, καὶ λαμπομένους ἐν τεύχεσι . Τὴν ὑποκειμένην δὲ γῆν ἐκτύπουν οἱ ἵπποι κόπτοντες ταύτην ἐν ταῖς ὁπλαῖς : κόνις
τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν . Ἔστι ῥόμβος καὶ φαρμακίδων τροχὸς παρὰ Θεοκρίτῳ ,
5242821 ναπαις
αὐτοῦ πάντες ἐποίησαν , Λαμίας τινὰς ἱστοροῦντες ἐν ὕλαις καὶ νάπαις ἐκ γῆς ἀνἱεμένας , καὶ Ναΐδας ἀμφιβίους ἐκ Ταρτάρων
καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν ἔθρεψεν ,
5203785 ὁδευουσιν
πρὸς τὸν Διόνυσον . . συνακολούθει : Τοῦτο , ἐπεὶ ὁδεύουσιν ἀπὸ τοῦ Κεραμεικοῦ εἰς Ἐλευσῖνα προπέμποντες τὸν Διόνυσον .
τῇ πόλει τοὺς μὲν ἱππέας προύπεμψε κατὰ σπουδὴν ἐνοχλεῖν αὐτοῖς ὁδεύουσιν , αὐτὸς δ ' ἐπειχθεὶς ἀθρόῳ τῷ στρατῷ παρὰ
5005636 κρηπιδα
οὐχ ἧττον ἀγαστόν ἐστιν , ὅτι οὐχ ἑτέρως μὲν τὴν κρηπῖδα ὑπέ - θηκα , ἑτέρως δὲ τὸ λοιπὸν ἐπήγαγον
οὐχ ἧττον ἀγαστόν ἐστιν , ὅτι οὐχ ἑτέρως μὲν τὴν κρηπῖδα ὑπέ - θηκα , ἑτέρως δὲ τὸ λοιπὸν ἐπήγαγον
4960348 βλαυτης
. . . : σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος : ἀντὶ τοῦ βλαύτης : τῶν δὲ ἐξηγησαμένων ἁπάντων αὐτὸ Πραξιφάνης δοκεῖ ἄμεινον
δ ' ἅπας ἐμπερονᾶται , κνημῖδε περὶ σφυρὸν ἀρθροῦνται , βλαύτης δ ' οὐδεὶς ἔτ ' ἔρως λευκῆς , ῥάβδον
4911827 ἠχω
ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται . ἠχὼ πετραίαν χυτρόπωλιν συνδήσας ἄρα τὼ χεῖρε μηδὲ σὺ ζήτει
ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακὰ , ἐκ βάθους θρηνῶν . ἥτις ἠχὼ μινύθει καὶ ἐλαττοῦται ἐμοῦ θρηνούσης , ἕνεκα τῶν δύο
4905091 μιμησαιτο
ἀδελφή . ἵν ' οὖν , φησὶ , τὸν ταύτης μιμήσαιτο γόον ἐρικλάγκταν , τουτέστι μεγαλόκρακτον , μεγαλόηχον . ἀπὸ
μέλος τῶν αὐλῶν ἤτοι τοὺς αὐλούς , ὄφρα καὶ ὅπως μιμήσαιτο σὺν τοῖς τοιούτοις αὐλοῖς τὸν ἐρικλάγκταν καὶ μεγαλόηχον καὶ
4854166 συριζων
: οὐδὲ ὁ Πὰν ἠμέλητο : ἐκαθέζετο δὲ καὶ αὐτὸς συρίζων ἐπὶ πέτρας , ὅμοιος ἐνδιδόντι κοινὸν μέλος καὶ τοῖς
καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων . εἰκότως εἶπε τὸ συρίζων , ἐπειδὴ ὀφέων κεφαλὰς εἶχε , τούτων δέ ἐστι
4805594 νωτοις
δοκοῦσιν οὐρανῷ συνημμένην . ἐντεῦθεν οὖν Ἕλλησιν ἡ μυθουργία Ἄτλαντα νώτοις εἰσαεὶ πόλον φέρειν . . : πόλον ] Πόλος
. συνέφυσε δ ' ἡ φύσις αὐτὴν τοῖς τῶν γλουτίων νώτοις συνδέσμοις , οὓς οἱ περὶ τὰς ἀνατομὰς δεινοὶ τένοντας
4783720 πεταλῳ
δ ' ἀγορὴ , ὑπὸ δ ' ἐστοναχίζετο γαῖα χρυσῷ πετάλῳ γράφειν αὐτὸν οὔσης σελήνης ἐν ζυγῷ . κάλλιον δὲ
σανίδι καὶ ἥλοις , ἐξηλθέντα πεσοῦνται . εἰ δὲ σιδηρῷ πετάλῳ καὶ ἥλοις , διαρραγήσονται . μόνον γὰρ παραθιγὼν ἐκεῖ
4757954 πεπλων
, βασιλικῶν ἐκ δεμνίων , τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ ' , ἀδόκιμ ' ὀλβίοις ἔχειν . οἲ
με μὴ ταύτηι λάβηις . Γοργὼν μὲν ἐν μέσοισιν ἠτρίοις πέπλων . ὦ Ζεῦ , τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος ;
4748460 τροπιν
ὑπὸ τὴν τρόπιν τελευταῖον προσηλούμενον , τοῦ μὴ τρίβεσθαι τὴν τρόπιν , χέλυσμα καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς
πεντήκοντα νέων στόλον , τὴν Ἀργώ , τὴν λάλον αὐτῆς τρόπιν , τὰ ἐν Λήμνῳ , τὸν Αἰήτην , τὸν
4745929 νωτων
δελφῖνος φερόμενον , ὅπου δὲ καὶ ἐπ ' αὐτῶν τῶν νώτων τῆς θαλάττης , ὅπου δὲ καὶ ἐν ταῖς χερσὶ
πομπὴν ὑπηρετοῦσι Ῥωμαίοις , πύργους καὶ ἄνδρας φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων ἐπαίδευεν , οἰόμενος οὕτως ἐκπλήξειν τούς τε Ἰλλυριούς ,
4734208 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
4729504 λαταγων
κοτταβικήν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην , Μανῆς δ ' οὐδὲν λατάγων ἀΐει , τὴν δὲ τάλαιναν πλάστιγγ ' ἂν ἴδοις
' ὁ Καλλίμαχος Σικελὴν τὴν λάταγα προσηγόρευσεν . μνημονεύει τῶν λατάγων καὶ τῶν κοττάβων καὶ ὁ Χαλκοῦς καλούμενος Διονύσιος ἐν
4711167 πετρας
δὲ φεύγουσα ἐς θάλασσαν αὑτὴν καὶ τὸν παῖδα ἀπὸ τῆς πέτρας τῆς Μολουρίδος ἀφίησιν , ἐξενεχθέντος δὲ ἐς τὸν Κορινθίων
Ἀσίαν . πανταχοῦ δὲ τὰ μὲν ὄρη καὶ τὰς ἀπορρῶγας πέτρας διακόπτουσα κατεσκεύασεν ὁδοὺς πολυτελεῖς , ἐν δὲ τοῖς πεδίοις
4694434 βενθεσι
ὕπτια χαλκοῦ δήγματ ' ἐπικρύπτων , γλαυκοῖς δ ' ἐνὶ βένθεσι λίμνης τοῖον ἀναψάμενος σύροι δόλον : ἡ δ '
τείρετο δ ' αἰνῶς ἥρωας κρατερούς , ἀλλ ' ἔδυνε βένθεσι λίμνης μεριδάρπαξ ὄρχαμος μιμούμενος αὐτὸν ἄρηα ὃς μόνος ἐν
4687858 φρισσουσαν
* . περὶ ἀσπίδος φράζεο δ ' αὐαλέαις : τὴν φρίσσουσαν ταῖς καταξήροις φολίσι φονευτικὴν ἀσπίδα , τὸ χαλεπώτατον τῶν
χαίτην [ δὲ ] ἐπ ' ὤμου καὶ αὐχένος φέρουσι φρίσσουσαν , λάχνη δὲ αὐτοῖς ἐν τῇ γένυϊ , τὸ
4685740 ῥηξεν
καὶ πολέμοισι πεσόντα μέγα στενάχουσιν ἑταῖρον . ἵππος ἐν ὑσμίνῃ ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ λάβεν
ἀντὶ τοῦ τεθνηκότος . . δένδρεον : . Γ . ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεονἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς τὸν
4681759 σκοπην
ἀλαοσκοπιὴν † εἶχε ἀργυρότοξος Ἀπόλλων , τουτέστιν οὐδὲ τυφλὴν τὴν σκοπὴν εἶχεν , οὐκ † ἐλαττώθη αὐτόν : ἀλαός γὰρ
ἐκ τῆς ἱστορίας τῆς ἐν Κνίδῳ : τὴν γὰρ Εὐδόξου σκοπὴν οὐ πολὺ τῶν οἰκήσεων ὑψηλοτέραν εἶναι , λέγεσθαι δ
4680385 ἑδραν
μέσῳ ἱδρῦσθαι . καὶ διὰ τὸ ἰσόρροπον φυλάσσειν τὴν αὐτὴν ἕδραν , καὶ δὴ Εὐριπίδης , ὡς Ἀναξαγόρου γενόμενος μαθητὴς
, ἐπακούσατέ μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ
4632311 σπαραγμοις
ἐν λειβομένοισιν δάκρυσιν . τίν ' ἐπὶ πρῶτον ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς ἀπαρχὰς βάλω ; ματρὸς ἐμᾶς ἢ διδύμοις ἀγαλάκτοις παρὰ
ἀποσκώπτοντες τοὺς ἀπὸ συγκλήτου βασιλέας , γενείων τε καὶ ὀφρύων σπαραγμοῖς καὶ πάσαις τοῦ σώματος λώβαις ἐμπαροινοῦντες , διὰ μέσης
4618880 πλατυν
ἂν ἐγένετό ποτε μὴ δασυνομένου τοῦ οἶμος λευρὸν ] τὸν πλατύν ψαίρει ] † κινεῖ ἠρέμα πτεροῖς ] τοῖς ἑαυτοῦ
μειζόνων περικείμενος τὰ φύλλα , καρπὸν ἔχων ἐν κάλυξι , πλατύν , κοῦφον , ἀχυρώδη πρὸς τὴν τοῦ σφονδυλίου ῥίζαν
4609287 σιαγονα
τὰ θραύσματα λωβήσασθαί σου τήν τε ῥῖνα καὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα , καὶ τοῦ αἵματος ἐνεχθῆναι κρουνούς , οἵους ὕδατος
ὀφθαλμόν , καὶ τότε τὰ σκέλη τοῦ τελαμῶνος ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐνηνεγμένα διὰ τοῦ αὐχένος ἐπ ' ἰνίον ἄγεται καὶ
4596331 αἰθει
ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος , κἀς νεάτους ἐκ κορυφῆς ὄνυχας . Χαίρετε
ὕδρος οὐδ ' ἐπὶ χέρσον , ὅθ ' ὕδατα καρκίνος αἴθει , βοσκόμενος , θερμῆς τ ' ἤρξατο πρῶτον ἄλης
4582201 κλαδοις
: τῆς ὥρας ἤδη τῆς χειμερινῆς ἐπελθούσης , δένδρον τι κλάδοις τε καὶ φύλλοις ἀλλοτρίοις ἐπικαλύψαντες καί τινας μεταξὺ τῶν
: θάνατον γὰρ σημαίνει . στεφανοῦν δὲ θεοὺς ἄνθεσι καὶ κλάδοις τοῖς προσήκουσι καὶ νενομισμένοις ὁσίοις εἶναι ἀγαθὸν πᾶσιν ,
4566933 βλωθρη
τῶν ἐσθιομένων καὶ μηκέτι ὑγιῶν ὄντων . . , : βλωθρή : ὡς παρὰ τὸ λάμπω λαμπρός , οὕτως καὶ
παρὰ τὸ φλύω , τὸ ἀναδίδωμι . . . . βλωθρή : μακρά , μεγάλη . εἴρηται παρὰ , εἰς
4559274 ὁμιλεων
. βοός , νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ
πλευρῇσι βοὸς νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλησι καὶ ἐθελοπόρνοισιν ὁμιλέων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ
4552183 ποσιν
προσεπέλασαν . σημαίνει καὶ τὸ ἐπληροῦντο . ποδάρκης ὁ τοῖς ποσὶν ἐπαρκούμενος , ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς συμμάχοις ἐπαρκῶν ,
ψεύσματα . ἀναρριχώμενοι , ἀναλαμβόμενοι : πρὸς ὕψος ἀνερχώμενοι : ποσὶν ἢ χερσὶν , ἐπὶ τύχων ἢ δένδρων Ἀριστοφάνης εἰρήνη
4551678 κυμασι
: σὲ δὲ καὶ Νηρηΐδων ἁλιπορφύρων χοροὶ ἄκροις ἐπισκιρτῶντες τοῖς κύμασι κύκλῳ περὶ πᾶσαν χορεύουσι : σὸς ἐραστὴς οὐ ποταμός
: συστροφαῖς . παλιῤῥοίαις : ταῖς ὑποστροφαῖς τῶν κυμάτων , κύμασι , ταῖς εἰς τοὐπίσω ῥεύσεσιν , ἢ ταῖς ἀναστροφαῖς
4548155 ἠριζεν
μὲν δὴ Λακεδαιμόνιοι ἀπορίᾳ εἴχοντο καὶ ἡ Σπάρτη πρὸς ἑαυτὴν ἤριζεν , εἴτε χρὴ παραιτουμένους τὴν ὀργὴν τοῦ βασιλέως εἴτε
: ἡ δὲ τῶν ἀνθέων ἀναπνοὴ πρὸς τὴν τῶν θυμιαμάτων ἤριζεν ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα
4540645 ποιμνην
' ἀπήρχετο βοηθῆσαι , ὁ λύκος ἀδείας λαβόμενος εὐκόλως τὴν ποίμνην πᾶσαν διέφθειρεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον
: ταῦρος ἀγελάρχης βουσὶν ἐπιθόρνυται , καὶ κριὸς ὅλην τὴν ποίμνην ἄρρενος πληροῖ σπέρματος . τί δέ ; οὐ συῶν
4536990 ὑψου
κόμην ὑψοῦ ἔχουσι . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου
τάχιον οἱ Κόλχοι σὺν Ἀψύρτῳ ἔπλευσαν . οἱ δ ' ὑψοῦ νήσοιο : οἱ περὶ τὸν Ἰάσονα ἄνωθεν τῆς νήσου
4531529 γλωσσαν
ἐπιπεσούσης οὕτως ἐκλήθη . Ματόας δὲ λέγεται ἐς τὴν Ἑλληνίδα γλῶσσαν ἄσιος . ὅτι πολλάκις περαιούμενοι οὐδὲν ἐπεπόνθεισαν . ὁ
γλωσσώδεις , μηδὲν δὲ πλέον τοῦ λαλεῖν δυναμένους : οὗτοι γλῶσσαν μὲν οὖν ἔχουσι , ἰσχὺν δ ' οὐδ '
4529787 δερην
μὴ κρατῶν φρονήματος κτείνηι σε , καὶ σὺ σφάζε παρθένου δέρην . καί νιν δοκῶ , τὸ πρῶτον ἢν πολὺς
ὤλεσεν κλέος ; φασίν , βρόχωι γ ' ἅψασαν εὐγενῆ δέρην . οἱ Τυνδάρειοι δ ' εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν
4521767 ἠχην
ἑαυτῷ τὴν πάμμουσον ἁρμονίαν ἀποτελῶν : ἧς εἰ συνέβαινε τὴν ἠχὴν εἰς τὰς ἡμετέρας φθάνειν ἀκοάς , ἔρωτες ἂν ἀκάθεκτοι
ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ λάβεν ἠχὴν ἀνδρομέην καὶ γλῶσσαν ὁμοίϊον ἀνθρώποισιν . ἵππος ἐνυαλίοιο Μακηδονίου
4520649 γενυν
κεφαλὴν καὶ ὠθήσας κατὰ τοῦ βυθοῦ : πέφυκέ τε τὴν γένυν ἰσχυρὸς καὶ τὸν αὐχένα καρτερός , καὶ ῥώμης ἔχει
μὲν ἐΰπλοκον εἰς ἅλα πέμπεις ὁρμιήν , ὁ δὲ ῥίμφα γένυν κατεδέξατο χαλκοῦ ἰχθὺς ἀντιάσας , τάχα δ ' ἕλκεται
4513920 κερκον
Φασὶ καὶ τὸν πλόκαμον ταύτης εἶναι τὸν φαινόμενον ὑπὸ τὴν κέρκον τοῦ Λέοντος . Οὗτός ἐστιν ὁ ἐπὶ τοῦ Σκορπίου
δὲ πάλιν τοὺς ὀδόντας κινήσω , εὐθὺς ἐγείρῃ καὶ τὴν κέρκον μοι σείεις . Τοὺς ὑπνώδεις καὶ ἀργοὺς τοὺς ἐξ
4501018 προπινε
? κρ [ ! ! ! ! ! ! ! πρόπινε ] ? ? [ ] | [ λόγον ]
καλεῖται . τοιούτων φωνῶν ἐγὼ διψῶ , τοιαύτην μοι φιλοτησίαν πρόπινε . θύη τινὰ πέττειν , ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα φησιν
4495087 ἑταιρην
ᾄδειν εἰς αὐτὴν τάδε : Ἀρχεάνασσαν ἔχω τὴν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρην , ἧς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων πικρὸς ἔπεστιν ἔρως .
τοῖς μνηστῆρσι φόρμιγξ ἠπύει , ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην , καὶ παρ ' Ἀλκινόῳ ὁ κιθαρῳδὸς ἀνεβάλλετο καλὸν
4463360 μιτραν
γεγονέναι Καύνῳ τῆς ἀπαλλαγῆς , ἀναψαμένην ἀπό τινος δρυὸς τὴν μίτραν ἐνθεῖναι τὸν τράχηλον . λέγεται δὲ καὶ παρ '
καὶ Μήλιοι καὶ ὁπόσοις τὰ Λακωνικὰ ἦν ἐν λόγῳ , μίτραν τε ἀναδοῦνται λευκήν , καὶ γυμνὸν αὐτοῖς βάδισμα καὶ
4461533 πετραν
προσφύεσθαι δὲ ἀπὸ τοῦ χρωτὸς ἀντὶ δεσμῶν σφισιν ἔφη τὴν πέτραν . Θησέως δὲ καὶ Πειρίθου τὴν λεγομένην φιλίαν ἐν
οὖν οἱ ιʹ λίθοι ἐκεῖνοι , καὶ ἐνέπλησαν ὅλην τὴν πέτραν . καὶ ἐγένοντο ἐκεῖνοι θεμέλιος τῆς οἰκοδομῆς τοῦ πύργου
4456921 αἰχμην
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ
4447610 σπαρτον
' ἐπὶ τῶν κεραιῶν ἐφεδρεύοντες διαναστάντες εἰς κύκλον τε τὴν σπάρτον περιάγουσι καὶ τὸ χάσμα τοῦ δικτύου συνάγουσι τὰς πύλας
[ τὰς ] τὸ αὐτὸ ποιούσας . εἰ τοίνυν διατείνομεν σπάρτον περιαγομένην περὶ τὰ Α , Β σημεία καὶ διὰ
4434978 μεθεπων
μαιόμενος βαλιᾶς ἑλεῖν τέκος : κᾆτ ' ὦκα βοᾶς ἀκοὰν μεθέπων ὅ γ ' ἄφαρ λάσιον νιφοβόλων ἀν ' ὀρέων
πρόσθε μὲν εἷς ἐλάφοισιν ἐπὶ στίχας ἡγεμονεύει , οἷα κυβερνητὴρ μεθέπων οἰήϊα νηός : τῷ δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον
4420067 στεγην
χερσὶ κροσσωτοὺς ῥαφάς . θερμὴν δ ' ὑπαὶ λουτρῶνος ἀρνεύων στέγην τιβῆνα καὶ κύπελλον ἐγκάρῳ ῥανεῖ , τυπεὶς σκεπάρνῳ κόγχον
ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος : νῦν τὴν στέγην . ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς : ἀντὶ τοῦ ”
4417329 πτερωσιν
τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐνδιαίτημα οἰκεῖον , κούφοις διὰ τὴν πτέρωσιν ὁ φύσει κοῦφος . ὅταν οὖν τὰ ἀεροπόρα αἰθεροβατεῖν
αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν ἐκ φύσεως ὥσπερ ζώνην λευκήν . παρὰ τοῦτο οὖν
4410694 πλακα
ἡμᾶς τῶν Ἰώνων κερσάμενος καὶ τεμὼν καὶ ἀφανίσας τὴν νυχίαν πλάκα καὶ τὴν δυσδαίμονα ἀκτήν , ἤγουν τὸ ναυτικὸν τῶν
] τοῦτ ' ἔστι νικηφόρος . κερσάμενος ] ἀποκείρας στυγνὴν πλάκα κατὰ τὴν δυσδαίμονα ἀκτὴν , τοῦτ ' ἔστι κατὰ
4402701 γυμνος
ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα
ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον
4395229 τανυφυλλος
“ χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσσεὺς δέκα πάντα τάλαντα . ” τανύφυλλος τεταμένα φύλλα ἔχουσα , οἷον μακρόφυλλος . τανύπεπλος τεταμένον
. ” ἐπί κυρίως μὲν “ αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη , ” ἀντὶ δὲ τῆς παρά “ ἡ
4385431 ἀκρωρειαν
ἀτρέστου θεράποντι φέρων χάριν Ἡρακλῆος : νῶϊ δὲ ποιήεσσαν ἐς ἀκρώρειαν ἰοῦσι τρηχεῖαν μάλα μῦθοι ἀταρπιτὸν ἐπρήϋναν . Λίθος κρύσταλλος
βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν , κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν , ὄφρα κε μειλίξαιντ ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς Ῥείην
4382267 γενυων
αὐτοῦ τὸ σῶμα κατεπτέρωτο , αὐχμηραὶ δὲ ἐκ κεφαλῆς καὶ γενύων τρίχες ἐξηνέμωντο , πῦρ δὲ ἐδέρκετο τοῖς ὄμμασι .
ῥοπὴν ἐς σωτηρίην . Τράχηλος σκληρὸς καὶ ἐπώδυνος , καὶ γενύων σύνδεσις , καὶ φλεβῶν σφαγιτίδων παλμὸς ἰσχυρὸς , καὶ
4379012 παρειαν
ὀξύτητα . ἢ τὴν ἀναιδῆ καὶ στωμύλον αὐτοῦ γνάθον καὶ παρειὰν μέχρι καὶ τοῦ στήθους διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ
ἀκόντια . Ἔλπομαι ] Ἐλπίζω . Χαλκοπάραον ] Τὸν χαλκῆν παρειὰν ἤγουν αἰχμὴν ἔχοντα ἄκοντα , ὥσπερ τοῦ ἐν τῷ
4376371 στιβαροις
βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος . πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ ' ὤμοις , ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ '
ἤδη κατὰ πᾶσαν ἀνασταχύεσκον ἄρουραν γηγενέες : φρίξεν δὲ περὶ στιβαροῖς σακέεσσι δούρασι τ ' ἀμφιγύοις κορύθεσσί τε λαμπομένηισιν Ἄρηος
4353491 πηδησας
αἰσχύνης : ὁ δ ' ἄλλος εὐθὺς εἰς τὸ δῶμα πηδήσας ἐπικροτῶν τε τοῖς πτεροῖς ἐκεκράγει . καὶ τὸν μὲν
τούτου παθήματι παιδευθεὶς ὕστερον τῶν ἁπάντων τῆς ἰδίας νεὼς σφοδρωτέρως πηδήσας πλήττει τὴν γῆν καὶ ὕδωρ ἐξ αὐτῆς ἀνεδόθη ,
4351879 μουσαν
συνεόρταζον ἄνθρωποι ταῖς οὐρανίαις δυνάμεσιν . εἰ γάρ τις τὴν μοῦσαν ἐκείνην , τὴν ἐκ παντὸς στόματος ὑφ ' ἓν
? [ δ ' ὀμφὴν ὁ ] λύρᾳ συνετὴν [ μοῦσαν ] ἀείσας ? ? ? θεσμῴδησεν ? [ ]
4340375 πεμπομενην
λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος τῆς γῆς , ὅπου ἡ ἀθλία
αὐτοῦ , μόνου βασιλέων , ἐς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἡλίου πεμπομένην οὐκ ἐδέξαντο . αὐτὸς δ ' ἐς τὴν Ἀσίαν
4334210 Νειλωτιν
ὁ καταβασμὸς ὁδηγήσει σε καὶ ἄξει εἰς τὴν γῆν τὴν Νειλῶτιν , ἤγουν τὴν Αἰγυπτίαν , τὴν τρίγωνον . διὰ
ἐστόρεσεν πάταγον , Εἰρήνης μόχθους εὐώπιδος ἔνθα κλαδεύσας γῆν ἐπὶ Νειλῶτιν νίσετο γηθαλέος εὐνομίης ? [ ] ? φόρτοισι καὶ
4333095 εὐαν
εὐίοις : ταῖς περὶ τὸν Διόνυσον χορευούσαις καὶ τὸ εὐοῖ εὐάν ἐπιφθεγγομέναις : μυστικαῖς : ἔνθα φόνιος ἦν δράκων :
μυκτήρων : τὸ ἰαπαπαιάξ , τὸ εὐοῖ , εὐαί , εὐάν ἐπὶ νίκης : καὶ εὐά χωρὶς τοῦ Ν :
4320863 προβοσκιδα
συμφερόντων ὀσφραντικὸν βουλόμενοι σημῆναι , ἐλέφαντα ζωγραφοῦσιν , ἔχοντα τὴν προβοσκίδα : ἐκεῖνος γὰρ ταύτῃ ὀσφραίνεται , καὶ κρατεῖ τῶν
ἄνωθέν τις τὸν πόδα προτείνει καὶ ἐκείνῳ παρέχει περιπλέξαι τὴν προβοσκίδα : οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα ,
4315710 βραχιοσιν
, μηροῖσί τε πλεύρ ' ἐφύλασσον , μέχρι οὗ ἐξετάνυσσα βραχίοσιν ὀρθὸν ἀείρας ἄπνευστον , ψυχὴν δὲ πελώριος ἔλλαβεν Ἅιδης
χρυσέοις ἐνὶ δεσμοῖς , δαιδάλεοι δὲ χλιδῶνες ἄρ ' ἀμφὶ βραχίοσιν ἦσαν , . . . . . . .
4309878 θεμεθλων
ζωογόνωι σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο νόου κρατέουσα θεμέθλων σύνδρομος ὑψιμέδοντος , ὅλου κόσμοιο τιθήνη , μουσοτόκος Σοφίη
λάβρος , ἄφαρ δέ τε πάντα κατὰ χθονὸς ἀμφιχέηται ἐκ θεμέθλων , μάλα γάρ ῥα περιτρομέει βαθὺ γαῖα : ὣς
4306885 γναθον
ὁρᾶις , γέρον . οὗτος μὲν οὐδ ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου . ναί : δὶς τόσον πῶμ '
, ὁ δ ' ἐγκάψας τὸ κέρμ ' εἰς τὴν γνάθον ἐρίν ' ἀπέδοτο σῦκα πωλεῖν ὀμνύων . οἴνου γεραιοῖς
4305972 κουραν
θεὰ σατίνας τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων † μετὰ κουρᾶν δ ' † ˘˘˘ – ἀελλόποδες , ἁ μὲν
Πανδώρας Πύρρα . Πύρρας δὲ καὶ Δευκαλίωνος Πρωτογένεια . κοῦροι κουρᾶν : πληθυντικῶς εἶπεν : ἐχρῆν γὰρ ἑνικῶς εἰπεῖν :
4303912 δοραν
ἐκείνη φησίν : „ εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ . „ καὶ τοῦ λύκου [ αὐτίκα
οἱ Ἰαμίδαι ἢ μηρὸν πιμελῇ κεκαλυμμένον εἰς πῦρ ἐμβάλλοντες ἢ δορὰν προβάτου σχίζοντες καὶ ἐκ τῆς σχίσεως , εἰ μὲν
4302744 ἠλακατην
τινα διὰ τοῦ πόλου διήκοντα οἷον κίονα , ἑτέραν δὲ ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον , τοὺς δέ τινας περὶ τοῦτον κοίλους
τὰ ς ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε , ἱστόν τ ' ἠλακάτην τε , καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε ἔργον ἐποίχεσθαι . πόλεμος
4302137 εὑρισκομενην
ἡμέρας τὸ ὀστοῦν , καὶ ἠρέμα ἄνοιξον , καὶ τὴν εὑρισκομένην ἔνδοθεν τοῦ ὀστέου ἀμυγδάλην λαβών , ἐπίγραψον ἐν τῷ
τῶν ἀστρολάβων κύκλον ἐπὶ τὴν κατ ' ἐκείνην τὴν ὥραν εὑρισκομένην ἔγγιστα τοῦ ἡλίου μοῖραν , καὶ οὕτως περιάγειν τὸν
4301668 πετομενος
δὲ κατὰ τὴν παράλιον ταύτην Αἰθιοπίαν ἐγένετο , ἤδη πρόσγειος πετόμενος , ὁρᾷ τὴν Ἀνδρομέδαν προκειμένην ἐπί τινος πέτρας προβλῆτος
καὶ τὴν Ἄϊδος κυνέην τῇ κεφαλῇ περιτίθησιν : εἶτα ἔρχεται πετόμενος κατὰ τὸν Ὠκεανὸν καὶ τὰς Γοργόνας , συνεπομένων αὐτῷ
4300640 φορμιγγα
' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι δικασπολίας ἀναφαίνει . Τόφρα
ἅμ ' ἕποντο . κὰδ δ ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν , Δημοδόκου δ ' ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν
4295639 σταθεις
μοι . Παλάμᾳ ] Ἀντὶ βοηθείᾳ καὶ συνεργείᾳ . Πύλον σταθεὶς ] Ἀντὶ ὑπερμαχῶν τῆς Πύλου . Ἔρειδε ] Ἤγουν
ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς καὶ τέμνων τὰς κεφαλὰς αὐτῆς μιᾶς κοπτομένης πολλαὶ ἀνεφύοντο
4295212 ζωνην
καύματος ὑπερβολήν , καὶ μάλιστα ἡ περὶ μέσην τὴν διακεκαυμένην ζώνην , ψεῦδός ἐστιν . Οἱ μὲν γὰρ τὰ πέρατα
, ὃ μὴ πέπτωκεν ἐπὶ τὴν γῆν , τὴν δὲ ζώνην ἐᾶν : εἶναι γὰρ ταύτην ἐπὶ τῆς γῆς .
4293998 τριαιναν
ἂν ἠδυνήθη Ἡρακλῆς τῷ ῥοπάλῳ ἀντιμάχεσθαι πρὸς τὴν τοῦ Ποσειδῶνος τρίαιναν καὶ νικῆσαι ; ἡνίκα ὁ Ποσειδῶν στὰς περὶ τὴν
. ἐπεβοᾶτο . τὸν Ποσειδῶνα δηλονότι . μεγαλόκτυπον . * τρίαιναν ἀπὸ τοῦ τρία καὶ τοῦ αἰνόν , τὸ χαλεπόν
4281828 σκοπιας
Καὶ μήν , ἦν δ ' ἐγώ , ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς μοι φαίνεται , ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου ,
δ ' ἔτι κυριώτερον ἀγαθὸν ἐπήγαγε , τὸ ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς ἐντεῦθεν δύνασθαι τὸν θεὸν καθορᾶν καὶ πάντα τὰ ἐν
4279365 θαλαμων
, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδὸς ἐξάγαγες ἐς φῶς λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν , πολιὸν αἰθεροφαὲς εἴδωλον ἢ νέκυν ἔνερθεν
ὀνείρων . αὐτὰρ ὁ ποντοπόρων Ἑλένην ἐπὶ σέλματα νηῶν ἐκ θαλάμων ἐκόμισε φιλοξείνου Μενελάου , κυδιόων δ ' ὑπέροπλον ὑποσχεσίῃ
4276164 κυμβαλοις
νὺξ διακόψασα , ἐσόβουν τινὲς τῶν βαρβάρων περιερχόμενοι καί τισι κυμβάλοις κτυποῦντες καὶ ἀλαλάζοντες , ἕως πάλιν ἔφθασεν ἐπιστὰς ὁ
ἑτέρου τὸν ἕτερον : εἰ γὰρ ἕλκει τὸν θεὸν τοῖς κυμβάλοις ἄνθρωπος εἰς ὃ βούλεται , ὁ τοῦτο ποιῶν ἐστι
4268913 συρομενος
ἀργῆτα χαλινὰ ἂν Σκυθίην Ἴστρος λέλακεν μέγα πάντοθε πάντῃ , συρόμενος κρημνοῖσι καὶ ὑδατοπλήγεσιν ἄκραις : τῇ δ ' αὖτ
, λέγουσιν , ὅπου ὁ Ἰσσικὸς ἄπειρος ἢ μέγιστος κόλπος συρόμενος ἐπὶ τὸν βορρᾶν ἐς μυχὸν γαίης , ἤτοι ἐπὶ
4262090 βασιν
πυραμίδι πυραμίδας τριγώνους βάσεις ἐχούσας , τουτέστιν αὐτὴ ἡ πολύγωνον βάσιν ἔχουσα πυραμὶς πρὸς τὴν πολύγωνον βάσιν ἔχουσαν πυραμίδα .
ἄκρανἄνω γὰρ αὐτὴν ἐπ ' ἀρχὴν παραπέμψασα ἱδρύσατο καθάπερ ἀνδριάντι βάσιν ὑποθεῖσα τὴν ἀπ ' αὐχένος ἄχρι ποδῶν ἅπασαν ἁρμονίαν
4256028 λευρας
ἔγχωρα ια τίφη καὶ πέδον ιβ χραίνῃ ι φόνῳ ιγ λευρᾶς κζ βοώτης κε γατομῶν κδ δι ' αὔλακος .
δὲ καὶ ἡ Ἄρτεμις καὶ ὁ Ἀπόλλων Πτῶος ἐκλήθη . λευρᾶς λίαν εὐρείας . ἀλλὰ κἂν τὰς λέξεις ἄνωθεν τῶν
4250905 συνωρις
τοῦ τετράορον , ὅταν ὦσιν τέσσαρες ἵπποι ἐζευγμένοι . καὶ συνωρὶς δὲ , ὅταν ἕτερος ἑτέρῳ συνεζευγμένος ᾖ . ἀπὸ
ἐπὶ τήνδε τὴν ἁρμονίαν ἐπήχθησαν , ἀλλ ' ὥσπερ ὅταν συνωρὶς πώλων ὑφ ' ἕνα ζυγὸν ἐκ μιᾶς ἡλικίας ἐλαύνηται
4247867 τεταμενην
τεταμένας εἰς μέγεθος ἔχουσαι τὰς γλώσσας . ὁ δὲ Ἀπίων τεταμένην ἔχουσαι τὴν φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον
σὸν μὴ Πάρις γήμειέ σε , φρουρὸν παρ ' Ἀκτὴν τεταμένην νῆσον λέγω , Ἑλένη τὸ λοιπὸν ἐν βροτοῖς κεκλήσεται
4244719 πτεροισι
φθίμενος ἀλαίνεις ἄθαπτος ἄνυδρος , ἐμὲ δὲ πόντιον σκάφος ἀίσσον πτεροῖσι πορεύσει ἱππόβοτον Ἄργος , ἵνα τε τείχη λάϊνα Κυκλώπι
καὶ πόλεις ἐλθεῖν , ἀλλὰ κατ ' αἰθέρ ' αἰεὶ πτεροῖσι φορείσθω . εἰ δὲ θεοῖς ἦν ξύνεσις καὶ σοφία
4244131 ὁρμησω
; φέρ ' ἀλλ ' ἐς ἄλλην δή τιν ' ὁρμήσω πόλιν ; κἄπειθ ' ὑποβλεπώμεθ ' ὡς ἐγνωσμένοι ,
τοῦ Ἱέρωνος . ἢ οὕτως : ἐπὶ τὸν ἀνθηρὸν στόλον ὁρμήσω τῆς ἀρετῆς τοῦ Ἱέρωνος , ἵν ' ᾖ ἀνθηρὸν
4244057 πτερυγας
νοσηλός ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός
τὸ φονικόν , ὄνυχας ἀετοῦ ἔχειν διὰ τὸ ἁρπακτικόν , πτέρυγας δὲ γρυπὸς διὰ τὸ τοὺς σὺν αὐτῇ ληστεύοντας πάντας
4239308 ἐσκληκοτα
Ἅιδης × – ˘ – οἱ δ ' ἀμφινίσονται Νέδαν ἐσκληκότα ἐς μέσον συνῄεσαν εὔπλουτον κανοῦν θαλάμων ἄνασσα ἱππικὴ βάσις
, τροχοκουράδες : αὐτὰρ ὕπερθεν ἵππων δαρτὰ πρόσωπ ' ἐφόρευν ἐσκληκότα καπνῶι . νηῦς δέ τις ὠκύπορος Σαμίη , συὸς
4235805 ἐφορει
, αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ
δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας
4235401 πενθιμον
τοῦ ἀδικωτάτου βασιλέως δεδοικότες τὴν ὕβριν , φροντίδα καὶ λύπην πένθιμον ὥσπερ τετελευτηκότος μου ἐν τοῖς οἴκοις θέμενοι σὺν θρήνῳ
μέτωπον τρίχας . ἔλεγον δὲ καὶ πρὸς φθεῖρα κείρεσθαι τὴν πένθιμον κουράν , ὡς Εὔβουλος ὁ κωμικός . ἐκαλεῖτο δέ
4233174 φορεων
τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . / αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην φορέων τετράζυγα μορφήν / ὀφθαλμοὺς [ κάμμυσε ] κεδαζομένης ?
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ὀνείρατα καλὰ προφαίνει . πάντα γὰρ ἀλθήσαιο πόνον φορέων περὶ σῶμα , ὀφθαλμῶν δέ τε πᾶσαν ἐρητύσειας ἀνίην
4232903 ῥιμφα
ὡς δ ' ὅτ ' ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι : τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ
χαλεπά , καὶ “ ῥιγεδανῆς Ἑλένης ” τῆς φρικώδους . ῥίμφα ταχέως . ῥινός ἐπὶ μὲν τοῦ δέρματος τοῦ μυκτῆρος
4227677 φοβη
, τὰ δὲ κεγχρώδη φόβην : ἡ δὲ καλαμώδης ἀπόχυσις φόβη . τὸ δ ' ὅλον ἐναγγειόσπερμα , τὰ δὲ
λυπρὸν ἀμπρεύσει βίον . κρατὸς δ ' ἄκουρος νῶτα καλλυνεῖ φόβη , μνήμην παλαιῶν τημελοῦς ' ὀδυρμάτων . Πολλοὶ δὲ
4226106 βαριν
τὰ γὰρ ὡς ἔτυχε φυραθέντα ἄλευρα αὐτοκάβδαλα . × αὐτουργότευκτον βάριν αὐτοσχέδιον πλοῖον : βάρις δὲ νῦν μὲν τὸ πλοῖον
ἐκφανεῖν ἢ τὸ ἐν Ἀβύδῳ ἀπόρρητον δείξειν ἢ στήσειν τὴν βάριν ἢ τὰ μέλη τοῦ Ὀσίριδος διασκεδάσειν τῷ Τυφῶνι ἢ
4225311 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
4222239 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
4220567 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
4219460 καππεσεν
' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε , περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσεν ἰδνωθείς , ἀπὸ δ ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε καὶ
' ἀφ ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ : πᾶς δὲ χαμᾶζε κάππεσεν ἐν κονίῃσι νέον φοίνικι φαεινός . εἷος ὃ τῷ
4218857 Αἰτναν
ἱμερόεν ] τελέσας [ καὶ ] συμπόταις ἄνδρεσσι πέμπειν [ Αἴτναν ] ἐς ἐύκτιτον , εἰ καὶ [ πρόσθεν ]
παρ ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε , Μοῖσαι , τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν , ἔνθ ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι , ὄλβιον
4215760 ἠλασεν
εὗρε τῆς κακῆς συνωρίδος φέρτερον ἡνίοχον : χανδὸν πιὼν γὰρ ἤλασεν . προσεσκώφθη δὲ ὑπὸ Σωφίλου τοῦ κωμικοῦ ἐν δράματι
ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν . Ἦ ῥα καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος σμερδαλέῳ : μέγα δ ' ἀμφὶ σάκος
4212135 Ἑβρον
, φασὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ σὺν τῇ λύρᾳ εἰς τὸν Ἕβρον ἐμπεσοῦσαν ἐκβληθῆναι εἰς τὸν μέλανα κόλπον , καὶ ἐπιπλεῖν
? [ ] οἱ θ ' ὑπὸ π [ ] Ἕβρον ? θ [ ] Φλέγρην ? [ ] αισυμν
4211585 ἐδραμεν
φίλους καὶ παιδεύεσθαι , εἰ ὡς ἀληθῶς εἶεν φίλοι , ἔδραμεν ὡς τὸν ἄρχοντα , πάλιν ὡς ἐμέ , πάλιν
, ἀμφὶ δὲ τεῖχος λισσὸν ὑπώρειαν , ὑπὸ δ ' ἔδραμεν αἰπύθεν ἕρκος . Ὕστερον δέ φησιν αὐτὴν ὑπὸ Ἑβραίων
4207226 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
4196609 κοιλην
ἐπιπέδων . Ἀναξιμένης τραπεζοειδῆ . Λεύκιππος τυμπανοειδῆ τῷ πλάτει , κοίλην δὲ τῷ μεγέθει . Οἱ ἀπὸ Θαλοῦς μέσην τὴν
Ἰουδαίας ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ βασιλέωςἐκεῖνος γὰρ ἐπελθὼν τὰ κατὰ κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην ἅπαντα , συγ - χρώμενος εὐημερίᾳ
4195458 τοξον
, φορτίου ζώνην ἶρις δ ' ἔλαμψε , καλὸν οὐρανοῦ τόξον καὶ πίσσαν ἑφθήν , ἣν θύραι μυρίζονται ὣς οἵ
μου τῆς ψυχῆς ἄλλος πόλεμος κάθηται . στρατιώτης με πορθεῖ τόξον ἔχων , βέλος ἔχων . νενίκημαι , πεπλήρωμαι βελῶν

Back