τῶν Καλυδνῶν φέρουσαι νήσων , μικρόν τι ταῦτα τῶν νήσων ἐξέχοντα . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὑπὲρ τειχέων . .
ἑξῆς καταρτίζειν παρακελεύεται : ἐς εὐθὺ κατατείνονται [ ] τὰ ἐξέχοντα ἀπωθεῖν ὀπίσω καὶ εἰς τὸ πλάγιον . ἡ γὰρ
7594604 σφυρα
τοῖοί τοι Μενέλαε μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ' ὑπένερθε . Ῥίγησεν δ ' ἄρ '
ἐν χειρὶ , καὶ ἐν κνήμῃ , τοῖσι παρὰ τὰ σφυρὰ , καὶ ἐν πήχεϊ , τοῖσι παρὰ τοὺς καρποὺς
7582077 ἰσχια
τύχῃ ἐξιὸν τὸ λυποῦν ἐκεῖνο φλέγμα , ἤτοι δὲ πρὸς ἰσχία ἢ τὴν κύστιν αὐτὴν χωρήσῃ , τοὺς ἰσχιαδικοὺς καὶ
γὰρ λέγονται οἱ τοιοῦτοι ἀστράγαλοι . καὶ οἱ λίσποι τὰ ἰσχία . καὶ λίσποι οἱ ἐκτετριμμένοι ἀστράγαλοι ἐπιθετικῶς . Λίσφοι
7426807 χειλη
τὸν Ὀρχομενὸν ἀπολιπούσας καὶ τῆς Ἀργαφίας κρήνης ἀπονιψαμένας : τὼ χείλη δὲ τὰ ῥόδα τῆς Ἀφροδίτης ἀποσυλήσας τῶν κόλπων διήνθισται
λόγος διὰ στόματος , οὗ πέρατα ἡ φύσις διττὰ εἰργάσατο χείλη , ῥέων διαστείλῃ τό τε ὠφέλιμον καὶ τὸ ἐπιζήμιον
7293208 Ὀνου
. οὐ μὴν τὸ Κόρακος πέτρα ἢ ὑὸς κύαμος , Ὄνου γνάθος , Ἀχαιῶν λιμήν : κλιθείσης γὰρ τῆς γενικῆς
ἄκραν τὸν Πλατανιστοῦντα ἀπὸ ἄκρας τῆς ἠπείρου , καλουμένης δὲ Ὄνου γνάθου , σταδίων πλοῦς τεσσαράκοντά ἐστιν . ἐν Κυθήροις
7177787 ὑπερκειμενα
καὶ μεγίστας ἐν τοῖς τοιούτοις τόποις ὑπάρχειν , ἐν οἷς ὑπερκείμενά ἐστιν ὄρη μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ δασέα , ἔχοντα
τῆς λαγόνος , ἐπειδὴ κενότερον δοκεῖ εἶναι ὡς πρὸς τὰ ὑπερκείμενά τε καὶ ὑποκείμενα . ὡς δὲ τῷ Γαληνῷ δοκεῖ
7118634 ἐμπροσθια
μέρη τοῦ βρέγματος . τῶν δὲ λοιπῶν σκελῶν δύο τὰ ἐμπρόσθια ἄγομεν ὀπίσω καὶ ὑπεράνω τοῦ ἰνίου πρὸς ἄλληλα ἁμματίζομεν
γίνεται ἡ πτῶσις , ἀλλ ' ἐπὶ [ τὰ ] ἐμπρόσθια . Ῥητέον , ὅτι ἐφ ' ὃ σκάζει ἡ
7062176 ὀπισθια
ὑπὸ γένειον καὶ κατὰ τοῦ ὠτὸς ἐπὶ βρέγμα καὶ τὰ ὀπίσθια ἀντικειμένου ὠτὸς καὶ ὑπὸ γένειον καὶ λοβὸν ὠτὸς ἐπὶ
δύο δὲ τὰ ὄπισθεν τῶν ὤτων ἀναγαγεῖν καὶ κατὰ τὰ ὀπίσθια τῆς κορυφῆς πάλιν πρὸς ἄλληλα ἁμματίσαι ἅμματι ἁπλῷ ,
6978898 προυχον
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν
6964747 ἱστου
τῆς Ἀργοῦς : αὐτὴ μέντοι , ἡμίσεια οὖσα ἕως τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ
ἐκ τῶν ἱστοπόδων : τέμνεται γὰρ τὸ ὕφασμα ἐκ τοῦ ἱστοῦ , ὅταν τελεσθῇ . ἄμμες δ ' ἐς δρόμον
6933845 νευοντα
διὰ τὰς περιπνεούσας αὔρας : τὰ μὲν γὰρ πρὸς μεσημβρίαν νεύοντα , τοῖς ἴπνοις παραπλησίαν ἔχοντα τὴν θερμασίαν , ἀπρόσιτα
καλάμου ἐμφύσα κελεύων ἀνασπᾶν ἄνω νεύοντα , εἶτα πάλιν κάτω νεύοντα καὶ ἀποπτύειν τὸ συναγόμενον . Κέχρησο δὲ καὶ ἐπιθέμασι
6930383 γονατα
τὴν χεῖρα ὅσον τριχοίνικον ἄρτον καὶ κρέα θέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα ἐδείπνει . κέρατα δὲ οἴνου περιέφερον καὶ πάντες ἐδέχοντο
; οὐχὶ καὶ ταῦτα σά ἐστι , καθάπερ καὶ τὰ γόνατα ; . . καὶ ἐτελεύτα μὲν ὃν εἴπομεν τρόπον
6910576 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
6897530 κλειθρα
ὡς ἔστι τοῦτο τοῖς Εὐριπίδου λόγοις ” τὰ μὲν πυλωρῶν κλεῖθρά μ ' εἰσεδέξατο “ . κούρισμα δ ' ᾠδὴ
ὡς ἔστι τοῦτο τοῖς Εὐριπίδου λόγοις ” τὰ μὲν πυλωρῶν κλεῖθρά μ ' εἰσεδέξατο “ . κούρισμα δ ' ᾠδὴ
6860846 στερνα
καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ
, ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν
6848543 ὀχθων
καὶ φίλοι τῇ ἀναιδείᾳ : ὄχθοις ἱεροῖς : πρὸ τῶν ὄχθων τῶν περὶ τὴν πόλιν ἐν ᾗ . πόλει ,
μούνους : Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα . Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς
6838009 ἐγκοιλον
κοτύλης δεούσας . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί
' ἀπολογίζεται . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην , φησίν ,
6828661 ἀκρα
μηʹ ληʹ γʹʹ Ἄκτιον μζʹ γοʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Λευκὰς ἄκρα μζʹ ∠ ʹʹγʹʹ λζʹ γʹʹ Ἀλύζεια μηʹ γʹʹ λζʹ
ζακρυόεντος εὐσδύγων ? [ ] θρώισκοντες [ ! ! ] ἄκρα νάων πήλοθεν ] λάμπροι προ ? [ ] τρντες
6807921 σχιζομενος
τὴν ἐκβολὴν πέντε στόμασι ποιούμενος : καὶ δυσὶ δὲ ῥεῖ σχιζόμενος εἰς τὸν Ἀδρίαν . Ἀμέλει δὲ μέχρι τῆς Κελτικῆς
Τριφυλίδος ἤθεα γαίης ἔνθ ' ἐρατεινότατος ποταμῶν Ἀλφειὸς ὁδεύει , σχιζόμενος προχοῇσι Μεσηνίου Εὐρώταο , οἵτ ' ἄμφω γαίηθεν ἀναφλύουσι
6801231 ἀκρωμιον
πλησμονῆς , ἐπίληψιν σημαίνει , ἄλλως τε κἤν τις ἐς ἀκρώμιον ἢ τράχηλον ἢ μετάφρενον πόνος , ἢ σπασμὸς ἐμπεπτώκῃ
τὸ ἀκρώμιον κατεσπασμένον καὶ κοῖλον , διότι , ὅταν τὸ ἀκρώμιον ἀποσπασθῇ , καὶ κοῖλον ᾖ , οἴονται τὸν βραχίονα
6795525 πτερυγια
οὔκ ἐστι δὲ νυκτερινός . ἔχει τε περὶ τὰ ὦτα πτερύγια , διὸ καὶ ὦτος καλεῖται : μέγεθος περιστερᾶς ,
καὶ τῶν χειρῶν καὶ τὰ τῶν ὤμων νεῦρα καὶ τὰ πτερύγια . Ἄλλο . Λαγωοῦ ἀστράγαλοι περιαπτόμενοι πάνυ τὰ ἀρθριτικὰ
6785888 κατευθυ
' οἱ θηρῶντες τοὺς μαργαρίτας , ὅταν εἰς κεχηνότα κόγχον κατευθὺ ἐκτείνωσι τὴν χεῖρα : μύει γὰρ τότε , καὶ
κυκλοτερεῖς τε αὐτὴν διαιροῦσι τροχοί , ἵνα μήτε συστρέφηται μήτε κατευθὺ τείνοντος ὑπὸ ὀδύνης ἀπορραγείη τοῦ κήτους , ἀλλὰ πλανωμένου
6777247 ὠσῃ
ἐστὶ τὸν νοῦν , εὐλαβοῦμαί τε αὐτήν : μὴ θηκτὸν ὤσῃ : ἐπὶ τῶν παίδων ἀκουστέον . καὶ γάρ φησι
δὲ τὰς βδέλλας , φησίν , ὅπου ἂν ὁ ῥοῦς ὤσῃ , καὶ τὰ ἑξῆς πρώτιστον ] τὸ πρῶτον ὀχλιζομένας
6764777 τρηματα
περιγραφαῖς τοῦ σώματος εὐρύθμους . καὶ τὰ μὲν τῆς ἀκοῆς τρήματα πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ἔχειν εὐρυχωρέστερα , καὶ
μὲν ἐμπροσθίοις , δυσὶ δ ' ὀπισθίοις . τὰ δὲ τρήματα ταῦτα γέγονε πρὸς κάλου ἔνδεσιν , ὡς ἐν τοῖς
6752828 κοιλωματα
καὶ πρὸς ἀναγωγὰς αἵματος ἐνεργεῖ . Ἀναπληροῖ δὲ καὶ σαρκῶν κοιλώματα . Ἀλλὰ καὶ τοῖς πλέουσι σωτήριον εἶναι , ἐὰν
δὲ εἰς τὸ ἕκτον ἔτος , ἀναπληροῦνται τῶν πρώτων τὰ κοιλώματα . ἐπιλαβόμενος δὲ τοῦ ἑβδόμου πάντας ἴσχει συμπεπληρωμένους ,
6745722 κοιλα
τὴν λαγόνα , τὸ βάθος τῆς κοιλίας : τὰ πρόσω κοῖλα : τὰ πρόσω κοῖλα τῆς ἑαυτοῦ γαστρὸς φυλάττων :
νήσου παραπλήσιά που ὁρᾷς καὶ ἀλλήλοις ξύμμετρα καὶ οἷα ἐναρμόσαι κοῖλα ἐκκειμένοις . τοῦτο καὶ ἡ Εὐρώπη ποτὲ περὶ τὰ
6744893 Σαρωνικου
] ἡ τοῦ Κιθαιρῶνος . Αἰγίπλαγκτον ] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος .
] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος . κάτοπτρον ] τὸ κατόψιον . Ἀραχναῖον
6744280 ἰξυν
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην
6727441 στερνου
γερανίδα ἄγομεν ἐκ περισσοῦ τὴν ἐπείλησιν , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου
, καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα ἱκανὰ βοηθεῖν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους
6723264 φαη
ἅπαξ εἰρημένων . ἔστι δὲ οἷον φαολκός , ὁ τὰ φάη εἱλκυσμένος , οἷον στραβός . φοξός . καὶ τοῦτο
ἐστι σήπεσθαι . Παπταίνω . οἷον φαπταίνω . παρὰ τὸ φάη πεταννύω . Πρηνής . παρὰ τὸ προνενευκέναι . Πόρτις
6717484 λαγονος
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν
6714969 εἰσρει
, ὡς δ ' Ἔφορος ποταμὸς περὶ Πριήνην , ὃς εἰσρεῖ εἰς λίμνην . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος ,
συνελόντι εἰπεῖν τὰς τῶν θηρίων κοίτας καὶ εὐνὰς τὸ μέλος εἰσρεῖ . καὶ τὰ μὲν πρῶτα παριόντος αὐτοῖς εἰς τὰ
6709461 ἀριστερα
πλείονα ὑποψάμμου καὶ ἔχοντος δένδρα πίτυς ἀγρίας , ὀπίσω ἐς ἀριστερὰ Σκιλλοῦντος ὄψει ἐρείπια . τῶν μὲν δὴ πόλεων ἦν
κάρτα , καὶ ἐφείλκετό τι ἐκ τοῦ κάτω μέρεος : ἀριστερὰ δὲ ἴλλαινεν αἰνῶς ὀδυνώμενος : τράχηλος σκληρὸς ἐπεγένετο :
6698239 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
6692358 πτερυγωματα
, τὰ ὦτα τέτακται . τούτων δὲ τὰ μὲν ἀναπεπταμένα πτερυγώματα , τὰ δὲ ἀνακεκλασμένα εἰς τοὐπίσω ἐκ τῶν ἔμπροσθεν
ὃν ὑμνεῖ ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν , ὃν ὑμνοῦσι τὰ πτερυγώματα τοῦ χερουβίμ . ὁρκίζω σε τὸν περιθέντα ὄρη τῇ
6688417 τεταμενα
παίζει , ἔφη : „ ὥσπερ τὰ τόξα διὰ παντὸς τεταμένα ῥήσσεται , ἐπὰν δὲ ἀνεθῇ , εὔχρηστα γίνεται πρὸς
χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσσεὺς δέκα πάντα τάλαντα . ” τανύφυλλος τεταμένα φύλλα ἔχουσα , οἷον μακρόφυλλος . τανύπεπλος τεταμένον ἄχρι
6686653 κοκκοβαφη
ὑπόσιμον δ ' ἐστὶ καὶ δουλεύει ἑταίραις , ὑπεζωσμένον χιτῶνα κοκκοβαφῆ . Ἐκ δ ' ἀστρονομίας ὀνόματα ἀστρονομική , ἀστρονόμος
πρὸς ἑαυτόν , περιῄει τὰς τῆς Ἀσίας πόλεις , τὰ κοκκοβαφῆ ὑποδησάμενος πέδιλα . Οἱ γοῦν πολῖται ὡς βασιλεῖ Ῥωμαίων
6673814 κυλα
δι ' ἔρωτα πάσχουσι . γίνεται δὲ παρὰ τὸ τὰ κύλα οἰδαίνειν , ἤγουν τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεταθέσει τοῦ
ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ τοῖς ἀγρυπνοῦσιν ὡς ἐπίπαν οἰδαίνειν τὰ κύλα : ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀναγκαίως δι ' ἔρωτα πάσχουσι
6670894 περοναις
' ὀργάνου τὰ σκέλη πλάγια διαπέπρισται καὶ συνέχεται στροφώμασι καὶ περόναις , ἵνα ποτὲ μὲν ἡνωμένα , ποτὲ δὲ διὰ
τῶν οἴκων : ἐξετέθη γὰρ εἰς τὸ ὄρος : χρυσοδέτοις περόναις : ἡ μὲν Ἰοκάστη ὡς ἀκριβῶς εἰδυῖα εἶπε [
6642842 ζωστηρ
' ἧς ὀνόματα ζώννυσθαι , ζῶμα , διάζωμα , καὶ ζωστήρ , καὶ ζώνη τι ὅπλον ὁμώνυμον τῷ μέρει :
παρθενικὴν ζώνην τὸ λυσίζωνον εἰπεῖν , ὅ τε τῆς Ἀμαζόνος ζωστήρ , καὶ ἡ ἐν ταῖς Σοφοκλέους Κολχίσιν ἐπιζώστρα :
6637307 σκεπον
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται .
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ
6618903 αὐχενος
τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος ἤλυθ ' ἀκωκή . ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο
καὶ μή τι παυσώμεσθα δρῶντες εὖ βροτούς δεινὸς κολαστὴς πέλεκυς αὐχένος τομεύς μικρὸν δὲ ποδὸς χαλάσαι μεγάλῃ κύματος ἀλκῇ στείχει
6605434 κυρτοειδη
ὀλιγόγονα , ἄλλα δ ' αἰνιγματώδη , τὰ μέν εἰσι κυρτοειδῆ , τὰ δὲ στεῖρα ἐκ τούτων , τὰ δὲ
γραμμαῖς , ὅ ἐστι ταῖς διατυπώσεσιν , ὡς κολποῦσθαι καὶ κυρτοειδῆ φαίνεσθαι ὅπου βορειότατον ὑπάρχει τὸ ἔσχατον μέρος τῆς Αἰγύπτου
6605297 Ὀφεως
τοῦ Κηφέως γράφεσθαι αὐτόν , καὶ διὰ τῆς καμπῆς τοῦ Ὄφεως , καὶ παρὰ τὴν οὐρὰν τῆς Μικρᾶς Ἄρκτου .
μέσον αὐτοῦ πρὸς τῇ καμπῇ „ τοῦ διὰ τῶν Ἄρκτων Ὄφεως . ” ὁ δὲ Ἄρατός φησιν : οἱ στάθμη
6602637 ῥαχεως
τηχθείς , πᾶσαν φλεγμονὴν θεραπεύει . ὁ δὲ ἐκ τῆς ῥάχεως αὐτῆς μυελὸς ἐπαλειφόμενος , πάντα πόνον ψυῶν καὶ ῥάχεως
τὸ πλησίον τοῦ αὐχένος ἀνάστημα , λοφιαὶ τὸ μέσον τῆς ῥάχεως καὶ κεφαλῆς ὀστοῦν , ἢ νεῦρον τοῦ τραχήλου .
6600435 σκελη
ποικίλοισιν ἠδὲ χρώμασι . στῆθος μὲν αὐτοῦ πορφυροῦν ἐφαίνετο , σκέλη δὲ μιλτόχρωτα , καὶ κατ ' αὐχένων κροκωτίνοις μαλλοῖσιν
εὐκαμπείας τῆς περὶ τὸ σῶμα , μάλιστα δὲ τῆς περὶ σκέλη ποιητικὸν μετὰ τοῦ καὶ ἰσχὺν περιποιεῖν τοῖς κινουμένοις μέρεσιν
6596530 σχοινια
ἐσθίει , φησί , κινούμενος , ὥσπερ οἱ ἐργαζόμενοι τὰ σχοινία τὰ μεγάλα τῶν πλοίων , ὅλῳ 〚 ἐργαζόμενοι 〛
Οὐ δυναμένους δὲ τούτῳ τῷ τρόπῳ αὐτῶν κρατῆσαι , περιβαλόντας σχοινία ἕλκειν τὰ ἀγάλματα , καί σφι ἕλκουσι βροντήν τε
6588205 φραγμα
προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ μέσης τῆς νεὼς φράγμα , εἰς ὃ κατακλινόμενος τίθεται ὁ ἱστός . ἱστός
. καὶ δαίμων τις . ἕρκος εʹ : τεῖχος . φράγμα . στόμα . ἀσφάλεια . καὶ δικτύου εἶδος .
6587608 πεπυκνωται
καὶ τοῦτο τὸ διὰ τῆς Ἀργοῦς χύμα ἠρέμα λεπτόν , πεπύκνωται δὲ αὐτοῦ μᾶλλον τὰ περὶ τὴν ἀσπιδίσκην καὶ τὰ
καὶ μακρός , συνέστραπται δὲ εἴ τις καὶ ἄλλος καὶ πεπύκνωται τοῖς νοήμασι , καὶ τοσούτου δεῖ τῶν οὐκ ἀναγκαίων
6583804 εὐωνυμα
καλεῖ : τῶν γὰρ δεξιῶν ἡ καλὴ ἐργασία . ἢ εὐώνυμα λέγει τὰ πληγώματα αὐτῶν : εὐωνύμως γὰρ ἐπλήγησαν .
ὁ δὲ ἥλιος οὐ τοσοῦτον παραβαίνει ἐπὶ τὰ δεξιὰ καὶ εὐώνυμα , ὅσον οἱ πέντε , ἀλλὰ τῶν τριῶν τούτων
6577007 κορυφουται
ἐάν τις ταχέως διελὼν κομίσηται τὸ ὑγρὸν ἔξωθεν , ὅθεν κορυφοῦται . ἐνίοτε δὲ καὶ μετὰ τὸ ἐνταῦθα συναχθῆναι πάλιν
τραχὺ καὶ ὑψηλόν , ὑψηλότατον δὲ κατὰ τὰς Θερμοπύλας : κορυφοῦται γὰρ ἐνταῦθα καὶ τελευτᾷ πρὸς ὀξεῖς καὶ ἀποτόμους μέχρι
6572385 μετεωρα
καὶ βουλὴν τιθεμένοις ᾗ δεῖ πολεμεῖν , ἐδόκει χώματα χοῦν μετέωρα πρὸς τὴν πόλιν , ὡς εἶναι σφίσιν ἐπίσου πρὸς
, ᾧ ἕκαστα ξύντροφα . Ἀφεστεῶτα μὲν , ὥστε τὰ μετέωρα τῆς ἕδρης ψαύειν μὲν , πιέζειν δὲ μή :
6556559 γερρα
ἁπλοῦς . γεῖσα : ἅπαντα τὰ ἐξέχοντα τῶν τοίχων . γέρρα : δύο σημαίνει , τάς τε πλεκτὰς ἀσπίδας καὶ
. γέρρον Περσικὰ μὲν εἰσὶν ὅπλα : κυρίως δὲ τὰ γέρρα : κατὰ χρηστικῶς δὲ καὶ ἅπαν σκέπασμα , εἶτε
6549755 ὀπιϲθεν
πυρῆνοϲ ἢ διά τινων τραχέων ἐρεθίζοντεϲ ῥηγνύουϲιν . καὶ τὰϲ ὄπιϲθεν δὲ τῶν ὤτων διὰ τὰ περὶ κεφαλὴν πάθη διαιροῦϲι
καὶ ἑτέραν ὑπεράνω τοῦ ϲτόματοϲ τῆϲ γαϲτρόϲ , τρεῖϲ δὲ ὄπιϲθεν , κατὰ μὲν τὸ μέϲον τοῦ μεταφρένου μίαν ,
6528242 παλιντονα
διπλῆ , ὅτι αὐερύοντα σαφῶς εἰς τοὐπίσω ἕλκοντα : καὶ παλίντονα τόξα ἀπὸ τούτου , . . Β . ὅτι
Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός : Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε παλίντονα τόξα τιταίνων , στῆ δ ' ἄρ ' ὑπ
6523448 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
6516641 ὑποκατω
πλάτος τριπλάσιοι , οἱ δὲ διαγώνιοι τετραπλάσιοι , οἱ δὲ ὑποκάτω τῶν ἐπάνω ἐπίτριτοι . τῇ αὐτῇ μεθόδῳ κεχρημένος ἐπ
διὰ τὸ ἐκ τῶν ὀργάνων γίνεσθαι . Χαλινά . τὰ ὑποκάτω τῶν γνάθων , οἷον χαιλινά τινα ὄντα , ὅτι
6515886 Ἰβεως
, καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ δευτέρῳ δεκανῷ Ἱπποκράτορος
δὲ τριτάτῳ δεκανῷ παρανατέλλει Κύκνος καὶ Ἵππου τὰ ὀπίσθια καὶ Ἴβεως τὰ τέλη . Καὶ κλίματα τὸ ζῴδιον καὶ τόπους
6513423 λοφιαν
, ῥίνην . Δωρίων δέ φησι τὸν ἀλωπεκίαν μίαν ἔχειν λοφιὰν πρὸς τῷ οὐραίῳ , ἐπὶ δὲ τῆς ῥάχεως οὐδαμῶς
τένοντες . τὸ δὲ μέχρι τέρθρων κύρτωμα παραλοφία , διότι λοφιὰν τὴν κατὰ νῶτον προβολὴν καλοῦσιν . ἡ μέντοι σύμπασα
6511720 φαλαρα
τὸ παλτόν ἔδωκε τῷ Ἀγησιλάῳ . ὁ δὲ δεξάμενος , φάλαρα ἔχοντος περὶ τῷ ἵππῳ Ἰδαίου τοῦ γραφέως πάγκαλα ,
τοῦ κατέθανεν , καὶ τὸ κὰπ φάλαρα ἀντὶ τοῦ κατὰ φάλαρα . δυνάμει γὰρ ταῦτα ἤλλακται : εἰς γὰρ τὰ
6493352 πειρινθα
ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς δ '
” ἐπὶ δὲ τοῦ πέρατος “ πεῖραρ ὀϊζύος . ” πείρινθα , ἃ λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης
6493274 Ἰχθυος
ἔχων περὶ τὰ ὦτα πτερύγια . οἱ δὲ νυκτικόρακα . Ἰχθύος οὐρανίου θεῖον γένος ἤτορι σεμνῷ Χρῆσε , λαβὼν πηγὴν
ʹ βο θ δʹ τῶν ἐν τῷ στόματι τοῦ ἑπομένου Ἰχθύος β ὁ βορειότερος . . Κριοῦ β βο κα
6487943 πεζα
τὸ μὴ πεζόν , ὡς ὅταν εἴπω τὰ μὲν Πλάτωνος πεζά , τὰ δὲ Ὁμήρου μέτρα . μέτρον καλεῖται καὶ
στρατείαν : Ἀργοναῦται ἐν βιβλίοις ἕξ . ταῦτα δέ ἐστι πεζά . Μυθικὰ πρὸς Παρμένωντα . . . : .
6487600 ἀναπεπταμενον
̈ , . Βόηθος δὲ πρὸς τὴν φαντασίαν δέχεται τὸ ἀναπεπταμένον , οὐ κατὰ τὴν ὑπόστασιν . ̈ , .
ἐθελήσωσιν αἰφνιδίους ἐπιθέσεις . αἱ δ ' εὐρυχωρίαι καὶ τὸ ἀναπεπταμένον καὶ τὸ ἀνειμένον πάντῃ , μηδενὸς τὰς ὄψεις ἐμποδίζοντος
6482913 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
6478425 ἀνεχον
καὶ φάρμακον ἡ παρ ' ἐκείνου τιμή : καὶ τὸ ἀνέχον τοῦτο ἔστιν . ᾧ βούλομαι μὲν ἀμοιβήν τινα ἀντεισενεγκεῖν
: ὁ δὲ Φοίζων μνῆμά ἐστι λίθου περιεχόμενον κρηπῖδι , ἀνέχον δὲ οὐ πολὺ ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο
6466203 Κρατηρ
' αὐτὴν ὁ νότιος Ἰχθὺς ὅλος ἀνίσχει , καὶ ἐπιφαίνεται Κρατὴρ τὴν ἐννεακαιδεκάτην , τὴν εἰκοστὴν ἐπιτολὴν Ἀρκτούρου , καὶ
ζʹ . Τούτου δὲ ἱκανὸν ἀπέχων ἀπὸ τῆς καμπῆς ὁ Κρατὴρ κεῖται ἐγκεκλιμένος πρὸς τὰ γόνατα τῆς Παρθένου : ἔχει
6465922 βορεια
. διέχει δὲ τοῦ στόματος τῆς Μαιώτιδος εὐθυπλοοῦσιν ἐπὶ τὰ βόρεια δισχιλίους καὶ διακοσίους σταδίους ὁ Τάναϊς , οὐ πολὺ
ἀπὸ ιδʹ ἕως ιθʹ ὦμοι , ἀπὸ κʹ ἕως κζʹ βόρεια , ἀπὸ κηʹ ἕως λʹ ὄνυχες . Ἀποτελεῖ δὲ
6461854 ὑποξηρα
κόπριον ἐξαπίνης διαχωρέει , θανάσιμον . Ἐν τοῖσι κυναγχικοῖσι τὰ ὑπόξηρα πτύσματα ἰσχνῶν , κακόν . Τὰ κυναγχικὰ ἐν γλώσσαις
ἢ σπληνίσκον ἐκεῖ ἐπιτιθέναι . οὐ δεῖ δὲ εἰς τὰ ὑπόξηρα φορεῖν τοὺς καλάμους ἢ ἐγγὺς τοῦ μικροῦ δακτύλου :
6455982 σπαθη
γράμμαθ ' , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν ,
δυναμένης ἐκ τοῦ τρήματος . μᾶλλον δ ' εὐθετεῖ ἡ σπάθη ἐπὶ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς . ταύτης καταρτιζομένης ὡσαύτως τοῦ
6453866 κατεναντι
οἱ ἔκδικοι τῆς ὕβρεώς σου καὶ αἱ ῥομφαῖαι αὐτῶν εἰσι κατέναντι ἡμῶν . Καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἀσενέθ : θαρσεῖτε καὶ
καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις : οὗτος ὁ πορευόμενος κατέναντι Ἀσσυρίων . ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης ”
6443477 κρανους
εἰς τουτὶ τὸ ὄρνεον αὐτοῖς ὅπλοις , ὡς ἔτι τοῦ κράνους τὸν λόφον ἔχειν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ . διὰ τοῦτο
τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου ' πήδησεν εὐχάλκου κράνους , πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον . ἵππους δ '
6437346 δερτρον
ἀσπαστός . δειελίησας τῆς δείλης ἐμβρωματισθείς . δεδεγμένα προσδεχόμενα . δέρτρον οἱ μὲν τὸν ἐπίπλουν , οἱ δὲ τὸ δέρμα
εἰσι τὰ συντρίμματα . καὶ Ὅμηρος θρυλλίχθη δὲ μέτωπον . δέρτρον δὲ τὸ σῶμα παρὰ τὸ δέρω τὸ ἐκδέρω .
6424019 αὐλωνας
στάδιον , ὅπερ ἐν συνθέσει δίαυλος λέγεται , ὅθεν καὶ αὐλῶνας τὰ μεταξὺ τῶν φαράγγων στενὰ ἐπὶ μῆκος φερόμενα ὀνομάζομεν
' ὀρεινὴ καὶ δασεῖα ἡ νῆσος , ἔχει δ ' αὐλῶνας εὐκάρπους . τῶν δ ' ὀρῶν τὰ μὲν πρὸς
6418287 ἀνεῳγμενον
εἰ ἐκ λεπύρων ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπαγείη . ἔχει δὲ ἀνεῳγμένον οὐδὲν τούτων , οὐδὲ γίνονται ἐκ τούτων αἱ πορφύραι
εἰ ἐκ λεπύρων ἐρεβίνθου λευκοῦ πολλὰ συμπαγείη . ἔχει δὲ ἀνεῳγμένον οὐδὲν τούτων , οὐδὲ γίνονται ἐκ τούτων αἱ πορφύραι
6414023 ἐξοπισθεν
τὸ ἀντιβαῖνον ταῖς ὑπαναχωρήσεσιν ἔχειν : εἰ γὰρ καὶ γυναικὸς ἐξόπισθεν ἑστώσης ἀνακλιθεῖεν , τῷ ἀνωμάλῳ σχηματισμῷ παραποδίζουσιν τὴν ἐπ
αὐτὰ μαστεύει τὰ γεννηθέντα ἡ μήτηρ . Μετάφρενον . ὅτι ἐξόπισθεν τῶν φρενῶν κεῖται . φρένες δὲ ὑμένες . εἰσὶ
6411061 ἠνοπι
δ ' ὕδωρ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ , ἔς ῥ ' ἀσάμινθον ἕσασα λό '
ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἐπί τι εἶδος
6403480 νωτον
ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν
θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει
6392551 Νωτον
ἄγουσιν , ἐλαύνουσιν , ἐλαυνέτωσαν , ἐλαύνουσιν , ἀντίκλισις . Νῶτον ἐπιφάνειαν ἀπὸ τοῦ νωμῶ τὸ κινῶ . νῶτον ἁλός
ἡ δὲ εἰς ὀξὺ ἀπηγμένη ἀκολασίαν καὶ δειλίαν κατηγορεῖ . Νῶτον πλατὺ στερεὸν ἄνδρα γενναῖον , θυμοειδῆ ποιεῖ , τὸ
6386942 δεξια
' ἀριστερὰ ἔσωθεν , τὸν δὲ κατὰ πλευρὰν ἐπὶ τὰ δεξιά . διὸ καὶ κρατεῖν αὐτὸν ἕνα ὄντα : τὸν
δεύτερον μίλιον ὑποστρέφειν ἄχρι τοῦ ἡμίσεως διαστήματος καὶ ἐκκλίνοντας ὅτε δεξιά , ὅτε ἀριστερὰ τρέχειν . Καὶ τρίτον τέταρτον οὕτως
6383948 σακεϊ
' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος , οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι . ἀραττομένων
ὑπὸ μητέρα δύσκεν εἰς Αἴανθ ' : ὃ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ . Ἔνθα τίνα πρῶτον Τρώων ἕλε Τεῦκρος
6383859 σφενδονη
, καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ τι ἐκαλεῖτο καὶ ἀναδήματα καὶ κάλαμος καὶ καλαμὶς
ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς οὖσιν . σφενδόνη δέ ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ δακτυλίου . ἦν δὲ
6383485 ἐκοψαν
ἐξ αὐτῶν , τοῦ στόματος . ἤραξαν : κατέκοψαν , ἔκοψαν . ξίφος : τοῦ ξιφίου . Ἕλκεϊ : τραύματι
ῥοῦς . ταίγε δὲ ἀντὶ τοῦ : αὗται αἱ πέτραι ἔκοψαν τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶς πτερά . τὸ δὲ ἔβραχε
6378685 κεκλιμενα
πυρὸς ἐπινεμομένου πολλὴν χώραν , φοβηθέντες τὰ μὲν πρὸς ἕω κεκλιμένα τῆς Σικελίας ἐξέλιπον , εἰς δὲ τὰ πρὸς δυσμὰς
' εἰ καὶ τὰ τοιαῦτά τις παραπέμψαιτο ὡς οὐ δεόντως κεκλιμένα , ἃ δὴ καὶ μάλιστα φυσικῆς εἴχετο ἀκολουθίας ,
6377748 ἐπιστραφεντα
Ἀδρίᾳ συνεγγίζοντα φέρεται μέχρι τοῦ Γαργάνου ὄρους : εἶτα ἐντεῦθεν ἐπιστραφέντα πρὸς μεσημβρίαν τελευτᾷ ἐπὶ τὴν Λευκοπέτραν . Ἡ μὲν
προτιμήσαντά τι : Φροντίσαντα τῶν πληγῶν , Ἀττικῶς . ἢ ἐπιστραφέντα , τοῦ δακρῦσαι ἢ ἀποιμῶξαι ἕνεκα . προτιμήσαντα :
6377264 σφαιριου
κολοβώματι παρακείμενα σώματα . οὐ γὰρ ἀποδεχόμεθα τοὺς ἀπὸ τοῦ σφαιρίου τῆς ῥινὸς πειρωμένους ἐπάγειν τὸ ταινίδιον : εἰ γάρ
τρωγλοδυτικῆς οὐγ . δʹ , βδελλίου οὐγ . δʹ , σφαιρίου οὐγ . δʹ , λιβάνου ἄρρενος οὐγ . ηʹ
6375015 ἀφλαστα
' ἀπηρτημένον αὐτῷ ἐπισείων . τὰ δὲ ἄκρα τῆς πρύμνης ἄφλαστα καλεῖται , ὧν ἐντὸς ξύλον ὀρθὸν πέπηγεν , ὃ
. Ἄφλαστα : τὰ ἀκροστόλια τῆς νηός , οἷον : ἄφλαστα καὶ φώσσωνας † ὠργυωμένας κατὰ ἀντίφρασιν , εὔθλαστα γάρ
6373897 παχυσκελης
τὸ πρόσωπον ὡς διερρωγὸς φέρει , κυρτός , προγάστωρ , παχυσκελής , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα περιμήκη παχέα καὶ σκληρά
ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , προγάστωρ , παχυσκελής , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα περιμήκη παχέα καὶ σκληρά
6371522 ὑβωματα
μέτειμι δὴ τῇ τάξει ἐπὶ τὴν ῥάχιν . Τῆς ῥάχεως ὑβώματα τὰ πρόσφατα ἐκ πληγῆς γινόμενα καταρτίζεται : πρὸς δὲ
τοῦ Ἱπποκράτους ὀργάνῳ καταρτίζονται , προηγουμένως δὲ τὰ τῆς ῥάχεως ὑβώματα : τῶν δὲ τῆς ῥάχεως ὑβωμάτων μάλιστα θεραπευτὰ νενόμισται
6367131 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
6364860 στεροπαι
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
6359315 κλειδες
. ἐπῄνουν δὲ τῶν θύννων καὶ τὰς κλεῖδας καλουμένας : κλεῖδες μὲν ὀπταὶ δύο παρεσκευασμέναι : αἷς τὰς θύρας κλείουσι
τραχήλῳ παρασφαγίς , ὅτι τὸ κοῖλον , ᾗ διεστᾶσιν αἱ κλεῖδες , καλεῖται σφαγή , ὑπ ' ἐνίων δὲ καὶ
6358406 ὑπαιθρια
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
6357905 κορυμβα
, ἠδὲ καὶ Ἀργοῦς ποντοπόρου τέμνοντα δι ' αἰθέρος ἄκρα κόρυμβα , Κενταύρου τ ' ὤμους , νότιον κέντρον τ
καπνῷ καὶ λιγνύος ῥιπαῖσι καὶ γρυνῶν βολαῖς , ἄφλαστα καὶ κόρυμβα καὶ κλῃδῶν θρόνους πυκνοὶ κυβιστητῆρες ἐξ ἑδωλίων πηδῶντες αἱμάξουσιν
6356338 πελαγιαν
Ἐν δὲ τῷ ὠκεανῷ φησιν εἶναι νῆσον μικρὰν οὐ πάνυ πελαγίαν , προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τοῦ Λίγηρος ποταμοῦ : οἰκεῖν
τὴν κάτω χώραν προσαγορευομένην . ἱστόρησε δὲ καὶ τὴν Φάρον πελαγίαν οὖσαν τὸ παλαιόν : προσεψεύσατο δὴ καὶ τὸ πελαγίαν
6345271 πτερνα
δ ' ἐπὶ τῶν ἐξεχόντων , ὁποῖόν ἐστιν ἰσχίον καὶ πτέρνα : ἐπεὶ δ ' ἐν ταῖς τοιαύταις θέσεσιν καὶ
αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν τῶν ἐν ποδί , καλεῖται δὲ πτέρνα , τὰ μὲν περιφερῆ τοῦ ἀστραγάλου περιλαμβάνουσα , δύο
6344103 ἀντυγα
μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος
ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο
6341786 προσπελαζοντα
ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ζώιων τὰ προσπελάζοντα τῶι ποταμῶι : καὶ τὰ μὲν δήγματα ποιεῖ ἁδρὰ
τοῦ στενοῦ τῆς Προποντίδος πορθμοῦ , ἤδη τε τῷ Βυζαντίῳ προσπελάζοντα , φασὶν ἀντιπνοίᾳ χρήσασθαι , ἐπανάγοντος αὐτὸν τοῦ πνεύματος
6341491 ῥινοϲ
καὶ κολλητικῇ χρῆϲθαι θεραπείᾳ . εἰ δὲ καὶ ἔϲωθεν τῆϲ ῥινὸϲ ἕλκοϲ εἴη γεγονόϲ , λημνίϲκοιϲ ἐκ μοτῶν χριϲθεῖϲιν θεραπεύειν
οἴνῳ λείου . Ἄλλο πρὸϲ τὰ ἐν τοῖϲ πόροιϲ τῆϲ ῥινὸϲ ἁπλούϲτερα ἕλκη . λιθαργύρου ⋖ Ϛ ψιμμυθίου ⋖ η
6340226 ἐγκυκλιοι
Ἀμφιτρίτας ῥοθίωι δραμόντες , ὅπου πεντήκοντα κορᾶν Νηρήιδων χοροὶ μέλπουσιν ἐγκύκλιοι , πλησιστίοισι πνοαῖς , συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων
τρίτου ἡ μεσότης κατὰ μετώπου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐγκύκλιοι περὶ κεφαλὴν , τὸ δὲ ἅμμα παρὰ μέρος τῆς
6338771 Κασπιαις
συνεχὲς τῷ λεχθέντι ἰσθμῷ καὶ τὰ ἑξῆς τούτῳ καὶ ταῖς Κασπίαις πύλαις , τῶν ἐντὸς τοῦ Ταύρου καὶ τῆς Εὐρώπης
πρὸς μεσημβρίαν ἀποκλίνει , τῆς Ἀρείας ὑπὸ τὸν αὐτὸν ταῖς Κασπίαις Πύλαις κειμένης παράλληλον , ἔπειτα πρὸς ἄρκτους , τῆς

Back