| γεγόνασι , μείζονος ἢ κατ ' ἀνθρωπίνην σύστασιν οἰηθέντες φύσεως ἐπιλαχεῖν ταῖς τιμαῖς αὑτοὺς ὑπὸ μεγαλαυχίας ἀποσεμνύναντες ἐξεθείωσαν . ἤδη | ||
| τὸν ἑαυτῆς βίον ἴσχυσε καὶ τῆς προσηκούσης τοῖς ἀγαθοῖς εὐφημίας ἐπιλαχεῖν καὶ τοῖς μετ ' αὐτὴν ἅπασιν εὐγενείας ἀφορμὴ γενέσθαι |
| ἀτιμοτάτων , ἀκράτου , λαχάνων , πεμμάτων , ὅσα ἄλλα σιτοπόνων τε καὶ ὀψαρτυτῶν περιεργίαι κατὰ γαστρὸς τῆς ταλαίνης δημιουργοῦσιν | ||
| πλάνητα καὶ τύφου μεστὸν μήπω κεκαθαρμένων ἀνθρώπων βίον ταῖς διὰ σιτοπόνων καὶ μαγείρων καὶ οἰνοχόων τέρψεσι χαίροντα , τὸ μὴ |
| ἢ σεύτλου ἢ πιτύρων ἢ σησάμου ἢ μαλάχης ἀγρίας ἢ ἡμέρου : συμπάσσειν δὲ καὶ ἀλεύρῳ κυαμίνῳ ἢ μυροβαλάνῳ : | ||
| εἶναι . πανταχοῦ μὲν οὖν ἴσως αἰεὶ τὸ ἄγριον τοῦ ἡμέρου πλεῖον , εἰ δὲ μή , περί γε τὴν |
| ὅτε τοίνυν Ἡρακλεῖ φίλου ἐδέησε , Θησεὺς αὐτὸν Ἀθήναζε ἀγαγὼν ἀνακτᾶται . ὡς ἔδει γε , ὦ Ζεῦ καὶ Πόσειδον | ||
| ἀπὸ Προμηθέως ὁ ἄνθρωπος ὠφελούμενος οὐ περιπίπτει κακῷ ἢ ἁμαρτὼν ἀνακτᾶται πάλιν δι ' ὑστεροβουλίας . διὰ γὰρ τοῦτο καὶ |
| τῆς κοτυληδόνος ἡ ῥίζα . τὸ δὲ αἷμα τῆς χελιδόνος περιχριόμενον θαυμαστῶς παρηγορεῖ ποδαγρικὰς ὀδύνας . Ὅταν ἀρχὴν ἴδῃς , | ||
| . Ἀλκυόνιον τοίνυν καυθὲν καὶ μετὰ παλαιοῦ ἐλαίου ἀνατριβὲν καὶ περιχριόμενον τῷ τόπῳ καλῶς ἰᾶται τὰς ἀλωπεκίας . καὶ πεῖραν |
| ἵππους . αὗται δὲ χαλκᾶς μὲν φάτνας εἶχον διὰ τὴν ἀγριότητα , ἁλύσεσι δὲ σιδηραῖς διὰ τὴν ἰσχὺν ἐδεσμεύοντο , | ||
| ὁ Σωκράτης , Πότερα δέ , ἔφη , οἴει θηρίου ἀγριότητα δυσφορωτέραν εἶναι ἢ μητρός ; Ἐγὼ μὲν οἶμαι , |
| διὰ τὴν σπάνιν τῶν ἐκ διὸς καὶ ἅμα πρὸς τὴν ἐκτροφὴν τῶν καρπῶν ἀναγκαῖον . Οἱ δὲ καὶ οἴονται τότε | ||
| οὐ πέτεται , περὶ δὲ τοὺς νεοσσοὺς καὶ τὴν τούτων ἐκτροφὴν ἀσχολεῖται , ἐν αἷς ἀπορήσασα τροφῆς , ἣν παράσχηται |
| τὸν φόρτον οἶμαι χαρίζονται : ἔδει γὰρ ἔργον Ἀθηνᾶς δήπου τυγχάνουσαν μόνην ὁλκάδων ἡρώων κώπαις ἐρέττεσθαι . καὶ σοὶ δὲ | ||
| , πόθεν σχήσομεν τὴν σωτηρίαν . οἶδα γάρ σε συνετὴν τυγχάνουσαν ἀπ ' ἀρχῆς : ἄλλως : λέγε , φησὶν |
| ἀλλ ' οὐδὲ τὰ πρὸς τὴν καθ ' ἡμέραν δίαιταν ὀψαρτυτῶν αὐτάρκη μαχαιρίδια . ἐξ οὗ καὶ ἡ περὶ τὸν | ||
| φιλήδονοι ἐπιλεάνσεις εἶναί τινας τῶν προηγουμένων ἡδονῶν , ἃ γίνεται ὀψαρτυτῶν καὶ σιτοπόνων λίχνων περιεργίᾳ . καὶ προσεπιτείνει τὴν τοῦ |
| θυγατρὸς Μίνω , γυναικὸς δὲ Διονύσου , παιδὸς πατροφίλης τῆς μιχθείσης Διονύσῳ ἐν μορφῇ πρυμνίδι : Θεστὶς ἀπὸ Θεστίου τοῦ | ||
| θυγατρὸς Μίνω , γυναικὸς δὲ Διονύσου , παιδὸς πατροφίλης τῆς μιχθείσης Διονύσῳ ἐν μορφῇ † Πρύμνιδι † , Θεστὶς ἀπὸ |
| λόγους τοῦ σώφρονος , τοὺς δὲ περὶ τοῦ θείου καὶ ἀναγωγοῦ οὐδέπω . Διὸ αὐτὸς μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀποπαύεται , | ||
| βούλεται διαλαβεῖν καὶ περὶ τοῦ ἀμείνονος καὶ ἐγκρατοῦς ἔρωτος καὶ ἀναγωγοῦ ἵππου , ὅτι ἕλκεται μὲν ἅτε δὴ σώματι προσομιλοῦσα |
| ἡ καλλιπάρειος . λέγοιντο δ ' ἂν ἀνθοῦσαι παρειαί , εὐανθεῖς , ἐρυθαινόμεναι , λάμπουσαι , στίλβουσαι , ἐρυθριῶσαι , | ||
| , ἀλλὰ συνοικίαι ὅλαι καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε . Καὶ τί γάρ ; |
| τὸ οἰκίδιον , ἐντὸς τοῦ οἰκιδίου . ἐνοικοῦς ' ] ἐνδιατρίβουσι . , κατοικοῦσι , μένουσι . οὐρανὸν ] διά | ||
| ἔχοντα , ἐν οἷς οἱ κατοικοῦντες κατὰ τὴν θερινὴν ὥραν ἐνδιατρίβουσι , δαψιλῶς τῆς χώρας χορηγούσης τὰ πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν |
| : τῆς δ ' ἀποκεκαθαρμένης πύριος ὁ τύπος βλέπεται καὶ ἄχραντον καὶ ἀμιγὲς τὸ πῦρ , τό τε ἐγκραδιαῖον αὐτῆς | ||
| ἀμόλυντον : παρὰ τὸ χραίνω χρανῶ ἥψατο , κατὰ συγκοπὴν ἄχραντον . ἢ τὸ μηδέπω ἐν χρείᾳ γεγονός ' . |
| τεκτονικὴ μετασχηματιστικαί εἰσιν : ἐκ μὲν γὰρ τοῦ σιδήρου ἡ χαλκευτικὴ ὅπλα ποιεῖ , ἡ δὲ τεκτονικὴ ἐκ τῶν ξύλων | ||
| ἄμφω : ἀναγκαῖαι μὲν καὶ χρήσιμοι , ὡς οἰκοδομικὴ καὶ χαλκευτικὴ , καὶ γεωργία καὶ ῥητορική : ψυχαγωγικαὶ δ ' |
| ὥρας ἐμφυσᾶσθαι καὶ παίδων ὄρχεις . τὰς σπαργανώσεις τῶν μαστῶν ἀποκαθίστησι φακὸς ἑψηθεὶς ἐν θαλάσσῃ καταπλασσόμενος ἢ ἡδύοσμος σὺν ἀλφίτῳ | ||
| τοὺς ἄνδρας παρανομίας . καὶ ταῦτα μὲν μικρὸν ὕστερον . ἀποκαθίστησι δὲ καὶ τῆς Πόλεως ἔπαρχον τότε καὶ τῶν περὶ |
| λευκώματα δόκιμον : καὶ γὰρ πολλοὺς ὤνησεν . ] Πέρδικος ἄῤῥενος χολὴν μετὰ μέλιτος χρῖε . ἄλλο . λαδάνου γο | ||
| Δεῖ δὲ ἰσάζειν τὴν φύσιν καὶ τὴν ἡλικίαν τοῦ τε ἄῤῥενος , καὶ τῆς θηλείας , φυλάττεσθαι δέ , μή |
| [ καὶ ] καταβολᾶς τε καὶ γεννήσιος . ἐγκέφαλος δὲ σαμαίνει τὰν ἀνθρώπω ἀρχάν , καρδία δὲ τὰν ζώου , | ||
| οὐ δυνατόν : τὸ γὰρ ἀξίωμα τοῦ ἤθεος ἁ προαίρεσις σαμαίνει . διὸ καὶ μετὰ βίας μὲν ἐπικρατέων ὁ λογισμὸς |
| ὅμοιον τῇ ἐφήλιδι . * δαύκειον : εἶδος βοτάνης * ἔφηλιν : τοὺς ἀλφοὺς τὴν ἀλφήν λέπραν , πέρκωμα ἐνδὲ | ||
| καὶ σπίλους μελανίζοντας ἐπιπολῆς ταῖς ὄψεσιν ἐπιτρέχειν καὶ τὴν λεγομένην ἔφηλιν γενέσθαι : μετὰ δὲ ταῦτα τήν τε κίσσαν ἐπιφαίνεσθαι |
| ἀνεπίληπτον , οὐχ ἡδονὴν ἔχοντα τὸ τέλος ἀλλὰ γνησίων παίδων σποράν . ‖ Διὰ τί [ δὲ ] μὴ τῷ | ||
| ὁ μὲν ναστὸς περιαπτόμενος τοῖς ἀνδράσι συμβάλλεται αὐτοῖς περὶ τὴν σποράν : ὁ δὲ κοῦφος περιαπτόμενος ταῖς γυναιξὶ τελεσφορεῖ τὰ |
| τῆς ὑστέρας στόματος , μὴ βιάζεσθαι ἀλλ ' ἐγχυματισμοῖς λιπαροῖς δαψιλέσι χρῆσθαι ἐγκαθίσμασί τε καὶ ἐμβροχαῖς ταῖς ὁμοίαις καὶ καταπλάσμασιν | ||
| χώραν εὐδαίμονα λειμῶσί τε μαλακοῖς διειλημμένην καὶ πηγαίοις ὕδασιν ἀρδευομένην δαψιλέσι , δένδρα τε καρποφόρα παντοῖα καὶ πολλὴν ἄμπελον αὐτοφυῆ |
| ἄλλη γὰρ ἡ θρεπτικὴ τῆς αἰσθητικῆς , καὶ αὕτη τῆς ὀρεκτικῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ νοῦ καὶ μάλιστα τοῦ θεωρητικοῦ | ||
| δέ τι τῆς ἐν ἡμῖν τῶν κατὰ μέρος σιτίων ἑκάστοτε ὀρεκτικῆς δυνάμεως . ἐκδέχεται δὲ αὐτὴν ἡ ἐπὶ τὸ ἧπαρ |
| φύλλα ἔχει κισσῷ ὅμοια , μᾶλλον δὲ πρὸς τὰ τῆς σμίλακος : καὶ ὁ καυλὸς δέ : μείζονα δὲ πάντα | ||
| : λιτὸς δὲ οὗτος ὁ στέφανος καὶ ἀπέριττος . ⌈ σμίλακος / [ μίλακος ] ] βοτάνη οὕτω καλουμένη πρέπουσα |
| σανδαράκη , χρυσοκόλλα , δρυοπτερίς , πιτυοκάμπη , ἀκόνιτον . κεδρέα δὲ τὰς μὲν ἁπαλὰς σάρκας ἑτοίμως τε ἅμα καὶ | ||
| κράσεώς εἰσιν ἐκ τῆς τρίτης που τάξεως . ἡ μέντοι κεδρέα καὶ τῆς τετάρτης ἂν ἤδη δόξειεν ἐφάπτεσθαι , ἱκανῶς |
| καιρὸς τῆς ταύτης ἐνέστη γεννήσεως , δεῖται Ἡφαίστου πρὸς τοῦτο συνεργοῦ , ὡς κατὰ τῆς κεφαλῆς πλήξειεν αὐτόν : ἐπὶ | ||
| εὐμοίρου λαχὼν φύσεως , ἣ περιποιεῖ τὸ ἄληστον αὐτῷ διὰ συνεργοῦ μνήμης , μονῇ χρῆται , ὧν ἔμαθεν ἀπρὶξ ἐπειλημμένος |
| λεπτῆς ὑέλου κατεσκευασμέναι , ἵνα ἀκριβῶς τὰ χρώματα διαφαίνηται . Ἐνίαι γὰρ ὑποχλωρίζουσαι , κἀντεῦθεν μὴ ἀκριβῶς διαφανεῖς τυγχάνουσαιτῷ γὰρ | ||
| λεπτῆς ὑέλου κατεσκευασμέναι , ἵνα ἀκριβῶς τὰ χρώματα διαφαίνηται . Ἐνίαι γὰρ ὑποχλωρίζουσαι , κἀντεῦθεν μὴ ἀκριβῶς διαφανεῖς τυγχάνουσαιτῷ γὰρ |
| δύναμιν : ὅπερ καὶ ἐν τῷ Σοφιστῇ εἶπεν ὅτι ἡ θηρευτικὴ οὐ μόνον ἐπὶ στρατηγικῆς ἀλλὰ καὶ φθειριστικῆς ἔχει τὴν | ||
| , ἀγροῖκος ” : οὐ γὰρ πέφυκεν ἡ τῶν παθῶν θηρευτικὴ κακία τὴν ἀρετῆς πόλιν οἰκεῖν ἀγροικίαν καὶ ἀπαιδευσίαν μετὰ |
| , πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη , βρασσομένη , | ||
| τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν , καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ |
| , τὰ δὲ ἐξόπισθεν εἰς ἀναγκαίαν κατέχεται χρείαν ὑπὸ τῆς ὑπηρετούσης [ εἰς ] : πτύγματος γὰρ ὑποθέσει τὸν δακτύλιον | ||
| ἕκαστον δεῖ ποιεῖν τῶν γινομένων , τῆς ποιούσης αὐτὰ καὶ ὑπηρετούσης , ὡς δῆλον ἐπὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς . ὅλως δὲ |
| ὀξύ , πολύγονον ἀρχομένης , ποταμογείτων ὁμοίως , στρύχνου τοῦ θαμνώδους τοῦ ὑπνωτικοῦ τῆς ῥίζης ὁ φλοιός , ὑοσκύαμος ὁ | ||
| ἐστιν ἔδαφος καὶ τὸ πολὺ πετρῶδες , μεστὸν δὲ τῆς θαμνώδους ὕλης ἀειθαλοῦς τε καὶ ἡμέρου : παρέσπαρται δὲ καὶ |
| δὲ πρὸς ταῦτα λέγουσιν ὡς ὁ Νεμέτωρ , ἐπειδὴ τὴν Ἰλίαν ἔγνω κύουσαν , ἕτερα παρασκευασάμενος παιδία νεογνὰ διηλλάξατο τεκούσης | ||
| ὑπολαβὼν λεληθέναι δεύτερα τάδε ἐποίει : τὴν θυγατέρα τοῦ Νεμέτορος Ἰλίαν , ὡς δέ τινες γράφουσι Ῥέαν ὄνομα , Σιλουΐαν |
| πήγανον , ῥαφανίς , σάμψυχον , σμύρνιον , ὕσσωπον , χαμαίδρυς , χαλβάνη . Ἀδάρκη , ἀμπελόπρασον , εὐφόρβιον , | ||
| ῥίζα , φιλεταίριον , ἀφάκης φύλλα , ἀκόρου ῥίζα , χαμαίδρυς , ἀπαρίνης χυλός , βρυωνίας , καὶ τῆς λευκῆς |
| τε βαθὺν περὶ φλοιὸν ἀράξας , σὺν δ ' ἄρα καυκαλίδας τε καὶ ἐκ σταφυλίνου ἀμήσας σπέρματα καὶ τρεμίθοιο νέον | ||
| ποταμόν * Χοάσπου : ποταμὸς Ἰνδίας * πιστάκια : βιστάκια καυκαλίδας δὲ τὰ λέπη τῶν πιστακίων λέγει ἢ βοτάνης ἄλλο |
| ' Αἰγύπτιοι καὶ ἄλλην αἰτίαν τῆς τοῦ ζῴου τούτου τιμῆς μυθικωτέραν : τὸ γὰρ παλαιόν φασι τῆς Ἴσιδος μετὰ τοῦ | ||
| ' Αἰγύπτιοι καὶ ἄλλην αἰτίαν τῆς τοῦ ζώιου τούτου τιμῆς μυθικωτέραν : τὸ γὰρ παλαιόν φασι τῆς Ἴσιδος μετὰ τοῦ |
| , ἀνελόμενός τε χρῶ . τὸ δ ' οὕτως σκευασθὲν σάνδυξ ὑπό τινων προσαγορεύεται . πλύνεται δὲ τὸ ψιμύθιον ὁμοίως | ||
| μολύβδαινα μετρίως , μόλυβδος ἄκαυστος καὶ κεκαυμένος , ψιμύθιον , σάνδυξ μετρίως , τυρὸς ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς μετρίως . |
| οἰκονομικόν , πολιτικόν . ἕλξεις . ὅτι καὶ τὴν ἱματίων ἕλξιν , ᾗ φησὶ Πλούταρχος διαφερόντως Ἀλκιβιάδης ἐπετήδευεν . φιλονικίαν | ||
| θαλάττιον , τὴν δ ' οὐρανίου “ χρυσῆς τινος σειρᾶς ἕλξιν , ” οὐ πυρὶ καὶ τόξοις ἐντιθεῖσαν δυσαλθεῖς νόσους |
| βοάς . Τούτου ὁ ὄνυξ εὔστοχός ἐστι καὶ φυλακτικός , περιαφθεὶς ἀνθρώποις ἐν πάσαις συκοφαντίαις . καὶ πρὸς τοὺς προερχομένους | ||
| μείζονα καὶ ἐπιτυχίαν παρέχει : ὁ δὲ εὐώνυμος αὐτοῦ ὀφθαλμὸς περιαφθεὶς ἐν δέρματι ἐλάφου οὐκ ἐᾷ ποτε ὀφθαλμιάσαι τὸν φοροῦντα |
| μὴ καὶ ταύτας τὰς ψυχὰς τῶν ζῴων ἀθανάτους δώσομεν ἃς ἐμψυχίας μόνας καὶ ἐντελεχείας εἰώθαμεν καλεῖν , οἷον σκώληκας καὶ | ||
| κατὰ πᾶσαν περιαγωγήν . , Ἀ . ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον . , Ἀναξίμανδρος . . . |
| ἐπιστήμης : περὶ γὰρ τὰ δοξαστὰ καὶ ἔνυλα καὶ τὰς ἀνθρωπικὰς φλυαρίας ἡ τοιαύτη ῥητορικὴ ἀναστρέφεται . ιδʹ Ὡς ἐγώ | ||
| μὲν κατ ' ἄνθρωπον , ἤτοι ἡ καταγινομένη περὶ τὰς ἀνθρωπικὰς ἡδονάς , ἤτοι περὶ τὰ ἀφροδίσια τὰ ἀνθρώποις ἀνήκοντα |
| λέπια ἐσθίειν τηγάνου , ὀλίγα δὲ καρυκεύειν , καὶ μὴ ἀπλήστως . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρίων παντοίων ἀπέχεσθαι τῶν ξηρῶν | ||
| Διὸς αἰτήσασθαι ὅτου ἐπιθυμεῖ . τὸν δὲ πρὸς τὰς ἀπολαύσεις ἀπλήστως διακείμενον ὑπὲρ αὐτῶν τε τούτων μνείαν ποιήσασθαι καὶ τοῦ |
| βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
| δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
| . . . τί φήις ; θανεῖσθαι ; κοὔποτ ' ἀλλάξεις λέχη ; ταὐτῶι ξίφει γε : κείσομαι δὲ σοῦ | ||
| τὴν ῥάβδον , τὸ δέκατον ἅγιον τῷ κυρίῳ . οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ : ἐὰν δὲ ἀλλάξῃς , αὐτό τε |
| χλωραὶ [ καὶ ] ἱλαραί , καὶ ὅλον τὸ ὄρος εὐθηνοῦν , καὶ πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ | ||
| τρόπον τε ποίμνη ἐπιγονὴν μὴ ἔχουσα οὐ καλὴ οὐδὲ βουκόλιον εὐθηνοῦν , πολὺ μᾶλλον οὐδὲ πόλις οὐδ ' οἰκία : |
| ἑαυτὸν σύμπνοιαν , τῆς τε Μαξιμίνου ὠμότητος κατηγόρει σφοδρότατα εἰδὼς μισουμένην , αὐτός τε πᾶσαν πραότητα ὑπισχνεῖτο , συκοφάντας τε | ||
| τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν Λείαν μισουμένην εἰσάγουσιν οἱ χρησμοί : διὸ καὶ τοιαύτης ἔτυχε προσρήσεως |
| ἀπεικάζει φρέατι : βαθεῖα γὰρ καὶ οὐκ ἐπιπόλαιος , γλυκὺ ἀναδιδοῦσα νᾶμα καλοκἀγαθίας | διψώσαις ψυχαῖς , ἀναγκαιότατον ὁμοῦ καὶ | ||
| νοτίδες , ἔνδροσος γῆ , πιδύουσα , ἰκμάζουσα , ὕδωρ ἀναδιδοῦσα , νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος , |
| ἀκτίνων Ἄρεος φεύγουσα Σελήνη Φαίνοντι κρυόεντι συνάπτοι δερκομένοιο Στίλβοντος , δειναῖς νεύρων νούσοισι χαλέπτει . ἀργαλέοις δὲ σίνεσσι βροτοὶ κάμνουσι | ||
| πλησιοχώρους καὶ τῶν ἁλισκομένων οὓς μὲν ὕβριζεν , οὓς δὲ δειναῖς καὶ παρηλλαγμέναις αἰκίαις ἐτιμωρεῖτο . κυριεύσας δὲ ὁ αὐτὸς |
| , οἷα τἀγαθὰ νομίζεται κρίνειν . ὕπνοι γὰρ σύμμετροι καὶ κατακλίσεις συνήθεις , καὶ σφυγμοὶ σύμμετροι ἢ τούτων ἐγγύς , | ||
| , πρὸς δὲ αὖ τούτοις ἐσθήτων τε μαλακῶν ἕλξεις καὶ κατακλίσεις ἠσκημένας καὶ διακονίας ἀκριβεῖς καθ ' ἑκάστην ἐπιθυμίαν τε |
| ἰόνθους σβέννυσιν : ὠφελεῖ δὲ καὶ σπληνικοὺς μεθ ' ἁλὸς καταπλασσομένη . τὸ δ ' ἀφέψημα αὐτῆς κνησμοὺς λουόμενον παύει | ||
| δράσῃ ταῦτα , τὸ διὰ σάνδυκος κολλύριον χρήσιμον . ῥάφανος καταπλασσομένη ποιεῖ : ἀφαίρει δ ' αὐτήν , ὅταν ἄρξηται |
| σεσέλεως , καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # α , λιγυστικοῦ ⋖ | ||
| ἀσπαράγου , κράμβης καὶ τὰ τούτων φύλλα καὶ καρποὶ καὶ σταφυλίνου , τριχομανές , ἄμωμον , κάρδαμον , σχοῖνος εὐώδης |
| στήθους ποιῆσαι αὐτὸν ἀναβιῶναι . οὗτος εὐημέρησε ἐν τῷ ἀγῶνι ἐπιφανῶς παλαίσας , μέλλων δὲ στεφανοῦσθαι ἐκωλύθη πρὸς τοῦ ἀλείπτου | ||
| ἀγορᾷ ἀγαθὸν πᾶσι , μάλιστα δούλοις : ἐνδόξως γὰρ καὶ ἐπιφανῶς ἔσονται ἐλεύθεροι . Ζῶντα κατακαίεσθαι τὰ αὐτὰ τῷ κεραυνοῦσθαι |
| γυναικείῳ ἐπιχριόμενον , ἢ καλάμων χλωρῶν τῶν φύλλων ὁ χυλὸς ἐπιχριόμενος . [ Πρὸς ὀφθαλμῶν ἀπόκρουσμα περίδνωμα . ] Λαβὼν | ||
| . ὁ δὲ ὀπὸς αὐτῆς πολλῷ λεπτομερέστερος . ὅθεν καὶ ἐπιχριόμενος ὀφθαλμοῖς , νεφέλας καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς |
| πουλυκνήμου αὐτοῦ τὰ φύλλα : ἐπὶ τελευτῆς δὲ θυμιῇν , φλόμου φύλλα κόψας καὶ λωτοῦ τορνεύματα : ἔμπροσθεν δὲ πρὶν | ||
| δ ' ἔχει μήλινα καὶ καρπὸν περὶ τὸν καυλὸν ὥσπερ φλόμου : ὅλος δ ' ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα |
| [ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ | ||
| φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται |
| οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς ὅσα καὶ ἡ σκωρία τοῦ σιδήρου . Λίθος νάξιος καὶ τὸ τῆς ναξίας | ||
| φ . Σής : ὁ σκώληξ . Σκώρ : ἡ σκωρία : οἱ δέ , τὸ κόπρον . Κρῖ : |
| συνειδήσει καὶ καρδίᾳ εὐάκουστος γίνεται : ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ περιίπτανται ταῖς πτέρυξι σὺν ἤχῳ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ Χερουβὶμ | ||
| αἰθέρος , τουτέστι τοῦ ἀέρος : καὶ γὰρ τὸν ἀέρα περιίπτανται τὰ εἴδωλα καὶ αἱ ψυχαί . ἢ καὶ ὡς |
| ὡς ἐπὶ τῶν ἰσχιαδικῶν ὑπεδείχθη . παραπλήσιον δὲ δύναται καὶ σκίλλα , διχῇ δὲ κατατμηθείσης αὐτῆς ἐφ ' ἱκανὸν παρατρίβεται | ||
| τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς , περὶ ὧν εἴρηται . ἀποτήκει δὲ καὶ σκίλλα τιλτὴ ἐνεψηθεῖσα κονίᾳ , ᾗ χρῶνται οἱ τοὺς πηλοὺς |
| , διόσπυρα , ἁλικάκκαβα , κάππαρις , καὶ μάλιστα ἡ ταριχευθεῖσα , τῆς τερ - μίνθου πάντα , κράμβη , | ||
| ὄντος ὁ ζωμὸς πινόμενος κοιλίαν πέττει . ἡ δὲ κεφαλὴ ταριχευθεῖσα καὶ καυθεῖσα καὶ σὺν μέλιτι λείᾳ ἐπιχρισθεῖσα , συκάμινα |
| ὅτε . . . ἑάλω , πρῶτα μὲν ἀνεσπᾶτο τὰς ὑπογαστρίους . . . τρίχας , εἶτα τέφραν . . | ||
| καὶ ἀνδραποδίζουσαι ] πρὸς γαστριμαργίαν συναύξουσι καὶ ἀναρρηγνύουσι καὶ τοὺς ὑπογαστρίους οἴστρους : σιτοπόνων τε γὰρ καὶ ὀψαρτυτῶν κάματον ἐπιλιχνεύει |
| ἀέρα συνεστῶτα πιπτουσῶν . σεισμὸν δὲ τῆς γῆς ἐπὶ πλεῖον ἀλλοιουμένης ὑπὸ θερμασίας καὶ ψύξεως . ταῦτα μὲν οὖν Ἀναξιμένης | ||
| τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις ἐν τῷ δέρματι γίνεται ἡ μεταβολὴ ἀλλοιουμένης τῆς ἐντὸς ὑγρότητος εἴτε αἱματώδους ἢ καί τινος ἄλλης |
| δ ' ἱκαναῖς καὶ εὐτρόφοις . πειρᾶσθαι δὲ τὰς ὁρμὰς καταστέλλειν καὶ μὴ ταῖς προθυμίαις ὑπερθέσθαι τὰς ἑαυτῶν δυνάμεις : | ||
| δυοῖν , πάλιν ὡσαύτως ἀνωθεῖν τὸ ἔμβρυον καὶ τὰς χεῖρας καταστέλλειν . εἰ δὲ διαστῆσαν τοὺς πόδας διαφόροις μέρεσι τῆς |
| φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα | ||
| φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα |
| βούνιον , ψευδοβούνιον , σμύρνιον , πευκέδανον , ἀναγαλλίς , ἡδύοσμος , οἰνάνθη , Ποντικὴ ῥίζα , λιβανωτός , ὀπὸς | ||
| σπέρμα , δαύκου ἡ ῥίζα καὶ μετρίως τὸ σπέρμα , ἡδύοσμος , κόστος παρορμᾷ μετ ' οἰνομέλιτος , σατύριον , |
| τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν σπανιώτατα . πανταχοῦ δὲ καθιεῖσα ἶβις τὸ ῥάμφος | ||
| ὥσπερ τὰ σιτία : ἰατρεύει γὰρ τὴν φύσιν τοῦ πεινῶντος νοσοῦσαν τοῦτο τὸ μέρος , καὶ εἰσάγει τὸ ἐλλεῖπον , |
| καὶ καρπῶν φθοράν . οἱ δ ' ἀπεύχονται ἀπόσιτοι καὶ ἄποτοι διατελοῦντες . Ἄιδος κυνῆν . νέφος τὴν ἄϊδος κυνέην | ||
| εἰς τοὺς φιλοκύβους ἔρχεται . συνείρουσι νύκτας ἡμέραις ἄσιτοι καὶ ἄποτοι καὶ ἡδονῆς ἡδονὴ περίεστι . τοὺς οὖν ἄνευ δεσμῶν |
| φησιν Αἰλιανὸς καὶ ὡς ἕτεροι μυρίοι , τὸ δὲ γαμφαῖς ἅρπαις ἤτοι ἐπικαμπέσιν ὄνυξι . γ τυκίσμασι κατασκευάσμασι : τύκος | ||
| , ὡς δὲ οἰνὰς καὶ ἄμπελος * γαμφαῖσι καὶ σιαγόσιν ἅρπαις ἤγουν δρεπάναις ἢ ἅρπης καὶ δρεπάνης . πλανηθεὶς ὑπὸ |
| ἐλεεῖν φάσκεις , τί οὐκ ἂν πρὸς ἐκείνας ἔπαθες τὰς ἠσκημένας τε καὶ ξανθάς ; „ τῷ δὲ ἄρα ξὺν | ||
| γυναῖκας Ἀτροπάτης ἔδειξεν Ἀλεξάνδρῳ , βαρβάρους τινὰς ἄλλας γυναῖκας ἱππεύειν ἠσκημένας δοκῶ ὅτι ἔδειξεν ἐς τὸν λεγόμενον δὴ τῶν Ἀμαζόνων |
| δισώματον ἔσπασε χροιήν , ἣ θνητοὺς μαίνει φαντάσμασιν ἠερίοισιν , ἀλλοκότοις ἰδέαις μορφῆς τύπον † ἐκπροφαίνουσα , ἄλλοτε μὲν προφανής | ||
| ἐπισχεθείσης τῆς χολῆς καὶ τοῖς μελαγχολικοῖς ἑάλωσαν πάθεσι καὶ παρανοίαις ἀλλοκότοις . Τούτων οὕτως ἐπιφανέντων , εἴτε πυρέττοιεν εἴτε καὶ |
| ἢ ἀψινθίου , εἰς τὸ λεπτότατον εἰργασμένα , ὑδρωπικοῖς ἁρμόττει καταπλασσόμενον κατά τε τῶν ὑποχονδρίων πάντων καὶ τῆς ὀσφύος καὶ | ||
| ἐπιχριόμενος δι ' ἐλαίου , κωνείου σπέρμα μεθ ' ὕδατος καταπλασσόμενον . Πίτυρα μετ ' ὄξους καὶ πηγάνου ἑφθὰ καταπλασσόμενα |
| γλυκύτατον ἐκ δρυπεποῦς μάλιστα τοῦ καρποῦ . Κασία , κηκὶς ὀμφακῖτις : στοιχὰς ῥώννυσι τά τε σπλάγχνα πάντα καὶ πᾶσαν | ||
| ἄξομεν τὸ ἕλκος : ἐπιτήδεια δ ' εἰς τοῦτο κηκὶς ὀμφακῖτις καὶ τὰ τῆς ῥοιᾶς λέμματα μετρίως ξηραίνοντα . ὅσα |
| βρυωνίας ἡ ῥίζα , ἀναγύρου τὰ ξηρὰ φύλλα , ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως , ἀριστολοχίαι , ἀσπάραγος μυακάνθινος , ἀσπάλαθος , | ||
| λευκῆς τῆς καὶ βρυωνίας ἡ ῥίζα , ἀπαρίνη , ἄπιοι καταπλασσόμεναι , ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον , ἄρον , ἀρτεμισίαι ἀμφότεραι |
| ἀκόρεστον , ἐμφορουμένην μὲν αἰεὶ τῶν αἰσθητῶν , ὑπὸ δὲ ἀκράτορος τῆς ἐπιθυμίας μηδέποτε ἐμπλησθῆναι δυναμένην , ἀλογοῦσαν τῶν σωφρονιστῶν | ||
| παρακαταθήκην ὀργίων οὐ παντός ἐστι φυλάξαι . τὸ γὰρ τῆς ἀκράτορος ψυχῆς νᾶμα ἔξω ῥέον διὰ στόματός τε καὶ γλώττης |
| κοσμίως , τούτοις μόνοις προσήκει , τοῖς μάλιστα τοῦ σώματος ὀλιγωροῦσί τε καὶ ἐν φιλοσοφίᾳ ζῶσιν . εἰ γὰρ ἐθέλεις | ||
| κοσμίως , τούτοις μόνοις προσήκει , τοῖς μάλιστα τοῦ σώματος ὀλιγωροῦσί τε καὶ ἐν φιλοσοφίᾳ ζῶσιν . εἰ γὰρ ἐθέλεις |
| ἡ δὲ τούτων ὕλη τῆλίϲ ἐϲτι καὶ λινόϲπερμον κρίθινον ἄλευρον αἴρινον . περιπεπλέχθω δὲ τερεβινθίνη ῥητίνη καὶ χαλβάνη καὶ μέλι | ||
| μέλιτι ἢ γλοιῷ ἀναληφθεῖσα ἢ ἐλαίῳ ἢ στέατι χοιρείῳ , αἴρινον ἄλευρον μετὰ περιστερᾶς κόπρου καὶ λινοσπέρμου ἐν οἴνῳ ἑψηθέν |
| τῶν πετρῶν , πίϲϲα μιγνυμένη κηρωτῇ καὶ ῥητίνη , κροκοδείλου χερϲαίου κόπροϲ καὶ ἡ τῶν ψάρων , ὅταν ὄρυζαν μόνην | ||
| ὑπόδημα γενόμενον ἄκρωϲ ποδῶν καὶ νεύρων παραμυθεῖται νόϲον . Κυνὸϲ χερϲαίου ϲκύλαξ . Εὔτροφοϲ ϲυγκατακείμενοϲ τῷ ϲτομάχῳ ἢ ἄλλῳ τινὶ |
| ὄντος μήτε σχῆμα μήτε μορφὴν ἔχοις λαβεῖν , ποθεινότατον καὶ ἐρασμιώτατον ἂν εἴη , καὶ ὁ ἔρως ἂν ἄμετρος εἴη | ||
| μόνον ταύτην ἔσχε μοῖραν , ὥστ ' ἐκφανέστατον εἶναι καὶ ἐρασμιώτατον . ὁ μὲν οὖν μὴ νεοτελὴς ἢ διεφθαρμένος οὐκ |
| ἐκ φαύλων σπουδαίας ἀπεργάζεσθαι , πάντα δὴ ταῦτα ἔξωθεν τὴν ἐπίπνοιαν γίγνεσθαι διασημαίνει : χρὴ δὲ οὐ τοῦτο μόνον προλαμβάνειν | ||
| οὐδ ' εἶναι τέχνην , τὴν ποιητικὴν , ἀλλ ' ἐπίπνοιαν ἐκ Μουσῶν , ὃς δ ' ἂν ἄνευ μανίας |
| . : ἐτελεύτησε δέ , ὥς φησιν Ἕρμιππος , ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολὺν καὶ παρακόψας , ἤδη γεγονὼς ἔτος πέμπτον καὶ | ||
| τὴν κορυφὴν ἀνατρέχοντα : οὕτως οὖν τῆς ἐρωμένης ὁ πολύπους ἐμφορηθεὶς ἐπὶ τὴν θάλασσαν αὖθις ἐπείγεται . Οἱ δὲ ταύτης |
| Λοίτη : Προίτη ἡ πόλις : Οἴτη : κοίτη : δροίτη ἡ πύελος : τὸ λυτὴ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ | ||
| Ἐλεφαντίς . Ἐπιδάμνειος . Μαγνησσίς . Μυρκιννία . Μυτωνίδες . δροίτη . Ταυχέριος . ἠλαίνουσα . ἄννεμε ου μεν ? |
| δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς | ||
| φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους |
| καλλίστου # λ , ῥόδων φύλλων # ι , ὕδατος πηγαίου # ξ : ἕψει τὸ ὕδωρ ἕως βράσεως καὶ | ||
| : πηγαῖον : παροξυτόνως τὴν πηγαῖον χερνίβα , τὴν ὕδατος πηγαίου πεπληρωμένην λεκάνην : οὔτις ἐπὶ προθύροις : οὐδεὶς δὲ |
| ἐν ταῖς θαλείαις ἀναστρεφομένους , Μελπομένη δὲ ἀπὸ τῆς μολπῆς γλυκείας τινὸς φωνῆς μετὰ μέλους οὔσηςμέλπονται γὰρ ὑπὸ πάντων οἱ | ||
| ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ ; ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς , ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας , ὢ τῶν |
| παρὸ καὶ τῆς Λείας ἀνήρ ἐστι . μία μὲν ἀρίστη γύμνωσίς ἐστιν αὕτη , ἡ δ ' ἑτέρα ἐστὶν ἐναντία | ||
| ἐνεστῶτες καὶ οἱ παρεληλυθότες πάντες οὐ κυρίως εἰσίν , ἀλλὰ γύμνωσίς ἐστι τοῦ λόγου , ἤγουν σχηματισμός . Καὶ σχήματα |
| μόνον . καὶ ἀγωνιζομένῳ ταῦτα καθ ' ἕκαστον ἀγῶνα : παυσαμένῳ δὲ παραμένουσιν τὸν βίον σύμπαντα οἱ καρποὶ οἱ ἀπὸ | ||
| . Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο σκάψαι κἀποκλάσαι τε καὶ λουσαμένῳ διελκύσαι |
| δὲ σχολιογράφοι ψυχρῶς λεγέτωσαν τῇδε καὶ “ Βουκέφαλον ” “ Βουκεφάλαν ” καὶ “ Ἀλεξάνδρειαν ” . τοῦ ] τίνος | ||
| νίκης τῆς κατ ' Ἰνδῶν ἐπώνυμον ὠνόμασε , τὴν δὲ Βουκεφάλαν ἐς τοῦ ἵππου τοῦ Βουκεφάλα τὴν μνήμην , ὃς |
| Σιμμίαν , κατασκεψόμενον τὴν χώραν : οὗτος δὲ μετὰ τῆς ἁρμοττούσης χορηγίας ἀποσταλεὶς ἀκριβῶς , ὥς φησιν Ἀγαθαρχίδης ὁ Κνίδιος | ||
| ] [ τῆς εἰς ] τὸ [ μηθὲν ἐλλείπειν ] ἁρμοττούσης καὶ οὗ δὴ τοῖς ἂν [ ἐμπείρως ] ταὐτὸν |
| , κἂν ὅλως ἐπιτετευγμένη γένηται , οὐ δυνατὸν ἐφικέσθαι τῆς ἀμέμπτου πάντων εὐαρεστήσεως . οὔτε γὰρ Φειδίας , μάλιστα τεθαυμασμένος | ||
| τὴν ξένην , τοῦ σοῦ μὲν ἀνδρός , ἡμετέρου δὲ ἀμέμπτου φίλου , σοὶ μὲν εὐκλεῶς ἔοικε παραγίνεσθαι , τῇ |
| προρρηθεῖσα κοινὴ ἐπιμέλεια . Τοῖς δὲ ὑπὸ τῆς λεγομένης χαλκίδος σαύρας πληγεῖσι , παρακολουθεῖ οἴδημα διαφανὲς ὥσπερ ἐκλάμπον , κύκλῳ | ||
| , ἄνθος Ἀσσίου λίθου : ἕψουσι φρύνους , μυγαλᾶς , σαύρας , γαλᾶς , βατράχους , ὑαίνας , τραγελάφους , |
| τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν . σφόδρα ἐστὶ καλόν , ἀναπίνει τὰς περὶ τὰ ἄρθρα συνισταμένας συλλογὰς καὶ ἀπαλλάττει τῶν | ||
| τὸ αὔταρκες . τοῦτο ὑπεκτήκει . Διαλύει πᾶσαν σκληρίαν , ἀναπίνει τὰς ἐν βάθει ἀποστάσεις . Κηροῦ , πιτυΐνης , |
| δοτέον αὐτοῖς ἀπογεύεσθαι σέρεως ἑφθῆς , ἀρνογλώσσου , κράμβης δὶς ἡψημένης : ἀποχυθέντος δὲ μετὰ τὴν πρώτην ἕψησιν καὶ τοῦ | ||
| ἢ Λημνίαν σφραγίδα μετὰ τοῦ Σαμίου ἢ κοράλλιον ἢ ἐλαίας ἡψημένης χυλὸν ἢ ἀκακίαν ἢ ὑποκιστίδα ἢ βαλαύστιον ἢ πράσιον |
| ῥεῦμα : ἵππουρις καταπλαττομένη , κἂν νεῦρα διατετμημένα τύχῃ : ἴσατις ἡ ἥμερος ἐπὶ τῶν σκληρῶν σωμάτων . κοχλίου σὰρξ | ||
| διαπύρων καυτηριῶν , τῆς αἱμορραγίας ἐξ ἀναβρώσεως σηπεδονώδους συμπιπτούσης . ἴσατις ἡ ἥμερος κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ἐπιπλαττομένη καλῶς ἐπέχει , |
| θερμάνσεσιν ἢ ἐν ὕδασιν ἐπαγωγαῖς ἀναψύχων καὶ ἀργίαις καὶ τροφῶν ἐνδείαις καὶ πόσεως πλεονασμοῖς , τῇ δὲ σκέπῃ θερμαίνων καὶ | ||
| ἀκμῆσι καὶ ἄρτι πρῶτον καθισταμένοις εἰς ἀγῶνα κεκμηκότας ὁδοιπορίαις καὶ ἐνδείαις σιτίων καὶ ποτῶν , ἃ κατὰ μέρος ἀντεπετίθετο . |
| περιέκειτο , καὶ περιεβάλετο στολὴν τυραννικὴν , καὶ ἐποίησεν ὄψιν ζοφερὰν καὶ παντοίων θηρίων ἀγριωτέραν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας ἀκαθαρσιωτέραν : | ||
| . ἀλλ ' ἄγχιμος γὰρ ἥδε Φοιβεία γυνή θεοὶ χθόνιοι ζοφερὰν ἀδίαυλον ἔχοντες ἕδραν φθειρομένων Ἀχεροντίαν λίμνην ἄδωρος χάρις δράκοντος |
| ὀσμῇ βαρεῖα , οὔτε ἄγαν ὑγρὰ οὔτε κατάξηρος . Ἁλὸς ἄχνης . . . . . . . . . | ||
| σὺν ἐλαίῳ σχινίνῳ καταχριστέον : ἢ ἀφρονίτρου , καὶ ἁλὸς ἄχνης , καὶ ἀλεύρου πυρῶν , ἑκάστου μέρος τὸ ἶσον |
| τὴν σκευασίαν ; πότερον χλωρῷ τρίμματι βρέξας , ἢ τῆς ἀγρίας ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω ; ἔφα | ||
| ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . οὕτω δὲ καὶ τῆς ἀγρίας καννάβεως ὁ καρπός , εἰ πλείω ποθείη , ξηραίνει |
| νεφέλας καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχει καὶ ἀποκαθαίρει . ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς λεπτομερὴς ὢν καὶ θερμαγωγός | ||
| χεῖρα ἀποψώμενον , ὅταν δὲ τούτων τινὸς θίγῃς , εὐθὺς ἀποκαθαίρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα , ὡς πάνυ ἀχθόμενος |
| ὑπόπικρον ἔχει λεπτύνει τε καὶ τέμνει καὶ διαφορεῖ . Κάλαμος ἀρωματικὸς καὶ στύψεως βραχείας : καὶ δριμύτητος ἐλαχίστης μετέχει : | ||
| ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλάμους |
| δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ | ||
| ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ |
| λευκοῦ δίδου κοχλιάριον αʹ . νήστει . συμφέρει καὶ ὄστρακον ἐχίνου θαλασσίου πινόμενον καὶ τὸ γάλα βόειον πιόν . ἄλλο | ||
| τὸ οὖϲ καὶ χρῶ . καλὸν λίαν . Ἄλλο . ἐχίνου χερϲαίου χολὴν μετ ' ἐλαίου ἔγχει . Ἄλλο . |
| τῷ Ὀφιακῷ ὅτι Κόνιλος εὗρε τὴν βοτάνην . τινὲς δὲ πανάκειαν , κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ τ , τὴν πάντα ἰωμένην | ||
| βροτῶν , Παιώνιον ἄνδρα , εἴσεσθαι μάλα δεινὰ καὶ εἰς πανάκειαν ἑτοῖμα , ἔν τε λογιστονόμοισιν ἀεὶ πολυπρήκτορας ἔργοις . |
| εἰς ταύτην ὡς μίαν δοῦσαν ἑαυτὴν εἰς πλῆθος καὶ οὐ δοῦσαν : ἱκανὴ γὰρ πᾶσι παρασχεῖν ἑαυτὴν καὶ μένειν μία | ||
| , πάσχοντος τοῦ ζῴου τὴν αἰτίαν τοῦ ζῆν τῷ συναμφοτέρῳ δοῦσαν αὑτὴν ἀπαθῆ εἶναι τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ |
| ἐπιστήμας ἀνθρώπων πρὸς ἡμᾶς ἄνευ τῶν ἐξ ἔθους συνεργούντων , σπείροντος καὶ γεννῶντος θεοῦ τὰ ἀστεῖα γεννήματα , ἃ τῷ | ||
| ὅτι ἐξ ἀιδίου κατὰ διαδοχὰς ἐξ ἀνθρώπων βλαστάνουσιν ἄνθρωποι , σπείροντος μὲν εἰς μήτραν ἀνδρὸς ὡς εἰς ἄρουραν , γυναικὸς |