ἀκίνητα κινεῖν παροιμία καθ ' ὑπερβολήν , ὅτι μὴ δεῖ ἔδη μηδὲ βωμοὺς κινεῖν ἢ τάφους ἢ ὅρους . ἐμνήσθη
7799933 ἀραιην
τὸ ἀμύσσω . Ὅμηρος [ Ε ] : κατεμύξατο χεῖρα ἀραιήν : ὑβρίζεις ἀφανίζεις : τὸ κρήδεμνόν φησιν : ὦ
τε καὶ φλεγμαίνει , καὶ ὀδύνην παρέχει λεπτὴν καὶ βῆχα ἀραιήν τε καὶ ξηρὴν τὸ πρῶτον , ἔπειτα ἐπὶ μᾶλλον
7797282 θυας
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ
7794551 τιθεντο
καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν
πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ
7789690 κρυοεσσαν
Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος , ὄφρα δαέντες ἀρρήτους ἀγανῇσι τελεσφορίῃσι θέμιστας σωότεροι κρυόεσσαν ὑπεὶρ ἅλα ναυτίλλοιντο . τῶν μὲν ἔτ ' οὐ
πόλωι πυρόεντι , Νότου παρὰ γείτονι πέζηι , καὶ τροχαλὴν κρυόεσσαν ἐς ἄντυγα διψάδος ἄρκτου ἄξονος ἄκρα πέπηγεν : ἀειφανέος
7786817 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
7778754 δειρον
, ὑβρίζει , ἀντιλέγει , ἀναχωρεῖ . τὴν δὲ κύνα δεῖρον , δίωξον , καὶ οὐ μὴ ὑποχωρήσει , ἀλλ
τὴν προῖκα καὶ βούλεταί σε καταλιπεῖν : τὴν δὲ κύνα δεῖρον , ἀπόλεσον , κατάβαλε , δίωξον , καὶ οὐ
7776004 ὁμοχρουϲ
οὖν μεταξὺ δέρματοϲ καὶ περικρανίου ὑμένοϲ παρέπεται ὄγκοϲ εὐαφήϲ , ὁμόχρουϲ , ἀναλγήϲ , εἰϲ ὕψοϲ κεκυρτωμένοϲ , δι '
, φηϲί , τὰϲ λεύκαϲ ἐλλεβόρῳ λευκῷ , ἕωϲ ϲυνιδρώϲαϲαι ὁμόχρουϲ γένωνται τῷ ἄλλῳ ϲώματι , κατάχριε Ϲινωπίδι ἢ Μηλιάδι
7767830 ῥαον
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα
7761025 πλατιν
: γινώσκεις ὅτι ἡρπάγη ὑπὸ Θησέως καὶ Ἀλεξάνδρου * . πλᾶτιν ἀπὸ τοῦ πλησιάζειν . φάσμα πτηνὸν : τινές φασιν
ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . πλᾶτιν καὶ πλατανας , πλατῖδας καὶ λῖνας δαγῖλας τὰς νύμφας
7757788 τυπῃσιν
ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ
ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις ,
7756254 Ἐπανειμι
σταδίους ρκʹ . Ἐκ Καρύστου εἰς Πεταλίας σταδίους ρʹ . Ἐπάνειμι πάλιν ἐπὶ τὰ ἐκ Δήλου διαστήματα πρὸς νήσους τάσδε
στάδιοι ωʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Πάρον στάδιοι υʹ . Ἐπάνειμι πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον .
7756169 φερεσβιον
φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ]
τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . .
7755117 παλισσυτον
τε δέμας μεμαῶτα λαφύξαι . ἔνθ ' εἴ τις σπεύδοντα παλίσσυτον εἰσενόησεν , οὔτε με περδίκεσσιν ἀελλοπόδεσσιν ἕπεσθαι , οὔτε
καὶ μακρᾶς φερόμενον παρασύρειν τὴν γῆν . τοῦ δὲ κύματος παλίσσυτον ἐλαύνοντος ἐπὶ τὴν γῆν τὴν ἰλύν , συμβαίνειν τὴν
7754502 προσειοντες
φορὰν αὐτῶν ἐσδέχονται , γυμνὰ τὰ ξίφη καὶ τὰ δόρατα προσείοντες , ὥσπερ οὖν ἢ φοβῆσαι δυνάμενοι ἢ τρῶσαι .
. καὶ ἐνέκειντο αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν
7753162 Θαμνα
Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . .
ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας .
7748879 βλεψ
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε
7748235 ὀτοτυζουσαν
ὁ ἀχυρών . * * : ˘ ˘ – Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρόν . ἀωρόλειος : ὁ παρὰ
ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ ξυνωρίδες . Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρμόν . Ὃς τόνδ ' ἔχεις
7745700 Νυμφην
φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο θεασάμενοι τὸ εἴδωλον καὶ τὸν Αἰθιόπων λίθον
παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο οὗτος ὁ θεός , προφῆτιν δὲ Ἐρατὼ Νύμφην αὐτῷ γενέσθαι ταύτην ἣ Ἀρκάδι τῷ Καλλιστοῦς συνῴκησε :
7739580 χλουνης
λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , κάπροι δὲ συνεχῶς εὐνουχίζονται . ἀκρωνία
. . . Ι : ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ , οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν , ἀλλὰ
7729488 ὑποτρηχυν
Ἀρχέστρατός φησιν : εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην τήν θ ' ὑπότρηχυν βούγλωσσον . τῶν δὲ βουγλώσσων διαλλάττοντές εἰσιν οἱ κυνόγλωσσοι
δ ' ἀκόλαστος . εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην καὶ τὴν ὑπότρηχυν βούγλωσσον , ταύτην δὲ θέρευς περὶ Χαλκίδα κεδνήν .
7728367 μυσας
βελτίω τρέπου . τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον ἐπὶ τὸν ὕστερον μύσας παρᾷξον κἀπόλυσον , ὦ πάτερ . οὐ δῆτα :
σου ] οὐκ ἐάσω σε λέγειν . ἀσκαρδάμυκτος : μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς . σκαρδαμυκτεῖν γὰρ τὸ σκαίρειν καὶ μύειν
7725826 λεπαδνον
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . .
7725434 φοβουσιν
ἄλλων ἀστέρων ] , διά γε τῶν ὀνείρων ἐκταράσσουσι καὶ φοβοῦσιν . εἰ γὰρ ἦν τοῦτο ἀληθές , οὐκ ἂν
διώκοντες χειμῶνα δηλοῦσι . Βοῦν δὲ ἐμπεσόντα εἰς τέλμα λύκοι φοβοῦσιν , ἐπιβῆναι τῆς γῆς οὐκ ἐπιτρέποντες : ἀναγκάζουσι δὲ
7724398 ἐρημαιην
φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν ἥμιν ; ” Λέοντα φεύγων ταῦρος εἰς ἐρημαίην σπήλυγγα κατέδυ ποιμένων ὀρειφοίτων , ὅπου τράγος τις χωρὶς
πῦρ ἴδιον πλεκτῇσιν ἐνὶ κλισίῃσι βαλόντες : Ἰλιάδος δὲ λιπόντες ἐρημαίην χθονὸς ἀκτὴν πλώετε πασσυδίῃ ψευδώνυμον οἴκαδε νόστον , εἰσόκεν
7721869 καλυψον
ἐπιμελῶς , ἔμβαλε εἰς τὸν πίθον ὥστε ἐπιπλεῖν , εἶτα κάλυψον τὸν πίθον : καὶ ταῦτά σοι διαμένει , οἷα
νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ : ἤγουν σχίσας τὴν γῆν κάλυψον
7721701 προσεγγιζειν
προσάψειν ἅπαντας Ἀλκιβιάδῃ , ταχέως αὐτὸν ἐκέλευσαν ἀπιέναι καὶ μηκέτι προσεγγίζειν τῷ στρατοπέδῳ . Ἐπεὶ δ ' οἱ μὲν πολέμιοι
: ὅπου ὁ Ποσειδῶν οὐκέτι δίδωσι τοῖς ναύταις διέξοδον [ προσεγγίζειν ] εἰς τὸν ὠκεανόν . τέρμονα γὰρ οὐ -
7720937 καλλικαρπον
μάντιν οὐδ ' ἰατρόν , ἀλλὰ θνητὸν ἅμα ψυχαῖς τίς καλλίκαρπον θύρσον ἀνασείει θεῶν ; ἐφέσπερον δαίουσα λαμπτῆρος σέλας πῦρ
τε δυσείσβολός τε πολεμίοις , ” τὴν δὲ Μεσσηνιακὴν „ καλλίκαρπον κατάρρυτόν τε ” μυρίοισι νάμασι , καὶ βουσὶ καὶ
7720238 ἁθροαις
. τὴν περικύκλωσιν : τὸ περικυκλωθῆναι ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων . ἁθρόαις μέν : ταῖς ἐναντίαις ναυσί . γνόντες δέ :
τῷ αὐτῷ θέρει μετὰ τοῦτο εὐθὺς οἱ Πελοποννήσιοι , ἐπειδὴ ἁθρόαις ταῖς ναυσὶν οὐκ ἀξιόμαχοι νομίσαντες εἶναι οὐκ ἀντανήγοντο ,
7718673 μαχλοσυνη
ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι , μεγαλαυχῶ .
' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς , διεφέροντο . καὶ ἡ μαχλοσύνη κοινῶς ἐπὶ γυναικὸς μανίᾳ : δέδωκε δ ' αὐτῷ
7700934 ἀκονῃ
πύξῳ φλοϊσθὲν δὲ μέλαν γίνεται : χρήσιμον δὲ πρὸς ὀφθαλμίας ἀκόνῃ τριβόμενον . Ἡ δὲ ἀριστολοχία παχεῖα καὶ ἐσθιομένη πικρὰ
λευκογραφίδα καλοῦϲιν . ὑπόχλωροϲ γὰρ φαινόμενοϲ οὗτοϲ , εἰ παρατριβείη ἀκόνῃ ἢ καὶ ἱματίῳ τραχυτέρῳ , λευκαίνει τὸν τόπον .
7698986 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
7698252 Ἰσχιαδικον
' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου
καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
7696052 μεγεθυνει
τῆς φύσεως λαμβάνουσα καὶ ὡσανεὶ ἐφοδιαζομένη ζωπυρεῖ τε αὐτὰ καὶ μεγεθύνει καὶ ἐνεργέστερα διὰ τῶν παρ ' αὐτῆς μαθημάτων ἀπεργάζεται
εἰλεοῦ τε καὶ χορδάψου γεννητικὸν , πληθώρας τε καὶ ἀποπληξίας μεγεθύνει αὐτόθεν καὶ τὴν κωλικὴν διάθεσιν προβάλλεται , παροξύνει καὶ
7693332 ἀπερριφησαν
καὶ καταβέβλητο μνήματα καὶ τὰ τούτοις ἐναποκείμενα λείψανα κατὰ γῆς ἀπερρίφησαν . Ἐν αὐτοῖς γάρ , καθότι πολλοὶ τῶν Τούρκων
μηνιῶντες ἀλλήλοις [ : ] οὗτοι οὖν ἀπὸ τοῦ πύργου ἀπερρίφησαν καὶ ἀπεδοκιμάσθησαν τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ . οἱ τοιοῦτοι οὖν
7693204 λαθρη
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει .
7692739 κλωνος
γράφει τὴν παραλήγουσαν τῆς γενικῆς : οἷον , κλὼν , κλωνός : πρὼν , πρωνός : Χὼν , Χωνὸς ,
καὶ φυλάττουσι τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον κλών κλωνός , πρών πρωνός , ἐξ οὗ καὶ Π πρώονες
7691795 νασμος
καὶ νᾶμα καὶ ναύτης καὶ ναῦς καὶ νάουσαν ἀκρότομον . νασμός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω , ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ
Σάον , ὅτ ' ἠμάθυνε πᾶσαν ὀμβρήσας χθόνα Ζηνὸς καχλάζων νασμός . οἱ δὲ πρὸς πέδῳ πύργοι κατηρείποντο , τοὶ
7691150 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
7690526 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
7689527 διακεχωρισμενως
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος :
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν
7687583 φαε
εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν πατρώιον οὖδας . μὴ μὲν ὁδοιπορίης μιμνήσκεο φάε ' ἀθρήσας Μήνης Αἰγοκερῆος ἐν ἄστρασιν οἰχνεύοντα : ἦ
: ἐγὼ δ ' ἐνὶ εἵματι κείνου κείμην ἀσπασίως , φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς . ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ
7686843 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
7683756 ἐσθορειν
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον
7683181 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
7681557 ἀπαμβλυνεις
. ἀπαμβλύνεις ] ἀποστομώσεις . ἀπαμβλύνεις ] ἀσθενῆ ποιήσεις . ἀπαμβλύνεις ] ὀξέως ἔχοντα πρὸς τὸν πόλεμον οὐκ ἀπαμβλύνεις .
ἀπαμβλύνεις ] κωλύσεις . ἀπαμβλύνεις ] ἐκθηλύνεις καὶ χαυνώσεις . ἀπαμβλύνεις ] ἀποστομώσεις . ἀπαμβλύνεις ] ἀσθενῆ ποιήσεις . ἀπαμβλύνεις
7679390 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
7676668 καρποιο
θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς , τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
ὄφρα θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
7676342 ἐφιλατο
ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν : ἔξοχα γάρ μιν ἐφίλατο Παλλὰς Ἀθήνη : ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας
ποιμένι λαῶν . [ ] ν ? μερόπων ἀνθρώπων [ ἐφίλατο ] μητίετα Ζεύς . [ πολὺν ] δ '
7673274 μελιχρος
γλυκύτατε , ἡδύτατε , προσφιλέστατε , ἐπεὶ καὶ ὁ πέπων μελιχρός . βάσκετε : γράφεται καὶ βάσκ ' ἴθι .
γλυκύτατε , ἡδύτατε , προσφιλέστατε , ἐπεὶ καὶ ὁ πέπων μελιχρός . βάσκετε : γράφεται καὶ βάσκ ' ἴθι .
7672293 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
7671801 θορη
' ἐπὶ κνηϲμοῖϲι τῶν μορίων καὶ ἡδονῇ προχέεται τῇϲι ἡ θορή , ἀτὰρ καὶ πρὸϲ ἄνδραϲ ὁμιλίῃ ἀναιϲχύντῳ : ἄνδρεϲ
καὶ γόνιμα μέρεα , ὅκωϲ δι ' ἀψύχων ῥέει ἡ θορή , οὐδὲ ἐπιϲχεῖν ἔϲτι αὐτέην οὐδὲ ἐν ὕπνοιϲι :
7671385 ταλαιπωριην
ἄλλα ποιέειν τἀναντία κείνοισιν οἷσιν ἔφην , καὶ νήστιας μηδεμίην ταλαιπωρίην ποιέεσθαι . Τοῖσι δὲ ἐμέτοισι χρὴ καὶ τοῖσι κατακλύσμασι
παρὰ ἄνδρα ἀφικνεύμεναι , καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι διὰ τὴν ταλαιπωρίην καὶ ἰσχνότητα τῆς σαρκός . Ἔτι τε πρὸς τουτέοισιν
7665978 σεμ
] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ?
[ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? !
7665533 κρυφιον
ηʹ , τῷ ιβʹ , ἔσται τὸ σύμπτωμα λαθραῖον καὶ κρύφιον καὶ πᾶσιν ἀδιάγνωστον . εἰ δὲ ἀποκεκλικὼς μὲν ᾖ
τότε διὰ μελέων ὀξὺ βέλος πέπηγε μύσταις , ἀφανές , κρύφιον , δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων , πόδα , γόνυ
7664450 δαμασω
ὄντα λέγει τῇ γυναικί ” κυρία , ὑποκρίθητί μοι ἵνα δαμάσω τὸν Αἴσωπον . καὶ ἀναστᾶσα , βαλοῦσα ὕδωρ εἰς
Ἄφορβος κύριον . . . , . : ζυγώσω : δαμάσω , κλείσω , καθέξω . Αἰσχύλος Κίρκηι σατυρικῆι .
7663516 ἁμαξαια
καὶ εὐναίᾳ ἵν ' ᾖ τὴν εὐνήν , ὡς σεληναῖα ἁμαξαῖα καὶ Ἀθηναῖα . εὐνοίᾳ ] φιλίᾳ . εὐνοίᾳ ]
οια παρώνυμα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : σεληναῖα : ἁμαξαῖα : θυραῖα ἐπὶ τῆς διεξόδου , οὐκ ἐπὶ τοῦ
7663309 Καδμειοισι
κακοῦ ; Βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν πατροκτόνον , τὸν μητρὸςαὐδῶν ἀνόσι ' οὐδὲ ῥητά
Καὶ ταῦτ ' ἀκούσας στεῖχε κἀξάγγελλ ' ἰὼν καὶ πᾶσι Καδμείοισι τοῖς σαυτοῦ θ ' ἅμα πιστοῖσι συμμάχοισιν , οὕνεκ
7663008 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
7662272 διεισιν
ὥσπερ ὁρῶμεν καὶ τὰ θεῖα σώματα . εἰ δὲ οὐ δίεισιν ἄπειρον διάστημα ἐν πεπερασμένῳ χρόνῳ τὸ πεπερασμένον σῶμα ,
ἀσκοῦ , καὶ διὰ τοῦ τετρημένου τὸ πνεῦμα διὰ τόδε δίεισιν : ὧδε δὴ ἔχει καὶ τοῦ θέρεος ἐν τῇ
7661163 βαιταν
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας ,
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς
7657768 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
7653434 θερειτατη
ἡδυμέστατον Ἀλκμὰν ἔφη . . . . . θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς
. θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς „ . παρὰ τὸ θέρειος : οὐδέποτε
7653382 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
7653111 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
7652786 ἐσσυμενη
ἀνίησι : ἀφίησι , καταλιμπάνει . ἐσσυμένην : ὁρμῶσαν . ἐσσυμένη : ὁρμῶσα . παραλύξαι : φυγεῖν , ἀλύξαι ,
Ἄβαντα αἰγανέην προϊείς : ἣ δ ' ἀσφαράγοιο διὰ πρὸ ἐσσυμένη ἀλεγεινὸν ἐς ἰνίον ἦλθε τένοντος : λῦσε δ '
7649835 κλαζει
τινὰ κτύπον ; οὔκ , ἀλλὰ δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σίδηρον : κἀμέ τοι , πρὶν ἠισθόμην δεσμῶν ἀραγμὸν
ὄρνιν , ὁμογλώσσοιο συνέμπορον ἠθάδα θήρης : ἡ δὲ λίγα κλάζει ξουθὸν μέλος , οἱ δ ' ἀΐοντες πάντες ἐπισπέρχουσι
7649240 ιτος
κατὰ τὴν γραφὴν ἀλλὰ κατὰ τόνον . Τὰ διὰ τοῦ ιτος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἁπλᾶ προπαροξύτονα , ἐπιθετικά τε καὶ
λήϊτος ἐπίκτητος σῖτος λιτός μιτός , χωρὶς εἰ διὰ τοῦ ιτος . . . . ἀδευκέος : ἀπεοικυίας , Πολυδεύκης
7649069 δυσποτμον
] πρὸς τὴν ὑποληφθεῖσαν αὐτῷ φαντασίαν τοῦτο λέγει . . δύσποτμον ] δυστυχῆ . τὸ δύσποτμον οὐ πρὸς τὸν δεσμώτην
γε δόλος ἔσχ ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς : στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ ' ἄλλοις : καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο
7646979 βακχᾳ
. θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . Ξ βακχᾷ ] ἐνθουσιᾷ , ὁρμᾷ . βακχᾷ ] ὁρμᾷ .
μετὰ θάρσους . Ξ ἔνθεος δ ' Ἄρην βακχᾷ : βακχᾷ δὲ καὶ ἐνθουσιᾷ καὶ ὁρμᾷ πρὸς τὸν πόλεμον ἔνθεος

Back