βιαζόμενον ἔξω πνίγει τὸν ἄνθρωπον καὶ θερμαίνει , μέχρις ἂν ἐξεμέσῃ : ἔπειτα κουφότερος ἐγένετο : πόνος δὲ οὐδεὶς ἐν | ||
Μορμώ . Γ τὸ πτερόν : τὸ πτερὸν αἰτεῖ ἵνα ἐξεμέσῃ . εἰώθασι γὰρ οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι ὥστε εὐκόλως |
ἀέρα διὰ τῆς ἀναπνοῆς ἕλκει τὸν θάνατον ὁρῶν καὶ καταπίπτων κατηβολέων ] λειποψυχῶν κατηβολέων ] κατακύπτων Ἀιδωνέα ] τὸν Ἅιδην | ||
ἠέρα παῦρον ἀτύζει ] βραχέως ἀναπνοὴν συγχεῖ ἀλέξει ] ἀέξει κατηβολέων : λειποθυμῶν , τὴν ὑστάτην εἱμαρμένην ἔχων . τὸ |
ἡνίκα ἐνιδρύνθη τῷ θρόνῳ τοῦ οἰκείου πατρὸς Κρόνου , ἤγουν ἐδράξατο ὁ Ζεὺς τῆς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Κρόνου ἐξουσίας , | ||
παρέθηκε τροφὴν πάντη ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν , ὃν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή : καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διὰ |
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι | ||
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ |
ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός | ||
δ ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων , ἐπ ' ἄλγει δυσφορῶν μαινομένᾳ κραδίᾳ δίδυμα κάκ ' ἐτέλεσεν : πατροφόνῳ |
συμπίπτει ἐς κλίνην , καὶ ἡ νοῦσος καὶ ἡ ἀλγηδὼν πιέζει μᾶλλον , καὶ ἀνίστασθαι οὐ δύναται , καὶ οἱ | ||
τοὺς δυνηθέντας ἐς τὴν γῆν διαφυγεῖν τῶν Ἀργείων ῥῖγός τε πιέζει καὶ λιμός . εὐξαμένοις δὲ θεῶν τινα ἐν τοῖς |
αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα . Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν , οὐκ ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ ' | ||
] στρουθίων . ὡς ] καθὰ περιστερά . ὡς ] διώκει ὁ ἀετὸς δῆλον . δράκοντα ] ὄφιν . δύσχιμον |
ὁμοίως καὶ ταῖς τῆς σηπίας , ἥπερ δειλίας εἵνεκά που ἀφίησι θολόν , ᾦ τὸ ὕδωρ θολοῖ : ὁ γὰρ | ||
ὀξὺς ἐπιγίνεται κατ ' ἀρχάς : προϊούσης δὲ τῆς νούσου ἀφίησι , πλὴν κατ ' αὐτὸν τὸν σπλῆνα : ταύτῃ |
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὑπὸ ἐχίδνης , οἶμαι , δηχθείς . προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος , κομῶν ἤδη καὶ | ||
: ξηρά * ὅγ ' : ὁ δὲ πληγείς ὁ δηχθείς * νενευκώς : κύψας συγκύψας χανδὸν ἀντὶ τοῦ πολὺ |
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας , | ||
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι |
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον | ||
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ |
κατὰ στέγας . πρῶτον μέν , ἔνθα αὐτὸ τοῦτ ' ἐφέλκεται κακῶς ἀκούειν , ἥτις οὐκ ἔνδον μένει , τούτου | ||
ὁπόσον δὲ γεῶδές τε καὶ παχύτερον ὁ σπλὴν πρὸς ἑαυτὸν ἐφέλκεται : Καὶ δὴ τοῦ μὲν ξανθηχόλου τε καὶ γεώδους |
εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . Ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων ἁπάντων : ἡ δὲ ταπείνωσις εἰς ἔννοιαν | ||
. ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ ἄρα ταύτης καὶ ὀρθουμένης |
θρήνῳ , ἤως τὸν ἄκαυστον . προΐησιν : προδίδωσιν , ἀφίησιν . ὁμῶς : ὁμοῦ . ἕλκεται : σύρεται . | ||
ὁ Ἄκαστος γυμνὸν ὅπλων παντοίων καὶ ἱματίων τοῦτον τῷ ὄρει ἀφίησιν : ὁ δὲ ἔλαβε τὴν παρὰ τῶν θεῶν μάχαιραν |
Κλέωνα τοῦτ ' αἰνίσσεται , ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει . Ἀλλ ' εἰσιὼν τῷ κανθάρῳ δώσω πιεῖν . | ||
τὴν οὐρὰν αὐτῆς περιλαμβάνει , ἡ δὲ τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸν ἐσθίει , καὶ τὰ μὲν τῶν μελῶν ἐν τῇ γαστρὶ |
ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν , ἐγκύψας καὶ ἐκτείνας τὴν κέρκον , ἐνδακὼν τὸν χαλινόν , μετ ' ἀναιδείας ἕλκει : ὁ | ||
ἑάλω . καὶ ἐρωτώμενος ὑπ ' αὐτοῦ τὴν γλῶτταν αὑτοῦ ἐνδακὼν καὶ ἀποτεμὼν προσέπτυσε τῶι τυράννωι καὶ ἐν ὅλμωι βληθεὶς |
εἴς τε τὴν δι ' ὄψεως τέρψιν καὶ πρὸς φιλοσοφίας ἵμερον ἀπέφηνεν , πελάγη δὲ καὶ πηγὰς καὶ ποταμοὺς καὶ | ||
αὔρῃ ἐν εὐκραεῖ δεδοκημένος ἠὲ γαλήνῃ δελφίνων ἀγέλας εὐειδέας , ἵμερον ἅλμης : οἱ μὲν γὰρ προπάροιθεν ἀολλέες ἠΰτε κοῦροι |
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
κάμνονταϲ ” “ καὶ ὅϲα ἐϲ φλεγμονὴν καὶ ἐϲ ἀκαθαρϲίην ὁρμᾷ καὶ ὅϲα εἰϲ πυρετούϲ . ” καί φηϲιν , | ||
θαρροῦσα ἔχειν τὸ ἀντιφάρμακον , τρώγει τὸ ἀκόνιτον , εἶτα ὁρμᾷ ἐπὶ τῷ χρήσασθαι τῷ ἀντιφαρμάκῳ , καὶ οὐκ ἐφίκετο |
οὐχ ὑπὲρ τέκνων θάνῃ , τοῦ δὲ προφήτου τοὺς λόγους παραδράμῃ , θνήξει παρ ' ἡμῶν καὶ μεταστὰς τοῦ σκότους | ||
τὸ καλὸν ὡς ἀγαθὸν μόνον δεξιωσάμενος , τὰς τῶν ἑτεροδόξων παραδράμῃ περὶ τἀγαθοῦ φήμας . ἐν οὖν τοῖς οἴκοις τῆς |
ἄν . καὶ ὁ λόγος δὲ ὡσαύτως : οὐδὲν γὰρ ὑπομένει τῶν μορίων αὐτοῦ , ἀλλ ' εἴρηταί γε καὶ | ||
: ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος μουσικὸς γενόμενος ἄνθρωπός ἐστι καὶ ὑπομένει , τὸ δὲ ἄμουσον οὐχ ὑπομένει : οὔτ ' |
φυλάττουσι δηλονότι ἐν τῇ γενικῇ , οἷον σπλήν σπληνός , σφήν σφηνός , μήν μηνός , Ζήν Ζηνός , ῥήν | ||
τάδε : ἄξων ἐν περιτροχίῳ , μοχλός , πολύσπαστον , σφήν , καὶ πρὸς τούτοις ὁ καλούμενος ἄπειρος κοχλίας . |
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ | ||
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος |
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . | ||
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον |
ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει , ἀντὶ τοῦ καθεύδει ἢ διατρίβει . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν αὔαν Αἰολικῶς | ||
ἄμοιρος τοῦδε τοῦ θεοῦ οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς |
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ | ||
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος |
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα | ||
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν |
: ὀλέθριον * κακοεργόν : κακοποιόν * ἐνιχραύση : ἐπενέγκῃ ἐπιθήσῃ προσεγγίσῃ χραύσῃ ἀμύξῃ , ἤτοι ἐπ ' ὀλίγον τὸ | ||
τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον δὲ ἐπιθήσῃ ἐπ ' αὐτὸν κάτταν ζῶσαν , εὐθέως παύεται τοῦ |
τακτικώτατον τῶν ἡρώων τῶν καθ ' ἑαυτὸν γεγονέναι ; Ἔχιν ἐχίδνης οἳ μὲν τῷ γένει διαφέρειν , οὐ μέντοι τῇ | ||
εἶθ ' ἑκόντες τοῦτ ' ἀφέντες τὸ χεῖρον ὸ τῆς ἐχίδνης δηχθέντα αἰτιᾶσθαι , μηδεπώποτ ' αὐτὸς δηχθείς . ταῦτα |
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει . | ||
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ |
εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ καράβου ἀνωτέρω εἶπον . Ἐλαύνει δὲ ἰσχυρῶς τοὺς | ||
τὸν ἰὸν ἐκεῖ , καὶ πάλιν μετὰ τὴν συνουσίαν τῆς μυραίνης ἀναῤῥοφεῖ αὐτὸν , γλαφυρὸν δὲ τὸ κοῖλον ἀπὸ τοῦ |
: Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς ' ἔληξ ' , ὁ δ ' ἐσσύθη μόνος | ||
δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ] ἰδοῦσα μαθοῦς ' ] αἰσθομένη ἀγρώστορος ὁρμήν : ἐπειδὰν γὰρ ἴδῃ |
ἀνελθεῖν . δεῖ σε οὖν , φησί , προσέχειν μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς καὶ γένῃ τραγῳδία . εἶτα χωλὸς ὢν : | ||
τοὺς κατηγόρους φανεροὺς ἀπὸ τῆς ὄψεως , μέλλων δαίρεσθαι , πεσὼν εἰς τὰ τοῦ δεσπότου γόνατα παρεκάλει μικρὸν ἐπισχεῖν . |
αὐτούς . ἄλλως : τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ ' αἴθων ἀλώπηξ : τούτοις ὑπακουστέον ὅτι οὐδὲ οἱ Λοκροὶ τὸ συγγενικὸν | ||
ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς . ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο αὐτοὺς πεπτωκότας , τὸ δὲ |
σίδηρον . καὶ ὁ ἔρως ταὐτόν ἐστιν . οἷς ἐκεῖνος ἔχθιστον καλεῖ τὸ θεῖον , περιτρέπων τὸ συμφυὲς ἀρρώστημα ἐς | ||
ἐξικνούμενον : κατερχόμενον . ἐῢς πάϊς : ἀγαθὸς παῖς . ἔχθιστον : μεμισημένον . ἑστῶσαν : ἐπηρμένην , ἐξεστηκυῖαν . |
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν | ||
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ |
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς | ||
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ |
' ἴσως , ἄναξ , τὴν τοῦ προφήτου : Κύριε κράζων μέγα , ὁ κύριός μου , μὴ σιωπήσῃς ὅλως | ||
τῆς σῆς φιλανθρωπίας . Ταῦτα λέγων ἔσει κάτω νεύων καὶ κράζων : Ἅγιε , Ἅγιε , Ἅγιε , κύριος ὁ |
τούτων δ ' εἰ μία διαφθαρείη , διπλασίας ὁ τμηθεὶς ἀνίει τόπος : δι ' ἣν αἰτίαν ἀήττητος ὑπάρχειν διείληπτο | ||
Μὴ δῆτα σύ γ ' , ἀλλ ' ἐνθένδ ' ἀνίει τἀγαθά . Τὴν γῆν ὅταν νομίσωσι τὴν τῶν πολεμίων |
τούτου γλύφεται τὰ σφραγίδια καὶ ἔστι στερεωτάτη καθάπερ λίθος : ἕλκει γὰρ ὥσπερ τὸ ἤλεκτρον , οἱ δέ φασιν οὐ | ||
ὡς αἰτίαν ἀναφερόμενα , οἷον διὰ τί ἡ Μαγνῆτις λίθος ἕλκει ἢ τὸ ἤλεκτρον ἢ ἡ σικύα : ἀντιπερίστασιν γὰρ |
νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν | ||
ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι . |
γ ' οὔτι βίης μεθίησιν ἄεθλον , ὄφρα ἑ τεθνηῶτα λίπῃ ψυχή τε καὶ ἀλκή . δὴ τότε μιν προπεσόντα | ||
πυρὸς μένει ἔνδοθεν ὕδωρ : εἰ δέ τις ἐν ψυχρῇσι λίπῃ κονίῃσι λέβητα , παφλάζει κρατεροῖο κυκώμενον ἔνδοθι χαλκοῦ . |
ἐπεὶ δὲ φυσῶν ἔκαμε καὶ μάτην ηὔλει , βαλὼν σαγήνην εἷλκεν ἰχθύων πλήρη . ἐπὶ γῆς δ ' ἰδὼν σπαίροντας | ||
ἀνεσκεύαστο . Ὤ , πῶς μαγνήτιδος τρόπον εἰς ἑαυτὴν ἅπαντας εἷλκεν , ἀποστῆναί τε τούτους οὐδ ' ὁπωστοιοῦν συνεχώρει ! |
περίεστι τοσοῦτον κράτος , ὡς ἀσινῆ μένειν κατενεχθέντα αὐτόν . θραύει γοῦν οὐδὲ ἕν , εἰ καὶ πέσοι κατὰ ῥωγάδος | ||
διασπαράσσει , καὶ ξυναρπάζει βίᾳ ἄνευ χαλινῶν , καὶ ζυγὸν θραύει μέσον . πίπτει δ ' ἐμὸς παῖς , καὶ |
ἄλλον λαὸν ἀνώγῃ . οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος , ὅστις ἀπ ' | ||
ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν . παρὰ τὴν |
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών | ||
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν |
τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις | ||
. ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς |
μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα | ||
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . . |
τῷ περὶ Θεῶν . , : Τὸ ἄχει ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε . Ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος | ||
τῷ περὶ θεῶν . ὡς τάχος ἤχει : ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε , ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος |
, εἰ δεῖ καὶ τοῦτο λέγειν . Ἀλλ ' ὥσπερ ἁρπασθεὶς ἢ ἐνθουσιάσας ἡσυχῇ ἐν ἐρήμῳ καὶ καταστάσει γεγένηται ἀτρεμεῖ | ||
* τῇ Ἀφροδίτῃ : τουτέστιν ὡραῖος ὢν καὶ ὑπὸ Διὸς ἁρπασθεὶς συνουσίας χάριν ἀθάνατος γέγονε : σὺν τῇ Ἀφροδίτῃ . |
δόλον οὔτι περίδρομον ἠγνοίησεν , ὕψι δ ' ἀναθρώσκει , λελιημένος ὕδατος ἄκρου , ὀρθὸς ἄνω σπεύδων ὅσσον σθένος ἅλματι | ||
δῆριν , ἀπηνέι δ ' ἔζεε θυμῷ δεύτερον ἁρπακτῆρα γάμου λελιημένος εὑρεῖν . τῷ δ ' ἐπὶ Λοκρὸς ὄρουσεν Ὀιλῆος |
ἤτοι πρῶτον μὲν ἐπαΐσσει γενύεσσι ῥιπὴν μαψιδίην , λελιημένος αὖ ἐρύοντα δέρματ ' ἀμύνεσθαι : τὰ δ ' ἀνίπταται οὐδέ | ||
Φοῖβος ὀιστεύων ἐτέτυκτο , βούπαις , οὔπω πολλός , ἑὴν ἐρύοντα καλύπτρης μητέρα θαρσαλέως Τιτυὸν μέγαν , ὅν ῥ ' |
πέτραις τὴν μὲν ἡμέραν διὰ τὸ πνῖγος οὐχ ὁρᾶται , κρατούμενος ὑπὸ τοῦ περὶ τὸν ἥλιον φέγγους , τῆς δὲ | ||
' ἄκρατος ὢν τὴν ὀργήν : ἤτοι ἀκαταπόνητος , μὴ κρατούμενος . * : ἀπροσδόκητος ] Οὔτε τὸ πῶς εἰς |
λόγον ᾧ χρῆται . στοχάζεται γὰρ , οὐ μὴν ὡς βέλει τυχεῖν , οἶμαι , ἀλλ ' ὡς ἐκ τῆς | ||
σμικρὰ ἅμα τοξαρίῳ φέροντι : τὸ δὲ ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει κελεῦσαι λοιπὸν ποιμαίνειν τὸν μὲν τὸ αἰπόλιον , τὴν |
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε | ||
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς |
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ | ||
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο |
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν | ||
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν |
μέχρι βάθους μάλκης ] νάρκης , ψύξεως μάλκης ] ἀσθενείας δάμναται ] φθείρεται δάμναται ] κατατείνεται ἐμβαρύθων ] ἐμπίπτων αἰακώς | ||
αἰνὸν ἐπὶ ξιφίῃσι φέρων μόρον , ἄλλοθε δ ' ἄλλον δάμναται ὅν κε κίχῃσι , φόνῳ δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ |
πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους , | ||
κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων . |
, τλήμων ] . Ἐπὶ δέ τινα κῶμον ὁπλίζομαι : τραῦμα φιλίης ] ἔχω τι παρὰ Κύπριδος ἄδηλον : Ἔρως | ||
κεκίνηταιὁ πόλεμος ὁ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τὸ ἐν Ἀρμενίᾳ τραῦμα καὶ αἱ συνεχεῖς νῖκαιοὐδεὶς ὅστις οὐχ ἱστορίαν συγγράφει : |
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν | ||
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ |
δὲ ὀλίγων ὑπαρχόντων οὐ μόνον μεταδιδοὺς ἑτέροις , ἀλλὰ καὶ ῥίπτων φανήσομαι πολλάκις . ἡδονὴν δὲ ποίαν ἐθηρώμην , ὁπότε | ||
τοῖς τῶν κογχυλίων σαρκιδίοις , τὰ ὄστρακα ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος |
ἀτμούς . καὶ περιβαλλόμενος τὰ σάβανα πάλιν δεχέσθω ὕδωρ ὁ πάσχων ταῖς χερσὶ καὶ περινοτιζέσθω τὸ πρόσωπον αὑτοῦ . μετὰ | ||
ποιῆσαι τὸ κριθὲν ἤδη . Φέρεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ πάσχων ἀγνοῶν ἐφ ' ἃ παθεῖν προσήκει , ἀστάτῳ μὲν |
εἴπερ οἱ αὐτόχειρες ἑαυτῶν γινόμενοι ὃν ἔδησεν ὁ δημιουργὸς λύουσι δεσμόν , οἱ δὲ φιλόσοφοι ὃν ἔδησαν δεσμὸν αὐτοὶ καὶ | ||
ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν . λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς |
ἔτι , οὕτως , ἐπάν τις τυγχάνῃ λυπούμενος , ἧττον ὀδυνᾶται , φίλον ἐὰν παρόντ ' ἴδῃ ; Ἆρ ' | ||
αὐτὸ μετ ' ὄξουϲ , ἢν μὲν τὸν δεξιὸν κρόταφον ὀδυνᾶται , ἐπίχριε τὸν εὐώνυμον , εἰ δὲ τὸν εὐώνυμον |
Ἐπὶ ὀδόντος σφακελισμῷ πυρετὸς ἐπιγενόμενος σφοδρὸς , καὶ παραφροσύνη , θανάσιμον : ἢν δὲ σώζωνται , ἕλκεα ἐκπυήσει , καὶ | ||
, σμικρὴν τὴν ὑποχώρησιν σημαίνει . Σπασμὸς ἐξ ἐλλεβόρου , θανάσιμον . Ἐπὶ τρώματι σπασμὸς ἐπιγενόμενος , θανάσιμον . Αἵματος |
ὁ αὐτὸς Φάωνι τὸν ἀλεκτρυόνα τὸν ᾠδὸν ἀποπνίξασά μου . ᾤδησεν ἔχει τὸ ι . τινὲς καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ | ||
αὐτόν . καὶ τῆς διαφθορᾶς ὁ τρόπος , ὁ γευσάμενος ᾤδησεν , εἶτα ἡ γαστὴρ κατέρραξε , καὶ ὁ ἄνθρωπος |
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι | ||
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ |
ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου | ||
καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ |
τὸν ἵππερον , καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τὴν ἱππικήν , νόσον ὀδυνηράν τινα καὶ δαπανηρὰν καὶ τὰ χρήματά μου ἐξαναλοῦν δυναμένην | ||
τῶν οἴκων αὐτῶν . στυγερὰν ] μισητήν . στυγερὰν ] ὀδυνηράν . στυγερὰν ] ἄτιμον . θΞ τί τὸν φθίμενον |
αὐχένα καὶ διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται καὶ ἀνδρὸς τούτου ἡμίθηρος , βούπρῳρα μὲν γὰρ αὐτῷ | ||
ἐπὶ τὴν οὐσίαν , τὸ δὲ νόημα δι ' αὐτοῦ ἵεται , ἐπιπλέκεται δὲ τὸ νόημα τῇ διανοίᾳ : ἐλθόντα |
ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην | ||
. στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ |
πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν | ||
αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ |
ἀμφέπλεξεν , ἐπ ' αὐχένι πάννυχα δεσμὰ ἀργεννοῖς ἑκάτερθε βραχίοσι γυρώσασα : ὣς τότε κερδαλέαι περὶ σηπίαι εἱλίσσονται ἀλλήλαις : | ||
λακοῦσα , αὐχένα δ ' ὑψός ' ἄειρεν ἐς ἠέρα γυρώσασα καὶ πάσαις ἑκάτερθε θοῶς ἔφριξεν ἐθείραις καὶ πτερὰ πάντα |
ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον , μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών . Θάρρει : καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα | ||
θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ |
μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος | ||
ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ |
τὸν καινὸν καὶ μήπω βεβλημένον ἀλλὰ νεοπαγῆ καὶ ἀκέραιον τὸν ἰὸν ἐν αὑτῷ ἔχοντα . κλίνεται δὲ διὰ τοῦ τος | ||
: ὁρμῶν . Ἰοτόκοισι : ἰοβόλοις , τοῖς τίκτουσι τὸν ἰὸν , τοῖς γεννῶσι τὸν ἰὸν , πεφαρμακωμένοις . περισπέρχει |
δὲ ποσότητι βαρύνει τὰς ἐν ἥπατι δυνάμεις καὶ καταπνίγει καὶ καταβάλλει , καὶ ἐπὶ τῇ καταβολῇ ἀποτυγχάνει ἡ ἐξαιμάτωσις καὶ | ||
ἀπέθραυσε , τὴν πληγὴν δὲ ἔσχε τὸ κράνος . καὶ καταβάλλει καὶ τοῦτον Ἀλέξανδρος παίσας τῷ ξυστῷ διὰ τοῦ θώρακος |
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως . | ||
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ |
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον | ||
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ |
γίνεται πολὺ ὀρῶδες περίττωμα . ὀλίγον οὖν ἕλκει αὐτὸ ὁ νεφρός . καὶ ἐπειδὴ ὀλίγον ἐστὶν , οὐ γεννᾶται ἐκεῖ | ||
τοῦ κατ ' ἴξιν μηροῦ δυνήσῃ μαθεῖν εἰ πάσχει ὁ νεφρός . ἐὰν γὰρ γίνεται τοῦ δεξιοῦ μηροῦ νάρκη , |
καὶ γοῦνα καὶ ἰξύν . Ἡ δὲ καὶ αὐτὴ παιδὸς ἐπείγεται εἰδώλοιο δειλὴ Κασσιέπεια : τὰ δ ' οὐκέτι οἱ | ||
, δοκῶν τι δρᾶν . οὔκουν ὁρᾶις μου κῶλον ὡς ἐπείγεται ; ὁρῶ δοκοῦντα μᾶλλον ἢ σπεύδοντά σε . οὐ |
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα | ||
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ , |
ἀλλὰ μύθοις τὰ πάντα παιδοτριβῶν , οὕτω τὰς τῶν ἀκροωμένων ἀγρεύει ψυχάς , ὡς αἰσχύνεσθαι ταῦτα τοὺς λογικοὺς ποιεῖν ἢ | ||
. ἢ οὕτως : ὥσπερ ὁ ἁλιεὺς τοὺς ἰχθῦς πλανῶν ἀγρεύει , οὕτω καὶ ὁ Ναύπλιος τὰς τῶν Ἑλλήνων γυναῖκας |
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι | ||
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν |
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ | ||
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ |
τῇ θηρευούσῃ , ὑπομένει τε ὀχευθῆναι , ἵν ' αὐτὸν ἀποσπάσῃ τῆς θηρευούσης : ἐπὶ τοσοῦτον δ ' ἐπτόηνται περὶ | ||
ἄρρενα τῇ θηρευούσῃ , ὑπομένει τε ὀχευθῆναι , ἵνα αὐτὸν ἀποσπάσῃ τῆς θηρευούσης . ἐπὶ τοσοῦτον δ ' ἐπτόηνται περὶ |
: ὅπως τὴν ὀδύνην καὶ τὴν βλάβην τὴν κατεπείγουσάν σε ἐκφύγῃς . ναὶ μὴν σικύην : ἤτοι τὴν χαλκῆν ἢ | ||
, δῆλον * ἰάπτει : βλάπτει * ἐρωήσειας : ἐκφύγοις ἐκφύγῃς . περὶ τῆς θηλυκῆς ἐχίδνης * τῶν : τῶν |
οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ , ὡς ἑνὸς ὅστε μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν . ἵνα δὲ μὴ φαίνηται μηδενὸς | ||
ἐξ ὕπνου εἰς ἀγρυπνίαν , ἀλλ ' ἐξ ἀγρυπνίας εἰς ὕπνον . οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὴν ἥττονα δέχου μεταβολὴν , |
καὶ στάσεις καὶ κινδύνους . εἰ δ ' ἐπὶ τείχους ἐμπεσὼν μηδ ' ὅλως τοῦτο βλάψει , ἔφοδον πολεμίων τε | ||
εἰσί : κατὰ δὲ τὸν μυχὸν τῆς λίμνης εἰς βάραθρον ἐμπεσὼν ὁ ποταμὸς καὶ πολὺν τόπον ἐνεχθεὶς ὑπὸ γῆς ἀνατέλλει |
σκορπίος , ὦ ἑταῖρε , ὑποδύεται . φράζευ μή σε βάλῃ : τῷ δ ' ἀφανεῖ πᾶς ἕπεται δόλος . | ||
, ἀλλὰ καὶ ἐν κύρτῳ : εἰ γάρ τις ἔνδοθεν βάλῃ θήλειαν , σκεπάσῃ δὲ κλάδοις ἢ φύλλοις μυρίκης ἢ |
ἧττον γὰρ ἂν καὶ ὑποδύοι ὁ ἵππος καὶ ἀναβάλλοι τὸν ἀναβάτην : ἐν μικρῷ δὲ ἀναλαμβανομένου ἀναπίπτειν : ἧττον γὰρ | ||
τῷ ᾄσματι ὑμνεῖ τὸν θεόν , ὅτι „ ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν „ , τὰ τέσσαρα πάθη καὶ |
: οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων : τὸ δὲ | ||
δὲ Νεμειαίοιο βίη ἐτέτυκτο λέοντος ὀβρίμου Ἡρακλῆος ὑπὸ στιβαρῇσι χέρεσσι τειρόμενος κρατερῶς : βλοσυρῇς δέ οἱ ἀμφὶ γένυσσιν αἱματόεις ἀφρὸς |
ἀπ ' αὐτέων καὶ αἱ δίοδοι αἱ περαιοῦσαι , ἐπὴν κατέλθῃ ἐς τὰς μήτρας , ἅτε τοῦ αἵματος ἐπικειμένου τῷ | ||
δοῦναι , ἄνω δὲ μηδ ' ἔμπροσθεν ἢ τὰ οἰδήματα κατέλθῃ ἐς τὸ κάτω : ἢν δὲ ἰσχνοῦ ἤδη ἐόντος |
τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς | ||
τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ |
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ; | ||
τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος |
ὅσον χηραμίδα , ταῦτα ἐν οἴνῳ δίδου πίνειν . Ἐπιμήνια κατασπᾷ . Πευκέδανον καὶ πάνακες καὶ γλυκυσίδης ῥίζαν ἐν οἴνῳ | ||
χαῦνον καὶ τὸν ὄγκον εἰσάγει , ὑψοῖ τὸ μικρὸν καὶ κατασπᾷ τὸ πλέον , Δίωνα τὸν τέττιγα , τὴν σοφὴν |
χλόῃ , τυρῷ , σιλφίῳ , ἁλί , ἐλαίῳ : στρέφοντα δὲ ἀλείφειν καὶ ὑποπάσσειν ἁλὶ ὀλίγῳ , ἀφελόντα δὲ | ||
δεξιὰν χεῖρα κρύπτοντα ὑπὸ τὰ ἱμάτια , τὸ δὲ πρόσωπον στρέφοντα , ἵνα μὴ ἱκετεύω σε . θάρρει δὲ , |
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι | ||
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν , |
ἢ γῆς ἔντερον , ᾧ δελεασθὲν τὸ ὄρνεον ἐπιψαύει τῆς πάγης καὶ ἐνσχεθήσεται , περιστραφέντων ἐκείνων , ὁπόσα τ ' | ||
οὗ † γνωμηστος δεσμεῖν ἀμάλας δρομιάμφιον ἦμαρ δρύες οἰνοχίτωνες ἔξωθε πάγης εὐσπάρτεος ἱστός ἡμεδαπῆς γῆς κακὴ κόνις καμπεσίγουνος καμπεσίγυια κατὰ |
ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο , ᾗ ῥ ' ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα , παῦσε δὲ χάρμης . ἂψ δ ' | ||
: „ Ὁ αὐτὸς ἰδὼν Δαρεῖον πεσόντα καὶ τὸ σῶμα γυμνωθέντα ἄρας τὴν ἑαυτοῦ χλαμύδα ἐπέθηκεν αὐτῷ εἰπών : ” |