| σημείωσαι ὅτι οὗτος θηλυκῶς εἶπε τιάραν , ὁ δὲ Ἡρόδοτος ἐντ αʹ ἀρρενικῶς τιάρην . μεταφορικῶς εἶπεν ἀντὶ τοῦ ὑγιᾶ | ||
| ἀναρίτας τε κάρυκάς τε καὶ σκιφύδρια , τὰ γλυκέα μέν ἐντ ' ἐπέσθειν , ἐμπαγῆμεν δ ' ὀξέα , τούς |
| : οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά | ||
| : οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά |
| δ ' ἀνέρες ἀλκήεντες Αἴθοπες ἠνορέῃ πίσυνοι πίσυρες τελέουσι . πλεκτὰ σάκη τεύχουσιν ἐϋστρέπτοισι λύγοισι καρτερὰ καὶ πλευρῇσι περίδρομα , | ||
| λέγει τὰ ὀξύβαφα , ἐξ ὧν τοὺς κύβους ἠφίεσαν : πλεκτὰ δὲ ⌈ ἦν Γ [ ἦσαν ] ⌈ καὶ |
| Ι κατ ' ἀρχὴν πρὸ τοῦ Τ συστέλλεται : ἴτυς ἰτέα , [ ἴτριον ] . Ἴτωνά τε καὶ ἴτεαι | ||
| ἐκπεσὸν ὑπὸ χειμῶνος ἀνέστη πάλιν αὐτόματον ὥσπερ ἐν Φιλίπποις μὲν ἰτέα , ἐν δὲ Ἀντάνδρῳ πλάτανος καὶ τῆς μὲν οὐδὲν |
| τῆς ἰλύος : ἡνίκα ἀγγεῖον βουλόμεθα καθᾶραι ἔχον τρυγίαν ἢ σωλῆνας ἔχοντας ἰλύν , ἐπιβάλλομεν ὕδωρ καὶ ἀνατινάσσομεν , καὶ | ||
| Λασιοκνήμοισι : δασύποσιν . Ὁλκούς : βόλους . πόρους : σωλῆνας . Ἀπέρευσε : ἀφεῖλεν . Γάνιος : εὐφρόσυνος . |
| ἄνθρωποι καλέονθ ' , ἁμὲς δὲ λεύκας τοὶ θεοί . κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον | ||
| κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν : καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου , ὃς καλεῖται πίννα : καὶ |
| ' ἔρνεα τηλεθάοντα πολλὸν ὑπὲρ γαίης ὀρθοσταδὸν ἠέξοντο : Ἑσπέρη αἴγειρος , πτελέη δ ' Ἐρυθηὶς ἔγεντο , Αἴγλη δ | ||
| : πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα |
| ἡ παροιμία σαφής : γέγονε δὲ ἐντεῦθεν . φασὶ τοὺς ἀττάγας ὄρνιθας μετακομισθέντας εἰς Αἴγυπτον ἐκ Λυδίας καὶ ἀφεθέντας εἰς | ||
| ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων . καὶ αἱ πλάγιοι ἀτταγᾶν . καὶ ἀττάγας πληθυντικῶς . , . ἀττικισμός : ἡ πρὸς τοὺς |
| κανόνα τὸν προλεχθέντα καὶ ὅσα ὀστρακώδη τὰ λεγόμενα ζῳόφυτα τουτέστιν ὄστρεια , παγούρους καὶ ἀστακοὺς καὶ ὀμύδια , κτένια καὶ | ||
| , γηγενὴς ἄνθρωπος . ἐπεὶ πάλαι δεδείπναμεν πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινα ἰδὼν γέροντι φῦκος ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους |
| πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 | ||
| ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος , |
| δισυλλάβως . ὄμφακας βλέπειν : οἷον αὐστηρὸν καὶ δριμύ , ὄμφακες γὰρ τὰ ἄωρα τῶν βοτρύων καὶ ὄξινα . ὄζειν | ||
| πέρι γλῶχες τελέθουσι τούς τε θέρει σπείρουσιν , ὅτ ' ὄμφακες αἰόλλονται , οἷα Διώνυσος δῶκ ' ἀνδράσι χάρμα καὶ |
| καὶ μελάντερος τὸν νῶτον . Ἐπίχαρμος : σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες . τοῦτο δὲ σημειωτέον πρὸς Σπεύσιππον λέγοντα εἶναι | ||
| δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς γραῖαί τ ' ἐριθακώδεες . |
| μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , | ||
| ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς |
| ; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον | ||
| , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή , |
| ὅτι τοῦ πολιτικοῦ λόγου καὶ γοργότης καὶ τραχύτης καὶ τὰ τμητικά , ἐν τούτῳ δὲ πολὺ τὸ ἀναβεβλημένον , εἶτα | ||
| φολεάτινον , τὰ δὲ πρὸϲ τῷ θερμαίνειν ἱκανῶϲ ξηραίνοντα καὶ τμητικά , ὥϲπερ τὸ κύπρινόν τε καὶ Ϲικυώνιον , τὰ |
| , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης ὁ φλοιός | ||
| ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου . ἐν κομάροισι κέονται : κεῖνται καὶ |
| ἐτέλεσεν τὴν διακονίαν ὀρθῶς . παρὰ τοῖς οὖν ἀνθρώποις ἡ πτελέα δοκεῖ καρπὸν μὴ φέρειν , καὶ οὐκ οἴδασιν οὐδὲ | ||
| μετρίας μετέχει στύψεώς τε καὶ ῥύψεως , ὥσπερ καὶ ἡ πτελέα , καθαίρει καὶ ἀναπληροῖ τὰ καθαρὰ τῶν ἑλκῶν : |
| πέπειρα , ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , περσικά , ῥοιαί , μέσπιλα , κράνα , προῦμνα , κεράτια , ὁ τῆς | ||
| , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας . |
| φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας | ||
| φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου δείπνου γὰρ ὅστις ὑστερεῖ , τοῦτον |
| τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενόν φησιν : ἀμυγδάλας καὶ μῆλα καὶ μιμαίκυλα καὶ μύρτα καὶ σέλινα κἀξ οἴνου βότρυς καὶ μυελόν | ||
| ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα . Θεόφραστος : ἡ κόμαρος ἡ τὸ μιμαίκυλον φέρουσα |
| οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
| ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
| ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστις δῆλον . Ἀντιφάνης : κεστρεῖς ἔχων ἄλλους στρατιώτας τυγχάνεις νήστις . Ἄλεξις : ἐγὼ | ||
| δεύτεροι δὲ οἱ ἐκ Σινώπης . καλοῦνται δ ' οἱ κεστρεῖς ὑπό τινων πλῶτες ὥς φησι Πολέμων ἐν τῷ περὶ |
| πολύποδες , σηπίαι , τευθίδες , καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , | ||
| τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι δράκοντεϲ κόκκυγεϲ γαλιώνυμοι ϲκορπίοι τράχουροι |
| νέον γλάγος . ὡς λιμνῆτις ἅπαν ἐκ βδέλλα : ὡς λιμναία βδέλλα , παρὰ τὸ βδάλλειν καὶ οἷον ἐξαμέλγειν τὸ | ||
| καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ μελανούρῳ |
| σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , σάλπαι , γόγγροι , φάγροι , λάμιαι , | ||
| τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ |
| ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ; ἔκκλινον . ἀρκεῖ , μὴ | ||
| , ἦν δὲ ζύγαιναι , πρήστιες , κἀμίαι τε καὶ βάτοι ῥίναι τε τραχυδέρμονες . ἐν δὲ Μεγαρίδι : τὰς |
| ἔνδειαν : μᾶλλον δ ' αὖ διὰ τουναντίον γίνεται τὰ ξανθά . Τὰ μὲν γὰρ πυρρὰ διὰ πλείω προσφορὰν τροφῶν | ||
| , τοῖϲ δὲ ϲμικρόν , δριμύ , χολῶδεϲ : οὖρα ξανθά , δακνώδεα : τὴν γνώμην οὐ παράφοροι μέν , |
| κυπαίρω . καὶ Ἴβυκος : μύρτα τε καὶ ἴα καὶ ἑλίχρυσος , μᾶλά τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα . | ||
| κισσὸς κισσύβιον ] . ἐπανάληψις τὸ σχῆμα . ἑλιχρύσῳ : ἑλίχρυσος εἶδος φυτοῦ , οὗ τὸ ἄνθος χρυσοειδές . ἑλιχρύσῳ |
| ' ἰδέσθαι : ἐν γάρ οἱ δήεις ὁρόων ὑάλωπιν ἴασπιν σάρδιά θ ' αἱματόεντα καὶ αἰγλήεντα μάραγδον . Ἐν δ | ||
| καὶ τὰ ἐνθάδε λιθίδια εἶναι ταῦτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια , σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα |
| ' , ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , | ||
| ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ ' ἐς τὰ κάρδαμα . Ἀζύμου κράσεως , ἀντὶ τοῦ τῆς γλίσχρας . |
| ἐστιν , εἰς ὃ τὰ κηρία συνάγεται ἀγγεῖον , ἡ κυψέλη . καπνῷ τυφόμεναι : ἀντὶ τοῦ καπνιζόμεναι : σημαίνει | ||
| τούτου καὶ Εὔπολις ἐν Πόλεσιν καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα Δήμῳ κυψέλη ἔνεστιν . ἦν δὲ καὶ εὔμορφος ὁ Δῆμος . |
| ὑπακτικά . τὰ δὲ πετραῖα , κωβιοί , σκορπιοί , ψῆτται , τὰ ὅμοια ξηρὰν δίδωσι τροφήν , εὔογκα δ | ||
| βάτραχοι , πέρκαι , συνόδοντες , ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , |
| εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . Σιτία μὲν οὖν ὑγρότερα ταύταις ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι | ||
| γῆς ἔντερα ἑφθὰ , μετὰ χυλοῦ τινος τῶν προειρημένων . Σιτία δὲ προσφέρεσθαι τὰ εὔχυμα , καὶ ἄδηκτα , καὶ |
| τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων . ὁ σπάρος δριμύς , ἁπαλόσαρκος , ἄβρομος , εὐστόμαχος , οὐρητικός | ||
| κόλλουρος , σκορπίοι ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ |
| πεινῆν διδάσκει καὶ μαθητὰς λαμβάνει . εἷς ἄρτος , ὄψον ἰσχάς , ἐπιπιεῖν ὕδωρ . Ὦ Κλέων , παῦσαι φλυαρῶν | ||
| . παρὰ τὸ ἴσχω ἰσχνῶ ἰσχναίνω παραγώγως : ὅθεν καὶ ἰσχάς : γράφεται καὶ ἴσχανε , ἀντὶ τοῦ ἔπεχε πράυνε |
| καὶ λαγῲ καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . Ἐπίχαρμος : ἦν δὲ νάρκαι βατίδες , ἦν δὲ ζύγαιναι , ῥίναι τε τραχυδέρμονες | ||
| : καὶ γὰρ τεσσαρακονθήμεροι ἀπαλλάσσονται : ἀλλ ' οὐδὲ αἱ νάρκαι ἐπιγίνονται ἰσχυραὶ , οὔτε αἱ καταψύξιες τῶν σκελέων τε |
| ὥρας τοῦ ἔαρος : χειμῶνα δὲ δηλοῖ . Γ ἡ ἀκαλήφη λάχανόν ἐστιν ἄγριον , λέγουσι δὲ εἶναι τὴν κνίδην | ||
| τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη ὀνομάζεται : τάχα δὲ ἴσως διὰ ταύτην καὶ ἡ |
| τοῦ κελεύω κέλευμα . Σώφρων : ” οἵ γε μὰν κόγχοι ὥσπερ ἐξ ἑνὸς κελεύματος ” . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . | ||
| ἁμῖν πᾶσαι , τὸ δὲ κρῆς ἑκάστας ἐξέχει . Αἰσχύλος κόγχοι , μύες , ὄστρεα . Ἱκέσιος δέ φησι τῶν |
| φυτευόμενα μὲν οὖν κατὰ φύσιν ἀγαθὰ γίνεσθαι παρὰ φύσιν δὲ ἄκαρπα . ταῦτα μὲν οὖν ὥσπερ κοινὰ πάντων . Τῶν | ||
| ἐλαίας μὲν συνεκφέρουσιν , δάφνας δὲ οὐδαμῶς . τὰ δὲ ἄκαρπα χείρω χωρὶς τῶν ἐχόντων ἐξ αὐτῶν ἢ δι ' |
| καὶ ὁλκίμου ὕλης γόνιμοι , εὐτράπεζοι δέ . σαργοί , μελάνουροι , κάνθαροι εὐστόμαχοι , εὔχυλοι , εὐδιοίκητοι , τροφώδεις | ||
| : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ μοσχίται οἱ οὐροῦντες μέλαν , ἢ τὰ |
| ὅσα κατὰ τοὺς φυκιόεντας ἀγμούς , ὅ ἐστιν αἰγιαλούς , περιβόσκεται κνώδαλα , κωβιοὶ καὶ τὰ τοιαῦτα ὅσσα τε ] | ||
| , ὅσσα τε πετρήεντος ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ μὲν ὠμὰ πάσαιτο , τὰ |
| βότρυες , σῦκα , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆμος ἐλᾶαι , στέμφυλα | ||
| καὶ ἡ σικύα καὶ ἄλλ ' ἄττα καὶ τῶν ἐλαττόνων ἕρπυλλος , ἰασιώνη : πάντα γὰρ ταῦτα ζῇ πρὸς ἑτέρῳ |
| φέρειν βαλάνους , μέσσας δὲ μελίσσας : εἰροπόκοι δ ' ὄιες , φησίν , μαλλοῖς καταβεβρίθασι , καὶ ἄλλα δὴ | ||
| Αἰσχύλος : λεοντοχόρταν βούβαλιν νεαίρετον . καὶ ὅτι αἶγες καὶ ὄιες θήλειαι κέρατα πολλάκις ἔχουσαι κεράδες καλοῦνται . . . |
| μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ | ||
| καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης |
| ἄρκυες , ἐνόδια , ἐμβόλια , στάλικες , στήριγγες , κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , | ||
| τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι . τὸ δὲ ὀβελισκολύχνιον , στρατιωτικὸν |
| Μυελῶν κράτιστός ἐστιν ὁ ἐλάφειος , εἶτα μόσχειος , εἶτα ταύρειος , εἶτα αἴγειος , εἶτα προβάτειος : καλὸς δ | ||
| . ἤδη δὲ καὶ παροιμιακὸν γέγονεν . ἀντὶ τοῦ ” ταύρειος “ ” κύνειος “ εἶπε παρ ' ὑπόνοιαν : |
| βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , | ||
| καὶ ὅσα τοιαῦτα οὐκ εὔχυμα . δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι τε καὶ τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί |
| καὶ ὕδωρ πᾶν βραδύπορόν ἐστιν . Περσικά , ἀρμένια καὶ πραικόκκια : καὶ πᾶσι δὲ τοῖς ὡραίοις ἐδέσμασιν , ὅσα | ||
| ὑπάρχει , λέλεκται πρόσθεν . ἔστι δ ' ἀμείνω τὰ πραικόκκια τῶν ἀρμενιακῶν . Ὅσα μὲν στύφει τῶν μήλων , |
| , τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι | ||
| καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες |
| αἱ δὲ ἄλλαι ἁλυκώτεραι . τὰ δὲ ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα , αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , | ||
| ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττομένων ὑπάρχον . ὥσπερ γὰρ εὔχυμά τε καὶ τρόφιμα πάντα ἐστὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐδεσμάτων , οὕτως βλάπτει |
| τ ' ἐφύπερθε τάπητας χλαίνας τ ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι . αἱ δ ' ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ | ||
| , καί νύ κέ οἱ θηητὰ καὶ ἄμβροτα τεύχε ' ἕσασθαι δώσω , ἃ καὶ μακάρεσσι μέγ ' εὔαδεν ἀθανάτοισιν |
| ἴγδιν . . τὴν θυΐαν ἀγνοεῖς ; τοῦτ ' ἔστιν ἴγδις . ἐλθών τε πρὸς τὸν τεμαχοπώλην περίμενε , παρ | ||
| καὶ στρόβιλος . μακτρισμὸς δὲ καὶ ἀπόκινος καὶ ἀπόσεισις καὶ ἴγδις ἀσελγῆ εἴδη ὀρχήσεων ἐν τῇ τῆς ὀσφύος περιφορᾷ . |
| ταῦτα . ἀμφίβια δὲ ἵππος ποτάμιος ἐνυδρὶς κάστωρ κροκόδειλος . φολιδωτὰ δὲ σαῦρος σαλαμάνδρα χελώνη κροκόδειλος ὄφις : ταῦτα δὲ | ||
| εἴρηται πάντα τὰ τῶν ἰχθύων γένη ἔξω τῶν σελαχίων . φολιδωτὰ δέ ἐστιν ὅ τε σαῦρος καὶ ἡ σαλαμάνδρα καὶ |
| μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ | ||
| ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα |
| τε καὶ ἀκταῖοι μελάνουροι , βῶκες καὶ περόναι καὶ πετρώεντες ἴουλοι καὶ πέρκαι τρίγλαι τε πολύστικτοί τε χελῶναι μόρμυρος αἰγιαλεύς | ||
| μέτωπον . αἱ δὲ παρὰ τοὺς κροτάφους τῶν τριχῶν ἐκφύσεις ἴουλοι , χαῖται δ ' ὄπισθεν κατὰ τὸ ἰνίον . |
| : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ⋮ Ὁ θαλάσσιος ὁ ἰχθὺς ὁ γλαῦκος τὰ γεννώμενα ἐκ τῆς συννόμου παραφυλάττεται ἰσχυρῶς , ἵνα | ||
| , περισσοτέρως . Ὠοτοκῆες : γεννῶντες ὠὰ , ὅτι ὁ γλαῦκος διαφέ - ρει τῶν ἄλλων ὠοτοκούντων ἰχθύων : ὅ |
| ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , | ||
| ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , |
| καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη | ||
| ἐν στρογγυλότητι τὸ σαρκῶδες . καὶ τῶν θαμνωδῶν δὲ ἡ μυρίκη σαρκῶδες τὸ φύλλον ἔχει . ἔνια δὲ καὶ καλαμόφυλλα |
| , κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον . κολοκύντη τούτων μὲν | ||
| πιφαύσκω , ὅτι καὶ τὸ παρ ' Ὁμήρῳ „ ὦ πέπονες „ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πεποίηται ὡς ἀπὸ τοῦ φόνου μεταπεσόντος |
| παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς | ||
| σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις . |
| , ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , | ||
| ἐστὶν οἶσθα σύ , γύναι : σκόροδα , τυρός , πλακοῦντες , πράγματα ἐλευθέρι ' , οὐ τάριχος , οὐδ |
| ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις | ||
| ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις ' |
| ἐμβαλέειν στορέσαι τ ' ἐφύπερθε τάπητας , χλαίνας τ ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι . αἱ δ ' ἴσαν ἐκ | ||
| παρ ' οὗ καὶ ὅτε δεῖ ἀπιέναι πολεμήσοντας , ] ἐνθέμεναι . χρεία δὲ ταῖς λοιπαῖς ναυσὶ τὸ στρατιωτικὸν τάγμα |
| αὐτῆς τόδε τὸ ὅπλον καὶ οἱ τῶν ἁλιέων δεινοὶ τὰ θαλάττια : οὔτε γὰρ ἄλλος ἰάσεται τὸ τραῦμα οὔτε ἡ | ||
| στάδιοι διακόσιοι καὶ τεσσαράκοντα . ἦν δὲ ἰδεῖν καὶ ὄρνεα θαλάττια , λάρους καὶ ἀλκυόνας , ἐπὶ τῶν δένδρων νεοττεύοντα |
| κατ ' αὐτῶν κατενεχθεὶς τύχῃ , κατακλᾶται . ὅτι ὁ αἴγαγρος τὸν πατέρα γηρωκομεῖ καὶ ὅτε τῷ γήρει μὴ προϊέναι | ||
| πέρδικες ἢ ὄρτυγες , τρυγόνες , χερσαίων δὲ λαγώς , αἴγαγρος , δορκάδες , τῶν δὲ ἡμέρων τὰ ἀκροκώλια τῶν |
| σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων | ||
| δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς |
| - † χοιρίνας , ἁδέα δε κυκλωτὰ † ομοφλωκτα † ἀνάριθμα καὶ μελίπακτα τετυγμέν ' ἄφθονα σασαμόφωκτα : τυρακίνας δὲ | ||
| ἄπειρον τὸ ἓν εἴη ; ἢ τί κωλύει πολλὰ καὶ ἀνάριθμα τοιαῦτα εἶναι ; ἔτι τί κωλύει καὶ πλείω ὄντα |
| εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι | ||
| σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , |
| οἱ γλυκεῖς φοίνικες , σταφίδες αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί , γογγυλίς , βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι | ||
| ὁ ἥμερος ὁ ἀπὸ τῆς κράμβης ἐκκαυλούμενος . κολοκύντη , γογγυλίς , πυροί , κριθαί , ὄσπρια , κατερεικτά , |
| τακερὸν ἐν αὑτοῖς ἔχειν . βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα σκληρότερα καὶ δυσπεπτότερα καὶ τροφὴν | ||
| καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , |
| μὲν φύλλον ἐγγὺς τοῦ τῆς ἰτέας , πολύοζον δὲ καὶ πολύφυλλον καὶ τὸ δένδρον ὅλως μέγα : τὸν δὲ καρπὸν | ||
| ' ἐπικηρότατον ὁ πίσος : πρὸς μὲν τὰς ἐρυσίβας ὅτι πολύφυλλον καὶ χαμαισχιδὲς καὶ εὐαυξές : συμπληροῖ γὰρ τὸν τόπον |
| ἐφεξῆς ἐστιν εὔζωμα , σία , σέλινα , πετροσέλινα , ὤκιμα , ῥαφανίδες , κράμβαι , τεῦτλα , σκόλυμον , | ||
| ἐφεξῆς ἐστιν εὔζωμα , σία , σέλινα , πετροσέλινα , ὤκιμα , ῥαφανίδες , κράμβη , τεῦτλα , σκόλυμον , |
| : τῷ δὲ ἱματίῳ ζῴδιά τε καὶ τῶν ἀνθῶν τὰ κρίνα ἐστὶν ἐμπεποιημένα . ὁ δὲ θρόνος ποικίλος μὲν χρυσῷ | ||
| εὐψόφως ἐπικρουσθείη . ἀλλὰ τὰ μέν : ἐν θέρει τὰ κρίνα , ἐν χειμῶνι αἱ μήκωνες καὶ τὰ πλαταγώνια αὐτῶν |
| πληρωσάμενος . οὐκ ἐμπλησθεὶς ἀλλὰ προσδεὴς ὤν . χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς | ||
| κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα . |
| δηλονότι . . φιλύρινον : Καλλίστρατος χλωρόν . ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον | ||
| τὰς θερινὰς στραφέντα τὰ φύλλα τῆς ἐλαίας , ὥσπερ ἡ φιλύρα , καὶ ἡ πτελέα , καὶ ἡ λεύκη . |
| τρέφουσι πρὸς ἀλλήλους ἡ μύραινα , ὁ πολύπους καὶ ὁ κάραβος , καὶ πῶς ἐν ἀμοιβαίοις φόνοις μετὰ πανουργίας καὶ | ||
| : χρύσοφρυς , ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις . |
| ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ φάγροι τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος αὐτόθ ' ἔην , γαλέη , | ||
| ὑδατεινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ σαργοί τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος † ἄντα δ ' ἦν μεγάλη |
| δράκοντεϲ , γαλιώνυμοι , ϲκορπίοι τράχουροι τρίγλαι ὀρφοὶ γλαῦκοι ζύγαιναι γόγγροι φάγροι καὶ ὅϲα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ κητώδη ζῷα | ||
| τις νεφώδους ὄψις κίονος τοῖς πόρρωθεν ἀφορῶσι : καὶ οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ |
| . Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα , Σελήνης ἐν Ταύρῳ | ||
| κορήσατε ποιπνύσασαι ῥάσσατέ τ ' ἔν τε θρόνοις ' εὐποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους : αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας πάσας ἀμφιμάσασθε |
| ὅτε πρώτιστον ἴδωνται : πολλάκι θερμία καλά , τοτὲ χρυσανθὲς ἀμέργων λείριά τε στήλῃσιν ἐπιφθίνοντα καμόντων καὶ γεραὸν πώγωνα καὶ | ||
| ὅτε πρώτιστον ἴδωνται : πολλάκι θελμια καλά , τοτὲ χρυσανθὲς ἀμέργων λείριά τε στήλαισιν ἐπιφθίνοντα καμόντων καὶ γεραὸν πώγωνα καὶ |
| συκῆν . οὐκ ἔστι δὲ οὕτως , ἀλλ ' ἡ ἐρινεὸς εἶδός ἐστι συκῆς ἀπὸ Ἐρινεοῦ πόλεως Δωρικῆς † . | ||
| καὶ τὰ ὑπὸ ταὐτὸ γένος , οἷον κότινος ἐλάας καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα |
| ἡ μέν τις ὀρεινοτέρα ἐστίν , ἔχει δὲ φύλλα ὅμοια ὠκίμῳ , ὑπόλευκα , κλωνία δὲ καὶ κάρφη γεγωνιωμένα , | ||
| ἢ ψυλλίῳ ἢ ἀειζῴῳ ἢ λινοσπέρμῳ μετὰ χυλοῦ στρύχνου ἢ ὠκίμῳ μετὰ ψιμυθίου καὶ ἐλαίου καὶ ὄξους . γενομένης δὲ |
| καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια . Βάψεις δὲ τὰ | ||
| Ἄλλο . σηπίας ὄστρακον καυθὲν καὶ λειωθὲν ἅμα ἁλσὶν ὀρυκτοῖς ἀποτήκει τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς ὑπερσαρκώσεις καὶ πτερύγια . Σηπίας ὄστρακον |
| , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὢ κακοδαίμων | ||
| : ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς |
| ἐκ γένους θεῶν , ἀλλ ' ἐκ δένδρων μελιῶν : μελία δέ ἐστι δένδρον ἄσηπτον καὶ ἰσχυρόν , ὡς ἰσχυρὸν | ||
| ἐπικαλεῖται δὲ ἢ ὁ ἀπόλλων ἢ ὁ νικητὴς ἢ ἡ μελία , ὃ καὶ βέλτιστον : θήλεια γὰρ οὖσα , |
| τὸ κάστανον . Καστανέα ὄρος Θεσσαλίας , ἐξ οὗ τὰ κάστανα . τῶν δὲ καστάνων τὸ μὲν Σαρδιανόν , τὸ | ||
| καλοῦσι , τρέφουσι πισσῶν οὐκ ἔλαττον . θέρμοι τρόφιμοι , κάστανα , φακή , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , σταφίδες αἱ |
| ἥμεροϲ . Οὐρητικὸν ἔχουϲί τι καὶ οὗτοι , καθάπερ οἱ πέπονεϲ , ἀλλ ' ἧττον ἐκείνων , τῷ καὶ τὴν | ||
| πάνταϲ τρόπουϲ τῆϲ χρήϲεωϲ , κέγχροϲ ἔλυμον ὕδνα κολοκύνθη ἑφθὴ πέπονεϲ μηλοπέπονεϲ ϲίκυοι κοκκύμηλα ϲυκόμορα αἱ αὐϲτηραὶ καὶ ὀξεῖαι ϲταφυλαί |
| λιμναῖος καὶ ποτάμιος . οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ | ||
| τοῦ ὀπτοῦ : οὗτος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὐκοίλιος . σάλπη σκληρά , ἄστομος : κρείσσων δ ' ἡ ἐν |
| ἀντὶ τοῦ ἀναπνοὴν ἀναπέμψαι σφοδροῦ καπνοῦ , τουτέστι πυρποληθῆναι . γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς , ἤγουν στιλπνοὶ τοὺς ὀφθαλ - | ||
| ἱππόκαμποι τὸ ἅρμα , ἔφυδροι τὰς ὁπλὰς καὶ νευστικοὶ καὶ γλαυκοὶ καὶ νὴ Δία ὅσα δελφῖνες . κἀκεῖ μὲν δυσχεραίνειν |
| πόλιν . πολισσούχων ] τῶν τὴν πόλιν συνεχόντων . θ αὔειν λακάζειν : ταῦτα ἐπὶ τῶν ὀρνέων λέγεται : ἀλόγοις | ||
| ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν , τουτέστι τὰς δρῦς : οὕτως γὰρ καλοῦνται † |
| ἄγε . καρῖδας ἔλαβον πρῶτον , ἀπεταγήνισα ταύτας ἁπάσας . γαλεὸς εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ | ||
| ᾔτησας ἥκω δεῦρ ' ἄγων . ὁ πάππος ἦν μοι γαλεὸς ἀστερίας ἴσως . ἀναλφάβητος καὶ δὴ δεδειπνήκασιν αἱ γυναῖκες |
| τῶν νεκρῶν ] . οἰκείως δὲ τοῖς κατοιχομένοις καὶ ὁ νάρκισσος ἔχειν ἔδοξε καὶ τῶν Ἐριννύων ἔφασαν αὐτὸν στεφάνωμα εἶναι | ||
| ἑλίχρυσος , ἡμεροκαλλές , ἑλένειον , θρυαλλίς , ἀνθρίσκος , νάρκισσος , μελίλωτον , ἀνθεμίς , παρθενίς . μέμνηται δὲ |
| σοι μηλωτρὶς ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι | ||
| σηπία , ὀρφώς , κάραβος , ἔσχαρος , ἀφύαι , βελόναι , κεστρεύς , σκορπίος , ἔγχελυς , ἄρκτος . |
| , τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς | ||
| τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς |
| ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων | ||
| σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια |
| , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , | ||
| ἀλλ ' ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις |
| καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας , γλήχων , ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος | ||
| ἔτι προσέχοντες τὸν νοῦν , ἀλλὰ μὴ φυγὴ εἴη ἡ ἄφοδος , εἰ καταλιπόντες τὰ χρήματα ἀπίοιεν , καὶ οἵ |
| οἴνου πινόμενον . Ὑποστρώματα προφυλακτικά . Ὑποστρωννύμενα δὲ ταῖς κοίταις ἄγνος , ἀβρότονον , ἔχιον , καλαμίνθη , κόνυζα , | ||
| ὄφεις ἡ ἔνδροσός τε καὶ νοτερὰ καλαμίνθη φασὶ καὶ ὁ ἄγνος . τοῦτόν τοι καὶ ἐν Θεσμοφορίοις ἐν ταῖς στιβάσι |
| Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ ἀφύαι , περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρός φησι : Σταγόνιον | ||
| θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . . . . Ἑταιρῶν ἐπωνυμία αἱ ἀφύαι : περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρος φησίν : Σταγόνιον |
| εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι πειρωμένους ὠφελεῖ | ||
| διὰ τί ἰχθύς ; διότι ἄκανθαν ἔχει . διὰ τί σηπία ; διότι σηπίον ἔχει . ταῦτα δὲ πάντα ἀνάλογον |
| : τοὶ δ ' ἄρ ' ἐϋτροχάλοισι περίδρομα δαιδάλλονται σφραγῖσιν πυκινῇσιν ὁμοίϊα πορδαλίεσσι : τοὺς ἔτι νηπιάχους γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες | ||
| δ ' ἤντησαν ἐδωδῆς : γλῶσσα γὰρ ἐν σχοίνοισιν ἐρειδομένη πυκινῇσιν οἰδάνεται , στείνει δὲ λύγων βρόχος , οὐδ ' |