κορώνεων γέ μου ] εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ
' Ἄδμητος ἠδ ' ὁ Δωτιεὺς Λαπίθης Κόρωνος ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ταχὺ δ ' αὐτὸ δείξει τοὖργον , ὡς †
5911331 ἀξυμβλητον
τ ' Ἄδμητος ἠδ ' ὁ Δωτιεὺς Λαπίθης Κόρωνος ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ταχὺ δ ' αὐτὸ δείξει τοὖργον , ὡς
εἴδετε . Εἴσω δ ' ἀποστείχουσα δέρκομαι φάτιν ἄφραστον , ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν . Τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως
4744788 ἀπεσπασε
τὸ φρούριον τῆς Σαλαμῖνος τὸ καλούμενον Βουδόριον , τρεῖς ναῦς ἀπέσπασε καὶ τὴν ὅλην Σαλαμῖνα κατέδραμε . τῶν δὲ Σαλαμινίων
τὸν αὐχένα τῆς Θαΐδος ἐφίλησεν οὕτω προσφυῶς , ὥστε μόλις ἀπέσπασε τὰ χείλη , εἶτ ' ἐγὼ μὲν ἐδάκρυον ,
4717629 φανεισαν
δὲ καὶ γραμμάτων Ἑλληνικῶν χρῆσιν εἰς Ἰταλίαν πρῶτοι διακομίσαι νεωστὶ φανεῖσαν Ἀρκάδες καὶ μουσικὴν τὴν δι ' ὀργάνων , ἃ
δὲ καὶ τάδε , ὡς φάσμα σφι γυναικὸς ἐφάνη , φανεῖσαν δὲ διακελεύσασθαι ὥστε καὶ ἅπαν ἀκοῦσαι τὸ τῶν Ἑλλήνων
4681054 συνδησας
ἄνακτος , οὗ ποτ ' Οἰκουρὸς δόρυ γνάμψει Θέοινος γυῖα συνδήσας λύγοις , Τάρχων τε καὶ Τυρσηνός , αἴθωνες λύκοι
ἐπειδὴ τοῦδ ' ἐλώφησεν φόνου , τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν ποίμνας τε πάσας εἰς δόμους κομίζεται , ὡς
4628751 παρερχομενους
ποτε τοῦ Ὁμήρου ἐν αἰγιαλῷ τυφλοῦ αὐτοῦ ὄντος αἰσθέσθαι ἁλιεῖς παρερχομένους . πρὸς οὓς εἶπεν ἄνδρες ἀπ ' Ἀρκαδίης ἁλιήτορες
ἐγκυκλίου παιδείας ἀμύητος ὢν ἐμακάριζε τοὺς ὁμοίως αὐτῷ ἐπὶ φιλοσοφίαν παρερχομένους λέγων : μακαρίζω σε , ὦ οὗτος , ὅτι
4497920 προϋπαρξασαν
, ὅταν πρὸς ταύτην τὴν θεὸν καταφύγωσιν , εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν . εὑρεῖν δ ' αὐτὴν καὶ τὸ
Διονυσίου διηλλάγησαν , καὶ κατελθόντες εἰς τὰς Συρακούσας εἰς τὴν προϋπάρξασαν εὔνοιαν ἀποκατεστάθησαν : ὁ δὲ Λεπτίνης ἔγημε τὴν Διονυσίου
4483977 παχνην
τὰ ἄστρα . ὁ δὲ Σοφοκλῆς μέλαιναν . . . πάχνην θ ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν ] ἐκ διαδοχῆς
καὶ ἧττον καὶ πλήθει καὶ ὀλιγότητι . χιόνα γὰρ καὶ πάχνην εἶναι ταὐτὸν καὶ ὑετὸν καὶ δρόσον , ἀλλὰ τὸ
4478951 ὑμνουντας
ἰὲ Παιάν , ] Ἀσκληπιέ , σὴν δὲ δίδου σοφίαν ὑμνοῦντας ἐς αἰεὶ [ ] [ θάλλειν ] ἐν βιοτῇ
. , : τὸ ὑποκουρίζεσθαι ἀοιδαῖς εἶπε διὰ τὸ τοὺς ὑμνοῦντας ἐπευφημιζομένους λέγειν σὺν κόροις τε καὶ κόραις . Αἰσχύλος
4437471 καταλογους
εἴποις περὶ Μιλτιάδου ; ὃς ἄρτι τῶν βαρβάρων κενῶσαι τοὺς καταλόγους δοκῶν , ἔπειτα μίαν οὐκ ἐχειρώσατο νῆσον . οὐ
ταῦτα μετιόντων συμπαραλαμβάνοντες . Μετὰ τὴν ἡρωϊκὴν γενεαλογίαν καὶ τοὺς καταλόγους ἐπεζήτησε καινουργῆσαι πάλιν ἑτέραν ὑπόθεσιν : καὶ δὴ καταχρησθέντων
4434734 βαλιαν
ὀνείρου οὗ εἶδεν , ἔνθα φησὶν [ ] εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον καὶ τὰ ἑξῆς : λείπει τὸ οὖσα :
σὲ δ ' ἐπὶ κάραι στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον Ἀργεῖοι , βαλιὰν ὥστε πετραίων ἀπ ' ἄντρων ἐλθοῦσαν ὀρέων μόσχον ἀκήρατον
4408741 ὑθλους
ἐκνενευρισμένης γὰρ ἔργον καὶ ἐκτεθηλυμμένης τῷ ὄντι ψυχῆς τοὺς τοιούτους ὕθλους παραδέχεσθαι . τὸ δὲ πρὸς ἀλήθειαν ὂν οὐ δι
λέγε ὅτι ἂν λέγῃς : ὡς ἐγὼ οὐκ ἀποδέξομαι ἐὰν ὕθλους τοιούτους λέγῃς . Καὶ ἐγὼ ἀκούσας ἐξεπλάγην καὶ προσβλέπων
4385614 νεαραν
περιλειπόμενον τοῦ σίτου καλαμῶδες καὶ τῆς κριθῆς . ταύτην δὲ νεαρὰν οὖσαν ὑποτεμνόμενοι φυσῶσιν ἐν αὐτῇ καὶ αὐλίζουσι . τί
τὴν τῶν ἀρωμάτων φύσιν , ἀλλὰ τὴν ἀκμάζουσαν ἐν ἄνθει νεαρὰν δύναμιν καὶ διικνουμένην πρὸς τὰ λεπτομερέστατα τῆς αἰσθήσεως .
4348882 ἐβαψεν
τὴν ἐξ αἵματος σπονδήν : παρέσω τὸ ξίφος : γράφεται ἔβαψεν : ἐπὶ τῷ πένθει τῶν τέκνων : βουλομένη αὐτοὺς
πέλεν ἐκ Φαέθοντος , ἐπεὶ πυρόεις Ὑπερίων ἐς νέφος ὑγρὸν ἔβαψεν ἐρευθομένης σέλας αἴγλης καὶ νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ
4346334 χαρισαμενους
τε ἐποίησε τοὺς δικαστὰς τὴν ὑποφῆτιν καὶ ζάκορον Ἀφροδίτης ἐλέῳ χαρισαμένους μὴ ἀποκτεῖναι . καὶ ἀφεθείσης ἐγράφη ψήφισμα μηδένα οἰκτίζεσθαι
τε ἐποίησεν τοὺς δικαστὰς τὴν ὑποφῆτιν καὶ ζάκορον Ἀφροδίτης ἐλέῳ χαρισαμένους μὴ ἀποκτεῖναι . καὶ ἀφεθείσης ἐγράφη μετὰ ταῦτα ψήφισμα
4326231 συλλεγεις
δὴ βουλόμενος ἀγαθὸς γενέσθαι , ἔφη , ὦ Εὐθύδημε , συλλέγεις τὰ γράμματα ; ἐπεὶ δὲ διεσιώπησεν ὁ Εὐθύδημος σκοπῶν
ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ συλλέγεις ' . . . . ἀωρία : ἐκ τοῦ
4321500 γνωρισασα
ἡ Ἀνθία ἐξεπλάγη τοῦ λόγου , μόγις δὲ ἀνενεγκοῦσα καὶ γνωρίσασα περιβάλλει τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάζεται καὶ σαφέστατα τὰ κατὰ
: ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο ἔρριψεν , ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι τλήμων Ἀγαυή , καὶ λέγει παρήιδος ψαύων
4314323 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
4298117 σκιπωνι
ἑπτά , κἠγώ σοι δίδωμ ' ἀριστῆιον Θαλῆς δὲ τῶι σκίπωνι τοὔδαφος ψήσας καὶ τὴν ὑπήνην τἠτέρηι λαβὼν χειρὶ ἐξεῖπε
σιναρῷ ἐπὶ τὴν γῆν , ἀλλὰ , μετέωρον ἔχων , σκίπωνι ἀντερείδηται , οὕτω δὲ καρτερὸν γίνεται τὸ ὑγιὲς σκέλος
4279579 τετραμμενους
τὸ ἀδ [ ! ! ! ! ! ! ! τετραμμένους ] | , τῶν δὲ ἄλλων [ ! !
ἀκούσητε σφαττομένους ἢ ἡττημένους . . τετρωμένους ] γρ . τετραμμένους . . πύθησθε ] μάθητε . κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε ]
4275079 καθυγραινειν
δὲ μέγεθοϲ ἢ τό γε πλεῖϲτον κυάμου , διατρωχθεὶϲ ϲφόδρα καθυγραίνειν δύναται . ἐπὶ πλευρὸν δὲ κατακείϲθωϲαν : ξηραίνει γὰρ
καὶ φρίκας , τοὺς δὲ διὰ τὴν ξηρότητα τῆς ὥρας καθυγραίνειν : διὸ καὶ τοῖς ποτοῖς τοῦ θέρους μᾶλλον .
4256220 εὐλογησω
κληθήσεται Σάρα , ἀλλὰ Σάρρα αὐτῆς ἔσται τὸ ὄνομα : εὐλογήσω αὐτὴν καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον ” :
σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι ' ἐμέ , ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε , καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου ὡς
4255611 μεμφου
, Ἡρακλῆς δὲ ἐπετάττετο , παρ ' αὐτοῦ μαθὼν μὴ μέμφου τὸ γενόμενόν μοι δέος μηδ ' ὑβρίσθαι νόμιζε πρὸς
' ἀξίου ὅμοιον εἶναι τοῖς ἄλλοις ἢ τῇ φύσει μου μέμφου , ὅτι με διαφέροντα παρὰ τοὺς ἄλλους ἐποίησεν .
4251282 Δωτιευς
Αἰσχύλος ἐν Καβείροις Φερητίδης τ ' Ἄδμητος ἠδ ' ὁ Δωτιεὺς Λαπίθης Κόρωνος ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ταχὺ δ ' αὐτὸ
πολίτης Δωτιεύς . Σοφοκλῆς Λαρισαίοις ” καί μοι τρίτον ῥίπτοντι Δωτιεὺς ἀνὴρ ἀγχοῦ προσῆψεν Ἔλατος ἐν δισκήματι ” . καὶ
4249283 Ἀβυδηνους
ὄντας πάντων ἠξίωσαν ὅσων ἐβουλήθησαν , ἀλλὰ καὶ δύ ' Ἀβυδηνούς , μισαθηναιοτάτους καὶ πονηροτάτους ἀνθρώπους , [ προσέθηκαν αὐτῷ
ἐπὶ συκοφάντου τάττεται , διὰ τὸ δοκεῖν συκοφάντας εἶναι τοὺς Ἀβυδηνούς . Ἀβασάνιστος ἄνθρωπος εἶ : ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος ,
4232919 στεφανωσας
συνέβαλε καὶ ἐνίκησεν : ὁ δὲ πατὴρ βαρέως ἐνέγκας , στεφανώσας ἐτραχηλοκόπησεν , ὡς Κτησιφῶν ἱστορεῖ ἐν τρίτῳ Βοιωτιακῶν .
ἐπιβαλοῦσα τοὔγκυκλον ᾤχου καταλιποῦς ' ὡσπερεὶ προκείμενον , μόνον οὐ στεφανώσας ' οὐδ ' ἐπιθεῖσα λήκυθον . ψῦχος γὰρ ἦν
4230077 διατεθεντας
τότε γεγονότων αἴτιος . ὁ δὲ αἰσθανόμενος πάντας ἡμᾶς οὕτω διατεθέντας , φοβούμενος μὴ μεῖζον ἐκ τῶν φόβων γένοιτό τι
ἐγκαλουμένῳ ἢ συγγνώμης δεῖξαι τυχόντα τὸν ἐγκληθέντα , ἢ φιλανθρώπως διατεθέντας τοὺς δικάσοντας , ἢ πάλιν ἐκ τῶν ἐναντίων ἐπὶ
4224294 καταπληξασθαι
ἐν πολιτικῇ διαλέκτῳ πρὸς τὴν Θουκυδίδου . ἣ μὲν γὰρ καταπλήξασθαι δύναται τὴν διάνοιαν , ἣ δὲ ἡδῦναι , καὶ
τῶν δ ' αὐτομολούντων συλλαβών τινας δεινῶς ᾐκίσατο , βουλόμενος καταπλήξασθαι τοὺς τῆς ὁμοίας ὁρμῆς ἀντεχομένους . καὶ προσλαβὼν τὰ
4223572 παραμυθουμενος
ἐκκαλύψει πρός τινα τὴν ἑαυτοῦ θλῖψιν , δέχεται παρηγορίαν τινὰ παραμυθούμενος παρ ' ἐκείνου . πανταχόθεν δέ μοι δυστυχία ἐπῆλθε
δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος ἀλλὰ παραμυθούμενος : καὶ δηλούτω τῷ κυνηγέτῃ , ὅτι ἑάλωκεν ἀναβοήσας
4219543 πεπιστευμενους
καὶ μάλιστα τοὺς τὴν φρουρὰν τῆς γεφύρας καὶ τὴν ἐπιμέλειαν πεπιστευμένους , ἀναπεῖσαι μετὰ τὸ διαβῆναι τὸν Μαξιμῖνον λύσαντας τὴν
Ἰωαννίκιον ἐκάλουνἀπῄει παιδιᾶς χάριν πρὸς τοὺς τὴν ἔξω τῆς πόλεως πεπιστευμένους φρουρὰν στρατιώτας καὶ ἀγρυπνοῦντας ἅπαντας ἐκείνους εὑρὼν ἐπαίνων ἠξίου
4218481 ἀπολιποντας
συμφέρον αὐτομολεῖν ἀμεταστρεπτὶ πρὸς ἀρετὴν κακίαν , ἐπίβουλον δέσποιναν , ἀπολιπόντας : ἅμα δ ' ἀναγκαῖον ἕπεσθαι , ὡς ἐν
αὑτῶν . ὡς δὲ καὶ τοὺς πολεμίους εἶδον τὸ ὕδωρ ἀπολιπόντας , ἵνα μὴ γένοιντο ἐχθρῶν ἐν μέσῳ , ἀνέκραγον
4217531 καθεκτικην
τῷ βοηθήματι ἑλκτικήν τε ἅμα καὶ τρέφειν δυναμένην αὐτὰς καὶ καθεκτικὴν , διὰ μὲν τῆς προσούσης θερμότητος ἑλκτικὴν , διὰ
καὶ ἀποκριτικὴν , ἵνα σὺ συνεπινοήσῃς τὰς μέσας , τὴν καθεκτικὴν καὶ ἀλλοιωτικήν . βʹ . Ἐνθερμότερον φλέβιον αἵματος πλήθει
4213867 ἀνακαλεσασθαι
τοῦτο καὶ Ὅμηρος οἶδεν . κομίξαι : ἤτοι ἀνακομίσαι ἢ ἀνακαλέσασθαι , ἢ ἐπιμελείας ἀξιῶσαι : ἡρωϊκώτερον δὲ τὸ πρότερον
φαινόμεθά μοι κτλ . πάλιν ἐν τούτοις πρόκειται τῷ Σωκράτει ἀνακαλέσασθαι τὸν διὰ τὴν ἀπειρίαν ἑαυτοῦ κατασυλλογισθέντα Θεαίτητον . μῦθος
4197330 κολαζομενους
ὄφεις περὶ αὐτὴν ἀνθ ' ὧν εἶπον περὶ θεῶν , κολαζομένους δὲ καὶ τοὺς μὴ θέλοντας συνεῖναι ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί
ὁ Ἀθηναῖος . παρελθόντες δὲ ὅμως τοῦ Ναυπλίου καθηγουμένου ἑωρῶμεν κολαζομένους πολλοὺς μὲν βασιλέας , πολλοὺς δὲ καὶ ἰδιώτας ,
4197099 ζεων
εὐγενής . τίνα λέγεις ; Καρύστου θρέμμα , γηγενής , ζέων . εἶτ ' οὐκ ἂν εἴποις ; ὕπαγε .
εὐγενής . τίνα λέγεις ; Καρύστου θρέμμα , γηγενής , ζέων . εἶτ ' οὐκ ἂν εἴποις ; ὕπαγε .
4178039 ἀθροισθηναι
Ὑπομνήματι Ἰλιάδος , . , . . . Ἀλήμεναι : ἀθροισθῆναι καὶ συστραφῆναι , οἷον : πάντας ἐπὶ πρύμνῃσιν ἀλήμεναι
τοὺς δ ' οὖν γίγαντας πυθομένους τὴν Ἡρακλέους παρουσίαν , ἀθροισθῆναι πάντας καὶ παρατάξασθαι τῶι προειρημένωι : θαυμαστῆς δὲ γενομένης
4175147 ἐπασκων
ἀρχῇ , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . ※ . ἐπασκῶν ] μετερχόμενος . ὡς ] ὄντως , λίαν .
τούτοις τῆς Ἀντιμάχου καταπυγοσύνης ἀναπλήσει . ὦ καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν , ὡς ἡδύ σου τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος
4171943 ἀνθρακας
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ”
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν
4161126 μηνυσασης
πόλις . . Μοτύη : πόλις Σικελίας ἀπὸ Μοτύης γυναικὸς μηνυσάσης Ἡρακλεῖ τοὺς ἐλάσαντας τοὺς αὐτοῦ βοῦς . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι
μητρὸς τῆς κουροπαλατίσσης Ἄννης διὰ κήδους συνάψαι τοῦτον τοῖς παισὶ μηνυσάσης , ξυγκατετίθετο καὶ τὴν τούτου ἀδελφὴν Ἑλένην κάλλει τε
4159691 κοιμωμενους
πολλοὺς ἐγᾦδα κοὐ κατὰ σὲ νεανίας φρουροῦντας ἀτεχνῶς κἀν σάμακι κοιμωμένους . τοῖς δὲ δεσπόταις , τῷ μὲν ἀνδρὶ καὶ
ἀναθεῖναι . Τῷ δὲ ὀνειροπομπὸν αὐτὸν εἶναι , καὶ τοὺς κοιμωμένους αὐτῷ εὔχεσθαι , καὶ αὐτὸν ἀναμένειν , εἵλοντο ἐν
4150017 τοκεας
καιρῷ ἀνάγκης καιρῷ δυσκαίρῳ ληφθείς , Καὶ τοὺς τυχόντας ἄνδρας τοκέας λέγε . Ἐλεύθερον ἀδύνατον εἶναι τὸν πάθεσι δουλεύοντα .
ταύτην τοῖς ἐνθάδε κειμένοις ἀποδοῦναι χάριν , εἰ τοὺς μὲν τοκέας αὐτῶν ὁμοίως ὥσπερ ἐκεῖνοι περὶ πολλοῦ ποιοίμεθα , τοὺς
4147318 παραχωρουντας
ἀφαγνίζεσθαι „ , τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς αὐτὴν καθαίρεσθαι , παραχωροῦντας τῷ θεῷ τὸ φαιδρύνειν καὶ μηδέποτε νομίσαντας ἱκανοὺς εἶναι
τράπεζαν , παραστάντας δειπνεῖν [ καὶ ] καρτερίαν διδάσκειν , παραχωροῦντας εἴς τινα τόπον πλησίον , ὅπου τὸν μὲν πρεσβύτερον
4146482 ἐγρηγοροτας
ἐκεῖνοί εἰσιν οὓς ἡμεῖς καὶ συμμάχους πρὸς ἑαυτοῖς ἔχοντας καὶ ἐγρηγορότας ἅπαντας καὶ νήφοντας καὶ ἐξωπλισμένους καὶ συντεταγμένους ἐνικῶμεν :
εἰς οἰκονομίας αὖ , καὶ πάντως χρησιμωτέρους αὐτοὺς αὑτοῖς καὶ ἐγρηγορότας μᾶλλον τοὺς ἀνθρώπους ἀπεργάζονται : μετὰ δὲ ταῦτα ἐν
4145849 γεννησαντας
δεῖ σκέψασθαι , ἃ περὶ πλείστου ποιούμενοι κατελίπομεν : τοὺς γεννήσαντας πατέρας καὶ μητέρας , ὁ δὲ υἱούς , οὕς
τούτων ἐστὶ τῶν φασκόντων γονέων , τοὺς δὲ τῷ ὄντι γεννήσαντας μὴ εὕροι , τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη
4140901 προβαλλε
, ὁποῖόν ἐστι τὸ ἔργον . ἐὰν λουσόμενος ἀπίῃς , πρόβαλλε σεαυτῷ τὰ γινόμενα ἐν βαλανείῳ , τοὺς ἀπορραίνοντας ,
σώφρων γυνή . ὅταν τι πράττῃς ὅσιον , ἀγαθὴν ἐλπίδα πρόβαλλε σαυτῷ , τοῦτο γινώσκων ὅτι τόλμῃ δικαίᾳ καὶ θεὸς
4133099 ξενοκτονιαν
Τμῶλος καὶ Τηλέγονος οἳ καταπαλαίοντες τοὺς ξένους ἀνῄρουν ὧν τὴν ξενοκτονίαν μὴ φέρων πατὴρ ἤτοι ὁ Πρωτεὺς ηὔξατο τῷ πατρὶ
οὔτε γὰρ ἐχάρη διὰ τὴν φύσιν οὔτε ἐλυπήθη διὰ τὴν ξενοκτονίαν αὐτῶν . * Φλεγραίας Θρακικῆς , ὅτι ἐκεῖσε οἱ
4127253 λουομενους
ὀδυνᾶσθαι καὶ καταψύχεσθαι καὶ θερμαίνεσθαι τὸ μόριον : ἀλλὰ καὶ λουομένους σμήχειν τοῖς δι ' ἀδάρκης καὶ ἁλκυονίου καὶ πεπέρεως
: κατελάμβανον δὲ τοὺς ἐν τῷ τείχει πολεμίους τοὺς μὲν λουομένους , τοὺς δ ' ὀψοποιουμένους , τοὺς δὲ φυρῶντας
4125561 Ἀνωτερω
ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα στάσιν ἐπ ' ἄμφω ζητεῖν . Ἀνωτέρω μὲν γὰρ οὐκ ἂν φέροιτο : οὐδὲν γὰρ ἔτι
ἤγουν ἡ εἰργασμένη γῆ ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη . Ἀνωτέρω εἴρηκε τὴν γῆν ἁπλῶς φέρειν αὐτοῖς βίον , ἐνταῦθα
4117008 ἐξανιστασθαι
ἄνθρωποι καὶ εὐλαβούμενοι ἐπαύσαντο τῶν τε θορύβων καὶ τοῦ περιδεῶς ἐξανίστασθαι ἐκ τῶν κοιτῶν . Ἐπαύθη δὲ καὶ τοιῷδε τρόπῳ
ἀπροαιρέτως φέρεσθαι τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸ τραῦμα , κροκυδίζειν , ἐξανίστασθαι , περιψυχόμενον τὰ ἄκρα τὰ μέσα ἐκπυροῦσθαι , ἄτακτον
4116500 Συραν
Σινώπης οἰκοῦντας : ἐκεῖ δὲ καταμείνας γυναῖκα τῶν ἐγχωρίων ἔγημε Σύραν , ἐξ ἧς αὐτῷ γίνεται Γύγης . Ὅτι Σαδυάττης
τὰ περὶ αὑτὸν βασιλικῶς διακοσμήσας τήν τε συμβιοῦσαν αὐτῷ , Σύραν καὶ συμπολῖτιν οὖσαν , βασίλισσαν ἀποδείξας συνέδρους τε τοὺς
4111059 ἀπαλλαττει
οὐδέν , εἰ σπᾶταί τε ἐπιληπτικῶς καὶ τὰ ἄλλα κακῶς ἀπαλλάττει . τῶν μέντοι μικρῶν ὑπὲρ τοὺς νηπίους οὐδενὶ νομίζω
. Ἄλλο σύγχρισμα ποδαγρικοῖς ἀρθριτικοῖς τὸ διὰ τῶν ἁλῶν . ἀπαλλάττει τῆς ὅλης διαθέσεως . Ἁλῶν ῥυπαρῶν τοῦτ ' ἔστιν
4103305 οἰκουριαν
οὔθ ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς , οὔτε δείπνων † οἰκουριᾶν μεθ ' ἑταιρᾶν τέρψιας , ἀλλ ' ἀκόντεσσίν τε
, ἀπὸ κοινοῦ οὐχ εἵλετο , τὰς τέρψεις . δείπνων οἰκουριᾶν : οἰκοδεσποινῶν , οἱονεὶ τῶν ἤδη γεγαμημένων καὶ ἀρχουσῶν
4103072 συνδουλους
, ” εἰσελθών ” φησίν „ ἐνδοτέρω , ἄσπασαι τοὺς συνδούλους σου „ . τὸν δὲ εἰσελθόντα καὶ ἀσπασάμενον ἰδόντες
τοὺς θεράποντας : Τοὺς δούλους . . αὐτοῦ , τοὺς συνδούλους σου . τὴν κύνα : Τὴν σκύλαν . .
4100009 ἐνιεις
τὸ ἔσω τρῖψαι καὶ κηρίον , ὕδατος κοτύλην ἐπιχέας , ἐνιεὶς ἐς τὴν ἕδρην , ἔα καθαίρεσθαι . Ὁκόταν δὲ
ἐπισπῶ . μὴ ὑπακούσαντος δέ , πταρμικὸν εἰς τὰς ῥῖνας ἐνιεὶς τὸ στόμα ἔμφραττε καὶ τοὺς ῥώθωνας : κατὰ γὰρ
4099092 Εὐεργετας
ἀφικνεῖται ἐς τοὺς πάλαι μὲν Ἀριάσπας καλουμένους , ὕστερον δὲ Εὐεργέτας ἐπονομασθέντας , ὅτι Κύρῳ τῷ Καμβύσου ξυνεπελάβοντο τῆς ἐς
δυνάμεως ἐπὶ τοὺς πρότερον μὲν Ἀριμασπούς , νῦν δ ' Εὐεργέτας ὀνομαζομένους διὰ τοιαύτας τινὰς αἰτίας . Κῦρος ὁ τὴν
4095132 βεβηκυιαν
ὡς μαινομένην καὶ διαρρίπτουσαν γράφοντες , οἱ δὲ ἐπὶ σφαίρας βεβηκυῖαν , ὡς οὐκ ἀσφαλῶς οὐδὲ ἀκινδύνως ἐρηρεισμένην , δέον
καὶ ξυμβαλλούσας πρὸς τὴν ῥῖνα τετράγωνόν τε οὖσαν καὶ εὖ βεβηκυῖαν . τὸν δὲ τῶν ὀφθαλμῶν νοῦν ἐν μὲν ταῖς
4094168 ἐσχηκοτας
] , ἀλλὰ [ ] καὶ [ ἐπιλύπως ] [ ἐσχηκότας ] ? [ ] πρὸς τὴν [ ἐκείνου τελευτήν
τοῦτο ἥκων : τοὺς δ ' αὖ μετὰ νοῦ τοῦτο ἐσχηκότας νικᾷς ἑτέρωθεν , μᾶλλον δὲ καὶ τούτους κἀκείνους ἀπὸ
4093176 ὑδρευομενους
ἐπικουρεῖν ἡ σοφωτάτη φύσις ἐξεπαίδευσεν . Ἐλλοχῶσιν οἱ κροκόδειλοι τοὺς ὑδρευομένους ἐκ τοῦ Νείλου τὸν τρόπον τοῦτον . φρύγανα ἑαυτοῖς
πᾶσαν : καὶ ἐς ἑπτὰ ἡμέρας ἰέναι παρὰ τὴν θάλασσαν ὑδρευομένους ἐκ τῆς ἠϊόνος . ἔνθεν δέ , ἤδη γὰρ
4092309 διπλασιασας
Σάλουιος , πολλῶν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τοῦ κατορθώματος συρρεόντων , διπλασιάσας τὴν ἰδίαν δύναμιν ἐκράτει τῶν ὑπαίθρων , καὶ πολιορκεῖν
τίσηται , παράσχῃ δ ' αὐτῷ ταῦτ ' ἐπιδεῖν ἀμφότερα διπλασιάσας τὴν χάριν . ὁ δὲ ἐπακούει τῶν εὐχῶν ἀγάμενος
4092019 προσενεχθεισαν
προσταχθὲν ποιήσειν ἐπαγγείλασθαι , τὴν δὲ βασίλισσαν Μύριναν ἐπιεικῶς αὐτοῖς προσενεχθεῖσαν φιλίαν τε συνθέσθαι καὶ πόλιν ἀντὶ τῆς κατασκαφείσης ὁμώνυμον
προσταχθὲν ποιήσειν ἐπαγγείλασθαι , τὴν δὲ βασίλισσαν Μύριναν ἐπιεικῶς αὐτοῖς προσενεχθεῖσαν φιλίαν τε συνθέσθαι καὶ πόλιν ἀντὶ τῆς κατασκαφείσης ὁμώνυμον
4088457 κλυσμασιν
τούτων τὴν θεραπείην πᾶσαν ποιέεσθαι , κλύζειν δὲ τοῖσιν αὐτέοισι κλύσμασιν οἷσι πρόσθεν εἴρηται τὸν αὐτὸν τρόπον . Γεγράψεται δὲ
ἀναγομένου . Καὶ ὑπάγειν δὲ τὴν γαστέρα δεῖ μὴ μόνον κλύσμασιν , ἀλλὰ καὶ ὑπηλάτοις χρωμένους , εἰ καὶ τὸ
4085064 ὑειαν
οὑψώνης διατρίβειν ἡμῖν τἄριστον ἔοικεν . ὁ δὲ λύων κύστιν ὑείαν κἀξαιρεῖν τοὺς δαρεικούς δεῦρο δ ' ἂν οὐκ ἀπέδραμεν
Χαρτόδρας ἀρίστην μὲν ταύτην εἶναί φησι , δευτέραν δὲ τὴν ὑείαν , τρίτην δὲ αἰγός , τετάρτην δὲ προβάτου ,
4075104 ἑωθινους
ὧδε ἔπρασσον οἱ ὑπ ' αὐτοῦ ὁδηγούμενοι . τοὺς μὲν ἑωθινοὺς περιπάτους ἐποιοῦντο οἱ ἄνδρες οὗτοι κατὰ μόνας τε καὶ
ἕξιν ἀναθρεπτέον , διδόντας μὴ ἔλασσον κοτύλης μιᾶς μετὰ τοὺς ἑωθινοὺς περιπάτους θερμὸν προσηνῶς ἢ ἅμα τῷ ἀμελχθῆναι τὴν ἰδίαν
4073289 ἡλικιωτας
με , ὡς βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ λαβὼν τοὺς ἡλικιώτας ἐπὶ θήραν . καὶ ὁ Ἀστυάγης , Καλῶς ,
καὶ λόγῳ , ὡς πάντας ἐνόμισεν ἀδελφοὺς εἶναι αὑτοῦ τοὺς ἡλικιώτας καὶ πατραδέλφους τοὺς ἄλλους , καὶ γένος ἓν πᾶ
4069574 ἐξηταζε
Λύκῳ συνήντα πιμελὴς κύων λίην . ὁ δ ' αὐτὸν ἐξήταζε , ποῦ τραφεὶς οὕτως μέγας κύων ἐγένετο καὶ λίπους
καὶ κρυπτὰ δοκοῦντα ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ βασιλέως ἠρεύνα τε καὶ ἐξήταζε , δηλῶσαί τε ὅτι φέρουσι γράμματα πρὸς Μαξιμίνου ἀπόρρητα
4068274 τερψαι
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ ' ἐπιστέλλους ' ἄγειν , τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν ' : ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς ἥδιστον
βούλομαι γάρ , ἡδὺ καὶ διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ
4065305 ἐξαποστελλειν
πλοκάμοις πολύν τινα κόσμον καὶ οὕτως δὴ ἐρασμίαν ἑαυτὴν παρασκευάσασαν ἐξαποστέλλειν τοὺς ἐπὶ πᾶσαν σοφίαν ὁδηγοὺς ἔρωτας . ἐμφαίνει δὲ
, ἠναγκάσθη ταύτας περιμένειν καὶ τὰς μάλιστα ταχυναυτούσας τῶν ἠκολουθηκυιῶν ἐξαποστέλλειν ἐπὶ τὴν τούτων ζήτησιν . διόπερ χρόνου γενομένου πλείονος
4060315 δινησαντος
: ἅλω δὲ πολλήν , ἀσπίδος κύκλον λέγω , ἔφριξα δινήσαντος . οὕτω δὲ τὸ ζῷον ὠνόμασται : ἀπὸ τοῦ
: ἅλω δὲ πολλήν , ἀσπίδος κύκλον λέγω , ἔφριξα δινήσαντος : οὐκ ἄλλως ἐρῶ . ὁ σηματουργὸς δ '
4059806 παρεστωτας
διδάσκοντας , ἀλλ ' ὅποι ποτ ' ἂν διατρίβῃς , παρεστῶτας ἔχεις καὶ ἀγαπῶντας , καὶ μάλιστα δὴ τοὺς τῆς
ὅπως τοῦ καταρρέοντος ἐπιρροφᾶν ἐσπούδαζεν : ἅμα δὲ καὶ τοὺς παρεστῶτας ἀπερράντιζεν , ὥστε καὶ γέλωτα κινεῖσθαι δι ' αὐτὸ
4053009 μεμηνοτας
, ἐπ ' ἀλλοτρίαις δὲ γυναιξὶν κρυπταδίαις τ ' εὐνῇσι μεμηνότας ἄνδρας ἔτευξαν εἰ δὲ Κρόνος τοῖσιν μάρτυς πέλοι ,
ὁδῶν ἀπορίας καὶ μεγέθη ποταμῶν ϋπερβάλλοντα βραχὺν εἶναι πόνον ϋπελάμβανε μεμηνότας ἑλεῖν Ἀρμενίους · εἰς δὲ τὴν ποταμίαν ἐμβαλὼν ὁ
4052861 σφοδρῳ
: χειμερινῷ δὲ καιρῷ τὴν ἀθρόαν τοῦ ἥρωος ἐπιφάνειαν , σφοδρῷ δὲ ἀνέμῳ τὴν ῥώμην . τὸ δὲ αὐτοῖσι σφήνεσσι
ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος αἵματος ἢ πνευμάτων ἔνστασιν πολλῶν
4048728 ἐρωτικην
τὴν τραγικὴν δυσωδίαν μυσάττεσθαι . Ὁ δέ , οἷα πᾶσαν ἐρωτικὴν μυθολογίαν ἐν τοῖς τῶν ἀσώτων συμποσίοις πεπαιδευμένος , οὐκ
ἀναμιγνύει , καὶ προσφυόμενος οὔτέ τινα εὐσχήμονα οὔτε νόμιμον οὔτε ἐρωτικὴν τῷ ὄντι ξυνυφήν . Ἐπισπᾶται δὲ αὐτὸν κάλλους φήμη
4047742 καθοπλισαι
περιώνυμον τοῦ Θεοῦ Σοφίας ναὸν ἀθροισθῆναι καὶ τοὺς περὶ αὐτοὺς καθοπλίσαι καὶ τοὺς δεσμώτας ἐξαγαγεῖν τῆς φρουρᾶς καὶ οὕτως ἐξαποστέλλειν
ἀνάγκην κατέστη ὁ Ἡρακλῆς , ὡς καὶ τὴν γυναῖκα Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι
4046078 Λημνιασι
: τοῦτο λέγει ὅτι ἢ νυκτὸς ἢ ἡμέρας συνελθόντες ταῖς Λημνιάσι γυναιξὶν οἱ ἥρωες ἔσχον ὑμᾶς . τόθι γὰρ γένος
δὲ Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς : πάντας Σοφοκλῆς ἐν ταῖς Λημνιάσι τῷ δράματι καταλέγει τοὺς εἰς τὸ Ἀργῷον εἰσελθόντας σκάφος
4045205 περιπατους
σαρκώδεα ἐσθιέτω μετὰ ὄξους ἑφθὰ , ὅκως πρὸς τοὺς προσάντεας περιπάτους ἀντέχῃ . Ὁκόσοι κοιλίας τὰς κάτω θερμὰς ἔχουσι ,
ἑταίρους καὶ βίον ἀπράγμονα καὶ ὕπνον μετρούμενον τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ περιπάτους ἐλευθερίους εἰς οἷον βάραθρον φέρων ἐμαυτὸν ἐνσέσεικα . τίνος
4044437 οὐρανους
τε καὶ φθορᾶς , ἐξ οὗ δή φησι τούς τε οὐρανοὺς ἀποκεκρίσθαι καὶ καθόλου τοὺς ἅπαντας ἀπείρους ὄντας κόσμους .
ἐκκλησίαν αὐτοῦ , ἣν καὶ ηὐλόγησεν , ἰδοὺ μεθιστάνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς καὶ τὰς θαλάσσας
4043253 μεταδος
τοίνυν , φησίν , ἔλαβες ἰσχὺν παρὰ τοῦ δυνατωτάτου , μετάδος ἄλλοις ἰσχύος διαθεὶς ὃ ἔπαθες , ἵνα μιμήσῃ θεὸν
δὲ ὑπὸ τῆς ἀρχαιοτέρας εὐνοίας . Ὡς μὲν παιδείας μεταλαβὼν μετάδος φιλῶν , ὡς δὲ χρυσίον ὀφείλων ἀπόδος ἑκών ,
4036912 ἡρπας
τοὺς ἵππους αὐτοῦ ἐπέπεσεν αὐτοῖς καὶ ἔσφιγξε τοὺς χαλινούς : ἥρπας ' ἡνίας χεροῖν : ἐκράτησεν ἀνέτεινεν : ἕλκει δὲ
σὺ δέ , γέρον , σύγγνωθί μοι , εἰ πρόσθεν ἥρπας ' ἃ σὲ λέγειν πρὸς τόνδ ' ἐχρῆν :
4034695 λυσον
αὐτῇ προςῆκεν ἐπιθεῖναι τὸ ξίφος : εἶτα μετὰ τὴν μετάληψιν λῦσον εὐθὺς τὴν ἀπὸ τοῦ νόμου διάνοιαν : οἷον ,
εἴτε δειλίᾳ καὶ τῷ φοβεῖσθαι μὴ πάλιν ἐλθὼν ἀπέλθῃ , λῦσον τὸν φόβον καὶ τὸ ταχέως προσέστω . πάντως καὶ
4029537 δυσ
τινὲς γράφουσιν δυσφόρων , ἵν ' ᾖ : ὑπερβολαῖς λόγων δυσ - φόρων ἑαυτὰς ὑβρίζουσαι , ὡσεὶ ἔλεγεν : ἐριστικοῖς
ἀνὴρ οὐ στέργεται . δύσεριν : φιλόνεικον , παρὰ τὸ δυσ , ὅ ἐστι κακόν , καὶ τὴν ἔριν .
4027229 βησσοντας
μετὰ μέλιτος δίδου πρωῒ καὶ εἰς κοίτην . [ Εἰς βήσσοντας , τετραχωμένους τὴν ἀρτηρίαν , ἀποκεκομμένους τὴν φωνὴν καὶ
πυνθάνεται γὰρ μή τι πλευριτικὴ γέγονε διὰ τὸ τοὺς πλευριτικοὺς βήσσοντας ὑπόχολον ἀνάγειν . ὧν οὐδὲν οἶδεν ὁ γραμματικός .
4027163 καθαρμου
' ἑξακοσίων , τῆς γενεᾶς ἀριθμουμένης τριακονταετοῦς : τοῦ δὲ καθαρμοῦ γινομένου δυσὶν ἀνθρώποις ἦν αὐτοῖς πλοιάριον κατεσκευασμένον τῷ μεγέθει
Διὸς καὶ Σεμέλης παῖς ἐν Φρυγίᾳ ὑπὸ τῆς Ῥέας τυχὼν καθαρμοῦ καὶ λαβὼν πᾶσαν παρὰ τῆς θεᾶς τὴν διασκευὴν ἀνὰ
4026486 πολυχρονιαν
μετιέναι βουλομένοις καὶ μάλιστα ταῖς ἡμετέραις αἱρέσεσιν ἢ καὶ τοῖς πολυχρονίαν νόσον τοῦ μαθήματος ἀνίατον κτησαμένοις νηπτικῶς περὶ τὴν ἀγωγὴν
δὴν τὸ πολυχρόνιον καὶ ἐξ αὐτοῦ δηναιὸς καὶ δηναιά . πολυχρονίαν δὲ καὶ παλαιὰν τὴν θάλασσαν λέγει διὰ τὸ πρῶτον
4025255 περιπεσοντας
ἄλλον ἐπιληψίᾳ καὶ οὕτως ἀπαλλαγέντας χρονίας ὀφθαλμίας καὶ ἑτέρους κεφαλαίᾳ περιπεσόντας ἢ κατάῤῥοις συνεχέσιν ἢ πυορροίαις διὰ τῶν ὤτων καὶ
τοὺς κατὰ πόλεμον αἰχμαλωτισθέντας , ἔτι δὲ τοὺς ἀδίκοις διαβολαῖς περιπεσόντας καὶ διὰ θυμὸν εἰς φυλακὰς παραδεδομένους , ποτὲ μὲν
4022514 φθονησῃς
οἱ καλοὶ καὶ τὸν οὐρανὸν οἰκεῖτε ὡς πόλιν . μὴ φθονήσῃς ἐραστοῦ σεαυτῷ δοῦναι μὲν ἀθανασίαν οὐκ ἔχοντος , τὴν
εἰπέ μοι : πόθεν ἔχεις ἐμοῦ παιδίου γνωρίσματα ; Μὴ φθονήσῃς μετὰ Δάφνιν εὑρεῖν τι κἀμέ . Κελεύσαντος δὲ τοῦ
4020634 ἐπειγειν
, αὐτὸς κίνει καὶ κέλευε λέγειν , κἂν φάσκῃ μηδὲν ἐπείγειν , ἔγκεισο . καὶ οὕτως αὐτὸν ὄψει σεσιγηκότα περὶ
ἐσπουδακώς . σκηψάμενος οὖν ἐπί τινι τῶν κατὰ τὴν γαστέρα ἐπείγειν , διανίσταμαι . καὶ ἐπεὶ προῆλθον , λέγει μὲν
4017521 ἀπεδραμεν
τῇ βασιλίδι τις ἡμᾶς διαβαλεῖ . ” καὶ ἡ μὲν ἀπέδραμεν , ἔστη δὲ ὁ εὐνοῦχος ἀχανής : οἷα γὰρ
, τότε νυκτὸς ὁρμήσας δι ' ὁδῶν ἀτριβῶν κουφοτάτοις ἵπποις ἀπέδραμεν ἐς Τριβόλαν , Ῥωμαίων αὐτὸν διώκειν ὁμοίως οὐ δυναμένων
4016597 ἐξερχομενα
οὕτω λέγεται τὰ βοτρύδια τὰ μετὰ τὸ πατεῖσθαι τῶν στεμφύλων ἐξερχόμενα . ταῦτα δὲ οὐ χρήσιμα . Ἄλλως . .
τῶν παιδίων . νυκτὸς δὲ ἐρχόμενον λαλεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἐξερχόμενα τὰ παιδία καταβιβρώσκονται ὑπ ' αὐτοῦ . Πολίτης τὴν
4008276 ἀποστερουμενος
ἔστι δὲ ὁ τὴν ἀποικίαν ἀγαγὼν τῶν Βακχιαδῶν Χερσικράτης , ἀποστερούμενος τῶν τιμῶν ὑπὸ Κορινθίων . Μοιράων δέ τε κεῖσε
ὥσπερ εἰκός [ ] , ἄνευ [ ] μαρτύρων , ἀποστερούμενος [ ] [ ] ἀναγκάζομαι δικάζεσθαι . Θεόμνηστος δὲ
4001970 δεηθεισα
ἐπιτηδείου γεγονότος πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος πάρεστιν ἡ χρησομένη οὐδὲν δεηθεῖσα τοῦ κατ ' ὀλίγον ἐμφύεσθαι ἢ ἀπό τινος μέρους
οἰχομένου Θαλασσίου θυγάτριον , ὡς δὴ τούτῳ κουφιοῦσα τὴν λύπην δεηθεῖσα λαμβάνει καὶ ἠγάπησεν ὥσπερ αὐτὴ τεκοῦσα : ἐπεὶ δὲ
4001912 ὠιου
, τοῦτ ' ἔστιν οὐρανοῦ κατόπται . καὶ ἀνεπλάσθη ὁμοίως ὠιοῦ σχήματι . καὶ ἐξέλαμψε Μώτ , ἥλιός τε καὶ
αὐτοῦ ? ? ἐστιν καὶ τὰ ? ? ἐντὸς τοῦ ὠιοῦ τίνα ἐστὶν ἐπίσταται : τὸν ὠιὸν συντρίψαντα [ ]
4001733 λαμπραν
δὲ τῆς γεννήσεως τὸν γεννηθέντα τότε εὐγενῆ μὲν ἀπέδειξεν καὶ λαμπρὰν τὴν ἀρχήν του , πρὸς δὲ τὰ τέλη δύσκολον
ἵππον ἀνὰ κράτος παρῆν ἐπὶ τὸν χάρακα καὶ πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γενέσθαι καλέσας Μάρκον Ὁράτιον τὸν περιλειφθέντα ἐκ τῶν τριδύμων
3996598 λιπαρει
κρατεῖν ; τοῦτ ' οὐκέτ ' ἂν πύθοιο , μηδὲ λιπάρει . ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις .
τρ ! ! ! [ ] ! αμαν . ] λιπάρει ] πίθοιϲ : ] ! ! [ ] υ
3992571 ἀποστειλαντας
Κοτυλίας πολέμῳ χειρωσαμένους κατασχεῖν . ἐκ δὲ τῆς Ῥεατίνης ἀποικίας ἀποστείλαντας ἄλλας τε πόλεις κτίσαι πολλάς , ἐν αἷς οἰκεῖν
κακοῖς τοὺς ἀγαθοὺς κρεῖττον εἶναι λέγων καὶ μεγαλοψυχότερον εἰς τοὺς ἀποστείλαντας φυλάττειν τὴν ὀργὴν ἢ εἰς τοὺς ἀποσταλέντας , καὶ
3988928 μαρτυρουντας
πέπεισται ὁμολογεῖν παρεῖναι . Αὐτὸς δ ' ὑμῖν πάντας τούτους μαρτυροῦντας παρέξομαι . Ἴσως τοίνυν Κλέων οὑτοσὶ φήσει οὐκ εἰκὸς
τετελευτηκότος καταψεύδεται , καὶ κατ ' ἐμοῦ ῥᾳδίως τὰ ψευδῆ μαρτυροῦντας τοὺς οἰκείους τοὺς ἑαυτοῦ παρέχεται , ἔκ τε τῶν
3987473 ἀγκωνας
ἄρθρα ἀλγοῦντας , οἷον γόνατα , ὤμους , σφυρά , ἀγκῶνας , καὶ μάλιστα εἰ χρονίσειαν . Κηροῦ πιτυΐνης ,
τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν . Τὸ ὦν δὴ τεῖχος ἑκάτερον τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται : τὸ δὲ ἀπὸ τούτου
3987308 παραγιγνομενους
ἐκ βασιλέων εἰς τὰ ἔθνη καὶ τὰς πόλεις τὰς ἡμετέρας παραγιγνομένους , ὅπως καὶ αὐτοὺς διὰ τοιούτου τρόπου καὶ πρὸς
τῶν πολεμίων καὶ κακὰ πάσχοντες . Ἀλλὰ χρὴ τούς τε παραγιγνομένους ἐπὶ τὰς πύλας ἀθροίζεσθαι μέχρι τινὸς πλήθους , ὡς
3986501 καταλαμβανομενους
Τύλλον ἔχαιρέ τε καὶ μέχρι πολλοῦ καθιππεύων τὰ πεδία τοὺς καταλαμβανομένους διέφθειρεν , ἤδη δὲ δεδυκότος ἡλίου τοὺς ἱππέας ἧκεν
τῶν Καδμείων : διώκειν τὴν ἀλώπεκα μετὰ τοῦ κυνός : καταλαμβανομένους δὲ περὶ τὸ Τευμισὸν λίθους γενέσθαι τόν τε κύνα
3986398 περιθεων
Διασωθεὶς δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον οὐκ ἠρέμησεν , ἀλλὰ κύκλῳ περιθέων τοῦ χάρακος τὰ φρονήματα τῶν στρατιωτῶν ἐπερρώννυεν ὡς μηδέν
ἀναιρῶν : λέοντας δὲ καὶ παρδάλεις ὅσα τε ζῷα γενναῖα περιθέων ἄνωθεν κατηκόντιζεν . οὐδέ τις εἶδεν ἀκόντιον δεύτερον οὐδὲ
3984038 ἐπισπασαι
λίθοι γένωνται . πολλοὶ οἱ βουκόλοι γάλα ὀρέγοντες καὶ οἴνου ἐπισπάσαι , ἡδεῖς Αἰθίοπες ἐν τῷ τοῦ χρώματος ἀτόπῳ καὶ
μηλωτίδα , εἶτα τὸν δάκτυλον καθεὶς εἰς τὴν ἕδραν , ἐπισπάσαι τὸ ἔντερον ἄκρῳ τῆς μηλωτίδος καὶ περιαίρει κάτωθεν ἀρχόμενος
3981477 ἀσπασασθαι
τῷ τάχει , ὥσπερ ἄλλος πρὸ ἄλλου τὴν ἐρωμένην θέλων ἀσπάσασθαι . εἰ δὲ ἔδει καὶ ποταμῶν ἔργα συνάπτειν τῷ
, ἀλλ ' οὐδέ , τὸ κοινότατον , ὡς πολίτης ἀσπάσασθαι . κινδυνεύσω τάχα καὶ ὡς μοιχὸς τῆς ἐμῆς γυναικὸς

Back