ὑφ ' ἓν ἄθρουν μεριστὸν διάστημα . Ἔτι καὶ οὕτως ἐλεγκτέον ἐστὶ τοὺς πάντα μὲν εἰς ἄπειρον τέμνεσθαι λέγοντας ,
αἱρετὸν οὔτ ' ἀποδοκιμαστέον διὰ τὴν τύχην , ἀλλ ' ἐλεγκτέον διὰ τὸν τρόπον . οὐδὲ πλούσιος ἀγαθὸς ὢν τοσούτῳ
7843948 Οὐθ
τὰ γὰρ πάρος πρὸς αὐτὸν πάντ ' ἐφεύρημαι κακός . Οὔθ ' ὡς γελαστής , Οἰδίπους , ἐλήλυθα , οὔθ
ἀλλ ' ἡ τοῦ μάντεως φωνὴ φθάνει τὸ ἔργον . Οὔθ ' ὁ Λεόντιος ἔδωκε τὴν ἐπιστολήν , ἀλλ '
7427834 ὑπερηφανους
μένειν μηδ ' ἀντιπράττειν τοῖς ἐψηφισμένοις ὑφ ' ἑαυτῶν , ὑπερηφάνους καὶ τυραννικὰς ἔδωκεν ἀποκρίσεις , οὐ τὴν βουλὴν ἄρχειν
θρόνον τὴν αἰδῶ αὐτὴν ὀνομάζει : ὑπέρφρονας δὲ λόγους τοὺς ὑπερηφάνους φησὶν , οἱονεὶ , οὔτε ὑπερήφανα λέγει ὡς ὁ
7401652 ἀχνασδημι
κεν Ἄφαιστον ἄγην βίαι . . . εἲς τὼν δυοκαιδέκων ἀχνάσδημι κάκως , οὔτε γὰρ οἰ φίλοι . . .
+ , . Ἀχνάσδημι : ὡς παρ ' Ἀλκαίῳ : ἀχνάσδημι κακῶς , οὔτε γὰρ οἱ φίλοι . ἔστιν ἀχῶ
7175953 ἐγκαταλειπεται
ἔξω ψόγου προσήκει καταλιπεῖν , ὅτι καὶ δι ' ἀμφοτέρων ἐγκαταλείπεται κέρδος , ἐπαινουμένων μὲν ἀγαθῶν , κακιζομένων δὲ πονηρῶν
προσέχειν οὖν δεῖ πόσον ἀπορρύπτεται τοῦ ῥύπου , καὶ πόσον ἐγκαταλείπεται , καὶ εἰ τοῦτο ἀνωδύνως πράσσεται : δῆλον γὰρ
7124645 ἡλιουται
, Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οὔθ ' ὕεται οὔθ ' ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος καθεστώτων . Οὐδ
τὰς διατριβὰς ποιουμένων λέγεται . Οὔθ ' ὕεται , οὔτε ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης καθεστώτων φροντίδος . Οὐκ
7019494 λαλιστεραν
τῶι βαρβίτωι καθεύδω . ἔχεις ἅπαντ ' : ἄπελθε : λαλιστέραν μ ' ἔθηκας , ἄνθρωπε , καὶ κορώνης .
βέβαιός ἐστιν ἂν νεύσω μόνον . σοῦ δ ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ ' εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ
6991766 ἀργουντας
θαλάσσης ἄχνην ἐσθίουσι , καὶ οὐκ ἄν τις τοὺς κέπφους ἀργοῦντας ἢ καθεύδοντας , οὔτ ' ἐπὶ τῆς γῆς ῥᾳδίως
πράττειν ἢ ἀνεπιστήμονας αὐτῶν ὄντας καὶ ἐργαζομένους μᾶλλον ἁνύτειν ἢ ἀργοῦντας καὶ ἐπιμελουμένους ἀσφαλέστερον [ ἂν ] διάγειν ἢ ἀφυλακτοῦντας
6961455 Οὐτ
τροφήν . ἱμερτήν : ἐπιθυμητὴν , ἐρασμίαν , γλυκεῖαν . Οὔτ ' : οὐδαμῶς . αὐτῶν : ἀπό . ἀπολείπεται
καλῶς τὸν αἰῶνα διάξειν . φησὶ δὲ καὶ Καλλίμαχος : Οὔτ ' ἀρετῆς ἄτερ ὄλβος ἐπίσταται ἄνδρας ἀέξειν , Οὔτ
6956434 μονοιϲ
, οὔτε δυϲώδηϲ ἐϲτὶ καὶ πεῖραν ἱκανὴν ἔδωκεν οὐχ ἡμῖν μόνοιϲ , ἀλλὰ καὶ πολλοῖϲ τῶν ἔμπροϲθεν ἰατρῶν . ἐγὼ
δὲ χυμὸϲ μόνοϲ : οὐ γὰρ δὴ τοῖϲ ἄρθροιϲ ἐνέϲκηπται μόνοιϲ τὸ πάθοϲ : ἀλλ ' ἄμφω χυμόϲ τε παρὰ
6918898 χαμαιτυπη
τυπὴ ὀξυτόνως : Ἀρυπὴ ἡ πόλις : λατυπὴ ὀξυτόνως : χαμαιτυπή : τὸ λύπη βαρυτόνως : πρόσκειται μονογενῆ , διὰ
τυπὴ ὀξυτόνως : Ἀρυπὴ ἡ πόλις : λατυπὴ ὀξυτόνως : χαμαιτυπή : τὸ λύπη βαρυτόνως : πρόσκειται μονογενῆ , διὰ
6916922 κιτταν
ὄρνεον ἡ κίττα , περίεργον δὲ καὶ εἰς ἐπιθυμίαν . κιττᾶν οὖν τὸ ἐπιθυμεῖν . ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἐν
ἡ κίττα . ἐξ ἧς μετῆκται εἰς τὰς κυούσας τὸ κιττᾶν . οἱ κιττῶντες : ἤγουν ἐπιθυμοῦντες . ἀπὸ μεταφορᾶς
6863058 Οὐτε
τινὶ μηχανῇ : ἐγὼ μέν νυν ὑμῖν οὐκ ἐναγωνιεῦμαι . Οὔτε γὰρ ἄρχειν οὔτε ἄρχεσθαι ἐθέλω : ἐπὶ τούτῳ δὲ
πόλεις ἀναθήμασι , τὰς δὲ ψυχὰς μαθήμασι κοσμεῖν δεῖ . Οὔτε συμπόσιον ἄνευ ὁμιλίας , οὔτε πλοῦτος χωρὶς ἀρετῆς ἡδονὴν
6850591 ναβλα
. ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον ὄργανον Σύρων
ὦ Οὐλπιανὲ σοφώτατε , τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα , ὅν φησι Σώπατρος ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ
6825419 ὀνοσαιτο
καὶ “ ἐν δ ' ὄνθου βοέου κόπρον . ” ὀνόσαιτο ἐκφαυλίσειεν , μέμψαιτο . καὶ ὀνοσάμενος ἐκφαυλίσας . ὀνομάκλυτος
ἐλάττωμα ἰασώμεθα . . ἃς οὔτ ' ἄν κεν Ἄρης ὀνόσαιτο μετελθών : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν τοῦ χρόνου ἀλλαγήν
6820003 ἀντιτασις
ἀνακλᾶν τὸ ὕπερον , ἵνα γένηται ἡ τάσις καὶ ἡ ἀντίτασις . εἰ δὲ μὴ βούλει οὕτω ποιῆσαι , δεῖ
προθυμίας παρέχονται , καὶ ἐν τῷ ἀπόρῳ τῆς σωτηρίας ἡ ἀντίτασις ἑτοιμοτέρα , καὶ πολὺ τὸ ἀνέλπιστον ἐξέβη , βιαζομένων
6813072 ὑεται
Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις , ὅπου μὴ ὕεται ἡ χώρα ἢ σπανίως , αἱ δρόσοι τὸ ὅλον
προτέρᾳ δύο ἀποκτείναντα , Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οὔθ ' ὕεται οὔθ ' ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος
6783990 χαλικρητον
πηλοπλάστου σπέρματος θνητὴ γυνή . . . . . : χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας .
φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . . .
6753884 ποταμοισιν
πολλὴ γὰρ λιβάσιν παραέξεται ἀμφί τε χείλη ἔρσεται ἀγλαύροισιν ἀγαλλομένη ποταμοῖσιν . ἢ σύ γ ' ὑποστορέσαιο λύγον πολυανθέα κόψας
Τροίην εὐερκέα δῃώσαντο Ἀργεῖοι καὶ κτῆσιν ἀπείρονα ληίσσαντο , χειμάρροις ποταμοῖσιν ἐοικότες , οἵ τε φέρονται ἐξ ὀρέων καναχηδὸν ὀρινομένου
6738805 συνεισφερεις
ἐστι συνεισφέρεις τὸ ζῷον , λέγων δὲ ζῷόν ἐστιν οὐ συνεισφέρεις τὸν ἄνθρωπον : οὔτε γὰρ πᾶν ζῷον ἄνθρωπός ἐστι
συνεισφέρεις καὶ τὴν οὐσίαν , λέγων δὲ ἄνθρωπός ἐστιν οὐ συνεισφέρεις τὸ συμβεβηκός : οὔτε γὰρ πᾶς ἄνθρωπος λευκὸς ὑπάρχει
6731609 ξενιτευειν
δὲ ἑρπετῶν καὶ ἰοβόλων . τὰς δὲ ἐπισημασίας τοῦ τοῦ ξενιτεύειν καιροῦ καταστοχαστέον ἐκ τῆς τῶν κατὰ χρόνους ἐπεμβάσεων ποιότητος
οὐκ ἂν ὑπομείναι ποτὲ πατρίδα καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς ἀπολιπὼν ξενιτεύειν , ἀλλ ' ἔοικεν ὑπὸ δυνατωτέρας ὁλκῆς ἀγόμενος τῆς
6723673 ἀποδωσεται
τοῦ δικαίου πλείω λόγον ἢ τοῦ λαμβάνειν ποιεῖται , οὗτος ἀποδώσεται τὸ καθ ' ἑαυτὸν τὴν Μουνιχίαν , ἂν ἔχῃ
δὲ πορνοβοσκὸς ἤδη τῆς Ἀνθίας ὑγιαίνειν δοκούσης ἐνενόει ὅπως αὐτὴν ἀποδώσεται , καὶ δὴ προῆγεν αὐτὴν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ
6709471 ἡμαρτες
καλῶς ἐπὶ σαυτῷ καὶ τὸ γράφειν ποιῇ : εἰ δὲ ἥμαρτες , ἐξ ὧν τῷ τροπαίῳ τὴν ἀδοξίαν προσέθηκας τῇ
ἀλλὰ , ὡς εἴωθε λέγειν τις θαυμάζω πῶς σοφὸς ὢν ἥμαρτες . γέγονε δὲ παρὰ τὸ φωλεόν : φωλεοὶ γὰρ
6708365 εἰσιδουσα
σοῖς κακοῖς : ἐγὼ γὰρ οὔτε εἰσιδεῖν ἤθελον ταῦτα , εἰσιδοῦσά τε ἠνιάθην τὴν ψυχήν . . σιδηρόφρων ] σκληρὸς
ἀλλ ' , ὦ ξέν ' , οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν . νέα γάρ , οὐδὲν θαῦμ ' ,
6705190 ἀλαλημενος
τόξον ἐΰξοον ἐντανύουσιν : ἀλλ ' ἄλλος τις πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν ῥηϊδίως ἐτάνυσσε βιόν , διὰ δ ' ἧκε
τοῦ πλοῦ . καταχείριον : τὸ τῇ χειρὶ ἁρμόδιον . ἀλαλήμενος : ἢ διὰ τὸ ἄπειρον εἶναι τῶν τόπων ἢ
6691320 καμνουϲιν
, καϲτόριον ἐμπαϲϲέϲθω τοῖϲ πιλήμαϲι : πόμα δὲ τοῖϲ οὕτω κάμνουϲιν ἐπιτηδειότατόν ἐϲτι μετὰ τὸ παύϲαϲθαι τὴν ἐπίδοϲιν τὸ διὰ
ἐπιτιθεμένοιϲ ψυκτηρίοιϲ ἰάμαϲι χρῆϲθαι : καὶ βαλανεῖα δὲ τοῖϲ οὕτω κάμνουϲιν ἐπιτήδεια κατὰ πάντα καιρόν . Τοῦ μὲν τριταίου μετὰ
6688113 Λαυριον
ἔσται . . . : [ Οἱ περὶ Λαύριον ] Λαύριον πεδίον τῆς Σκυθίας . Τῆς δὲ Σκυθίας ἔθνη πεντήκοντα
τὸν Στρυμόνα καὶ τὴν Ἀμφίπολιν . τῶν ἀργυρίων ] τὸ Λαύριον φησί : τόπος γάρ ἐστιν ἐν Ἀθήναις ἔνθα ἄργυρος
6644974 νηνεμοι
, καὶ ἀπὸ τοῦ πατρὸς Ἀλκυόνες ἐκλήθησαν . Αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἀλκυονίδες καλοῦνται . Πᾶσα μὲν
, καὶ ἀπὸ τοῦ πατρὸς ἀλκυόνες ἐκλήθησαν . αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἀλκυονίδες καλοῦνται . , :
6628528 εἰϲπνοηϲ
χυμῶν . μείζονα γὰρ γνωϲτέον ἐϲομένην τὴν ἐκ τῆϲ ψυχρᾶϲ εἰϲπνοῆϲ ὠφέλειαν ἤπερ τὴν ἐκ τῆϲ τοῦ δέρματοϲ ἐμψύξεωϲ .
: οὕτω δὲ καὶ οἱ ἐναντίωϲ ἔχοντεϲ ὑπὸ τῆϲ ψυχρᾶϲ εἰϲπνοῆϲ αἰϲθητῶϲ ἀνιῶνται , καὶ μέγιϲτόν ἐϲτι γνώριϲμα τοῦτο τῆϲ
6613293 θανατωδεις
θερμότητος γινομένην . Αὗταί εἰσιν αἱ συζυγίαι τῶν οὔρων αἱ θανατώδεις ὧν ἐνταῦθα μέμνηται Ἱπποκράτης . ἐφ ' οἷς καὶ
αὐτῶν καὶ μὴ ἀντισταθῶσιν αὐταῖς , ἀποθανοῦνται εἰς τέλος . θανατώδεις γάρ εἰσιν αἱ ἐπιθυμίαι αὗται . σὺ οὖν ἔνδυσαι
6571852 ἀφειθησαν
Ἰθωμάτα τὸν ἱκέτην . ὑπόσπονδοι μὲν ἐκ Πελοποννήσου τούτων ἕνεκα ἀφείθησαν : ἐπεὶ δὲ ἔσχον τὴν Ναύπακτον , οὐκ ἀπέχρη
τε Ἀργείων καὶ Ἀθηναίων ἴσων . Καὶ τῆς δίκης γενομένης ἀφείθησαν οἱ τὸ ἔργον δεδρακότες , ὡς κατὰ ἄγνοιαν ποιήσαντες
6527992 ἀνενεργητοι
μεμνημένοι : διανοούμενοι . οὔτε βορῆς μεμνημένοι : νενεκρωμένοι , ἀνενέργητοι . τευ : τινὸς , ἰωνικὸν καὶ δωρικὸν τοῦ
, ἀλλ ' ἀδοξάστως ἑπομένων τῷ βίῳ , ἵνα μὴ ἀνενέργητοι ὦμεν . τάς τε φαντασίας ἡμεῖς μὲν ἴσας λέγομεν
6519544 σινονται
μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν τῶν καρπῶν προαγορεύουσι : σίνονται γὰρ τὰ σπέρματα ἢ διαφθείρουσι : τοῖς δὲ λοιποῖς
αὐτῶν τε καὶ τῶν φωκῶν , οὔτε αὐτοὶ τὰς φώκας σίνονται οὐδὲ ὑπ ' ἐκείνων οὗτοι βλάπτονται , ἀλλὰ καὶ
6489282 ἀνεπιτιμητον
, ἀδιάφθορον , ἀβλαβῆ , οὐκ ἄξιον τοῦ ἐπιπλήττεσθαι , ἀνεπιτίμητον , ὃν οὐδεὶς διὰ τὸ σῶφρον ὕβρισεν : τοὺς
τῶν ἐπαίνων ἄξιον εἶναι δόξαντα καὶ ἐμὲ τῆς σῆς φιλίας ἀνεπιτίμητον ἀφεῖναι . οὐχ οὕτως δ ' ἄν σε προθύμως
6478177 φερβειν
μείονα : ἐλάττω , ἐλάττονα , οὐδὲ πλῆθος ἐλάττονα . φέρβειν : ἐλπίζω τρέφειν τῆς γῆς . Ἀμφήριστος : ἰσοσύγκριτος
δέσποινα , κοσμήσας φέρω , ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ φέρβειν βοτὰ οὔτ ' ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ '
6472601 Τραπεζουντιοι
Κρῶμοι καὶ Βλένινα καὶ Λεῦκτρον : Παρρασίων δὲ Λυκοσουρεῖς Θωκνεῖς Τραπεζούντιοι Προσεῖς Ἀκακήσιον Ἀκόντιον Μακαρία Δασέα : ἐκ δὲ Κυνουραίων
ἦσαν ἁθρόοι καὶ ὑπερεκάθηντο ἐπὶ τῶν ἄκρων . οἱ δὲ Τραπεζούντιοι ὁπόθεν μὲν τὰ ἐπιτήδεια ῥᾴδιον ἦν λαβεῖν οὐκ ἦγον
6455237 αἰρεις
πηδάλιον αἴρεις , μή τι τὰς κώπας ; τί οὖν αἴρεις ; τὰ σά , τὴν λήκυθον , τὴν πήραν
Ἀθήνησι Ἀθηνᾶ Σώτειρα λεγομένη , ᾗ καὶ θύουσιν . χὥπως αἴρεις : Σκόπει ὅπως μεγαλύνεις . . χὥπως αἴρῃς :
6446782 τερθρεια
. . : ἐκλύει γὰρ τὴν δεινότητα ἡ περὶ αὐτὰ τερθρεία καὶ φροντίς . δῆλον δ ' ἡμῖν τοῦτο ποιεῖ
τὸ λυπεύειν , τὸ μηχανᾶσθαι . τερὸς , ἔντροχος . τερθρεία , γοητεία : παρὰ τὸ τέρας τεράτος : τερατεύω
6437651 ἀκουϲαι
δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , καὶ γνώμη εὐϲταθεϲτέρη καὶ ψυχὴ
καὶ οἷον θλωμένων ἄχρι καὶ τῶν ὀϲτῶν . οὕτωϲ οὖν ἀκοῦϲαι λεγόντων ἔϲτι τῶν παϲχόντων ὡϲ ὀϲτοκόπῳ τε ϲυνέχονται καὶ
6413817 ὀρρωδεϲ
τοῖϲ γέρουϲι , καθ ' ὃν δηλονότι χρόνον οὔτ ' ὀρρῶδεϲ ὑγρὸν ἔχουϲιν ἐν ταῖϲ φλεψὶ καὶ δέονται θρέψεωϲ περιϲϲοτέραϲ
Πρὸϲ τὰ χωρὶϲ ἑλκώϲεωϲ καθυγραινόμενα ὦτα , οἷον διιδροῦντα καὶ ὀρρῶδεϲ ὑγρὸν ἐκφέροντα . μίϲυ ἐν ὀθονίῳ ἐνδύϲαϲ καὶ κρύψαϲ
6401505 κερκωπην
. Σοῦ δ ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ ' εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀνδόν '
πλὴν ἀλεύρου καὶ ῥοᾶς πρὸς θεῶν ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν .
6397682 ἀϊσσων
' ἁλιοι [ Κῆυξ δ ' οὔτεπ ? [ παύεται ἀΐσσων ? [ ἵεται Ἀλκυόνης [ ἀλλὰ Διὸς κρυπτὸς [
: παρὰ τὸ τὴν ἄνω τάξιν ἔχειν ἢ ὁ ἄνω ἀΐσσων ἢ πρὸς ὃν πάντα ἀναφέρομεν . σημαίνει δὲ τὸν
6377633 ἰσομοιρειν
τῆς τιμῆς τυγχάνειν οἱ διαμένοντες εὖνοι τῇ πόλει καὶ μέλλοντες ἰσομοιρεῖν ἡμῖν κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν . Ταῦτ ' εἰπόντες
ὅρκους καὶ τὰς συνθήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς περὶ τοῦ ἰσομοιρεῖν ἁπάντων ὧν Κόμων ἦν καταλελοιπώς : ἐπειδὴ δὲ ἐνδιέτριβεν
6377115 ῥευματιζομενην
δίδου πίνειν μετ ' ἀκράτου καὶ παύϲειϲ τὴν κάτω κοιλίαν ῥευματιζομένην . ἐκκαθαίρει δὲ καὶ λιθιῶνταϲ νεφρούϲ , ψαμμώδη οὖρα
τὴν ὄρεξιν , ἀλλὰ καὶ τὴν κοιλίαν ἐστεγνωμένην μαλάσσει , ῥευματιζομένην δ ' ἐπέχει : σκευαστέον δὲ δι ' αὐτοῦ
6374689 ἐλεγχ
ὑποπεπωκότας αὐλουμένους σποδεῖν ; λέγ ' αὐτή , γλυκυτάτη , ἔλεγχ ' ἄγροικον οὖσαν ἡμῶν τὴν τύχην . . .
, αὐλουμένους . ωδει λέγ ' αὐτή , γλυκυτάτη , ἔλεγχ ' ἄγροικον οὖσαν ἡμῶν τὴν τύχην . καὶ προελθών
6374222 τραπωμαι
τείσας ἅπερ ἔρξεν . ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθεὶς εὐπάλαμον μέριμναν ὅπᾳ τράπωμαι , πίτνοντος οἴκου . δέδοικα δ ' ὄμβρου κτύπον
μὴν τὸ νικᾶν γ ' ἐστι πᾶν εὐβουλίας . βούληι τράπωμαι δῆθ ' ὁδοὺς ἄλλας τινάς ; πάσας γε ,
6370773 οὐρεουϲι
: ἢν δὲ ἐπινέμηται , τρυγώδεα , μυξοποιά , κάκοδμα οὐρέουϲι . τῶν τοιῶνδε οὐ βραδύνει θάνατοϲ : δακνώδεα μὲν
τινά , εἰ καὶ μὴ κάρτα πολλόν , ὅτι πονῶντεϲ οὐρέουϲι , τηκεδὼν δὲ γίγνεται δεινή : οὔτε γάρ τι
6370763 πεπονθοϲιν
καὶ νευρικὰϲ ἐργάζονται ϲυμπαθείαϲ . δοτέον δὲ αὐτὴν τοῖϲ κεφαλὴν πεπονθόϲιν ἤτοι τοῖϲ , ἐπειδὰν μῆνιγξ ἢ ὁ περικράνιοϲ κεκακῶϲθαι
, οἱ δὲ ὀπτῶντεϲ αὐτοὺϲ παρέχουϲι πίνειν τοῖϲ τὴν κύϲτιν πεπονθόϲιν . Τεῦτλον νιτρῶδέϲ ἐϲτιν , ὅθεν καὶ ῥύπτει καὶ
6361967 συνεφερε
καταμηνύσεως : νῦν ἠνάγκασμαι γνωρίζειν τὸν παῖδα , ὅτε ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος
ταῦτα ὑμεῖς ψηφίζεσθε . καὶ εἰ μὲν τῷ ὑμετέρῳ πλήθει συνέφερε τοὺς μὲν ἔχειν τὰ αὑτῶν , τῶν δὲ ἀδίκως
6359730 διαβολος
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς
6337317 ἀσκοπος
, ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων , οἷον : οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων : καὶ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ :
ἁμαρτωλός : “ οὔτε γάρ ἐστ ' ἄφρων οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων . ” ἀλίτην τὸν εἰς αὑτὸν
6328439 παραδωσετε
ἀνέξεσθε , ἀλλ ' ὡς κακοῦργόν τινα καὶ παλίμβολον μαστιγοῦν παραδώσετε τῷ τεταγμένῳ : καὶ διὰ τοῦτο ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ
ἐὰν ἃ πείθουσιν οὗτοι ποιῆτε , ὑμᾶς αὐτοὺς τοῖς πολεμίοις παραδώσετε . τίνος οὖν ἕνεκ ' εἰπέ μοι λοιπὸν τῷ
6322618 καμνουϲι
ἐπιπλάϲμαϲι . ἢν δὲ καὶ ψυχρῶν τῶν τόπων εἴϲωθεν τοῖϲι κάμνουϲι αἴϲθηϲιϲ γίγνηται , ὄξοϲ παραχέειν . χρὴ δὲ ἐνεργὸν
καὶ προϲηνείηϲ καὶ ὀϲμήϲιοϲ δέηται : χρὴ γὰρ καὶ τοῖϲι κάμνουϲι χαρίϲαϲθαι . τάδε μὲν ἐκτὸϲ θετὰ ἄκη . ἡ
6299612 ἰσοσθενη
ἀληθεῖς , τίνες δὲ ψευδεῖς δυνατὸν καταλαβεῖν διά τε τὴν ἰσοσθενῆ διαφωνίαν καὶ τὴν ἀπορίαν τὴν κατὰ τὸ κριτήριόν τε
τῶν μηδὲν εἶναι κίνησιν ἀποφαινομένων , ἐὰν τὴν διαφωνίαν εὑρίσκωμεν ἰσοσθενῆ , μὴ μᾶλλον εἶναι ἢ μὴ εἶναι κίνησιν λέγειν
6293369 χορηγουσιν
τινος εὐχερείας ἀδαπάνου καὶ παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ
, στρατιὰν καὶ βέλη καὶ ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν χορηγοῦσιν . ἴτε οὖν ἐπὶ τὸ ἔργον ἀξίως τῆς τε
6286504 κλυουσαν
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε
6285636 ὡμολογουντο
, οἳ δὲ μαθηματικοί . τουτωνὶ δὲ οἱ μὲν μαθηματικοὶ ὡμολογοῦντο Πυθαγόρειοι εἶναι ὑπὸ τῶν ἑτέρων , τοὺς δὲ ἀκουσματικοὺς
Κυμαίων ἱππεῖς λαμπρῶς ἠγωνίσαντο , καὶ τῆς νίκης οὗτοι μάλιστα ὡμολογοῦντο αἴτιοι γενέσθαι , ὑπὲρ ἅπαντας δὲ τοὺς ἄλλους Ἀριστόδημος
6285508 ἐδητυν
, πλανῆται , πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη ,
: ἰδιοπεποίηται αὕτη ἡ λέξις καὶ ἰδιάζει τῇ λέξει . ἐδητύν : τροφήν . Ἄψοῤῥον : ὀπισθόρμητον ἀπὸ τοῦ ἂψ
6284583 παρεχωρησαν
, ἣν ἀεὶ προβάλλεσθε καὶ καυχᾶσθε , οὐκ ἂν ὑμᾶς παρεχώρησαν ὑφ ' ἡμῶν τι παθεῖν προσήγεσθε : ἐδουλοῦσθε .
ἔτεσι θατέρου πρεσβύτερος ἦν : ὥστ ' οὐκ ἄν γε παρεχώρησαν αὐτῷ τῆς βασιλείας ἑκόντες . Ἔχει δὲ καὶ ἄλλας
6279566 ἐκτανυειν
ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ἐκπέσῃὀλίγοις δὲ ἐκπίπτει , | οὗτοι ἐκτανύειν οὐ δύνανται τὸ σκέλος οὔτε κατὰ τὸ ἄρθρον τὸ
: κοινότατον δὲ πρὸς τὴν ἔπειτα διάτασιν , καὶ τὸ ἐκτανύειν ἕκαστα , καὶ ξυγκάμπτειν : ἐντεῦθεν γὰρ ὁδοὶ ἐς
6269050 φατον
ἐόντος ἐάσσω φάσθαι ς ' οὐδὲ νοεῖν : οὐ γὰρ φατὸν οὐδὲ νοητόν ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι . τί δ
σκόπει οὖν ὅπως συμφοιτήσεις παρὰ τὼ ἄνδρε , ὡς ἐκείνω φατὸν οἵω τε εἶναι διδάξαι τὸν ἐθέλοντ ' ἀργύριον διδόναι
6267989 ἀλιτημων
περισπωμένου ῥήματος ὁ μέλλων ἀλιτήσω , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀλιτήμων : Ὅμηρος : οὐ γάρ τι θεοὺς ἀλιτήμονας ,
, ἀλιτήρ ἀλιτῆρος ἀλιτήριος . ἀπὸ γοῦν τοῦ ἀλιτήσω γίνεται ἀλιτήμων , ὡς φιλῶ φιλήσω πεφίληκα πεφίλημαι φιλήμων καὶ νενόημαι
6267033 νηφοντα
τὸν μεθύοντα , ἀλλὰ τὸν πεπωκότα μὲν τοῦ οἴνου , νήφοντα δὲ θεωρεῖν , ὡς καθευδήσει , καὶ ὡς πολλῷ
αὐτὸν εἶναι μὴ τὰ δεινότατα πάσχοντα . καὶ τοῦτο μὲν νήφοντα ἐπιθυμεῖν μέθης , ὡς τότε ἀπαλλαγησόμενον τῶν συμφορῶν ,
6264759 πρηϋνει
ἐν ἠεροειδέι πόντῳ πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ ῥεῖα πρηΰνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ , Κυμώ τ ' Ἠιόνη τε
καὶ ἐϲ κατάποϲιν εὔκολον . ἀτὰρ καὶ τὸ γλίϲχραϲμα θερμαϲίαϲ πρηΰνει , ὑμέναϲ καθαίρει , πεπαίνει βῆχαϲ , πάντα μαλθάϲϲει
6261641 οὐτ
, Νικία , οὔτ ' ἔγχριστον , ἐμὶν δοκεῖ , οὔτ ' ἐπίπαστον , ἢ ταὶ Πιερίδες : κοῦφον δέ
, ὁ δ ' ἐλαίης . τοὺς μὲν ἄρ ' οὔτ ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων , οὔτε ποτ
6258540 μυακανθινοϲ
πέπειρα καὶ λαχάνων ἀγρίων ἡ ϲέριϲ ὅ τε ἕλειοϲ καὶ μυακάνθινοϲ ἀϲπάραγοϲ καὶ ὁ τῆϲ χαμαιδάφνηϲ καὶ ὁ τῆϲ βρυωνίαϲ
καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸϲ ξηρὰ λεῖα πινόμενα ἀϲπάραγοϲ μυακάνθινοϲ παιωνίαϲ ἡ ῥίζα ἐρεβίνθων μελανῶν ἀφέψημα ἀμύγδαλα μάλιϲτα πικρὰ
6257481 ἀηδον
χελιδὼν μακρὸν ἐξεπωτήθη , εὗρεν δ ' ἐρήμοις ἐγκαθημένην ὕλαις ἀηδόν ' ὀξύφωνον : ἡ δ ' ἀπεθρήνει τὸν Ἴτυν
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόν ' , οὐ χελιδόνα , οὐ τρυγόν ' ,
6255866 ἐνο
? ? κακόν τι , καὶ τούτοιϲι κέντρα τεῖδ ' ἐνό . ἐν ? ? δὲ ? καὶ γνῶμαι ϲοφαὶ
σχεδὸν τὴν αὐτὴν τῇ ἠθοποιίᾳ , ἕτεροι ἑτέρως διαφέρειν αὐτῆς ἐνό - μισαν : οἳ μὲν γὰρ προσωποποιίαν ἐκάλεσαν τὴν
6255788 τοιασδ
χρυσέ , δεξίωμα κάλλιστον βροτοῖς , ὡς οὔτε μήτηρ ἡδονὰς τοιάσδ ' ἔχει , οὐ παῖδες ἐν δόμοισιν , οὐ
χρυσέ , δεξίωμα κάλλιστον βροτοῖς , ὡς οὔτε μήτηρ ἡδονὰς τοιάσδ ' ἔχει , οὐ παῖδες οὔτε ἀπέθνῃσκον : ἢ
6255472 ἀμφιλυκη
νυκτὸς ἔχουσα μεμιγμένα φέγγεσιν ἠοῦς , λεπταλέον λεύσσουσα , καὶ ἀμφιλύκη τις ἐτύχθη ὑγρὸν ἐπιστείχουσα φερέσταχυν ὁλκὸν ἐέρσης . τοίη
παρώνυμα ὁμοίως : ἀμφίρυτος ἀμφιρύτη , δορύκτητος δορυκτήτη , ἀμφίλυκος ἀμφιλύκη . Τὰ εἰς Η σύνθετα καὶ παρασύνθετα βαρύνεται :
6253993 νοϲεοντεϲ
μέγα . ἐπὶ μέν γε ἄλλοιϲι οὐ πάμπαν ὀλεθρίοιϲι οἱ νοϲέοντεϲ ἄθυμοι , κατηφέεϲ , ἐράται τοῦ θανάτου : ἐπὶ
χρόνῳ δὲ μακρῷ φθίνουϲι τὴν ἕξιν . ὀρθῶϲ τάδε οἱ νοϲέοντεϲ πάϲχουϲι , καὶ καταγίγνονται ἐϲ ξύντηξιν ὑποφερόμενοι . ὧραι
6253427 ἐπιστρεφομαι
πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς ἐστιν : οὔτε πενίας ἐπιστρέφομαι οὔτε ἀναρχίας οὔτε ἁπλῶς ἄλλου οὐδενὸς ἢ δογμάτων ὀρθῶν
ὃ μόγις ἂν εἶπεν τῶν καταποντιστῶν τις ἢ λῃστῶν οὐδὲν ἐπιστρέφομαι τῆς μετὰ ταῦτα τιμωρίας χαρισάμενος ἐπιθυμίαις ἐν τῷ παρόντι
6248572 ἐξεπληρου
ἐπὶ ὀγδοήκοντα σταδίους παρῆλθε μόνον : ἀξιόλογον δ ' οὖν ἐξεπλήρου ποτὲ κύκλον ἡ οἴκησις ὅσον πεντήκοντα σταδίων : διέχει
: τὰ δὲ μέσα τῆς φάλαγγος αὐτὸς ὁ δικτάτωρ Ποστόμιος ἐξεπλήρου Τίτῳ Ταρκυνίῳ καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν φυγάσι χωρήσων ὁμόσε
6243537 ἀφηκας
ῥητορικῆς καθάπαξ ὡς κολακείας κατηγορεῖς , καὶ ὅπου τοὺς ἄνδρας ἀφῆκας οὓς ᾐτιάσω , πῶς ἐλέγχεις ῥητορικὴν ἣν αὐτὸς καὶ
πονηρὸν οἰόμενος ἐπέδησας , μεταπεισθεὶς δὲ ὡς οὐδὲν ἠδίκουν ἐλεύθερον ἀφῆκας εἶναι , ἆρ ' ἄν σοι πρὸς καιρὸν ὀργισθέντι
6226077 βασανιζε
καὶ τριχός . Καί σοι ποήσω πρᾶγμα γενναῖον πάνυ : βασάνιζε γὰρ τὸν παῖδα τουτονὶ λαβών , κἄν ποτέ μ
γράφουσιν οἱ ζωγράφοι τὴν ἀνασχοῦσαν ἐκ τῆς θαλάττης . μὴ βασάνιζε , ὦ καλή , τὼ πόδε , μηδὲ κρύπτε
6226053 Φιλαινις
τημελέως τ ' ἀπόθου τεῦχος ἐς ἀργύρεον . * Ἐγὼ Φιλαινὶς ἡ ' πίβωτος ἀνθρώποις ἐνταῦθα γήρᾳ τῷ μακρῷ κεκοίμημαι
σωφρονεστάτης γενομένης . ἔχει δὲ οὕτως τὰ ἰαμβεῖα : ἐγὼ Φιλαινὶς ἡ ' πίβωτος ἀνθρώποις ἐνταῦθα γήρᾳ τῷ μακρῷ κεκοίμημαι
6224782 ἐξαιρησομεν
ὑπόμνησιν τὴν ἔχθραν ἄγοντες . οὔτε τὴν τοῦ πλουσίου ἀριστείαν ἐξαιρήσομεν : ἀφελῶς γὰρ αὐτῆς ὡς γενομένης χάριτος καθαψόμεθα .
, καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ ταὐτὸν τοῦτο ἐκ τῶν ὄντων ἐξαιρήσομεν . Πῶς ; Τὸ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡσαύτως καὶ
6218157 καταπιμελοι
σπάνιαι γὰρ μέχρι τῶν ξʹ ἐτῶν ἐκαθάρθησαν : αἱ δὲ καταπίμελοι ταχέως παύονται . Ἄρχεται δὲ τὸ πλῆθος ἐκ τοῦ
πολλὴν ὕλην ἀχρείαν ἐν τῷ ϲώματι ϲυλλεγόντων . οἱ δὲ καταπίμελοι καὶ οἱ ὑπέριϲχνοι πρὸϲ κάθαρϲιν ἀνεπιτήδειοι , ἔτι δὲ
6217062 κεκριμενην
εἶναι καὶ κεκριμένην , διὰ δὲ τοῦτο καὶ ὑπό τινος κεκριμένην . ἐπεὶ οὖν οὐκ ἔχομεν εἰπεῖν ὁμολογουμένως , ὑφ
μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέϊ Κρονίωνι , αὐτὰρ Ἰφικλῆα δορυσσόωι Ἀμφιτρύωνι , κεκριμένην γενεήν : τὸν μὲν βροτῶι ἀνδρὶ μιγεῖσα , τὸν
6213277 Σολλιον
: εἶχον γὰρ αὐτὴν Ἀθηναῖοι , ἐκ πολιορκίας κρατοῦντες . Σόλλιον : τὸ Σόλιον πόλισμα τῆς ἠπείρου ἐστὶν ἐν τῇ
ἐν ἐπιτομῇ ” ἀπὸ δὲ Καράλεως ἐπὶ Σολκούς ” . Σόλλιον , Κορίνθου πολίχνιον . Θουκυδίδης δευτέρᾳ . τὸ ἐθνικὸν
6208972 αὐτεουϲ
ἔπειτα τοῖϲι παρεοῦϲι προλέγουϲι τὰ αὖθιϲ ἐϲόμενα : οἱ δὲ αὐτέουϲ μὲν ἔϲθ ' ὅτε καὶ ἄλλο φαϲὶ δοκέουϲι ,
, ἄγρυπνοι , ἐκ τῶν ὕπνων ἐκθορυβούμενοι . ἔχει δὲ αὐτέουϲ καὶ τάρβοϲ ἔκτοπον , ἢν ἐϲ αὔξηϲιν τὸ νόϲημα
6203087 ἐπεγγελαν
ἄλλων τάττεται . Ἐπιχαίρειν , καταχαίρειν , ἐφήδεσθαι , ἐπιγελᾶν ἐπεγγελᾶν καταγελᾶν , ἐπεμβαίνειν , ἐπιχλευάζειν , κατεύχεσθαι . πρᾶγμα
, καγχάζειν , χλευάζειν ἐπιχλευάζειν καταχλευάζειν ἐκχλευάζειν , καταγελᾶν ἐπιγελᾶν ἐπεγγελᾶν πλατὺς γέλως , καὶ ὡς Πλάτων γέλως σαρδόνιος ,
6199064 σκοτεινοι
ἃ πολλάκις διείληπται . ὅσοι οὖν ὀφθαλμοὶ ἀεὶ ἀνεῳγμένοι εἰσὶ σκοτεινοὶ μὲν ὄντες καὶ ὑγροί , φροντιστάς , εἰ δὲ
παρειμένον καὶ τὴν γλῶτταν καὶ τὸ σῶμα δηλοῦσιν . Ὀφθαλμοὶ σκοτεινοὶ οὐ πολύφρονας σημαίνουσιν ἄνδρας , ξηροὶ δὲ ὄντες ἀνομωτέρους
6187140 μονοϲ
μελάνθιον καὶ οἱ νεαροὶ πάπποι . ἐφ ' ὧν ἔμετοϲ μόνοϲ παραληφθεὶϲ ἀποκαθίϲτηϲι τοὺϲ λαβόνταϲ . Καὶ ψυχρὸν δὲ ὕδωρ
τὰ δὲ χρονιώτερα καὶ ἡ κεδρία λεπτύνει καὶ ὁ χαλκὸϲ μόνοϲ ὕδατι λειούμενοϲ ὡϲ κολλούριον καὶ τὰ ϲμηκτικὰ τῶν κολλουρίων
6173791 παθεϲιν
τὰ χαλαρὰ καὶ ἄρρωϲτα μόρια καὶ πᾶϲι τοῖϲ ῥοώδεϲιν ἁρμόττει πάθεϲιν : καὶ κείϲθω τῆϲ τρίτηϲ μὲν τῷ ξηραίνειν ,
οὐκ ἔχει ποικίλην , δραϲτικώτατοϲ δέ ἐϲτι τοῖϲ χρονίοιϲ μάλιϲτα πάθεϲιν μετὰ τὸ ἐλεγχθῆναι τὴν τῶν ἄλλων βοηθημάτων δύναμιν ἁρμόζων
6153617 μεμψῃ
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν
6152460 Γονεις
. Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών .
Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν
6148265 σεβεις
γὰρ ἰδὼν τοὺς θεοὺς ἢ πόθεν κατειληφὼς ὅτι εἰσὶν οὕτω σέβεις ; πρῶτον μὲν καὶ ὄψει ὁρατοί εἰσιν : ἔπειτα
σπουδῇ μιᾶς κληδόνος : μετεπεμψάμην μετεστειλάμην : ἣν σὺ θαυμαστὴν σέβεις : γράφεται ἄγεις ἀντὶ τοῦ θαυμαστὴν ἡγῇ , τουτέστιν
6148103 σειρῃσι
λάθρη νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει
καὶ ἰτέαι ἐμπεφύασιν , τῶν καὶ ἐπ ' ἀκροτάτων νέκυες σειρῇσι κρέμανται δέσμιοι . εἰσέτι νῦν γὰρ ἄγος Κόλχοισιν ὄρωρεν
6146858 ἐγκαλεσεις
ἀνεπανόρθωτον ἄν ποθ ' ὕστερον φρένας σχῇς , εὐλόγως μοι ἐγκαλέσεις : τί εἶδεν ἐν ἐμοὶ ὁ Ἐπίκτητος , ἵνα
ἡγεῖσθαι , εἰ δὲ μὴ , σκόπει μὴ ὅ τι ἐγκαλέσεις , ἀλλ ' ὅ τι ἀπολογήσει πρότερον : τοσαῦτ
6140565 βροχοισιν
στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων , εἴ πώς μιν ἐρητύσειε βρόχοισιν ἀμφιβαλών : ἀλλ ' οὔτι κακῶν ἄκος οὔτ '
αἰνόν : ἀλλ ' εἰ καί ποθ ' ἕλοιεν ἐϋστρέπτοισι βρόχοισιν ἵππαγρον δολίοισι λόχοις μελανόχροες Ἰνδοί , οὔτε βορὴν ἐθέλει
6127313 ἀναφερεις
† παρθένου κόρας † αἴνιγμ ' ἀσύνετον εὑρών . Σφιγγὸς ἀναφέρεις ὄνειδος ; ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ ' αὐδῶν .
τὸ αἴνιγμα : ἡ ἐπί πρὸς τὸ μοῦσαν : Σφιγγὸς ἀναφέρεις ὄνειδος : ἀναπολεῖς . κατ ' ἐρώτησιν δὲ ὁ
6118190 ἀλειμμαϲι
δι ' αὐτοῦ ἐϲκευαϲμένην καὶ τοῖϲ κοινοῖϲ πρὸϲ τὰϲ παρέϲειϲ ἀλείμμαϲι χρηϲτέον . Περὶ ϲπαϲμῶν ἐν πυρετοῖϲ Γαληνοῦ . οἱ
διάθεϲιϲ χωρὶϲ ῥεύματοϲ : θεραπεύειν δὲ αὐτὴν λουτροῖϲ τε καὶ ἀλείμμαϲι καὶ εὐχύμῳ διαίτῃ . ἐφαρμόϲει δὲ κοινῶϲ ἐπ '
6110915 ὀλιγωροι
μοι παρ ' ὑμῶν πρότερον : οἵτινες , ὦ λίαν ὀλίγωροι , οὔτε τοὺς ἄλλους οὔθ ' ὑμᾶς αὐτοὺς αἰσχύνεσθε
χρήματα ὡς ἐκ τῶν χρημάτων ναῦς . Αἱ βουλαὶ ὑμῶν ὀλίγωροι , αἱ ὑπουργίαι βραδεῖαι . τί τούτων τέλος ἐννοεῖσθε
6110599 δεινοτερους
μελλήσαντας γενέσθαι ἄκοντας ἐπάγεσθε ; Οὐ γὰρ νομίζομεν ἡμῖν τούτους δεινοτέρους ὅσοι ἠπειρῶταί που ὄντες τῷ ἐλευθέρῳ πολλὴν τὴν διαμέλλησιν
ὅσα νῦν λιπαρεῖς παρ ' ἐμοῦ μανθάνειν πολὺ ἄλλους ἐμοῦ δεινοτέρους [ τοὺς ] περὶ ταῦτα . ὁμολογῶ δὲ μεμεληκέναι
6110369 ἀϲθματικοιϲ
τοιούτοιϲ χρονίζουϲι , διὰ τοῦτο κατάλληλα ἀρθρίτιδι ποδάγρᾳ παρέϲεϲι νεφρίτιδι ἀϲθματικοῖϲ κατάγμαϲι πωρώϲεωϲ δεομένοιϲ ἕλκεϲι ῥευματικοῖϲ φλεγμοναῖϲ χρονιζούϲαιϲ καὶ ἤδη
ὀδόνταϲ καὶ οὐλὰϲ ἐν ὀφθαλμοῖϲ λαμπρύνει . βοηθεῖ δὲ καὶ ἀϲθματικοῖϲ καὶ λύζουϲιν , ἐπιληπτικοῖϲ τε καὶ ποδαγρικοῖϲ μεθ '
6100443 δυνατως
εἰπεῖν καλῶς , ἢ τὰ σεμνὰ καὶ μεγάλα καὶ εὔπορα δυνατῶς . ὁ βουλόμενος δὴ τὴν Λυσίου δύναμιν ἀκριβῶς καταμαθεῖν
σκευάσαντες . Ποτὶ μῶλον : εἰς μάχην . Ἶφι : δυνατῶς . Τρείουσι : δειμαίνουσιν . Περιλαμπέα : λαμπρόν .
6099117 ἀπερυκει
ἀπὸ βιαίας ἀστραπῆς . Σίδηρος τοῖς πώμασι τῶν πίθων ἐπιτιθέμενος ἀπερύκει τὴν ἀπὸ τῶν βροντῶν καὶ ἀστραπῶν βλάβην . ἔνιοι
ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν , οὕνεκεν αἰεὶ μεμνῆσθαι κακότητος ὀϊζυρῆς ἀπερύκει θνητοὺς ἀθανάτους τε : νόον δ ' ἐριούνιον εἶναι
6096065 ᾐσμεν
ἀφ ' ἑκάστης τέχνης εἱλόμεθα κοινῇ γενομένης ἐκκλησίας , οὓς ᾖσμεν ὄντας ᾁδοφοίτας καὶ θαμὰ ἐκεῖσε φιλοχωροῦντας . εἰσὶ γάρ
ἀφ ' ἑκάστης τέχνης εἱλόμεθα κοινῇ γενομένης ἐκκλησίας , οὓς ᾖσμεν ὄντας ᾁδοφοίτας καὶ θαμὰ ἐκεῖσε φιλοχωροῦντας . εἰσὶ γάρ
6092954 μεγαλοψυχου
δὲ τὸ ῥᾷον λαβεῖν ἴσως πρὸ ἔργου ἐστὶν ἡ τοῦ μεγαλοψύχου θεωρία : διὸ περὶ τούτου ποιεῖται τὴν σκέψιν :
ἄκρον ἁδρὸν καὶ ἀμβλὺ καὶ στρογγύλον καὶ καρτερὸν ἀνδρείου καὶ μεγαλοψύχου ἀνδρὸς τὸ σημεῖον : ὥσπερ λεόντων γὰρ τὸ σημεῖον
6091372 χαλεπηι
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων

Back