παχύν , δυσχερῆ , βραδύν , ἀνεπιτήδειον . ἐπιλήσμονα ] ἀμνήμονα , ἀμαθῆ . , ἐπιλανθανόμενον . σκαλαθυρμάτιά ⌈ τινες
πρός γε μὴν οὕτως ἀνδρεῖον ὄντα σε καὶ δίκαιον οὐδὲ ἀμνήμονα εἶναι πείθομαι ὧν χρεὼν μεμνῆσθαι , ἀλλὰ τὸν καιρὸν
7079336 ἀπεταφρευεν
ἀπελίποντο ἄκοντες . ὁ δὲ Σκιπίων τοῦ χώματος ὅλου κατασχὼν ἀπετάφρευεν αὐτὸ καὶ τεῖχος ἤγειρεν ἐκ πλίνθων , οὔτε κολοβώτερον
αὐτῷ πάντας ἐχειροκόπησεν , Οὐρίατθον δὲ διώκων Ἐρισάνην αὐτοῦ πόλιν ἀπετάφρευεν , ἐς ἣν ὁ Οὐρίατθος ἐσδραμὼν νυκτὸς ἅμα ἕῳ
7010618 συναρμοζομενα
ἐναντιοφανῆ δὲ λέγεται τὰ ῥητὰ τὰ μὴ τῇ κειμένῃ φράσει συναρμοζόμενα , νοήματι δὲ ἢ συντάξει θεραπευόμενα . σκόπει γὰρ
σὺ ] ὦ Ἠλέκτρα . ἀρτίκολλα ] σύμφωνα καὶ ὑγιῶς συναρμοζόμενα ταῖς νεωστὶ συνθήκαις ἡμῶν . τὰ καίρια ] τὰ
6922189 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
6846250 κυριωτερους
καὶ ῥοθίῳ ζέουσαν καὶ πάντα νεκρῶν καὶ ναυαγίων μεστὰ καὶ κυριωτέρους ἑτέρους φοβεῖν καὶ τοὺς ἐκείνου καὶ αὐτὸν , ἐκπλαγεὶς
ὃν ἂν αὐτοῖς δοκῇ , καὶ μὴ στεφανοῦν κελεύουσι , κυριωτέρους αὑτοὺς τῶν ὑμετέρων δογμάτων καθιστάντες . ἐγὼ δ '
6837690 μεταλαμβανοντα
καθαίροντος , ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας προσιζούσης ἐν τῇ διόδῳ μεταλαμβάνοντα μεγάλως βλάπτονται . χρήσιμος οὖν χυλὸς τῆς πτισάνης ἐπιρροφούμενος
, καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα τοιαῦτα εὑρίσκεται , καὶ τοῦτο μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν τοῖς
6751612 καθιερωθεντα
ἑαυτοῖς τεθάφθαι τὸν Ὄσιριν , καὶ τά τε ἐξ ἀρχῆς καθιερωθέντα ζῷα τιμᾶν , καὶ τελευτησάντων αὐτῶν ἐν ταῖς ταφαῖς
διεστηκότα τιμᾶν τὰ παρ ' ἑαυτοῖς ἐξ ἀρχῆς τῶν ζῴων καθιερωθέντα . καθόλου δέ φασι τοὺς Αἰγυπτίους ὑπὲρ τοὺς ἄλλους
6748264 ὑπερϲαρκουντα
. ἀλλὰ ταῦτα μὲν μετρίωϲ καθαίρει τε καὶ προϲϲτέλλει τὰ ὑπερϲαρκοῦντα : τὸ δὲ τῆϲ Ἀϲίαϲ πέτραϲ ἄνθοϲ ἰϲχυρότερον ,
ᾠῷ : ἁρμόττει δὲ καὶ πτύϲεϲιν αἵματοϲ πινόμενοϲ καὶ ἕλκη ὑπερϲαρκοῦντα καταϲτέλλει . ὁ δὲ ϲχιϲτὸϲ παραπληϲίαν μὲν ἔχει τούτῳ
6742161 λειρια
τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον .
κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν
6738346 ἰσαναφορα
παραγενόμενοι ἐπὶ τοὺς τόπους τὰς ἀναιρέσεις σημαίνουσιν ἢ εἰς τὰ ἰσανάφορα τοῦ ὡροσκόπου . Οἷον ἔστω Κρόνος Καρκίνου μοίρᾳ καʹ
Αἰγοκέρωτα πρὸς τοὺς Διδύμους : τὰ δὲ κατὰ γειτνίασιν ἑαυτῶν ἰσανάφορα ζῴδια , ὁμοίως τὴν ἴσην δύναμιν ἑαυτοῖς ἐφέξει καθάπερ
6725336 εὐκαμπη
. Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν
δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς
6721788 κεχρωσμενα
τὰ μεμεγεθυσμένα νοῇ , ὡς σύνθετα νοεῖ : ὡς γὰρ κεχρωσμένα καὶ ὅλως πεποιωμένα . Τὸ ὅλον οὖν νοεῖ καὶ
καὶ πρὸς τὸ λαμπρότατον ἤγαγε . ἀπεσκοτωμένα : ἐσκιαγραφημένα , κεχρωσμένα . τὰς γὰρ χρίσεις σκότη καλοῦσιν οἱ ζωγράφοι .
6690507 δακετα
εἴη ἂν καὶ ταύτῃ : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι δάκετα καὶ ἐνίησιν ἀπὸ τοῦ ὀδόντος φάρμακον , βλητικὰ δὲ
. . . ἑρπετὰ καὶ δάκετα : Καὶ τὰ ἄλλα δάκετα , ὥσπερ εἰ τύχοι ὁ σκορπίος . 〚 δάκετα
6680191 ἡνιοχουντα
δύο ἔχοντα συνεζευγμένους ἵππους ἱμᾶσι χωρὶς ζυγοῦ καὶ τὸν μὲν ἡνιοχοῦντα , τὸν δὲ μαχόμενον . . . ἀμνημονῶ τούτου
, κεκοσμημένα ἱματίοις καὶ χρυσίοις . Ἐστεφάνωτο δὲ τὰ μὲν ἡνιοχοῦντα παιδάρια πίτυϊ , τὰ δὲ παιδισκάρια κισσῷ . Ἐπῆσαν
6680002 ἰκες
ὁ δι ' ὑπερβολὴν φρονήσεως καλῆς λογικὰ θεωρήματα μετερχόμενος . ἴκες τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων ζῳύφια , ἶπες
. ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων
6676125 ἀμπεχει
ἀνεμώλια πάντ ' ἀγορεύειν ; Οὐδέ σε παρθενικὴ καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε :
ἀκούουσαν . ἣ ] ἥτις . νιν ] αὐτόν . ἀμπέχει ] περικαλύπτει . εἶμι ] † πορεύσομαι . κόσμον
6667484 μοσχευματα
ἔφη ὡς γεωργός . παρὰ δὲ τὸ τὸν ὄρχατον φυτεῦσαι μοσχεύματα σύκων . οὕτω δὲ καλοῦνται αἱ νέαι συκαῖ .
τῶν φυτῶν ἐστι χείρονα : βελτίονα δὲ παντὸς φυτοῦ τὰ μοσχεύματα : κρείττονα δὲ τούτων τὰ ἐγκεντριζόμενα , οὐ πρὸς
6665297 διατεταμενα
ἱστορίαν κρῖναι δυνήσεται . ἱστορήσαντος γάρ τινος , ὅτι ἀνθρώπῳ διατεταμένα τὰ ἀγγεῖα ἔχοντι καὶ βαρυνόμενα αἱμοῤῥαγία ἐγγενομένη περιέγραψε τὸ
κάθαρσις φλεγματώδης , καὶ φανεῖται ὑμενώδης , καὶ ὥσπερ ἀράχνια διατεταμένα ἐν ταύτῃ ἔσται : καὶ πείσεται μὲν τὰ αὐτὰ
6646895 φυλλοβολα
. Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ ἀνθοῦντα ἢ ἀνανθῆ : κοιναὶ γάρ τινες
τὰ δένδρα τριχῶς ὀνομάζονται : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν λέγονται φυλλοβόλα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , τὰ δὲ κρυψίφυλλα .
6643581 ἰσοφαριζοι
ὁπλὴν μήτ ' ἀπολείπων : οὕτω κ ' ὀψαρότης πρωιηρότῃ ἰσοφαρίζοι . ἐν θυμῷ δ ' εὖ πάντα φυλάσσεο :
, καὶ δέ κεν Ἄρει σμερδαλέην ἐνοπὴν μέγα τε σθένος ἰσοφαρίζοι . οὐ μὰν οὐδ ' ἀπάνευθεν ἑλεῖν δέρος Αἰήταο
6628340 μυδωντα
] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ
μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ
6625436 αἰσχυνθησεται
αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ , πῶς τόν γε μηδὲν εἰδότ ' αἰσχυνθήσεται ; εἰ τοῦ πατρὸς δόξαιμι κρεῖττόν σοι λέγειν ,
τοῦ ὁρισμὸν . . . τοῦτον αὐτῆς λέγων οὐδεὶς ἂν αἰσχυνθήσεται ὡς ψευσάμενος , ἐπειδὴ ἔστι τὸν ὁρισμὸν καὶ κατὰ
6622587 ἀπολιθουν
προσηγορεύθη . Ἀντίγονος τὸ μὲν ἐν Ἱεραπόλει θερμὸν ὕδωρ πάντα ἀπολιθοῦν φησι , καὶ αὐτὸ δὲ πέσσεσθαι καὶ λίθον γίνεσθαι
, πάντα βιάζεσθε ἃ μὴ πεφύκατε . τὰ Φασὶ ταύτην ἀπολιθοῦν τοὺς θεασαμένους αὐτήν , καὶ Περσέως ἀποτεμόντος αὐτῆς τὴν
6621060 Προμαχον
ἀπέθανεν . ἡ δὲ Ἰάσονος μητὴρ ἑαυτὴν ἀνήρτησε νήπιον παῖδα Πρόμαχον ἀπολιποῦσα . καὶ τοῦτον Πελίας ἀνεῖλεν . ὁ δὲ
Ἰάσονος ἀναγκάσαι πιεῖν αἷμα ταύρου , τὸν δ ' ἀδελφὸν Πρόμαχον , παῖδα τὴν ἡλικίαν ὄντα , φονεῦσαι . Ἀμφινόμην
6617855 μασαται
οὖν ἥδε ἀποσείεται τὸ θηρίον , προσδραμοῦσα δὲ βοτάνῃ , μασᾶται τῶν φύλλων τῆς βοτάνης καὶ διασῴζεται . Ἀλκίβιος δ
ὑπομνημάτων . κλέπτρια παροψὶς εἶναι φαίνομαι τῷ Κρωβύλῳ : τοῦτον μασᾶται , παρακατεσθίει δ ' ἐμέ . Καρῖδας ἔλαβον πρῶτον
6614980 κιχλη
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι
6608157 κανθηλια
αὐτοῖσι ] ⌈ λείπει ἡ σύν . τὰ ἐπιτιθέμενα αὐτῷ κανθήλια . κανθηλίοις : ὄνοις μεγάλοις . Ξενοφῶν : ὅτι
τὰ παρὰ τοὺς ὦπας τῶν ἵππων προβλήματα , ἅ τινες κανθήλια καλοῦσιν . καὶ ὀπή , δι ' ἧς ἔστιν
6606974 Λαμπριαν
τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι ,
ἐμειδίασε βλέπουσα πρὸς ἐμέ . ὡς δὲ προσιόντα ᾔσθοντο τὸν Λαμπρίαν καὶ ἐκορέσθησάν ποτε φιλοῦντες ἀλλήλους , ἐγὼ μὲν ὅμως
6586497 χονδρωδη
δέχεσθαι τὴν ὄπα , τουτέστι τὴν φωνήν : εἰσὶ δὲ χονδρώδη καὶ νευρώδη : ἔστι δὲ τὸ οὖς κατὰ μὲν
, ἀλλ ' ἰσχυραῖς ἀπονευρώσεσιν , εἰς τὸν σκληρὸν καὶ χονδρώδη χιτῶνα τὸν περικείμενον τῷ ῥαγοειδεῖ καθήκουσιν : οἱ δὲ
6583466 συνελκων
: καὶ τὰς ὀφρῦς συνάγων ὁ φροντιστής , τὰς ὀφρῦς συνέλκων . μεσόφρυον δὲ τὸ τῶν ὀφρύων μέσον , ὃ
τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων . βωμολόχος : ὁ περὶ
6582311 Πανιωνιος
ἴδμεν . Ἁλόντα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ πολεμίων καὶ πωλεόμενον ὠνέεται Πανιώνιος , ἀνὴρ Χῖος , ὃς τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ
ὠνείδισε , ἀχθέντων τῶν παίδων ἐς ὄψιν , ἠναγκάζετο ὁ Πανιώνιος τῶν ἑωυτοῦ παίδων , τεσσέρων ἐόντων , τὰ αἰδοῖα
6578028 ἰπες
τοὺς θρέψαντας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δ ' ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
, Ἐς κόρακας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δὲ ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
6576763 ἀποδημουντα
σύζυγον . Τῆλε : μακράν . ἰόντα : πορευόμενον , ἀποδημοῦντα . Οἱ : ἐννοουμένῃ . ἀλύει : ἀδημονεῖ .
λοιπὸν χρῆσθαι εἰς πορίαν ] . Ἔδοξέ τις ἀδελφὸν ἔχων ἀποδημοῦντα ἐπιστείλαντα ἑκάστοτε ὡς ἐλευσόμενον τυφλὸν γενόμενον αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν
6572122 ἐπιμυει
τῶν ὡρῶν διαφορᾶς αἱ ῥῖνες αὐτῷ γνώμων . οὐ μὴν ἐπιμύει καθεύδων ὁ λαγώς , καὶ τοῦτο αὐτῷ ζῴων μόνῳ
ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , οἷον ἐπικλίνει . . εἰ
6569943 παρυδρα
καὶ ὁ βάτος καὶ ὁ παλίουρος ἔνυδρά πώς ἐστιν ἢ πάρυδρα , καθάπερ ἐνιαχοῦ , φανεραὶ σχεδὸν καὶ αἱ τούτων
μὲν εὐαυξῆ τὰ δὲ δυσαυξῆ . εὐαυξῆ μὲν τά τε πάρυδρα , οἷον πτελέα πλάτανος λεύκη αἴγειρος ἰτέα : καί
6568345 σφαττει
ἐγὼ μὲν δεικνύω ἐσπουδακώς , οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν . σφάττει με , λεπτὸς γίνομ ' εὐωχούμενος : τὰ σκώμμαθ
. μηχανήματι ] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι
6567529 κυανεων
γενέσθαι τῆς ὑπηρεσίας τοῦ δεσπότου . . . . ἀπὸ κυανέων : κύανοι , κυάνειος , ἀποβολῇ τοῦ ι κυάνεος
ὑπηρεσίας τῆς δεσποτικῆς , . , . , . Ἀπὸ κυανέων : τῆς καὶ ἀπὸ κρῆθεν βλεφάρων ἀπὸ κυανέων .
6558607 συνεπλεξεν
ἐνεχθεὶς ὁ Θράσυλλος καὶ τὴν ἀρχὴν φυσικὴν ποιησάμενος τὸ τέλος συνέπλεξεν . Ἱκανῶς μὲν οὖν ἡγοῦμαι καὶ ἀφθόνως τὰς τῶν
φησὶ γὰρ κοίτης μικρὸς ἐν μικρῷ , καὶ ἐπιτίμησιν αὐτῷ συνέπλεξεν , ὥσπερ μήποτε ὤφελε , φησίν , ἀλλὰ πρότερον
6556173 σπαργαν
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους
6555739 ὑπεμνησεν
τὸν ἕτερον τῶν μηρῶν . καὶ Μυλλίαν δὲ τὸν Κροτωνιάτην ὑπέμνησεν ὅτι Μίδας ὁ Γορδίου ἐστὶν ὁ Φρύξ . καὶ
λόγον ἀποτελοῦσατὰ μὲν ἦν αὐτόθεν λαβεῖν , τὰ δ ' ὑπέμνησεν ὁ λόγοςδῆλόν που . Ἐπεὶ κἀκεῖνο δῆλον , ὡς
6547592 ἐνδυματα
μεγάλων πέρι ; . Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου
παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν ἐνδύματα , μίτραι , ὕπνου καὶ σκυλμῶν τῶν τότε μαρτύρια
6545212 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
6539543 ναρκισσον
Ἴωνι ἐχαρίσαντο πρώτῳ : ὅθεν καὶ ἐκλήθη . τὸν δὲ νάρκισσον Θεόφραστος καλεῖσθαί φησι καὶ λείριον . καὶ ἀκακαλλὶς δὲ
. πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον , εἶτα νάρκισσον , τὸ δὲ ῥόδον ὑστερεῖ τούτων καὶ ὕστερον μὲν
6533693 ὀλιγοκαρπα
ἢ ὑγρότητα ἢ δι ' ἄλλην τινὰ αἰτίαν ἄκαρπα ἢ ὀλιγόκαρπα καθάπερ τέ τε πάρυδρα καὶ ἀλσώδη καὶ ὅσα μανὰ
Εὐλόγως δὲ καὶ μακροβιώτερα τὰ ἄκαρπα τῶν καρπίμων καὶ τὰ ὀλιγόκαρπα τῶν πολυκάρπων ὅσα μὴ δι ' ἀσθένειαν ἢ ὑγρότητα
6532412 δηκτικα
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι
6526030 ηὐτρεπιζοντο
τε καὶ ἐξῆλθεν . . Ἐν τούτῳ οἱ μὲν σφαγεῖς ηὐτρεπίζοντο , τάττοντες αὑτοὺς οἱ μὲν εἰς πλησίον αὐτοῦ καθέδρας
Ἀθηναῖοι ἐχρῶντο ὁπότε πόλεμος καταλάβοι . τάς τε οὖν προσβολὰς ηὐτρεπίζοντο καὶ ἄλλως ἐνδιέτριψαν χρόνον περὶ αὐτήν . αἰτίαν τε
6520166 νιφετωδη
πνευματώδη , τὰ δὲ βόρεια καυσώδη , τὰ δὲ νότια νιφετώδη . τὸ δὲ τῶν Ἰχθύων δωδεκατημόριον καθόλου μέν ἐστι
καὶ πυρῶδες , κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ νιφετώδη , τὰ δὲ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα
6519876 κατεφαγες
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν
6517126 πατουμενα
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται
6512079 μεριμνᾳ
καὶ πονέει , πονέουσα δὲ θερμαίνεται καὶ ξηραίνεται . Ὁκόσα μεριμνᾷ ἄνθρωπος , κινέεται ἡ ψυχὴ ὑπὸ τουτέων καὶ θερμαίνεται
γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς τὰ μὲν ἀφανῆ μεριμνᾷ , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . Οὐχ ὅ τι
6503152 συνεστραμμενα
. . . . καὶ τῆς ἄρρενος οὐλότερα τὰ ξύλα συνεστραμμένα , καὶ ἐν τῷ πεδίῳ ταύτην φύεσθαι μᾶλλον καὶ
τὰ δὲ ἀλλοῖα . ταῦτα δὲ ὑφ ' ἡμῶν ὁρᾶσθαι συνεστραμμένα , καθάπερ ἐν αὐγῇ λαμπρᾷ φλογὸς σπινθῆρας ἰσχυροὺς διαθέοντας
6500915 ἀποδα
τὰ μὲν τετράποδα τῶν ζῴων ἐκτεταμένα , τὰ δ ' ἄποδα πλάγια . τὰ δὲ πτηνὰ συγκεκαμμένα ἐστίν , ὁ
Τῆς δ ' αὐτῆς ἰδέας ἐχόμενος τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἢ ἄποδα ἢ συρμῷ τῆς γαστρὸς ἰλυσπώμενα ἢ τετρασκελῆ καὶ πολύποδα
6499080 περιωδυνουντα
ἐν αἰδοίοις , καὶ πρὸς τὰ ἐν ὅλῳ τῷ σώματι περιωδυνοῦντα καὶ πρὸς ὀφθαλμοὺς φλεγμαίνοντας . Τὸ κοῖλον ἕλκος ὑγρόν
λζʹ . Ὅϲα κολλᾶν ἕλκη δύναται . ληʹ . Πρὸϲ περιωδυνοῦντα καὶ φλεγμαίνοντα ἕλκη . λθʹ . Πρὸϲ ἄπεπτα καὶ
6497314 οἰες
τὸν ποιμένα δεῖ ἐπιμελεῖσθαι , ὅπως σῶαί τε ἔσονται αἱ οἶες καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσι καί , οὗ ἕνεκα τρέφονται
ἐπὶ πλεῖον ἔσεσθαι τὸν χειμῶνα δηλοῦσι . καὶ αἶγες καὶ οἶες ὀχευθεῖσαι , καὶ πάλιν ὀχεύεσθαι βουλόμεναι μακρότερον σημαίνουσι χειμῶνα
6491395 πολυμηχανος
θέλγητρα παλύνῃ : καί μιν ὑπέρθυμος τεκεοκτόνος Αἰήταο κύδηνεν κούρη πολυμήχανος . Αὐτὰρ ἔγωγε σῆς ἀλόχου κέλομαί σε δαήμεναι ,
δέ σε νῆες ἔνεικαν . τὸν δ ' ἐπιθαρσήσας προσέφη πολυμήχανος ἥρως : ἐξερέω καὶ ταῦτα : σὺ γάρ μ
6488268 παιδισκαρια
Ἀπόλλωνα ὄψει , ἢ Ἐνδυμίωνα ἢ Γανυμήδην . “ τὰ παιδισκάρια ἔχαιρον , καὶ ἓν τῶν κορασίων εἶπεν ” ἐμοὶ
παιδάρια , χιτῶνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . Παραναβεβήκει δὲ παιδισκάρια , διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ θυρσολόγχοις , κεκοσμημένα ἱματίοις καὶ
6485512 τετριχωμενα
ὡς ἐπιπλεῖστον γὰρ αὐτῶν τὰ ἤθη ἐστὶ θηριώδη . σκέλη τετριχωμένα πάνυ θριξὶ πυκναῖς καὶ μεγάλαις δυσμαθῆ καὶ ἀγριώτερον σημαίνουσιν
προφανῆναι νομίζουσιν . σισύρνας καὶ σισύρας τὰ δασέα δέρματα τὰ τετριχωμένα : καὶ Ἀλκαῖος ὁ μελοποιός : ἐνδὺς σίσυρναν :
6478918 δεκτικα
ζῶια ἐπιθόρνυται , ἵνα ἡ συνέχεια πληρώσηι τὰ τοῦ γόνου δεκτικά . ἡμιόνους δὲ λέγει μὴ τίκτειν : μὴ γὰρ
Ὑπέρβολος . τινὲς δὲ τὰ κεράμεα , ἅ ἐστιν ὄξους δεκτικά , κεραμεὺς δὲ ὁ Ὑπέρβολος . μετὰ δὲ τὴν
6471340 τιγριδος
καὶ πρὸς αὐτὸν συγκρινομένη τὸν ζέφυρον , ὃν οἱ πολλοὶ τίγριδος ἔφασαν γεννητῆρα μάτην διαφημίσαντες , ὡς οὐκ ἔστιν ἄρρεν
καὶ ὀνύχων εἴσω ποιήσαιτο . Ῥητέον δέ τοι καὶ περὶ τίγριδος , ἣν ἡ φύσις ἐμοὶ δοκεῖν ἐν ζώοις ἐμόρφωσεν
6468696 ϲμηχει
, μέλιτοϲ κύαθον α μίξαϲ κατ ' ὀλίγον ἔγχριε . ϲμήχει δὲ καὶ ὀδόνταϲ . πολλοὶ δὲ προφυλακῆϲ χάριν κατὰ
ἡ μὲν οἷον ϲὰρξ αὐτοῦ ἐφήλειϲ τε καὶ τὰ παραπλήϲια ϲμήχει , τὸ δὲ ϲπέρμα αὐτοῦ νεφροὺϲ ἐκφράττει . Περικλυμένου
6466560 ὀψαρια
ἀεί τι καὶ νὴ τὸν Δία τὰ πετραῖα ταῦτ ' ὀψάρια , κάππαριν , θύμον , ἀσπάραγον , αὐτὰ ταῦτα
εʹ , ἥξουσιν ἐπὶ τὸ αὐτό . τὰ δὲ μεγάλα ὀψάρια φεύξεται ἀπὸ τῆς ὀσμῆς . οὕτως οὖν χρῶ ,
6465104 Ὑπερμηστρας
καὶ πλησίον Ὑπερμήστρας μνῆμα Ἀμφιαράου μητρός , τὸ δὲ ἕτερον Ὑπερμήστρας τῆς Λαναοῦ : σὺν δὲ αὐτῇ καὶ Λυγκεὺς τέθαπται
οἰκιστοῦ λαβεῖν τὴν πόλιν , τὸν δὲ Λυγκέως τε καὶ Ὑπερμήστρας τῆς Δαναοῦ παῖδα εἶναι . Ἀπόλλωνος δὲ ἱερὰς νενομίκασιν
6460761 κυλικεια
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα
6451056 ζωστρα
: ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα : σεσημείωται τὸ ζόφος , καὶ
: ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα : σεσημείωται τὸ ζόφος , καὶ
6449286 γιγνωσκομενα
τὰ δὲ τῇ συμπαρατηρήσει καταλαμβάνεται , ὡς τὰ διὰ σημείων γιγνωσκόμενα : οὕτω καὶ τὰ συμφέροντα μὲν ἐνδείξει καταλαμβάνεται .
, ὦ Ἀπολλώνιε , καὶ πολλὰ ἴσως διακηκοὼς μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα οὐ δίει ταῦτα , οὐδὲ τὸ εἶδος ἡμῖν τοῦ
6446138 ξηροτατα
νευροχονδρώδη σύνδεσμον . θρὶξ δὲ καὶ ὄνυξ ψυχρότατά τε καὶ ξηρότατα ἁπάντων ἐστίν , ἧττον δὲ τούτων ὀστοῦν ψυχρόν ἐστι
σαρξίν , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀστοῖς αὐτοῖς , ἃ δὴ ξηρότατα τῶν ἐν ἡμῖν ὑπάρχει μορίων . οἱ δὲ γεγηρακότες
6440889 πεπε
καθεψώμενον καὶ πινόμενον ἢ καλαμίνθης ἀφέψημα μιγνυμένου μέλιτος ὀλίγου καὶ πεπέ - ρεως ⋖ α . ταῦτα μὲν οὖν ὀδύνης
μελικράτου . Καθαρτικὸν φλεγμαγωγὸν τοῦ Διογένουϲ . Εὐφορβίου # α πεπέ - ρεωϲ # α ἁλὸϲ ἀμμωνιακοῦ # α λειώϲαϲ
6433960 θηλαζοντα
ἐμοῦ παρασκευάζοντος . ἱπποδιώκτας : ὁ ἱππικός . τὸ δὲ θηλάζοντα παθητικὸν ἀντὶ τοῦ θηλαζόμενον . θηλάζοντά τε χοῖρον :
αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου , ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα ; „ καὶ τὸ ” πόθεν μοι κρέα δοῦναι
6433402 μελαινουσιν
ἀλφοὺς λευκοὺς καὶ λεύκην ἰᾶται . τὰ δὲ ὠὰ αὐτοῦ μελαίνουσιν πολιὰς τρίχας . Κορώνη καὶ δεδώνη καλουμένη , ὄρνεόν
ἀποτεφροῦσι βάλλοντες , οἱ δὲ περιφλύουσι καὶ ἀσβολοῦσι , ἤτοι μελαίνουσιν , ἄλλοι δὲ ἡμιφλέκτους δρῶσι τοὺς βεβλημένους . ἀργιόδους
6432944 νοσσια
τὴν βοτάνην , ἀνοίξει ἅπαντα ταῦτα πάραυτα καὶ αἴρει τὰ νοσσία αὑτοῦ . ἐὰν οὖν τις τὴν βοτάνην ταύτην ἐπιτύχῃ
δηλονότι : πρῶτος γὰρ ὁ ἀετὸς ἠδίκησεν αὐτὸν φαγὼν τὰ νοσσία . τραγικώτερος : πρακτικώτερος ἢ ἀξιοπιστότερος , ἢ ἀτυχέστερος
6431199 βολιτα
Κυζικηνός [ . ] φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
δ ' ὁ Κυζικηνός φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
6428335 συστοιχως
καὶ τὰ ἔνυλα καὶ τὰ ἐξ ἀφαιρέσεως , οὐχ ὡς συστοίχως αὐτὰ τῆς ἐπιστήμης θεωρούσης , ἀλλ ' ὡς ἀπὸ
ποτὲ ἔσται νοητά . ἢ ἔσται μὲν ἀλλ ' οὐ συστοίχως , κατὰ δὲ τὰ ἑαυτῶν ἐν τῷ νῷ αἴτια
6425309 ἐπιβουλα
τὴν Σελήνην ποιουμένην φάσιν ἀπατηλὰ καὶ δόλια καὶ πανοῦργα καὶ ἐπίβουλα σημαίνει τὰ πραττόμενα ἢ ἀγγελλόμενα , καὶ μάλιστα ὅταν
ἐν τῷ ἔθνει : ψυχῆς γὰρ ἀνελευθέρου καὶ σφόδρα δουλοπρεποῦς ἐπίβουλα ἤθη συσκιαζούσης ὑποκρίσει τὸ ἔργον . τὸν γὰρ ἄρχοντα
6421939 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
6421895 Καληνος
δὲ αὐτὸν ὑποδέξασθαι τῶν γνωρίμων καὶ διεριζόντων ἐς ἀλλήλους , Καληνὸς ἐξενίκησε καὶ εἶχεν ἐν ἐπαύλει , ἔνθα Ἀντώνιος ,
δὲ ὅμως ἔτι αὐτοῦ καὶ τὸ εὐπρεπὲς περιορωμένου , ὁ Καληνὸς ἐτελεύτησε : καὶ ὁ Καῖσαρ , ὡς ἐς ἀμφότερα
6420796 διυγρα
ἰδίως δυσπνοϊκῶν καὶ ἀναφορικῶν οὕτω καλουμένων , ἀφρώδη τε καὶ δίυγρα καὶ γλίσχρα καὶ παχέα ἐσύστερον τὰ ἀναπτυόμενα , ἃ
] αὐτάδελφα ἢ πολυνεικῆ . ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ
6415734 κατωφερη
ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ
, ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ
6414763 αὐχμωντα
κοινὸν αὐτόν . Ἀπαγέτωσαν : ἄλλον παράγωμεν . Βούλει τὸν αὐχμῶντα ἐκεῖνον , τὸν Ποντικόν ; Πάνυ μὲν οὖν .
τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ
6413450 ἡμερις
μέμηλεν . ἡ δ ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο ἡμερὶς ἡβώωσα , τεθήλει δὲ σταφυλῇσι . κρῆναι δ '
] ? ἀλεγο [ [ ] ε διψαλέωι Κυνὶ κάρφεται ἡμερὶς [ ὕλη ] [ [ ] ων καὶ γούνατ
6412684 σιμβλα
ἔνιοι θρήνιαν φασὶ καὶ πληθυντικῶς τὰ θρήνια , τὰ δὲ σίμβλα αὐτῶν ἐνθρήνια . τενθρηδὼν ζῷον ἐμφερὲς μελίττῃ . τερηδὼν
ὅτε γαυλίδα πλήθει καὶ βότρυς ἡμερίδων θλίβων ἐπιλήνια χαίρει , σίμβλα μελισσάων ὅτε λείρια κηρία βρίθει . χείματι δ '
6409613 κομωντα
ἕδραν , ἤγουν καθέδραν , τόπον καλλίπωλον , τουτέστιν ἵπποις κομῶντα , ἢ καλλίβωλον , ἤτοι εὔγειον , τῶν τοῦ
Θ . ἰδὼν τὸν Νικήρατον ἡττημένον ὑπὸ Πράτυος ῥαψωιδοῦντα , κομῶντα δὲ καὶ αὐχμηρὸν ἔτι . . ὡς Κόνων Θρασύβουλον
6409295 χρηζει
δακτύλοις καὶ αἰδοίοις ἕλκη καὶ τὰ ἄλλα , ὅσα ἀνιεμένων χρήζει φαρμάκων . Αὕτη ποιεῖ καὶ τὰς ἰάσεις ταχυτέρας .
ἑτέρου ἢ ἀμφοτέρων γίνεσθαι , ἔπειτα πότερον ξηρασίης ἢ ὑγρασίης χρήζει , ἢ τὰ μὲν τοῦ σώματος ξηρασίης , τὰ
6409120 κειρειν
δὲ ἡ κεφαλή . καὶ τὸ κορσοῦσθαι δὲ ἐπὶ τοῦ κείρειν ἔλεγον οἱ Ἴωνες καὶ κορσωτῆρα τὸν κουρέα . .
μήτε τὰ ἀποπίπτοντα τῶν δραγμάτων ἀναιρεῖσθαι μήτε πάντα τὸν σπόρον κείρειν , ἀλλ ' ὑπολείπεσθαί τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον
6400487 μαλαχθεν
, ἀλθαίας ῥίζα ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖσα , ἀμμωνιακὸν μετὰ μέλιτος μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν , ἰξὸς σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ ,
, ἀλθαίαϲ ῥίζα ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖϲα , ἀμμωνιακὸν μετὰ μέλιτοϲ μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν , ἰξὸϲ ϲὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ :
6400213 ἀποκαθαιρον
χρῶνται τῷ φαρμάκῳ , ὡς ῥυπτικῷ μέν , ὅταν ὡς ἀποκαθαῖρον αὐτὸ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις παραλαμβάνωσιν , ὡς συνακτικῷ
καὶ μελανίας ἐκ τοκετοῦ , Ἀσπασίας ρκϚʹ . Νίμμα θαυμάσιον ἀποκαθαῖρον τὴν ὄψιν καὶ λαμπρύνον ρκζʹ . Σκευασίαι μύρων ,
6398559 βλιττεις
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
6398292 συνηναγκασε
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ
6396755 Ναξια
τοῦ ἐνιαυτοῦ . ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . γέρρα Νάξια ἁ Κορινθία , ἔοικας χοιροπωλήσειν . Σικελὸς ὀμφακίζεται .
ἄχυρα ἐπὶ τοῦ ἑκάστῳ χρηστοῦ καὶ ἡδέος λεγομένης . Γέῤῥα Νάξια : Γέῤῥα Σικελοὶ λέγουσι τὰ ἀνδρεῖα καὶ γυναικεῖα αἰδοῖα
6394814 ὑαλινα
τόλμῃ ξενίζοντα : τυχεῖν μὲν γὰρ αὐτὸν ἔχοντα παμμεγέθη ἐκπώματα ὑάλινα τῆς καλλίστης ὑάλου , ἐπεὶ δὲ πάντως ἀποθανεῖν ἔγνωστο
πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις δύο , ἄλλαι
6393852 εὐδιοικητα
πάσης τῆς διαθέσεως , τὰ δὲ σιτία εὐανάδοτα ἔστω καὶ εὐδιοίκητα : μεριστέον δὲ τὴν τροφὴν καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν
εὐκόμιστα , εὔτακτα , εὐσύνθετα , εὐσύντακτα , εὐπόριστα , εὐδιοίκητα , εὐκατέργαστα , εὐδίδακτα , εὐκαταγώνιστα , εὐκαθαίρετα .
6390398 ὀμπνιον
ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους
, Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις
6389871 θανατηφορα
γεννήματα λέγει ὅτι ἐκ τοῦ αἵματος τῶν Γιγάντων ταῦτα τὰ θανατήφορα ζῷα γεγόνασιν , οἷον ἃ αὐτὸς καταριθμεῖται , τὴν
γεννήματα λέγει ὅτι ἐκ τοῦ αἵματος τῶν Γιγάντων ταῦτα τὰ θανατήφορα ζῷα γεγόνασιν , οἷον ἃ αὐτὸς καταριθμεῖται , τὴν
6388329 χαλαζια
ἐπιθέϲει καὶ πυριάϲει . εἰ δὲ φαρμάκοιϲ βούλει θεραπεύειν τὰ χαλάζια , χρῶ τούτοιϲ : ϲυκῆϲ ἀγρίαϲ ὀλύνθουϲ ἑψήϲαϲ κατάπλαϲϲε
τρισὶν ἡμέραις ἀπαλλάσσει , τὰ δὲ πτερύγια καὶ συκώσεις καὶ χαλάζια καὶ τὰ τούτοις ὅμοια ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ . οὐκ
6385744 ἡγωμεθα
ἐπιδήλως τῷ Μάρκῳ φιλοσοφηθέντων καὶ τὰ περὶ τὴν δίκην ταύτην ἡγώμεθα : οὐ γὰρ ξυνήγαγε τὰς ὀφρῦς , οὐδὲ ἔτρεψε
ἔχειν συμμέτρως . Τούτων ὧδέ μοι εἰρημένων μὴ τὸ γυμνάζειν ἡγώμεθα ἕπεσθαι τούτοις , ἀλλὰ τὸ ἀποδιιστάντα τὸν γυμναζόμενον [
6384560 ἀλσωδη
καὶ ἀκτέος : ἔτι δὲ μᾶλλον τὰ ἄκαρπα δοκοῦντα καὶ ἀλσώδη , λεύκη πτελέα ἰτέα αἴγειρος : πλάτανος δὲ μικρῷ
ἐπιτηδείους καὶ θεραπείαν τὴν ἁρμόττουσαν : ὥσπερ καὶ νῦν τὰ ἀλσώδη καὶ φίλυδρα , λέγω δ ' οἷον πλάτανον ἰτέαν
6381674 σελαχια
γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ τευθιδώδη . σελάχια δὲ τὰ τῶν ἐρίων φῦλα . πάγουροι . Τιμοκλῆς
ἐς αὐτοὺς ἐξαπτόμενον ἐκβάλλειν πειρώμενοι τῇ συντροφίᾳ . Καλεῖται δὲ σελάχια ὅσα οὐκ ἔχει λεπίδας : εἴη δ ' ἂν
6378307 κυφα
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
6377125 ἀποστρεφοντα
† γνώμη . χρὴ οὖν ἐν νηνεμίᾳ καθιστάναι τὴν ψυχὴν ἀποστρέφοντα [ τὴν ψυχὴν ] τοῦ θυμοῦ , ἐπιλαμβανόμενον ἑαυτοῦ
τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἰχθύων , καὶ τὰ τὴν ὄρεξιν ἀποστρέφοντα καὶ κόρον ἐμποιοῦντα , καὶ τὰ ἐν ὄγκῳ μείζονι
6376169 Κειμενον
ὅς ἐστι τετράγωνος ἀριθμὸς ἀπὸ πλευρᾶς λζ δεκάτων . . Κείμενον . Αὐτὸς ἄρα ὁ τετράγωνος ἔσται δυνάμεων τεσσάρων μο
ἔσται δυνάμεως μιᾶς , ἤτοι τετράγωνος . . τετραγώνῳ . Κείμενον . Ἀπὸ Ϟοῦ ἑνὸς μος α . Αὐτὸς ἄρα
6373823 καρχαρον
κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον
ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς ,
6372436 ὑδριαι
ὧν αἱ γωνίαι . . . . , τετράμετροι : ὑδρίαι εἴκοσι καὶ ἕξ , ἀμφορεῖς Παναθηναικοὶ δεκαέξ , ψυκτῆρες
Παναθήναια νενικηκότας : τίθενται γὰρ Ἀθήνησιν ἐπάθλου τάξιν ἐλαίου πλήρεις ὑδρίαι . διὸ καὶ Καλλίμαχος : καὶ παρ ' Ἀθηναίοις

Back