, προσκόψαι τοῖς πλήθεσιν , αὐτὸς δὲ φιλανθρώπως τούτοις προσενεχθεὶς ἐπαγάγοι τὸ πλῆθος εἰς τὴν προτέραν εὔνοιαν . τῶν οὖν
ταῦτα μὲν πάνυ μέτρια ὄντα καὶ μετρίας ἂν τὰς βλάβας ἐπαγάγοι καὶ ῥᾳδίως ἂν διορθοῖτο . Τά γε μὴν πυρρά
6069826 ἐθιγε
Αἰγίσθωι ἔμολεν ἡ ποινὴ τῶι ἀποκτείναντι δόλωι τὸν Ἀγαμέμνονα . ἔθιγε ] ἡ δὲ Διὸς θυγάτηρ ἡ Δίκη παρέστη ἐν
ἔμολε δ ' ᾧ μέλει κρυπταδίου μάχας δολιόφρων ποινά : ἔθιγε δ ' ἐν μάχᾳ χερὸς ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ
5889833 εὐτυχοιης
τῇ λώβῃ διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον
Ἀλλὰ γὰρ ἅλις μὲν ἤδη δακρύων , σὺ δ ' εὐτυχοίης , καὶ μὴ μόνον πολιτείαν ἅπασαν , ἀλλὰ καὶ
5884175 προσαπτεον
αὐτοῖς ἄλογον : οὔτε γὰρ ἁπλῶς ἀλλ ' ὡς συναιτίῳ προσαπτέον οὔτε πάντως ἡ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ κίνησις θερμὴ καὶ
' ἐγώ , τὴν εἰκόνα , ὦ φίλε Γλαύκων , προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις , τὴν μὲν δι '
5719759 εὐδιαλυτον
εἰρημένον τρόπον : τοῦτο μὲν οὖν , ὅπερ ἔφην , εὐδιάλυτον , ἐκεῖνο δὲ ἤδη καρτερώτερον , εἰ τὸ μηδαμῆ
τοῦ ἀλεύρου ἐν τῇ ἑψήσει διαχεῖσθαι : οὐ γάρ ἐστιν εὐδιάλυτον τοῦτο τὸ ἄλευρον , ὥσπερ τὸ τῶν πυρῶν .
5714000 εὐρειαις
ταῖς στεναῖς ἀρτηρίαις ὀξυτέραν τὴν φωνήν , ἐπὶ δὲ ταῖς εὐρείαις βαρυτέραν γίνεσθαι συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον
τῷ τρήματι κοιλίαν ἔνδον οὐ σμικράν . ἐπειδὰν μὲν οὖν εὐρείαις ὁδοῖς ὁ ἀὴρ χρώμενος εἰσίῃ τε εἰς ζῷον ἐξίῃ
5710264 φυλαξω
κακήν , ἣν οὐδεὶς ζηλώσει ὀχήσω ] ἤγουν βαστάσω , φυλάξω , : ὀχεω ῶ . ἐκ μεταφορᾶς τῶν φρουρούντων
θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω τινὰ μηχανήν , δι ' ἧς φυλάξω τὴν μέχρι νῦν σωφροσύνην τετηρημένην ; Ταῦτα λέγουσα ἤγετο
5696562 ἀκουσασιν
τὸ δημόσιον τὸ ὑμέτερον . Εἰ δέ τισιν ὑμῶν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος λόγος , ἐκείνως τὴν ὑπόλοιπον
δὲ πάντων ἀνθρώπων Λακεδαιμονίους οὐ δέχοιντο εἴσω τῶν πυλῶν . ἀκούσασιν οὖν ταῦτα τοῖς ἐφόροις ἄξιον ἔδοξεν ἐπιστροφῆς εἶναι .
5654970 ἐξενεγκῃ
, μή τις ἴδια κέρδη περιβαλλόμενος πρὸς τοὺς πολεμίους αὐτὰ ἐξενέγκῃ , δέον αὐτοῖς ὥσπερ μυστηρίου ἀπορρήτου φυλακῆς : ὑμῖν
δηλονότι . δακτύλιος οὑτοσί : Δίδωσιν αὐτῇ δακτύλιον , ἵνα ἐξενέγκῃ τὴν ἐμπίδα τοῦ ὀφθαλμοῦ . ἐκσκάλευσον : Ἐξένεγκε .
5630637 κανου
, δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ . ὀσμὴ δέ , τοὐπίβλημ ' ἐπεὶ περιῃρέθη ,
διαγανακτήσασα κατὰ τὸν αὑτῆς τρόπον ἡ Ξανθίππη ῥίψασα ἐκ τοῦ κανοῦ κατεπάτησε . γελάσας δὲ ὁ Σωκράτης οὐκοῦν ἔφη οὐδὲ
5593449 σπευδωμεν
δοκοῦν Ἀχαιοῖς ἦλθες ; ὡς φίλ ' ἂν λέγοις . σπεύδωμεν , ἐγκονῶμεν : ἡγοῦ μοι , γέρον . σὴν
. ” οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος καὶ Χαιρέας ἀνεβόησε “ σπεύδωμεν , ἀπίωμεν . δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ
5589963 παραινεσαιμ
, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ νὴ τοὺς θεούς , μᾶλλον ἂν παραινέσαιμ ' αὑτῷ τινὰ τιμὴν ὑμᾶς ἀξιοῦν δοῦναι ἢ τὰς
κακόν . ἀλλ ' οὔποτ ' αὐτὸς ἀμπλακὼν ἄλλον βροτὸν παραινέσαιμ ' ἂν παισὶ προσθεῖναι κράτη πρὶν ἂν κατ '
5552058 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
5532175 θαρρος
ἄλλῳ βίῳ βιοὺς ἐτελεύτα , μὴ ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάρρος θαρρήσει . τὸ δὲ ἀποφαίνειν ὅτι ἰσχυρόν τί ἐστιν
μεγαλόθυμος θυμοειδής , ἴτης , εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια
5515420 παρασχοις
ποιήσῃς τὸ ἐμὸν θέλημα , ἀβαρές σοί ἐστιν . εἰ παράσχοις ἐμοὶ αἰτουμένῳ τι κοῦφον καὶ ἀβαρές σοι τέλος μοι
θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς . Ἄρης ]
5502409 παρεστηκα
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! !
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! !
5489132 φθονω
φέρεσθαι , τοσοῦτόν μοι παρεδίδου : ἐγώ τε νῦν οὐδενὶ φθονῶ , ἀλλὰ πᾶσι τοῖς φίλοις καὶ ἐπιδεικνύω τὴν ἀφθονίαν
αὐτοὶ νομίζετε : εἰ δ ' ὁμοίους τινάς , οὐ φθονῶ , βουλοίμην δ ' ἄν , εἴπερ ὑμεῖς δικαίως
5486485 ἀποθανῃς
ἀκούσῃς , τοῦτο ἐναποθανέτω σοι , μὴ σὺ ἐν τάχει ἀποθάνῃς . τῇ γυναικί σου χρηστὰ ὁμίλει , ὅπως ἀνδρὸς
παρὰ τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ . ἤ : οὐδὲ ἐὰν ἀποθάνῃς ἢ [ ἐὰν ] ἀπάγξῃ . οὐδ ' εἴ
5469502 ἀχρης
: ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔχραε , τὸ ἐπεβάρυνεν ἀχρής καὶ ἀχρεῖος καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀχρεῖον τὸ οὐδέτερον τὸ
εἰς τὸ η , ὥσπερ τὸ φοβούμενος φοβήμενος , γίνεται ἀχρής . ἢ παρὰ τὴν χροιὰν γίνεται μελαγχροίης , οἷον
5464662 στειχωμεν
. μὴ ' πίπλησσέ μοι ] ὀνειδιστικῶς πρόφερε . . στείχωμεν ] ἀποχωρῶμεν . ὡς ] ἐπεί . κώλοισιν ]
] Τὰ ἐκ φύσεως προσόντα μὴ ὀνείδιζέ μοι . : στείχωμεν : Βαδίζωμεν , ὑποχωρῶμεν : συμβουλευτικόν . ἐπεὶ ποσὶ
5464176 κοιμωμαι
ὡς παρὰ τὸ φέρω φέρτρον , λέγω , ἐπὶ τοῦ κοιμῶμαι , λέκτρον . . . . . . τέρετρον
ζῷον τὸ κατοικίδιον : παρὰ τὸ † ἀλέγω , τὸ κοιμῶμαι , οἷον : τῷ δ ' ἄρα παρκατέλεκτο γυνή
5455280 εὐγματων
, ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν , μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων , ἄναξ . ἄδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν ,
λόγων ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης
5443444 μεμοιρασμενον
τὸ μόρσιμον ] τὸ πεπρωμένον . τὸ μόρσιμον ] τὸ μεμοιρασμένον . θΞ τοῦτ ' ἀντ ' ἐκείνων : εἰπόντος
* κατασκευάσειν . συμπράκτορα . τὴν Τροίαν . * † μεμοιρασμένον . ἐγειρομένων . ταῖς τὰς πόλεις πορθούσαις . .
5438791 ἀβαρες
, κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα . ἀβαρὲς γὰρ ὅρκος χρῆμα σοί γ ' εἶναι δοκεῖ ,
εὔκολον . κοῦφον ] ἀβαρές σοί ἐστιν . κοῦφον ] ἀβαρὲς ἔσται σοι . δοίης ] παράσχοις . Ξ τέλος
5426162 ἀπωσῃ
: καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει , μὴ φιλότητ ' ἀπώσῃ . Οἴμοι μοι , καί που πολιᾶς πόντου θινὸς
κἀκεῖ ὄψει ὄχλον νοσημάτων τῇ ψυχῇ ἐπιχεόμενον : ἐὰν λύπην ἀπώσῃ , φόβος ὑπορρεῖ : ἂν ἀπέλθῃ φόβος , ὀργὴ
5419775 τετιμωρημενος
εἰς ἑαυτὸν οἰκείαις συμφοραῖς κέχρηται , τῆς δ ' ἁμαρτίας τετιμωρημένος ἑαυτὸν ἔχει τὴν δίκην , οὐ συνηδομένων μὲν οὐδὲ
κακοπαθοῦντι . Ἀφριόων : μαινόμενος . τετιημένος : κεκοπιασμένος , τετιμωρημένος , τιμωρούμενος . Ἱδρῶτ ' : ἢ δρόμον ,
5413647 Θρασυμαχε
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον ,
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου
5407936 τερφθεις
μ ' ἀφείλω τῶν ἐμῶν ” ἐκεκράγει . λέων δὲ τερφθεὶς εἶπε τὸν λύκον σκώπτων “ σοὶ γὰρ δικαίως ὑπὸ
ἀπὸ τῶν σῶν καρπῶν ὀπώραν πρώϊμον . “ ὁ δὲ τερφθεὶς ἔφη ” νὴ τὴν σωτηρίαν μου , καλὰ σῦκα
5407705 πεσουσαν
κτίζειν πόλιν , ἔνθα ἂν ἴδῃ μίαν τῶν βοῶν αὐτοῦ πεσοῦσαν . μία οὖν τῶν βοῶν αὐτοῦ ἀποσκιρτήσασα * τῆς
ἀνθρώποις καὶ τοῖς ὑποδεξαμένοις τὴν ἄνωθεν κλαπεῖσαν ψυχὴν καὶ δεῦρο πεσοῦσαν δώσειν κακὸν , τὴν Πανδώραν , ἤτοι τὴν ἄλογον
5407529 ἐφετου
ἐκ τοῦ ληφθῆναι ἐκ τῶν ὑστέρων . τοῦ γὰρ κοινοῦ ἐφετοῦ πάντα τὰ ἐφιέμενα ὕστερα , ὅτι καὶ ἐξ ἐκείνου
ἐνεργεῖν . ὅταν δὲ τὸ ὀρεκτικὸν ὑπὸ τοῦ ὀρεκτοῦ ὡς ἐφετοῦ κινηθῇ , τότε ἡ κίνησις ἡ μεταξὺ κινοῦντος καὶ
5406513 ἀπεκριθη
ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν ; τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετ
ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν , ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν . ἀπεκρίθη ὁ ὄνος : „ ἃ σὺ θιγγάνεις . „
5393416 σωζον
τούτῳ πρώτῳ δείξωμεν οὗ προεστήκαμεν : ὡς ἔστιν οὐ λόγον σῶζον παρ ' ἧς τὸ τοῖς ἄλλοις συναγορεύειν ἐστὶ ,
ὅπου τὸ ὄργανον : ἐνταῦθα τὸ ὄργανον , ὅπου τὸ σῶζον . Ἀπὸ τοῦ σώζοντος ἄρξαι . Πότερον ποτέρου διασωστικόν
5382622 πεπλανημαι
Βοιωτοῦ . . . . ἀλαλύκτημαι : τὸ ἀδημονῶ καὶ πεπλάνημαι : καὶ οἱ μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά
ὁρᾷς ἱεροφόρος εἰμί . μὴ εἰδὼς δέομαί σου , ἐπεὶ πεπλάνημαι , ὑπόδειξόν μοι τὴν ὁδόν . ” ἀναλαβόμενος δὲ
5378932 βοτρυωδες
καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ
σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα
5374642 μηχαρ
τορῶς τέκμηρον ὅ τι μ ' ἐπαμμένει παθεῖν : τί μῆχαρ , ἢ τί φάρμακον νόσου ; δεῖξον , εἴπερ
αὐτόχειρ ἄναξ , γένους παλαιόφρων μέγας τέκτων , τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς . ὑπ ' ἀρχᾶς δ ' οὔτινος
5366062 ἀμυγδαλῃ
ἣν δὴ καὶ θηλυκρανείαν καλοῦσιν . ἔχουσι δὲ φύλλον μὲν ἀμυγδαλῇ ὅμοιον , πλὴν λιπωδέστερον καὶ παχύτερον , φλοιὸν δ
καὶ μὴ καθάπερ ἐν τοῖς δενδρικοῖς τισιν ἀνάπαλιν , οἷον ἀμυγδαλῇ καρύῳ βαλάνῳ τοῖς τοιούτοις . ἐν ἅπασι δὲ ἡ
5353588 κεκμηκοσιν
. τῆς δὲ οὐραγίας ἐγγὺς γενόμενος , προσπεσὼν τοῖς πολεμίοις κεκμηκόσιν ἐν τῇ διώξει καὶ τεταραγμένοις ἐν τῇ τῶν σκευοφόρων
τοιοῦτον εἴη , ἐκείνοις δὲ ὅτι κἂν μέγα ὑπάρχῃ τοῖς κεκμηκόσιν ἤδη , ἀσθενὲς καὶ μικρόν ἐστιν . Κἂν εἴ
5344270 ἀποτελουσαν
ζαπληθῆ ] πολλὴν . δάσκιον ] μεγίστην διὰ τὸ πλῆθος ἀποτελοῦσαν σκιάν . ἔτεγγ ' ] ἔβρεχεν . ἀμείβων ]
διέχοντα , εἶτα πάλιν συναγομένην εἰς μίαν ” κορυφήν , ἀποτελοῦσαν τὸ πᾶν ὕψος δυεῖν πλέθρων „ καὶ πεντεκαίδεκα πηχῶν
5342472 καταρχεται
δὲ τὸ εἶεν οὕτως : τὰ δὲ ἐπιόντα καὶ διηγεῖσθαι κατάρχεται . ἌΛΛΩΣ : τὸ εἶεν καλεῖται ἀπόθεσις . ἐγὼ
λυσσάδες ὠμοβρῶτες ἄδικοι Ποιναὶ κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν . ἰὼ στέγαι . κατάρχεται χορεύματ ' ἄτερ τυπάνων οὐ Βρομίου κεχαρισμένα θύρσωι ἰὼ
5341509 ἐφερες
ἄλυρον ἀμφὶ μοῦσαν , ὀλομέναν γ ' Ἐρινύν , ἔφερες ἔφερες ἄχεα πατρίδι φόνια : φόνιος ἐκ θεῶν ὃς τάδ
καὶ τὴν τιμωρίαν , τὴν ἀπώλειαν , τοῖς ἀνθρώποις ἐμποιοῦσαν ἔφερες ἄχεα τῇ πατρίδι φόνου προξενητική : χαλαῖσί τ '
5341012 χωροιη
ἀγύμναστον μετιόντων βίον τά τε οὖρα τοῦ συμμέτρου ἀφιστάμενα χρώματος χωροίη ἂν πρὸς τὰ λευκὰ βραχυτάτην τοῦ θερμοῦ τὴν κίνησιν
ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους ἢ πηλοῦ χωροίη ; „ „ ἄλλο δὲ οὐδέν , ὦ Δάμι
5338456 μεγαλοδυναμῳ
τῶν ὕμνων τῇ γενεᾷ τῶν Ἀλκμανιδῶν , τῇ ἐρισθενεῖ καὶ μεγαλοδυνάμῳ ἐν τοῖς ἵπποις , τουτέστιν ἐν τῇ νίκῃ τῇ
αὐτὸν ὁ μάντις πείθεσθαι τῷ ἐνυπνίῳ ὅτι τάχιστα . * μεγαλοδυνάμῳ . * τὸν ἰσχυρόπουν Πήγασον : * * τὸν
5336291 δρωμενον
, Πελασγῶν ὥς φασιν ἔργον . καὶ τόδε δὲ ἄλλο δρώμενον ἐνταῦθα οἶδα : ἐπὶ θαλάσσῃ πόλισμα Ἕλος ἦν ,
τοῦτό τοι καὶ διαφθείρει αὐτοὺς πολλάκις , καὶ τό γε δρώμενον τοιοῦτόν ἐστιν . ὅτῳ μέλει θηρᾶσαι κολοιούς , τοιαῦτα
5333118 δρωμεν
διφρήλατος ὦ τοῦ μεγίστου Ζηνὸς ἄλκιμον τέκος Παλλάς , τί δρῶμεν ; οὐκ ἐχρῆν ἡμᾶς ἔτι μέλλειν Ἀχαιῶν ὠφελεῖν στρατεύματα
ὦ τοῦ μεγίστου Ζηνὸς ἄλκιμον τέκος , Παλλὰς , τί δρῶμεν ; οὐκ ἐχρῆν ἡμᾶς ἔτι μέλλειν Ἀχαιῶν ὠφελεῖν στρατεύματι
5331152 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
5329974 ἐπιγεγονε
ὁμόκοιτον γυναῖκα καὶ σύζυγον , φοβοῦμαι μή τι κακὸν αὐτῇ ἐπιγέγονε . τὰς χοὰς δὲ , ἤτοι τὰς θυσίας ἃς
ἔχων ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα συμβαινόντων , εἴ τι μὴ ἐπιγέγονε , λαμβάνων ὡς ἐπιχείρημα φήσει ὅτι πολὺ διαφέρει :
5328925 εὐθυμοτερος
οἶδε . καὶ μέντοι καὶ εἴ τις ἴδοι θηρώμενον , εὐθυμότερος ἀπῆλθεν , ὥς τι χρηστὸν καὶ ἐκεῖνος ἕξων .
διακεχωρήκῃ τὰ ἀπὸ τῆς γαστρὸς αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι
5327023 κινδυνευμα
εὐτολμοτάτοις φανήσεσθαι ἔμελλε . Τοῖς δὲ σωφρονεστάτοις οὐκ ἀσφαλὲς τὸ κινδύνευμα εἶναι ἐφαίνετο , ἀνδράσιν ἀγαθοῖς τὰ πολέμιά τε καὶ
πλῆθος εἰς τὸν Δᾶμιν ἀπέβλεπε , συνεὶς δὲ ἐγὼ τὸ κινδύνευμα τὴν νύκτα ἐκέλευσα περιχυθεῖσαν διαλῦσαι τὴν συνουσίαν . ἀπῆλθον
5323362 ἐσταλμενην
γάρ που τὴν ὑπὸ τῷ ὄρει στιφρὰν τὸ εἶδος καὶ ἐσταλμένην κυανῷ , Σκῦρος , ὦ παῖ , νῆσος ,
, ὅπερ εὔλογον ἦν ὑπολαβεῖν , εἰκάσαντος , τὴν μὲν ἐσταλμένην καὶ περί τι βραχὺ τοῦ σώματος λέπραν ἧττον ἀκάθαρτον
5316308 παρεξεις
καὶ παντὸς ἀκολάστου θιάσου χορηγὸς φιλοτιμότατος . σὺ δὲ ἔρανον παρέξεις πένησι φίλων , χαριεῖ δωρεὰς τῇ πατρίδι , συνεκδώσεις
ταῖς μικραῖς οὖν ἐκκρίσεσι λειποθυμίας καὶ ἐκλύσεις καὶ ἀπορίας ἄλλας παρέξεις : εἰ γὰρ καὶ ὁποσονοῦν κενώσεις , ἀλλ '
5310579 κορημα
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ
5307665 πασχοιεν
οἱ δὲ στρατιῶται ἔκοπτον τὰς πύλας καὶ ἔλεγον ὅτι ἀδικώτατα πάσχοιεν ἐκβαλλόμενοι εἰς τοὺς πολεμίους : κατασχίσειν τε τὰς πύλας
καὶ τούς τε ἔμπροσθεν νικῷεν καὶ ὑπὸ τῶν ὄπισθεν μηδὲν πάσχοιεν κακόν . καὶ ἔδοξεν αὐτοῖς Χειρίσοφον μὲν ἡγεῖσθαι καὶ
5293967 εὐγνωμονος
ἀλλὰ καὶ ἑάλω ζωγρίᾳ : πάλιν δ ' ἐσώθη τυχὼν εὐγνώμονος τοῦ βαρβάρου , καθάπερ εἶπον πρότερον . Πρὸς δὲ
, ταῦτα οὐ πάνυ ὁμολογοῦσι : τὸ δὲ δειλὸν εἶναι εὐγνώμονος ἤθους φαντάζονται καὶ τὸ ἐλεήμονα , τὸ δ '
5292033 ἀδρανες
διὰ τὴν ὀλοὴν ἤγουν κακὴν βλάβην ἀβλεμὲς δὲ ἀντὶ τοῦ ἀδρανές , ὡς ἀπὸ τοῦ βλεμεαίνω ἀβλεμές ] ἀσθενές πέλει
, τοὺς δ ' ὑπερέχοντας : καὶ οὐδὲν αὐτῶν εἶναι ἀδρανές , ὃ μὴ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν κατὰ πρόβασιν εἰς
5288637 ἐπισπωμενου
κακόν τι σαυτῷ προυφείλεις : ἐπί τινος κακόν τι λαβεῖν ἐπισπωμένου . κορίζεσθαι καὶ ὑποκορίζεσθαι : ἄμφω . σημαίνει δὲ
σπλὴν ἀντιπαρακείμενος ἐπισπᾶται , φυσικαῖς τισιν ὁλκαῖς ἑκάστου τὸ ἴδιον ἐπισπωμένου . Τρίτος ἐπὶ τούτους ὁ ὀρρώδης χυμὸς ἐπιλείπεται :
5288529 ἐνδιδον
ἔν γε ταῖς καθέδραις καὶ ταῖς κατακλίσεσι τὸ ὑπεῖκον καὶ ἐνδιδὸν ὅταν ἅπαξ λάβῃ τὸ βάρος οὐκέτι ὑπείκει : ὥστε
ὡραίου καὶ σώφρονος , ὃ ἐρώμενον ὑπὸ πολλῶν καὶ μὴ ἐνδιδὸν , εἶτα ἐκείνων μὴ τυγχανόντων , καὶ ἑαυτοὺς βροχιζόντων
5279507 ἀναγκαζεις
, δέσποινα , τῆς ἐμῆς ψυχῆς . σύ με ζῆν ἀναγκάζεις : ζητήσω γάρ σε διὰ γῆς καὶ θαλάσσης ,
χρυσὸς πρὸς τὴν ὥραν τῶν γραμμάτων , ἐν οἷς ἡμᾶς ἀναγκάζεις μὴ σιγᾶν ὡς δόξοντας χρημάτων ἕνεκα ἐπεσταλκέναι , εἰ
5279028 συμβουλευε
ἡμῶν ὦσι , ταῦτα μάλιστα καιρὸς ἡμῖν εἰδέναι ἔσται . συμβούλευε δ ' αὐτοῖς καὶ ἐκτάττεσθαι ὅπῃ ἂν δοκῇ κράτιστον
, σὺ τὰ τέκνα σου κατόρυξον , καὶ οὕτως ἐμοὶ συμβούλευε τὸν ἐμὸν ἀνελεῖν . Σχολαστικοῦ εἰς βαλανεῖον εἰσελθόντος παραχύτης
5271687 φραζοντος
” Ὕπνος καὶ Ἥρα , τοῖς οὖσιν οἰκείως τοῦ ποιητοῦ φράζοντος τὸ Λεκτόν : καὶ γὰρ ὅτι τῆς Ἴδης ἐστὶ
τῶν σωφρόνων . οὐδὲν δὲ οὐδ ' ὣς τοῦ Ἀντιόχου φράζοντος αὐτῷ , λιπαροῦντι μαθεῖν ἐν ἀπορρήτῳ , παρεκαθέζετο καὶ
5267869 ῥαισαι
Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ ῥαῖσαι , ἵν ' ἤδη σχῶνται , ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς
πόδε . ἄρρατον : τὸ ἰσχυρόν , κατὰ ἀπόφασιν τοῦ ῥαῖσαι , οἷον ἀδιάφθορον . ἀπιστεῖν : ἐπὶ τοῦ μὴ
5264534 νικωμενον
ἴσον βαδίζει τὸν ἐνιαύσιον κύκλον , κοὐδέτερον αὐτῶν φθόνον ἔχει νικώμενον . εἶθ ' ἥλιος μὲν νύξ τε δουλεύει μέτροις
τοῦ Τυφῶνος . νικώμενον ] + πάντοτε γὰρ νικᾷ . νικώμενον ] νικηθέντα . Ξ τοιάδε μέντοι : ἤτοι τοιαύτη
5258381 μηχανικως
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς , οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος , καὶ σπεῖσαν ἐκ
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆς φιάλης
5253859 ῥοδοεν
τί δέ μοι χρέος φαρέτρης , ὅτε τὴν ἐμὴν Κυθήρην ῥοδόεν βέλος δαμάζει ; Ἔλαβεν Κύπρις τὸ τύμμα ἐπὶ γῆς
σκευασίαν οἶδεν : τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῦν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν . . . Ξ , . , . τῷ
5248331 βλαστῃ
γάρ ποτ ' , ὦναξ , οὐδ ' ὃς ἂν βλάστῃ μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν , ἀλλ ' ἐξίσταται
γε γλαῦκα μὴ τοῦτο τοῖς ὀρνέοις ποιεῖν παραινεῖν μηδὲ φυτοῦ βλάστῃ ἐφήδεσθαι ἰξὸν πεφυκότος φέρειν , πτηνοῖς ὄλεθρον . τὰ
5246985 τρυχω
βλάπτω , τρύω κατὰ παραγωγήν , ἀφ ' οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ , τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος
. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω . . , : τρώγω : παρὰ τὸ τρῶ
5245049 καπνωδες
καὶ κεχωρίσθαι τῶν πράξεων . λϊγυϊῶδες τὸ ἀσβολῶδες : καὶ καπνῶδες : λιγνὺς γὰρ λέγεται ὁ ἀπὸ καιομένων αἰλαιωδῶν :
ἐπὶ ταῖς χολαῖς ἀμφότεραι συνίστανται : ἀτμῶδες δέ τι καὶ καπνῶδες αὐτὸ τῷ ἐπὶ φλέγματι σηπομένῳ συνιστάμενον σημεῖον τῆς διαφορᾶς
5236008 παραλειφθεν
ἀπώσεσθαι ; εἰ τοίνυν ὡς παράδοξον ἔτυχε τοῦτο τῷ νόμῳ παραλειφθέν , οὐκ ἀπεικότως ᾔτουν τὸ γέρας μείζονα τόλμαν ἐπιδειξάμενος
χαλῶντα . Ὥσπερ γὰρ ἐν ταῖς τῶν μελῶν ἁρμονίαις τὸ παραλειφθέν , κἂν σμικρὸν ᾖ , διαλύει τὸν κόσμον τοῦ
5230232 θρα
, τὸν θεόν , ὃν φιλοσοφία πρεσβεύει . Θρᾷκες τὸ θρα μακρόν . Θρήϊκες γὰρ ἦν τραπέντος τοῦ η εἰς
[ ] αϲ [ ἐργαζ ] ? ? [ ] θρα ! ! ! ! ! ! : ] !
5224082 Ὀλιγον
Οὔκουν ἐφ ' ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει τοὺς ἄνδρας εὐθύς ; Ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει . Οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ '
δῆτ ' ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων ; Ὀλίγον μέλει μοι . Μηδαμῶς , πρὸς τῶν θεῶν ,
5220726 εὑροιϲ
τὴν τροφὴν ἀναλαμβάνουϲι : τούτου δὲ μεῖζον ἀγαθὸν οὐδὲν ἂν εὕροιϲ αὐτοῖϲ . φυλακτέον δὲ τὴν ἐν τῷ ψυχρῷ πολλὴν
καὶ ϲεϲέλιοϲ πάϲαϲ ἰδέαϲ . καὶ τί γὰρ οὐκ ἂν εὕροιϲ ἐν τοιϲίδε τῶν δυνατωτάτων ; λόγοϲ ὅτι καὶ γυπὸϲ
5220125 περιχεας
κλύζε . Ἕτερον : γλήχωνα ἐν ὕδατι ἑψήσας , ἔλαιον περιχέας , μεθ ' ὕδατος κλύσον . Ἕτερον : χηνὸς
, κυπέρῳ , σελίνου σπέρματι , ἀννήσου , ῥόδινον ἔλαιον περιχέας , θυμίη . Ὁμοίως δὲ καὶ ῥητίνην ὑποβάλλειν καὶ
5216980 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ
5209552 δακρυετε
ἀνίατα . νεωστὶ μηνυθέντα ἡμῖν ὑπό τινος τῶν δαιμόνων . δακρύετε . ὃ εἶπον . εἰς τοῦτο ἐμακρύνθη ὁ βίος
κότον τινὸς τῶν θεῶν γενόμενα . διαίνεσθε Πέρσαι : ἤτοι δακρύετε καὶ βρέχεσθε ἐν δάκρυσιν , ὦ Πέρσαι , κλύοντες
5208054 οἰσεις
καιρὸν πραττομένων καὶ τῶν παραλελειμμένων τὰς ζημίας . καὶ τὸ οἴσεις δ ' ἐν φορμῷ , παῦροι δέ σε θηήσονται
πρόελε τῶν πεφωγμένων . * * * * Οὐκ ἰσχάδας οἴσεις τῶν μελαινῶν ; μανθάνεις ; ἐν τοῖς Μαριανδυνοῖς ἐκείνοις
5207621 Βοηθει
ψόφους μετὰ λειποθυμίας ἐπιφέρει , δίχα τοῦ προχωρεῖν τι . Βοηθεῖ δὲ αὐτοῖς , μετὰ τὸ ἐξεμέσαι τὸ πλεῖον ,
ἐπιφάνεια ὅλου τοῦ σώματος : τά τε οὖρα ἐπέχεται . Βοηθεῖ δὲ αὐτοῖς ὅσα καὶ τοῖς κανθαρίδας πεπωκόσιν : ἰδίως
5204773 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
5204232 Καλαυρεια
νῆσος πρὸς τῆι Τροιζῆνι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . . Καλαύρεια : . . . νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος ,
Περιόδωι τῆς Γῆς ἔφη . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια , καθά φησιν Ἀντικλείδης . . . . Θορικός
5202806 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
5200071 ποθεισθαι
. τούτων γὰρ γιγνομένων ἀνάγκη μὴ μόνον φιλεῖσθαι ἀλλὰ καὶ ποθεῖσθαι ὑπὸ πώλων ἀνθρώπους . καὶ ἅπτεσθαι δὲ χρὴ ὧν
ἐν οὐδεμιᾷ τῶν πόλεων ἀηδὴς εἶναι δοκῶν , ἀλλὰ καὶ ποθεῖσθαι ἄξιος καὶ κέρδος μέγα τοῖς δεξιοῖς . Ἐώθουν δὲ
5196792 κρουνος
δίκην , αἰσθητικῆς ἔκαμνε πεντάδος μέτρον : τῶν ὀμμάτων γὰρ κρουνὸς ἔρρει δακρύων , ὀσφρήσεως πῦρ , ἦχος ἐκ τῶν
κλύω δ ' ἐπάρας κρᾶτα μυχθισμὸν νεκρῶν : θερμὸς δὲ κρουνὸς δεσπότου παρὰ σφαγῆς βάλλει με δυσθνήισκοντος αἵματος νέου .
5195563 σωθεισαν
ἀνύβριστον ἀπολήψεταί σε Χαιρέας , ὡς ἐκ θαλάμου τοῦ τάφου σωθεῖσαν δι ' ἡμᾶς . νῦν μὲν οὖν ἀναγκαῖόν ἐστιν
τὴν πόλιν , ὡς εὖ πράσσουσαν , ἤτοι εὐτυχοῦσαν καὶ σωθεῖσαν . οἱ δὲ τῆς πόλεως ἄρχοντες οἱ δισσοὶ στρατηγοὶ
5192681 ἐπιβλεψῃ
καὶ πελώριος βυθὸς θαλάσσης καὶ ὀρέων ὕψος μέγα , ἐπὰν ἐπιβλέψῃ γοργὸν ὄμμα δεσπότου . πάντα δυνατὴ γὰρ δόξα ὑψίστου
ἐγχειρεῖν ποιεῖν : ἂν μὲν γὰρ ἕν τις τοῦτ ' ἐπιβλέψῃ μόνον τοὔψον ποιῆσαι κατὰ τρόπον πῶς δεῖ , τίνα
5190425 μελαινομενον
δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ αἷμα δὲ τοῦτο
. ἐνίοις γὰρ αἷμα ἀναφέρεται ἐμούμενον , ἢ καθαρὸν ἢ μελαινόμενον ἤδη , καὶ ἢ ἐπὶ προηγησαμένοις πτώμασιν , ἢ
5184684 εἱρπον
τοῖσιν δ ' αὐτίκ ' ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον : εἷρπον μὲν ῥινοί , κρέα δ ' ἀμφ ' ὀβελοῖς
ε θέματα προσλαμβάνει τὸ ι ἐν τῇ κινήσει οἷον ἕρπω εἷρπον , ἕλκω εἷλκον , ἕπομαι εἱπόμην , ἐπιφέρει καὶ
5182307 ἀνασωζειν
τὸν ἥλιον ἐλευθέρως βλέπειν , ἀντὶ τῶν ἐκδεδωκότων ὁ πειρώμενος ἀνασώζειν αἰσχυνόμενος . Ἐνταῦθα δὴ τοῦ λόγου γενόμενος Ὅμηρος μὲν
τί ἑκάτερος προείλετο πράττειν ; ἐγὼ μὲν τοίνυν τοὺς αἰχμαλώτους ἀνασώζειν καὶ ἀναζητεῖν καὶ παρ ' ἐμοῦ χρήματα ἀναλίσκειν ,
5181540 Μητι
† τοξύλον : ἠ σκληρον γινεται . η μαλακόν † Μήτι θεοὺς ἐπίορκος ἐπόμνυθι : οὐ γὰρ ἀνεκτόν ἀθανάτους κρύψαι
οἷόν τε συμπίπτοντα . διὸ καὶ πρόχειρα αὐτὰ ἑκτέον . Μήτι δυσχεραίνεις ὅτι τοσῶνδέ τινων λιτρῶν εἶ καὶ οὐ τριακοσίων
5180170 ἀπαγγελλεις
. Λιμόξηρος παιδοτρίβης ἰδὼν ἄρτον κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις ; ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος παιδαγωγὸς
μῆτερ , καινὴν , ἑτέραν , συμφορὰν ἐμοὶ τῇ φίλῃ ἀπαγγέλλεις . τὸ γὰρ φίλοις ἀντὶ τοῦ φίλῃ . ἢ
5176588 ἀποδωσεις
πεπονθώς . Ἀποτίσεις χοῖρε τὰ γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες ἀποδώσεις πλείω . Ἀράβιος ἄγγελος : Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ .
οὐδὲν μᾶλλον ἕτερον ἑτέρου οὐσία ἐστίν : οὐδὲ γὰρ οἰκειότερον ἀποδώσεις κατὰ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου τὸν ἄνθρωπον ἀποδιδοὺς ἢ κατὰ
5175978 προσελθῃς
ὀπώρα ” μὴ λάβῃς „ , οὐδὲ λειμὼν „ μὴ προσέλθῃς ” . ἕπου καὶ σὺ τοῖς νόμοις καὶ διψῶντα
μεθορίᾳ καὶ χώρᾳ μέσῃ . Τήρησον αὐτὸ ἀδιάφορον , μὴ προσέλθῃς περαιτέρω , μὴ ὑπερβῇς τοὺς ὅρους . Ἂν δὲ
5173479 ἐπιλαβε
Καί μοι τὰς μαρτυρίας ἀνάγνωθι ταυτασί : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ δή μοι τὰς μαρτυρίας ἐκείνας
ἀληθῆ ἐστι , μάρτυρας ἐγὼ παρέξομαι ὑμῖν . Καί μοι ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Πρὶν τοίνυν ταῦτα ὁμολογηθῆναι αὐτῷ ,
5168974 βακχαριν
τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομ ' ἄρα . βάκχαριν ; Σανδάλιά τε τῶν λεπτοσχιδῶν , ἐφ ' οἷς
ἄγαμαι , Ξανθία : καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ
5168039 πολεμεις
εἰς τί φιλοτιμῇ τυραννεῖν , τῷ δέ : εἰς τί πολεμεῖς τὴν πατρίδα . ἐχρῆν δὲ τοῦτο συμβουλεῦσαι , διελομένους
ὀνειδίζων λέγεις τὰς φιάλας τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων ἐπεβάρει ἔβλαπτεν πολεμεῖς ἀνωμάλως διατιθέμενος , ἀπὸ τῆς τῶν κυβευτῶν μεταφορᾶς ἡμέρα
5164239 γηγενες
λήξεις εὑρισκόμενοι καὶ τὰς συγγενεῖς οἰκήσεις λαμβάνοντες : τὸ μὲν γηγενές τε καὶ γεῶδες φῦλον τὴν γῆν , τὸ δὲ
ἢ διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι : καὶ γὰρ τὸ ζῶον γηγενές ἐστιν ἐνέρσει κρωβύλον : ἢ ἐν εἰσέρσει ἢ ἐν
5162348 νικητηριον
' ἐφ ' ἧς ὀχούμεθα Ἑλλάνιε Ζεῦ , σὸν τὸ νικητήριον ? ὦ φίλτατος σὺ καὶ μόνος τούτων ἀνήρ τί
δὲ ἄλλα βοσκήματα πλείω ἢ μύρια . ἐκήρυξε δὲ καὶ νικητήριον χρυσοῦν στέφανον ἔσεσθαι , ἥτις τῶν πόλεων βοῦν ἡγεμόνα
5157373 ἐρυω
. . . αὐέρυσαν : ἰστέον , ὅτι ἀκολουθεῖ . ἐρύω οὖν ἐρύσω καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ
τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω , οὗ μέλλων ἐρύσω . ὄνομα ῥηματικὸν ἐρυγμός .
5156723 ἀθλιε
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ ,
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς
5156001 ἀνηῃ
. . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν ,
ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω
5155300 ἀπομαραινει
Χρυσηίδι : τοῖς γὰρ ἐρῶσι τὸ μὲν τῆς ἐπιθυμίας τυχεῖν ἀπομαραίνει τὸ πάθος , τὸ δὲ σφάλλεσθαι παντελῶς ἐξάπτει τὸ
δὲ τοιαύτας διαφορὰς ἐπὶ πολὺ προβαίνειν οὐ συγχωρῶ καὶ βραχὺς ἀπομαραίνει μοι χρόνος . καὶ δῆτα θῶμεν δύσκολον εἶναί με
5154322 κατθανων
, ἤνπερ καὐτὸς ἐντεῦθεν περῶ πρὸς οἶκον , ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα . γνώμης δ ' ἄκουσον : εἰ
ἐγώ σοι τῶνδε διάδοχος δόμων , ὥστ ' οὐκ ἄτεκνος κατθανὼν ἄλλοις δόμον λείψειν ἔμελλες ὀρφανὸν διαρπάσαι . οὐ μὴν
5154228 ἐπιδοιμι
γὰρ ἂν ἐντεῦθέν μέ τις ἀνέλοιτο , οὐδ ' ἂν ἐπίδοιμι τὸν ἥλιον οὐδ ' [ ἂν ] εἰς φῶς
πανήγυρις ] ἡ πληθύς . θ πανήγυρις ] χορός . ἐπίδοιμι ] θεάσαιμι . ἀστυδρομουμένην ] πορθουμένην . ἀστυδρομουμένην ]
5150519 ἀμαται
τὸ ὅλον μέγεθος ὡς σπιθαμῆς τὸν δὲ καρπὸν λευκόν . ἀμᾶται δὲ ὅταν ἄρτι περκάζῃ σταφυλή , καὶ ξηρανθεὶς ὁ
ἀράχνης ἤματος ἐκ πλείου , ὅτε τ ' ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται : τῇ δ ' ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε

Back