πρυτάνεις γὰρ οὑτοιὶ μεσημβρινοί . Οὐκ ἠγόρευον ; τοῦτ ' ἐκεῖν ' οὑγὼ ' λεγον : εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς | ||
καὶ μηδὲ δι ' ἓν τῶν ἄλλων , δι ' ἐκεῖν ' ὑπομεῖναι τοὺς λόγους ἀμφοτέρων , ἵν ' ἐὰν |
ἀρχὴν Σκαμανδρίῳ τῷ παιδὶ κατέλιπεν . ταῦτα δὲ ἔχοντα οὕτως ἐπίσταμαι σαφῶς ὅτι οὐδεὶς ἀποδέξεται , φήσουσι δὲ ψευδῆ πάντες | ||
ἐκ φιλανθρωπίας κτήσασθαι δόξαν , καὶ οὕτως ἐγώ σε καλῶς ἐπίσταμαι ὥστε καὶ ὑπεσχόμην αὐτοῖς τὰ βελτίω , καὶ νῦν |
ἠστοχήσαμεν . Θ . . ἐξεπέσομεν . . ἀλλ ' ἴσθ ' : Οὐχ ἡμάρτηκας : γίνωσκε . ἀφιγμένη : | ||
δ ' οὖν κάθευδε . τὰ δὲ χρέα ταῦτ ' ἴσθ ' ὅτι εἰς τὴν κεφαλὴν ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται |
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ | ||
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην |
μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : Ἐκέκτητο . . μελαγχολᾷς : Μαίνῃ . . τὸ βλέμμ ' αὐτοῦ : | ||
τοῦ ῥήματος , τὸ ποῖον δὴ λέγω , ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷς , εἶπες δ ' ἂν οὑτωσί πως , ὦ |
ἢ κρέας , κἂν μὴ κατεσθίωσι καὶ τοὺς δακτύλους , ἐθέλω κρέμασθαι δεκάκις . οὐκ ἄκαιρον δ ' ἐστὶν μνημονεῦσαι | ||
τις δέξαιτ ' ἂν ὑμῶν ; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ ' ἔστιν ἀληθῆ . ἐπεὶ ἔμοιγε |
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι | ||
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται |
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
ἕνα σε νομίζει καλῶς ὑπειληφώς . ἐγὼ γάρ σοι ταύτην σύνοιδα τὴν εὐχήν . ἀλλ ' οἶμαι , τὸ μὲν | ||
προῖκα γὰρ ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν ἀξιῶ , καὶ ταῦθ ' ἃ σύνοιδα : ὡς δ ' οὐ πολλάκις αὐτὸ δρῶ , |
ἤτε κλεπίαν [ ] | ἀτῶντι . | οὐκ ἐτὸς ἁγὼ μέτρα χέω [ Λίνον ] οὐκ ἐξίκει [ : | ||
αὐτῆς θέλω τόνδ ' , ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίαι : ἁγὼ τὸ πρῶτον οὐχ ἑκοῦς ' ἐδεξάμην , νῦν δ |
οὐδεὶς ὅλως ; οὐκ οἶδ ' ἔγωγε Δαιτυμόν ' . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ | ||
κατάλοιπον μέροπαϲ ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην : οὐδεὶϲ παρέϲται , φημί . τί λέγειϲ ; |
ὑπ ' ἀνθρώπων ἀπιστοῦμαι χρηστότητος . Θαυμάζειν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ἔοικας τὴν παρὰ πολύ μου μεταβολὴν τοῦ βίου , ὅτι | ||
μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν ; Φέρε τοίνυν , ἐπειδὴ ἔοικας ἀγνοεῖν , διδάξομαί σε θρηνεῖν ἀληθέστερον , καὶ δὴ |
μειζόνων καθυπερηφανίαν [ ] δικαιότατα [ ] γενησομένην , καὶ μήποθ ? [ ] ' οὓς ὑπερορᾷ τις ἐπὶ [ | ||
μὲν ἔγωγ ' οὐδέποτ ' ἂν θείην Αἰσχίνην Πλάτωνι , μήποθ ' οὕτω φιλονεικήσαιμι , ἀλλ ' ἀφείσθω τοῖς ἀτόποις |
ἀλλήλων δίχα . οὗτος δ ' ἀνὴρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσιν πέποιθεν αἰεί : τὸ δ ' ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ . | ||
[ ! ! ] ! [ ὅπου γὰρ ὧδεχ [ πέποιθεν ἀλκ [ ! ! ] ! [ θυμὸν καθημχθ |
με πολλὰ κατεφίλει . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος | ||
ὥστε μηδ ' εἰς ταῦτα ἀναχώρησιν εἶναι . οὐ γὰρ ᾔδειν , οὐ γὰρ ἠπιστάμην , ὅστις ἦν . οὐ |
θεοὺς ἔχων τις ἂν φίλους ἀρίστην μαντικὴν ἔχοι δόμοις . εἶἑν : τὰ μὲν δὴ δεῦρ ' ἀεὶ καλῶς ἔχει | ||
νέλθοι . σὺ πρότερος , Μοσχίων , πρόσελθέ μου . εἶἑν : ὦ πάτερ ] , τί ποιεῖς ταῦτα ; |
διὰ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς εἰς πενίαν πολλὴν καὶ ἀπορίαν κατέστην , ἔπειτα δὲ καὶ βίον ἠργασάμην ἐκ τοῦ δικαίου | ||
' ἕνεκα αὐτός τε οὐκ ἄκων εἰς τόδε τὸ τέλος κατέστην καὶ ὑμᾶς παρεκάλεσα δηλῶσαι ὑμῖν βούλομαι . ἐγὼ γὰρ |
συγχωρήσετε . ἓν δ ' ἴσως ἥμαρτον ὅστις τῶν ἁπάντων ὠιόμην αὐτὸς αὐτάρκης τις εἶναι καὶ δεήσεσθ ' οὐδενός . | ||
] ὁρῶ ς ' ὃν οὐκ ⌊ ⌋ ἂν ⌊ ὠιόμην ἰδεῖν ἔτι . ἐξῆλθεν ἔξω . ⌊ παῖ , |
ἕνεκεν ὀρθοκόρυζον καλεῖσθαι πρὸς ἡμῶν καὶ τοῦ χοροῦ τῶν Διονυσοκολάκων ἔκρινα . Ὦ δαῖμον , ὅς με κεκλήρωσαι καὶ εἴληχας | ||
καθυστερεῖν καὶ τῆς τελείας εὐδαιμονίας ἣν σὺ κέκτησαι . διόπερ ἔκρινα προσφωνῆσαί σοι παραγενέσθαι πρὸς ἐμέ , πεπεισμένος σε μὴ |
, Ἱερόκλεις , δακρύων . ἔπειτα ἐξ αὐτῶν ὧν ἐδάκρυον ἐνεθυμήθην πως , ὅτι ἄρα οὐ χρὴ δακρύειν . τὸ | ||
τῶν κατ ' οἶκον εἰθισμένων λέγεσθαι τρόπον : καὶ γὰρ ἐνεθυμήθην ὅτι δοκοῦσιν ἐνίοτε συμβαίνειν ἀκαιρίαι τοῦ λαμβάνειν τὰ ἐπεσταλμένα |
χαιρηδόνος ; Ἐγᾦδ ' ἐφ ' ᾧ γε τὸ κέαρ εὐφράνθην ἰδών , τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν . | ||
, φασίν , αὐτόν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , εὐφράνθην μετ ' αὐτῶν μείνας . Τί , φησίν , |
κοσμοῦσα , μὴ οὐ πείσηις σοφούς . Κύπριν δ ' ἔλεξας ἐλθεῖν ἐμῶι ξὺν παιδὶ Μενέλεω δόμους . οὐκ ἂν | ||
Οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ ' ὡς ὑπόβλητον λόγον , Αἴας , ἔλεξας , ἀλλὰ τῆς σαυτοῦ φρενός . Παῦσαί γε μέντοι |
εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς . Οἶμαι ἔγωγ ' , ἔφη , συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν κομψοί | ||
τῶν φίλων τῶν Πανταινέτου καὶ τῶν νόμων . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἐπεδήμουν , οὐδ ' αὐτὸς ἐγκαλεῖ . Βούλομαι |
ἀπόκρισιν . Ἔχω καὶ μάλα ἱκανῶς : καίτοι με ἀποκρινάμενος ἔλαθες . Ἀνάπαυλα γάρ , ὦ Πρώταρχε , τῆς σπουδῆς | ||
, μακρόν τινα τὸν ὄνειρον λέγεις , εἴ γε σαυτὸν ἔλαθες κατακοιμηθεὶς παρασάγγας ὅλους . Ὄνειρον γάρ , ὦ τάν |
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει | ||
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος |
Ἆρ ' οὖν δυνατὸς αὐτὸ ἂν γενοίμην , ὥσπερ καὶ διανοοῦμαι , διὰ λόγων ἐνδείξασθαί σοι ; Τί δ ' | ||
γιγνόμενα , οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ μὴ σαφῶς λέγων ἃ διανοοῦμαι τοῦτο ἐποίησα καὶ ἔπαθον : ἀλλ ' ἃ βούλομαι |
' ἄελπτον . καὶ μὴν παρών γε κοὐ λόγους ἄλλων κλύων , Πέρσαι , φράσαιμ ' ἂν οἷ ' ἐπορσύνθη | ||
Αὐτὸς βαρεῖαν ξυμφορὰν ἐν ὄμμασιν πατρὸς δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων . Ποῦ δ ' ἐμπελάζεις τἀνδρὶ καὶ παρίστασαι ; |
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
μᾶλλον , ἢ λόγου τυχόντι καὶ μὴ πείσαντι ὑμᾶς : δόξαιμι γὰρ ἂν σὺν δίκῃ πάσχειν , ὅ τι ἄν | ||
οὐδὲ τοσαυτάκις ἀγωνιζόμενος [ καὶ ] νικήσας δικαίως ἂν πάλιν δόξαιμι δι ' ἐκεῖνα ἐκπεσεῖν . Ἀλλὰ γὰρ ἴσως μετὰ |
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ , | ||
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ , |
ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος αὐτῇ δεσμὸς ἔσομαι : μαινέσθω κατ ' ἐμοῦ . τί γάρ με | ||
τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι καὶ προσθέντες ὅτι ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς , ἀποθανὼν δ ' οὐδενί , |
, ἐν τοῖς μηδεπώποτε φροντίσασι τῶν πολιτικῶν μηδὲ σοῦ καταπεφρονηκόσιν ὀκνεῖς λέγειν , δεδιὼς μὴ καταγελασθῇς . Τί δ ' | ||
. Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας : εἰσὶ γὰρ πικροί . ὀκνεῖς λαλεῖν ; οὕτω σφόδρ ' εἶ τηθαλλαδοῦς ; ἡ |
ἐκποδών , τὸν οὐκ ὄντα μᾶλλον ἢ μηδένα . Κέρδη παραινεῖς , εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς : βράχιστα γὰρ | ||
βλέπουσιν ἡδονάς . Εἶεν , τῷ παιδὶ μὲν οὕτως ἀνόνητα παραινεῖς καὶ φέροντα βλάβην , τῇ θρεψαμένῃ δὲ πῶς ; |
πάλαι τοῦτον ἀμφιγνοῶν ἠπίστουν ὅμως . ἐπεὶ δὲ σαφῶς αὐτὸν ἔγνωκα , δεινόν μοι δοκεῖ , μᾶλλον δὲ ἀσεβές , | ||
ἐφ ' αὑτὰς τὴν σελήνην κατάγειν , νῦν δὲ ἐπιμελῶς ἔγνωκα . καὶ τὸν Ἀριστοτέλην ἐνίοτε ἐμακάριζον , ὅστις Σταγειρίτης |
, τούτου πατήρ , πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν , ὡς τορῶς φράσαι , αὑτοῦ δ ' ἀδελφόν , ἀμφίλεκτος ὢν | ||
συμμάχων ; κατ ' εὐφρόνην ἀμβλῶπες αὐγαὶ κοὔ σε γιγνώσκω τορῶς . ποῦ τιν ' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ |
, εἰ τὴν οὕτω στεργομένην μὴ συνὼν γηροτροφοίην , ὁπότε ἀκούοιμι φθεγγομένου τοῦ φίλου , δεσμὸς τοῦτο ἦν , ὥστε | ||
μοι : ὡς ἐγὼ ταῦτ ' ἂν ἥδιόν σου διηγουμένου ἀκούοιμι ἢ εἴ μοι γυμνικὸν ἢ ἱππικὸν ἀγῶνα τὸν κάλλιστον |
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς | ||
. ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ |
. Κρόνος ] ἄφρων ⌈ καὶ παλαιός . εἴπερ ] διδάξω . λαλιὰν ] στωμυλίαν καὶ πανουργίαν . ⌈ ἐπιβάλῃς | ||
δὲ τοῦτ ' ἐδύνατο , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ; ἐγὼ διδάξω . Φιλίππῳ μὲν ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μεταξὺ |
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε | ||
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς |
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [ | ||
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ? |
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
, ἀλλὰ καὶ μὰ τὸν Διόνυσον οὐκ οἶδ ' ὅπως δυνήσομαι περιπλέκειν ὅλην τὴν ἡμέρανκαὶ πεπορνευμένος : ὁ γὰρ εἰκῇ | ||
ζῴων παραλλαγήν , ὁποῖον μὲν ἕκαστον τῶν ὑποκειμένων ἐμοὶ φαίνεται δυνήσομαι λέγειν , ὁποῖον δὲ ἔστι τῇ φύσει διὰ τὰ |
, ἔμελλον : βούλομαι , ἐβουλόμην : καὶ δύναμαι , ἐδυνάμην . Κατὰ δὲ Συναλοιφὴν , ὡς Μένανδρος λέγει , | ||
δικασταί , βραχείας οὐσίας ὑπαρξάσης ἀδελφὰς μὲν ἐξέδωκα , ὅσα ἐδυνάμην ἐπιδούς , κόσμιον δ ' ἐμαυτὸν παρέχων καὶ ποιῶν |
οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα χρήματα τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων : | ||
ἀναιρεῖσθαι . ἐθαυμάζετο δὲ καὶ παρὰ τοῖς πολλοῖς ἐπὶ πάσηι ἀρετῆι : καὶ δὴ ἑπτάκις πολιτῶν ἐστρατήγησε , τῶν ἄλλων |
; πόσα τοι ἔτε ' ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' , ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; εἷς | ||
Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : καὶ |
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι , | ||
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ |
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ | ||
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν |
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα | ||
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ |
, τὸ δ ' ὕλης ἐν βαθυξύλωι φόβηι , οὐ ῥάιδιον ζήτημα : κρᾶτα δ ' ἄθλιον , ὅπερ λαβοῦσα | ||
ἐπαλλάττειν ; οὐδὲ τὴν ἀπορροὴν ἀπὸ τοῦ κενοῦ πως γίνεσθαι ῥάιδιον ὑπολαβεῖν : ὥστε λεκτέον τούτου τὴν αἰτίαν . ἔοικε |
τεύξῃ τάχα . Φῂς τάδ ' οὖν ; Ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην . Ἄπαγέ νύν μ | ||
ταῖς ἐλπίσι : ἄλλως : τὰ δὲ ἄλλα , ἃ φρονῶ , ἀρκέσει τοῖς ἔνδον διηγήσασθαι φίλοις , ὁποῖά ἐστι |
σύ : πῶς γάρ ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς ἔξεστ ' ἀκλαύτῳ τῆσδ ' ἀποστῆναι στέγης : ἄλλ ' | ||
† ἀπωλόμην παλίμπους τύχη ἐν γῆς φίλης ὄχθοισι κρυφθῆναι καλόν ἔξεστ ' ἐρωτᾶν πότνιά ς ' ἢ σιγὴν ἔχω ; |
μετὰ ταῦτά φασιν ἀφανῆ γεγονέναι . καὶ ὅτι ταῦτα οὐ ψεύδομαι , ἡ Μελίτη συνομολογήσει καὶ θεράπαιναι δύο , μεθ | ||
τοῦτο καὶ . . ἀπὸ βαρυτόνου . τὸ φείδω ψεύδω ψεύδομαι , ἐρείδω ἐρείδομαι παραλήγουσι διφθόγγῳ . Τὰ εἰς ΔΩ |
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ | ||
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . |
πρόνοιαν . καὶ οὐκ ἠρώτησας παρ ' ὧν ἂν τἀληθὲς ἔμαθες : ὁ δὲ ἄνθρωπος οὗτος , εἰ καὶ μὴ | ||
λάχανα πλύνων Διογένης ἔσκωψε καί φησιν , “ εἰ ταῦτα ἔμαθες προσφέρεσθαι , οὐκ ἂν τυράννων αὐλὰς ἐθεράπευες . ” |
μὴ λύσω τῶν κατηγορημένων , οὐχ ὑμᾶς , ἀλλ ' ἐμαυτὸν αἰτιάσομαι . Ἐπειδὴ γὰρ οἱ πρεσβύτεροι ταῖς ἡλικίαις ὑπὲρ | ||
ἐκ γῆς . διαφυγὼν δ ' ἐγὼ φόνον καθῆκ ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλ ' ἄγκυραν πάρα : ἤδη δὲ κάμνονθ |
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ? | ||
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος |
ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον | ||
' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ |
, τέρατα Ἕλληνες . τυφῶ Ἀττικοί , τυφῶνα Ἕλληνες . τωθάζειν Ἀττικοί , σκώπτειν Ἕλληνες . τιμήσεται Ἀττικοί , τιμηθήσεται | ||
διακωμῳδεῖν , διασύρειν , σκώπτειν διασκώπτειν χλευάζειν , φαυλίζειν , τωθάζειν , γέλωτα τίθεσθαι : σκληρότερον γὰρ τὸ γελωτοποιεῖν , |
. Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐδέποτ ' ἄρα , ὦ μακάριε Θρασύμαχε , λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης . Ταῦτα δή σοι | ||
, ἐπεὶ δοκεῖ γέ σοι ὡς ἐγὼ λέγω . Ὦ μακάριε , ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν , ὥσπερ οἱ |
' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ | ||
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν |
καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμωι , τὴν ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ δίδωμ ' ἑκοῦσα τοῖσδ ' , ἀναγκασθεῖσα δ ' οὔ | ||
δὴ σύ μοι . μαρτύρων ἐναντίον σοι τήνδ ' ἐγὼ δίδωμ ' ἔχειν γνησίων παίδων ἐπ ' ἀρότωι , προῖκα |
εἰ δὲ ὕποπτος ἢ ἄπιστος ἐχθροῦ πᾶσα συμβουλή , οὐκ ὀκνῶ καὶ παρακαλεῖν σε μὴ τοὺς φιλοὺς τίνυσθαι τῆς ἐμῆς | ||
: οὐ γὰρ εὐσεβές . κόπτειν δὲ μέλλων τὴν θύραν ὀκνῶ πάλαι : οὐκ οἶδα γὰρ τὸν ἀδελφὸν εἰ νῦν |
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . | ||
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν |
εἰ ὀργίζεσθε τοῖς ἀνεσκευασμένοις τῶν τραπεζιτῶν . εἰ γὰρ ἐκείνοις ὀργίζεσθε δικαίως ὅτι ἀδικοῦσιν ὑμᾶς , πῶς οὐκ εἰκός ἐστιν | ||
τούτοις ἐψηφισμένα παρόν , συλλαβὼν ἀπήγαγεν . ὑμεῖς δὲ πᾶσιν ὀργίζεσθε , ὅσοι εἰς τὰς οἰκίας ἦλθον τὰς ὑμετέρας ζήτησιν |
Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως : οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνος , ἂν | ||
μὲν τέττιγες μουσικὴν ἀνεβάλλοντο σύν - τονον : καὶ τὸ ἀπαρνοῦμαι ὡς τὸ ἀναβολὴν ποιοῦμαι τοῦδε τοῦ πράγματος . γράφεται |
αὐτὸν τρόπον ἀπολογεῖσθαι ὅνπερ κἀγὼ κατηγόρηκα . Ἐγὼ δὲ πῶς κατηγόρηκα ; ἵνα καὶ ὑπομνήσω ὑμᾶς . Οὔτε τὸν ἴδιον | ||
, δίδωσι γὰρ ἀλλ ' ὡς οὐ πεποίηκεν , ἃ κατηγόρηκα , ἢ πεποιηκὼς περὶ τὴν ἑορτὴν ἀδικεῖ , τοῦτο |
ἐθελήσῃ τις αὐτῷ ἐκβῆναι ἐκ τοῦ ” Τί ἐγὼ σὲ ἀδικῶ ἢ σὺ ἐμέ “ ; εἰς σκέψιν αὐτῆς δικαιοσύνης | ||
εἶπε καθ ' ὑπόθεσιν : † ἄλλως : ἀλλ ' ἀδικῶ , φὴς , εἰς ἐπικουρίαν παρακαλῶν . οὐκοῦν καὶ |
, καὶ ἀπὸ τούτου ἐπὶ τοῦ ὀνομάζειν καὶ ἐπὶ τοῦ φράζειν . . πρὸ τοῦ τυφθῆναί σε . Θ . | ||
οἴομαι οὖν βέλτιστον εἶναι ἡμῖν εἰπεῖν τὸν μέλλοντα ἐξιέναι , φράζειν δὲ καὶ ὅποι , ἵνα καὶ τὸ πλῆθος εἰδῶμεν |
Ἄπολλον , ἀλλὰ σκαιὸν οὐ μετρίως λέγεις , μετὰ μαρτύρων ἀτυχεῖν , παρὸν λεληθέναι . δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ ' ἐστὶν | ||
ζῆν , οὐ βούλεται . . . τὸ δ ' ἀτυχεῖν ἢ τὸ μὴ θεὸς δίδωσιν , οὐ τρόπου δ |
ἐπιμείνῃς , μετανοήσεις : κατὰ σαυτοῦ τὴν ψῆφον οἴσεις . προλέγω σοι , Καλλιρόην ἀπολέσεις . οὐκ ἐμὲ βασιλεὺς ἀλλὰ | ||
τ ' ἀγρίων ναίοιμι τρόπων . τὸ δ ' ἐρᾶν προλέγω τοῖσι νέοισιν μή ποτε φεύγειν , χρῆσθαι δ ' |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
ἑλλέβορος ἱκανὸς ποιῆσαι ζωρότερος ποθείς ; Ἀλλὰ πάντως , ὦ Λυκῖνε , καὶ αὐτὸς εὔξῃ τι ἤδη ποτέ , ὡς | ||
ἄνθρακές σοι ὁ θησαυρὸς ἔσται ; Πῶς λέγεις , ὦ Λυκῖνε ; Ὅτι , ὦ ἄριστε , ἄδηλον ὁπόσον χρόνον |
ἢ ὅτι ἀφαιροῦνται βίᾳ τὰ ἀλλότρια ; ἐγὼ μὲν οὐδὲ ἀκήκοα πώποτε πρᾶγμα μιαρώτερον ἢ ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσὶ περὶ | ||
τὴν ἀριστείαν ἐλήλυθα , καὶ τὸν πένητα λαβεῖν ἔκδοτον αἰτοῦντος ἀκήκοα , εὐθὺς καὶ πρὸς τὸν πόλεμον ὕποπτος ἐγενόμην , |
τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην ; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ ' ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα . μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν | ||
' αἰῶνος ταφάς . οἰκτρὸν γάρ , οἰκτρὸν κεῖν ' ἐπόψομαι φάος καὶ πημάτων ὕψιστον , ὧν κράντης χρόνος , |
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ | ||
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός |
οὐ καλὸν ἡγοῦμαι εἶναι : ἐγὼ δ ' αὐτῷ οὐκ ἀποκρινοῦμαι πρότερον εἴτε αἰσχρὸν εἴτε καλὸν ἡγοῦμαι τὴν ῥητορικὴν πρὶν | ||
τί δυσχεραίνεις ; Οὐ δυσχεραίνω μόνον ἀλλὰ καὶ δέδοικα ὅτι ἀποκρινοῦμαι ἄν τις ἔρηταί με : ” Ὦ Σώκρατες , |
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ : | ||
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν : |
παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ ] τούτου τοῦ δεσμοῦ ἐλευθερωθῶ . . πέπονθας ἀεικὲς πῆμα ] ὁ χορὸς ἀκούσας τῶν τοῦ Προμηθέως | ||
. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας . καὶ δευτέραις Νεφέλαις : τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων |
μάρτυς αὐτὸς γέγονας . ὅτε γὰρ τὰ μητρῷα πρὸς μέρος ἠξίους νέμεσθαι , ὄντων παίδων ἐκ τῆς γυναικὸς Φορμίωνι τουτῳί | ||
ἐκείνης ἀναμνήσθητι , ἐν ᾗ πονηρούς τε ἐκάλεις καὶ σώζειν ἠξίους . ἥμαρτον μέν , ἀλλὰ τρεφέσθων : ἐλύπησαν μέν |
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην | ||
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ ' |
καὶ λίθων ἐκάθισέ σε . κἂν βλακεύῃ τις , οὐκ ἐπιτρέπεις , ἀλλὰ καὶ φωνῇ καὶ ὀφθαλμῷ τέκτονα ἐπεγείρεις . | ||
δεῖ πρὸς ἡμᾶς . ἔστιν ὅτῳ ἄλλῳ τῶν σπουδαίων πλείω ἐπιτρέπεις ἢ τῇ γυναικί ; Οὐδενί , ἔφη . Ἔστι |
εἰς ἀγαθόν . εἰσὶν δ ' οἳ βουλῆι τ ' ἀγαθῆι καὶ δαίμονι δειλῶι μοχθίζουσι , τέλος δ ' ἔργμασιν | ||
ἡ δὲ τύχη νῦν ἐν εὐόπτωι κοίτηι , τουτέστιν ἐν ἀγαθῆι καταστάσει πρὸς τὸ ἰδεῖν τὰ νῦν γεγονότα καὶ ἑτέρων |
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος | ||
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων |
σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων | ||
ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , |
περὶ τῶν χρημάτων εἰς λόγον καθίσταντο . καὶ τοῖς μὲν ἠδικηκόσιν ἐδόκει πέντε καὶ εἴκοσι στατῆρσι λῦσαι τὸ ἔγκλημα , | ||
. . σωρὸς : πλῆθος . . Θ . . ἠδικηκόσιν : Παρ ' ὑπόνοιαν . . παίζων τοῦτό φησιν |
καὶ τό γε τοῦ κηροῦ γεῶδες λείψανον , ἐξ οὗπερ ἐξέβη τὸ μέλι , θλίβοντες ταῖν χεροῖν ἐπὶ πολύ , | ||
πρώτη ἐχώρησε τὴν πρὸ αὐτῆς , καὶ πρώτη τοῦ ἑνὸς ἐξέβη ὁπωσοῦν . Οὔπω οὖν τὸ ἡνωμένον ἐκείνων οὐδέτερον , |
γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον | ||
μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν |
παρείας . μιαρέ ] μεμιασμένε . Ὀρέστα , ἀναιδές . φήμ ' ] ναὶ . λέγω . . ὁμολογοῦνθ ' | ||
, πρὸς τῇ τῶν εἰδῶν σοφίᾳ τῇ καλῇ ταύτῃ , φήμ ' ἐγώ , καίπερ γέρων ὤν , προσδεῖν σοφίας |
γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον . Πέρ ' , | ||
προχείρως χαριζόμενον καὶ ὑπηρετοῦντα ” κακὸς κακῶς ” εἶπεν „ ἀπόλοιο , ὅτι τὰς Χάριτας παρθένους οὔσας πόρνας ἐποίησας . |
γένοιτο μεμαρτύρηταί τε ὑμῖν : ἐπειδὴ δὲ ἐπεδήμησα ἐγὼ καὶ ᾐσθόμην καρπουμένους τούτους τὰ ἐκείνου , . . . ὁ | ||
ἀναιρούμενον ; ἀλλ ' εἰ μὲν μὴ καὶ πρότερον ὑμᾶς ᾐσθόμην οὐκ ἀγνοοῦντας μέν , ὡς ἡ νίκη τῶν ἔργων |
Σμικρίνη . λέγεις δὲ τί ; ἁδελφόςὦ Ζεῦ , πῶς φράσω ; σχεδόν τι σου τέθνηκεν . ὁ λαλῶν ἀρτίως | ||
συντυχίαν πόθ ' ἥξει ] ἐλεύσεται , ἵνα αὐτῷ ἀπαλλαγὴν φράσω † πάντ ' ἐκκάλυψον : αἱ συστηματικαὶ αὗται περίοδοι |
καὶ ] τοῖς μεθ ? [ ' ἡ ] - μᾶς ἐσομένοις βοηθῆσαι % , % πρὸς δὲ δὴ φιλάνθρωπον | ||
. εήνα ? ? ? σημεῖον ἐθέμην τοῦτο καὶ ἡ μᾶς νικῆσαι . δαναϊδῶν . ἀργείων * λέξω . τὸ |
πόλεων τούτων καὶ ἀναγκαιοτάτην οὖσαν ὑμῖν καὶ λυσιτελεστάτην . οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖν οὐδ ' ὅπως ἂν μεῖναι γενομένη δύναιτο | ||
λόγον οὐκ ἄφοβον εἰπεῖν , ὅμως δέ πῃ θαρρήσας οὐκ ἀποστήσομαι . Τίνα δὴ τοῦτον , ὦ ξένε , λέγεις |
εἰ δὲ δή τι κἀμοὶ λόγου πρόσεστιν ἄξιον καὶ παιδεύειν ἐπιχειρῶ , οὐ πατήρ , ὡς ἔοικε , μόνον , | ||
καὶ τὴν γλῶτταν ἀπολλύουσιν ὑπὸ τῆς σοφίας . Ἐγὼ δὲ ἐπιχειρῶ μέν , ὦ ἄνδρες , καὶ προθυμοῦμαι εἰς τὴν |
πρῶτον μὲν ἀπαρασκευότατον γενέσθαι με , μὴ δυνάμενον διαπράσσεσθαι αὐτὸν τἀμαυτοῦ πράγματα , ἔπειτα κακοπαθεῖν τῷ σώματι , τούς τε | ||
, εἰκότως μὲν οὐκ ἂν ἔχοιμι μέμψιν , εἰ μὴ τἀμαυτοῦ προστίθημι τούτοις , σῴζων δὲ τὰ τούτων καὶ πλείω |
τ ' ἀριθμόν , καὶ μέτρα θαλάσσης , καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ | ||
τοῦ Ἡρακλέους . ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ ξυνιείς : ἐπεὶ ῥητῶς οὐκ ἐξήγγειλεν ὁ Πίνδαρος ὅτι ἐνικᾶτο |
ὀρφανήν . εἰ δὲ μὴ δύναμαι ζῆν ὡς εὐγενής , αἱροῦμαι θάνατον ἐλεύθερον . ” τούτων ἀκούων δὲ ἔκλαιε προφάσει | ||
τουτέστιν ἐκ δειλίας κινεῖ με ὁ φόβος φθέγξασθαι ἃ μὴ αἱροῦμαι . ὤπασας ] παρέσχες τοῖς ἀνδράσιν . ὤπασας ] |
παῖδας ὄψηι ζῶντας οὓς ἔκτειν ' ἐγώ . ἦ γὰρ καθεῖλες Θρῆικα καὶ κρατεῖς ξένον , δέσποινα , καὶ δέδρακας | ||
αἱ συγκρίσεις . Καλῶς ποιήσας οὐ καλῶς ὠνείδισας , ἔργον καθεῖλες πλούσιον πτωχῷ λόγῳ . Καυχώμενος τὸ δῶρον ὃ δέδωκας |
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |