ὡς καὶ ᾄδειν καὶ ὀρχεῖσθαι καὶ πάντα ποιεῖν ὅσα τοὺς ἐξοίνους γινομένους . Ἀριστοτέλης δέ φησιν ὅτι οἱ μὲν ὑπ
: ἡδύς τε πίνειν οἶνος Ἀφροδίτης γάλα . Ἡγήσανδρος δὲ ἐξοίνους τινὰς λέγει . Θεόπομπος δὲ περί τινων φησι Ῥοδίων
6948275 κεραμους
καὶ ποιήσειεν ἄνθρωπος ἐρῶν καὶ παύσασθαι μὴ δυνάμενος ; Τοὺς κεράμους ὅτι μὲν πρωτείους ἐπέγραψας εἶδον , ὄτι δὲ μὴ
καὶ φόβον τῷ ἰδόντι σημαίνει . καὶ τὸ περὶ τοὺς κεράμους ἵπτασθαι καὶ τὰς οἰκίας καὶ τὰ ἄμφοδα ἀκαταστασίας τῆς
6944950 ἀσκους
διαβάλλει δὲ τὰς γυναῖκας ὡς ἐν ταῖς μάχαις αὐτῶν τοὺς ἀσκοὺς τῶν οἴνων κατέχουσιν . τῶν βωμῶν , ἀπὸ τοῦ
λόγους τοῖς ἔργοις παρεχομένων . Λεύκων γάρ τις γεωργὸς μέλιτος ἀσκοὺς εἰς φορμὸν ἐμβαλὼν ἐκόμιζεν εἰς Ἀθήνας , κριθὰς τοῖς
6807877 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
6611013 Μαριανδυνους
λεγομένων Μοισῶν . Ταῦτα μὲν οὕτω λέγεται . τοὺς δὲ Μαριανδυνοὺς καὶ τοὺς Καύκωνας οὐχ ὁμοίως ἅπαντες λέγουσι : τὴν
Θήβης πεδίου καὶ Λέλεγας : Παμφύλους δὲ καὶ Βιθυνοὺς καὶ Μαριανδυνοὺς καὶ Πισίδας καὶ Χάλυβας καὶ Μιλύας καὶ Καππάδοκας μηδ
6593469 πολιορκουντας
βέλη καὶ παρασκευήν , ῥᾳδίως ἀπὸ τῶν τειχῶν ἠμύνοντο τοὺς πολιορκοῦντας . Ἀρταξέρξης δὲ ὁ βασιλεὺς πυθόμενος τὰ περὶ τὴν
βοηθήσοντα τοῖς Κορκυραίοις . οὗτος δὲ λάθρᾳ νυκτὸς ἔλαθε τοὺς πολιορκοῦντας εἰσπλεύσας εἰς Κόρκυραν : καὶ καταλαβὼν τοὺς ἐν τῇ
6583062 ἀγωγους
ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι , ἐπείτε ὁρμηθέντες ἐκ τῶν Θηβέων ἐπορεύοντο ἔχοντες ἀγωγούς , ἀπικόμενοι μὲν φανεροί εἰσι ἐς Ὄασιν πόλιν ,
ἀκούσαντες αὐτοῦ ἃ ἔλεγεν πρεσβεύεσθαι : τὸ ἐκέλευον ἀπὸ κοινοῦ ἀγωγούς : ἀγωγοὶ οἱ διάγοντες καὶ κομίζοντες τοὺς διωκομένους ἔξω
6580377 καταφυγοντας
ἑτέρῳ ἐδέξατο τούτους φυγάδας ὁ τοῦ βασιλέως πατὴρ ἐς αὐτὸν καταφυγόντας καὶ ἔτρεφεν ἐν τοῖς βασιλείοις ἄγαν φιλοτίμως παῖδας ὄντας
ναῦν ὅπλοις καὶ λαφύροις . ἐπὶ δὲ τοὺς εἰς Σηστὸν καταφυγόντας Ἀθηναίους στρατεύσας τὴν μὲν πόλιν εἷλε , τοὺς δ
6575293 δεδεμενους
ἐκεῖνος ἀνθρώπων πάμπολύ τι πλῆθος ἕλκει ἐκ τῶν ὤτων ἅπαντας δεδεμένους . δεσμὰ δέ εἰσιν οἱ σειραὶ λεπταὶ χρυσοῦ καὶ
ἐκόμισε , τῷ μὲν σύριγγα βουκολικήν , καλάμους ἐννέα χαλκῷ δεδεμένους ἀντὶ κηροῦ , τῇ δὲ νεβρίδα βακχικήν , καὶ
6531513 ἁλιεας
ἤ τι ἄλλο τῶν ἐπιτηδείων . καὶ οὗτος ἐπανελθὼν ἀπήγγειλεν ἁλιέας τινὰς καταλαβεῖν ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς :
νῦν ἡ κρήνη ἐστὶν Ὑπέλαιος καλουμένη καὶ ὁ ἱερὸς λιμὴν ἁλιέας ἀριστοποιεῖσθαι , καὶ τῶν ἰχθύων τινὰ ἀποθορόντα σὺν ἀνθρακιᾷ
6500649 φιλοποτας
γὰρ πολυπότης καὶ πολλάκις μεθύων ἐξεβοήθει . . . : φιλοπότας δὲ καὶ μεθύσους καταλέγει Θεόπομπος Διονύσιον τὸν νεώτερον Σικελίας
πολλῇ προσκειμένους ἀκολασίᾳ , τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει φιλοπότας καὶ κόλακας καὶ τοιούτους ἀνθρώπους , οἵους πανταχόθεν αὐτῷ
6486969 λυχνους
προστετμημένον . Πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους , κορίαννα , κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον
οἱ δοῦλοι τὰς χεῖρας . ἔρχεται εἰς οἶκον , εὑρίσκει λύχνους ἁπτομένους . ἀναβαίνει εἰς τὸ Καπιτώλιον , ἐπιθύει .
6462355 ὁδοιπορους
νυκτὸς ἅρμ ' ] περιφραστικῶς ἡ νύξ . ἐμπόρους ] ὁδοιπόρους . ὥρα . . . ξένων ] ἐν τοῖς
Ἀλλ ' ἐτερπόμην τότε , αὐλῶν καὶ τέρπων ὅλους τοὺς ὁδοιπόρους . Οἱ δὲ αὐτίκα ταῦτα ἀκηκοότες ἐμειδίασαν καὶ πρὸς
6461319 εἰσελθοντας
περὶ ἐκεῖνον , ἀλλ ' ὡς χρὴ ὅλην τὴν πόλιν εἰσελθόντας θεάσασθαι , καταδύντες εἰς ἅπασαν καὶ ἰδόντες , οὕτω
εἴρξομεν λούσασθαι , ἀλλ ' ἐπιτρέψομεν αὐτοὺς ἐν τῷ βαλανείῳ εἰσελθόντας ἐνδιατρίψασθαι τῷ ἀέρι , δυναμένῳ καὶ διαφορεῖν , καὶ
6456897 ψυκτηρας
' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους ἔλαβεν ἕξ , εἶτα τοὺς δύο ψυκτῆρας . τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ
θαυμάσας ἠπείλησε τῷ καταθύσαντι ταῶν ἀπειλὰς βαρυτάτας . Ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν , ἀνανεῦσαι καὶ ἀνελθεῖν οὐ
6428292 ἐπιφανεντες
πόλιν κτίσαι θέλοντες . Τῶν δὲ θεμελίων ὀρυσσομένων αἰφνιδίως κόρακες ἐπιφανέντες καὶ διαπτερυξάμενοι , τὰ πέριξ ἐπλήρωσαν δένδρα . Μώμορος
εἰς τὴν ἀγοράν , καθ ' ἣν μετὰ πολλοῦ πλήθους ἐπιφανέντες τόν τε Ἑρμοκράτην καὶ τῶν συμπραττόντων αὐτῷ τοὺς πλείστους
6415248 ληφθεντας
πείσαντος ἱστορεῖ Θεόπομπος . οἱ δὲ ὅτι Ἀθηναῖοι μὲν τοὺς ληφθέντας ἐν πολέμῳ Σαμίους ἔστιζον γλευκισάμενοι . τῆς Σαμαίνης ἐστὶ
λέγων μάλιστα τῆς εἰρήνης ἀντιποιεῖσθαι Γ τοὺς Λακεδαιμονίους διὰ τοὺς ληφθέντας αὐτῶν ἐν Σφακτηρίᾳ . λέγει γὰρ οὕτως : “
6408545 τεταραγμενους
ὁ Ἀβραδάτας ἐνέβαλε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ , ταύτῃ ἐπεισπεσόντες τεταραγμένους ἐφόνευον , ᾗ δὲ ἀπαθεῖς ἐγένοντο οἱ Αἰγύπτιοι ,
, καὶ ὀλίγον ἀνεχώρησαν ἀπὸ τῆς ὄχθης : Ἀλέξανδρος δὲ τεταραγμένους πρὸς τὰ βέλη ἰδὼν ὑπὸ σαλπίγγων ἐπέρα τὸν ποταμὸν
6407913 καταδιωξαντες
μαχόμενος . οἱ δὲ περὶ τὸν Κόνωνα μέχρι τῆς γῆς καταδιώξαντες τοὺς Λακεδαιμονίους πεντήκοντα μὲν τριήρων ἐκυρίευσαν , τῶν δ
ὁ κίνδυνος : ὡς δὲ οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὴν γῆν καταδιώξαντες τοὺς Φοίνικας καὶ Κυπρίους ἐπέστρεψαν , ἐκβιασθέντες ὑπὸ τούτων
6400851 ἐπιφοιτωντας
πολλοὺς καὶ μεγάλους , ὁμοίως τοῖς Ὑρκανοῖς , καὶ τοὺς ἐπιφοιτῶντας αὐτῶν τῇ χώρᾳ Ἰνδικοὺς βόας δι ' αὐτῶν θηρῶσι
τὰ πολλὰ καταμένει μόλις τὰς κλισιάδας ὑπερβαίνων ἢ διὰ τοὺς ἐπιφοιτῶντας συνεχέστερον ἔξω πόλεως προελθὼν ἐν μοναγρίᾳ ποιεῖται τὰς διατριβὰς
6397117 καριδας
μὲν Νίκανδρόν ἐστι τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , Ἡρακλείδης δὲ τὰς καρίδας . Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῷ περὶ ζῴων μορίων φησί
τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας . Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο
6382578 μονομαχους
. οὕτως γοῦν ὑγιεινὸν ἐξήτασται τὸ χωρίον ὥστε ἐνταῦθα τοὺς μονομάχους τρέφειν καὶ γυμνάζειν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες . ἔστι μὲν
φόνον ὑπισχνουμένους , σκεδασθῆναι τοὺς πολλούς : ἐκείνους δὲ μονωθέντας μονομάχους τινὰς ἀθροίζειν καὶ ἄλλους , οἷς ἦν ἀκήρυκτος ἔχθρα
6380712 ὑσαντα
ἐδαίσατό νιν . . . : οἶδα δὲ καὶ πολλαχοῦ ὕσαντα τὸν θεὸν ἰχθύσι : Φαινίας γοῦν ἐν δευτέρωι Πρυτάνεων
. οἶδα δέ , φησὶν οὗτος , πολλαχοῦ τὸν θεὸν ὕσαντα ἰχθύσιν . Φαινίας γοῦν ἐν Χερρονήσῳ φησὶν ἐπὶ τρεῖς
6370062 Δωδωναιῳ
: Πρόξενος δὲ , αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα ἀνεῖναί τινας τῷ Δωδωναίῳ Διί : Ἀπολλόδωρος δὲ αὖ τοὺς εὐτραφεῖς λαρινούς :
ἐπειδὰν δὲ κακῶς τινας εἰπεῖν δέῃ καὶ διαβαλεῖν , τῷ Δωδωναίῳ μὲν οὐκ ἂν εἰκάσαις αὐτοὺς χαλκείῳ , μὴ γὰρ
6358592 Λυσιτανους
Δουρίου πᾶσαν ἐπὶ τὰς ἄρκτους , ἣν οἱ μὲν πρότερον Λυσιτανοὺς ἔλεγον οἱ δὲ νῦν Καλλαϊκοὺς καλοῦσι : συνάπτει δὲ
ἁπλῶς ἐκ τῶν κοινῶν νοσφιζόμενος . διὸ καὶ συνέβαινε τοὺς Λυσιτανοὺς προθυμότατα συγκινδυνεύειν αὐτῷ , τιμῶντας οἱονεί τινα κοινὸν εὐεργέτην
6333440 ὑποβλεπεσθαι
. . Ὑποβλεπόμενος καὶ οὐκ ἦν ῥᾴδιον μὴ γελᾶν καὶ ὑποβλέπεσθαι τὸ γινόμενον . , . . Ἔφεδρος μεσολαβηθεὶς δ
. διαβασιλίζεται : τῆς βασιλείας ἀντιποιεῖται . διακυνοφθαλμίζεσθαι : τὸ ὑποβλέπεσθαι καὶ ὑφορᾶσθαι ἀλλήλους . διαληκᾶσθαι : ἀντὶ τοῦ διαμωκᾶσθαι
6321494 ἀπαλλασσομενος
περ εἰώθει καὶ τοὺς ἀνθινοὺς ἑκάστοτε ἐπιτιθέναι στεφάνους , ἑσπέρας ἀπαλλασσόμενος ὡς αὑτόν : καὶ ἐπὶ τούτωι ἐθαυμάσθη . .
, ᾧπερ εἰώθει καὶ τοὺς ἀνθινοὺς ἑκάστοτε ἐπιτιθέναι στεφάνους ἑσπέρας ἀπαλλασσόμενος ὡς αὐτόν . καὶ ἐπὶ τούτῳ ἐθαυμάσθη . Ξενοκράτει
6317394 αὐλιζεσθαι
καρτεροῖς περιλαμβάνων , ἐν οἷς τὰ ποίμνια καὶ τοὺς γεωργοὺς αὐλίζεσθαι τὰς νύκτας ἐπέταξεν ἐχεγγύῳ φρουρᾷ καταλαβὼν ἑκάτερον , καὶ
] ἐν ταῖς μάχαις . δυσαυλίας ] διὰ τὸ ὑπαίθρους αὐλίζεσθαι καὶ διάγειν . Σπαρνάς : σπανίους . καὶ τούτου
6310556 τρεψαμενοι
πρὸς τοὺς ὁπλίτας τοὺς ἐν Κορησσῷ ἐβοήθησαν : τούτους δὲ τρεψάμενοι καὶ ἀποκτείναντες ἐξ αὐτῶν ὡσεὶ ἑκατὸν καὶ εἰς τὴν
καὶ ἀκοντίζοντες ἀποκτείνουσι τῶν πρώτων καὶ μάλα συχνούς , καὶ τρεψάμενοι ἐδίωκον ὡς τρία ἢ τέτταρα στάδια . τούτου δὲ
6303297 λαρινους
κεράτων , ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσιν . Ἐρατοσθένης δὲ σύας λαρινοὺς προσηγόρευσε μετάγων ἀπὸ τῶν λαρινῶν βοῶν οὕτω κληθέντων ἢ
δὲ Γ τὴν ρι συλλαβὴν δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ λαρινοὺς τοὺς μεγαλορίνους : ἐν δὲ τῇ Χαονίᾳ φασὶ τοιούτους
6296079 ἐθαπτον
μὲν δὴ Κάτων ἦν , καὶ αὐτὸν οἱ Ἰτυκαῖοι λαμπρῶς ἔθαπτον : ὁ δὲ Καῖσαρ ἔφη μέν οἱ φθονῆσαι Κάτωνα
ἀναθαρρύνωμεν τοὺς ἄνδρας . οὕτω δὴ ἐπορεύοντο : καὶ ἐλθόντες ἔθαπτον μὲν τοὺς Καδουσίους , ἐδῄουν δὲ τὴν χώραν .
6293644 Οἰνους
τῶν ἐν Ἰκάρῳ δύο πόλεων . τὸ ἐθνικὸν Οἰνοαῖος . Οἰνοῦς , πολίχνιον Λακωνικῆς , ὡς Ἀνδροτίων καὶ Δίδυμος .
Ἀνδροτίων δὲ Κρῶπάς φησι τὸν δῆμον . . . : Οἰνοῦς , πολίχνιον Λακωνικῆς , ὡς Ἀνδροτίων καὶ Δίδυμος .
6287057 σωρους
ὁ Ἀχιλλεὺς , φασὶ , καὶ ἡ Νιόβη . 〛 σωρούς . . καί με τοῦτ ' ἔτερπε : Μᾶλλον
καὶ ὄγχνας ἐπ ' ὄγχναις ὅρα καὶ μῆλα ἐπὶ μήλοις σωρούς τε αὐτῶν καὶ δεκάδας , εὐώδη πάντα καὶ ὑπόχρυσα
6285325 θαμνους
' ἡ μὲν πυκνὴ καὶ τὰς ῥίζας ἔχουσα πλείους καὶ θάμνους εἰς βάθος σκάπτεται ἐπιχωρίοις ἐργαλείοις , σφοδρῶν ὄντων αὐχμῶν
ὡς ἐν τούτοις : δοιοὺς δ ' ἄρ ' ὑπήλυθε θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας , ὃ μὲν φυλίης , ὃ
6271745 ὠτιδας
αὐτοῖς , καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας , ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης ὠφέλειαν παρεῖχεν
δὲ πτέρυξιν αἴρουσα , ὥσπερ ἱστίῳ χρωμένη . τὰς δὲ ὠτίδας ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ ἔστι λαμβάνειν : πέτονται γὰρ
6268950 Ναξιους
, ὁ μὲν ἕξ , ὁ δὲ πέντε ναυσὶ αὐτοὺς Ναξίους ἐλθεῖν τοῖς Ἕλλησι βοηθοῦντας ἱστορήσας . . . .
, ὅταν ἐπιφανέωσι ἐς τὴν Νάξον , πάντα ποιήσειν τοὺς Ναξίους τὰ ἂν αὐτοὶ κελεύωσι , ὣς δὲ καὶ τοὺς
6260769 καθευδοντας
τῶν ποιητῶν καὶ βαΰζειν τοὺς κύνας : σκυζᾶν δὲ τὸ καθεύδοντας ὑποφθέγγεσθαι . λύκων δ ' ὠρυγὴ ὠρυγμὸς ὠρύεσθαι ὠρυόμενοι
ἵνα μὴ τοὺς χορεύοντας λέγωμεν ἢ τοὺς διαθέοντας ἢ τοὺς καθεύδοντας ἢ ὡς γάνυνται τῶν μήλων ἐμφαγόντες , ἴδωμεν ὅ
6257589 ἐπιλεκτους
παρακαταστήσας αὐτῷ τῶν ἡγεμόνων τοὺς ἀξιολογωτάτους : αὐτὸς δὲ τοὺς ἐπιλέκτους ἔχων μεθ ' ἑαυτοῦ τὴν ἡγεμονίαν εἶχε τοῦ ἑτέρου
Ἀγριᾶνας ἄγοντα καὶ τοὺς ψιλοὺς τοὺς ἄλλους καὶ τῶν ὑπασπιστῶν ἐπιλέκτους , προστάξας , ἐπειδὰν καταλάβῃ τὸ χωρίον , κατέχειν
6251980 καχληκας
ἀκτῆς . διερούς : γλίσχρους , μυξώδεις , διύγρους . κάχληκας : λίθους θαλασσίους , βώλους . ἱεῖσι : βάλλουσι
καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον . κάχληκες δέ εἰσιν αἱ χερμάδες λίθοι .
6245273 Δωδωνιδας
Πληιάδες εἴρηνται . Φερεκύδης δὲ . . . τὰς Ὑάδας Δωδωνίδας νύμφας φησὶν εἶναι καὶ Διονύσου τροφούς . . .
„ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνίδας ” . Ἀπολ - λόδωρος δὲ ἐν αʹ περὶ
6242837 διαβασι
τῷ Σπερχειῷ κερεῖν ἀνασωθέντος ἐκ Τροίας Ἀχιλλέως τὴν κόμην . διαβᾶσι δὲ τὸν Κηφισὸν βωμός ἐστιν ἀρχαῖος Μειλιχίου Διός :
μάλιστα Αἰγυπτίων ὁ κολοσσός . ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις , διαβᾶσι τὸν Νεῖλον πρὸς τὰς Σύριγγας καλουμένας , εἶδον ἔτι
6241642 ἑῳους
ἀπὸ τοῦ ἀκριβοῦς ἡλίου διαστάσεις τοῦ μὲν βʹ περιέχοντος τὰς ἑῴους τοῦ τῆς Ἀφροδίτης ἀστέρος , τοῦ δὲ γʹ τὰς
τῆς βασιλείας ἀπολάβῃ σκῆπτρα . ἔπεμπε δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἑῴους Ῥωμαίους τῶν ταχθέντων φόρων ἕνεκα . ἀπράκτων δὲ ἐξ
6225205 ἀλετριβανον
ἠστειεύσατο διὰ τὸ δριμὺ τῆς πληγῆς καὶ τῶν σκορόδων . ἀλετρίβανον ] οἱ μὲν δασέως παρὰ τὸ τοὺς ἅλας τρίβειν
διὰ τῆς ει διφθόγγου : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἁλοτρίβανον γίνεται ἀλετρίβανον κατὰ τροπὴν τοῦ ο εἰς τὸ ε , σημαίνει
6216965 χερσαιους
Ἀρκαδίας φησὶν Ἀριστοτέλης κρήνην τινὰ εἶναι , ἐν ᾗ μῦς χερσαίους γίνεσθαι , καὶ τούτους κολυμβᾶν ἐν ἐκείνῃ τὴν δίαιταν
δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ
6205982 σκοτουνται
διακαῆ καὶ πυρώδη , πολύν . ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν
καὶ τοὺς τροχοὺς θεωροῦντες ἢ καὶ συμπεριφέροντες τὴν ὄψιν ταχὺ σκοτοῦνται : συμβαίνει γὰρ κινουμένην κύκλῳ τὴν ὄψιν κινεῖν τὰ
6202509 χαλκεας
βασιλεῦσιν οἱ μὴ ψευδώνυμοι , τοὺς φαλακροὺς δὲ καὶ τοὺς χαλκέας τοὺς ἐπιθεμένους τῇ δεσποίνῃ ὀρφανευθείσῃ οὐκ ἐποίει Πλάτων δημιουργοὺς
γναφέας αὐτῶν ἢ τοὺς σκυτέας ἢ τοὺς τέκτονας ἢ τοὺς χαλκέας ἢ τοὺς γεωργοὺς ἢ τοὺς ἐμπόρους ἢ τοὺς ἐν
6198528 δειπνησαντας
δέπα . ἰδιάζον δὲ τὸ παρὰ Μενελάῳ εἰσάγει συμπόσιον . δειπνήσαντας γὰρ ποιεῖ ὁμιλοῦντας : εἶτ ' ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν
ὅτι δὴ ἀπύλωτος ἦν , ἦγεν ἐκ τῶν Θεσπιῶν πρῲ δειπνήσαντας τοὺς στρατιώτας , φάσκων πρὸ ἡμέρας καθανύσειν εἰς τὸν
6194667 ἀγριους
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς
6193766 ἐτρεψαντο
Πέρσας καὶ ἀναστρέψαντες ἐπὶ τὴν μάχην τοὺς Μήδους ἐς φυγὴν ἐτρέψαντο . Ταῦροι Σκυθικὸν γένος ἀεὶ παρατάττεσθαι μέλλοντες τὰς ὄπισθεν
τοὺς πελέκεις , ὑπερμαχόμενοι τῶν δεσποτῶν , τοὺς ἀνθεστῶτας ῥᾳδίως ἐτρέψαντο . οὕτως δὴ προχωρήσαντος τοῦ ἔργου , οἱ νεανίσκοι
6175774 κυνηγους
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ ἐκ τῆς
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι , τῷ ἐκ
6173249 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
6169794 ὑπερβαλοντες
ὡς δ ' ἀπηγγέλη τοῖς Φαβίοις , ὅτι τοὺς πλησίον ὑπερβαλόντες λόφους ἐν ὀλίγῳ δή τινι χρόνῳ μεστὸν εὑρήσουσι τὸ
βιασάμενοι Φωκέων τοὺς τεταγμένους ἐπ ' αὐτῇ λανθάνουσι τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλόντες τὴν Οἴτην . ἔνθα δὴ πλείστου παρέσχοντο αὑτοὺς Ἀθηναῖοι
6168349 κατετιτρωσκον
' ἔξω τῶν τειχῶν ἔτι περιεστῶτας ἄνωθεν ἔβαλλόν τε καὶ κατετίτρωσκον . καὶ δευτέρας τῆσδε πείρας ὁ Ἀννίβας ἐπὶ τῇ
καὶ μεγάλας : ἅμα δὲ καὶ τοῖς τόξοις πυκνοῖς χρώμενοι κατετίτρωσκον τοὺς μήτε ἀμύνασθαι μήτ ' ἐκκλῖναι τὰ βέλη δυναμένους
6164585 ἀνοπλους
, ὅτι χρὴ τῶν κακῶν ἐπιλέγεσθαι τὰ μετριώτερα , ὄντας ἀνόπλους : οὕτω σαφῶς εἰπόντα τὴν γνώμην . . .
ὁδοῖς ἀναιρῶν ὥρμησεν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ πολλοὺς τῶν πολιτῶν ἀνόπλους καταλβὼν ἀπέκτεινε . τῶν δὲ Καρχηδονίων καταλαβομένων τὰς περὶ
6162261 πεπεδημενους
ὡς ἀληθέσι προσίπτανται θεαμάτων δ ' ἥδιστον στρουθοὺς ὁρᾶν ἰξῷ πεπεδημένους καὶ καταπίπτοντας . Καὶ μὴν κἀκεῖνό ἐστι χαριέστατον ,
, δοῦλος Μιθριδάτου , στρατηγοῦ Καρίας , ἐκέλευσε σκάπτειν ὄντας πεπεδημένους . ἐπεὶ δὲ τὸν δεσμοφύλακα τῶν δεσμωτῶν ἀπέκτεινάν τινες
6160788 Ἀναξιλαος
τῇ ἐκ τῆς νόσου . αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας
ἐποίησεν . Μεγαλάνωρ ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . οὗτος γὰρ ὁ Ἀναξίλαος Ῥηγίνων βασιλεὺς ὢν καὶ θέλων τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ Λοκροὺς
6158764 ὑποδεχομενοι
, χρηστὸς τίς ἢ τίς φαῦλος : καὶ ὅμως τοσούτους ὑποδεχόμενοι περὶ τοὺς ἀγαθοὺς μᾶλλον ἐσπουδάκασιν . τὸ δὲ πολὺ
οἱ πρὸ αὐτοῦ βασιλεῖς . ἐκεῖνοι μὲν γὰρ τοὺς ξένους ὑποδεχόμενοι καὶ μεταδιδόντες τῆς ἰσοπολιτείας φύσιν τ ' ἢ τύχην
6150173 παροικουντας
. τοὺς μὲν δὴ γείτονας καὶ προσοίκους καὶ συνοίκους καὶ παροικοῦντας καὶ προσοικοῦντας , τάχα δὲ καὶ παροίκους καὶ ἀγχιθύρους
Αἰθίοπας ἐσχάτους τῶν ἄλλων τῶν ἐν τῇ ἑτέρᾳ εὐκράτῳ , παροικοῦντας τὸν αὐτὸν τοῦτον ὠκεανόν : διττοὺς δὲ εἶναι καὶ
6141241 Εἱλωτας
τῆς Λακωνικῆς ἱερὸν Ποσειδῶνος Ἀσφαλείου . τοῦτο λέγει ἐπειδὴ τοὺς Εἵλωτας καθεσθέντας ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ποσειδῶνος τοῦ Ταιναρίου οὐδὲν
τῶν ὅρων τούτους : τοῦτον δὲ λεχθῆναι τὸν πρὸς τοὺς Εἵλωτας πόλεμον . σχεδὸν δέ τι καὶ τὴν εἱλωτείαν τὴν
6140231 αἱρουσι
: καὶ τέλειον μὲν λαβεῖν ἀδύνατόν ἐστι , νεοττοὺς δὲ αἱροῦσι . καὶ Βάκτριοι μὲν γειτνιῶντες Ἰνδοῖς λέγουσιν αὐτοὺς φύλακας
, κρατοῦσι δὲ σύμπαντας Πελοποννησίους , τριήρεις δὲ τὰς μὲν αἱροῦσι , τὰς δὲ καταδύουσιν ὁμοῦ τῷ σκηπτῷ καὶ τοῖς
6139508 τιθασους
τῆς Ἥρας θυγατέρα . Οὐκοῦν ἐν τῷ τοῦ νεὼ περιβόλῳ τιθασοὺς ὄρνιθας τρέφεσθαι πολλούς φησι , καὶ τοῦτο δὲ εἶναι
τὴν Γῆν , καὶ ταὧς κατήσθιον . ὅτι δὲ καὶ τιθασοὺς εἶχον αὐτοὺς ἐν ταῖς οἰκίαις Στράττις παρίστησιν ἐν Παυσανίᾳ
6132758 Πανικον
τοῦτο ποιήσαντες ἔμαθον τὴν αἰτίαν τοῦ φόβου . τὸ μὲν Πανικὸν ἐλέλυτο , οἱ στρατιῶται δὲ ἀράμενοι τὰ ὅπλα προῄεσαν
, ἐν ᾧ τοὺς συμμάχους καθώπλισε διὰ τὸ τοῦ ἤχου Πανικὸν καλούμενον , ὃ οἱ Τιτᾶνες ἔφυγον : παραλαβὼν δὲ
6131510 Ἐπιστασαι
δὲ Ἁβραάμ : Οὐ γινώσκω . εἶπεν δὲ Σάρρα : Ἐπίστασαι , κύριέ μου , τοὺς τρεῖς ἄνδρας τοὺς ἐπουρανίους
, φίλτρα τε μανθάνουσαι παρ ' ἐμοῦ καὶ ἐπῳδάς . Ἐπίστασαι γάρ , ἔφη , καὶ ταῦτα , ὦ Σώκρατες
6130794 καδους
καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ χαλκοῦς καὶ ποτήρια ὀλίγα : γεγονέναι γὰρ ὀλιγοδίαιτον
, ὡς Ἀνάφην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ἐξαίρουσι . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἀναγινώσκομεν , ποτήριον ,
6122571 ἀναπινει
τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν . σφόδρα ἐστὶ καλόν , ἀναπίνει τὰς περὶ τὰ ἄρθρα συνισταμένας συλλογὰς καὶ ἀπαλλάττει τῶν
τὸ αὔταρκες . τοῦτο ὑπεκτήκει . Διαλύει πᾶσαν σκληρίαν , ἀναπίνει τὰς ἐν βάθει ἀποστάσεις . Κηροῦ , πιτυΐνης ,
6118969 ἀσπαιροντας
τῷ μὲν ταῦτα εἴρητο : ὁρᾷ δὲ ἐπιστραφεὶς τοὺς πιόντας ἀσπαίροντάς τε καὶ ἀποθνήσκοντας . ἦν δὲ ἄρα , ὡς
εἴρητο , καὶ ἐφρύγετο : ὁρᾷ δὲ ἐπιστραφεὶς τοὺς πιόντας ἀσπαίροντάς τε καὶ ἀποθνήσκοντας . ἦν δὲ ἄρα ὡς συμβαλεῖν
6114500 φαγοντας
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως
6114146 πυελους
δ ' ἄλουτος τήμερον γενήσομαι ; Οὗτος γὰρ ἡμῶν τὰς πυέλους ὑφήρπασεν . Ἀλλ ' οὑτοσὶ γάρ ἐστι περὶ τοῦ
ἀντ ' ἐκείνης καταχέουσιν ὕδωρ χλιαρόν : ἔνιοι δὲ καὶ πυέλους ὅλας ὕδατος τοιούτου πληροῦσιν : ὥσπερ γὰρ ἐχαλάσθη καὶ
6111826 Λυκιους
τῶν ἐκ Κρήτης συγκατελθόντων τῷ Σαρπηδόνι , μετὰ δὲ ταῦτα Λυκίους ἀπὸ Λύκου τοῦ Πανδίονος , ὃν ἐκπεσόντα τῆς οἰκείας
καὶ τὴν Καῦνον ἔσχε : καὶ γὰρ οἱ Καύνιοι τοὺς Λυκίους ἐμιμήσαντο τὰ πλέω . Τὰ μέν νυν κάτω τῆς
6104867 περδικας
. ὅτι τὸν ψιττακὸν φίλον ἔχει , ὡς δορκὰς τοὺς πέρδικας , ὡς ἔλαφοι τοὺς ἀτταγᾶς , ὡς ἵπποι τὰς
: χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος . Τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους . Ἀλλ ' ἴθι προσαύλησον σὺ νῷν πτισμόν
6100525 λοφους
τοῦ βασιλέως . σφαλεὶς οὖν τῆς ἐλπίδος ὁ Κουρίων ἐς λόφους ἀνέδραμεν ὑπό τε καμάτου καὶ πνίγους καὶ δίψης ἐνοχλούμενος
. δένδρα τε γάρ τινα ἱλάσκονται καὶ ῥεῖθρα ποταμῶν καὶ λόφους καὶ φάραγγας , καὶ τούτοις , ὥσπερ ὅσια δρῶντες
6092053 πετομενους
Κωμασταῖς βραχέως : σηπίας τ ' ἆγον νεούσας πέρδικάς τε πετομένους . φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε
πέτεσθαι , ἐκβάλλειν πλὴν τῆς κορώνης : ταύτην δὲ καὶ πετομένους ἐπί τινα χρόνον ψωμίζειν . Κόκκυγος δὲ νεοττοὺς οὐδένα
6090296 ἀνθινους
θεῖναι πρὸς τὸν ἱδρυμένον Ἑρμῆν , ἔνθαπερ τιθέναι καὶ τοὺς ἀνθινοὺς εἰώθει . , : Ἀθηναῖοι δ ' ὅμως αὐτὸν
τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ γὰρ καὶ τοὺς ἀνθινοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῆς μυρρίνης καὶ τὸν ἐκ τοῦ
6089722 αἱρουσιν
ἐν ἀποβάσει τέ τινι τοὺς προσβοηθήσαντας Λοκρῶν ἐκράτησαν καὶ περιπόλιον αἱροῦσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ . Τοῦ δ
δὲ φυλακὴν οὐ σπουδαίως [ καθεστῶσαν ] [ ] ταχέως αἱροῦσιν , καὶ λαμβάνουσιν αὐτῶν [ πολλὴν ] μὲν ἀγοράν
6088573 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
6073525 ἀστακους
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς
6070676 ἡλλοντο
: παρὰ τὸ ἅλλομαι : βαστάζοντες γὰρ αὐτοὺς καὶ περιφέροντες ἥλλοντο ἐν τῷ γυμνάζεσθαι . οὕτως Μεθόδιος . ὁ δὲ
μὲν Θρᾷκες καὶ πρὸς αὐλὸν ὠρχήσαντο σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ ἥλλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως καὶ ταῖς μαχαίραις ἐχρῶντο :
6066386 σβεννυμενους
γεγενῆσθαι τὰ ἄστρα . Ξενοφάνης ἐκ νεφῶν μὲν πεπυρωμένων : σβεννυμένους δὲ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναζωπυρεῖν νύκτωρ καθάπερ τοὺς
. Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν ἀναζωπυρεῖσθαι καθάπερ τοὺς
6065017 Κυκλωπας
- ραν νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ
Κύκλωπ ' ὀλωλότα . ἐπὶ κῶμον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει Κύκλωπας ἡσθεὶς τῶιδε Βακχίου ποτῶι . ξυνῆκ ' : ἔρημον
6064853 συγκαλεσαι
ἅπας ἅμ ' ἡμέρᾳ συνέδραμεν εἰς τὸ θέατρον πρὸ τοῦ συγκαλέσαι τοὺς ἄρχοντας ὡς ἦν ἔθος . ὡς δ '
παρασκευασάμενος εὐωχίαν : βραχὺς γὰρ ὢν ὁ καιρὸς οὐκ ἐνέδωκε συγκαλέσαι τοὺς εἰωθότας τῶν λόγων ὀψοποιούς . Κῦρος ὁ Περσῶν
6056389 φονευουσι
αἰδούμενοι : ἔτι δὲ λαλοῦντα τὸν πρεσβύτην οἱ θρασύτεροι ἐπιπεσόντες φονεύουσι . δράσαντες τε οὕτως ὠμὸν ἔργον , δέει τῶν
οὓς πέφνουσι φονέας . οὕς : ἰδίους . πέφνουσι : φονεύουσι . φονῆας : ἰωνικῶς . Μάρψωσιν : καὶ κρατήσωσι
6056008 διαφυγοντας
. τοῦτο δὲ μέγα τε ἦν καὶ τοὺς Πλαταιᾶς τἆλλα διαφυγόντας ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι : ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς
δ ' ἐς τὰ πλησίον καὶ τοὺς ἐκ τῆς μάχης διαφυγόντας ἀναλαμβάνων ὅπλα καὶ μηχανήματα εἰργάζετο . Σκιπίων δὲ νίκην
6042514 Πενεστας
ὅτι θεῶν ἕνεκεν ἔπλευσε κακὸς ὤν , εἴσεται . Γ Πενέστας δὲ λέγεσθαί φασι τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ
τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ τοῖς Θετταλοῖς . Γ Πενέστας Θετταλοὶ τοὺς μισθωτοὺς ὀνομάζουσι δούλους . ⌈ παλαιὸν δὲ
6041962 συναρπασαντες
ἐπεβάλοντο μὲν κωλύειν πύλας τ ' ἀποκλείσαντες καὶ ἀνθρώπους τινὰς συναρπάσαντες , ἔπειταδέος γὰρ εἰσῆλθεν αὐτοῖς , μὴ πρὸς ἀλκὴν
, συνεστράφησαν οἱ χαριέστατοι τῶν πολιτῶν , καὶ τοὺς νεωτερίσαντας συναρπάσαντες ἅμα τῷ Τυνδαρίδῃ ἀνεῖλον . πλεονάκις δὲ τούτου γινομένου
6039329 ἐνεβαλλον
. χρὴ δὲ καὶ προκατατείνειν . ὅμως δὲ ἤδη τινὲς ἐνέβαλλον ῥηϊδίου πράγματος ἐπιτυχόντες . ὃν τρόπον δ ' ἄν
αὐτοῖς ἀνδράσιν : ταῖς δὲ λοιπαῖς ἐν τῇ γῇ καταπεφευγυίαις ἐνέβαλλον . αἱ δὲ καὶ πληρούμεναι ἔτι πρὶν ἀνάγεσθαι ἐκόπτοντο
6035222 ἐνεπιμπρη
ἐν χερσὶ τῆς μάχης καὶ πονουμένοιν ἀμφοῖν , ὁ Σουλπίκιος ἐνεπίμπρη τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον , καὶ τοῦθ ' οἱ
κώμας οὔτε τοὺς ἀγροὺς ἐλυμαίνετο , οὐκ ἀπαντώντων δὲ πάντα ἐνεπίμπρη καὶ ἔκειρεν ἐπὶ ἡμέρας ὀκτώ , ἐς ὃ διῆλθεν
6026920 Δολιονας
. . εὐξείνως ἀρέσαντο . . ] Δηίλοχος τοὺς μὲν Δολίονας οὐκ ὀνομάζει , τὸν δὲ Κύζικον φησὶ πυθόμενον τὴν
τε . Αἰνήτη : Κυζίκου μήτηρ . τούς : τοὺς Δολίονας . ἔκπαγλοι : τερατώδεις . προὔτυψεν : ὥρμησεν ,
6026615 Φαραν
Κωπαῖος Κωπαιεύς . καὶ κτητικὸν Φαραϊκός ἀπὸ τοῦ Φαραῖος . Φαράν , πόλις μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ Ἀραβίας . τὸ ἐθνικὸν
ἐν τοῖς ὄρεσιν ἐπονομαζομένοις Σηεὶρ ἕως τῆς καλουμένης Τερεβίνθου τῆς Φαράν , ἥ ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ . Κατὰ δὲ
6026531 μυρμηκας
καὶ μυρμηκιῶν . ] Ἀρίθμησον τοὺς ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ '
Γάγγης ἢ οἱ ἄλλοι Ἰνδῶν ποταμοὶ φέρουσιν , οὐδὲ τοὺς μύρμηκας τοὺς τὸν χρυσόν σφισιν ἐργαζομένους , οὐδὲ τοὺς γρῦπας
6017107 ἀναπαυσας
φιλανθρώπως παραλαβών , ἐσθῆτι καὶ τροφῇ καὶ τῇ λοιπῇ χρείᾳ ἀναπαύσας ἕως Μεσσήνης διέσωσε . Καρθάλων μὲν ὁ Καρχηδόνιος μετὰ
ἔθος ἐστὶ Ῥωμαίοις , αὐτὸς ἐνέπρησε τοῖς ἐνυαλίοις θεοῖς , ἀναπαύσας δὲ τὴν στρατιὰν ἐπ ' ὀλίγον ἐς τὸν Εὔριπον
6015180 ἱππαρχιας
πρόσθεν , Πτολεμαῖον δὲ τὸν Λάγου ἀποστέλλει τῶν τε ἑταίρων ἱππαρχίας τρεῖς ἄγοντα καὶ τοὺς ἱππακοντιστὰς ξύμπαντας , πεζῶν δὲ
, τὰς δὲ δύο Ταραντιναρχίας ἱππαρχίαν , τὰς δὲ δύο ἱππαρχίας ἐφιππαρχίαν , τὸ δὲ διπλοῦν τῆς ἐφιππαρχίας τέλος ἀνάλογον
6009248 ἀπεκτεινον
οἱ τριάκοντα πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτεινον , πολλοὺς δὲ προετρέποντο ἀδικεῖν , εἶπέ που ὁ
τῷ πολέμῳ δεδρακότες εἰσίν , ὁπότε μὴ φαῖεν , ἀπάγοντες ἀπέκτεινον καὶ ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα . διέφθειραν δὲ Πλαταιῶν μὲν
6006517 αἰσθομενους
δὲ ] μηδὲ τῶν ἄλλων μηδένα αἰσθέσθαι τὴν ἐπιβουλὴν ἢ αἰσθομένους κρύψαι , προσέτι δὲ τὴν Αἴθραν τὴν τοῦ Θησέως
φιλοτιμίᾳ συνέβη τούς τε ἐκ τῆς πόλεως καὶ τοὺς πολιορκοῦντας αἰσθομένους συνδραμεῖν ἐπὶ τὸν λιμένα καὶ τοῖς ἰδίοις ἑκατέρους συναγωνιῶντας
6000889 φρουρουντας
, ἐκπολιορκήσας τὸ χωρίον τοῦτο μὲν κατέσκαψε , τοὺς δὲ φρουροῦντας ἀπολύσας τῶν ἐγκλημάτων ἔταξεν εἰς τὰς ἰδίας τάξεις .
οἳ δὴ καὶ ἐστρατεύοντο εἰ δέοι στρατεύεσθαι , τοὺς δὲ φρουροῦντας πρὸ τῆς χώρας μισθοφόρους εἶναι : νῦν δὲ τούς
5999746 Τυνδαριδας
πρεπτὸν ἁμὶν κλέωἁ τὸν Ἀμύκλαις σιὸν καὶ Χαλκίοικον ἄνασσαν , Τυνδαρίδας τ ' ἀγασώς , τοὶ δὴ πὰρ Εὐρώταν ψιάδδοντι
παῖδες : δοκεῖ γὰρ ὁ Ζεὺς εἰς φιλονεικίαν ἐμβαλεῖν τοὺς Τυνδαρίδας καὶ Ἀφαρητιάδας , ὅτε ὁ Ἀλέξανδρος ἐξενίζετο παρὰ τοῖς
5998453 κωνωπας
ἔτι δὲ καὶ πρὸς ψύλλας , καὶ κόρεις , καὶ κώνωπας , καὶ πρὸς ἕτερα τοιαῦτα λυμαινόμενα θηρία θεραπείαν .
. τὰς ἐμπίδας ] τὰ κανάρια . , διὰ τοὺς κώνωπας . κατὰ τὸ στόμ ' ] ἀπὸ τοῦ στόματος
5991828 Χαιρεφιλου
τοῦ Μενάνδρου Σικυωνίου . Παλληνεύς : Ὑπερείδης ἐν τῇ ὑπὲρ Χαιρεφίλου ἀπολογίᾳ . Παλλήνη δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος . τὸ δὲ
υἱούς , ὥς φησιν Ἄλεξις ἐν Ἐπιδαύρῳ οὕτως : τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι εἰσήγαγεν τάριχος ,
5991047 ἀνειμενους
ἀπὸ τοῦ βραχίονος κατατεταγμένους , τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ πήχεος ἀνειμένους : ἔστωσαν δὲ μὴ παχέες οἱ νάρθηκες : ἀναγκαῖον
καὶ ἑτοιμότεροι πρὸς τὰς ἱερὰς ὑπουργίας ὦσι , σφιγγομένων τοὺς ἀνειμένους κόλπους τῶν χιτώνων , τὰ δ ' , ὅπως
5986028 σκωπας
κατεχομένους . τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν λέγουσι καὶ τοὺς σκῶπας : καὶ γὰρ τούτους ὀρχήσει λόγος ἁλίσκεσθαι . μνημονεύει
, τοὺς δὲ οὔ . διὸ καὶ καλεῖσθαι τοὺς μὲν σκῶπας αὐτῶν , τοὺς δ ' ἀείσκωπας : εἰσὶ δὲ
5979953 ἐλαιωνας
ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν καὶ τὰς ἄλλας κτήσεις ὅσαι σπαρτῶν εἰσιν
γένοιτο μὴ σκεπτόμενοι , ὥστε ἐπανατρυγῶσι μὲν τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας , τὴν δὲ κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν ἀναθερίζουσι ,
5976348 Ποντικους
εἶναι ψῦχος , τοὺς δὲ τέτταρας χειμῶνα . τοὺς δὲ Ποντικοὺς ἐκ τοῦ πολλοῦ ἥκειν πόντου , ὥσπερ ἐκ τοῦ
πόλιν βουλομένου , Λεύκολλος ἐπακολουθήσας καὶ συμβαλὼν πολέμῳ νικᾷ τοὺς Ποντικοὺς ἀνὰ κράτος , βραχεῖ μὲν πλείους μυριάδος ἀνελὼν ,

Back