δὲ αὐτῶν πολλοὺς ἀγκίστρῳ σκληρῷ καὶ ὁρμιᾷ λίνου λευκοῦ : ἐξῆπται δὲ οὐχὶ καλάμου , ἀλλὰ ῥάβδου κρανείας : δεῖ
: τῶν γὰρ ἔνδον ἐν αὐτῷ τῷ κύτει τῆς μήτρας ἐξῆπται τὸ χόριον ὥστε οὐδὲν δι ' ἐκείνων εἰς τὸν
6392935 διδαχθητω
καὶ φύρουσι . διὸ πᾶς φίλαυτος , ἐπίκλησιν Κάιν , διδαχθήτω ὅτι τὸ ὁμώνυμον τοῦ Ἄβελ ἀνῄρηκε , τὸ εἶδος
καὶ τῶν κακοπαθειῶν αὐτῆς , ὧν μέλλει ἔτι παθεῖν , διδαχθήτω αὐτὴ παρὰ σοῦ . . : Τοῦτο ἅμα καὶ
6204408 ὑπερουρανιου
διάνοια , καὶ τῶν ὄντων εἰδῶν νοῦς τόπος καὶ τοῦ ὑπερουρανίου , ὃν τόπον οἰκείως ἀκουσόμεθα ὡς τῶν θείων εἰδῶν
αὐτὸν ἐπαινεῖ . Τὸ τοιοῦτον οὖν φησιν καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερουρανίου τόπου . Τὸ δὲ ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας
6184482 στερομενα
τίμιον , ἧς μετανισταμένης καὶ μετοικιζομένης τὰ ἀπολειφθησόμενα πάντα μιαίνεται στερόμενα θείας εἰκόνος , ἐπειδὴ θεοειδὴς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς πρὸς
ποτιζόμενα αὔξεται καὶ βλαστάνει καὶ πρὸς καρπῶν γενέσεις εὐτοκεῖ , στερόμενα δὲ ἐπιρροῆς ἀφαυαίνεται , οὕτως ἡ ψυχή , καθάπερ
6181304 θραυσις
ἐφάπτεται . διὸ καὶ κυρίως ἐπιλέγεται τὸ „ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις „ , ἀλλ ' οὐκ ἐπαύσατο : παύεται μὲν
μέσον τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ζώντων , καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις ” . ὁ γὰρ προκόπτων οὔτε ἐν τοῖς τεθνηκόσι
6112980 δινει
συστρέφει . δινεῖ ] ἀνακόπτει . δινεῖ ] ἀνασειράζει . δινεῖ ] κινεῖ . δινεῖ ] συστρέφει ἄνω καὶ κάτω
καὶ φρυαττομένας καὶ χρεμετιζούσας . Ξ δινεῖ ] συστρέφει . δινεῖ ] ἀνακόπτει . δινεῖ ] ἀνασειράζει . δινεῖ ]
6080540 Ἀφ
τῆς Ἀντιοχείας περὶ τὸν δι ' Ἑλλησπόντου παράλληλον ἱδρυμένης . Ἀφ ' ἧς ἡ μὲν ἐπὶ τὰ Βάκτρα ὁδὸς ἐκτείνεται
ἀπαρχῶν ἡ δεκάτη διὰ τὸ παντέλειον εἶναι τὸν ἀριθμόν . Ἀφ ' οὗ καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ νεωκόροις αἱ δεκάται
6069614 ΟΙΣ
τῆς αὐτῆς εὐθείας προέρχεται περατοῦται δὲ εἰς ΑΙΣ ἢ εἰς ΟΙΣ : ἔτι δὲ καὶ ἡ αἰτιατικὴ αὐτῶν ἐκ τῆς
, καὶ οὐδὲ νυγμὴν ἢ ξυσμὴν ἐπιλήψιμον ἔχουσιν . . ΟΙΣ Δ ' ὙΒΡΙΣ ΤΕ ΜΕΜΗΛΕ . Ἄκαιρος ταυτολογία ἐνταῦθά
6066790 Ὑπερμνηστρα
δὲ ἐξ Εὐρυθέμιδος τῆς Κλεοβοίας ἐγένοντο θυγατέρες μὲν Ἀλθαία Λήδα Ὑπερμνήστρα , ἄρρενες δὲ Ἴφικλος Εὔιππος Πλήξιππος Εὐρύπυλος . Πορθάονος
οὗ Λιβύη : ἧς Βῆλος : οὗ Δαναός : οὗ Ὑπερμνήστρα , ἡ μὴ κτείνασα τὸν ὁμόζυγον : ἧς Ἄβας
6058383 δοχειον
χειμῶνος ὥραν ἐχλιαίνετο , εἰ μὴ ἡ γῆ πυρὸς ἦν δοχεῖον καὶ οἰκητήριον ; πόθεν δὲ τὰ ἀειθαλῆ τῶν δένδρων
, ἀποκλείσαιμι . λοφεῖον ⌈ λέγεται τὸ στρογγύλον τοῦ ἐσόπτρου δοχεῖον καὶ . . . περικεφαλαίας . λόφος πᾶν τὸ
6034836 προσδεομεθα
τῶν ἀγαθῶν ὄντων ; καὶ ὃς εἶπεν : Ὅτι ἵππων προσδεόμεθα : οἱ μὲν γὰρ κράτιστοι τῶν πολεμίων , οὓς
δεῖ φιλοσοφεῖν , ἀλλ ' ὄντως φιλοσοφεῖν : οὐ γὰρ προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν , ἀλλὰ τοῦ κατ ' ἀλήθειαν
6013785 χιτωναριον
γυναικεῖον πολυτελές . Μένανδρος : λελουμένη γὰρ ἡτέρα καὶ διαφανές χιτωνάριον ἔχουσα . Ἀριστοφάνης : ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον
νῦν ἰάσεται . Τρικορυσία βασίλιννα λελουμένη γὰρ ἡτέρα καὶ διαφανὲς χιτωνάριον ἔχουσα . ἐξακεῖσθαί μοι δοκῶ τὸ δίκτυον . ἱμάτιον
6006508 ἐκκρεμαται
ἄγκιστρον . ἄκλοπον : ἀδολίευτον . ᾐώρηται : κρέμαται , ἐκκρέμαται . Μηρίνθου : διά : μήρινθος σχοῖνος . .
ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον , ἡμῶν
6004206 βωμολοχευει
καὶ σκώπτειν . Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Γ Γαληψός : Ἀντιφῶν κατὰ Λαισποδίου . πόλις
ἐγὼ βροτῶν ἅπαντας ἐκλαπῆναι . χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . αὐτοὶ θύομεν
6000711 Λιγγεα
ἔσχεν αὐτοῦ ἵμερος ] ἐπιθυμία , ἔρως ξύνευνον ] τὸν Λιγγέα ἀπαμβλυνθήσεται ] ἐξασθενήσει , μαλακισθήσεται ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ξίφους
ὃς καὶ κτείνει αὐτόν . Πολυδεύκης δὲ διώκων αὐτοὺς τὸν Λιγγέα κτείνει δόρατι , ὑπὸ δὲ τοῦ Ἴδα στήλῃ λιθίνῃ
5989426 αὐξανοντα
θ τὸν ἔξηβον ] τὸν γεγηρακότα . Ξ βλάστημον ] αὐξάνοντα ἀνδρῶν νῦν . βλάστιμον ] ἀντὶ τοῦ βλάστην ἢ
ἐν καιρῷ ] δέοντι . . σφριγῶντα ] νεάζοντα καὶ αὐξάνοντα . . σφριγῶντα ] αὐξόμενον καὶ ζέοντα . ἰσχναίνῃ
5980974 ἀμνημονα
παχύν , δυσχερῆ , βραδύν , ἀνεπιτήδειον . ἐπιλήσμονα ] ἀμνήμονα , ἀμαθῆ . , ἐπιλανθανόμενον . σκαλαθυρμάτιά ⌈ τινες
πρός γε μὴν οὕτως ἀνδρεῖον ὄντα σε καὶ δίκαιον οὐδὲ ἀμνήμονα εἶναι πείθομαι ὧν χρεὼν μεμνῆσθαι , ἀλλὰ τὸν καιρὸν
5976648 ἀνευρισκεται
ἀλλὰ καθ ' ἣν ὁ νοῦς ἄμοιρος καὶ γυμνὸς ἀρετῆς ἀνευρίσκεται . „ Ἡ γυνὴ „ φησίν ” ἣν ἔδωκας
δι ' οὗ καὶ τὸ μέσον καὶ σύμμετρον ἐν αὐταῖς ἀνευρίσκεται , καὶ δι ' αὐτῆς μέσης ἡ περὶ τῶν
5945722 ἐπαλληλος
τὰ κάτω συγκοσμούντων καὶ συναυξόντων . καὶ οὕτως φόβος μὲν ἐπάλληλος ζητήσεις τε ἄλεκτοι : καὶ ἕως ὁ τῶν συμπάντων
Ἀναδίπλωσίς ἐστι πρώτης συλλαβῆς διὰ τῶν αὐτῶν συμφώνων συλλαβὴν ποιούντων ἐπάλληλος ἐκφορά , οἷον κλῦθι κέκλυθι , κάμωσι κεκάμωσι ,
5899731 φυουσα
ἐπιδείκνυσι τὴν αὑτῆς φύσιν : ἡ γὰρ τὰ ἄγρια καλὰ φύουσα δύναται θεραπευομένη καὶ τὰ ἥμερα καλὰ ἐκφέρειν . φύσιν
πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος . φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος :
5894870 διεστη
ἐκινήθη : ἔστι δ ' ὅτε τὸ ἕτερον τῶν ὀστέων διέστη . Τουτέοισι κατάτασις ἰσχυρὴ ποιητέη : καὶ τὸ μὲν
εἰ πρῶτον ἀνέθορεν ἀπὸ τοῦ ἀρρήτου , δῆλον ὡς ἥκιστα διέστη αὐτοῦ . Καὶ ἔτι ὑπὸ τῆς ἐκείνου ἀγνωσίας ἐπιλυγάζεται
5894830 διηκειν
ὥστε μηκέτι τὰς αὐγὰς ἀπὸ τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν σελήνην διήκειν . τὸ δὲ τεῖχος ἦν διπλοῦν , νεφελωτόν :
χωρεῖν , τὴν δὲ ψυχὴν δι ' ὅλου τοῦ κόσμου διήκειν , ἧς μέρος μετέχοντας ἡμᾶς ἐμψυχοῦσθαι . Τούτων τοίνυν
5887893 ἀποπιπτοντα
αὐτοὶ καὶ μεταβάλλουσι τὰ σιτία , καὶ τὰ τῶν ὀδόντων ἀποπίπτοντα πάλιν αὐτοῖς ἐπιβάλλουσι , τεινόμενοί τε καὶ προσστελλόμενοι ,
καρπόν , οἷον ἄμ - πελος ἐλάα : ἧς καὶ ἀποπίπτοντα διατετρημένα φαίνεται , καὶ τοῦτο σημεῖον λαμβάνουσιν εἰ καλῶς
5878218 βλιττειν
Κλέων . ΓΓΘ βλίττεις ] ἀμέλγεις . Γ βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . ΓΓ
τρυγᾶνἔστι γὰρ τὸ καρπῶν ἀποδρέπεσθαι πόνων ἀμοιβὴ δίκαιοςἐξαιρέτως δὲ ἐθέλω βλίττειν τὰ σμήνη . ἔχων οὖν , σίμβλους ὑπὸ τῇ
5874119 τελειοτης
τελεία . διὸ ἐνεργεῖ μὲν καὶ ἐν τῷ ἐνεργεῖν ἡ τελειότης : ἐπεὶ δὲ καὶ ὅταν ἐπίστηται οὐ πάντως ἐνεργεῖ
, κίνησιν λέγω καὶ τελειότητα τῆς δυνάμεως . πᾶσα γὰρ τελειότης σῴζει ὃ τελειοῖ : ἕως μὲν γὰρ ἡ δύναμις
5870563 Ἀνθεμις
, θερμαῖνον καὶ κόπους λῦον καὶ ἀλγήματα ἄρθρων ὠφελοῦν . Ἀνθεμὶς ἢ λευκάνθεμον ἢ ἡράνθεμον ἢ χαμαίμηλον : ταύτης εἴδη
ἡ λέκιθος αὐτῶν : ὀπτηθεῖσα δ ' ἧττον παρηγορεῖ . Ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον , ἀρκεύθου ὁ καρπός , ἄρον ,
5852860 περιαγει
ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ , στάσας δὲ αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά , αἱ δὲ θεωροῦσι τὰ ἔξω τοῦ
ἀπ ' αὐτῆς ἐπιστήμας , καὶ ὅτι πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν περιάγει τὴν διάνοιαν καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν περὶ τῶν ὄντων
5848322 ἐπιστητων
σοφία ἐλέχθη τῶν πρώτων αἰτίων εἶναι γνωστικὴ καὶ τῶν μάλιστα ἐπιστητῶν , κατὰ τοῦτο δόξει πάλιν ἡ τοῦ εἴδους καὶ
εἶτα περὶ τῆς ἀρίστης αὐτῶν χρήσεως καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐπιστητῶν καὶ περί τε τῶν καθ ' αὑτὰ κριτηρίων καὶ
5847077 κυριευσεις
. θεοφιλοῦς ἀνδρὸς σώματος μὲν ἄρξεις , λόγου δὲ οὐ κυριεύσεις . σοφοῦ σώματος καὶ λέων ἄρχει , τούτου δὴ
” μὴ βασιλεύων βασιλεύσεις ἐφ ' ἡμῖν ; ἢ κυριεύων κυριεύσεις ἡμῶν ” ; τοῦ δὲ ὑστέρου ὀργὴ πάλιν δικαία
5840040 ἐκμαγειον
γίνεσθαι συμπιπτόντων τῶν χαρακτήρων καὶ τῶν γραμμάτων , ἀναλαμβάνει καθάπερ ἐκμαγεῖον καὶ διατυποῦται ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν φαντασμάτων τορνευόμενός τε καὶ
οὐδεμίαν ποτὲ οὐδενὶ τῶν εἰσιόντων ὁμοίαν εἴληφεν οὐδαμῇ οὐδαμῶς : ἐκμαγεῖον γὰρ φύσει παντὶ κεῖται , κινούμενόν τε καὶ διασχηματιζόμενον
5839694 σκολιωτερα
μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ καὶ σκολιώτερα καὶ ὀζωδέστερα καὶ τὸ ὅλον στερεώτερα καὶ πυκνότερα φύεται
ἀπορίᾳ πίστεως ἄλλης ἑκατέρῳ διδόμενοι ἐν τῷ παραχρῆμα ἴσχυον . σκολιώτερα δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ἃ μετὰ ταῦτα τίθησιν :
5838072 Κοσμος
γʹ λα : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου , Κόσμος . . . . . . . ξδ δʹ
τὸ φθειρόμενον ὑπὸ χρόνου μεταβάλλεται καὶ γηρᾷ : ὁ δὲ Κόσμος ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἀμετάβλητος μένει . Τοσαῦτα καὶ πρὸς
5837091 καταγεισης
. δερματίνοις δὲ , ὡς Ἱπποκράτης ἐπὶ ῥινὸς καὶ γένυος καταγείσης ἐχρήσατο κατακολλῶντες τὸ ἄκρον τῷ δεομένῳ τῆς ἐπιδέσεως ,
δὲ καὶ αἵματος ἀναγωγῆς . Περὶ πλευρᾶς . πλευρᾶς δὲ καταγείσης ἀνωμαλία πρὸς τοὺς δακτύλους ὑποπεσεῖται καὶ ψόφος καὶ διαστροφὴ
5832637 κακουργια
ἀνθρώπων ὑπόκρισις . τοσαύτη δὲ αὐτῆς ἡ πρὸς τὴν μίμησιν κακουργία ὥστε καὶ μέχρις εὐνῆς ἔλθοις ἂν πολλάκις τοῖς ἴχνεσιν
τῇ πολλῇ πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν καὶ ἀντιφοβεῖν . κροκοδείλου δὲ κακουργία ἐς ἀνθρώπου τε θήραν καὶ ζῴου ἑτέρου * *
5830285 κορωνοποδιου
χλωροῦ ἡ ἐντεριώνη , ὀξυακάνθης ὁ καρπὸς , ἀκάνθης λευκῆς κορωνοποδίου ἡ ῥίζα , μορέας ἄωρος καρπὸς ξηρανθέντα ἐπιπασσόμενα ,
κνήκου τῆς ἐντεριώνης . . . . γρ . δʹ κορωνοποδίου ῥίζης . . . . . γρ . Ϛʹ
5823645 ἀποδα
τὰ μὲν τετράποδα τῶν ζῴων ἐκτεταμένα , τὰ δ ' ἄποδα πλάγια . τὰ δὲ πτηνὰ συγκεκαμμένα ἐστίν , ὁ
Τῆς δ ' αὐτῆς ἰδέας ἐχόμενος τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἢ ἄποδα ἢ συρμῷ τῆς γαστρὸς ἰλυσπώμενα ἢ τετρασκελῆ καὶ πολύποδα
5821159 φιλαρετων
λόγος , ἵνα ἄρδῃ καὶ ποτίζῃ τὰ ὀλύμπια καὶ οὐράνια φιλαρέτων ψυχῶν βλαστήματα καὶ φυτά , ὡσανεὶ παράδεισον . ὁ
κτημάτων τὸ κάλλιστον , τὸ δὲ σχήσειν προσδοκᾶν τὴν τροφὴν φιλαρέτων ψυχῶν ἐλπίδα , δι ' ἣν ὄκνον μεθιέμενοι σὺν
5819015 καταπαιζεις
; φήμαις οὖν ἐγὼ βροτῶν ἅπαντας ἐκλαπῆναι . χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ
τοῦ παίζειν τε καὶ σκώπτειν . Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Γ Γαληψός : Ἀντιφῶν κατὰ
5817118 οὐϲια
διακαεϲτάτου πυρετοῦ ἀναλύεται καὶ τήκεται ἥ τε τῶν ϲτερεῶν αὐτῶν οὐϲία ἐκ μέρουϲ ἀποτήκεται , χρονίζοντοϲ ἤδη τοῦ κακοῦ .
τοὺϲ ὅρουϲ πρότερον ὑπογράφομεν . αὐτὸϲ μὲν οὖν ὁ δίδυμοϲ οὐϲία ἐϲτὶν ἀδενώδηϲ καὶ ψαφαρὰ πεποιημένη εἰϲ τὴν τοῦ ϲπέρματοϲ
5815316 τετασθαι
Ῥωμαίων ὑαίνῃ καλουμένῃ , ἧς τὸν τράχηλον κατ ' εὐθὺ τετάσθαι λέγουσιν , κάμπτεσθαι δὲ ἐπὶ θάτερα / ) τῶν
ταῖς ψυχαῖς ὑστερίζωσιν : ἀνάγκη γὰρ αὐτῶν τὴν διάνοιαν ἐκεῖ τετάσθαι πόθῳ τῆς ἀπολαύσεως ὧν ἀφειλκύσθησαν : ὡς γὰρ οἱ
5807370 τρυχει
βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα
ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ
5806615 μυξηϲ
τὸν ἐκ τῆϲ κινήϲεωϲ γιγνόμενον λεπτυϲμὸν πολλῶν πτυϲμάτων ἀναχρεμπτομένων καὶ μύξηϲ καὶ φλέγματοϲ ἔκκριϲιν γενέϲθαι . τοῖϲ γε μὴν θερμαϲίαϲ
ῥευμάτων ἐπιτιθέμενον κατὰ τοῦ μετώπου : ὁπόταν μέντοι πολὺ τῆϲ μύξηϲ αὐτῶν ἐθέλοιϲ λαμβάνειν , κατακέντηϲον αὐτῶν τὴν ϲάρκα γραφίῳ
5801970 εἰσδεχεται
αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν , μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν : οὐ ταῦτα δ ' οὖν μόνον
καὶ τὰς ἀπὸ τῶν προτέρων δέχεται τελειότητας καὶ οὐκ ἔξωθεν εἰσδέχεται ἅπερ νοεῖ . ἔστι γὰρ καὶ αὐτὸς τὰ πράγματα
5798331 μετειληφος
ἀνάγκης εἶναι μὴ ὄν : τὸ δὲ ὂν αὖ θατέρου μετειληφὸς ἕτερον τῶν ἄλλων ἂν εἴη γενῶν , ἕτερον δ
. Ἀστήρ ἐστι κατὰ Διόδωρον σῶμα θεῖον οὐράνιον τῆς αὐτῆς μετειληφὸς οὐσίας τῶι ἐν ὧι ἐστι τόπωι , σῶμά τι
5795291 εἰρεσιωνη
' ἐκπλήξεως φαίνεται καὶ μεγάλης τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ
μῆνα Πυανεψιῶνα : πύανα γὰρ ἕψουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται . Πύγελα : Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Βακχίου
5793683 ῥυπωντα
τὴν νόσον : καυθεὶς δὲ ἄρα ὀστράκοις αὐτοῖς ἐκκαθαίρει τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων . χερσαίου δὲ ἐχίνου καυθέντος ἡ σποδιὰ
Γαλατῶν βασιλεὺς τοὺς ἐκ τῶν αἰχμαλώτων ἐλαχίστους καὶ ἀσθενεστέρους τριβώνια ῥυπῶντα περιβεβλημένους [ προαγαγὼν αὐτοῖς ] παρίστα τῶν Γαλατῶν τοὺς
5786920 συναισθανεται
ἀλγηδόνα τὴν περὶ τὴν κεφαλήν . Διὰ τί οὖν οὐ συναισθάνεται ἡ ἑτέρα τὸ τῆς ἑτέρας κρίμα ; Ἢ ὅτι
νῦν πίπτει ἢ πάλαι πέπτωκε , καὶ ὁ μὲν ἑαυτοῦ συναισθάνεται μνημονεύοντος , τὰ δὲ οὔ : ἔτι τῶν ἀλόγων
5785247 θρυπτομενος
γίνεται , καὶ οὕτω κατὰ βραχὺ θεραπεύεται , εἰς ψαμμία θρυπτόμενος . ποῦ δὲ , ὅτι τοῖς παιδίοις ἐν τῇ
τ ' Αἰσχίνου γε ἅπαντα : Καὶ οὗτος πένης , θρυπτόμενος καὶ αὐτὸς ἐπὶ πλούτῳ , καὶ λέγων ἑαυτὸν πλούσιον
5784894 συμφυεται
ἐστι τὸ ἐπίκτητον καὶ κεχωρισμένον : τὰ γὰρ ἀσώματα τελέως συμφύεται . καὶ ἡ ζωὴ οὖν ἡ σωματοειδής , κεχωρισμένη
ὅτι καὶ σχιζόμενα τὰ κλήματα καὶ τῆς ἐντεριώνης ἐξαιρουμένης τάχα συμφύεται : καὶ τούτου γε μᾶλλον ὁ κάλαμος , καὶ
5784120 τελειουσιν
οἱ μὲν μακροὶ πάντες ματαιοπονίαν σημαίνουσι καὶ τὰ ἐλπιζόμενα οὐ τελειοῦσιν , ἐπειδὴ διολισθαίνουσι τῶν χειρῶν καὶ [ ὅτι ]
νέκταρος καὶ τῆς ἀμβροσίας . αἱ ἡμέτεραι γὰρ ψυχαὶ ἡνίκα τελειοῦσιν ἑαυτάς , οὐ δύνανται φροντίζειν τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων :
5775002 σιτηρων
Καὶ παραπλήσιαι δὲ ἴσως αἱ τοιαῦται καὶ ἃς ἐπὶ τῶν σιτηρῶν ἐλέγομεν περὶ τῶν σταχύων καὶ αὐτῶν τῶν καρπῶν :
ἱκανόν τισιν ἂν ἔχῃ τὸ διατηρῆσον . Ὑπὲρ δὲ τῶν σιτηρῶν καὶ ὅλως τῶν ἐπετείων αἱ μὲν τοιαῦται διαφοραὶ ῥᾴους
5774202 μυδωντα
] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ
μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ
5764385 χονδρωδη
δέχεσθαι τὴν ὄπα , τουτέστι τὴν φωνήν : εἰσὶ δὲ χονδρώδη καὶ νευρώδη : ἔστι δὲ τὸ οὖς κατὰ μὲν
, ἀλλ ' ἰσχυραῖς ἀπονευρώσεσιν , εἰς τὸν σκληρὸν καὶ χονδρώδη χιτῶνα τὸν περικείμενον τῷ ῥαγοειδεῖ καθήκουσιν : οἱ δὲ
5764186 κολουει
καὶ χαμαιζήλων φυτῶν , ὧν ἐπιόντα τοὺς βλαστοὺς τὰ βοσκήματα κολούει καὶ ἀδικεῖ καὶ λυμαίνεται τὴν αὔξησιν : ὅταν οὖν
καταδῦνον αὐτῶν εἰς τὸν ἀνταρκτικὸν ἀφανὲς ὂν ὁλόκληρον ἡμῶν γενέσθαι κολούει τὴν θέαν . εἰ δὲ ἦσαν τέσσαρες , ὥς
5757469 διεθεισα
, ἥ τε Αἰγυπτία , πᾶσά τε χλωρὰ δύναμις ῥοδίνῳ διεθεῖσα . μετὰ δὲ τὴν ἔκπτωσιν τῶν ἀπαλλοτριωθέντων ταῖς πυοποιοῖς
' ἐμπλαστὴ ἔναιμος , τραυματική , ἀφλέγμαντος , κολλητική , διεθεῖσα δ ' ἔμμοτος πρός τε νευρότρωτα καὶ νύγματα μυῶν
5755702 γρυψ
βόας ἁμάξῃ συνδέουσι καὶ βάρος ἐπιβάλλουσιν αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς
' αὐτὸς ἐπιπετόμενος ἀπέλαυον ἁπάντων ἐς κόρον . καὶ ἐπεὶ γρὺψ ὑπόπτερον θηρίον ἢ φοῖνιξ ὄρνεον ἐν Ἰνδοῖς ἀθέατον τοῖς
5753892 ἐξερχομενη
Τειρεσίου θυγάτηρ εἰς Δελφοὺς πεμφθεῖσα , καὶ κατὰ χρησμὸν Ἀπόλλωνος ἐξερχομένη περιέπεσε Ῥακίῳ τῷ Λέβητος υἱῷ Μυκηναίῳ τὸ γένος .
, στὰς εἰς τὸν αἰγιαλὸν συρίζει , ἡ δ ' ἐξερχομένη κοινωνεῖ αὐτῷ τῆς μίξεως , καὶ εἰσδέχεται τὴν κεφαλὴν
5750786 ληνος
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ
5747037 διψυχια
ἀμφότερα οὖν λυπηρά ἐστι τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ , ἡ διψυχία καὶ ἡ ὀχυξολία . ἆρον οὖν ἀπὸ σεαυτοῦ τὴν
γὰρ πίστις πάντα ἐπαγγέλλεται , πάντα τελειοῖ , ἡ δὲ διψυχία μὴ καταπιστεύουσα ἑαυτῇ πάντων ἀποτυγχάνει τῶν ἔργων αὐτῆς ὧν
5742401 αὐξητικη
, πρὸς τὰ ὅμοια δὲ καὶ προσεχῆ : σφόδρα γὰρ αὐξητικὴ ἡ τοιαύτη ἐξέτασις , ὅτ ' ἂν τοὺς ὁμοίους
τῶν προβάτων . τῇ δωδεκάτῃ δέ , ὡς ἔτι μειζόνως αὐξητικὴ τοῦ φωτός , οὕτως τὴν ἀρχὴν εἶχε τῆς τελείας
5742116 Παντος
εὐθεῖα γραμμὴ ἦκται ἡ ΕΑΖ : ὅπερ ἔδει ποιῆσαι . Παντὸς τριγώνου μιᾶς τῶν πλευρῶν προσεκβληθείσης ἡ ἐκτὸς γωνία δυσὶ
γωνίαν ἡ μείζων πλευρὰ ὑποτείνει : ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Παντὸς τριγώνου αἱ δύο πλευραὶ τῆς λοιπῆς μείζονές εἰσι πάντῃ
5741756 Σκηνιται
πόλις ἀξιόλογος Περσική , ὡς Στράβων ιϚʹ . οἱ πολῖται Σκηνῖται . Σκῆψις , πόλις Τρωική . Ξενοφῶν Ἑλληνικῶν τρίτῳ
Ἀραβίῳ κόλπῳ παντὶ καὶ τῷ Περσικῷ , καὶ ὅσην οἱ Σκηνῖται καὶ οἱ Φύλαρχοι κατέχουσιν οἱ ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καθήκοντες
5741737 ἀλαμπης
κατὰ στέρησιν ἀφαρός καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ ἀφαυρός , ὁ ἀλαμπὴς καὶ εὐτελής . ὀξύνεται δὲ τὸ φαρός πρὸς ἀντιδιαστολὴν
, ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , ἀμυδρός , ὁ ἀλαμπὴς καὶ σκοτεινός , . , , . . α
5738265 ἰνδαλμα
ἀρχὴν μὲν λέξεως : ἴννος : Ἴμβρος : ἰνδάλω : ἴνδαλμα : Ἰνδός : ἴνδικτος : Συλιμβρία : Κιμμέριος :
ὃ καὶ ἓν λέγεται τῆς ψυχῆς [ ὃ ] καὶ ἴνδαλμα φέρει τοῦ ὑπερουσίου ἑνὸς , πᾶσαν ἑνίζον τὴν ψυχήν
5727447 ἐπεισιοντα
. καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει τηροῦσα τὰ ἐπεισιόντα ἰχθύδια , ὁ δὲ πιννοτήρης παρεστὼς ὅταν εἰσέλθῃ τι
ἀλλ ' οὐδὲ δι ' ἴσου τοῖς ἀπορρέουσιν ἀναπληροῖ τὰ ἐπεισιόντα συμμέτρως , ὡς μήτε ὑπερβολὴν ἐπικρατεῖν μήτε ἔλλειψίν ποτε
5718196 δοκιμαστικον
ἐπὶ λόγου οὐκ ἀρκεῖ τὸ λεχθέν , ἀλλ ' ἀνάγκη δοκιμαστικὸν γενέσθαι καὶ διακριτικὸν τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψεύδους καὶ
καὶ τρυτάνας , τὸ δὲ ἐν ἡμῖν καὶ τούτων αὐτῶν δοκιμαστικὸν εἶναι δοκοῦν παρήσομεν . τάξει τοίνυν ὡς ἂν περὶ
5714111 κρειττονως
τὰ αἰτιώδη πράγματα καὶ ἀπὸ αἰτίων τούτων καὶ τὰ αἰτιατὰ κρειττόνως ἢ ἔστιν ἐκεῖνα νοῶν , οὕτω καὶ ὁ δυνάμει
ὀνόματι θηλυκῷ . ὀρθότερον ] ὑγιέστερον . , ὀρθοτέρως , κρειττόνως , κρεῖττον . ἦν ἄν ] κάλλιον δηλονότι ,
5711147 ἐπικατηγορειται
οὐ χρὴ δὲ ξενίζεσθαι εἰ τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ ποικίλα τινὰ ἐπικατηγορεῖται , οἷον φέρ ' εἰπεῖν αὐτῷ τούτῳ τῷ Ϛʹ
εἴρηται μὲν τὸ παλαιὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἰῶν ἐξαιρέσεως , ἐπικατηγορεῖται δὲ νῦν καὶ τῆς τῶν ἄλλων παθῶν ἀνασκευῆς πολλῷ
5710140 ἐντυπουται
τὴν θέσιν ὁρῶμεν , πρός τε τὴν ἐπέρεισιν τῶν δακτύλων ἐντυποῦται τὸ δέρμα εἰς παραμήκη κοιλότητα καὶ προσεπινύττεται : ῥαφανηδὸν
τῶν νέων ψυχαῖς ῥᾳδίως ὥσπερ ἐν κηρίοις ἡ τῶν μύθων ἐντυποῦται παραίνεσις , ἀνεξάλειπτον φυλάττουσα τὴν ὠφέλειαν . Ζητεῖται δὲ
5708708 ἐξηραμμενον
φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον εἶναι : τὸν δὲ ἐν τοῖς ἰπνοῖς
περὶ τῷ στόματι πεπηγὼς ἀφρός , καὶ τὸ περιπεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον , οἷον λιβανωτός , κόμμι , καὶ
5708117 μετειληφεν
καλουμένου . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ὡς δύο μέρη λόγου ὄντα μετείληφεν , ἵν ' ᾖ ὑπὸ τῷ νηίῳ : φησὶ
κόσμον ἐπωνομάκαμεν , πολλῶν μὲν καὶ μακαρίων παρὰ τοῦ γεννήσαντος μετείληφεν , ἀτὰρ οὖν δὴ κεκοινώνηκέ γε καὶ σώματος :
5707219 περιπλεον
πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος .
πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος .
5705848 μακρορριζα
καὶ ὅσα μὴ μόνον σύνεγγυς , ἀλλὰ διὰ πολλοῦ , μακρόρριζα ὄντα , ᾗ ἂν ἡ ῥίζα μετέωρος ᾖ ,
γῆς ἀλλ ' αὐτὰς τὰς ῥίζας ἀπολαύειν , καὶ γὰρ μακρόρριζα ταῦτα εἶναι καὶ παχύρριζα , δόξειεν ἂν οὐ καλῶς
5703471 Βαλλα
κατὰ τὰς εὐχὰς Ῥαχήλ . Ἡ δὲ μήτηρ μού ἐστι Βάλλα , θυγάτηρ Ῥωθέου , ἀδελφοῦ Δεβόρρας , τῆς τροφοῦ
γεῦσις , ἣ αἰτία τῆς τῶν ζῴων διαμονῆς ἐστι : Βάλλα δὲ ἑρμηνεύεται κατάποσις : ἐκ ταύτης οὖν γίνεται ὁ
5702993 ἀπηργαζετο
ἀπορρέοντος κύματος ὃ τὴν τροφὴν παρεῖχεν , ἔτι μείζω θόρυβον ἀπηργάζετο τὰ τῶν προσπιπτόντων παθήματα ἑκάστοις , ὅτε πυρὶ προσκρούσειε
. τοῦ μὲν οὖν θείου τὴν πλείστην ἰδέαν ἐκ πυρὸς ἀπηργάζετο , ὅπως ὅτι λαμπρότατον ἰδεῖν τε κάλλιστον εἴη ,
5701899 χαλεποτης
τοῖς Πυθαγορείοις τὰ ὀνείρατα , τῷ Πλά - τωνι ἡ χαλεπότης τῶν δογμάτων , ἡ μέθη , τοῦτο τῷ Ἀριστοτέλει
, εἰς πόλιν Ἀκράγαντα : ἀλλότρια γὰρ ἐμοὶ φόνος καὶ χαλεπότης καὶ κακὴ ἄγνοια . εἰ δὲ προθύμως με θέλεις
5701694 Λευκοϊου
καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου . Λευκοΐου καὶ σύμπας μὲν ὁ θάμνος ῥυπτικῆς ἐστι καὶ λεπτομεροῦς
Κιννάμωμον καὶ νάρδον καὶ σμύρναν μύρῳ ῥοδίνῳ δεύσας ὑποθυμιῇν . Λευκοΐου τὸν καρπὸν , κέδρου πρίσματα , καὶ χαλβάνην μέλιτι
5698753 κοκκυμηλον
] τὸν ὀπόν ἀταλύμνου ] κοκκυμηλέας : ἀτάλυμνον γὰρ τὸ κοκκύμηλον λέγεται ἀταλύμνου ] ἤτοι δένδρου ἢ πτελέης : ἀπὸ
σύκῳ καὶ τὰ ἔσωθεν τοῖς ἐρινοῖς : μέγεθος δὲ ἡλίκον κοκκύμηλον . τῶν δὲ προδρόμων καλουμένων σύκων ὁ αὐτὸς Θεόφραστος
5695280 σφιγγουσα
τὰ σώματα ἐργάζεται , τοὺς χιτῶνας αὐτῶν συνάγουσά τε καὶ σφίγγουσα : διὸ καὶ ὑποχωρήσεις πολλαὶ ἐπὶ τούτων κατὰ κοιλίαν
διὰ ταῦτα καὶ ἡ ἐν τῷ παντὶ ἀνέχουσα πάντα καὶ σφίγγουσα δύναμις ἐν τῷ οὐρανῷ ἱδρῦσθαι λέγεται κατὰ τὴν ὑπεροχὴν
5694952 ἐπλανησε
περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔγραψε . φησὶ δὲ ὁ Φιλόξενος ὅτι ἐπλάνησε τὸν Ἡσίοδον τὸ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν τυφλωθέντα μηκέτι ὁρᾶν
γὰρ ἀνάψας καὶ λαμπάδας ποιήσας περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας ἐπλάνησε τοὺς Ἕλληνας καὶ διέφθειρεν αὐτοὺς καὶ τὰς ναῦς αὐτῶν
5692727 ἡνωμενη
τέως διεστῶτα πελάγη κατὰ τὴν σύρρυσιν ἑνωθέντα , ἡ δὲ ἡνωμένη γῆ τῷ μεθορίῳ πορθμῷ διεζεύχθη , παρ ' ὃν
, τοῦτο νοῦς ἁπλῶς : καὶ ὡς ἐκεῖνό γε οὐσία ἡνωμένη , οὕτως τοῦτο νοῦς συνῃρημένος , οἷα προσήκει τῷ
5691195 στοιχος
εὐώνυμον , τὸ δὲ μέσον ὀμφαλός , τὸ δὲ βάθος στοῖχος καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἐφεξῆς εἶναι κατὰ μῆκος
τὰ τῶν τυρῶν ἀγγεῖα καὶ τὰ τῶν λαχάνων καὶ ὁ στοῖχος τῶν κωπῶν , ἐπεὶ πτεροῖς ἐοίκασιν . τάρρωμα :
5690078 ἀπεικαζεται
' ἑαυτὰ μέν ἐστιν ἀνώνυμα , διὰ δὲ τὴν ὁμοιότητα ἀπεικάζεται τοῖς τῶν ζώων μορίοις . ἔχουσι γὰρ ὥσπερ ἶνας
ἐπὶ τῆς ὄψεως , ἀλλὰ καὶ ἀκοῆς τέταχε . ἰνδάλλεται ἀπεικάζεται ὁμοιοῦται καταχρηστικῶς : κυρίως γὰρ ἐπ ' ὀφθαλμοῖς λέγομεν
5685896 θανατηφορα
γεννήματα λέγει ὅτι ἐκ τοῦ αἵματος τῶν Γιγάντων ταῦτα τὰ θανατήφορα ζῷα γεγόνασιν , οἷον ἃ αὐτὸς καταριθμεῖται , τὴν
γεννήματα λέγει ὅτι ἐκ τοῦ αἵματος τῶν Γιγάντων ταῦτα τὰ θανατήφορα ζῷα γεγόνασιν , οἷον ἃ αὐτὸς καταριθμεῖται , τὴν
5683466 ἀποπερατωσις
ἐπὶ ἀψύχων . καὶ σχῆμα μέν ἐστιν ἡ παντὸς ὄγκου ἀποπεράτωσις , μορφὴ δὲ ἡ τοῦ ζῴου ὅλου ἀποπεράτωσις .
τις , ὅτι περιγραφὴ τοῖς σώμασι συμφυὴς ἡ τῶν σχημάτων ἀποπεράτωσις , ἀφοριζομένη κατὰ τὴν οὐσιώδη διάστασιν καὶ φυσικὴν καὶ
5681343 ὀθονη
τε γὰρ ἄντλος ἐκκέχυται καὶ ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται καὶ τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται , κωλύει τε
, διαπνέῃ δὲ τοῦ θώρηκοϲ τὴν θέρμην . ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ
5677961 ἀθλιωτατον
τῶν ἐπὶ τοῖς λόγοις θορύβων οὔθ ' ὅσοι τῶν ὄντων ἀθλιώτατον ἀπὸ τῶν συνεχῶν δὴ ὀδυνῶν καὶ πόνων , τούτοιν
μετὰ φίλων ἢ μόνος εὐτυχίαν τὴν μεγίστην . ὡς ἐκεῖνον ἀθλιώτατον ἐγὼ κρίνω δικαίως ὃς ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους
5665223 ἡδιονες
ἐρῶν . Ἐπειδὴ δὲ ἡμέρα ἐγένετο , ἀνίσταντο πολὺ μὲν ἡδίονες , πολὺ δὲ εὐθυμότεροι , ἀπολαύσαντες ἀλλήλων ὧν ἐπεθύμησαν
ἀπὸ φύσιος . Δου . τῆς ἡσυχίης πάντες οἱ πόνοι ἡδίονες , ὅταν ὧν εἵνεκεν πονέουσι τυγχάνωσιν ἢ εἰδέωσι κύρσοντες
5658874 πιεζομενα
ἑσπέρην , τὰ μὲν ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ τε καὶ ὑγροῦ πιεζόμενα , τὰ δὲ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ τε καὶ αὐχμώδεος
μυῶν , ἢν δ ' ἀνθίστανται , καθάπερ ὑπὸ δυοῖν πιεζόμενα χεροῖν , ἔξωθεν μὲν τῶν μυῶν , ἔσωθεν δὲ
5658554 ἐκφαινον
τὸ ἔργον ἐκ τέχνης μιᾶς πίστωσιν [ εἰς ] ἔργων ἐκφαῖνον κλέος θαυμαστικῶς ὡς ἐκστὰς οὐκ ἂν θαυμάσῃ καὶ τὴν
μακάριε . ἐντεῦθεν τὸ τρίτον τοῦ διαλόγου κεφάλαιον , τὸ ἐκφαῖνον τὴν οὐσίαν ἡμῶν καθ ' ἣν ὑφεστήκαμεν . παίζεις
5657784 νοσσια
τὴν βοτάνην , ἀνοίξει ἅπαντα ταῦτα πάραυτα καὶ αἴρει τὰ νοσσία αὑτοῦ . ἐὰν οὖν τις τὴν βοτάνην ταύτην ἐπιτύχῃ
δηλονότι : πρῶτος γὰρ ὁ ἀετὸς ἠδίκησεν αὐτὸν φαγὼν τὰ νοσσία . τραγικώτερος : πρακτικώτερος ἢ ἀξιοπιστότερος , ἢ ἀτυχέστερος
5643905 ῥυθμοποιια
, ὁ δὲ βάσεως , ὁ δὲ ὅλου ποδός , ῥυθμοποιία δ ' ἂν εἴη τὸ συγκείμενον ἔκ τε τῶν
χρῆσιν ἀναφέροντες . Ὅτι δ ' ἐστὶν οὐ τὸ αὐτὸ ῥυθμοποιία τε καὶ ῥυθμός , σαφὲς μὲν οὔπω ῥᾴδιόν ἐστι
5642299 Ὁρωμεν
' αὐτῶν τρεφόμενα βρέφη . καὶ παρ ' Αἰσχύλῳ , Ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς . Σολοικία ἐστὶν ἀκατάλληλος πλοκὴ
, μηχαναῖσι μὲν θανόντα , νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον . Ὁρῶμεν , ὦ παῖ , κἀπὶ συμφοραῖσί μοι γεγηθὸς ἕρπει
5641707 κναφος
τοῦ κ λέγουσι τὸ “ γναφεύειν ” : ἔστι δὲ κνάφος ἀκανθῶδές τι , ᾧ ξύουσι τὰ ἱμάτια : οἱ
: Διὰ τοῦ κνάφου τὰ ἱμάτια καλλωπίζει . ἔστι δὲ κνάφος εἶδος ἀκάνθης . . βάπτει ἢ λευκαίνει . .
5641152 μαλθακιστε
αὐτὸς λέγει ὅτι : ἀπόλωλα ἤδη . οὐ μαλθακιστέον . μαλθακιστέ ' : πρὸς τὰ δήγματα τῶν κόρεων . δεῖ
περιφρονοῦντα καλύπτεσθαι κατακείμενον ἢ τοῖς ἱματίοις ἢ τοῖς νοημάσιν . μαλθακιστέ ' ] δεῖ μαλθακίζεσθαι , ἄξιον μαλθακίζεσθαι . μαλθακιστέα
5640910 συναρμοζομενα
ἐναντιοφανῆ δὲ λέγεται τὰ ῥητὰ τὰ μὴ τῇ κειμένῃ φράσει συναρμοζόμενα , νοήματι δὲ ἢ συντάξει θεραπευόμενα . σκόπει γὰρ
σὺ ] ὦ Ἠλέκτρα . ἀρτίκολλα ] σύμφωνα καὶ ὑγιῶς συναρμοζόμενα ταῖς νεωστὶ συνθήκαις ἡμῶν . τὰ καίρια ] τὰ
5640330 δυσκολωτερα
τὴν πόλιν βελτίους ὑμῶν αὐτῷ τούτῳ φανέντες τῷ καὶ τὰ δυσκολώτερα τῇ πόλει συνδιενεγκεῖν . ὑμεῖς δὲ αἰσχυνεῖσθε μὲν τοὔδαφος
κινηθήσεται . καὶ εὖ τε πράττοντι συγχαίρομεν καὶ τά τε δυσκολώτερα τοῦ προσήκοντος τετύχηκεν εὐχαί τε ἡμῖν πρὸς τοὺς θεοὺς
5638454 ἐτιμας
, ἐμέμφθης παρ ' αὐτῆς . ἢ ὅτι οὐδὲ ὅλως ἐτίμας αὐτήν : ἢ οὕτως : ἐμίσησέ σε σωφρονοῦντα διότι
δὲ ἀποδοῦναι τὴν οἰκείαν , ἣν εἰ καὶ μὴ πρότερον ἐτίμας , Ἕλλησί γε συγγεγονὼς θαυμάζοις ἂν εἰκότως . εἰ
5638218 ἀνθραξ
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ
5636954 δασυνει
παύει . σὺν δὲ σινάπει καὶ ὄξει ξηρὰ λειωθεῖσα ἀλωπεκίας δασύνει καλῶς . Ἐλάφων εἰσὶν εἴδη τρία : γνώριμον δὲ
ἀναγκάζειν : χρονίζον γὰρ ἐν τῇ κύστει τὸ δριμὺ περίττωμα δασύνει καὶ ἑλκοῖ τὰ μέρη . Ἁρμόζει τοίνυν συνεχῶς μὲν
5636339 ἀπεταφρευεν
ἀπελίποντο ἄκοντες . ὁ δὲ Σκιπίων τοῦ χώματος ὅλου κατασχὼν ἀπετάφρευεν αὐτὸ καὶ τεῖχος ἤγειρεν ἐκ πλίνθων , οὔτε κολοβώτερον
αὐτῷ πάντας ἐχειροκόπησεν , Οὐρίατθον δὲ διώκων Ἐρισάνην αὐτοῦ πόλιν ἀπετάφρευεν , ἐς ἣν ὁ Οὐρίατθος ἐσδραμὼν νυκτὸς ἅμα ἕῳ

Back