τι δὲ καὶ πράξουσιν ἢ πῶς δέξονται τὴν τῶν ἐλεφάντων ἐπέλασιν , οὐκ εἰς μακρὰν ἡμῖν ὁ θαυμαστὸς συγγραφεὺς ἀπὸ
τι δὲ καὶ πράξουσιν ἢ πῶς δέξονται τὴν τῶν ἐλεφάντων ἐπέλασιν , οὐκ εἰς μακρὰν ἡμῖν ὁ θαυμαστὸς συγγραφεὺς ἀπὸ
4989229 Βελγικην
ἀντιπαρατείνουσα ταύταις ἡ Ναρβωνησία κεῖται . Πάλιν δὲ μετὰ τὴν Βελγικὴν πρόσεισιν ἐπ ' ἀνατολὰς συχνὸν ὅσον ἡ Γερμανία ,
καταντικρὺ τῆς Κελτογαλατίας , παρά τε τὴν Λουγδουνησίαν καὶ τὴν Βελγικὴν μέχρι τῆς μεγάλης Γερμανίας ἐκτεινομένη . Οὐ γάρ ἐστι
4836568 ὀρθιαν
λόφου τοῦ ὑψηλοῦ τὴν ἠλίβατον , ἤγουν τὴν μετέωρον καὶ ὀρθίαν , τουτέστι τὴν Ὀλυμπίαν , ὅπου παρέσχεν αὐτῷ ,
πλαγία ἡ ΒΑ πρὸς ΓΔ , ἡ ΓΔ πρὸς τὴν ὀρθίαν : καὶ ὡς ἄρα ἡ πλαγία πρὸς τὴν ὀρθίαν
4798399 ὑποχωρησιν
φύσει ψυχρὰ , καὶ φάρμακον πίσαι ὅ τι ἂν κάτω ὑποχώρησιν ποιέῃ , ἄνω δὲ μὴ , ὥσπερ οὐδ '
τῶν ὑπολειφθέντων ἀποκάθαρσιν , πολλάκις δὲ καὶ πρὸς ἐπίκρασιν καὶ ὑποχώρησιν τῶν ὑποκειμένων . εὑρεθεῖεν δ ' ἂν καὶ ἄλλαι
4794619 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
4777315 ἐκφυσιν
γίνεται δι ' οὐλὴν ἐν πόσθῃ γενομένην ἢ διὰ σαρκὸς ἔκφυσιν : τὸ δὲ δεύτερον μάλιστα ἐν ταῖς αἰδοιικαῖς φλεγμοναῖς
ὥστε καὶ πολυκαρπεῖν καὶ τὴν γῆν ἧττον καρπίζεσθαι καὶ τὴν ἔκφυσιν δὲ τὴν πρώτην ῥᾴω καὶ θάττω ποιεῖσθαι . Πλὴν
4597590 ἑψησιν
ὑγρότητος μεταδιδόναι τῷ φαρμάκῳ . ἀρκέσει δ ' εἰς τὴν ἕψησιν τῶν φοινίκων εἷς κλάδος , ὡς τῷ μὲν ἁδροτέρῳ
ὕδατος ἅπτεσθαι , διὰ δὲ τῆς ἀτμῶν φορᾶς λαβεῖν τὴν ἕψησιν . δοτέον δὲ καὶ ἄπιον ἢ μέσπιλον ἢ σοῦρβον
4597193 νοσσιαν
δὲ ὡς εἰκὸς μὴ εὑρεθῇ ἡ βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ
ὁ κάνθαρος ὀργισθεὶς συνεπετάσθη τῷ ἀετῷ καὶ κατασκοπήσας αὐτοῦ τὴν νοσσιάν , ἐν ᾗ ἦν συνστρέψας ὁ ἀετὸς ὠά ,
4555081 ῥινα
δὲ τοῦ παντὸς προσώπου περιγραφὴν καὶ παρειῶν τὸ ἁπαλὸν καὶ ῥῖνα σύμμετρον ἡ Λημνία παρέξει καὶ Φειδίας : ἔτι καὶ
δέ , ὡς ὅταν τὴν κεφαλὴν εἰς ὦτα , εἰς ῥῖνα , εἰς ὀφθαλμούς : ταῦτα γὰρ οὔτε ἀπὸ τοῦ
4545852 πυγην
μειρακύλλιον ἀναπαυόμενον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀξιοῦν πρωὶ γενόμενον ὥστε τὴν πυγὴν ἅπαξ αὐτῷ παρασχεῖν , τὴν δὲ τοῦτ ' εἰπεῖν
καὶ τέλος κατὰ τοῦ τέγους ἁλόμενος διέφυγε , ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος . εἶτα μειράκιόν τι ὡραῖον διαφθείρας τρισχιλίων ἐξωνήσατο
4542943 σιαγονα
τὰ θραύσματα λωβήσασθαί σου τήν τε ῥῖνα καὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα , καὶ τοῦ αἵματος ἐνεχθῆναι κρουνούς , οἵους ὕδατος
ὀφθαλμόν , καὶ τότε τὰ σκέλη τοῦ τελαμῶνος ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐνηνεγμένα διὰ τοῦ αὐχένος ἐπ ' ἰνίον ἄγεται καὶ
4523225 σταφυλην
τόπον , καὶ εἶθ ' οὕτως καίειν ἢ τέμνειν τὴν σταφυλήν , καὶ χρῆσθαι τοῖς προειρημένοις βοηθήμασι . πλὴν δεῖ
ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα παρὰ τοὺς Χόας , πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν : τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα εἰς τὸ στόμα ῥᾶγα
4519995 μεταφοραν
. : ἀθήρ : ἀκμὴ τοῦ ἠκονημένου σιδήρου , κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τοῦ ἀθέρος ὅς ἐστι τοῦ ἀσταχύος τὸ ἄκρον
τῷ κατὰ Πατροκλέους . λέγεσθαι δ ' ἔοικε ταῦτα κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς φορτίοις παραβυσμάτων , τουτέστι παραπληρωμάτων
4510429 ἐπαυλιν
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν
4505330 ὑποστιγμην
καὶ ἐμπεσόντα περὶ τὰ τέλη νοήματι μακρῷ καὶ μέσην ἢ ὑποστιγμὴν πρὸς ἀνάπαυσιν μὴ ἔχοντι , ἄγαν ἀποτείναντα τὴν φωνὴν
καὶ ἐμπεσόντα περὶ τὰ τέλη νοήματι μακρῷ καὶ μέσην ἢ ὑποστιγμὴν πρὸς ἀνάπαυσιν μὴ ἔχοντι , ἄγαν ἐπι - τείναντα
4495516 τμηθεισαν
ἀπλανῆ σφαῖραν ἄτμητον φυλαχθῆναι , τὴν δ ' ἐντὸς ἑξαχῆ τμηθεῖσαν ἑπτὰ κύκλους τῶν λεγομένων πλανήτων ἀποτελέσαι : ὃ γάρ
ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος τῆς
4489217 προσεοικυιαν
δὲ ἡμεῖς ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης ἐθεώμεθα τὴν καλιὰν σχεδίᾳ μεγάλῃ προσεοικυῖαν ἐκ δένδρων μεγάλων συμπεφορημένην : ἐπῆν δὲ καὶ ᾠὰ
, ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος , ὅτι τὴν νυκτὶ προσεοικυῖαν ἀχλὺν ὁ λευκὸς ἀὴρ ἐπὶ τὸ καθαρώτερον ἐλάμπρυνεν .
4485208 συμβολην
δυνατοῦ , ὥστε καὶ πλείστοις συμπλέκεσθαι , μετὰ δὲ τὴν συμβολὴν ὑπὸ δύο ἡττωμένου . φασὶ γὰρ τὸν Ἡρακλέα θέντα
καὶ ὀχυρώματι προστρεχόντων χρεία διανυκτερεῦσαι ἢ προσεδρεῦσαι αὐτοῖς ἢ τὴν συμβολὴν μέχρις ἑσπέρας παρατείνεσθαι , καὶ ἀναγκαῖόν ἐστιν ἐπιφέρεσθαι δαπάνην
4476594 κελευσιν
γνωρισθῆναι ἅμα Κερκυόνι φεύγει εἰς Ὀρχομενόν . Αὐγείου δὲ κατὰ κέλευσιν Δαιδάλου πρὸς τὴν τῶν αἱμάτων ἔκχυσιν ἐπιδιώκοντος καταφεύγουσιν ὁ
ἠλιθείης , ὑπομνήματα τοῦ χρησμοῦ , τέως δὲ ἕως κατὰ κέλευσιν ὑποθήσομαί σοι πάλιν ὑπὸ χρησμὸν , καὶ τὰς εἰς
4474520 τρυγην
ἐκβράσσεται , καὶ οὗτοι μεταφορικῶς ἀπὸ τρυγός . οἱ δὲ τρύγην μὴ ἐχούσης , τὸν καρπόν , πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς
παρὰ θῖν ' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο . εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς
4474059 ἀρχουσαν
τοῦ Ἀπίωνος λόγος διὰ τοῦ ι γράφει τὴν τοῦ Ἠλυσίου ἄρχουσαν : ὁ δ ' αὐτὸς λέγει καὶ ὅτι πείρατα
. τὸ γʹ ἰαμβέλεγος τὴν τελευταίαν συλλαβὴν μετατιθεὶς ἐπὶ τὴν ἄρχουσαν . γεγένηται δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν
4436248 Φρυγιαι
: τῷ σκήπτρῳ τοῦ Πριάμου ἐπερειδομένη ταῖς εὐκόμποις πληγαῖς [ Φρύγιαι ] τοῦ ἀρχεχόρου ποδὸς ἐξῆρχον τοὺς θεοὺς , ὅ
! φάσγανα κατὰ ? ? γῆς ? ? ? ἔβαλον Φρύγιαι ? ? ? τα ? | [ – –
4423586 ὀχειαν
δέ , τοὐναντίον . ἀρίστη δὲ ὥρα εἰς τὴν τούτων ὀχείαν ἀπὸ ζεφύρου πνοῆς , ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ὥστε
τῆς θηρευούσης . ἐπὶ τοσοῦτον δ ' ἐπτόηνται περὶ τὴν ὀχείαν οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας
4415537 ἐξελασιν
ἱππικὸν θεασάμενος καὶ τῷ Ἀνδρονίκῳ προειπὼν τὴν κατ ' ἐκείνων ἐξέλασιν , ἀπὸ ῥυτῆρος σὺν τοῖς ἀμφ ' αὐτὸν ἐξελαύνει
ἑταῖροι μᾶλλόν τι ἐν τῷ τοιῷδε ἤνυτον . ἔνθα δὴ ἐξέλασιν ποιεῖται ἐπὶ Κοσσαίους , ἔθνος πολεμικὸν ὅμορον τῷ Οὐξίων
4374155 ῥαχιν
διὰ τὸ συμβῆναι οὕτως ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . .
δὴ περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῷ καὶ τὸ νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν ἐς τὴν οὐρὰν τελευτῶντα ἀκράτως πυρρά ἐστι , θεάσαιο
4364499 χελωνην
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω ,
4363877 σπαρτην
αὐτῆς τὸ οἰκοδομούμενον . τίς δὲ ἡ αἰτία τοῦ τὴν σπάρτην ἐξηρτημένην ἑαυτῆς τὴν μόλιβδον ἔχουσαν τῇ οἰκοδομικῇ συμβάλλεσθαι πρὸς
: ἤγουν τὴν ἀγαπῶσαν φίλει . Τὸν λίθον πρὸς τὴν σπάρτην κατὰ τὴν Δωρικὴν παροιμίαν ἄγοντες . Τὸν πόκον περικείρεσθαι
4342401 γναθον
ὁρᾶις , γέρον . οὗτος μὲν οὐδ ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου . ναί : δὶς τόσον πῶμ '
, ὁ δ ' ἐγκάψας τὸ κέρμ ' εἰς τὴν γνάθον ἐρίν ' ἀπέδοτο σῦκα πωλεῖν ὀμνύων . οἴνου γεραιοῖς
4339015 εἰσοδον
νοῦν θέμενος , κατ ' αὐτὴν γενόμενος τοῦ πύργου τὴν εἴσοδον ἔμελλον διὰ τῶν ξύλων πρὸς τοὺς βαρβάρους χωρεῖν .
. ὅμως δὲ τά γε τῆς ἐπιστροφῆς τῆς κατὰ τὴν εἴσοδον τὴν ἐς τὴν πόλιν ἐθελῆσαι αὐτοῖς πεισθῆναι λέγει Ἀριστόβουλος
4338827 ἑκταιος
, ἢ εἰ πλανώμενος ἰητρεύοιτο : εἰ μέντοι πεμπταῖος ἢ ἑκταῖος ἐὼν ἢ καὶ ἔτι ἀνωτέρω , ἀναστὰς ἐθέλοι προβαίνειν
αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : οὗτος ἀποθνήσκει πεμπταῖος ἢ ἑκταῖος . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , θερμαίνειν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν
4316105 χειρουργιαν
γραμματισταὶ μηχανῶνται ὑποχαράττοντες αὐτοῖς σημεῖα ἀμυδρά , οἷς ἐπάγοντες τὴν χειρουργίαν , ἐθίζονται τῇ μνήμῃ πρὸς τὴν τέχνην . Δοκοῦσιν
δυσανασχετῇ ὁ πάσχων , τότε τοῖς δεσμοῖς χρώμεθα πρὸς τὴν χειρουργίαν . οἱ δ ' ὑπηρέται πλησίον καθεζέσθωσαν , καὶ
4313188 προϲθεϲιν
ἀλλὰ καὶ ποτῶν . πολλῷ δ ' ἧϲϲον ἐπὶ τὴν πρόϲθεϲιν ἰτέον , ἐπεὶ τήν γε ἀφαίρεϲιν ὅλωϲ ἀφελεῖν πολλαχοῦ
τοῦ ϲώματοϲ ῥῶϲιν ὑπὸ τῆϲ δυνάμιοϲ καὶ ἐϲ τὴν τούτου πρόϲθεϲιν ὑπὸ τῆϲ θρέψιοϲ . οἶνοϲ γὰρ ὠκὺϲ μὲν ἐϲ
4311536 ὀφρυν
πρὸς ὕψος ἠρμένον τινὰ λαμπρῷ τε πλούτῳ καὶ γένει γαυρούμενον ὀφρύν τε μείζω τῆς τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν
τὸ Κασταλίας ὕδωρ πιόντων , οὐδ ' ἐπὶ σοφίᾳ τὴν ὀφρύν ποτε ἀνασπασάντων ; Λέγ ' οὖν περὶ ἀνδρείας ,
4302938 πορδαλιν
ἀκοντίων καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ
Καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων . Τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . Τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ
4297266 πλαστιγγα
τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν :
διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω
4296671 ὀχθην
: πλήρης οὖν βδελλῶν γενόμενος ὁ κροκόδειλος , ἐπὶ τὴν ὄχθην προελθὼν κατὰ τοῦ ἀκτῖνος κέχηνεν : ὁ τοίνυν τροχίλος
μὴ βουλομένους ποιεῖσθαι . Καὶ διὰ τοῦτο χρὴ εἰς τὴν ὄχθην τὴν ἐπὶ τὸ μέρος τῶν ἐχθρῶν τὸ ἄπληκτον γίνεσθαι
4295627 πανοπλιαν
ῥίψασπις ἦν ὁ Κλεώνυμος . εἶχον δὲ καὶ οἱ ἥρωες πανοπλίαν : ⌈ καὶ δῆλον ἐκ τῶν Δαιταλέων . Γ
ἐκεῖνος τοίνυν ὁ Θερσίτης ὁ τοιοῦτος εἰ λάβοι τὴν Ἀχιλλέως πανοπλίαν , οἴει ὅτι αὐτίκα διὰ τοῦτο καὶ καλὸς ἅμα
4292076 ὑστεραιαν
καὶ μᾶλλον ἠπείγετο συναγαγεῖν ἡμᾶς . τοῦτο δὲ εἰς τὴν ὑστεραίαν παρεσκευάζετο . ἐώνητο δὲ τῇ κόρῃ τὰ πρὸς τὸν
παραγγέλλειν ὑπὲρ τοῦ πλοῦ τοῖς ἡγεμόσιν . ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν κακῶς ἤδη ἔχοντα ὅμως θῦσαι τὰ τεταγμένα . παραγγεῖλαι
4272084 σκιλλην
θλασθῇ , καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς ,
τὸν οἶνον ἐπιχέαι , εἶτα πυριῆσαι . Προστιθέναι δὲ καὶ σκίλλην , ἔστ ' ἂν τὸ στόμα μαλθακὸν ᾖ καὶ
4271080 κωμυθα
μασχάλην αἴρωμεν ἐμπεπωκότες . ὁ δὲ μετ ' Εὐδήμου τρέχων κώμυθα τὴν λοιπὴν ἔχει τῶν πρωίων . πάλαι γὰρ αὐτὸ
μέσης τῆς πόλεως τῶν Κροτωνιατῶν ῥέων εἰς τὴν θάλασσαν . κώμυθα δίδωμι : κώμυς ἡ δέσμη , ὡς Κρατῖνος :
4270737 ἀναστροφην
οὐ χρηστέον : πιθανὴν ἀπολογίαν ἐνταῦθα οἱ συνηγοροῦντες Ἑρμογένει τὴν ἀναστροφήν φασιν : οὐ γὰρ δύναται λέγειν : καὶ μὴν
καὶ τὴν διάνοιαν ἐντεινόντων πρὸς τὴν ὁμειλίαν καὶ τὴν ἁρμόττουσαν ἀναστροφήν . . . . τὸ τοίνυν ὑπὸ τῶν ἀρχαίων
4264982 κοιτην
δυσκολοκοίτου ] δυσκολῶς κοιμᾶσθαι ποιούσης , τῆς ποιούσης δυσκολαίνειν τὴν κοίτην , δυσχερεστάτης δυσκόλου κοίτης , δυσχερῶς ἐχούσης κοιτάζεσθαι .
ῥῆξιν καὶ ταριχοφαγία καὶ τῆϲ διὰ κολοκυνθίδοϲ ἱερᾶϲ καταπότια πρὸϲ κοίτην λαμβανόμενα . ἀρξαμένου δὲ ἐκκρίνεϲθαι τοῦ πύου αὖθιϲ διδόναι
4259591 παροιμιαν
πείρας ποιουμένων . Κᾶρες γὰρ ἐμισθοφόρησαν πρῶτοι . Ἄλλοι τὴν παροιμίαν τιθέασι ἐπὶ τῶν εὐκαταφρονήτων : φασὶ γὰρ τοὺς Κᾶρας
καὶ συγκατατίθεσθαι . αἶνος δʹ : ἔπαινον . γνώμην . παροιμίαν . καὶ πόλιν . αἴνυσθαι βʹ : τὸ αἴρεσθαι
4256465 ἀποκυησιν
τί δ ' ἂν εἴη σκαιότερον ἢ ταῖς περὶ τὴν ἀποκύησιν ὠδῖσιν ἐπιφέρειν ἔξωθεν ἑτέρας ἐκ τῆς παραχρῆμα τῶν γεννωμένων
καὶ τοσαύτην μετακόσμησιν εἰληφότων , ὅσην ὁρῶμεν συμβαίνουσαν μετὰ τὴν ἀποκύησιν , ἰσχνουμένου καὶ ἀτονοῦντος καὶ ἀχροοῦντος τοῦ σώματος ὡς
4247487 ὑϲτεραν
τὸ ϲπλάγχνον , ἢ δι ' ἐξολκὴν δευτέρου προϲελκομένου τὴν ὑϲτέραν προϲπεφυκότοϲ αὐτῇ , καθάπερ ἐν δυϲτοκίαιϲ , ἢ δι
. Πολλάκιϲ μετὰ τὴν τοῦ ἐμβρύου κομιδὴν ἐγκατέχεται κατὰ τὴν ὑϲτέραν τὸ χόριον , ὃ δὴ καὶ δεύτερον καλεῖται .
4204375 ἀποϲταϲιν
ἑτέραϲ λεπτομεροῦϲ τε καὶ διαφορητικῆϲ καὶ θερμῆϲ κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόϲταϲιν , τῆϲ δὲ ἑτέραϲ γεώδουϲ ψυχρᾶϲ , ἐξ ἧϲ
Βλίτον ἐδώδιμόν ἐϲτι λάχανον ὑγρὸν καὶ ψυχρὸν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόϲταϲιν . Βολβὸϲ ὁ μὲν ἐδώδιμοϲ πικρότητόϲ τε ἅμα καὶ
4202982 ἀκανθαν
, καθωμιλημένον δὲ μᾶλλον τὸ περὶ τὴν ἐν τῇ Σικελίᾳ ἄκανθαν τὴν καλουμένην κάκτον : εἰς ἣν ὅταν ἔλαφος ἐμβῇ
, οὐδὲ δικαιοτέρας : ἡ γὰρ κατ ' αὐτὴν τὴν ἄκανθαν ἰθυωρίη τῆς κατατάσιος κάτωθέν τε καὶ κατὰ τὸ ἱερὸν
4202453 Λευκανιαν
ἐπὶ δὲ τούτων κατὰ μὲν τὴν Ἰταλίαν ἠθροίσθη περὶ τὴν Λευκανίαν πλῆθος ἀνθρώπων πανταχόθεν μιγάδων , πλείστων δὲ δούλων δραπετῶν
καὶ βοσκηματώδεις , ὡς οἵ τε περὶ τὴν Ὀπικίαν καὶ Λευκανίαν , εἰ δὲ τὸ θυμικὸν ἐγείροιεν , ἄγριοί τε
4190555 ἀκιδα
Σκορπίου ἐν Τοξότῃ γέγονε : φαλακρὸς καὶ πηρὸς διὰ τὴν ἀκίδα . Ζεὺς δὲ ὁ κύριος [ Ἄρεως καὶ ]
. οἱ δὲ θοῶς ἐλάσαντες ἀκοντιστῆρι τριαίνῃ τήν τ ' ἀκίδα κλείουσι , βέλος κρυερώτατον ἄγρης , δελφίνων ἕνα κοῦρον
4181310 συντυχιην
ἔπεσεν : τῶι δὲ καλῶς ποιεῦντι θεὸς περὶ πάντα τίθησιν συντυχίην ἀγαθήν , ἔκλυσιν ἀφροσύνης . Τολμᾶν χρή , τὰ
. Ἐν ᾧ δὲ οὗτοι ταῦτα ἐβουλεύοντο , ἐγίνετο κατὰ συντυχίην τάδε . Τοῖσι μάγοισι ἔδοξε βουλευομένοισι Πρηξάσπεα φίλον προσθέσθαι
4176947 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
4176618 βλαστησιν
ἀὴρ ἐπιγένηται μαλακὸς καὶ ὑγρὸς καὶ θερμός , ἐξεκαλέσατο τὴν βλάστησιν : ὅθεν καὶ οἱ πρόδρομοι . καὶ προελθὼν τάδε
γένεσις : ὡς τά γ ' εὐθὺς ἀνατρέχοντα πρὸς τὴν βλάστησιν ἀσθενῆ καὶ ἄκαρπα γίνεται , καθάπερ ἐπὶ τῶν σπερμάτων
4175820 διαμοτωϲαντεϲ
ἀγγεῖα διακαίουϲιν ἄχρι ϲυχνοῦ βάθουϲ . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν διαμοτώϲαντεϲ ξηροῖϲ τιλτοῖϲ καὶ ϲπλήνιον ἐπιθέντεϲ ἐπιδήϲομεν καὶ μετὰ τὴν
ἐμπεπαρμένην βελόνην . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν τὴν ἔξω διαίρεϲιν διαμοτώϲαντεϲ καὶ ἐκ ψυχροῦ ὕδατοϲ πτύγμα ἐπιθέντεϲ ἐπιδέϲει χρώμεθα καὶ
4171671 χροιαν
, λέγω δὴ ὁ ἄρρην , τὴν αὐτὴν μὲν ἔχει χροιάν , τὴν δὲ κεφαλὴν ἔχει στενοτέραν , καὶ τὸν
καθαρός , πορφυροῦς , ἡλιόφεγγος . Λίθος ὁ χαλκηδόνιος τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου
4171228 διηθων
] καὶ ὁ τριπτὴρ εἶδος ὑλιστῆρος , ὁ τὰ τριβόμενα διηθῶν ἢν δέ τις ἀζαλέῃ : ἐὰν δέ τις ,
κείμενος , καὶ τὸ ἀπορρέον τοῦ σώματος ὑγρὸν εἰς κύστιν διηθῶν . ἥ γε μὴν κύστις κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν τῶν
4166257 γλωτταν
λεῖον , ὑπόπικρον , βάπτον ἰσχυρῶς τοὺς ὀδόντας καὶ τὴν γλῶτταν ἐπιμένον τε εἰς συχνὰς ὥρας : τοιοῦτον δ '
ἐπιληπτικῶν καὶ τοῦτό φασιν , ὡς χλωραὶ αἱ ὑπὸ τὴν γλῶτταν αὐτῶν εὑρίσκονται φλέβες . Ἐπιληπτικοῦ δὲ καταπεσόντος ἀπὸ τῶν
4161636 Καμπανιαν
τῆς στρατιᾶς ἐπανελθὼν ἀφρούρητον αὑτὸν λάβοι , χρήματα φέρων εἰς Καμπανίαν ᾔει , πείσων τὰς πόλεις οἱ στρατεύεσθαι , τὰς
δὲ συνεχῆ ταύτῃ πρότερον Αὔσονες ᾤκουν , οἵπερ καὶ τὴν Καμπανίαν εἶχον , μετὰ δὲ τούτους Ὄσκοι : καὶ τούτοις
4159776 συναφην
τύχης διὰ τὰ ἐπίκτητα , τὴν δὲ σελήνην διὰ τὴν συναφὴν τοῦ σώματος πρὸς τὴν ψυχήν , τὸ δὲ μεσουράνημα
καὶ ὑπερβαλλούσῃ συνίστατο φωνῇ , ἀπ ' αὐτῆς πάλιν κατὰ συναφὴν ἀρχόμενον τῆς πάλαι νήτης . ὥστε τριῶν μόνον φθόγγων
4159109 τρωγλης
ὁ γεωργὸς τοῦ πατάξαι αὐτὸν ἠστόχησε μόνον κρούσας τὴν τῆς τρώγλης ὀπήν . ἀπελθόντος δὲ τοῦ ὄφεως ὁ γεωργὸς νομίσας
. Οἱ δὲ καὶ πάλιν θεασάμενοι τοῦτον εἰσεπήδησαν κρυβέντες ἐπὶ τρώγλης . Ὁ δ ' ἀρουραῖος ὀλιγωρῶν τῇ πείνῃ ἀνεστέναξε
4157052 μισθοφοραν
τῇ παραβολῇ ἐχρήσατο δεικνὺς ὅτι νοσοῦσιν ἄνοιαν . οὐκοῦν σὺ μισθοφορὰν λέγεις ; ] ἀνθυποφορὰ τὸ σχῆμα : οἷον ἵν
ἐν Σάρδεσιν ἦν λαμπρὰν ἀγορὰν αὐτοῖς παρασκευάζων καὶ διπλῆν τὴν μισθοφορὰν ἑτοιμάζων , οἱ δὲ ἱππεῖς ἔξω τῆς πόλεως τὸ
4153084 ὀσφυν
ἐστὶν εἴδη , καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ τὰ μὲν ὀσφὺν μᾶλλον ἢ χεῖρας ἢ σκέλη διαπονεῖν , τὰ δὲ
τὸ μὲν μέγεθος μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν ὀσφὺν μακραὶ καὶ σιμαί , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστέα
4153034 ϲφυρου
, τὴν ἐπ ' ἀγκῶνι : ἐπαφαιρέειν δὲ ἀπὸ τοῦ ϲφυροῦ . πρήϲϲειν δὲ τὰ ἄλλα , ὁκόϲα ἄν τιϲ
διὰ πάχοϲ ἐν τῷ αἵματι καὶ πλῆθοϲ , προκενώϲαϲ ἀπὸ ϲφυροῦ μετρίωϲ , εἶτα διδοὺϲ κοχλιάριον μετὰ γλήχωνοϲ ἢ καλαμίνθηϲ
4152567 σκευην
; ὁρῶ γὰρ πολλὴν παρ ' ὑμῖν τῆς φακῆς τὴν σκευήν . εἰς ἣν ὁρῶσα συμβουλεύσαιμ ' ἂν ὑμῖν κατὰ
, πονηρός , ὥσπερ καὶ ὅταν μὴ τὴν οἰκείαν ἔχῃ σκευήν . ὡς γάρ φησιν ὁ Πανύασις , ἄπρακτα καὶ
4149820 ἀρχικην
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω δύνασθαι θεωρεῖν : καὶ Ἀρχέλαον τὸν ἕξιν ἀρχικὴν ἔχοντα , ὁμοίως καὶ Βασιλικὸν ἢ Βασίλειον τὸν δυνάμενον
ἰατρικὴν ἑστὼς ἰατρός , οὐ τοίνυν οὐδὲ ὁ κατὰ τὴν ἀρχικὴν ἐπιστήμην ἄρχων ὡρισμένος . λογικώτερον δὲ εἰπεῖν ἐπιχειρητέον ,
4137317 Ἀντιοχειαν
κύκλον ἔχοντι χιλίων καὶ πεντακοσίων σταδίων , πόλιν δὲ ἔκτισεν Ἀντιόχειαν . εὐάμπελος δὲ καὶ αὕτη ἡ γῆ : φασὶ
μὴ κατακολπίζοντι , ἀλλ ' ἐπ ' εὐθείας πλέοντι εἰς Ἀντιόχειαν ἐπὶ τὰ πρὸς ἑσπέραν [ τῆς ἄρκτου μέρη ]
4135874 ἐμπολην
. Ἔνδησον , ὦ βέλτιστε , τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ φέρων κατάξῃ . Ἐμοὶ μελήσει
. ἐμπολή τὰ φορτία Ἀττικοί , ὡς Ἀριστοφάνης “ τὴν ἐμπολὴν ὅπως μὴ καὶ φέρων κατάξῃ . ” τὸ δὲ
4126925 ΦΒ
ἰσογώνιόν ἐστιν . ἐπεζεύχθωσαν γὰρ αἱ ΡΒ , ΣΒ , ΦΒ . καὶ ἐπεὶ εὐθεῖα ἡ ΝΟ ἄκρον καὶ μέσον
ΗΧ : ἀλλ ' ἐν ᾧ μὲν τὸ Φ τὴν ΦΒ διέρχεται , ἡ ΘΑ δύνει , ἐν ᾧ δὲ
4121556 κομιδην
δεύτερον δὲ καὶ ὕστερον , ὅτι μετὰ τὴν τοῦ ἐμβρύου κομιδὴν ἐπακολουθεῖ : πρόρρηγμα δὲ διὰ τὸ προρρήγνυσθαι καὶ τὸ
, καὶ Αἴθων Λάμπε τε δῖε , νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον . ἀθετεῖται , ὅτι οὐδαμοῦ Ὅμηρος τεθρίππου χρῆσιν
4120591 ὑστεραιην
Περσέων τὸν προκείμενον ἄεθλον , δεύτερά σφι προεῖπε ἐς τὴν ὑστεραίην παρεῖναι λελουμένους . Ἐν δὲ τούτῳ τά τε αἰπόλια
ἔβρυον τοῦ κακοῦ . καὶ προεῖπα αὐτοῖσι ἥκειν ἐς τὴν ὑστεραίην ἐπὶ τὰς Φεφεκύδεω ταράς . ἄνδρες τοί ποτ '
4119350 χλαμυδα
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται .
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ
4116464 ὠνησομενος
ἐστέλλετο , τοὺς μὲν μισθῷ πείσων , τοὺς δὲ καὶ ὠνησόμενος ὅσοι θαλάττιοι ἄνθρωποι . τήν τε γὰρ παραλίαν τὴν
κατέφαγεν ἐραστήν ποτε Θαλλόν : παρεγενήθη γὰρ εἰς τὴν Ἀττικήν ὠνησόμενος χελιδονείους ἰσχάδας Ὑμήττιόν τε φορτιούμενος μέλι . λέγεται δ
4111067 ϲαρκα
δὲ πνεῦμα , ἐξεφυϲήθη τόδε : ἢν δέ τι ἀνὰ ϲάρκα ἡ ὑϲτέρη πάθῃ , ὡϲ ἐπίπαν ὅλη ἡ ἄνθρωποϲ
δι ' ὕδατοϲ : γενομένην δὲ ἤδη τὴν παρὰ φύϲιν ϲάρκα ϲκοπόϲ ἐϲτι διὰ τῶν ἀδήκτων ἀναλῶϲαι καὶ ῥῆξαι .
4109632 καθηκων
; οὐκ ἂν μαθητὴς διδασκάλῳ ἡδέως συνημερεύσαι , ἢ υἱὸς καθήκων πατρί ; Ἢ ῥητέον ὅτι διττὴ ἡ ἀνομοιότης ,
ἔνθεν καὶ ἀκρόδρυα . ἢ ὅτι ὥσπερ ὁ εἰς θάλασσαν καθήκων τόπος ἔσχατος ὢν τῆς ἠπείρου ἀκτὴ λέγεται , οὕτως
4105880 ἀγραν
ἡ κακία αὐτῶν . ἰξευτὴς ἰξὸν ἀναλαβὼν καὶ καλάμους πρὸς ἄγραν ἐξῆλθεν . ἰδὼν δὲ κίχλαν ἐφ ' ὑψηλοῦ δένδρου
πλοιάρια ῥαπτὰ καὶ μονόξυλα , οἷς χρῶνται πρὸς ἁλίαν καὶ ἄγραν χελώνης . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ νήσῳ καὶ γυργάθοις
4104203 πεπανσιν
πολλάκις δὲ καὶ σηπομένου τοῦ καρποῦ . περιμένουσι δὲ τὴν πέπανσιν καὶ οὐκ εὐθὺς ἀφαιροῦσιν ὅτι καὶ ἡ κατεργασία καὶ
ἥκιστα τὰ ἐν τῷ τρίτῳ : τὰ δὲ μετὰ τὴν πέπανσιν τῶν καρπῶν ἄβρωτα διαμένει , κἂν ἀλόπιστα ᾖ :
4097391 ἐνθεσιν
δὲ τὰ σῦκα , κωτιλίδας δὲ τὰς χελιδόνας , τὴν ἔνθεσιν δ ' ἄκολον . Σῆμος δέ φησι τοὺς αὐτοκαβδάλους
: οὗτος γὰρ ἐν Δραπεταγωγῷ λέγει : κοσμίως ποιῶν τὴν ἔνθεσιν μικρὰν μὲν ἐκ τοῦ πρόσθε , μεστὴν δ '
4092360 Ταυρεου
ἀλλ ' ἐκεῖνος μὲν Χαιρεφῶν τε ὢν καὶ ἐν τῇ Ταυρέου παλαίστρᾳ , ὁδὶ δὲ πάντων τε κρατῶν κἀν τῷ
Ταυρέας : οὑτοσὶ ἀνεψιὸς τοῦ πατρός . Νισαῖος : υἱὸς Ταυρέου . Καλλίας ὁ Ἀλκμέωνος : ἀνεψιὸς τοῦ πατρός .
4084541 ποιησασθω
δὲ ἄλλην ἐπίδειξιν εἰς αὖθις , ὥσπερ σὺ λέγεις , ποιησάσθω . Οὐδὲν οἷον τὸ αὐτὸν ἐρωτᾶν , ὦ Σώκρατες
οὗτος ἐξ ἀρχῆς τοὺς ἡμίσεας τῶν πρόσθεν : καὶ ἔμετον ποιησάσθω ἀπὸ γλυκέων καὶ λιπαρῶν καὶ ἁλμυρῶν καὶ πλειόνων ,
4080967 ὠμοπλατην
ὡς καὶ ἐνταῦθα χίασμα γίγνεσθαι καὶ παρὰ τράχηλον ἐπ ' ὠμοπλάτην καὶ ἐπὶ μασχάλην , ἵνα τέσσαρα γένηται χιάσματα ,
Ταῦρον ἀμόρφωτοι . ὁ ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα καὶ τὴν ὠμοπλάτην . . . . . . . . Κριοῦ
4074199 στενοπορον
. Γοργίδας ἱππεῖς ἔχων Θηβαίους παρετάσσετο Φοιβίδᾳ πελταστὰς ἔχοντι : στενόπορον ἦν τὸ χωρίον . Γοργίδας φεύγειν προσποιούμενος τοὺς πελταστὰς
ἐπιτηδείων καὶ συμμάχων . Αὐτοφραδάτης ἐμβαλεῖν Πισίδαις βουλόμενος τὴν εἰσβολὴν στενόπορον καὶ φυλαττομένην ὁρῶν προσήγαγε μὲν τὸ στρατόπεδον , πάλιν
4073592 ἀναχωρησιν
ναοί εὐθύς : μετὰ τὸ τειχισθῆναι . μετὰ τὴν Μήδων ἀναχώρησιν : μετὰ τὰ κατὰ Μαρδόνιον . ταῦτα δὲ ἔδει
τῆς ἐξ Ἄργους ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως : διὰ τὴν ἐξ Ἄργους ἀναχώρησιν ἐν αἰτίᾳ γενόμενον νῦν ἀκαίρως αὐτὴν προθυμεῖσθαι ἀναλαβεῖν καὶ
4072000 γεφυραν
. αὐτὸς δέ , ὦ Ζάγανε , σὺ διαβὰς τὴν γέφυραν ταχέως πρόσβαλε τῷ τοῦ Κέρατος τείχει μάλα εὐρώστως ἔχων
ἐς τὸ τεῖχος . Κατέρρηξαν δὲ τοῦδε εἵνεκα τὴν ἐποίησαν γέφυραν , ἵνα ἐμπεδορκέοιεν , ταμόντες τοῖσι Βαρκαίοισι χρόνον μένειν
4071394 κνημην
κεφαλὴν καὶ τὸ ὑπαυχένιον Ἵππου ὁπλὰς Περσέως ὦμον ἀριστερὸν καὶ κνήμην ἀριστερὰν Ἀνδρομέδας χεῖρα δεξιὰν Διδύμων κεφαλὰς Καρκίνον μέσον Λέοντα
πολύ τε κατωτέρω κατὰ τὸ σφυρόν , αὐτήν τε τὴν κνήμην πιεζοῦντες εὖ μάλα , ὥστε πάντοθεν τὸ ἐν ταῖς
4066837 ἐντασιν
εὐώνυμος ἐπὶ ἀνδρῶν . τὸ δὲ ἄκρον αὐτοῦ περιαφθὲν μεγίστην ἔντασιν ποιεῖ . ὁμοίως καὶ λεῖον ἐπιπασθὲν ἐν ποτῷ λάθρα
: διὰ τὸ βίας αὐτῷ δεῖν καὶ δυνάμεως εἰς τὴν ἔντασιν . Βοιωτία , ἀπὸ τοῦ Βοιωτοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ
4058291 ἐνδεουσαν
παροιμία δὲ τὴν ἀπὸ κεφαλαίου ἐπὶ τὸ χεῖρον ἀναφορὰν ἔχει ἐνδέουσαν τοῦ αἴνου , καί τι ἔξωθεν ἐκδεχομένη , οἷον
συνεπῆγεν κʹ καὶ ρʹ , καὶ πᾶσαν ἄλλην μηχανοποιὸν οὐκ ἐνδέουσαν πληθύν . Ἠπείγετο δὲ διὰ τῆς Τιμωνιτίδος Παφλαγονίας εἰς
4057757 κοπρον
, εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ φύωσι , τοὺς μὲν
λείοιϲ κατάπλαϲϲε ἢ ἀνδράχνην τρίψαϲ μετὰ ἀλφίτων κατάπλαϲϲε ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρον εἰϲ ὀθόνιον ἐνειλήϲαϲ κατάκαυϲον καὶ διεὶϲ ἐλαίῳ τὴν τέφραν
4057014 φαλαγγα
ἢ γλῶτταν ἐτράνωσας ἀντὶ τῆς λύρας : εὐθὺς δὲ τὴν φάλαγγα τῶν μονοτρόπων φάλαγξ γὰρ αὕτη καὶ ξίφους χωρὶς τρέπει
ἅμα μὲν γὰρ κατὰ τὴν ἀποχώρησιν οὐκ ἐτάραξαν τὴν ἰδίαν φάλαγγα , ἅμα δὲ περιπεσόντες Εὐβοεῦσι καὶ μισθοφόροις τισὶν ἀπεσταλμένοις
4051506 κλησιν
δὲ καὶ τὸ μὴ γενέσθαι βλάβην ἡμῖν τὴν νῦν γε κλῆσιν , φασὶ γὰρ κεκλῆσθαι πανταχόθεν ἐκεῖσε πάντας ὅσοι καθεστᾶσιν
. διερρυηκόσιν ] κεχαλασμένοις καὶ κεχηνόσιν , οὐ συνεστραμμένοις . κλῆσιν : τὴν μαρτυρίαν . χαύνωσιν : λύσιν τῶν δικῶν
4044602 Εὐβιοτος
διὰ τῆς ὀρεινῆς εἰσέβαλεν εἰς τὴν Σκυθίαν : καὶ ὁ Εὐβίοτος οὐ μετὰ πολὺ καὶ οὗτος εἰσέπεσεν ἄγων πανδημεὶ μὲν
τὴν ἐπιβουλήν , εἰς μὲν τὸν Βόσπορον οὐκέτι ἦλθενἤδη γὰρ Εὐβίοτος ἦρχεν , ἐπικληθεὶς ἐκ Σαυροματῶν , παρ ' οἷς
4044249 στρατιην
ἐκεῖνο συνθεὶς Ἀλέξανδρος , τοὺς μὲν παραλόγως ἀποσωθῆναι , τὴν στρατιὴν δὲ πᾶσαν διεφθάρθαι αὐτῷ , οὐ τοσόνδε τοῦ Νεάρχου
μὲν γὰρ Βαβυλώνιοι ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τεῖχος ἠμύνοντο τὴν Δαρείου στρατιὴν προσβάλλουσαν , ὁ δὲ Ζώπυρος τάς τε Κισσίας καὶ
4040909 διαιρεϲιν
ῥινῶν αἱμορραγούντων ἢ ἑτέρου τινὸϲ μέρουϲ , μικρὰν ϲφόδρα τὴν διαίρεϲιν ποιεῖϲθαι χρή : οὐ γὰρ κενώϲεωϲ δέονται , κενού
οἱ ἀρχαιότεροι τόνδε τὸν τρόπον : μετὰ τὸ δοθῆναι τὴν διαίρεϲιν ὅϲον δακτύλων τὸ μῆκοϲ τριῶν ἐγκαρϲίαν κατὰ τὸ ἐξογκούμενον
4037654 προσαρμοζουσαν
. ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἑκάστη ἀποτομὴ ἔχει οἰκείαν προσαρμόζουσαν μίαν εὐθεῖαν καὶ ὅλην καὶ ῥητὴν ἐν τῇ ἀποδείξει
ἐστι καὶ πρώτη ἡ ΑΔ , ἕξει ἐξ ἀνάγκης τὴν προσαρμόζουσαν αὐτῇ καὶ τὴν ὅλην , καὶ ἡ ὅλη μείζων
4037201 ῥαβδον
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ
4030211 ἀποτελεσματογραφιαν
ἡ καταβολὴ προδείκνυσιν . Αἱ μέντοι πόρρωθεν διαστάσεις βραδυτέραν τὴν ἀποτελεσματογραφίαν κέκτηνται , αἱ δὲ πλησίον σύντομον . τινὲς δὲ
μοῖρα καθέστηκε τριταία ἡμέρα . ἡ δὲ ἑβδομαία εὑρεθήσεται πρὸς ἀποτελεσματογραφίαν ἐν τῇ τετραγώνῳ πλευρᾷ περὶ Ὑδροχόου μοίρας ζʹ :
4029522 εὑρισκομενην
ἡμέρας τὸ ὀστοῦν , καὶ ἠρέμα ἄνοιξον , καὶ τὴν εὑρισκομένην ἔνδοθεν τοῦ ὀστέου ἀμυγδάλην λαβών , ἐπίγραψον ἐν τῷ
τῶν ἀστρολάβων κύκλον ἐπὶ τὴν κατ ' ἐκείνην τὴν ὥραν εὑρισκομένην ἔγγιστα τοῦ ἡλίου μοῖραν , καὶ οὕτως περιάγειν τὸν
4017889 ἐκερσεν
. , . . . . ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν , ἥ τ ' ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν
, ἤλασε μηρόν ἀίγδην , μέσσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν . ὀξὺ δ ' ὅγε κλάγξας , οὔδει πέσεν
4013780 θεουσων
τῇ αὐτῇ ὥρᾳ μὴ καταρρηγνύωνται αὐτῶν οἱ πόδες τὰ ὄρη θεουσῶν : εὔτριχες δέ , ἐὰν ἔχωσι λεπτὴν καὶ πυκνὴν
τῷ ἀδελφῷ Ἱέρωνος . καταπολεμηθέντες . ἔπαθον πάλαι . ταχέως θεουσῶν . πλοίων . ὁ Γέλων . τὴν Φοινίκων καὶ
4008402 κυνηγετου
, σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου ζητητὴς θηρίων , πολέμιος θηρίων , ἐχθρός ἀντίπαλος ,
ὁμώνυμον . ἰχνευτής , ἀρκυωρός , σκοπιωρούμενος . σκευὴ δὲ κυνηγέτου χιτὼν εὐσταλὴς ἔσται , πρὸς τὴν ἰγνύαν καθήκων ,
4005702 καθεδραν
τοῦ ἰκρίου . λέγει δὲ ἴκριον καὶ τὴν τοῦ κυβερνήτου καθέδραν . ἴκρια δὲ καὶ τὰς σανίδας καὶ τὸ κέρας
ἐν Θετταλίᾳ , ὧν αἱ ῥάχεις μετρίως κεκοίλανται εἰς ἀσφαλῆ καθέδραν τοῦ ἱππέως . Ἰβήριοι δὲ ἵπποι μικροὶ καὶ θηρατικοί
3999299 βαμμα
Ἀντιφῶν δ ' ἐπιθύμημα . δικαίωμα , ῥῆγμα φράγμα , βάμμα : τὸ γὰρ κῶμα , ὅπερ ἐπὶ τῆς καρηβαρίας
Γιγαντομαχίαν : ἀνθοκρόκοισι πήναις : κροκωτοβαφέσιν : ἄνθος γὰρ τὸ βάμμα : ἄλλως : ἀνθοβαφέσι καὶ κροκωτοῖς . πήναις δὲ
3997213 ἐσχαριον
ἄν τις σοι προσκομίζοι : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐσχάριον , οἶμαι , καλεῖται , ὥς που ἀμέλει ὁ
πρὸς τὰς ἐφεδρείας τοῦτο γίνεται . Πήγνυται δὲ αὐτὴ εἰς ἐσχάριον τετράγωνον , ἔχον τὴν πλευρὰν ἑκάστην πηχῶν ιδ :

Back