τῇ νοήσει τοῦ οὐρανοῦ , οὐχ ὡς καὶ αὐτοῦ μεταβατικῶς ἐνεργοῦντος , ἀλλ ' ὡς τῆς ψυχῆς τὴν ἐκείνου νόησιν
ἂν ἔτι εἰς τὸ σῶμα ταῦτα ἀφίκετο τοῦ πέμποντος οὐκέτι ἐνεργοῦντος τὸ πέμπειν διὰ τὸ κατέχεσθαι τῷ πάθει καὶ ἐξίστασθαι
7074762 ὁρατου
τοῦ ὁρατοῦ πεπτωκὸς σῶμα οὐκ ἐᾷ τὴν ὄψιν ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ ὁρατοῦ , οὕτως εἰ μεταξὺ τῆς διανοίας καὶ τοῦ ἐκτὸς
τοιαῦται ψυχαὶ εἴδωλα , αἱ μὴ καθαρῶς ἀπολυθεῖσαι ἀλλὰ τοῦ ὁρατοῦ μετέχουσαι , διὸ καὶ ὁρῶνται . Εἰκός γε ,
7013703 αἰσθητου
ἀφεστηκυίας , καὶ ἐπεὶ διάφοροι πρὸς τὰ αὐτὰ σημεῖα τοῦ αἰσθητοῦ αἱ γωνίαι γίνονται , εἰκότως καὶ δύο αἱ κρίσεις
, ἀλλὰ διὰ τὸ ἐνυλότερον καὶ τοῦ αἰσθητηρίου καὶ τοῦ αἰσθητοῦ ἐν τούτοις εἴδους σφοδρότερον καὶ διὰ τοῦτο ἐναργέστερόν τε
6937004 ἰδιωματος
ὀφρύων καὶ ῥινὸς σχήματος χαρακτῆρες τινὲς ἐγκάθηνται τοῦ τῆς ψυχῆς ἰδιώματος : ὀφθαλμοὶ γάρ φησιν ὁ Πολέμων “ ὑγροὶ λάμποντες
ἕνεκα . Ἔπειτα καὶ ἡ κίνησις κινεῖ : τοῦ γὰρ ἰδιώματος τούτου μεταδοτικὴ ἡ κίνησις , ὡς τοῦ ἱστάνειν ἡ
6927557 ψυχικου
. Διὰ τί οἱ μαινόμενοι παρακόπτουσιν ; ὅτι δυσοδία τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ἀποτελεῖται , διὰ τὴν ἔνστασιν καὶ τὴν μύσιν
ὅταν δὲ μετ ' ὠκύτητος , ἀθρόα ὕλη καθάπερ ἔλαιον ψυχικοῦ γίνεται φωτός . τὴν πέτραν ταύτην ἑτέρωθι συνωνυμίᾳ χρώμενος
6838331 κινουντος
κινήσεως κατὰ μὲν τὸ ὑποκείμενόν ἐστι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου , ἀλλ ' ἀπὸ μὲν τοῦ
κτλ . Ἀριστοτέλης δὲ καὶ Εὔδημός φασι τὸ ἐγγυτέρω τοῦ κινοῦντος τάχιστα κινεῖσθαι . . . . , : τὸν
6799688 πασχοντος
ὡρισμένη τε καὶ μεμετρημένη , ὡς ἐπὶ τοῦ πλεονεκτοῦντος καὶ πάσχοντος καὶ πλεονεκτουμένου . τῶν παρὰ τὸ ἑκούσιον , τὸ
ἀνθρώπους ὠφέλει μακρὰν τοῦ προσήκοντος , σαυτοῦ δὲ ἀφροντίστει κακῶς πάσχοντος : ὡς λίαν ἐγὼ ἐλπίζω τοῖς λόγοις οἷς λέγεις
6727760 αἰσθητικου
ὕπνος . οὐ γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος ἡτισοῦν ἀδυναμία τοῦ αἰσθητικοῦ , καθάπερ εἴρηται : καὶ γὰρ ἔκνοια καὶ πνιγμός
νεκρὰ τῶν σωμάτων , διότι ἀεὶ διαφανῶς τινος θερμοῦ καὶ αἰσθητικοῦ μετέχει τοῦ πλείονος διαπνεομένου . Πλάτων Δημόκριτος ἐν ὅλῃ
6681614 τεχνιτου
τῶν κακῶν : ἄτοπον γὰρ τὸ λέγειν τὸ ὑπὸ τοῦ τεχνίτου εἶδος ἐγγενόμενον προϋπάρχειν τε καὶ ἀίδιον εἶναι . Ὃ
εὖ φησι κατὰ τὴν οἰκείαν ἀρετὴν ἀποτελεῖται . ὥσπερ ἀρετὴ τεχνίτου ἡ κατὰ τέχνην τελειότης καὶ ἡ κατ ' αὐτὴν
6633372 πλεονασαντος
ἀπὸ τῶν δένδρων πίπτοντα οὐκ ἂν ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐδὲ πλεονάσαντος παρενεχθείη . ὃ δὲ οἶδα ἐν τῇ πρὸς θαλάσσῃ
μελαγχολιῶν καὶ πτωματισμῶν καὶ ἀναφορικῶν νοσημάτων καὶ ὁπόσα τοῦ ξηροῦ πλεονάσαντος ἢ φθαρέντος συνίσταται . Ἰδίοις μὲν οὖν τελευτῶσι θανάτοις
6629752 ἐμψυχου
ἐπειδὴ οὐσιωδῶς τοῦ γένους , τοῦτ ' ἔστι τῆς οὐσίας ἐμψύχου αἰσθητικῆς , οὐ κατηγορεῖται . ὁ αὐτὸς λόγος καὶ
τὸ τοῦ Κριοῦ καὶ τῶν ὅλων ἀρχὴν ὑποτίθενται , καθάπερ ἐμψύχου ζῴου τοῦ ζῳδιακοῦ τὴν ὑγρὰν τοῦ ἔαρος ὑπερβολὴν προκαταρκτικὴν
6614486 ἐγκρατους
κατήκοον , παρίστησι λέγων πειθαρχεῖ γοῦν τῷ λόγῳ τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς . εἰ γὰρ μὴ ἐπεφύκει πως λογικεύεσθαι , οὐκ
φαύλας ἐπιθυμίας καὶ ἰσχυράς , καί φησιν ὅτι εἰ τοῦ ἐγκρατοῦς ἐπιθυμίαι ἀγαθαί εἰσι , λοιπὸν ἡ ἕξις , ἤτοι
6558146 παθηματος
ἕστηκε . διὸ οὐκ ἄνευ μὲν τοῦ ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ παθήματος , οὐ μὴν τοῦτο ἡ αἴσθησις : ὅθεν καὶ
ἔχει . ὧδ ' οὖν κατὰ παντὸς αἰσθητοῦ καὶ ἀναισθήτου παθήματος τὰς αἰτίας λαμβάνωμεν , ἀναμιμνῃσκόμενοι τὸ τῆς εὐκινήτου τε
6534492 μοριου
Δίδυμος ἔφη , καὶ παραλαμβάνει αὐτὸ παρὰ τὸ ἔτης μετὰ μορίου τοῦ ὦ κλητικοῦ . Πρὸς ὅν φησι Τρύφων ,
ἀπὸ μελαίνης χολῆς , αὖαι δὲ ἀπὸ λιγνύος καὶ μητρῴου μορίου , λευκαὶ δὲ ἀπὸ φλέγματος . Σημειώσεις τινὰς θέλει
6509393 πεπονθοτος
παθόντος τοῦ ἀέρος ἡμᾶς ὁρᾶν , μεταξὺ ὄντος τοῦ μὴ πεπονθότος καὶ τοῦ φωτὸς μήπω ἐληλυθότος , πρὸς ὃ δεῖ
χυμόν , ὅπου καὶ μετὰ τὸν πρῶτον ἐπίδεσμον ἐκθλίβοντα τοῦ πεπονθότος μορίου τὸ αἷμα πρὸς τὴν ἀρχὴν τοῦ κώλου ,
6504785 νοητου
, τοῦ δὲ ἔρωτος αὐτοῦ τὸ παρηρεθισμένον εἰς τὴν τοῦ νοητοῦ κάλλους ἀπόλαυσιν ἄλλῃ δὲ οὐδαμοῦ ἀποπλανώμενον . , .
. Ταῦτα δὲ πάντα τοῦ ἐγκρατοῦς ἐστι καὶ ἐφιεμένου τοῦ νοητοῦ , τὸ πάσας τὰς δυνάμεις ἑαυτοῦ εἰς ἑαυτὸν ἑλκύσαι
6478212 ἐπιθυμητικου
συνθηκῶν . Ταῦτα δὲ πάντα τὰ λεγόμενα τὰς κινήσεις τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τὰς εἰς ἡμᾶς γινομένας ἐμφαίνει , τουτέστι τὰς καταγωγοὺς
νοητόν . Τὸ δὲ μόγις ἐξαναπνεύσας : ὁ ἵππος τοῦ ἐπιθυμητικοῦ δηλονότι ἤρξατο κατηγορεῖν τὸν ἡνίοχον ὅτι ἔδει προσελθεῖν τοῖς
6466182 συγγενους
ἤτοι γε ἐκ ταὐτοῦ καὶ ἑνὸς εἶναι γένους παντάπασιν ἢ συγγενοῦς τε καὶ μὴ πόρρω διεστηκότος , ὥσπερ ἔφαμεν ἔχειν
. . , . τὸν δίκαιον περὶ πλείονος ποιεῖσθαι τοῦ συγγενοῦς . . . , . τοὺς βουλομένους ἀθανάτους εἶναι
6461759 ὀργανου
τόποις γενόμενοι , καὶ λαβόντες τὰ κατὰ κορυφὴν διὰ τοῦ ὀργάνου , εὑρήσομεν κἂν τῇ γῇ τὸ αὐτὸ διάστημα ἀπέχοντες
μὴ θέλουσα , καὶ ἀναγκαζομένη , ἐξειπεῖν , ἀφαιρεθέντος τοῦ ὀργάνου τῆς φωνῆς . Ὁ Ἐπαμινώνδας τὸ γένος ἦν Θηβαῖος
6383164 κινουμενου
, οὐδ ' εἴ τις ἄλλος οὕτω λέγει , ὡς κινουμένου τοῦ φωτὸς καὶ γινομένου πρῶτον μεταξὺ τῆς γῆς καὶ
καταχρηστικῶς , ὃς περὶ τὴν συναφὴν ὢν τοῦ αἰθέρος κινεῖται κινουμένου τοῦ αἰθερίου ⌈ τοῦ σώματος καὶ αὐτὸν συγκινοῦντος ,
6365645 νου
νοῦν , οἱ δὲ ταῖς τῆς ψυχῆς αὐτῆς καὶ τοῦ νοῦ περιόδοις , οἱ δὲ τῇ φυσικῇ περὶ τὸν νοῦν
, τὸν δὲ οἷον κινούμενον . Τίς γὰρ ἂν ἡσυχία νοῦ καὶ τίς κίνησις καὶ προφορὰ ἂν εἴη ἢ τίς
6363255 ἀλογου
μονάδων τεσσάρων , τουτέστι μήκει ῥητή , ἀλλά τις πλευρὰ ἀλόγου ἀριθμοῦ , τουτέστι δυνάμει μόνον ῥητή , ἦν ἂν
θεός . ἀλλ ' ἐστὶ ταῦτα δωρεὰ τύχης , ἄλογος ἀλόγου , οἷαι αἱ παρὰ τῶν μεθυόντων φιλοφροσύναι . Μία
6353658 θυμικου
ἐστιν ἢ τινῶν μορίων ἕξις τοῦ παθητικοῦ ψυχῆς , οἷον θυμικοῦ μὲν ἀνδρεία , ἐπιθυμητικοῦ σωφροσύνη , δικαιοσύνη δὲ ἀμφοτέρων
ζητούντων ἐν θυμῷ μεγάλην ἀρετήν : καὶ γὰρ κινουμένου τοῦ θυμικοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ , ὅθεν καὶ εὐκάρδιος , παρακινεῖταί
6351671 ποιητικου
ἐκ τῶν παρὰ Σώφρονι Ἴσθμια Θεωμένων καὶ κεχωρισμένον ἐστὶ τοῦ ποιητικοῦ προσώπου . ἔθος δὲ εἶχον οἱ κατ ' Ἀλεξάνδρειαν
ποιοῦν εἶναι τὸ μάλιστα αἴτιον , καὶ τὸ ποιοῦν τοῦ ποιητικοῦ αἰτίου ὀνόματι διαφέρει μόνον . ὅσα οὖν τὰ ποιοῦντα
6340375 σφηνος
. τοῦτο δὲ φανερὸν ἐκ τοῦ καὶ μὴ πλησσομένου τοῦ σφηνὸς ἐνίοτε ψόφους καὶ ῥήγματα γίνεσθαι διὰ τῆς τοῦ σφηνὸς
, † πολλὰ δὲ καὶ τῶν μεγίστην τεχνῶν χρησίμων σὺν σφηνὸς ἐντεινόμενον , περὶ ὃ τὴν πλείστην ποιοῦνται φιλοτιμίαν καὶ
6340225 στοχαζεται
- λοιτο ; φησὶ γὰρ δή που διαβάλλων αὐτὴν ὅτι στοχάζεται καὶ προάγει τοὺς λόγους οὕτως ὅπως ἂν στοχάζηται .
πλὴν ὅσον μαντικὴ μὲν ἀπήλλακται στοχασαμένη , ῥητορικὴ δὲ οὐ στοχάζεται μόνον τῶν πραγμάτων , ἀλλὰ καὶ πράττει διὰ τῶν
6321245 κινητικου
, φοβηθέντες μὴ τὸ παραπλήσιον πάθωσιν , ὄντος τοῦ Πίθωνος κινητικοῦ καὶ μεγάλα ταῖς ἐπιβολαῖς περιβαλομένου . περιγενόμενοι δ '
τινὰ λογικὴν ἀπορίαν . δεῖ μὲν γὰρ εἶναι ἐνέργειαν τοῦ κινητικοῦ , δεῖ δὲ εἶναι καὶ τοῦ παθητικοῦ , ὧν
6289593 γνωστου
τὸ δὲ ἐν μέσῳ καὶ τούτου τὸ μὲν πρὸς τοῦ γνωστοῦ , οἷον τὸ ἡνωμένον , καὶ ταύτην διαφεῦγον τὴν
ποτὲ μὲν κρειττόνως γινώσκει τὸ γινωσκόμενον , τῆς αὐτοῦ τοῦ γνωστοῦ φύσεως ποτὲ δὲ χειρόνως ποτὲ δὲ συστοίχως : ὅταν
6285962 ὀδυνηρου
ὡς ἐπὶ καινοτάτῃ καὶ ἀγενήτῳ συμφορᾷ μήτε ἀπαθείᾳ καθάπερ μηδενὸς ὀδυνηροῦ συμβεβηκότος χρῆσθαι , τὸ δὲ μέσον πρὸ τῶν ἄκρων
γινομένων ἐξ ἡλίου πιθανῶς κατασκευάζουσιν : ἄλλως : ἐκ τοῦ ὀδυνηροῦ βίου στοχάζεται βελτίονα εἶναι τὰ ἐν Ἅιδου τῆς γῆς
6284022 ἀναγωγου
λόγους τοῦ σώφρονος , τοὺς δὲ περὶ τοῦ θείου καὶ ἀναγωγοῦ οὐδέπω . Διὸ αὐτὸς μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀποπαύεται ,
βούλεται διαλαβεῖν καὶ περὶ τοῦ ἀμείνονος καὶ ἐγκρατοῦς ἔρωτος καὶ ἀναγωγοῦ ἵππου , ὅτι ἕλκεται μὲν ἅτε δὴ σώματι προσομιλοῦσα
6276755 διακρινεται
καὶ θαυμάζειν ἄξιον Ἐρασιστράτου , πῶς μὲν ἡ ξανθὴ χολὴ διακρίνεται τοῦ αἵματος , ἐπὶ πλεῖστον διαλεχθέντος , ὅπως δὲ
Τοῦδε τοῦ χρόνου παρελθόντος ἰσχυρότερά ἐστι τὰ ἔμβρυα , καὶ διακρίνεται καθ ' ἕκαστα τῶν μελέων τὸ σῶμα : καὶ
6268625 λογιστικου
καὶ ἀναγκαῖα ἔχειν τὰ τοῖς τεθειμένοις ἑπόμενα , τοῦ δὲ λογιστικοῦ τὸ ἐξ ἐνδεχομένων καὶ ἐνδεχόμενα , δῆλον ὅτι διάφοροι
δὲ ὑπὸ πόνων . ] Ἀφροσύνη δέ ἐστι κακία τοῦ λογιστικοῦ αἰτία τοῦ ζῆν κακῶς . ἔργα δὲ αὐτῆς :
6267432 ὀγκου
τῶν ὀδόντων διαιρεῖσθαι , πλείστην τροφὴν διδόασι τοῖς σώμασιν ἐξ ὄγκου βραχέος : ὅσοι δ ' ἐναντίοι τούτοις ῥᾳδίως μὲν
ἡ διὰ τῶν ἀσπίδων πρὸς χοιραδικοὺς ἀναγραφεῖσα ἐφ ' ὧν ὄγκου χαύνου μέγεθος καθελεῖν βουλόμεθα : καθαιρεῖ γὰρ ἱκανῶς οὐ
6266928 ὀξυτης
ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει
ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ
6266474 γευστου
καὶ σιγῆς καὶ μεγάλου ψόφου , οὕτω τοι καὶ γεῦσις γευστοῦ καὶ ἀγεύστου . ἔτι ἐπεὶ ἀόρατον τὸ μὲν φύσει
ἐπὶ τῶν ἄλλων . ἔτι πάσχει ἡ γεῦσις ὑπὸ τοῦ γευστοῦ , ᾗ γευστόν , καὶ διὰ τοῦτο ἀνάγκη τὸ
6263395 ἀκρατους
ἔτι δὲ οὐδὲ ὁμοίως δύναται νῦν ἀπορούμενον τὸ ἐπὶ τοῦ ἀκρατοῦς . ἐκεῖνος μὲν γὰρ οὐ κατὰ τὴν βούλησιν ποιῶν
Ἐνταῦθα μέλλει διδάξαι , ὅτι ὁ ἀκόλαστος τιμιώτερός ἐστι τοῦ ἀκρατοῦς . φησὶ γάρ , ὅτι ὁ ἀκόλαστος μὴ ἔχων
6258929 παραφοραν
μόνον πρὸς τῇ κυρτῇ περιφερείᾳ , διὰ τὴν τῶν ἐξαρμάτων παραφοράν . Ἐπὶ πᾶσιν δὲ ὁ μεσημβρινὸς ἐντὸς καθάπερ ἐν
αὐτῶν οὐδενὶ τῶν ὄντων προσέοικεν . Ὥστε ἂν εἴπῃς θείαν παραφοράν , ἄφελε πάσας εὐθὺς τὰς ἀνθρωπίνας παρατροπάς . Καὶ
6253226 χυμου
καὶ ἐϲχάραϲ ἄχρι ὀϲτέου ῥήϲϲει . Χολῆϲ ξανθῆϲ ἀμιγοῦϲ ἑτέρου χυμοῦ ἀποκριθείϲηϲ καὶ κατά τι μόριον ἱϲταμένηϲ τὸ πάθοϲ ἕρπηϲ
εἰς αὐτὴν τὴν κεφαλὴν ἀναπέμποντος , ἤδη ἐκεῖ συστάντος ὀλεθρίου χυμοῦ . τοσοῦτο δὲ τῶν ἄλλων οἵδε διενηνόχασιν , ὡς
6223909 πλεοναζοντος
καὶ μορίοις πρὸς ἕτερόν τι μεταβαλλούσης κατὰ τὴν ἐπικράτειαν τοῦ πλεονάζοντος ἢ περιττεύοντος καὶ φθείρειν πως ἢ πρὸς ἑαυτὸ τρέπειν
ἀντὶ τοῦ οὗ κατῴκισε , κατοικίσαι . ὁ δὲ λόγος πλεονάζοντος τοῦ μέν οὕτως : οὗ κατοικίσαι μὲν καὶ οἱονεὶ
6222648 ἐνεργεια
ἄλογος . ἡ μὲν οὖν θεία τοῦ θείου σώματος αὐτῆς ἐνέργεια . ἐν μὲν γὰρ αὐτῷ κινεῖται καὶ αὐτὸ κινεῖ
περὶ μὲν τὸ σῶμα ἕξις , κίνησις , σχέσις , ἐνέργεια , δύναμις , ὄρεξις , ὑγίεια , ἰσχύς ,
6220357 φθαρτου
ψυχῆς γένος ἕτερον εἶναι τοῦτο , καθάπερ τὸ ἀίδιον τοῦ φθαρτοῦ . ἐπεὶ καὶ ὅταν λέγῃ , τοῦτ ' ἐστὶ
: πολλῷ ἄρα μειζόνως πρὸ τοῦ ἄλλως ἀϊδίου : τοῦ φθαρτοῦ ἄρα πορρωτάτω διέστηκεν : οὐκ ἄρα τὸ ἓν ἑκάστῳ
6202299 σῳζομενης
οἰκείας φύσεως καὶ κινήσεως οὕτως ἐφέλκηται τὸ χόριον : μὴ σῳζομένης δὲ τῆς πρὸς τὸ βρέφος τοῦ χορίου συνεχείας μολίβδου
ἐπιβλαβές , δεῖ γὰρ ἐμπείρως τὴν ὁλκὴν γενέσθαι . διὸ σῳζομένης τῆς πρὸς τὸν ὀμφαλὸν αὐτοῦ συνεχείας ἐπὶ χειρῶν μιᾶς
6192174 ῥοη
: ἢν δὲ ᾖ φλεγματῶδες καὶ πουλὺ καὶ ἀργὸν ἡ ῥοὴ , φλεγμαίνει δὲ καὶ ὧδε : καὶ ἡ φλεγμονὴ
γίνεσθαι , οὐ τοῦ εἶναι : ἡ μὲν γὰρ ἄπαυστος ῥοὴ τῶν σωμάτων διὰ τὴν ὕλην , ἀτρεμίζει δὲ ἕκαστον
6171502 διεφθαρμενου
ἔτι τῷ πλήθει κρατοῦντες : οὐχ ἧττον γὰρ ἦν τοῦ διεφθαρμένου τὸ λειπόμενον : τὰ σφέτερα αὐτῶν ἀφέντες περιῆλθον ἐπὶ
μεταφορικῶς οὖν φησιν ἐνταῦθα ῥάκη , ἤγουν τὰς ῥυτίδας τοῦ διεφθαρμένου αὐτῆς προσώπου ὑπὸ τοῦ γήρως . . ὑγιαίνειν :
6169578 εἰωθυια
, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ εἶπε καὶ νῦν , ἀλλ ' εἰωθυῖά τις , τουτέστι κωλυτική : εἰ δὲ λέγοις ὅτι
] ἐπὶ τοῦ τραχὺ ἀκούει . τὸ δὲ πάνσοφος ἡ εἰωθυῖά ἐστι τοῦ Σωκράτους εἰρωνεία : τὸ γὰρ λάσιον καὶ
6169103 ἀψυχου
τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστήν , τοσούτων , σώματος οὖσα ὄντως ἀψύχου μεταβολή ; Ὀρθῶς . Ὀρθῶς ἄρα καὶ κυρίως ἀληθέστατά
ἀνενδεὴς καὶ οὐδὲν ἐπιποθοῦσα οὐδὲ ἐπιθυμοῦσα οὐδενὸς οὔτε ἐμψύχου οὔτε ἀψύχου πρὸς ἡδονῶν ἀπολαύσεις ; οὐδὲ χρόνου , ἐν ᾧ
6105910 ὀρεκτου
τινὸς ὀρεκτοῦ , δεῖ προηγήσασθαι τὴν ὄρεξιν ἔφεσιν οὖσαν τοῦ ὀρεκτοῦ ἁπλῶς καὶ λόγου χωρίς , εἶτα τὸν λόγον ἐπισχεῖν
ἵσταται ἀλλὰ δεῖ καὶ πράξεως , ἵν ' ἐφίκηται τοῦ ὀρεκτοῦ περὶ οὗ καὶ συνελογίσατο , οὕτως ἡ ποιητικὴ τέλος
6099264 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
6092214 ποιουντος
. ὁ ταχὺς ἄγαν τὴν μουσικήν : ὡς ἐπὶ τροχοῦ ποιοῦντος αὐτοῦ ποιήματα . ἦν δὲ καὶ μελοποιός . Γ
ἀβάκιον : εἰ γὰρ ἦν , οὐκ ἔχρηζε τέκτονος τοῦ ποιοῦντος . καὶ οἱ λίθοι πῇ μέν εἰσιν ὄντες ὡς
6088109 ὀφθαλμου
λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος , εὐθεῖαν δὲ κατὰ τοῦ ἑτέρου ὀφθαλμοῦ , σιμὴν δὲ κατὰ γενείου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ
τινα αἰτίαν , ἤτοι διὰ πόνον κεφαλῆς ἢ δι ' ὀφθαλμοῦ , κοιμηθῆναι ἄγει εἰς ὕπνον γεννικῶς ὡς ὑπνωτικὸν φάρμακον
6085719 ζωτικου
κινήσεως οὔσης ἐπὶ τῷ ἀπώσασθαι τὰ λιγνυώδη καὶ περιττὰ τοῦ ζωτικοῦ τούτου πνεύματος , ταύτας δεῖ σε ἱκανῶς ἐπισκεπτόμενον ἐξευρίσκειν
τῆς τῶν χυμῶν ἀναθυμιάσεως , οὕτω τὸ ψυχικὸν ἐκ τοῦ ζωτικοῦ κατεργασθὲν ἐπὶ πλέον ἔχει τὴν γέννησιν : ἐχρῆν γὰρ
6080782 ἀναδεχομενου
ἀπὸ Ἀλεξάνδρου βασιλεῖς , αὐτοῦ φανερῶς τὸν ὑπὲρ αὐτῶν πόλεμον ἀναδεχομένου πάντας μεταπεσεῖσθαι ταῖς γνώμαις καὶ τοῖς παραγγελλομένοις ἑτοίμως ὑπακούσεσθαι
αὖθις δὲ τὸ μετ ' αὐτό , ἀεὶ τοῦ σύνεγγυς ἀναδεχομένου τὸ πάθος , ἐξιωμένου δὲ τοῦ πρώτου πάσχοντος ,
6070897 μετειληφεν
καλουμένου . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ὡς δύο μέρη λόγου ὄντα μετείληφεν , ἵν ' ᾖ ὑπὸ τῷ νηίῳ : φησὶ
κόσμον ἐπωνομάκαμεν , πολλῶν μὲν καὶ μακαρίων παρὰ τοῦ γεννήσαντος μετείληφεν , ἀτὰρ οὖν δὴ κεκοινώνηκέ γε καὶ σώματος :
6054059 ἐπαρσιν
] τὴν ἀλαζονείαν . οὐ κόμπον ] οὐ κόμπον καὶ ἔπαρσιν ἔχων , ἀλλ ' ἐν τῷ θεῷ θαρρῶν .
ἐφ ' ᾧ καθήκει συστέλλεσθαι . Ἡδονὴν δ ' εἶναι ἔπαρσιν ψυχῆς ἀπειθῆ λόγῳ , αἴτιον δ ' αὐτῆς τὸ
6048981 διεντερευματος
κάτω δὲ στενή : διὸ καὶ ὀξὺ ᾄδει . τοῦ διεντερεύματος ] ⌈ ἕνεκα τῆς περὶ τοῦ ἐντέρου λεπτολογίας καὶ
καὶ πρὸς τὸ ἄκρον κοίλη , ἡ σάλπιγξ . τοῦ διεντερεύματος : τοῦ † ἐρωτήματος † τοῦ διὰ τοῦ ἐντέρου
6034437 ἀχωριστος
οὐ πᾶσα κίνησις χωριστή ἐστιν : ἰδοὺ γὰρ ἡ οὐρανία ἀχώριστος ὑπάρχει : ἀεὶ γὰρ ὁ πόλος κινεῖται . ἔστι
σιμότης ἐν ῥινὶ ἔχει τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ
6032422 ἐγκεφαλου
διανοίας καὶ πληγὴν ὑπ ' ἀέρος δι ' ὤτων καὶ ἐγκεφάλου καὶ αἵματος μέχρι ψυχῆς διαδιδομένην . λέγεται δὲ καὶ
συστρέφονται περὶ τὸν ἐγκέφαλον , ἔνθα , ἤγουν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου , προέρχονται κεκαλυμμέναι σκότῳ πολλῷ . χορεύουσι δὲ συστρέφοντες
6031291 συνδεδεμενη
διὰ τὸ εἶναι κατὰ ταύτην ἀνενδεῆ , ἡ δὲ ψυχὴ συνδεδεμένη τῷ σώματι καὶ τὸ ὄμμα τὸ αὐτῆς τῇ γενέσει
κρίσει θανάτου κατεψηφισμένον : κοινωνῶν τῆς ἁμαρτίας : συγκεκλεισμένη συνεχομένη συνδεδεμένη : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ὀρνίθων , ἀντὶ τοῦ :
6028260 παθους
διὰ σινάπιος φοινιγμῷ καὶ κατακρουνισμῷ . μὴ ἀνασκευαζομένου δὲ τοῦ πάθους οὐκέτι μόνον ἀπὸ συστολῆς , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ
ὂ ὂ ὂ ἂ ἂ ἄ ] ταῦτα μετά τινος πάθους ἀναβοῶσιν ἐξ ἀπόπτου τοὺς Αἰγυπτιάδας ἰδοῦσαι . μάρπις ]
6004106 ἀκουστου
ἀκουστοῦ ἐστιν ἡ ἀκοή , οὐ συγχωρήσει τὴν διάνοιαν τοῦ ἀκουστοῦ ἐπιγνώμονα γίνεσθαι , καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων τὸ
φυτὰ ὑπὸ τῶν βροντῶν οὐ πάσχουσιν ὑπὸ τοῦ ψόφου ὡς ἀκουστοῦ , ἀλλ ' ὅτι ἐν ἀέρι ὁ ψόφος ,
5997331 λογιϲμου
μαθήϲῃ . ὅτι μὲν γὰρ ἡ τῆϲ μνήμηϲ καὶ τοῦ λογιϲμοῦ ἀπώλεια ψύξεωϲ ἔκγονοϲ ὑπάρχει , ἴϲμεν : εἰ δέ
μετά τινοϲ βλάβηϲ τοῦ λογιϲμοῦ , καθάπερ καὶ ἡ τοῦ λογιϲμοῦ βλάβη καθ ' αὑτὴν πρότερον ϲυμβαίνει , κἄπειτα ἐπακολουθεῖ
5989761 ἀρθρου
ὅτι τινὲς τῶν νεωτέρων ἀνέγνωσαν χωρὶς τὸ ο , ὡς ἄρθρου ὄντος , εἶτα Ἰλῆος . Ὁ δὲ Ὅμηρος σὺν
καὶ ἐπιμόνου τρίψεωϲ μετὰ τοῦ ἀποπειρᾶϲθαι καὶ τῆϲ τοῦ πεπονθότοϲ ἄρθρου κάμψεώϲ τε καὶ ἐκτάϲεωϲ . Χαλᾶται τὰ ἄρθρα πολλάκιϲ
5987536 αἰσθητηριου
οἷον ἦν τὸ προεωραμένον , ἢ μικτόν τι , τοῦ αἰσθητηρίου ἔτι σώζοντος καὶ τὸ τοῦ πρώτου πάθος , καὶ
δὲ τοῖς ἰκτεριῶσι τὰ ἔξω φαίνεται , αὐτὸ τοῦτο τοῦ αἰσθητηρίου πάσχοντος , καὶ κωνώπια ὡς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρῶμεν
5980876 ἡγεμονικου
ἁμαρτάνειν , ἄγνωμον καὶ τυραννικόν . Τέσσαρας μάλιστα τροπὰς τοῦ ἡγεμονικοῦ παραφυλακτέον διηνεκῶς καὶ ἐπειδὰν φωράσῃς ἀπαλειπτέον , ἐπιλέγοντα ἐφ
. ἀλλ ' ἡ μὲν ἀπόδειξις οὐκ ἂν εἴη τοῦ ἡγεμονικοῦ τυπωτική : ἀσώματος γάρ ἐστι , τὸ δὲ ἀσώματον
5980832 μελαγχολικου
ἀπωξυσμένα τὰ ὦτα φαίνεται . γίνονται μὲν ἐκ παχέος καὶ μελαγχολικοῦ χυμοῦ τὴν ῥοπὴν τῆς φορᾶς πρὸς τὸ δέρμα ἔχοντος
ὑπ ' αὐτῶν . ἐπειδὴ οἱ νεφροί εἰσιν ἐκ τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ , διὰ τοῦτ ' οὖν παρὰ τῶν εἰρουμένων
5968051 ἀορατου
ψυχὴ ἐπιτήδειος . οἶκον οὖν ἐπίγειον τὴν ἀόρατον ψυχὴν τοῦ ἀοράτου θεοῦ λέγοντες ἐνδίκως καὶ κατὰ νόμον φήσομεν . ἵνα
Λακεδαιμονίων βασιλέως , ἀλλὰ μᾶλλον εἰ ἔτυχεν τὸν Ἀνάνιος οὕτως ἀοράτου κατὰ δόξαν ὄντος . Οὐδὲ τὸν τῶν ἡμιθέων τῶν
5966862 λογικου
θυμικὸν καὶ τὸ ἐπιθυμητικόν , ἡνιοχῶνται καθάπερ ἵπποι ὑπὸ τοῦ λογικοῦ , τότε γίνεται δικαιοσύνη : δίκαιον γὰρ τὸ μὲν
τὴν πρώτην ἑβδομάδα . ἔστι δ ' ἐννόημα φάντασμα διανοίας λογικοῦ ζῴου : τὸ γὰρ φάντασμα , ἐπειδὰν λογικῇ προσπίπτῃ
5965811 ἀτροφια
καὶ κατάψυξις καὶ παραποδισμὸς καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία τοῦ μέρους καὶ παρεμποδισμὸς τοῦ ἵστασθαι ἢ καὶ περιπατεῖν
ἀχλύς , ἀμβλυωπία , πλατυκορία , σύγχυσις , ἀτονία , ἀτροφία , φθίσις , γλαύκωσις , μυδρίασις , δικορία ,
5959799 διανοιαϲ
, χαλεπώτερα γίνεται ϲυμπτώματα , χολεμεϲία , ϲπαϲμόϲ , παρακοπὴ διανοίαϲ καὶ πυρετὸϲ ὀξύϲ , ἐφ ' ὧν δεῖ καὶ
ϲυνόχοιϲ πυρετοῖϲ ἢ ἡμιτριταικοῖϲ καὶ μάλιϲτα εἰ καὶ τὰ τῆϲ διανοίαϲ τοῦ κάμνοντοϲ ᾖ ῥεμβώδη καὶ δυϲαιϲθηϲία κρατεῖ , πνιγμοὺϲ
5953112 νωκαρ
σπάνιά ἐστιν : ἔστι γὰρ τὸ ἧπαρ : ἦμαρ : νῶκαρ : μῶμαρ . Εἰς αρ λήγοντα οὐδέτερα τὸ υ
νω στερήσεως , νωκαίρω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω . νῶκαρ . ἔγκειται δὲ τὸ νω στερητικόν . σκαίρω δὲ
5952138 σωματικου
περιόντι θαυμασιώτερα , ὅσον οὐκ ἐκ μέρους ἑνὸς καὶ τούτου σωματικοῦ τὸ γένος πιστούμεθα , ἀλλ ' ἔκ τε ὅλου
τὸ ὀρθὸν πεφυκυίας ὁρμᾶν κρατήσασα καὶ πρὸς ἡδονὴν ἀχθεῖσα κάλλους σωματικοῦ καὶ τῇ τοιαύτῃ ἀγωγῇ τῶν συγγενῶν ἑαυτῆς ἐπιθυμιῶν κρατήσασα
5943677 καταληπτικον
τε ἐναργείας καὶ τῆς ἀληθείας , ὅπερ ἴσον ἐστὶ τῷ καταληπτικόν . Ὧδε μὲν καὶ ὁ Πλάτων : Σπεύσιππος δέ
καὶ ἀκαταλήπτων φαντασιῶν . Πρὸς τούτοις , εἴ τι ἄλλο καταληπτικόν τινός ἐστι , καὶ ἡ ὅρασις . οὐχὶ δέ
5941397 παθητικην
ἔγκλισις περιέχει τὰς τρεῖς διαθέσεις , τὴν ἐνεργητικήν , τὴν παθητικὴν καὶ τὴν μέσην : ἑκάστη δὲ διάθεσις περιέχει τοὺς
καὶ ἐλεῆσαι . ψυχῆς γὰρ πάθος ἐπὶ συγγνώμῃ προτείνεται . παθητικὴν οὖν ποιήσῃ τοῦ πρώτου προοιμίου τὴν ἔννοιαν : ἁπάντων
5939260 ἐπιπολαιου
ἡμῖν δέ , φησί , ῥητέον ὅτι γελοῖον ἐξ οὕτως ἐπιπολαίου ζητήματος ἕκαστον τῶν ἀριθμῶν αὐτὸ ποιεῖν καὶ ἰδέαν .
τοῦ βῆξαι ἐγένετο . Ὁ ἀνωτέρω μὲν λόγος περὶ βηχὸς ἐπιπολαίου , οὗτος δὲ καὶ βηχὸς κακοήθους , καὶ κόπου
5927627 φανταστον
τοῦ καθόλου μὲν εἶναι τὴν ἀπόδειξιν , πᾶν δὲ τὸ φανταστὸν μερικὸν ὑπάρχειν : οὐδὲ ἡ σπουδὴ ἄρα ἡ προηγουμένη
. . . οἱ δὲ Στωικοὶ τέσσαρα ταῦτά φασι φαντασίαν φανταστὸν φανταστικὸν φάντασμα , φαντασίαν μὲν λέγοντες τὸ πάθος τῆς
5922010 μεριστου
ἐστὶ τοῦ τε ἀμερίστου ταυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τὰ σώματα μεριστοῦ ταυτοῦ : ὁμοίως δὴ καὶ θάτερον μέσον . Καὶ
τὸ συγκεκρᾶσθαι : οὐ γὰρ δήπου συμφθαρέντος τῷ ἀμερίστῳ τοῦ μεριστοῦ καὶ τὴν μὲν οἰκείαν δύναμιν ἀπολεσάντων , συστησάντων δὲ
5919493 ἐκστασις
ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ
τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει
5909634 φερομενου
στυλοειδῶς ὑπὸ πνεύματος ἀθρόου ὠσθέντος καὶ διὰ τοῦ πνεύματος πολλοῦ φερομένου , ἅμα καὶ τὸ νέφος εἰς τὸ πλάγιον ὠθοῦντος
, ὡς ἂν ἐκ τῆς ἐναντίας ζώνης διὰ τῆς ἀοικήτου φερομένου τοῦ ποταμοῦ . μαρτυρεῖν δὲ τούτοις καὶ τὴν ὑπερβολὴν
5896839 ἐμποιουντος
' ἐπεὶ κυριώτερον παθητικὸν λέγεται τὸ αὐτὸ πεπονθὸς τοῦ πάθος ἐμποιοῦντος , ἐφ ' ὧν ἐστιν ἄμφω , ἐπὶ τούτων
καὶ διακαοῦς τά τε ἔνδον συμφλέγοντος καὶ συγκαίοντος καὶ φλεγμονὰς ἐμποιοῦντος αὐτῇ σφοδροτάτας καὶ ἐξόπτησιν τοῦ ὅλου αἵματος καὶ φθορὰν
5894157 συναισθησις
ὑπόστασιν ψαμμώδη ἔχοντα , καὶ ἡ κοιλία ἐκδίδωσι δαψιλῆ , συναίσθησίς τε γίνεται τῷ πεπονθότι , ὡς παροδεύοντος ἀπὸ τῶν
ἀθροιζομένων εἶπεν : ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς αἰσθητοῖς τοῦ καθόλου συναίσθησίς τε καὶ σύστασις καὶ ἡ ἐπὶ τοῖς πρώτοις καθόλου
5884874 φυτικου
ἢ ἐνταῦθα ἕν τι τοῦτο ὁ θυμός , οὐκέτι παρὰ φυτικοῦ ἢ αἰσθητικοῦ . Ἐκεῖ μὲν οὖν καθ ' ὅλον
; Οὐ γὰρ δὴ ἀπαιτητέον ὄμματα . Εἰ οὖν τοῦ φυτικοῦ συγχωρουμένου ἦν συγχωρεῖν , ἢ ἐν πνεύματι ὄντος τοῦ
5883136 νευρου
δεηθῶμεν . ἔτι μὴν σφίγγει τε καὶ φρουρεῖ τὴν τοῦ νεύρου τοῦ μαλακοῦ κατάφυσιν . εἰ γοῦν τινος θεάσει προπετέστερον
κρυϲταλλοειδοῦϲ ὑγροῦ : ἡ δὲ ἀμαύρωϲιϲ ἔμφραξίϲ ἐϲτι τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου , ὡϲ μηδόλωϲ ὁρᾶν τὸν οὕτω παθόντα καθαρᾶϲ φαινομένηϲ
5880394 ἠλλοιωσθαι
ἕνεκεν ἐλήλυθεν εἰς τὴν Λῆμνον φησί τε ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἠλλοιῶσθαι , ὥστε ἐντυχόντα τῷ Φιλοκτήτῃ μὴ γνωσθῆναι ὑπ '
ἐγείρηται καὶ ἐνεργείᾳ φρονῇ καὶ ἐπίστηται , παθεῖν τι ἢ ἠλλοιῶσθαι , ὥσπερ οὐδὲ τὸν οἰκοδόμον ὅταν οἰκοδομῇ . ἀλλ
5872949 ῥοιζου
ὕδατι , νίτρῳ μεθ ' ὕδατος , μελικράτῳ μετὰ πολλοῦ ῥοίζου : οὕτως γὰρ ἐξωσθείη τὸ ἐνερειρηκός : κνησμωδῶν δ
ὀρθοέθειρον , αἰφνίδιον , βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον ,
5870100 δρωντος
ἑαυτοῖς ἐπιβουλεύειν , οὐδεὶς ἂν οὔτε ἐμοῦ κατηγόρησεν ὡς ἔκθεσμα δρῶντος , οὔθ ' ὑμᾶς ὡς ἀνίατα πάσχοντας ᾠκτίζετο .
τε καὶ χωλεύουσα καὶ δύσκολος , οὐ διὰ τὴν τοῦ δρῶντος αἰτίαν , διὰ δὲ τὴν τῆς ὕλης ταραχήν τε
5863676 φανταστου
τὸ ὑπάρχον γίνηται , πᾶσα δὲ φαντασία ἀπὸ ὑπάρχοντος τοῦ φανταστοῦ καὶ κατ ' αὐτὸ τὸ φανταστὸν συνίσταται , πᾶσα
φανταστικὸν δὲ διάκενος ἑλκυσμὸς πάθος ἐν ψυχῇ ἀπ ' οὐδενὸς φανταστοῦ ὡς σκιομαχοῦντος . φάντασμα δέ ἐστιν ἐφ ' ὃ
5860541 ἐγκεντρου
κατὰ τὰς διχοτομίας γινόμενον τοῦ εζπη ἐπικύκλου καὶ τοῦ μλνξ ἐγκέντρου , οἷον τὰς ζ η , αἵτινες διὰ τὴν
κύκλου φαίνεσθαι φερόμενον , καὶ τὸν ἐπίκυκλον αὐτοῦ κατὰ τοῦ ἐγκέντρου , καθάπερ ἔφαμεν , τῆς δὲ σελήνης τὸν ἐπίκυκλον
5848887 ἑστωτος
Αἴγειρον ἀπόκοψον , καὶ κατὰ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ στελέχους τοῦ ἑστῶτος ἐν τῇ γῇ ζύμην ὕδατι λύσας ἐπίχεε , καὶ
πονηρίᾳ ψυχὴν εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ὀρθοῦ λόγου . καὶ οὕτως ἑστῶτος τοῦ νόμου καὶ τὰ αὐτὰ ἀεὶ φθεγγομένου τὴν ἀξίαν
5848177 ὁρασις
ὑπό τινων ὠνομάσθαι , ὅτι καλὰ καὶ χαρίεντα μόνη ἡ ὅρασις παρέχει . ἄλλοι δὲ τὴν ὄψιν τὴν ὅρασιν ὀνομάζουσι
καὶ τὰ πόρρω ὁρᾶν . μὲν καὶ ἡ ἀπὸ ὕψους ὅρασις , λέγεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ὑψηλὸς τόπος :
5847804 ἀπαθεια
, δι ' ὧν πρὸς τὸ πρῶτον ἀγαθὸν ἀναφέρεται , ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια , ὧν τὸ μὲν πρακτόν , τὸ
ψευδῆ ταῦτά ἐστιν , ἐξ ὧν ἡ εὔροιά ἐστι καὶ ἀπάθεια ἀπαντᾷ , λάβε μου τὰ βιβλία καὶ γνώσῃ ὡς
5845458 ὑγιους
τὴν χεῖρα θέσιν ἴσχειν παρ ' αὐτὸ τὸ ἀκρώμιον τοῦ ὑγιοῦς ὤμου . τὸ δὲ τοιοῦτον σχῆμα πρὸς τὴν ἐκτὸς
φασὶν αὐτοὺς μὴ προαγωνιστῇ σοι καὶ ὑπερμάχῳ χρῆσθαι , δόξης ὑγιοῦς διαμαρτάνουσι . σαφὴς δ ' ἐγὼ πίστις : ὅσα
5840596 πληττομενου
αἴσθησιν ; Ἢ καὶ δεῖ μὲν ἀέρος τὴν πρώτην τοῦ πληττομένου , τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη ἄλλως τὸ μεταξύ ;
φωνήν , καὶ κτύπος ὀψιτέλεστος ἐπὶ χρόνον ἦλθεν ἰωῆς , πληττομένου πρώτιστον ἀτέρμονος ἠέρος ἠχῆι . ἣ δ ' ἔτι
5838465 κουφου
ἐναπόληψιν τῶν κενῶν τοῦ σκληροῦ καὶ μαλακοῦ καὶ βαρέος καὶ κούφου . διὸ σκληρότερον μὲν εἶναι σίδηρον , βαρύτερον δὲ
σώματι ἐντίθησι . χρήσαιο δ ' ἄν ποτε καὶ αὐτῇ κούφου χρῄζων ἐδέσματος . Κέγχρος δὲ κατὰ ζειὰν οὖσα ὀλιγότροφος
5836289 ἱμερου
τῆς τέχνης τὸν χαλκὸν μαλαττούσης , χλιδῆς δὲ ἦν καὶ ἱμέρου μεστὸς καὶ τὸ τῆς ἥβης ἔφαινεν ἄνθος , πάντα
δαρὸν ] ἐπιπολύ . ἐξὸν ] δυνατοῦ ὄντος . . ἱμέρου ] ἐπιθυμίας τῆς σῆς . . τέθαλπται ] ἐξεκαύθη
5835379 στερησις
στέρησιν διὰ τὸν ἀνεπιτήδειον τοῦ χρόνου : ἵνα γὰρ γένηται στέρησις , χρεία χρόνου ἐπιτηδείου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων
. ἀλλὰ καὶ εἴ τις πανσελήνου οὔσης εἴποι ὅτι ἐπειδὴ στέρησις ἐγένετο τοῦ ἐξ αὐτῆς φωτός , ἐξέλιπε , τούτου
5825633 ἀποτυγχανει
δὲ τὸ φυτὸν πρὸς πᾶν τὸ τοιοῦτον ποιοῦσα πάθος οὐκ ἀποτυγχάνει . Δεῖ οὖν καταφρονεῖν τῆς ματαίας καὶ ἀκαίρου ὕλης
πάντα τελειοῖ , ἡ δὲ διψυχία μὴ καταπιστεύουσα ἑαυτῇ πάντων ἀποτυγχάνει τῶν ἔργων αὐτῆς ὧν πράσσει . βλέπεις οὖν ,
5823718 χρωτος
εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ
τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ '
5811828 ϲυνιϲταμενον
διψῶϲιν ἀμέτρωϲ , ὅθεν καὶ διψακὸϲ ἐκλήθη τὸ πάθοϲ , ϲυνιϲτάμενον ἀϲθενούϲηϲ μὲν τῆϲ καθεκτικῆϲ τῶν νεφρῶν , ἐρρωμένηϲ δὲ
μὲν ὁ Γαληνὸϲ τὸν ἐξ αἵματοϲ ζέοντόϲ τε καὶ λεπτοῦ ϲυνιϲτάμενον ὄγκον ἐρυϲίπελαϲ ὀνομάζων τὸν ἐξ ἀμφοῖν αἵματόϲ τε καὶ
5810837 σφυγμου
τὰς κατ ' αὐτοὺς διαφοράς . Οὐδὲν οὖν ἕτερον τοῦ σφυγμοῦ πεφυκότος ἢ διαστολῆς καὶ συστολῆς τῆς ἀρτηρίας καὶ τῆς
βραδύτης , σκληρότης , μαλακότης . πόσα ἐστὶ ποιητικὰ αἴτια σφυγμοῦ ; δύο , ἡ δύναμις ἡ ποιοῦσα καὶ κινοῦσα
5808793 νεφρου
ἡ χρεία τῆς ἐνεργείας αὐτῶν . ζητεῖται δὲ οὐ μόνον νεφροῦ , ἀλλ ' ἑκάστου μορίου ἐνέργεια : ὁπηνίκα γὰρ
καθαίρεται διὰ τῶν ἀδήλων πόρων : τὸ δὲ οὖρον διὰ νεφροῦ καὶ οὐρητήρων . ἔντερα δὲ λέγεται ἀπὸ τοῦ εἱλεῖσθαι
5807040 μουσικου
εἰσι τῷ εἴδει , καὶ οὐκ ἔστιν ἡσθῆναι τὴν τοῦ μουσικοῦ ἡδονήν , μὴ ὄντα μουσικόν , ἢ τὴν τοῦ
ἀλλὰ τῷ λόγῳ : ἄλλος γὰρ ἀνθρώπου λόγος καὶ ἄλλος μουσικοῦ . ἔστι δὲ τὸ ὑποκείμενον , ὅταν αὐτὸ νοῆται

Back